Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CC0087

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot της 19ης Μαρτίου 2015.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ιρλανδίας.
Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 2003/88/ΕΚ — Οργάνωση του χρόνου εργασίας — Οργάνωση του χρόνου εργασίας των ειδικευόμενων ιατρών.
Υπόθεση C-87/14.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:192

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 19ης Μαρτίου 2015 ( 1 )

Υπόθεση C‑87/14

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Ιρλανδίας

«Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 2003/88/ΕΚ — Οργάνωση του χρόνου εργασίας — Έννοια του “χρόνου εργασίας” — Ειδικευόμενοι ιατροί»

I – Εισαγωγή

1.

Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από τα άρθρα 3, 5, 6 και 17, παράγραφοι 2 και 5, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργανώσεως του χρόνου εργασίας ( 2 ), καθόσον δεν εφάρμοσε τις διατάξεις της οδηγίας ως προς την οργάνωση του χρόνου εργασίας των ειδικευόμενων ιατρών, οι οποίοι αποκαλούνται επίσης «μη κατέχοντες θέση επιμελητή νοσοκομειακοί ιατροί» («non-consultant hospital doctors», στο εξής: NCHD).

2.

Η Ιρλανδία μετέφερε την οδηγία 2003/88 στο εσωτερικό δίκαιο, όσον αφορά τους NCHD, με την κανονιστική απόφαση του 2004 σχετικά με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (οργάνωση του χρόνου εργασίας) (ειδικευόμενοι ιατροί) [European Communities (Organisation of Working Time) (Activities of Doctors in Training) Regulation 2004], όπως αυτή τροποποιήθηκε με την κανονιστική απόφαση του 2010 (στο εξής: κανονιστική απόφαση του 2004).

3.

Ενόψει της επιλύσεως διαφοράς σχετικής με τον χρόνο εργασίας των NCHD, ο Irish Medical Organisation (Ιρλανδικός επαγγελματικός σύλλογος των ιατρών), ο οποίος εκπροσωπεί το σύνολο των ιατρών που ασκούν το επάγγελμά τους στην ιρλανδική επικράτεια, και η Health Service Executive (Αρχή των Υπηρεσιών Υγείας, στο εξής: HSE), ήτοι το δημόσιο όργανο το οποίο εκπροσωπεί τις υγειονομικές αρχές, υπέγραψαν στις 22 Ιανουαρίου 2012 συμφωνία διευθετήσεως, στην οποία είναι προσαρτημένη μια συλλογική σύμβαση μεταξύ των ίδιων μερών ( 3 ) καθώς και μια πρότυπη σύμβαση εργασίας για τους NCHD ( 4 ).

4.

Το προοίμιο της πρότυπης αυτής συμβάσεως εργασίας περιγράφει τους NCHD ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας συμβάσεως, υπό τον όρο [NCHD] νοούνται τα πρόσωπα τα οποία απασχολούνται στην υπηρεσία δημόσιας υγείας στην Ιρλανδία ως “Interns”, “Senior House Officers”, “Registrars”, “Senior Registrars”, “Specialist Registrars” [τίτλοι που αντιστοιχούν σε βαθμούς σταδιοδρομίας ιατρών αναλόγως, κυρίως, του βαθμού εκπαιδεύσεως που έχουν λάβει] ή υπό άλλη ιδιότητα ενόψει της παροχής ιατρικών ή οδοντιατρικών υπηρεσιών και/ή την παρακολούθηση προγράμματος ιατρικής ή οδοντιατρικής εκπαιδεύσεως, και τα οποία, στο πλαίσιο αυτό, δεν απασχολούνται ως “Consultants”.»

5.

Με βάση τη ρήτρα 3, στοιχείο a, της συλλογικής συμβάσεως, οι προβλεπόμενες στον πίνακα υπηρεσίας ώρες εκπαιδεύσεως πέραν των εφημεριών δεν πρέπει να προσμετρώνται ως χρόνος εργασίας.

6.

Η Επιτροπή θεωρεί, αντιθέτως, ότι τέτοιου είδους ώρες εκπαιδεύσεως συνιστούν «χρόνο εργασίας» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88.

7.

Η προσφυγή λόγω παραβάσεως την οποία άσκησε η Επιτροπή κατά της Ιρλανδίας ερείδεται σε πλείονες λόγους. Ωστόσο, οι παρούσες προτάσεις επικεντρώνονται μόνο στον λόγο που αφορά την ασυμβατότητα της ρήτρας 3, στοιχείο a, της συλλογικής συμβάσεως με την οδηγία 2003/88. Ειδικότερα, με τον λόγο αυτόν εγείρεται νέο νομικό ζήτημα σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας του «χρόνου εργασίας» κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της εν λόγω οδηγίας. Το Δικαστήριο καλείται επομένως να αποφανθεί αν συνάδει ή όχι με την οδηγία 2003/88 η εξαίρεση του χρόνου τον οποίο αφιερώνουν οι NCHD στην εκπαίδευσή τους, και πέραν ακόμα των εφημεριών τους, από την κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας αυτής έννοια του «χρόνου εργασίας».

8.

Το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/88, το οποίο τιτλοφορείται «Ορισμοί», προβλέπει:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοείται ως:

1.   “χρόνος εργασίας”: κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές·

[…]».

9.

Ο ορισμός της έννοιας του χρόνου εργασίας έχει ιδιαίτερη σημασία στο σύστημα της οδηγίας 2003/88, καθώς από αυτόν εξαρτάται η εφαρμογή άλλων διατάξεων της οδηγίας αυτής, όπως τα άρθρα 3, 5 και 6 της εν λόγω οδηγίας.

10.

Το άρθρο 3 της οδηγίας 2003/88, το οποίο τιτλοφορείται «Ημερήσια ανάπαυση», ορίζει:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, ανά εικοσιτετράωρο, περίοδο αναπαύσεως ελάχιστης διάρκειας ένδεκα συναπτών ωρών.»

11.

Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Εβδομαδιαία ανάπαυση», προβλέπει στο πρώτο εδάφιό του:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, ανά περίοδο επτά ημερών, μια ελάχιστη περίοδο συνεχούς αναπαύσεως είκοσι τεσσάρων ωρών, στις οποίες προστίθενται οι ένδεκα ώρες ημερήσιας αναπαύσεως οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3. »

12.

Κατά το άρθρο 6 της ως άνω οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας»:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε, σε συνάρτηση με τις επιταγές προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων:

[…]

β)

ο χρόνος εργασίας να μην υπερβαίνει, ανά επταήμερο, τις 48 ώρες, κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών.»

13.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες των NCHD αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της εργασίας τους και του επαγγελματικού τους καθεστώτος, όπως προκύπτει από τους όρους της πρότυπης συμβάσεως εργασίας, και ιδιαιτέρως από το τμήμα 8 της τελευταίας, το οποίο τιτλοφορείται «Medical Education and Training» (Ιατρική κατάρτιση και εκπαίδευση). Οι ιατροί αυτοί υποχρεούνται να εκτελούν τις εν λόγω εκπαιδευτικές δραστηριότητες κατά τους όρους της συμβάσεως εργασίας τους.

14.

Εξάλλου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η σύμβαση περί των ωρών εκπαιδεύσεως, η οποία είναι προσαρτημένη στη συλλογική σύμβαση, διακρίνει τρεις κατηγορίες ωρών εκπαιδεύσεως:

τις εκτός νοσοκομείου προγραμματισμένες και κατοχυρωμένες ώρες εκπαιδεύσεως οι οποίες επιβάλλονται από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα·

τις προγραμματισμένες δραστηριότητες διδασκαλίας και εκπαιδεύσεως οι οποίες οργανώνονται στον χώρο του νοσοκομείου ανά τακτά διαστήματα (ανά εβδομάδα/δεκαπενθήμερο), όπως οι διαλέξεις, οι επιστημονικές συσκέψεις καθώς και οι επιθεωρήσεις νοσηρότητας και θνησιμότητας, και

τις δραστηριότητες έρευνας, μελέτης, κ.λπ.

15.

Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες, στο μέτρο που επιβάλλονται από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα και διεξάγονται σε χώρο ο οποίος καθορίζεται από το πρόγραμμα αυτό, πρέπει να προσμετρώνται ως «χρόνος εργασίας» για τους σκοπούς της οδηγίας 2003/88. Κατά την Επιτροπή, τούτο πρέπει να ισχύει για τις δύο πρώτες κατηγορίες ωρών εκπαιδεύσεως που καθορίζονται από τη σύμβαση περί των ωρών εκπαιδεύσεως. Αντιθέτως, ο χρόνος ο οποίος αφιερώνεται σε δραστηριότητες μελέτης και έρευνας που διεξάγονται στο σπίτι δεν πρέπει να θεωρείται «χρόνος εργασίας» και δύναται, συνεπώς, να προσμετράται ως «περίοδος αναπαύσεως» για τους σκοπούς της ίδιας οδηγίας. Στην περίπτωση αυτή φαίνεται να υπάγεται η τρίτη κατηγορία ωρών εκπαιδεύσεως.

16.

Η Επιτροπή επισημαίνει περαιτέρω ότι η πρόβλεψη ειδικών ωραρίων για τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες στους πίνακες υπηρεσίας ουδόλως μεταβάλλει τον χαρακτήρα των δραστηριοτήτων αυτών ως κατ’ ουσίαν δραστηριοτήτων «εργασίας».

17.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει επίσης την ιδιαίτερη σημασία του περιορισμού του χρόνου εργασίας και του καθορισμού ελάχιστων περιόδων αναπαύσεως για τους ιατρούς, ενόψει της διαφυλάξεως της υγείας και της ασφάλειας των ιατρών αυτών καθώς και των ασθενών τους. Κατά την Επιτροπή, τυχόν ερμηνεία περιοριστική της έννοιας του χρόνου εργασίας, όπως αυτή την οποία προτείνει η Ιρλανδία και η οποία εξαιρεί τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες, δεν συνάδει ούτε με τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα τα οποία απονέμει η οδηγία 2003/88 ούτε με τον επιδιωκόμενο από αυτήν σκοπό προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων.

18.

Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ρήτρα 3, στοιχείο a, της συλλογικής συμβάσεως αντιβαίνει προς τις διατάξεις της οδηγίας 2003/88, και ιδιαιτέρως προς τα άρθρα 3, 5 και 6 αυτής.

19.

Προς απάντηση στα ανωτέρω, η Ιρλανδία υποστηρίζει ότι οι προβλεπόμενες στον πίνακα υπηρεσίας ώρες εκπαιδεύσεως πέραν των εφημεριών, οι οποίες αντιστοιχούν στην κατοχυρωμένη περίοδο εκπαιδεύσεως, δεν πρέπει να προσμετρώνται ως «χρόνος εργασίας» κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88.

20.

Η Ιρλανδία δέχεται βεβαίως ότι στην περίπτωση των NCHD η εργασία και η εκπαίδευση ενδέχεται να είναι στενά συνδεδεμένες. Ωστόσο, κατά την άποψή της, υφίσταται μεταξύ των δύο εννοιών μια θεμελιώδης διάκριση, ιδίως στο πλαίσιο της κατοχυρωμένης περιόδου εκπαιδεύσεως, όπως εν προκειμένω. Ειδικότερα, η Ιρλανδία παρατηρεί ότι, στο πλαίσιο αυτό, ο NCHD δεν βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη ούτε ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του.

21.

Η Ιρλανδία εξηγεί ότι, μολονότι οι περίοδοι εκπαιδεύσεως καταχωρίζονται και καταγράφονται πράγματι στον πίνακα υπηρεσίας προκειμένου να διασφαλίζεται η κατοχύρωσή τους στο πρόγραμμα του NCHD και να παρέχεται στον εργοδότη η δυνατότητα ορθολογικού σχεδιασμού των δραστηριοτήτων, οι περίοδοι αυτές γίνονται ρητώς αντιληπτές ως διακριτές –ή ως «απαλλαγή»– από τις «δραστηριότητες ή τα καθήκοντα» της εργασίας.

22.

Κατά την Ιρλανδία, από την απόφαση Simap ( 5 ) προκύπτει ότι η έννοια του χρόνου εργασίας συνδέεται ουσιωδώς με την εκτέλεση, ή με τη διαθεσιμότητα προς εκτέλεση και με την πραγματική εκτέλεση, των καθηκόντων και των δραστηριοτήτων της εργασίας στον χώρο εργασίας. Εξάλλου, από τη σκέψη 63 της αποφάσεως Jaeger ( 6 ) προκύπτει ότι, προκειμένου να υπάρχει αντιστοιχία με τον προβλεπόμενο στην οδηγία 2003/88 ορισμό του «χρόνου εργασίας», είναι απαραίτητο ο ιατρός να βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη του σε καθορισμένο χώρο, συνήθως, αν και όχι αποκλειστικώς, στον χώρο του νοσοκομείου, ούτως ώστε να παρέχει τις υπηρεσίες και/ή να εκτελεί τις δραστηριότητες και τα καθήκοντα που συνδέονται με την εργασία του.

23.

Από τη ρήτρα 3, στοιχείο a, της συλλογικής συμβάσεως καθώς και από το παράρτημα αυτής προκύπτει σαφώς ότι η κατοχυρωμένη εβδομαδιαία περίοδος εκπαιδεύσεως είναι περίοδος κατά την οποία ο NCHD δεν εφημερεύει ούτε εκτελεί δραστηριότητες ή καθήκοντα συνδεόμενα με την εργασία του και δεν είναι πραγματικά διαθέσιμος για τις δραστηριότητες ή τα καθήκοντα αυτά. Ο κατοχυρωμένος χαρακτήρας της εν λόγω εκπαιδεύσεως αποκλείει κατ’ ανάγκην τη διαθεσιμότητα προς εργασία. Εξάλλου, το γεγονός ότι η εν λόγω περίοδος εκπαιδεύσεως είναι αμειβόμενη, μολονότι ο ιατρός δεν εκτελεί την εργασία του ούτε είναι διαθέσιμος για την εκτέλεση αυτή, αντανακλά απλώς το ιδιαίτερο καθεστώς των ειδικευόμενων ιατρών και συγκαταλέγεται στα πλεονεκτήματα των οποίων αυτοί τυγχάνουν.

24.

Κατά την Ιρλανδία, υφίσταται μια θεμελιώδης διάκριση μεταξύ, αφενός, της κατοχυρωμένης περιόδου εκπαιδεύσεως που συνεπάγεται φυσική παρουσία στον χώρο εργασίας και, αφετέρου, του χρόνου εφημερίας που επιβάλλει φυσική παρουσία στον χώρο εργασίας, ο οποίος εξετάστηκε από το Δικαστήριο στις αποφάσεις του Simap ( 7 ) και Jaeger ( 8 ) και για τον οποίο η κανονιστική απόφαση του 2004 ορίζει ρητώς ότι αυτός συνιστά χρόνο εργασίας. Ενώ ένας εφημερεύων ιατρός είναι διαθέσιμος προς εργασία και ενδέχεται να υποχρεωθεί να εκτελέσει τις δραστηριότητες και τα καθήκοντα που συνδέονται με την εργασία του, ένας ιατρός σε κατοχυρωμένη περίοδο εκπαιδεύσεως δεν είναι διαθέσιμος προς εργασία και δεν δύναται να εκτελέσει τις δραστηριότητες ή τα καθήκοντα αυτά. Για τον λόγο αυτό, η εν λόγω περίοδος εκπαιδεύσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί «χρόνος εργασίας» για τους σκοπούς της κανονιστικής αποφάσεως του 2004 ή της οδηγίας 2003/88.

25.

Η επιχειρηματολογία της Επιτροπής στηρίζεται σε εσφαλμένη βασική κατανόηση της σχέσεως μεταξύ των σχετικών με την εκπαίδευση των NCHD απαιτήσεων και των κοινών υποχρεώσεων των τελευταίων με βάση τη σύμβαση εργασίας τους. Σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή στο υπόμνημά της αντικρούσεως, οι σχετικές με την εκπαίδευση των NCHD απαιτήσεις δεν αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της εργασίας τους υπό την έννοια υποχρεώσεων που επιβάλλονται ή επιβλέπονται από τον εργοδότη. Όπως προκύπτει από τα τμήματα 2 και 8 της πρότυπης συμβάσεως εργασίας, πρόκειται μάλλον για θεμελιώδεις νόμιμες απαιτήσεις τις οποίες όλοι οι NCHD οφείλουν να πληρούν προκειμένου να είναι εγγεγραμμένοι ως επαγγελματίες ιατροί με βάση τον νόμο του 2007 για τους επαγγελματίες ιατρούς (Medical Practitioners Act 2007). Η σχέση μεταξύ των NCHD και του φορέα εκπαιδεύσεώς τους είναι ξεχωριστή και διακριτή από την υφιστάμενη μεταξύ των NCHD και του εργοδότη τους σχέση.

26.

Όπως εκτίθεται στο τμήμα 8, στοιχείο a, της πρότυπης συμβάσεως εργασίας, ο εργοδότης οφείλει απλώς να διευκολύνει, κατά περίπτωση, την απαιτούμενη εκπαίδευση και/ή την απαιτούμενη εγγύηση επάρκειας για τις θέσεις NCHD. Μολονότι ο εργοδότης προσφέρει ένα πλαίσιο εντός του οποίου οι NCHD δύνανται να λάβουν εκπαίδευση, δεν διευθύνει τη διεξαγωγή της εκπαιδεύσεως αυτής, δεν καθορίζει τις δραστηριότητες στις οποίες πρέπει να επιδίδονται οι NCHD για τις ανάγκες της εκπαιδεύσεως ούτε την πρόοδο των NCHD στο πλαίσιο της τελευταίας, ούτε και καθορίζει τον χώρο διεξαγωγής της εκπαιδεύσεως. Πρόκειται για ζητήματα τα οποία επαφίενται στους φορείς εκπαιδεύσεως των NCHD ή στους ίδιους τους NCHD.

27.

Η πρόβλεψη, στους πίνακες υπηρεσίας, ειδικών ωρών για τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες έχει ως σκοπό να διευκολύνει την τήρηση, εκ μέρους των NCHD, των υποχρεώσεων που υπέχουν με βάση τον νόμο του 2007 για τους επαγγελματίες ιατρούς και να διασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου των NCHD, προς όφελος τόσο των ιδίων όσο και των εργοδοτών τους, ούτως ώστε να εγγυάται την αποτελεσματική παροχή των υπηρεσιών.

II – Εκτίμηση

28.

Σκοπός της οδηγίας 2003/88 είναι ο καθορισμός στοιχειωδών προδιαγραφών για τη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας των εργαζομένων με την προσέγγιση των εθνικών ρυθμίσεων όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τη διάρκεια του χρόνου εργασίας. Η εναρμόνιση αυτή στο επίπεδο της Ένωσης σχετικά με την οργάνωση του χρόνου εργασίας αποσκοπεί στην εξασφάλιση καλύτερης προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, παρέχοντας σε αυτούς ελάχιστες περιόδους αναπαύσεως –ιδίως ημερήσιας και εβδομαδιαίας– καθώς και επαρκή διαλείμματα, και ορίζοντας σε 48 ώρες το ανώτατο όριο της μέσης διάρκειας εργασίας ανά εβδομάδα, όριο ως προς το οποίο ρητώς διευκρινίζεται ότι καλύπτει και τις υπερωρίες ( 9 ).

29.

Δεδομένου αυτού του πρωταρχικού σκοπού, κάθε εργαζόμενος πρέπει, μεταξύ άλλων, να διαθέτει χρόνο αναπαύσεως, ο οποίος οφείλει όχι μόνον να είναι επαρκής, επιτρέποντας στους ενδιαφερομένους να αναλάβουν από την κόπωση που συνεπάγεται η εργασία τους, αλλά και να έχει χαρακτήρα προληπτικό, δυνάμενο να μειώνει κατά το δυνατόν τον κίνδυνο διακυβεύσεως της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων που μπορεί να συνεπάγεται η σώρευση περιόδων εργασίας χωρίς την αναγκαία ανάπαυση ( 10 ).

30.

Οι προδιαγραφές που θεσπίζει η οδηγία 2003/88 σχετικά με τη μέγιστη διάρκεια εργασίας και τον ελάχιστο χρόνο αναπαύσεως συνιστούν ιδιαίτερης σημασίας κανόνες του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης, των οποίων κάθε εργαζόμενος πρέπει να απολαύει ως ελάχιστη αναγκαία επιταγή προς διασφάλιση της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας του ( 11 ).

31.

Ενώ αρχικώς εξαιρούνταν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργανώσεως του χρόνου εργασίας ( 12 ), οι δραστηριότητες των ειδικευόμενων ιατρών συμπεριλήφθηκαν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής δυνάμει της οδηγίας 2000/34/ΕΚ ( 13 ).

32.

Στη Λευκή Βίβλο της σχετικά με τους κλάδους και τις δραστηριότητες που εξαιρούνται από την οδηγία για τον χρόνο εργασίας, της 15ης Ιουλίου 1997 ( 14 ), η Επιτροπή υπογράμμιζε ότι «οι ώρες εργασίας των ειδικευόμενων ιατρών υπερέβαιναν συνήθως, σε πολλές χώρες, τις 55 εβδομαδιαίως» ( 15 ). Εξ αυτού απέρρεε, κατά την Επιτροπή, «προφανής κίνδυνος […] για την υγεία και την ασφάλεια σημαντικού αριθμού ειδικευόμενων ιατρών. Στο μέτρο που οι εν λόγω ιατροί συμμετέχουν άμεσα σε ιατρικές διαδικασίες και αποφάσεις οι οποίες επηρεάζουν τους ασθενείς, ενδέχεται επίσης να διακυβευτεί και η ασφάλεια των τελευταίων» ( 16 ).

33.

Λαμβανομένων υπόψη των ενδεχόμενων δυσχερειών τις οποίες αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη όταν πρόκειται να εφαρμόσουν τις σχετικές με τον χρόνο εργασίας διατάξεις σεβόμενα ταυτόχρονα τις υποχρεώσεις τους σε θέματα οργανώσεως και παροχής υπηρεσιών υγείας και ιατρικής φροντίδας, η συμπερίληψη των ειδικευόμενων ιατρών στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/104 υπήρξε σταδιακή.

34.

Δυνάμει της κωδικοποιήσεως στην οποία προέβη η οδηγία 2003/88, οι μεταβατικές διατάξεις περιλαμβάνονται στο άρθρο 17, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής. Από αυτές προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι οι επιτρεπτές παρεκκλίσεις αφορούν τα άρθρα 6 (μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας) και 16 (περίοδοι αναφοράς), στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, είναι δε επιτρεπτές μόνο για μεταβατική περίοδο πέντε ετών από την 1η Αυγούστου 2004, η οποία δύναται ενδεχομένως να παραταθεί κατά δύο έτη και στη συνέχεια κατά ένα έτος.

35.

Από τη σύντομη αυτή περιγραφή της εξελίξεως της εφαρμοστέας στους ειδικευόμενους ιατρούς νομοθεσίας προκύπτει ότι, από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, η εν λόγω κατηγορία ιατρών υπόκειται καθ’ ολοκληρίαν στους σχετικούς με την οργάνωση του χρόνου εργασίας κανόνες που περιέχονται στην οδηγία 2003/88.

36.

Πρέπει, εξάλλου, να επισημανθεί ότι οι διατάξεις της οδηγίας αυτής οι οποίες αφορούν ειδικώς τους ειδικευόμενους ιατρούς δεν προβλέπουν ειδικό για τους τελευταίους ορισμό της έννοιας του χρόνου εργασίας ούτε την εξαίρεση ορισμένων εκ των δραστηριοτήτων τους από την έννοια αυτή.

37.

Συνεπώς, έχει εφαρμογή ο γενικός ορισμός του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88.

38.

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι η εν λόγω οδηγία ορίζει τον «χρόνο εργασίας», κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, ως κάθε περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές, και ότι η έννοια αυτή πρέπει να γίνεται κατανοητή σε αντιδιαστολή προς την περίοδο αναπαύσεως, καθώς πρόκειται για αλληλοαποκλειόμενες έννοιες ( 17 ).

39.

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο διευκρίνισε, αφενός, ότι η οδηγία 2003/88 δεν θεσπίζει κάποια ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ περιόδου εργασίας και περιόδου αναπαύσεως και, αφετέρου, ότι η ένταση της εργασίας που παρέχει ο εργαζόμενος και η απόδοση του τελευταίου δεν εμπίπτουν στα κατά την οδηγία αυτή χαρακτηριστικά της έννοιας του «χρόνου εργασίας» ( 18 ).

40.

Επομένως, η εν λόγω οδηγία δεν προβλέπει «γκρίζες περιόδους» που παρεμβάλλονται μεταξύ του χρόνου εργασίας και του χρόνου αναπαύσεως. Σύμφωνα με το σύστημα που καθιέρωσε ο νομοθέτης της Ένωσης, η προσέγγιση του Δικαστηρίου ερείδεται σε ένα δίπολο· ό,τι δεν εμπίπτει στην έννοια του χρόνου εργασίας εμπίπτει στην έννοια του χρόνου αναπαύσεως, και το αντίστροφο.

41.

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι οι κατά την οδηγία 2003/88 έννοιες του «χρόνου εργασίας» και του «χρόνου αναπαύσεως» συνιστούν έννοιες του δικαίου της Ένωσης που πρέπει να ορίζονται βάσει αντικειμενικών χαρακτηριστικών, σε συνάρτηση με το σύστημα και τον σκοπό της εν λόγω οδηγίας, αντικείμενο της οποίας είναι η θέσπιση ελάχιστων προδιαγραφών για τη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας των εργαζομένων. Ειδικότερα, μόνο μια τέτοια αυτοτελής ερμηνεία μπορεί να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής καθώς και την ομοιόμορφη εφαρμογή των εν λόγω εννοιών στο σύνολο των κρατών μελών ( 19 ).

42.

Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/88 δεν συγκαταλέγεται στις διατάξεις της οδηγίας αυτής από τις οποίες χωρεί παρέκκλιση ( 20 ).

43.

Όσον αφορά τους ιατρούς, το Δικαστήριο συνήγαγε ότι οι εφημερίες που πραγματοποιεί ο εργαζόμενος, στο πλαίσιο του συστήματος φυσικής του παρουσίας στο ίδρυμα όπου εργάζεται, πρέπει να θεωρούνται στην ολότητά τους ως «χρόνος εργασίας» κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88, ανεξαρτήτως της εργασίας που πράγματι παρείχε ο ενδιαφερόμενος κατά τις εφημερίες αυτές ( 21 ).

44.

Το γεγονός ότι οι εφημερίες περιλαμβάνουν και περιόδους εργασιακής απραξίας δεν έχει συνεπώς, κατά το Δικαστήριο, απολύτως καμία σημασία στο πλαίσιο αυτό. Πράγματι, ο καθοριστικός παράγοντας για να κριθεί αν τα χαρακτηρίζοντα την έννοια του «χρόνου εργασίας», κατά την οδηγία 2003/88, στοιχεία προσιδιάζουν στις εφημερίες που πραγματοποιεί ο εργαζόμενος στην εργασία του είναι το αν ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι παρών στον χώρο που έχει καθορίσει ο εργοδότης και να βρίσκεται στη διάθεση του τελευταίου για να μπορεί να παράσχει αμέσως τις κατάλληλες υπηρεσίες σε περίπτωση ανάγκης. Επομένως, κατά το Δικαστήριο, πρέπει να θεωρείται ότι οι υποχρεώσεις αυτές εμπίπτουν στην άσκηση των καθηκόντων του εργαζομένου ( 22 ).

45.

Ο ορισμός του «χρόνου εργασίας» κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88 στηρίζεται σε τρία κριτήρια, τα οποία, με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να θεωρούνται σωρευτικά. Πρόκειται για το κριτήριο του χώρου (ο εργαζόμενος να βρίσκεται στον χώρο εργασίας), για το κριτήριο της εξουσιάσεως (να βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη) και για το επαγγελματικό κριτήριο (να βρίσκεται στο πλαίσιο ασκήσεως της δραστηριότητας ή των καθηκόντων του) ( 23 ).

46.

Η εξαίρεση των ωρών εκπαιδεύσεως των NCHD από τον «χρόνο εργασίας» κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως αντιβαίνει, κατά τη γνώμη μου, προς την οδηγία 2003/88, στο μέτρο που, όσον αφορά τη συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων, συντρέχουν τα τρία κριτήρια που μνημονεύονται στον ορισμό της διατάξεως αυτής.

47.

Θα ξεκινήσω την ανάλυσή μου με το τελευταίο εκ των τριών απαριθμηθέντων κριτηρίων, κατά το οποίο ο εργαζόμενος πρέπει να βρίσκεται στο πλαίσιο ασκήσεως της δραστηριότητας ή των καθηκόντων του.

48.

Η δραστηριότητα των NCHD περιλαμβάνει δύο κύριες πτυχές, ήτοι, αφενός, την παροχή ιατρικής φροντίδας και, αφετέρου, την παρακολούθηση προγράμματος εκπαιδεύσεως. Οι NCHD αμείβονται τόσο για την πρώτη όσο και για τη δεύτερη εκ των πτυχών αυτών.

49.

Οι NCHD αναπτύσσουν τις δύο πτυχές της δραστηριότητάς τους στους κόλπους δύο οντοτήτων. Αφενός, εντάσσονται σε ένα νοσοκομείο και, αφετέρου, υπάγονται σε ένα φορέα εκπαιδεύσεως, όλα αυτά υπό την αιγίδα της HSE, η οποία οργανώνει, μέσω συμφωνιών που συνάπτει με τους φορείς εκπαιδεύσεως, και χρηματοδοτεί την εκπαίδευση των NCHD ( 24 ).

50.

Κατά το έγγραφο που κατήρτισε η HSE, με τίτλο «Non Consultant Hospital Doctor (NCHD) – Job Specification» (Νοσοκομειακός ιατρός που δεν κατέχει θέση επιμελητή (NCHD) – Περιγραφή της απασχολήσεως) ( 25 ), η πρώτη πτυχή των δραστηριοτήτων των NCHD περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες επιμέρους αποστολές ( 26 ):

«συμμετοχή [του NCHD] ως μέλους διεπιστημονικής ομάδας στην παροχή ιατρικής φροντίδας προς τους ασθενείς»·

«πραγματοποίηση διαγνώσεων και θεραπεία των ασθενών»·

«παραγγελία και ερμηνεία διαγνωστικών εξετάσεων», και

«προσδιορισμός και έλεγχος της θεραπείας».

51.

Συνεπώς, οι NCHD συμμετέχουν πλήρως στην παροχή των υπηρεσιών ιατρικής φροντίδας προς τους ασθενείς.

52.

Κατά το τμήμα του ως άνω εγγράφου με τίτλο «Education and Training» (Κατάρτιση και εκπαίδευση), η σχετική με την εκπαίδευση των NCHD δεύτερη πτυχή απαρτίζεται, μεταξύ άλλων, από τις ακόλουθες επιμέρους αποστολές ( 27 ):

«συμμετοχή σε υποχρεωτικά και σε προτεινόμενα προγράμματα καταρτίσεως και επαγγελματικής εξελίξεως σύμφωνα με τις οργανωτικές/επαγγελματικές απαιτήσεις»·

«διατήρηση και εξέλιξη της επαγγελματικής εξειδικεύσεως και γνώσεως μέσω της ενεργού συμμετοχής στη διά βίου επαγγελματική κατάρτιση και εξέλιξη»·

«επίτευξη ικανοποιητικής προόδου στην εκπαίδευση και εξέλιξη σύμφωνα με τις απαιτήσεις του φορέα εκπαιδεύσεως», και

«συμμετοχή στις απαιτούμενες αξιολογήσεις στόχων και αποδόσεως από κοινού με τον επιβλέποντα επιμελητή/διευθυντή κλινικής/επικεφαλής του ακαδημαϊκού τμήματος».

53.

Οι NCHD οφείλουν επομένως να παρακολουθούν πρόγραμμα εκπαιδεύσεως στους κόλπους σχετικώς πιστοποιημένου φορέα, και τούτο σε συντονισμό με τον εργοδότη τους, ο οποίος οφείλει να οργανώνει τον πίνακα υπηρεσίας τους κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η καλή διεξαγωγή της εκπαιδεύσεως αυτής.

54.

Ο στενός σύνδεσμος που συνδέει τις δύο αυτές όψεις της δραστηριότητας των NCHD τονίζεται, ορθώς, στο έγγραφο με τίτλο «Training principles to be incorporated into new working arrangements for doctors in training» (Εκπαιδευτικές αρχές που πρέπει να ενσωματωθούν στους νέους τρόπους οργανώσεως της εργασίας των ειδικευόμενων ιατρών) ( 28 ). Σε αυτό επισημαίνεται ότι μεταξύ των γενικών κανόνων που πρέπει να διέπουν την εκπαίδευση των NCHD περιλαμβάνεται και ο κανόνας κατά τον οποίο «οι δυνατότητες καταρτίσεως και εκπαιδεύσεως στον χώρο εργασίας πρέπει να αξιοποιούνται και να αναπτύσσονται στον μέγιστο δυνατό βαθμό» και κατά τον οποίο «δεν πρέπει να δημιουργείται τεχνητό στεγανό μεταξύ της υπηρεσίας και της εκπαιδεύσεως» ( 29 ).

55.

Παρά την ως άνω βεβαίωση περί απουσίας στεγανών μεταξύ της εκπαιδεύσεως και των παροχών ιατρικής φροντίδας, το έγγραφο αυτό αποτυπώνει την ύπαρξη μιας πρακτικής η οποία συνίσταται στην εξαίρεση από τον χρόνο εργασίας των ωρών που αφιερώνουν οι NCHD στην εκπαίδευσή τους στους κόλπους του φορέα που είναι επιφορτισμένος με την αποστολή αυτή. Έτσι, στο σημείο 9 του μέρους Ι του ως άνω εγγράφου διαλαμβάνεται ότι «ο χρόνος που αφιερώνεται στην εκπαίδευση κατ’ απαίτηση του φορέα εκπαιδεύσεως και όχι του εργοδότη δεν προσμετράται ως χρόνος εργασίας για τους σκοπούς της [οδηγίας 2003/88], αλλά μπορεί να θεωρείται αμειβόμενος χρόνος». Επιπλέον, στο σημείο 15 του αυτού μέρους Ι διευκρινίζεται ότι «[χ]ρόνος ο οποίος αφιερώνεται κυρίως, ή και αποκλειστικώς, στην κατάρτιση (για παράδειγμα, “κατοχυρωμένη” εκπαιδευτική άδεια) και δεν εμπίπτει στον ορισμό του “χρόνου εργασίας”, δύναται ωστόσο να συμπεριλαμβάνεται σε σύμβαση αμειβόμενης εργασίας». Τέλος, στο σημείο 3 του μέρους ΙΙ του ίδιου εγγράφου, με τίτλο «Principles relating to each Training Body» (Αρχές σχετικές με τους φορείς εκπαιδεύσεως), ορίζεται ότι «η εκτός νοσοκομείου κατάρτιση και εκπαίδευση […] δεν θεωρούνται, κατά κανόνα, ως χρόνος εργασίας».

56.

Τέτοιου είδους εξαίρεση των ωρών εκπαιδεύσεως των NCHD από την κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88 έννοια του «χρόνου εργασίας» αντιβαίνει, κατά τη γνώμη μου, προς την οδηγία αυτή, διότι εδράζεται στην ιδέα ότι οι NCHD, καθόσον ασχολούνται με την εκπαίδευσή τους όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση το πρόγραμμα που καταρτίζεται από τον σχετικώς πιστοποιημένο φορέα, δεν βρίσκονται στο πλαίσιο της ασκήσεως της δραστηριότητας ή των καθηκόντων τους κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως.

57.

Ωστόσο, σε αντίθεση προς την εικόνα που σκιαγραφεί συναφώς η Ιρλανδία στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, η σχετική με την παροχή ιατρικής φροντίδας πτυχή της δραστηριότητας των NCHD και η σχετική με την εκπαίδευσή τους πτυχή είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Ειδικότερα, η σώρευση θεωρητικής και πρακτικής καταρτίσεως καθώς και η περαιτέρω ανάπτυξη των επιστημονικών γνώσεων παράλληλα με την πρακτική εφαρμογή αυτών είναι σύμφυτες με το καθεστώς των NCHD. Η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα της εκπαιδεύσεως των NCHD εξαρτάται ακριβώς από τη στενή αυτή διασύνδεση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής εφαρμογής.

58.

Επομένως, η επαγγελματική εκπαίδευση των NCHD αποτελεί καθ’ ολοκληρίαν μέρος της δραστηριότητάς τους και πρέπει συνεπώς να θεωρείται ότι αυτοί βρίσκονται εντός του πλαισίου της ασκήσεως της δραστηριότητας ή των καθηκόντων τους, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88, καθόσον παρακολουθούν το πρόγραμμα εκπαιδεύσεώς τους, και πέραν ακόμα των εφημεριών τους.

59.

Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται κανένας αντικειμενικός λόγος διακρίσεως των δύο πτυχών της δραστηριότητας των NCHD ενόψει του υπολογισμού του χρόνου εργασίας τους.

60.

Εξάλλου, φρονώ ότι συντρέχει και το κριτήριο του χώρου, κατά το οποίο ο εργαζόμενος πρέπει να βρίσκεται στον χώρο εργασίας.

61.

Ειδικότερα, είτε η εκπαίδευση πραγματοποιείται στο νοσοκομείο είτε στους χώρους του φορέα εκπαιδεύσεως, σημασία έχει το γεγονός ότι οι NCHD υποχρεούνται να παραμένουν, κατά τις ώρες της εκπαιδεύσεώς τους, σε χώρο τον οποίο δεν είναι ελεύθεροι να επιλέξουν, αλλά ο οποίος εξαρτάται από το πρόγραμμα εκπαιδεύσεως που αυτοί οφείλουν να παρακολουθήσουν. Η υποχρέωση φυσικής παρουσίας των NCHD σε ορισμένο χώρο κατά τις ώρες εκπαιδεύσεώς τους συνιστά επιβάρυνση η οποία τους εμποδίζει να ασκούν ελεύθερα τις προσωπικές τους δραστηριότητες.

62.

Τέλος, το κριτήριο κατά το οποίο ο εργαζόμενος πρέπει να βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη είναι πρωτίστως ένα κριτήριο εξουσιάσεως που συνεπάγεται διαρκή σχέση υποταγής του πρώτου έναντι του δεύτερου ( 30 ).

63.

Όταν οι NCHD πραγματοποιούν την πέραν των εφημεριών εκπαίδευσή τους, δεν παύουν να υπάγονται στη διευθυντική εξουσία του εργοδότη τους.

64.

Ειδικότερα, στο πλαίσιο της ιεραρχικής σχέσεως που συνδέει τους NCHD με τον εργοδότη τους, η εκπαίδευση των πρώτων τελεί υπό την επίβλεψη του δεύτερου.

65.

Αυτό προκύπτει ρητώς από το τμήμα 3 της πρότυπης συμβάσεως εργασίας, το οποίο τιτλοφορείται «Reporting Relationship» (Ιεραρχική σχέση) και προβλέπει:

«Η ιεραρχική σχέση του NCHD έναντι του εργοδότη εξασφαλίζεται μέσω του επιβλέποντος επιμελητή και του διευθυντή κλινικής (εφόσον υπάρχει). Ο NCHD δύναται να υποχρεωθεί σε αναφορές προς τον καθορισμένο επιβλέποντα επιμελητή/διευθυντή κλινικής/επικεφαλής του ακαδημαϊκού τμήματος για ζητήματα σχετικά με την ιατρική κατάρτιση καθώς και με την ιατρική εκπαίδευση και έρευνα. Ο NCHD προβαίνει σε απευθείας αναφορές προς τον εργοδότη, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα.» ( 31 )

66.

Στο ίδιο πνεύμα, στο τμήμα 6, στοιχείο c, της πρότυπης συμβάσεως εργασίας διαλαμβάνεται επίσης:

«Κατά τη διάρκεια της απασχολήσεώς του, ο NCHD έχει δικαίωμα σε τακτική αξιολόγηση της απόδοσής του –συμπεριλαμβανομένης της απόδοσής του στον τομέα [της ιατρικής καταρτίσεως και της ιατρικής εκπαιδεύσεως]/της έρευνας– παρουσία του ιδίου, εκ μέρους του καθορισμένου επιβλέποντος επιμελητή/διευθυντή κλινικής/επικεφαλής του ακαδημαϊκού τμήματος.»

67.

Η επίβλεψη αυτή, εκ μέρους του εργοδότη, της εκπαιδεύσεως των NCHD είναι συνεπής με τη διαπίστωση ότι η συμμετοχή των τελευταίων σε πρόγραμμα εκπαιδεύσεως αποτελεί, κατά το τμήμα 8, στοιχείο b, της πρότυπης συμβάσεως εργασίας, μέρος των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχουν οι NCHD κατ’ εφαρμογήν της συμβάσεως εργασίας που τους συνδέει με τον εργοδότη τους. Εκ τούτου έπεται, κατά τη γνώμη μου, ότι ο εργοδότης έχει την εξουσία να επιβάλλει κυρώσεις σε περίπτωση μη εκπληρώσεως από τους NCHD των υποχρεώσεών τους όπως αυτές καθορίζονται στη σύμβαση εργασίας.

68.

Εξάλλου, ο εργοδότης διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην καλή διεξαγωγή της εκπαιδεύσεως αυτής, την οποία και οφείλει να διευκολύνει. Συναφώς, το τμήμα 8, στοιχείο a, της πρότυπης συμβάσεως εργασίας προβλέπει ότι, «[γ]ια τους σκοπούς της καταρτίσεως, της εκπαιδεύσεως του NCHD και της διατηρήσεως της επαγγελματικής επάρκειας των NCHD, ο εργοδότης διευκολύνει, κατά περίπτωση, και σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου του 2007 για τους επαγγελματίες ιατρούς, την απαιτούμενη για τις θέσεις NCHD εκπαίδευση/εγγύηση επάρκειας». Κατά την ίδια λογική, το τμήμα 8, στοιχείο c, της πρότυπης συμβάσεως εργασίας προβλέπει επίσης την ύπαρξη συντονισμού μεταξύ του εργοδότη και του φορέα εκπαιδεύσεως για την πραγματοποίηση της εκπαιδεύσεως των NCHD, η οποία πρέπει να ενσωματώνεται στον καταρτιζόμενο από τον εργοδότη πίνακα υπηρεσίας ( 32 ). Επαφίεται συνεπώς στον εργοδότη να συνδυάζει την υποχρέωση εκπαιδεύσεως των NCHD με τις υπηρεσιακές υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν οι τελευταίοι.

69.

Η εκπαίδευση των NCHD αποβλέπει στην προσαρμογή των τελευταίων στην εργασιακή τους θέση και επιδιώκει συνεπώς επαγγελματικό σκοπό. Ο χρόνος τον οποίο αφιερώνουν οι NCHD στην εκπαίδευσή τους θα μπορούσε να εξομοιωθεί με προσωπικό χρόνο μόνον αν βρισκόταν εκτός της εργασιακής σχέσεως, ούτως ώστε οι NCHD να είναι σε θέση να επιδίδονται ελευθέρως στις προσωπικές τους ασχολίες. Ωστόσο, όπως προεκτέθη, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, καθώς ο εργοδότης εξακολουθεί να ασκεί την εξουσία του στο πλαίσιο της επίβλεψης της εκπαιδεύσεως των NCHD. Επιπλέον, η εκπαίδευση των τελευταίων δεν είναι προϊόν μιας αυτόνομης επιλογής τους να αφιερώσουν προς τούτο μέρος τους προσωπικού τους χρόνου. Εφόσον ο χρόνος εκπαιδεύσεως των NCHD αποσκοπεί στην εκπλήρωση επαγγελματικής υποχρεώσεως, υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του εργοδότη, δεν συνιστά χρόνο αναπαύσεως.

70.

Υπενθυμίζω ότι η οδηγία 2003/88 έχει ως σκοπό την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων. Η εγγύηση ελάχιστου χρόνου αναπαύσεως για τους εργαζομένους εγγράφεται στο πλαίσιο του σκοπού αυτού. Κατά συνέπεια, η εξαίρεση του χρόνου εκπαιδεύσεως των NCHD από τον υπολογισμό του χρόνου εργασίας τους θίγει τον εν λόγω ελάχιστο χρόνο αναπαύσεως και επομένως προσκρούει στον ανωτέρω σκοπό ( 33 ). Με άλλα λόγια, αντιβαίνει προς την οδηγία 2003/88 η απομείωση του χρόνου αναπαύσεως των NCHD με την εξαίρεση των ωρών εκπαιδεύσεώς τους από τον «χρόνο εργασίας» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας αυτής.

71.

Προσθέτω ότι ο τρόπος με τον οποίο το Δικαστήριο όρισε την έννοια του χρόνου αναπαύσεως επιτρέπει ευχερώς την απόρριψη της άποψης που υποστηρίζεται από την Ιρλανδία. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο διευκρίνισε, σχετικά με τις «ισοδύναμες περιόδους αντισταθμιστικής αναπαύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 93/104, ότι οι περίοδοι αυτές πρέπει να χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι, στη διάρκειά τους, «ο εργαζόμενος δεν υπέχει έναντι του εργοδότη του καμία υποχρέωση ικανή να τον εμποδίσει να ασχοληθεί, ελεύθερα και αδιαλείπτως, με τα ενδιαφέροντά του προκειμένου να εξουδετερώσει τα αποτελέσματα της εργασίας επί της ασφάλειας και της υγείας του ενδιαφερομένου. Επίσης, τέτοιες περίοδοι αναπαύσεως πρέπει να διαδέχονται άμεσα τον χρόνο εργασίας που υποτίθεται ότι πρέπει να αντισταθμίσουν, προκειμένου να αποφευχθεί η κόπωση ή η υπερφόρτιση του εργαζομένου λόγω της σωρεύσεως διαδοχικών περιόδων εργασίας» ( 34 ). Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι, «για να μπορεί να αναπαύεται αποτελεσματικά, ο εργαζόμενος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να απομακρύνεται από το περιβάλλον εργασίας του για ορισμένο αριθμό ωρών που πρέπει όχι μόνο να είναι συνεχόμενες αλλά και να ακολουθούν άμεσα μια περίοδο εργασίας, προκειμένου να δίνεται στον εργαζόμενο η δυνατότητα χαλαρώσεως και εξαλείψεως της σύμφυτης με την άσκηση των καθηκόντων του κοπώσεως» ( 35 ).

72.

Οι περίοδοι αναπαύσεως προορίζονται συνεπώς να αντισταθμίσουν την κόπωση που προκύπτει από τις περιόδους εργασίας. Η βασική αυτή λειτουργία των περιόδων αναπαύσεως θα διακυβευόταν αν σε αυτές συμπεριλαμβάνονταν οι περίοδοι εκπαιδεύσεως των NCHD.

73.

Από τα ανωτέρω προκύπτει, κατά την άποψή μου, ότι συντρέχουν τα τρία κριτήρια του «χρόνου εργασίας» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88. Συνεπώς, οι ώρες τις οποίες οι NCHD υποχρεούνται να αφιερώνουν στην εκπαίδευσή τους πέραν των εφημεριών πρέπει να θεωρούνται «χρόνος εργασίας» κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως.

III – Πρόταση

74.

Με βάση τις προηγηθείσες σκέψεις, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι, εξαιρώντας στην πράξη τις πέραν των εφημεριών ώρες εκπαιδεύσεως των νοσοκομειακών ιατρών που δεν κατέχουν θέση επιμελητή (non‑consultant hospital doctors), οι οποίες προβλέπονται στον πίνακα υπηρεσίας, από τον «χρόνο εργασίας» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργανώσεως του χρόνου εργασίας, η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από την ανωτέρω διάταξη καθώς και από τα άρθρα 3, 5 και 6 της οδηγίας αυτής.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ L 299, σ. 9.

( 3 ) Στο εξής: συλλογική σύμβαση.

( 4 ) Στο εξής: πρότυπη σύμβαση εργασίας.

( 5 ) C-303/98, EU:C:2000:528.

( 6 ) C-151/02, EU:C:2003:437.

( 7 ) C-303/98, EU:C:2000:528.

( 8 ) C-151/02, EU:C:2003:437.

( 9 ) Διάταξη Grigore (C-258/10, EU:C:2011:122, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 10 ) Απόφαση Jaeger (C-151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 92).

( 11 ) Διάταξη Grigore (C-258/10, EU:C:2011:122, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 12 ) ΕΕ L 307, σ. 18.

( 13 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 2000, για την τροποποίηση της οδηγίας 93/104 (EE L 195, σ. 41).

( 14 ) COM(97) 334 τελικό.

( 15 ) Σημείο 64.

( 16 ) Σημείο 65.

( 17 ) Διάταξη Grigore (C-258/10, EU:C:2011:122, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 18 ) Όπ.π. (σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 19 ) Όπ.π. (σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 20 ) Όπ.π. (σκέψη 45).

( 21 ) Διάταξη Vorel (C-437/05, EU:C:2007:23, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Δεδομένου ότι το γράμμα των άρθρων 1 έως 6 της οδηγίας 2003/88 είναι κατ’ ουσίαν όμοιο με το γράμμα των άρθρων 1 έως 6 της οδηγίας 93/104, το Δικαστήριο διευκρίνισε, στην ίδια διάταξη, ότι η ερμηνεία της τελευταίας οδηγίας μπορεί να ισχύσει πλήρως και για την οδηγία 2003/88 (σκέψη 29).

( 22 ) Όπ.π. (σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 23 ) Βλ., σχετικά με την απόφαση Jaeger (C-151/02, EU:C:2003:437), σχόλιο Vigneau, C., European Review of Private Law, no 13, τόμος 2, Kluwer Law International, Κάτω Χώρες, 2005, σ. 219, ιδίως σ. 220.

( 24 ) Το τμήμα 15 της πρότυπης συμβάσεως εργασίας, το οποίο τιτλοφορείται «Training Supports» (Χρηματοδοτήσεις της εκπαιδεύσεως), προβλέπει ότι τα έξοδα εκπαιδεύσεως των NCHD τα αναλαμβάνει η HSE.

( 25 ) Το έγγραφο αυτό είναι διαθέσιμο στη διαδικτυακή διεύθυνση http://www.irishpsychiatry.ie/Libraries/PGT_HSE_Docs/HSE_Job_Specification_for_NCHD_Posts.sflb.ashx.

( 26 ) Βλ., επίσης, τμήμα 6 της πρότυπης συμβάσεως εργασίας.

( 27 ) Βλ., επίσης, τμήμα 8 της πρότυπης συμβάσεως εργασίας.

( 28 ) Medical Education and Training Group, Ιούλιος 2004. Έγγραφο στο οποίο παραπέμπουν, μεταξύ άλλων, οι υποσημειώσεις 3 και 5 της πρότυπης συμβάσεως εργασίας και το οποίο είναι διαθέσιμο στη διαδικτυακή διεύθυνση http://smartr.org.uk/wp-content/uploads/2013/01/training_principles.pdf.

( 29 ) Σελίδα 5.

( 30 ) Βλ. Vigneau, C., όπ.π., ο οποίος δίδει στη σελίδα 220 τον ορισμό που αναπαράγεται εδώ.

( 31 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 32 ) Βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, «Training principles to be incorporated into new working arrangements for doctors in training», όπ.π. Το σημείο 16 του μέρους Ι του εγγράφου αυτού ορίζει ότι «[ο]ι εργοδότες οφείλουν να οργανώνουν τον κατοχυρωμένο χρόνο εκπαιδεύσεως για τους καθορισμένους εκπαιδευτές και τους ειδικευόμενους σε ειδικές θέσεις εκπαιδεύσεως». Στο σημείο 26 του ως άνω μέρους Ι διαλαμβάνεται ότι «[ο]ι πίνακες υπηρεσίας πρέπει να διευκολύνουν τις προγραμματισμένες δραστηριότητες καταρτίσεως και εκπαιδεύσεως εντός και εκτός νοσοκομείου».

( 33 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, όσον αφορά τις εφημερίες, απόφαση Simap (C-303/98, EU:C:2000:528, σκέψη 49).

( 34 ) Απόφαση Jaeger (C-151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 94).

( 35 ) Όπ.π. (σκέψη 95).

Top