EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CC0074

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar της 16ης Ιουλίου 2015.
«Eturas» UAB κ.λπ. κατά Lietuvos Respublikos konkurencijos taryba.
Αίτηση του Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή — Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Πρακτορεία ταξιδίων που συμμετέχουν στο κοινό ηλεκτρονικό σύστημα προσφορών ταξιδίων — Αυτόματος περιορισμός των ποσοστών εκπτώσεως για ηλεκτρονικές αγορές ταξιδίων — Μήνυμα του διαχειριστή του συστήματος σχετικό με τον εν λόγω περιορισμό — Σιωπηρή συμφωνία που είναι δυνατό να χαρακτηρισθεί ως εναρμονισμένη πρακτική — Στοιχεία τα οποία συνιστούν συμφωνία και εναρμονισμένη πρακτική — Εκτίμηση των αποδείξεων και απαιτούμενος βαθμός αποδείξεως — Διαδικαστική αυτονομία των κρατών μελών — Αρχή της αποτελεσματικότητας — Τεκμήριο αθωότητας.
Υπόθεση C-74/14.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:493

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 16ης Ιουλίου 2015 ( 1 )

Υπόθεση C‑74/14

«Eturas» UAB

«Freshtravel» UAB

«Neoturas» UAB

«AAA Wrislit» UAB

«Visveta» UAB

«Baltic Clipper» UAB

«Guliverio kelionės» UAB

«Baltic Tours Vilnius» UAB

«Kelionių laikas» UAB

«Vestekspress» UAB

«Daigera» UAB

«Ferona» UAB

«Kelionių akademija» UAB

«Travelonline Baltics» UAB

«Kelionių gurmanai» UAB

«Litamicus» UAB

«Megaturas» UAB

«TopTravel» UAB

«Zigzag Travel» UAB

«ZIP Travel» UAB

κατά

Lietuvos Respublikos konkurencijos taryba

[αίτηση του Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Λιθουανία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ανταγωνισμός — Άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ — Συστατικά στοιχεία εναρμονισμένης πρακτικής — Πρακτορεία ταξιδίων που χρησιμοποιούν κοινό ηλεκτρονικό σύστημα ταξιδιωτικών κρατήσεων — Περιορισμός του ανώτατου ορίου των διαθέσιμων ποσοστών εκπτώσεων για ηλεκτρονικές κρατήσεις — Μήνυμα του διαχειριστή του συστήματος που ανακοινώνει τον εν λόγω περιορισμό — Συνεννόηση μεταξύ επιχειρήσεων — Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ συνεννοήσεως και συμπεριφοράς στην αγορά — Βάρος αποδείξεως — Τεκμήριο αθωότητας»

I – Εισαγωγή

1.

Σε μια συχνά αναφερόμενη ανάλυση της έννοιας της «εναρμονισμένης πρακτικής» κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ο δικαστής B. Vesterdorf, ασκώντας καθήκοντα γενικού εισαγγελέα, έγραψε: «το πρόβλημα μπορεί προφανώς να συνοψιστεί στο πότε έχει συντελεστεί η παράβαση» ( 2 ).

2.

Το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Λιθουανίας) θέτει ένα παρεμφερές ζήτημα στο πλαίσιο προσβολής αποφάσεως που εξέδωσε η εθνική αρχή ανταγωνισμού με την οποία διαπιστώνεται ότι ορισμένα πρακτορεία ταξιδίων συντόνισαν το παρεχόμενο στους πελάτες τους ποσοστό εκπτώσεως.

3.

Η πρωτοτυπία της υποθέσεως έγκειται στο γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της συνεννοήσεως μεταξύ επιχειρήσεων αφορούν κατά κύριο λόγο πράξεις τρίτου, του κυρίου και διαχειριστή του διαδικτυακού συστήματος ταξιδιωτικών κρατήσεων το οποίο χρησιμοποιούν τα εμπλεκόμενα πρακτορεία ταξιδίων, ο οποίος επέβαλε τεχνικό περιορισμό στο ποσοστό εκπτώσεως και ανήρτησε μήνυμα με το οποίο ανακοίνωσε τον εν λόγω περιορισμό. Το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς το αν τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία αρκούν για να στοιχειοθετηθεί παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

II – Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

4.

Η «Eturas» UAB είναι κάτοχος αποκλειστικών δικαιωμάτων και ο διαχειριστής του ηλεκτρονικού συστήματος ταξιδιωτικών κρατήσεων E‑TURAS (στο εξής: σύστημα E‑TURAS).

5.

Το εν λόγω σύστημα ελέγχεται από ένα και μόνο διαχειριστή και μπορεί να ενσωματωθεί στον ιστότοπο κάθε πρακτορείου ταξιδίων που έχει λάβει σχετική άδεια από την Eturas. Η τυποποιημένη σύμβαση της Eturas για την παροχή άδειας δεν περιέχει διάταξη που επιτρέπει στον διαχειριστή να μεταβάλει την τιμολόγηση των υπηρεσιών που παρέχονται από τα πρακτορεία ταξιδίων τα οποία χρησιμοποιούν το σύστημα.

6.

Το 2010 το Lietuvos Respublikos konkurencijos taryba (εθνική αρχή ανταγωνισμού στη Λιθουανία, στο εξής: Συμβούλιο Ανταγωνισμού) κίνησε έρευνα βάσει πληροφορίας από χρήστη του συστήματος E-TURAS, σύμφωνα με την οποία τα πρακτορεία ταξιδίων που πρότειναν οργανωμένες εκδρομές συντόνιζαν μεταξύ τους τις εκπτώσεις τις οποίες προσέφεραν σε πελάτες που αγόραζαν εκδρομές ηλεκτρονικά μέσω του συστήματος E‑TURAS.

7.

Από την έρευνα αυτή προέκυψε ότι, λίγο πριν από τον προβαλλόμενο περιορισμό, ο διευθυντής της Eturas απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα σε διάφορα πρακτορεία ταξιδίων, ζητώντας τους να μετάσχουν σε ψηφοφορία σχετικά με περιορισμό των ποσοστών εκπτώσεως από 4 % σε 1 %-3 %. Μολονότι από τη δικογραφία αποδεικνύεται ότι ένα από τα εμπλεκόμενα πρακτορεία έλαβε το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα, δεν προκύπτει αν άλλα ταξιδιωτικά πρακτορεία το έλαβαν ή απάντησαν σε αυτό.

8.

Στις 27 Αυγούστου 2009 και ώρα 12.20, εισήχθη στο σύστημα E-TURAS τεχνικός περιορισμός, που περιόριζε στο 3 % τις εκπτώσεις που ήσαν διαθέσιμες για ηλεκτρονικές κρατήσεις.

9.

Είχε προηγηθεί η ακόλουθη ανακοίνωση του συστήματος (στο εξής: ανακοίνωση του συστήματος της 27ης Αυγούστου 2009), η οποία, νωρίτερα την ίδια ημέρα, είχε εμφανιστεί στο πεδίο «Ενημερωτικές Ανακοινώσεις» του συστήματος E-TURAS:

10.

Ο διευθυντής της Eturas δήλωσε ότι η εν λόγω ανακοίνωση απεστάλη σε όλα τα πρακτορεία ταξιδίων που χρησιμοποιούσαν το σύστημα.

11.

Δεν επιβλήθηκε περιορισμός στη δυνατότητα προσφοράς πρόσθετων εκπτώσεων σε επιμέρους πελάτες (π.χ. με την παροχή κωδικού εκπτώσεως καλού πελάτη).

12.

Από την έρευνα προέκυψε επίσης ότι η πλειονότητα των πρακτορείων ταξιδίων που πριν από τις 27 Αυγούστου 2009 παρείχαν ποσοστό εκπτώσεως άνω του 3 %, μετά την ημερομηνία αυτή μείωσαν το ποσοστό εκπτώσεως στο 3 %. Πάντως, κάποια πρακτορεία ταξιδίων προσέφεραν χαμηλότερο ποσοστό εκπτώσεως πριν από τις 27 Αυγούστου 2009 και συνέχισαν να παρέχουν το ίδιο χαμηλότερο ποσοστό. Κάποια πρακτορεία ταξιδίων δεν παρείχαν υπηρεσίες μέσω του E‑TURAS πριν από τις 27 Αυγούστου 2009. Κάποια άλλα εμπλεκόμενα πρακτορεία ταξιδίων δεν πώλησαν καμία εκδρομή μέσω του E‑TURAS κατά την υπό έρευνα περίοδο.

13.

Στην απόφασή του της 7ης Ιουνίου 2012, το Συμβούλιο Ανταγωνισμού διαπίστωσε ότι 30 πρακτορεία ταξιδίων καθώς και η Eturas έλαβαν μέρος, κατά την περίοδο μεταξύ 27ης Αυγούστου 2009 και τέλους Μαρτίου του 2010, σε περιορίζουσα τον ανταγωνισμό πρακτική σχετικά με τις εκπτώσεις στις κρατήσεις μέσω του συστήματος Ε-TURAS.

14.

Κατά την απόφαση αυτή, η έναρξη της παραβάσεως σημειώθηκε κατά την ημερομηνία που εμφανίστηκε στο σύστημα E‑TURAS η ανακοίνωση σχετικά με τη μείωση των εκπτώσεων και περιορίστηκε με τεχνικά μέσα το ποσοστό εκπτώσεων. Τα πρακτορεία ταξιδίων, ως συνετοί επιχειρηματίες, όφειλαν να λάβουν γνώση του εν λόγω περιορισμού από αυτή την ημερομηνία.

15.

Το Συμβούλιο Ανταγωνισμού έκρινε ότι τα πρακτορεία ταξιδίων που χρησιμοποιούσαν το σύστημα E‑TURAS κατά την κρίσιμη περίοδο, και τα οποία δεν εξέφρασαν αντίρρηση, ευθύνονται για την παράβαση. Τα πρακτορεία αυτά ευλόγως μπορούσαν να θεωρήσουν ότι επίσης όλα τα άλλα πρακτορεία ταξιδίων που χρησιμοποιούσαν το σύστημα θα περιόριζαν τις εκπτώσεις τους στο ανώτατο όριο του 3 %. Κατά συνέπεια, αντάλλαξαν πληροφορίες σχετικά με τα ποσοστά εκπτώσεων που σκόπευαν να παρέχουν στο μέλλον και, έτσι, έμμεσα —μέσω υπόρρητης ή σιωπηρής εγκρίσεως— εξέφρασαν την κοινή συμφωνία τους όσον αφορά τη συμπεριφορά τους στη σχετική αγορά. Περαιτέρω, επισήμανε ότι η εν λόγω συμπεριφορά των πρακτορείων ταξιδίων στη σχετική αγορά πρέπει να θεωρηθεί εναρμονισμένη πρακτική. Το Συμβούλιο Ανταγωνισμού έκρινε ότι η Eturas, μολονότι δεν δραστηριοποιούνταν στη σχετική αγορά, είχε ρόλο για τη διευκόλυνση της παραβάσεως.

16.

Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο Ανταγωνισμού διαπίστωσε ότι η Eturas και τα εμπλεκόμενα πρακτορεία ταξιδίων παρέβησαν το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και το άρθρο 5 του Lietuvos Respublikos konkurencijos įstatymas (νόμου της Δημοκρατίας της Λιθουανίας περί ανταγωνισμού), και τους επέβαλε πρόστιμα. Το πρακτορείο ταξιδίων που παρέσχε στο Συμβούλιο Ανταγωνισμού την πληροφορία σχετικά με την παράβαση εξαιρέθηκε από την επιβολή προστίμου σύμφωνα με το πρόγραμμα επιείκειας.

17.

Εμπλεκόμενα πρακτορεία ταξιδίων (στο εξής: προσφεύγοντες) προσέβαλαν την απόφαση του Συμβουλίου Ανταγωνισμού ενώπιον του Vilniaus apygardos administracinis teismas (πρωτοβάθμιου διοικητικού δικαστηρίου του Βίλνιους). Με απόφαση της 8ης Απριλίου 2013, το εν λόγω δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει τις προσφυγές και μείωσε τα επιβληθέντα πρόστιμα.

18.

Τόσο οι προσφεύγοντες όσο και το Συμβούλιο Ανταγωνισμού κατέθεσαν αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas.

19.

Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι δεν ακολούθησαν εναρμονισμένες πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ή του εθνικού δικαίου. Τα εμπλεκόμενα πρακτορεία ταξιδίων υποστήριξαν ότι δεν αποδείχθηκε η πρόθεσή τους να περιορίσουν τις εκπτώσεις, και ότι ο τεχνικός περιορισμός ήταν μονομερής ενέργεια της Eturas. Ορισμένοι προσφεύγοντες λέγουν ότι δεν διάβασαν την ανακοίνωση του συστήματος. Λόγω της μικρής σημασίας του συστήματος —τα έσοδα από εκδρομές πωλούμενες μέσω του E‑TURAS αντιπροσώπευαν ελάχιστο ποσοστό του συνολικού εισοδήματός τους (για παράδειγμα, 0,12 %, 0,2 % ή 0,0025 %)— τα πρακτορεία ταξιδίων δεν το παρακολουθούσαν στενά. Εξηγούν ότι χρησιμοποιούσαν το επίμαχο σύστημα λόγω της ευκολίας που παρείχε σχετικά με τις ηλεκτρονικές πωλήσεις, λόγω της ελλείψεως εναλλακτικών συστημάτων στην αγορά, καθώς και επειδή το κόστος για την ανάπτυξη δικών τους ηλεκτρονικών συστημάτων ήταν απαγορευτικό. Στην πράξη, οι εκπτώσεις δεν περιορίστηκαν, δεδομένου ότι τα πρακτορεία ταξιδίων διατήρησαν τη δυνατότητα να παρέχουν σε επιμέρους πελάτες πρόσθετες εκπτώσεις καλού πελάτη.

20.

Το Συμβούλιο Ανταγωνισμού υποστηρίζει ότι το σύστημα E-TURAS χρησίμευσε στους προσφεύγοντες ως μέσο για τον συντονισμό των ενεργειών τους και κατήργησε την ανάγκη συναντήσεων, δεδομένου ότι οι όροι χρήσεως του συστήματος τους παρείχαν τη δυνατότητα να επιτύχουν «σύμπτωση βουλήσεων» σχετικά με τους περιορισμούς των εκπτώσεων χωρίς την ανάγκη άμεσων επαφών. Η μη εναντίωση στον περιορισμό των εκπτώσεων εξομοιώνεται με σιωπηρή έγκρισή τους. Το σύστημα E-TURAS λειτουργούσε υπό ομοιόμορφες συνθήκες και ήταν ευχερώς αναγνωρίσιμο στους ιστοτόπους των πρακτορείων ταξιδίων, οι οποίοι περιείχαν πληροφορίες σχετικά με τις παρεχόμενες εκπτώσεις. Τα πρακτορεία ταξιδίων δεν εναντιώθηκαν στον εισαχθέντα περιορισμό και, έτσι, κατέστησαν σαφές μεταξύ τους ότι εφαρμόζουν περιορισμένες εκπτώσεις, διαλύοντας κάθε αβεβαιότητα σχετικά με τα ποσοστά των εκπτώσεων. Οι προσφεύγοντες όφειλαν να είναι συνετοί και υπεύθυνοι και δεν μπορούσαν να αγνοούν ή να παραβλέπουν ανακοινώσεις σχετικές με τις πρακτικές που επηρέαζαν τις οικονομικές τους δραστηριότητες.

21.

Το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas έχει αμφιβολίες ως προς την ορθή ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και ειδικότερα, ως προς την κατανομή του βάρους αποδείξεως για την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως.

22.

Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι η πτυχή αυτή είναι κρίσιμη για την εξέταση του αν το Συμβούλιο Ανταγωνισμού απέδειξε επαρκή πραγματικά περιστατικά για να συναγάγει ότι υπήρξε παράβαση και να καθορίσει το χρονικό σημείο από το οποίο πρέπει να υπολογιστεί η διάρκεια της παραβάσεως. Από την αιτιολογία της προσβληθείσας αποφάσεως προκύπτει ότι για την απόδειξη της παραβάσεως το Συμβούλιο Ανταγωνισμού στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στην ανακοίνωση του συστήματος της 27ης Αυγούστου 2009. Έτσι, στην πράξη, το Συμβούλιο Ανταγωνισμού εφάρμοσε το τεκμήριο ότι τα πρακτορεία ταξιδίων που έλαβαν την ανακοίνωση γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν τον εισαχθέντα περιορισμό.

23.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, από τη μια πλευρά, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγοντες χρησιμοποιούσαν το σύστημα E‑TURAS μαζί με τους ανταγωνιστές τους και, κατά συνέπεια, όφειλαν να ενεργούν με φρόνηση και να προσέχουν τις ανακοινώσεις που αποστέλλονταν μέσω του συστήματος. Πράγματι, κάποιοι από αυτούς παραδέχθηκαν ότι γνώριζαν τον περιορισμό των εκπτώσεων και ότι στην πράξη τήρησαν τον περιορισμό αυτόν. Λαμβανομένου υπόψη του κρυφού χαρακτήρα των πρακτικών που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, η απόδειξη που στηρίζεται στο σύστημα ίσως θα μπορεί, υπό το πρίσμα όλων των περιστάσεων της υποθέσεως, να θεωρηθεί επαρκής. Από την άλλη πλευρά, οι παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού καλύπτονται από το τεκμήριο αθωότητας. Στην παρούσα υπόθεση, δεν υπάρχει αποδεικτικό στοιχείο ως προς το ότι οι προσφεύγοντες όντως διάβασαν την ανακοίνωση του συστήματος και αντελήφθησαν ότι αντιπροσωπεύει αντίθετη προς τους κανόνες ανταγωνισμού εναρμονισμένη ενέργεια όλων των χρηστών του συστήματος.

24.

Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να καθοριστεί αν η απλώς και μόνο αποστολή μιας ανακοινώσεως του συστήματος σχετικά με περιορισμό των εκπτώσεων μπορεί να αποτελέσει, στο πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών της παρούσας υποθέσεως, επαρκές στοιχείο προκειμένου να επιβεβαιωθεί ή να συναχθεί τεκμήριο ως προς το ότι οι επιχειρήσεις οι οποίες μετείχαν στο σύστημα γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν τον επιβληθέντα περιορισμό των εκπτώσεων, έστω και αν κάποιες από αυτές διατείνονται ότι δεν έλαβαν γνώση του περιορισμού και κάποιες δεν μετέβαλαν τα πραγματικά ποσοστά εκπτώσεως ή ούτε καν πώλησαν εκδρομές μέσω του συστήματος E‑TURAS κατά την κρίσιμη περίοδο.

25.

Στο πλαίσιο αυτό, το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas, με διάταξη της 17ης Ιανουαρίου 2014, η οποία παρελήφθη από το Δικαστήριο στις 10 Φεβρουαρίου 2014, ζήτησε την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των ακολούθων ερωτημάτων:

«1)

Πρέπει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση συμμετοχής επιχειρήσεων σε κοινό ηλεκτρονικό σύστημα πληροφοριών του είδους που περιγράφεται στην κρινόμενη υπόθεση, εφόσον το Συμβούλιο Ανταγωνισμού αποδείξει ότι στο σύστημα εισήχθη ανακοίνωση συστήματος σχετικά με περιορισμό των εκπτώσεων και τεχνικός περιορισμός του ποσοστού εκπτώσεως, τεκμαίρεται ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν την ανακοίνωση συστήματος που εισήχθη στο ηλεκτρονικό σύστημα πληροφοριών και ότι, εφόσον δεν προέβαλαν αντιρρήσεις για την εφαρμογή περιορισμού των εκπτώσεων, εξέφρασαν σιωπηρώς τη συναίνεσή τους για τον περιορισμό του ποσοστού εκπτώσεως και, για τον λόγο αυτόν, ευθύνονται λόγω εναρμονισμένων πρακτικών βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ;

2)

Αν στο πρώτο ερώτημα δοθεί αρνητική απάντηση, ποιοι παράγοντες πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να προσδιοριστεί αν οι επιχειρήσεις που συμμετείχαν σε κοινό ηλεκτρονικό σύστημα πληροφοριών υπό συνθήκες ανάλογες με αυτές της κύριας δίκης ακολούθησαν εναρμονισμένες πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ;»

26.

Γραπτές παρατηρήσεις στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας υποβλήθηκαν από αρκετούς από τους προσφεύγοντες ( 3 ), τη Λιθουανική και την Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και από την Επιτροπή. Ορισμένοι από τους προσφεύγοντες ( 4 ), το Συμβούλιο Ανταγωνισμού, η Λιθουανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υπέβαλαν προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Μαΐου 2015.

III – Ανάλυση

A – Εισαγωγή

27.

Η παρούσα υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο μια σπάνια ευκαιρία να ερμηνεύσει την έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής, χωριστά από τις συναφείς έννοιες της συμφωνίας ή της αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων ( 5 ).

28.

Αρχίζω την ανάλυσή μου υπενθυμίζοντας τη νομολογία του Δικαστηρίου μας σχετικά με τις εναρμονισμένες πρακτικές.

29.

Το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει ότι οι ακόλουθες πρακτικές απαγορεύονται ως ασύμβατες με την εσωτερική αγορά: όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς.

30.

Οι έννοιες «συμφωνία», «αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων» και «εναρμονισμένη πρακτική» καταλαμβάνουν, από υποκειμενική σκοπιά, μορφές συμπράξεως με την ίδια φύση οι οποίες διακρίνονται μεταξύ τους μόνο ως προς την ένταση και τις μορφές υπό τις οποίες εκδηλώνονται ( 6 ).

31.

Το Δικαστήριο έχει κρίνει σε πολλές περιπτώσεις ότι η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής αφορά μια μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να φθάνει μέχρι τη σύναψη μιας κατά κυριολεξία συμβάσεως, σκοπίμως αντικαθιστά με την έμπρακτη συνεργασία των επιχειρήσεων αυτών τους κινδύνους που ενέχει ο ανταγωνισμός ( 7 ).

32.

Όσον αφορά το κριτήριο του συντονισμού, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι περί ανταγωνισμού διατάξεις της Συνθήκης στηρίζονται στην αντίληψη ότι κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει αυτοτελώς την πολιτική που σκοπεύει να ακολουθήσει στην αγορά. Αυτή η απαίτηση αυτοτέλειας αποκλείει κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ επιχειρηματιών, μέσω της οποίας μια επιχείρηση επηρεάζει τη συμπεριφορά των ανταγωνιστών της στην αγορά ή τους αποκαλύπτει τις αποφάσεις ή τις προθέσεις της σχετικά με τη δική της συμπεριφορά στην αγορά, αν κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να δημιουργηθούν συνθήκες ανταγωνισμού που δεν συμβαδίζουν με τις κανονικές συνθήκες της συγκεκριμένης αγοράς ( 8 ).

33.

Κατά πάγια νομολογία, η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής προϋποθέτει, πέρα από τη συνεννόηση των επιχειρήσεων, συμπεριφορά στην αγορά συνάδουσα με την εν λόγω σύμπραξη, και σχέση αιτίου και αιτιατού μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων. Τεκμαίρεται —πλην αποδείξεως του εναντίου, βαρύνουσας τους εμπλεκόμενους επιχειρηματίες— ότι οι μετέχουσες στη διαβούλευση επιχειρήσεις, που εξακολουθούν να δρουν στην αγορά, έλαβαν υπόψη τις πληροφορίες που έχουν ανταλλάξει με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά, και ειδικά όταν η διαβούλευση γίνεται σε τακτά διαστήματα και επί μακρό χρονικό διάστημα («τεκμήριο Anic») ( 9 ).

34.

Από τη νομολογία μπορεί να συναχθεί ότι το «τεκμήριο Anic» —δηλ. το τεκμήριο αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συνεννοήσεως και της συμπεριφοράς των μετεχουσών επιχειρήσεων στην αγορά— μπορεί να ισχύσει επίσης σε περίπτωση μόνο μιας επαφής μεταξύ ανταγωνιστών ( 10 ).

35.

Όπως το Δικαστήριο έκρινε στην απόφαση T-Mobile Netherlands κ.λπ., από το αντικείμενο της συνεννοήσεως με σκοπό την εναρμόνιση και από τις εκάστοτε συνθήκες της αγοράς εξαρτώνται ο αριθμός, η συχνότητα και η μορφή των συναντήσεων που απαιτούνται προκειμένου οι ανταγωνιστές να εναρμονίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά. Πράγματι, αν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δημιουργήσουν σύμπραξη στηριζόμενη σε περίπλοκο σύστημα συνεννοήσεως σχετικά με πολλές πτυχές της συμπεριφοράς τους στην αγορά, θα έχουν ανάγκη τακτικών επαφών επί μακρά περίοδο. Αν, αντιθέτως, η συνεννόηση έχει στιγμιαίο χαρακτήρα και αποσκοπεί μόνο στην εναρμόνιση της συμπεριφοράς στην αγορά σχετικά με μεμονωμένη παράμετρο του ανταγωνισμού, μία και μόνη επαφή μεταξύ ανταγωνιστών θα μπορούσε να αρκέσει για την επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος από τις μετέχουσες επιχειρήσεις σκοπός περιορισμού του ανταγωνισμού ( 11 ).

36.

Επιπλέον, ακριβώς όπως στην περίπτωση συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού, ο συνυπολογισμός των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων εναρμονισμένης πρακτικής παρέλκει όταν προκύπτει ότι η παράβαση είχε ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού ( 12 ).

B – Ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

37.

Με δύο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία σκοπεύω να εξετάσω από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής να καλύπτει την κατάσταση όπου ορισμένα πρακτορεία ταξιδίων μετέχουν σε κοινό σύστημα κρατήσεων, ο διαχειριστής του οποίου αναρτά ανακοίνωση, πληροφορώντας τους χρήστες του συστήματος ότι οι παρεχόμενες στους πελάτες εκπτώσεις θα περιοριστούν σε ενιαίο κατ’ ανώτατο όριο ποσοστό, η οποία ακολουθείται από τεχνικό περιορισμό ως προς την επιλογή ποσοστού εκπτώσεως.

38.

Το αιτούν δικαστήριο ερωτά ακολούθως αν, και σε καταφατική περίπτωση υπό ποιες συνθήκες, τα ταξιδιωτικά πρακτορεία που αντελήφθησαν την εν λόγω αθέμιτη πρωτοβουλία και που εξακολούθησαν να χρησιμοποιούν το σύστημα κρατήσεων, μπορεί να κριθεί ότι ευθύνονται για την παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

39.

Κατά πάγια νομολογία ( 13 ), η εναρμονισμένη πρακτική έχει τρία συστατικά στοιχεία: πρώτον, συνεννόηση μεταξύ επιχειρήσεων, δεύτερον, συμπεριφορά στην αγορά και, τρίτον, αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των δύο πρώτων στοιχείων.

40.

Η παρούσα υπόθεση κατά κύριο λόγο αφορά το πρώτο από τα στοιχεία αυτά —τη συνεννόηση μεταξύ επιχειρήσεων.

41.

Πράγματι, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται η συνεννόηση, δεν είναι δυσχερής η απόδειξη των υπόλοιπων δύο στοιχείων —της συμπεριφοράς στην αγορά και της αιτιώδους συνάφειας— βάσει των πραγματικών περιστατικών της παρούσας υποθέσεως. Σύμφωνα με το «τεκμήριο Anic», η πραγματική συμπεριφορά στην αγορά μπορεί να τεκμαίρεται όσον αφορά τις επιχειρήσεις που μετέχουν στη σύμπραξη και εξακολουθούν να δρουν στην αγορά. Επιπλέον, στην παρούσα υπόθεση η συμπεριφορά στην αγορά μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι ο περιορισμός του ποσοστού εκπτώσεως επιβλήθηκε με τεχνικά μέσα και ως εκ τούτου εφαρμόστηκε αυτομάτως όσον αφορά όλα τα πρακτορεία ταξιδίων που εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν το σύστημα E‑TURAS.

42.

Σημειώνω ότι τα προδικαστικά ερωτήματα του εθνικού δικαστηρίου δεν αφορούν την ευθύνη της ίδιας της Eturas ως προσώπου που διευκόλυνε τη σύμπραξη. Το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφασίσει αν τρίτος που δεν δρα στη σχετική αγορά, αλλά απλώς παρέχει υπηρεσίες γραμματείας της συμπράξεως, μπορεί να κριθεί ότι ευθύνεται για την παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Το ζήτημα αυτό εξετάστηκε πρόσφατα, στην υπόθεση AC Treuhand κατά Επιτροπής, από τον γενικό εισαγγελέα Ν. Wahl, ο οποίος διατύπωσε την άποψη ότι το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν καλύπτει την ευθύνη μιας αμιγώς συμβουλευτικής εταιρίας η οποία δεν δραστηριοποιείται στη σχετική αγορά ή σε συναφή αγορά ( 14 ). Θα περιοριστώ στην παρατήρηση ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από το προηγούμενο σενάριο, επειδή η Eturas είναι συμβεβλημένη με όλα τα εμπλεκόμενα πρακτορεία ταξιδίων, με τα οποία έχει συνάψει συμβάσεις παροχής αδειών, και εξάλλου είναι επιχείρηση που δρα στην αγορά παροχής άδειας χρησιμοποιήσεως ηλεκτρονικών συστημάτων κρατήσεων, που είναι συναφής με την αγορά των πρακτόρων ταξιδίων.

43.

Στην ανάλυση που ακολουθεί θα εξετάσω τις νομικές προϋποθέσεις για την απόδειξη συνεννοήσεως μεταξύ επιχειρήσεων καθώς και ορισμένα συναφή ζητήματα: την προβαλλόμενη μονομερή συμπεριφορά τρίτου, τη δυνατότητα της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως να αποστασιοποιηθεί από την παράβαση, και τη συμβατότητα του αντίστοιχου επιπέδου αποδείξεως με την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας.

1. Συνεννόηση μεταξύ επιχειρήσεων

44.

Το Δικαστήριο δεν είχε μέχρι σήμερα την ευκαιρία να αποσαφηνίσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες μονομερής ανακοίνωση μπορεί να οδηγήσει σε εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ των αποδεκτών και του προσώπου από το οποίο προέρχεται.

45.

Κατά πάγια νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής προϋποθέτει την ύπαρξη επαφών χαρακτηριζομένων από αμοιβαιότητα. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται αν ένας ανταγωνιστής αποκαλύπτει τις μελλοντικές προθέσεις του ή τη μελλοντική συμπεριφορά του στην αγορά σε άλλον ανταγωνιστή, όταν ο τελευταίος το ζητεί ή, τουλάχιστον, το δέχεται ( 15 ).

46.

Επίσης κατά τη γνώμη μου, η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής προϋποθέτει αμοιβαιότητα. Μια εναρμονισμένη ενέργεια είναι κατ’ ανάγκη το αποτέλεσμα συναινέσεως ( 16 ). Πάντως, ο βαθμός επισημότητας της εν λόγω συναινέσεως δεν μπορεί να υπόκειται σε υπερβολικά αυστηρές προϋποθέσεις, καθόσον κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την πολυμορφία που ενυπάρχει στην έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής.

47.

Ειδικότερα, η αμοιβαιότητα πρέπει να περιλαμβάνει επίσης τη σιωπηρή έγκριση.

48.

Πάντως, η δυνατότητα να συναχθεί σιωπηρή έγκριση, και ως εκ τούτου να αποδειχθεί η ύπαρξη συναινέσεως για συνεργασία αντί για ανταγωνισμό, εξαρτάται από το πλαίσιο της ανακοινώσεως.

49.

Πρώτον, όταν επιχείρηση λαμβάνει πληροφορία σχετικά με μια αθέμιτη πρωτοβουλία χωρίς να εναντιωθεί σε αυτήν, η συγκατάθεσή της σχετικά με την εν λόγω πρωτοβουλία μπορεί να συναχθεί από την έλλειψη απαντήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιστάσεις ευνοούν τη δημιουργία σιωπηρής συναινέσεως. Η έλλειψη εναντιώσεως σε αθέμιτη ανακοίνωση καθίσταται αντιληπτή επειδή, υπό ορισμένες περιστάσεις, η απλώς και μόνο έλλειψη αντιδράσεως του αποδέκτη οδηγεί το άλλο ή τα άλλα μέρη να πιστεύσουν ότι ο αποδέκτης επιδοκιμάζει την αθέμιτη πρωτοβουλία και θα συμμορφωθεί με αυτή ( 17 ). Κατά συνέπεια, προκειμένου να συναχθεί ενσυνείδητη συμμετοχή του αποδέκτη σε εναρμονισμένη πρακτική, το πλαίσιο της αλληλεπιδράσεως πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι ο αποδέκτης εκτιμά ότι ο ανταγωνιστής θα εκλάβει τη σιωπή του ως έγκριση και θα αναμένει αμοιβαίες ενέργειες, ακόμη και ελλείψει απαντήσεως.

50.

Δεύτερον, όταν το πρόσωπο που αποστέλλει την πληροφορία δεν είναι ανταγωνιστής αλλά τρίτος, η εν λόγω αλληλεπίδραση μπορεί να προκαλέσει οριζόντια σύμπραξη μεταξύ ανταγωνιστών, μόνο αν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο αποδέκτης εκτιμά ότι η πληροφορία που διαβιβάστηκε από τον τρίτο προέρχεται από ανταγωνιστή ή τουλάχιστον γνωστοποιείται επίσης σε ανταγωνιστή.

51.

Κατά συνέπεια, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη συνεννοήσεως σε μια κατάσταση όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία περιλαμβάνει τόσο μια έμμεση ανακοίνωση μέσω τρίτου όσο και την έλλειψη ρητής απαντήσεως, το πλαίσιο της αλληλεπιδράσεως πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι ο αποδέκτης εκτιμά ότι η αθέμιτη πρωτοβουλία προέρχεται από ανταγωνιστή ή τουλάχιστον γνωστοποιείται επίσης σε ανταγωνιστή ή ανταγωνιστές, που θα αναμένουν αμοιβαίες ενέργειες, ακόμη και ελλείψει απαντήσεως.

52.

Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να καθορίσει αν η νομική αυτή ανάλυση έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως.

53.

Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο πρέπει πρώτα να καθορίσει αν, λαμβανομένης υπόψη της ασυνήθιστης μεθόδου επικοινωνίας, δύναται να θεωρηθεί ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έλαβαν γνώση του περιεχομένου της ανακοινώσεως του συστήματος της 27ης Αυγούστου 2009.

54.

Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν μπορεί να τεκμαρθεί ότι οι χρήστες του συστήματος E-TURAS γνώριζαν την ανακοίνωση του συστήματος.

55.

Παρατηρώ ότι η χρησιμοποίηση τεκμηρίων στο δίκαιο του ανταγωνισμού δικαιολογείται όταν η συναγωγή τους είναι εξαιρετικά πιθανή βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας και υπό την προϋπόθεση ότι το τεκμήριο παραμένει μαχητό ( 18 ).

56.

Αν το αιτούν δικαστήριο θεωρήσει ότι είναι εξαιρετικά πιθανό, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του συστήματος κρατήσεων και της διάρκειας της παραβάσεως, ένας σε εύλογο βαθμό προσεκτικός και συνετός επιχειρηματίας να έχει λάβει γνώση της ανακοινώσεως του συστήματος και του συναφούς περιορισμού, το δικαστήριο αυτό θα μπορέσει επίσης να κρίνει ότι η εξαιρετικά υψηλή πιθανότητα του εν λόγω συμπεράσματος δικαιολογεί την εφαρμογή ενός μαχητού τεκμηρίου ότι τα εμπλεκόμενα πρακτορεία ταξιδίων έλαβαν γνώση της αθέμιτης πρωτοβουλίας στις 27 Αυγούστου 2009. Παραμένει η πιθανότητα μια δεδομένη επιχείρηση να μην έλαβε αμέσως γνώση της ανακοινώσεως του συστήματος στις 27 Αυγούστου 2009 ή, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, να μην έλαβε καθόλου γνώση. Στην περίπτωση όμως αυτή, το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου πρέπει να φέρει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση, η οποία βρίσκεται στην καλύτερη θέση να ρίξει φως στο ζήτημα αυτό.

57.

Πάντως, η εφαρμογή αποδεικτικών τεκμηρίων από τις εθνικές αρχές αποτελεί ζήτημα του εθνικού δικαίου, εκτός αν το τεκμήριο απορρέει από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, και επομένως αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εφαρμοστέου δικαίου της Ένωσης ( 19 ). Κατά την άποψή μου, τα αποδεικτικά τεκμήρια που συνδέονται με τη διαπίστωση αν μια επιχείρηση έλαβε και διάβασε συγκεκριμένη ανακοίνωση δεν απορρέουν από την έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, ούτε είναι συνυφασμένη με την έννοια αυτή, οπότε τα εν λόγω τεκμήρια αποτελούν ζήτημα εθνικού δικαίου.

58.

Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να καθορίσει αν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι επιχειρήσεις εκτιμούν ότι η πληροφορία σχετικά με τον περιορισμό στα ποσοστά εκπτώσεων προήλθε από ανταγωνιστές τους ή τουλάχιστον γνωστοποιήθηκε επίσης σε ανταγωνιστές τους, και ότι ήταν πολύ πιθανό οι ανταγωνιστές αυτοί να αναμένουν αμοιβαίες ενέργειες, ακόμη και ελλείψει ρητής εγκρίσεως.

59.

Κατά την άποψή μου, αυτός καθ’ εαυτόν ο τρόπος επικοινωνίας δεν έχει σημασία, ειδικά επειδή μπορεί να θεωρηθεί λογικό ότι οι μετέχοντες σε σύμπραξη θα χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι τις δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογική πρόοδος. Ωστόσο, η μορφή της επικοινωνίας μπορεί να έχει σημασία κατά την αξιολόγηση του πλαισίου της αλληλεπιδράσεως.

60.

Εν προκειμένω, δεν με βρίσκει σύμφωνο η άποψη της Επιτροπής, ότι η αποστολή μηνύματος μέσω του πεδίου των ενημερωτικών ανακοινώσεων ενός αυτοματοποιημένου συστήματος κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμη με άλλες μεθόδους επικοινωνίας στον επιχειρηματικό κόσμο, όπως η συμμετοχή σε συνεδρίαση ή η ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Οι ανακοινώσεις του διαχειριστή του συστήματος δεν αποτελούν συνήθη δίαυλο εμπορικής επικοινωνίας. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν το ίδιο αυτοματοποιημένο σύστημα δεν είναι συνέταιροι σε εμπορικό διάλογο: ο μεταξύ τους δεσμός είναι σαφώς πιο χαλαρός από εκείνον μεταξύ των επιχειρήσεων που διατηρούν επαφές μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων ή κοινών συνεδριάσεων.

61.

Πάντως, στην παρούσα υπόθεση ο ασυνήθης χαρακτήρας της μεθόδου επικοινωνίας αντισταθμίζεται από άλλες περιστάσεις.

62.

Η ανακοίνωση του συστήματος της 27ης Αυγούστου 2009 κοινοποιεί ένα σαφές μήνυμα το οποίο δεν μπορεί να γίνει κατανοητό ως κάτι διαφορετικό από μια πρωτοβουλία για συμμετοχή σε αθέμιτη πρακτική περιορίζουσα τον ανταγωνισμό. Τόσο από τους όρους της εν λόγω ανακοινώσεως όσο και από τον τρόπο επικοινωνίας μπορεί να συναχθεί ότι η ανακοίνωση αυτή απευθύνθηκε ταυτόχρονα σε όλους τους ανταγωνιστές που χρησιμοποιούν το σύστημα E-TURAS. Η πρωτοβουλία ήταν ιδιαίτερα αξιόπιστη επειδή προερχόταν από τρίτον, ο οποίος ως αντισυμβαλλόμενος όλων των αποδεκτών της ανακοινώσεως και διαχειριστής κοινού συστήματος κρατήσεων, είχε δεσμούς με όλους τους άλλους χρήστες του συστήματος, και επίσης είχε στη διάθεσή του τεχνικά μέσα για να εφαρμόσει το αποτέλεσμα της συνεννοήσεως. Η χρήση των τεχνικών αυτών μέσων από τον διαχειριστή του συστήματος αποτελεί πολύ αποτελεσματική πρακτική διευκολύνσεως, η οποία έμμεσα αποδεικνύει την ύπαρξη συνεννοήσεως.

63.

Κατά συνέπεια, οι επιχειρήσεις που έλαβαν γνώση της ανακοινώσεως του συστήματος, πρέπει να εκτίμησαν ότι —χωρίς ταχεία αντίδρασή τους— η πρωτοβουλία αυτομάτως και αμέσως θα έχει εφαρμογή σε όλους τους χρήστες του συστήματος.

64.

Επιπλέον, ο επίμαχος περιορισμός του ανταγωνισμού είναι σαφώς οριζόντιου χαρακτήρα. Η από ανταγωνιστές εφαρμογή ενιαίου ανώτατου ποσοστού εκπτώσεως προϋποθέτει αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ τους, ενώ μια επιχείρηση θα συμμορφωνόταν με μια τέτοια πρωτοβουλία μόνο υπό την προϋπόθεση ότι ο ίδιος περιορισμός ισχύει οριζοντίως για τους ανταγωνιστές της. Επιδοκιμάζοντας τον εν λόγω περιορισμό, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν ενεργούν ως ανταγωνιστές στην αγορά. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να είναι χρήσιμη για τους προσφεύγοντες η επίκληση, ως ανάλογης, της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τους κάθετους περιορισμούς, σύμφωνα με την οποία, όταν παραγωγός μονομερώς επιβάλλει μέτρο περιοριστικό του ανταγωνισμού, η απλώς και μόνο συνέχιση των εμπορικών σχέσεων δεν ισοδυναμεί με σιωπηρή συναίνεση των χονδρεμπόρων για το μέτρο αυτό ( 20 ).

65.

Περαιτέρω, σε αντίθεση με αυτό που οι προσφεύγοντες υποστήριξαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η υπόθεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου δεν μοιάζει με τη λεγόμενη ακτινωτή («hub and spoke») σύμπραξη, η οποία περιλαμβάνει ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών μέσω κοινού εμπορικού εταίρου σε κάθετες σχέσεις, όπως ανταλλαγές μεταξύ διανομέων μέσω κοινού προμηθευτή ( 21 ). Μια τέτοια έμμεση ανταλλαγή δημιουργεί περαιτέρω προβληματισμό ως προς τον τρόπο σκέψεως των εμπλεκόμενων μερών, επειδή η αποκάλυψη ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών μεταξύ του διανομέα και του προμηθευτή του μπορεί να θεωρηθεί θεμιτή εμπορική πρακτική. Σε αντίθεση με τέτοιες καταστάσεις, η παρούσα υπόθεση αφορά μήνυμα που κοινοποιήθηκε ταυτοχρόνως σε όλες τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις από τον κοινό τους εμπορικό εταίρο και το οποίο, δεδομένου του περιεχομένου του, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί μέρος θεμιτού εμπορικού διαλόγου.

66.

Εφόσον ο προβαλλόμενος περιορισμός αφορούσε μόνο την εναρμόνιση της συμπεριφοράς στην αγορά σχετικά με μία παράμετρο του ανταγωνισμού, κατά την απόφαση T-Mobile μία και μόνη περίπτωση αλληλεπιδράσεως κάλλιστα αρκούσε για την επίτευξη του σκοπού αυτού ( 22 ).

67.

Υπό τις συνθήκες αυτές —ο καθορισμός των οποίων απόκειται στο εθνικό δικαστήριο— η επιχείρηση που έλαβε γνώση της ανακοινώσεως του συστήματος της 27ης Αυγούστου 2009 και που εξακολούθησε να χρησιμοποιεί το σύστημα, χωρίς να αποστασιοποιηθεί δημόσια από την αθέμιτη πρωτοβουλία ή να την καταγγείλει στις διοικητικές αρχές, πρέπει να θωρηθεί ότι επικρότησε την εν λόγω πρωτοβουλία και ότι, επομένως, έλαβε μέρος στη σύμπραξη.

68.

Επιπλέον, εφόσον η επίμαχη εναρμονισμένη πρακτική αποτελεί προσπάθεια επηρεασμού της ελεύθερης διαμορφώσεως των τιμών, προδήλως έχει ως σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

69.

Συναφώς, είναι αδιάφορο αν η πράξη όντως είχε αποτελέσματα που περιόρισαν τον ανταγωνισμό στην αγορά.

70.

Έτσι, αντιθέτως προς το επιχείρημα ορισμένων από τους προσφεύγοντες, είναι αδιάφορο αν το εμπλεκόμενο πρακτορείο ταξιδίων παρείχε υψηλότερο ποσοστό εκπτώσεως πριν από την επιβολή του περιορισμού, ή αν το εμπλεκόμενο πρακτορείο όντως πώλησε εκδρομές μέσω του συστήματος E-TURAS μετά την επιβολή του περιορισμού. Επίσης αδιάφορο είναι το γεγονός ότι τα πρακτορεία ταξιδίων διατήρησαν τη δυνατότητα να παρέχουν πρόσθετες εκπτώσεις σε επιμέρους πελάτες εκτός του συστήματος E-TURAS. Για κάθε επιχείρηση που εξακολούθησε να παρέχει τις υπηρεσίες της στην αγορά μέσω του συστήματος Ε-TURAS κατά την επίμαχη περίοδο, ο εν λόγω περιορισμός μπορούσε να επηρεάσει τη συμπεριφορά της στην αγορά, πράγμα το οποίο είναι αρκετό για την απόδειξη της συμμετοχής της στην παράβαση.

71.

Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι, υπό τις συνθήκες που περιγράφονται στην απόφαση περί παραπομπής, οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούσαν κοινό σύστημα κρατήσεων, οι οποίες έλαβαν γνώση της αθέμιτης πρωτοβουλίας, όπως γνωστοποιήθηκε με την ανακοίνωση συστήματος της 27ης Αυγούστου 2009, και εξακολούθησαν να χρησιμοποιούν το σύστημα, πρέπει να θεωρηθούν υπεύθυνες για συμμετοχή σε εναρμονισμένη πρακτική.

2. Η προβαλλόμενη μονομερής συμπεριφορά τρίτου

72.

Ορισμένοι προσφεύγοντες προβάλλουν με τις γραπτές παρατηρήσεις τους ότι ο φερόμενος ως αντίθετος προς τους κανόνες ανταγωνισμού περιορισμός είναι το αποτέλεσμα μονομερούς ενέργειας της Eturas.

73.

Δέχομαι ότι, σε περίπτωση αθέμιτης πρωτοβουλίας που ανακοινώνεται από τρίτον, που και αυτός είναι επιχείρηση η οποία δραστηριοποιείται σε συναφή αγορά, δεν πρέπει να αποκλείεται η πιθανότητα ο εντεύθεν περιορισμός να αποδοθεί σε μονομερή συμπεριφορά του εν λόγω τρίτου. Τούτο μπορεί να συμβεί, κατά την άποψή μου, αν τόσο η ίδια η αθέμιτη πρωτοβουλία όσο και οι σχετικές με την εφαρμογή της ενέργειες μπορούν να αποδοθούν μόνο σε αυτόν τον τρίτο, ο οποίος ενήργησε προς ίδιον και μόνο συμφέρον ( 23 ).

74.

Πάντως, στην παρούσα υπόθεση κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να στηρίζεται από τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στην απόφαση περί παραπομπής.

75.

Μολονότι το προδικαστικό ερώτημα αναφέρει μόνο τον τεχνικό περιορισμό που επιβλήθηκε από την Eturas στις 27 Αυγούστου 2009 και τη σχετική ανακοίνωση του συστήματος, παρά ταύτα από την απόφαση περί παραπομπής είναι σαφές ότι των εν λόγω ενεργειών προηγήθηκαν προπαρασκευαστικές επαφές μεταξύ της Eturas και τουλάχιστον ορισμένων από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.

76.

Πρώτον, στην ανακοίνωση του συστήματος της 27ης Αυγούστου 2009 ρητώς αναφέρεται, ως αιτία της ενέργειας της Eturas, η «αξιολόγηση των δηλώσεων, προτάσεων και επιθυμιών […] που εξέφρασαν τα πρακτορεία ταξιδίων». Δεύτερον, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, πριν από την επιβολή του περιορισμού όσον αφορά τα ποσοστά εκπτώσεων, η Eturas απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα σε διάφορα πρακτορεία ταξιδίων ζητώντας από αυτά να μετάσχουν σε ψηφοφορία σχετικά με έναn γενικό περιορισμό των ποσοστών εκπτώσεως καθώς και σχετικά με συγκεκριμένο επιθυμητό ποσοστό εκπτώσεως, παρά το ότι δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία —με την εξαίρεση μιας εταιρίας— ως προς το αν τα εμπλεκόμενα ταξιδιωτικά πρακτορεία έλαβαν ή απάντησαν στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα. Τρίτον, ο διευθυντής της Eturas κατέθεσε ότι έχει διενεργήσει έρευνα σχετικά με μια βασική έκπτωση για ηλεκτρονικές κρατήσεις, μολονότι σε μεταγενέστερο στάδιο τροποποίησε την εν λόγω κατάθεση.

77.

Παρατηρώ ότι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας στις υποθέσεις οι οποίες αφορούν μυστικές πρακτικές που περιορίζουν τον ανταγωνισμό είναι η συνολική εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων. Τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία η διοικητική αρχή στηρίζεται για να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ουδέποτε πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μεμονωμένα, αλλά πρέπει να αξιολογούνται ως σύνολο ( 24 ).

78.

Κατά συνέπεια, παρά το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία για τις προπαρασκευαστικές επαφές μεταξύ των πρακτορείων ταξιδίων και της Eturas είναι αποσπασματικά και μερικά από αυτά συνίστανται σε ενδείξεις, δεν μπορούν να παραλειφθούν εντελώς από το όλο σώμα των αποδεικτικών στοιχείων για τη στοιχειοθέτηση της παραβάσεως.

79.

Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση οι προσφεύγοντες πρότειναν μια εναλλακτική εξήγηση για τις ενέργειες της Eturas, δηλαδή ότι η Eturas προσπάθησε να διατηρήσει τη δυνατότητα του συστήματος να προσελκύει διάφορα μεγάλα πρακτορεία ταξιδίων, η εξήγηση αυτή δεν αποκλείει το ότι η πρωτοβουλία προήλθε από τα ίδια τα πρακτορεία ταξιδίων και ότι η Eturas ενήργησε απλώς ως «αχυράνθρωπος» των μελών της συμπράξεως, όπως τείνουν να δείξουν τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας που διαβιβάστηκε από το αιτούν δικαστήριο.

80.

Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ένας κοινός εμπορικός εταίρος που διευκόλυνε τη σύμπραξη ενήργησε με δική του πρωτοβουλία προσπαθώντας να ενδυναμώσει την εμπιστοσύνη των πελατών του προς αυτόν, με το να τους εξασφαλίσει μεγαλύτερο κέρδος μέσω περιορισμού του ανταγωνισμού, αυτό δεν θα απέκλειε την ευθύνη των μελών της συμπράξεως που σιωπηρά ενέκριναν την εν λόγω αθέμιτη πρωτοβουλία.

81.

Έτσι, στην παρούσα υπόθεση, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Eturas ενήργησε με δική της πρωτοβουλία προκειμένου να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη των πρακτορείων ταξιδίων που χρησιμοποιούσαν το σύστημα E-TURAS, αυτό δεν θα απέκλειε τη διαπίστωση εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ των εν λόγω πρακτορείων ταξιδίων, επειδή —ακόμη και σύμφωνα με την πιο πάνω εναλλακτική εξήγηση— οι ενέργειες της Eturas υπαγορεύθηκαν από τα συμφέροντα των πελατών της που ενέκριναν σιωπηρά την πρωτοβουλία.

3. Αποστασιοποίηση από την εναρμονισμένη πρακτική

82.

Ένα συναφές ζήτημα αφορά τη δυνατότητα των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων να αποστασιοποιηθούν από την παράβαση.

83.

Κατά πάγια νομολογία, για να αποδείξει τη συμμετοχή της συγκεκριμένης επιχειρήσεως στη σύμπραξη, η διοικητική αρχή είναι αρκετό να δείξει ότι η επιχείρηση αυτή έλαβε μέρος σε συναντήσεις κατά τις οποίες συνήφθησαν συμφωνίες περιορίζουσες τον ανταγωνισμό, χωρίς να εναντιωθεί σαφώς στις συμφωνίες αυτές. Τότε, στην εν λόγω επιχείρηση απόκειται να προβάλει στοιχεία ικανά να δείξουν ότι η συμμετοχή της στις συναντήσεις αυτές δεν είχε ως σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι δήλωσε στους ανταγωνιστές της ότι μετέχει στις συναντήσεις αυτές υπό πρίσμα διαφορετικό από το δικό τους ( 25 ).

84.

Η συλλογιστική στην οποία στηρίζεται η νομική αυτή αρχή είναι ότι η επιχείρηση, έχοντας λάβει μέρος στην εν λόγω συνάντηση χωρίς να αποστασιοποιηθεί δημόσια από όσα συζητήθηκαν, άφησε τους λοιπούς μετέχοντες στη συνάντηση να πιστεύσουν ότι επιδοκιμάζει το αποτέλεσμά της και ότι θα συμμορφωθεί με αυτό. Το γεγονός ότι επιχείρηση εγκρίνει σιωπηρά μια αθέμιτη πρωτοβουλία, χωρίς να αποστασιοποιηθεί δημόσια από το περιεχόμενό της ή να την καταγγείλει στις διοικητικές αρχές, έχει ως αποτέλεσμα να ενθαρρύνεται η συνέχιση της παραβάσεως και θέτει σε κίνδυνο την αποκάλυψή της. Η συνέργεια αυτή συνιστά παθητικό τρόπο συμμετοχής στην παράβαση και επομένως είναι ικανή να στοιχειοθετήσει ευθύνη της επιχειρήσεως ( 26 ).

85.

Το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν δίνει συνέχεια στα αποτελέσματα των εν λόγω συναντήσεων δεν δύναται να άρει την ευθύνη της, εκτός αν αποστασιοποιήθηκε δημόσια από όσα συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο των συναντήσεων αυτών. Επιπλέον, ο ρόλος που η επιχείρηση έχει διαδραματίσει σε μια σύμπραξη δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της, και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνο για την εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως, κατά την επιμέτρηση του προστίμου ( 27 ).

86.

Κατά την άποψή μου, η εν λόγω νομολογία, μολονότι αρχικά αφορούσε την ακούσια συμμετοχή σε αθέμιτη συνάντηση, μπορεί να αποβεί χρήσιμη στις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως.

87.

Πράγματι, μια επιχείρηση που χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό σύστημα κρατήσεων, το οποίο χρησιμεύει ως όχημα πρακτικής περιορίζουσας τον ανταγωνισμό, μπορεί να αξιοποιήσει τις δύο δυνατότητες που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκειμένου να αποσυνδεθεί από την εν λόγω πρακτική: μπορεί να αποστασιοποιηθεί δημόσια από το περιεχόμενο της αθέμιτης πρωτοβουλίας ή, άλλως, να την καταγγείλει στις διοικητικές αρχές.

88.

Σημειώνω ότι σαφώς θα ήταν παράλογο να απαιτηθεί να εκφράσει μια επιχείρηση την εναντίωσή της σε όλους τους μετέχοντες στην εναρμονισμένη πρακτική. Ειδικότερα, δεδομένων των συνθηκών της παρούσας υποθέσεως, είναι πολύ πιθανό να μην μπορούσε να διακριθεί αμέσως η ταυτότητα των ανταγωνιστών. Πράγματι, ορισμένοι προσφεύγοντες προέβαλαν ότι δεν γνώριζαν την ταυτότητα άλλων χρηστών του συστήματος E-TURAS.

89.

Πάντως, η εναντίωση πρέπει να δημοσιοποιείται με τρόπο που ευλόγως έχει στη διάθεσή της η ενδιαφερόμενη επιχείρηση, δηλαδή τουλάχιστον με το να ενημερώσει τον διαχειριστή του συστήματος που ανακοίνωσε τον περιορισμό καθώς και τις άλλες εταιρίες των οποίων η ταυτότητα ενδέχεται να είναι γνωστή.

90.

Η εμπλεκόμενη επιχείρηση πρέπει να δηλώσει, με επαρκή σαφήνεια, τη διαφωνία της με την πρωτοβουλία και την πρόθεσή της να μη την ακολουθήσει. Έτσι, δεν είναι αρκετό, π.χ., να αγνοήσει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση την ανακοίνωση ή να υποδείξει στους υπαλλήλους της να μη συμμορφωθούν με την πρακτική. Ούτε θα αρκούσε το να εναντιωθεί στην πρακτική απλώς και μόνο με τη συμπεριφορά της στην αγορά —για παράδειγμα, όπως προβλήθηκε από ορισμένους προσφεύγοντες, παρέχοντας ατομικές εκπτώσεις ως αντίβαρο του γενικού περιορισμού. Πράγματι, χωρίς δημόσια εναντίωση, μια τέτοια συμπεριφορά δεν είναι εύκολο να διακριθεί από μια απλώς και μόνο ζαβολιά σε βάρος των άλλων μελών της συμπράξεως.

91.

Από την άλλη πλευρά —και σε αντίθεση με την άποψη που κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση εξέφρασε το Συμβούλιο Ανταγωνισμού— η απαίτηση εναντιώσεως προς τον περιορισμό δεν μπορεί να φθάσει μέχρι την υποχρέωση αποχωρήσεως από το ηλεκτρονικό σύστημα κρατήσεων.

92.

Συμφωνώ με το ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση δεν πρέπει μόνο να δηλώσει την εναντίωσή της, αλλά πρέπει και να επιδείξει ανεξάρτητη συμπεριφορά στην αγορά. Στην παρούσα υπόθεση, η δημόσια αποστασιοποίηση περιλαμβάνει την απαίτηση χρήσεως από την επιχείρηση όλων των εύλογων μέσων για τη μη εφαρμογή του περιορισμού, όπως είναι η ενημέρωση των πελατών μέσω του ιστοτόπου της και, αν τα εν λόγω μέσα δεν είναι αποτελεσματικά, η καταγγελία στις διοικητικές αρχές. Η εν λόγω υποχρέωση δεν μπορεί να φθάσει μέχρι την απαίτηση να παύσουν οι εμπορικές σχέσεις με την Eturas, επειδή αυτό θα απέκοπτε την πρόσβαση του πρακτορείου ταξιδίων σε ένα κατά τα λοιπά νόμιμο δίκτυο διανομής.

93.

Τέλος, η εναντίωση πρέπει να εκφράζεται ταχέως και σε κάθε περίπτωση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από τη γνώση της αθέμιτης πρωτοβουλίας. Αν αυτό δεν γίνει εντός εύλογου χρόνου, η ευθύνη της επιχειρήσεως γεννάται από τότε που η επιχείρηση έλαβε —ή τεκμαίρεται ότι έλαβε— γνώση της εν λόγω πρωτοβουλίας.

4. Το επίπεδο αποδείξεως και το τεκμήριο αθωότητας

94.

Δεδομένων των αμφιβολιών που εκφράστηκαν από το αιτούν δικαστήριο, θέλω να προβώ σε ορισμένες καταληκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τη συμβατότητα του επιπέδου αποδείξεως, που απαιτείται για να στοιχειοθετηθεί εναρμονισμένη πρακτική, με την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας.

95.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, που τώρα κατοχυρώνεται στο άρθρο 48, παράγραφος, 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει εφαρμογή επί των διαδικασιών που αφορούν παραβάσεις των εφαρμοστέων επί επιχειρήσεων κανόνων ανταγωνισμού ( 28 ).

96.

Στο πλαίσιο του συστήματος της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, η Επιτροπή οφείλει να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία ικανά να δείξουν επαρκώς από νομικής απόψεως την ύπαρξη περιστάσεων που στοιχειοθετούν παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συναφώς, η Επιτροπή οφείλει να προσκομίσει ακριβή και συγκλίνοντα μεταξύ τους αποδεικτικά στοιχεία ( 29 ). Ενδεχόμενες αμφιβολίες του αρμοδίου δικαστηρίου πρέπει να αποβαίνουν υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει την παράβαση ( 30 ).

97.

Πάντως, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει την εφαρμογή μαχητών τεκμηρίων στο δίκαιο του ανταγωνισμού ( 31 ).

98.

Παραδείγματα τέτοιων τεκμηρίων αποτελούν το «τεκμήριο Anic» ή το τεκμήριο ότι η μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της πλήρως ανήκουσας σε αυτή θυγατρικής ( 32 ). Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι, άπαξ η Επιτροπή αποδείξει ότι επιχείρηση έλαβε μέρος σε συναντήσεις μεταξύ επιχειρήσεων έχουσες προδήλως αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα, στην επιχείρηση αυτή απόκειται να δώσει άλλη εξήγηση του περιεχομένου των συναντήσεων αυτών και να ανατρέψει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής ( 33 ).

99.

Τα τεκμήρια αυτά δεν μεταθέτουν το βάρος αποδείξεως στον αποδέκτη της αποφάσεως της αρχής ανταγωνισμού. Επιτρέπουν στην αρχή να συναγάγει ορισμένα συμπεράσματα βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας ( 34 ). Το εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα μπορεί να καταρριφθεί με αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία, άλλως το εν λόγω συμπέρασμα θα θεωρείται κατάλληλο να απαλλάξει από το βάρος αποδείξεως τη διοικητική αρχή, που εξακολουθεί να το φέρει. Η χρησιμοποίηση τέτοιων τεκμηρίων δικαιολογείται περαιτέρω από την ανάγκη να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, επειδή χωρίς αυτούς η απόδειξη παραβάσεως θα καθίστατο στην πράξη υπερβολικά δυσχερής ή αδύνατη.

100.

Στο μέτρο που τέτοια τεκμήρια απορρέουν από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, και επομένως αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ισχύοντος δικαίου της Ένωσης, δεν εμπίπτουν στο πεδίο της αρχής της αυτονομίας του εθνικού δικονομικού δικαίου ( 35 ), και ως εκ τούτου δεσμεύουν τις εθνικές αρχές όταν εφαρμόζουν κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης ( 36 ).

101.

Ομοίως, στην παρούσα υπόθεση, το Συμβούλιο Ανταγωνισμού και το αιτούν δικαστήριο μπορούν να συναγάγουν, χωρίς να παραβιάσουν την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, ότι επιχείρηση, η οποία έλαβε γνώση της ανακοινώσεως του συστήματος της 27ης Αυγούστου 2009 και εξακολούθησε να χρησιμοποιεί το σύστημα E-TURAS, επικρότησε σιωπηρά την αθέμιτη πρωτοβουλία. Στην εμπλεκόμενη επιχείρηση απόκειται να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ως προς το ότι εκδήλωσε την εναντίωσή της στην εν λόγω πρακτική ή να αποδείξει ότι η συνεννόηση δεν μπόρεσε να επηρεάσει την συμπεριφορά της στην αγορά.

102.

Με τη συναγωγή του εν λόγω συμπεράσματος, η διοικητική αρχή ή το εθνικό δικαστήριο δεν αντιστρέφει το βάρος αποδείξεως, σε αντίθεση με τα δικαιώματα άμυνας, ούτε παραμερίζει το τεκμήριο αθωότητας.

IV – Πρόταση

103.

Για όλους τους ανωτέρω λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas την εξής απάντηση:


( 1 )   Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 )   Βλ. προτάσεις στην υπόθεση Rhône-Poulenc κατά Επιτροπής (T‑1/89, EU:T:1991:38, σ. 939).

( 3 )   «AAA Wrislit» UAB, «Visveta» UAB, «Baltic Clipper» UAB, «Guliverio kelionės» UAB, «Baltic Tours Vilnius» UAB, «Kelionių laikas» UAB, «Vestekspress» UAB, «Kelionių akademija» UAB, «Travelonline Baltics» UAB και «Megaturas» UAB.

( 4 )   «AAA Wrislit» UAB, «Vestekspress» UAB, «Kelionių akademija» UAB, «Travelonline Baltics» UAB, «Visveta» UAB, «Baltic Clipper» UAB, «Megaturas» UAB και «Keliautojų klubas» UAB.

( 5 )   Ως προγενέστερη τέτοια υπόθεση, βλ. απόφαση T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C‑8/08, EU:C:2009:343).

( 6 )   Βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (C‑49/92 P, EU:C:1999:356, σκέψη 131).

( 7 )   Βλ. αποφάσεις Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής (40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, EU:C:1975:174, σκέψη 26) και Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (C‑49/92 P, EU:C:1999:356, σκέψη 115).

( 8 )   Βλ. αποφάσεις Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής (40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, EU:C:1975:174, σκέψη 174) και Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (C‑49/92 P, EU:C:1999:356, σκέψη 117).

( 9 )   Βλ. αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (C‑49/92 P, EU:C:1999:356, σκέψεις 118 και 121) και Hüls κατά Επιτροπής (C‑199/92 P, EU:C:1999:358, σκέψεις 161 και 162).

( 10 )   Βλ., συναφώς, απόφαση T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 59).

( 11 )   Όπ.π., σκέψη 60.

( 12 )   Βλ. αποφάσεις Consten και Grundig κατά Επιτροπής (56/64 και 58/64, EU:C:1966:41, σ. 342), T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 29) και Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής (C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 127).

( 13 )   Βλ. σημείο 33 των παρουσών προτάσεων.

( 14 )   Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση AC-Treuhand κατά Επιτροπής (C‑194/14 P, EU:C:2015:350).

( 15 )   Βλ αποφάσεις Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, EU:T:2000:77, σκέψη 1849) και BPB κατά Επιτροπής (T‑53/03, EU:T:2008:254, σκέψεις 153 και 182).

( 16 )   Τούτο είναι αλήθεια επίσης από αμιγώς εννοιολογικής απόψεως, επειδή «η συνεργασία […] είναι εξ ορισμού ενσυνείδητη δραστηριότητα», βλ. Black, O., Conceptual foundations of antitrust, Cambridge 2005, σ. 142.

( 17 )   Βλ., συναφώς, απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 82).

( 18 )   Βλ. σημεία 97 έως 99 των παρουσών προτάσεων.

( 19 )   Βλ., συναφώς, απόφαση T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψεις 50 έως 52).

( 20 )   Βλ. αποφάσεις Bayer κατά Επιτροπής (T‑41/96, EU:T:2000:242, σκέψη 173) και BAI και Επιτροπή κατά Bayer (C‑2/01 P και C‑3/01 P, EU:C:2004:2, σκέψη 141).

( 21 )   Βλ. Odudu, O., «Indirect information exchange: the constituent elements of hub and spoke collusion», European Competition Journal τ. 7 αριθ. 2, σ. 205.

( 22 )   Βλ. σημείο 35 των παρουσών προτάσεων.

( 23 )   Για να δώσω ένα υποθετικό παράδειγμα, αν ένας επιχειρηματίας ηλεκτρονικών κρατήσεων αποφάσιζε να περιορίσει τη δυνατότητα καθορισμού των τιμών που έχουν οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν το σύστημα, έτσι ώστε αυτός, ενεργώντας αποκλειστικά προς ίδιον συμφέρον, π.χ. να αυξήσει τα έσοδά του από τις προμήθειες ή να περιορίσει τον ανταγωνισμό στην αγορά των συστημάτων κρατήσεων, δύσκολα θα συμπέραινα ότι οι χρήστες του συστήματος έλαβαν μέρος σε οριζόντια σύμπραξη απλώς και μόνο επειδή δεν εναντιώθηκαν στον εν λόγω περιορισμό. Κατά την άποψή μου, μια τέτοια υποθετική πρακτική θα έπρεπε να εξεταστεί ως σειρά κάθετων συμφωνιών ή ως μονομερής συμπεριφορά δυνητικά εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

( 24 )   Βλ., συναφώς, απόφαση Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής (48/69, EU:C:1972:70, σκέψη 68) και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Β. Vesterdorf στην απόφαση Rhône-Poulenc κατά Επιτροπής (T‑1/89, EU:T:1991:38, σ. 954).

( 25 )   Βλ. αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (C‑49/92 P, EU:C:1999:356, σκέψη 96) και Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 81).

( 26 )   Βλ. απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψεις 82 και 84).

( 27 )   Βλ. απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψεις 85 και 86).

( 28 )   Βλ., συναφώς, αποφάσεις Hüls κατά Επιτροπής (C‑199/92 P, EU:C:1999:358, σκέψεις 149 και 150) και Montecatini κατά Επιτροπής (C‑235/92 P, EU:C:1999:362, σκέψεις 175 και 176).

( 29 )   Βλ. αποφάσεις Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (C‑185/95 P, EU:C:1998:608, σκέψη 58), BAI και Επιτροπή κατά Bayer (C‑2/01 P και C‑3/01 P, EU:C:2004:2, σκέψη 62), και E.ON Energie κατά Επιτροπής (C‑89/11 P, EU:C:2012:738, σκέψεις 72 και 73).

( 30 )   Βλ. απόφαση E.ON Energie κατά Επιτροπής (C‑89/11 P, EU:C:2012:738, σκέψη 72).

( 31 )   Για ανάλυση της χρήσεως τέτοιων τεκμηρίων στο δίκαιο του ανταγωνισμού, βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέως J. Kokott στην υπόθεση T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C‑8/08, EU:C:2009:110, σημεία 89 έως 93).

( 32 )   Βλ., αντιστοίχως, σημείο 33 των προτάσεων αυτών και απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑97/08 P, EU:C:2009:536, σκέψη 60).

( 33 )   Βλ. αποφάσεις Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 87) και E.ON Energie κατά Επιτροπής (C‑89/11 P, EU:C:2012:738, σκέψη 75).

( 34 )   Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέως J. Kokott στις υποθέσεις T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C‑8/08, EU:C:2009:110, σημείο 89) και Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑97/08 P, EU:C:2009:262, σημείο 72).

( 35 )   Σημειώνω ότι μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι εθνικές αρχές κατά την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ δεσμεύονται γενικά από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις ως προς τα δικαιώματα άμυνας κατά την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού. Βλ. K. Kowalik-Bańczyk, Prawo do obrony w unijnych postępowaniach antymonopolowych, Βαρσοβία 2012, σ. 546.

( 36 )   Βλ., συναφώς, απόφαση T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψεις 50 έως 52).

Top