EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CC0008

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar της 13ης Μαΐου 2015.
BBVA SA κατά Pedro Peñalva López κ.λπ.
Αίτηση του Juzgado de Primera Instancia n° 4 de Martorell για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 93/13/ΕΟΚ — Σύμβαση ενυπόθηκου δανείου — Καταχρηστικές ρήτρες — Διαδικασία εκτελέσεως — Ανακοπή — Αποκλειστική προθεσμία.
Υπόθεση C-8/14.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:321

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 13ης Μαΐου 2015 ( 1 )

Υπόθεση C‑8/14

BBVA SA, πρώην Unnim Banc SA,

κατά

Pedro Peñalva López,

Clara López Durán,

Diego Fernández Gabarro

[αίτηση του Juzgado de Primera Instancia no 4 de Martorell (Ισπανία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές — Ενυπόθηκο δάνειο — Διαδικασία εκτελέσεως — Ανακοπή — Αποκλειστική προθεσμία ενός μηνός από την επομένη της δημοσιεύσεως νόμου — Αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας»

I – Εισαγωγή

1.

Το Juzgado de Primera Instancia no 4 de Martorell (πρωτοδικείο υπ’ αριθμό 4 του Martorell, Ισπανία) διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν αντιβαίνει στις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης εθνική μεταβατική διάταξη που τάσσει στους καταναλωτές αποκλειστική προθεσμία ενός μηνός, από την επομένη της δημοσιεύσεως του σχετικού νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα του οικείου κράτους μέλους, για την άσκηση ανακοπής στηριζόμενης στον προβαλλόμενο καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο μιας εν εξελίξει διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως.

2.

Το ερώτημα αυτό προστίθεται στον μακρύ κατάλογο αυτών που έχουν υποβληθεί στο πλαίσιο προδικαστικών παραπομπών με αντικείμενο τη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης διαφόρων ισπανικών διατάξεων σχετικά με τις διαδικασίες εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, από της υποθέσεως Aziz ( 2 ) και μέχρι σήμερα.

3.

Η παρούσα υπόθεση δίνει συνεπώς την ευκαιρία στο Δικαστήριο να διευκρινίσει τη νομολογία του περί ευλόγων προθεσμιών στο πεδίο της προστασίας των καταναλωτών.

II – Το νομικό πλαίσιο

A – Το δίκαιο της Ένωσης

4.

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει ( 3 ):

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

5.

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

B – Το ισπανικό δίκαιο

6.

Η οδηγία 93/13 μεταφέρθηκε στην ισπανική έννομη τάξη με τον νόμο 7/1998, σχετικά με τους γενικούς όρους των συμβάσεων (Ley 7/1998, sobre condiciones generales de la contratación), της 13ης Απριλίου 1998 ( 4 ), και με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2007, περί εγκρίσεως του αναθεωρημένου κειμένου του γενικού νόμου για την προστασία των καταναλωτών και των χρηστών και άλλων συμπληρωματικών νόμων (Real Decreto Legislativo 1/2007, por el que se aprueba el texto refundido de la Ley General para la Defensa de los Consumidores y Usuarios y otras leyes complementarias), της 16ης Νοεμβρίου 2007 ( 5 ).

7.

Ο νόμος 1/2013, περί μέτρων για την ενδυνάμωση της προστασίας των ενυπόθηκων οφειλετών και περί της αναδιαρθρώσεως του χρέους και του κοινωνικού μισθώματος (Ley 1/2013, de medidas para reforzar la protección a los deudores hipotecarios, reestructuración de deuda y alquiler social), της 14ης Μαΐου 2013 ( 6 ) (στο εξής: νόμος 1/2013), τροποποίησε τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Ley de enjuiciamiento civil, στο εξής: LEC), της 7ης Ιανουαρίου 2000 ( 7 ), ο οποίος τροποποιήθηκε με τη σειρά του με το νομοθετικό διάταγμα 7/2013, σχετικά με επείγοντα μέτρα φορολογικού και δημοσιονομικού χαρακτήρα και με την προώθηση της έρευνας, της ανάπτυξης και της καινοτομίας (decreto-ley 7/2013 de medidas urgentes de naturaleza tributaria, presupuestarias y de fomento de la investigación, el desarrollo y la innovación), της 28ης Ιουνίου 2013 ( 8 ).

8.

Η τέταρτη μεταβατική διάταξη του νόμου 1/2013 (στο εξής: τέταρτη μεταβατική διάταξη) αφορά τις διαδικασίες εκτελέσεως που είχαν αρχίσει πριν την έναρξη ισχύος του νόμου 1/2013 και δεν είχαν ακόμη περατωθεί. Η διάταξη αυτή έχει ως εξής:

«1.

Οι τροποποιήσεις που εισάγει ο παρών νόμος στον LEC έχουν εφαρμογή στις εν εξελίξει, κατά την έναρξη ισχύος του, διαδικασίες εκτελέσεως αποκλειστικά σε σχέση με τις εκκρεμείς πράξεις εκτελέσεως.

2.

Σε κάθε περίπτωση, στις εν εξελίξει, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, διαδικασίες εκτελέσεως ως προς τις οποίες έχει παρέλθει η προθεσμία των δέκα ημερών που προβλέπει το άρθρο 556, παράγραφος 1, του LEC για την άσκηση ανακοπής, τάσσεται στους καθών η εκτέλεση αποκλειστική προθεσμία ενός μηνός για την άσκηση έκτακτης ανακοπής στηριζόμενης στους λόγους ανακοπής που προσετέθησαν στην παράγραφο 1, σημείο 7, του άρθρου 557 και στην παράγραφο 1, σημείο 4, του άρθρου 695 του LEC.

Η αποκλειστική προθεσμία του ενός μηνός άρχεται την επομένη της θέσεως σε ισχύ του παρόντος νόμου και η άσκηση της ανακοπής από τους καθών η εκτέλεση έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της διαδικασίας έως την έκδοση αποφάσεως επί της ανακοπής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 558 επ. και 695 του LEC.

Η παρούσα μεταβατική διάταξη καταλαμβάνει κάθε διαδικασία εκτελέσεως που δεν έχει περατωθεί με την κατακύρωση του ακινήτου στον υπερθεματιστή σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 675 του LEC.

3.

Ομοίως, στις εν εξελίξει διαδικασίες εκτελέσεως ως προς τις οποίες η προβλεπόμενη στο άρθρο 556, παράγραφος 1, του LEC προθεσμία των δέκα ημερών για την άσκηση της ανακοπής είχε ήδη κινηθεί κατά τη έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, τάσσεται στους καθών η εκτέλεση η αυτή αποκλειστική προθεσμία του ενός μηνός που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο για την άσκηση ανακοπής στηριζόμενης σε οιονδήποτε από τους προβλεπόμενους στα άρθρα 557 και 695 του LEC λόγους ανακοπής.

4.

Η δημοσίευση της παρούσας διατάξεως λογίζεται, για τους σκοπούς της επιδόσεως και του υπολογισμού των προβλεπομένων στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού προθεσμιών, ως πλήρης και έγκυρη κοινοποίηση, παρελκούσης σε κάθε περίπτωση της εκδόσεως ρητής προς τούτο αποφάσεως.

[…]»

9.

Η διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως διέπεται από τα άρθρα 681 έως 698 του LEC. Εκτός από τις ειδικές αυτές διατάξεις, άλλες γενικές διατάξεις του LEC είναι κρίσιμες για την ορθή κατανόηση αυτής της διαδικασίας.

10.

Το άρθρο 556 του LEC προβλέπει προθεσμία δέκα ημερών από την κοινοποίηση της πράξεως επιταγής προς εκτέλεση προκειμένου να ασκήσει ο καθού η εκτέλεση ανακοπή κατ’ αυτής. Η προθεσμία αυτή εφαρμόζεται στις εκτελέσεις ενυποθήκων απαιτήσεων δεδομένου ότι γίνεται παραπομπή στην εν λόγω προθεσμία στο άρθρο 557 του LEC, το οποίο αφορά τη διαδικασία ανακοπής κατά της εκτελέσεως που στηρίζεται σε μη δικαστικούς ή διαιτητικούς εκτελεστούς τίτλους (πρόκειται ιδίως για τα δημόσια έγγραφα σχετικά με ενυπόθηκο δάνειο βάσει των οποίων πραγματοποιούνται οι εκτελέσεις ενυποθήκων απαιτήσεων).

11.

Το άρθρο 557 του LEC, όπως διατυπώνεται στον νόμο 1/2013, ορίζει:

«1.   Οσάκις επισπεύδεται εκτέλεση βάσει των εκτελεστών τίτλων του άρθρου 517, παράγραφος 2, σημεία 4, 5, 6 και 7, καθώς και άλλων εγγράφων που αποτελούν εκτελεστούς τίτλους δυνάμει του άρθρου 517, παράγραφος 2, σημείο 9, ο καθού η εκτέλεση μπορεί να αντιταχθεί σε αυτήν, εντός της προθεσμίας και με τον τρόπο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο, μόνον εάν συντρέχει κάποια από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

[...]

Ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών στον τίτλο.

2.   Αν ασκηθεί η ανακοπή της προηγούμενης παραγράφου, ο γραμματέας του δικαστηρίου αναστέλλει την εκτέλεση με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας.»

12.

Το άρθρο 695 του LEC, επίσης όπως διαμορφώθηκε με τον νόμο 1/2013, έχει ως εξής:

«1.   Στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτελέσεως που προβλέπεται στο παρόν κεφάλαιο, ανακοπή εκ μέρους του καθού η εκτέλεση μπορεί να γίνει δεκτή μόνον εφόσον στηρίζεται στους ακόλουθους λόγους:

[...]

(4)

στον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας η οποία αποτελεί τη βάση της εκτελέσεως ή βάσει της οποίας υπολογίστηκε το ποσό της οφειλής.

2.   Όταν ασκείται ανακοπή κατά την προηγουμένη παράγραφο, ο δικαστικός γραμματέας αναστέλλει την εκτέλεση και καλεί τους διαδίκους να παραστούν σε ορισμένη δικάσιμο ενώπιον του δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε τη διαταγή περί κατασχέσεως. Μεταξύ της κλητεύσεως και της εν λόγω δικασίμου πρέπει να μεσολαβούν τουλάχιστον δεκαπέντε ημέρες. Κατά τη δικάσιμο αυτή, το δικαστήριο ακούει τους διαδίκους, εξετάζει τα προσκομιζόμενα έγγραφα και εντός δύο ημερών εκδίδει τη σχετική απόφασή του υπό μορφή διατάξεως.

3.   Η απόφαση με την οποία γίνεται δεκτή η ανακοπή που στηρίζεται στον πρώτο και στον τρίτο λόγο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου συνεπάγεται την αναστολή της εκτελέσεως· η απόφαση με την οποία γίνεται δεκτή η ανακοπή που στηρίζεται στον δεύτερο λόγο καθορίζει το ποσό για το οποίο πρέπει να συνεχιστεί η εκτέλεση.

Αν γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος, διατάσσεται η κατάργηση της εκτελέσεως εφόσον η συμβατική ρήτρα αποτελεί τη βάση της εκτελέσεως. Ειδάλλως, η εκτέλεση συνεχίζεται χωρίς την εφαρμογή της καταχρηστικής ρήτρας.

[…]»

III – Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

13.

Η BBVA SA, πρώην Unnim Banc SA (στο εξής: BBVA), άρχισε διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως κατά των P. Peñalva López και της C. López Durán καθώς και του D. Fernández Gabarro. Η διαδικασία αυτή άρχισε πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου 1/2013, δηλαδή τη 15η Μαΐου 2013. Κατά την ημερομηνία αυτή, η εν λόγω διαδικασία δεν είχε ακόμη περατωθεί.

14.

Οι καθών στην κύρια δίκη άσκησαν ανακοπή κατά της εκτελέσεως της εν λόγω ενυπόθηκης απαιτήσεως ως έκτακτο ένδικο μέσο στις 17 Ιουνίου 2013, δηλαδή μετά την πάροδο της προθεσμίας του ενός μηνός που προβλέπεται από την τέταρτη μεταβατική διάταξη για την άσκηση έκτακτης ανακοπής κατά της εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως. Προέβαλαν, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ότι ο καθορισμός αποκλειστικής προθεσμίας προς επίκληση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών του εκτελεστού τίτλου δεν ήταν συμβατός με την οδηγία 93/13. Οι καθών στην κύρια δίκη επικαλούνται προς τούτο τη νομολογία του Δικαστηρίου, και ιδίως την απόφαση Cofidis ( 9 ).

15.

Επιπροσθέτως, ισχυρίζονται ότι, σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω προθεσμία του ενός μηνός είναι προδήλως σύντομη, ο δε μεγάλος αριθμός θιγομένων προσώπων έχει ως συνέπεια οι νομικοί παραστάτες να μην είναι σε θέση να χειριστούν όλες τις υποθέσεις που τους ανατίθενται.

16.

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι απαιτείται, προκειμένου να κρίνει την εκκρεμή ενώπιόν του υπόθεση, να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της ισχύος ή του αποτελέσματος των διαδικαστικών προθεσμιών ως προς τη δυνατότητα προβολής ή διατυπώσεως ισχυρισμών επί του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα καταχρηστικής ρήτρας η οποία περιέχεται στον εκτελεστό τίτλο.

17.

Υπό τις περιστάσεις αυτές το Juzgado de Primera Instancia no 4 de Martorell, με απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2013 που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Ιανουαρίου 2014, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει η προβλεπόμενη στην [τέταρτη μεταβατική διάταξη] προθεσμία ενός μηνός την έννοια ότι αντίκειται στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13;»

18.

Οι διάδικοι στην κύρια δίκη, η Ισπανική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις.

19.

Οι διάδικοι στην κύρια δίκη, η Ισπανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή ανέπτυξαν τις προφορικές παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στις 11 Φεβρουαρίου 2015.

IV – Ανάλυση

Α ‐ Επί του παραδεκτού του προδικαστικού ερωτήματος

20.

Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η BBVA αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Υποστηρίζει, πρώτον, ότι το υποβληθέν ερώτημα έχει υποθετικό χαρακτήρα και ότι δεν χρησιμεύει στο αιτούν δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς που έχει υποβληθεί στην κρίση του. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρει τις επίμαχες συμβατικές ρήτρες. Η BBVA θεωρεί, δεύτερον, ότι το εν λόγω δικαστήριο είναι σε θέση, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως Aziz ( 10 ), να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως τις επίδικες ρήτρες. Προβάλλει, τρίτον, ότι οι επίμαχοι καταχρηστικοί όροι, που περιλαμβάνονται στη σύμβαση της οποίας ζητείται η εκτέλεση, έχουν ήδη καταγγελθεί δις ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

21.

Φρονώ ότι τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν. Καταρχάς, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η BBVA, η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης σχετίζεται με το προδικαστικό ερώτημα. Εν συνεχεία, φρονώ ότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρει σαφώς τους λόγους οι οποίοι το οδήγησαν στην εκτίμηση ότι απαιτείται ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης προκειμένου να εκδώσει την απόφασή του και ότι το προδικαστικό ερώτημα θα μπορούσε να επηρεάσει την επίλυση της κύριας διαφοράς. Τέλος, το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο έχει την εξουσία, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως Aziz ( 11 ), να λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την ύπαρξη τέτοιου είδους καταχρηστικών ρητρών ουδόλως επηρεάζει το δικαίωμα των διαδίκων της κύριας δίκης προς επίκληση της υπάρξεως καταχρηστικών ρητρών στον εκτελεστό τίτλο επί του οποίου στηρίζεται η διαδικασία εκτελέσεως.

22.

Υπενθυμίζω συναφώς ότι, στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας που έχει θεσμοθετηθεί με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, όσον αφορά τα ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ισχύει το τεκμήριο ότι είναι λυσιτελή. Το Δικαστήριο δύναται να απορρίψει την αίτηση που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνο σε ορισμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις ( 12 ). Επιπροσθέτως, το εθνικό δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο ( 13 ).

23.

Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

Β – Η ανάλυση του προδικαστικού ερωτήματος

24.

Το παρόν ερώτημα, όπως διατυπώθηκε από το αιτούν δικαστήριο, αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 93/13 στο πλαίσιο συμβάσεως ενυποθήκου δανείου του οποίου η εκτέλεση βρισκόταν εν εξελίξει κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του νόμου 1/2013.

25.

Πρέπει, εξαρχής, να υπενθυμισθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, εναπόκειται στο τελευταίο να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί . Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί ( 14 ). Προς τούτο, το Δικαστήριο μπορεί να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, τις διατάξεις και τις αρχές του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς ( 15 ).

26.

Εν προκειμένω, φρονώ ότι, με το προδικαστικό του ερώτημα, το Juzgado de Primera Instancia no 4 de Martorell ζητεί στην πραγματικότητα από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας στο πλαίσιο της εφαρμογής των άρθρων 6 και 7 της οδηγίας 93/13, προκειμένου να του επιτρέψει να εκτιμήσει τη συμφωνία της τέταρτης μεταβατικής διατάξεως της Ένωσης.

27.

Υπό τις συνθήκες αυτές, τo πρώτο ερώτημα πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι αφορά, κατ’ ουσίαν, το εάν, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, αντιβαίνει στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13 εθνική μεταβατική διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία τάσσει στους καταναλωτές αποκλειστική προθεσμία ενός μηνός, από την επομένη της ημέρας δημοσιεύσεως του σχετικού νόμου, προς άσκηση ανακοπής που στηρίζεται στον προβαλλόμενο καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο εν εξελίξει διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης υποθέσεως.

28.

Προκειμένου να απαντήσω στο ερώτημα αυτό, θα προχωρήσω σε μια ανάλυση σε τέσσερα στάδια. Πρώτον, θα παρουσιάσω το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η παρούσα υπόθεση εκθέτοντας ορισμένες σκέψεις σχετικά με τον νόμο 1/2013, εν γένει, και με την τέταρτη μεταβατική του διάταξη, ειδικότερα. Δεύτερον, όσον αφορά τη μεταβατική αυτή διάταξη, θα εξετάσω τη συναφή νομολογία του Δικαστηρίου επί των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, όπως εφαρμόζονται στα διάφορα είδη προθεσμιών. Τρίτον, θα αναλύσω, υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, τις ιδιαιτερότητες της επίμαχης στην κύρια δίκη προθεσμίας, και, τέταρτον και τελευταίο, θα παράσχω στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμες ενδείξεις προκειμένου να κρίνει αν μια τέτοια προθεσμία αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης.

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

29.

Το αιτούν δικαστήριο, οι διάδικοι στην κύρια δίκη, η Ισπανική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή παρέπεμψαν όλοι στο περιεχόμενο του νόμου 1/2013 και της τέταρτης μεταβατικής του διατάξεως.

α) Επί του νόμου 1/2013

30.

Από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία του προκύπτει ότι, πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου 1/2013, ο καταναλωτής δεν μπορούσε να επικαλεσθεί τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών δανειακής συμβάσεως προκειμένου να αντιταχθεί σε εκτέλεση ενυπόθηκης απαιτήσεως. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου είδους ρητρών δεν μπορούσε να εκτιμηθεί ούτε αυτεπαγγέλτως, από το δικαστήριο της εκτελέσεως, ούτε μετά από αίτημα του καταναλωτή. Ο καταναλωτής στερούταν επομένως, τόσο στην ειδική διαδικασία της εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, η οποία έχει εφαρμογή επί των βαρυνομένων με υποθήκη ή ενέχυρο πραγμάτων, όσο και στη κοινή διαδικασία εκτελέσεως, η οποία εφαρμόζεται στους εξώδικους εκτελεστούς τίτλους ( 16 ), της δυνατότητας να επιτύχει την αναστολή της εν λόγω διαδικασίας από το δικαστήριο της εκτελέσεως, όταν ένα τέτοιου είδους μέτρο ήταν αναγκαίο προς διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της οριστικής αποφάσεως.

31.

Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως Aziz ( 17 ) σημειώθηκε εξέλιξη στην κατάσταση αυτή. Ο νόμος 1/2013 τροποποίησε τα άρθρα του LEC σχετικά, ιδίως, με τη διαδικασία εκτελέσεως επί βαρυνομένων με υποθήκη ή ενέχυρο πραγμάτων προκειμένου να προσαρμοσθεί η διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως στη νομολογία αυτή ( 18 ). Ειδικότερα, ο Ισπανός νομοθέτης τροποποίησε τον LEC, αφενός, επιτρέποντας στο δικαστήριο της εκτελέσεως να εκτιμά αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, τον καταχρηστικό χαρακτήρα τέτοιου είδους ρητρών ( 19 ) και, αφετέρου, προσθέτοντας νέο λόγο ανακοπής, στηριζόμενο στον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας η οποία αποτελεί τη βάση της εκτελέσεως ή βάσει της οποίας καθορίστηκε το απαιτητό ποσό ( 20 ). Οι τροποποιήσεις αυτές θεωρήθηκαν από τη θεωρία ως απόλυτη καινοτομία στην ισπανική έννομη τάξη ( 21 ).

32.

Προκύπτει επίσης από τη δικογραφία ότι η ανακοπή του καθού η εκτέλεση η οποία στηρίζεται στον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας επιτρέπει πλέον την αναστολή της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως έως την επίλυση του παρεμπίπτοντος ζητήματος που απορρέει από την εκτάκτως ασκηθείσα ανακοπή ( 22 ). Τέτοιου είδους ανακοπή εφαρμόζεται, πράγματι, στις διαδικασίες εκτελέσεως, ανεξαρτήτως του αν είναι κοινές ή αφορούν ενυπόθηκη απαίτηση ( 23 ), οι οποίες άρχισαν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου 1/2013 και πρέπει να ασκείται εντός κοινής προθεσμίας δέκα ημερών από την ημέρα κοινοποιήσεως της πράξεως επιταγής προς εκτέλεση.

33.

Αντιθέτως, για τις διαδικασίες εκτελέσεως που βρίσκονταν εν εξελίξει κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του νόμου 1/2013 στις οποίες η δεκαήμερη προθεσμία ανακοπής ( 24 ) άρχισε ήδη να τρέχει ή παρήλθε, ο νομοθέτης προέβλεψε την τέταρτη μεταβατική διάταξη. Η διάταξη αυτή τάσσει αποκλειστική προθεσμία ενός μηνός από την επομένη ημέρα της ενάρξεως ισχύος του εν λόγω νόμου ούτως ώστε ο καθού η εκτέλεση να ασκήσει έκτακτη ανακοπή στηριζόμενος, ιδίως, στην ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών ( 25 ).

β) Επί της τέταρτης μεταβατικής διατάξεως

34.

Ο λόγος υπάρξεως της τέταρτης μεταβατικής διατάξεως έγκειται στο αναδρομικό αποτέλεσμα της ερμηνείας του άρθρου 3 της οδηγίας 93/13 που δόθηκε με την απόφαση Aziz ( 26 ), υπό την έννοια ότι η δοθείσα ερμηνεία είναι αυτή που πρέπει να επικρατεί από τον χρόνο της θέσεως σε ισχύ της ερμηνευομένης διατάξεως ( 27 ). Κατά συνέπεια, ο Ισπανός νομοθέτης είχε την υποχρέωση να προβλέψει μηχανισμό που θα επέτρεπε την αποφυγή της ασυμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης των αποφάσεων που θα εκδίδονταν επί των εν εξελίξει διαδικασιών εκτελέσεως, οι οποίες είχαν αρχίσει υπό την ισχύ της προηγούμενης νομοθεσίας και δεν είχαν περατωθεί κατά την ημερομηνία της ενάρξεως ισχύος του νόμου 1/2013 ( 28 ).

35.

Το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορά αυτόν ακριβώς τον διαδικαστικό κανόνα, ο οποίος περιέχεται στην τέταρτη μεταβατική διάταξη. Στην κύρια δίκη, η ανακοπή που στηρίζεται στον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, ο οποίος στοιχειοθετεί νέο λόγο ανακοπής προβλεπόμενο από τον εν λόγω νόμο, ασκήθηκε εκπροθέσμως. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά συνεπώς, όπως προκύπτει από το σημείο 27 των παρουσών προτάσεων, αν η επίμαχη προθεσμία αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης.

36.

Με το ζήτημα αυτό θα ασχοληθώ στη συνέχεια, εξετάζοντας, προηγουμένως, τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου επί των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, όπως αυτές εφαρμόζονται στα διαφορετικά είδη προθεσμιών.

2. Σύντομη υπενθύμιση της νομολογίας του Δικαστηρίου

37.

Το ερώτημα που τίθεται, καταρχάς, είναι αν η νομολογία του Δικαστηρίου επί των ευλόγων προθεσμιών έχει σημασία για την ανάλυση προθεσμίας οριζόμενης από μεταβατική διάταξη εθνικού νόμου, η έναρξη της οποίας υπολογίζεται σε σχέση με την επομένη της δημοσιεύσεως του νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα του οικείου κράτους μέλους. Φρονώ, όπως και η Επιτροπή, ότι τούτο πράγματι ισχύει και ότι, συνεπώς, η εν λόγω νομολογία παρέχει χρήσιμα ερμηνευτικά στοιχεία, μολονότι δεν έχει ρητώς αναλύσει προθεσμία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

38.

Υπενθυμίζω ευθύς εξαρχής ότι το Δικαστήριο έκρινε ήδη πλειστάκις ότι, ελλείψει εναρμονίσεως επί θεμάτων διαδικαστικής ρυθμίσεως, το ζήτημα αυτό υπάγεται στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών βάσει της αρχής της διαδικαστικής τους αυτονομίας. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο τόνισε ότι οι εν λόγω λεπτομέρειες πρέπει να πληρούν την διπλή προϋπόθεση να μην είναι λιγότερο ευνοϊκές από αυτές που διέπουν ανάλογες καταστάσεις υποκείμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και να μην καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί στους καταναλωτές το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) ( 29 ).

39.

Όσον αφορά την τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας, αυτή προϋποθέτει ότι ο επίμαχος εθνικός κανόνας εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στα ένδικα βοηθήματα τα οποία στηρίζονται σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης όσο και σε εκείνα η άσκηση των οποίων αφορά τη μη τήρηση του εσωτερικού δικαίου, εφόσον έχουν παρόμοιο αντικείμενο και αιτία. Προκειμένου να διαπιστωθεί αν τηρείται η αρχή της ισοδυναμίας, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο με άμεση γνώση των δικονομικών λεπτομερειών που ισχύουν για τα ένδικα βοηθήματα του εσωτερικού δικαίου, να ελέγξει αν οι λεπτομερείς δικονομικοί κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση, στο εσωτερικό δίκαιο, της προστασίας των παρεχόμενων από το δίκαιο της Ένωσης δικαιωμάτων των ιδιωτών είναι συμβατοί με την αρχή αυτή και να εξετάσει τόσο το αντικείμενο όσο και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των ενδίκων βοηθημάτων του εσωτερικού δικαίου που προβάλλονται ως παρόμοια. Προς τούτο, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει την ομοιότητα των εν λόγω ενδίκων βοηθημάτων από απόψεως του αντικειμένου τους, της αιτίας τους και των ουσιωδών χαρακτηριστικών τους. Για να καθορίσει εάν οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες είναι λιγότερο ευνοϊκοί, οφείλει να λάβει υπόψη τον ρόλο τους στην όλη διαδικασία, τη διεξαγωγή της διαδικασίας αυτής και τις ιδιομορφίες των εν λόγω κανόνων ( 30 ).

40.

Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνική διάταξη δικονομικού δικαίου καθιστά αδύνατη ή εξόχως δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της θέσεως της διατάξεως αυτής στην όλη διαδικασία, της εξελίξεως της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της ενώπιον των αρμοδίων εθνικών οργάνων. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ενδεχομένως, οι αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφαλείας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας ( 31 ).

41.

Επιπλέον, το Δικαστήριο αναγνώρισε τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης του καθορισμού ευλόγων αποκλειστικών προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων. Κατά τη νομολογία του, τέτοιες προθεσμίες δεν είναι ικανές να καταστήσουν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγούνται από την κοινοτική έννομη τάξη ( 32 ). Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι για τις εθνικές ρυθμίσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, απόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν τις προθεσμίες σε συνάρτηση, μεταξύ άλλων, με τη σημασία που έχουν για τους ενδιαφερόμενους οι αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν, με το περίπλοκο των εφαρμοστέων διαδικασιών και της εφαρμοστέας νομοθεσίας, με τον αριθμό των προσώπων που μπορούν να αφορούν οι αποφάσεις ή με τα άλλα δημόσια ή ιδιωτικά συμφέροντα που πρέπει να ληφθούν υπόψη ( 33 ). Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι προθεσμίες πρέπει να είναι ουσιαστικά επαρκείς για την προετοιμασία και την άσκηση αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος ( 34 ).

42.

Το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί σε υποθέσεις σχετικές με μεταβατικές διατάξεις ανάλογες προς την επίμαχη στην κύρια δίκη. Υπογράμμισε ότι, αν τα κράτη μέλη συντομεύσουν την προθεσμία εντός της οποίας μπορεί να ζητηθεί η επιστροφή ποσών καταβληθέντων κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, τούτο δεν αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας, υπό την προϋπόθεση όχι μόνον ότι η νέα οριζόμενη προθεσμία είναι εύλογη, αλλά επίσης ότι η νέα νομοθετική ρύθμιση περιέχει μεταβατικό καθεστώς που παρέχει στους ιδιώτες αρκετό χρόνο, μετά την έκδοσή της, για την υποβολή των αιτήσεων επιστροφής που δικαιούνταν να υποβάλουν υπό το καθεστώς της προηγουμένης ρυθμίσεως ( 35 ).

43.

Τέλος, κατά πάγια νομολογία, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας του εσωτερικού δικαίου, καθόσον τούτο αποτελεί έργο αποκλειστικά του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο πρέπει, εν προκειμένω, να εξακριβώσει αν οι επιταγές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας τηρούνται από τις διατάξεις της σχετικής εθνικής ρυθμίσεως ( 36 ). Εντούτοις, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, δύναται, αν παρίσταται ανάγκη, να δώσει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο κατά την εκτίμησή του ( 37 ).

44.

Αφού ανέπτυξα έτσι εν συντομία το γενικό νομολογιακό πλαίσιο σχετικά με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, όπως εφαρμόζονται στα διάφορα είδη προθεσμιών, θα προβώ πλέον στην ανάλυση των ιδιαιτεροτήτων της επίμαχης στην κύρια δίκη προθεσμίας, πριν επαληθεύσω αν αυτή είναι σύμφωνη με τις εν λόγω αρχές του δικαίου της Ένωσης.

3. Ανάλυση των ιδιαιτεροτήτων της επίμαχης στην κύρια δίκη προθεσμίας

45.

Η επίμαχη στην κύρια δίκη προθεσμία χαρακτηρίζεται από δύο ουσιώδη στοιχεία, δηλαδή, αφενός, τη διάρκεια του ενός μηνός και, αφετέρου, το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει να τρέχει η εν λόγω προθεσμία, δηλαδή την επομένη ημέρα της δημοσιεύσεως του νόμου 1/2013 στο Boletín Oficial del Estado (BOE).

α) Επί της διάρκειας της προθεσμίας

46.

Φρονώ ότι διαδικαστική προθεσμία ενός μηνός είναι επαρκής για την άσκηση ανακοπής κατά εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως. Η νομολογία του Δικαστηρίου φαίνεται να επιβεβαιώνει την άποψη αυτή. Πράγματι, το Δικαστήριο αποδέχθηκε συχνά βραχύτερες διαδικαστικές προθεσμίες, παραδείγματος χάριν διάρκειας δεκατεσσάρων και δεκαπέντε ημερών. Έτσι, για τους σκοπούς της αναγνωρίσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πλαίσιο ταχείας διαδικασίας, μια προθεσμία δεκαπέντε ημερών κρίθηκε από το Δικαστήριο επαρκής για την προετοιμασία και την άσκηση αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος ( 38 ). Ομοίως, το Δικαστήριο έκρινε εύλογη μια προθεσμία δεκατεσσάρων ημερών για τους σκοπούς της αμφισβητήσεως διοικητικής κυρώσεως λόγω μη δημοσιεύσεως των λογιστικών εγγράφων μιας εμπορικής εταιρίας ( 39 ).

47.

Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η διάρκεια ενός μηνός δεν προκαλεί, αφεαυτής, καμία δυσχέρεια από την άποψη της συμβατότητας της τέταρτης μεταβατικής διατάξεως με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αναλογικότητας.

48.

Υπολείπεται εντούτοις η εξέταση του χρονικού σημείου από το οποίο άρχεται η εν λόγω προθεσμία.

β) Επί του χρονικού σημείου από το οποίο άρχεται η προθεσμία

49.

Το σημείο 2, δεύτερο εδάφιο, της τέταρτης μεταβατικής διατάξεως προβλέπει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη προθεσμία άρχεται την επομένη της θέσεως σε ισχύ του νόμου 1/2013. Συναφώς, η τέταρτη τελική διάταξη του εν λόγω νόμου προβλέπει ότι η ισχύς του άρχεται την ημέρα της δημοσιεύσεώς του στην BOE. Επιπροσθέτως, το σημείο 4 της τέταρτης μεταβατικής διατάξεως διευκρινίζει ότι η εν λόγω δημοσίευση «λογίζεται, για τους σκοπούς της επιδόσεως και του υπολογισμού των προβλεπομένων στις παραγράφους 2 και 3 [της εν λόγω μεταβατικής διατάξεως] προθεσμιών, ως πλήρης και έγκυρη κοινοποίηση, παρελκούσης σε κάθε περίπτωση της εκδόσεως ρητής προς τούτο αποφάσεως».

50.

Με απλούστερη διατύπωση, τούτο σημαίνει ότι ο Ισπανός νομοθέτης εξομοίωσε τη δημοσίευση του νόμου 1/2013 στην BOE με κοινοποίηση διαδικαστικού χαρακτήρα.

51.

Πρέπει να τονισθεί ότι ακριβώς το γεγονός ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης προθεσμία άρχεται από την επομένη της δημοσιεύσεως του νόμου 1/2013 στην BOE, χωρίς να έχει κοινοποιηθεί στους καθών της κύριας δίκης, είναι αυτό που εν προκειμένω προκαλεί πρόβλημα από την άποψη των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

i) Τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας

52.

H BBVA και η Ισπανική Κυβέρνηση θεωρούν ότι κανένα στοιχείο δεν επιτρέπει την απόφανση ότι η υπό έρευνα προθεσμία είναι λιγότερο ευνοϊκή από άλλες παρόμοιες προθεσμίες στο ισπανικό δίκαιο. Αφενός, η BBVA παραπέμπει στην προθεσμία προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου) λόγω προσβολών θεμελιωδών δικαιωμάτων οι οποίες προέρχονται αμέσως και ευθέως από πράξεις των δικαστηρίων. Η προθεσμία αυτή άρχεται από την κοινοποίηση της δικαστικής αποφάσεως. Αφετέρου, η Ισπανική Κυβέρνηση συγκρίνει την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης προθεσμία με άλλες διαδικαστικές προθεσμίες του ισπανικού δικαίου, όπως είναι η τιθέμενη προς απάντηση σε αγωγή στο πλαίσιο τακτικής διαδικασίας επί της ουσίας, η οποία άρχεται από την κοινοποίηση της αγωγής ( 40 ). Από πλευράς της, η Επιτροπή προβάλλει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη προθεσμία αποσκοπεί ρητώς στην παροχή μεταβατικής προστασίας, κατά τη χρονική περίοδο που παρεμβάλλεται μεταξύ του προϊσχύσαντος και του νέου νόμου, των δικαιωμάτων που χορηγούνται στους καταναλωτές από την οδηγία 93/13. Κατά συνέπεια, για τα στηριζόμενα στην έννομη τάξη της Ένωσης δικαιώματα δεν ισχύουν δυσμενέστεροι όροι.

53.

Δεν θεωρώ πειστικά τα επιχειρήματα αυτά. Φρονώ ότι οι προθεσμίες τις οποίες αναφέρουν η BBVA και η Ισπανική Κυβέρνηση δεν είναι ανάλογες με την επίμαχη στην κύρια δίκη προθεσμία. Εντούτοις, μολονότι διατηρώ αμφιβολίες ως προς το ότι η επίμαχη προθεσμία είναι σύμφωνη με την αρχή της ισοδυναμίας, δεν μπορώ να εντοπίσω συγκρίσιμες διαδικαστικές προθεσμίες οι οποίες θα μου επέτρεπαν να συμπεράνω μετά βεβαιότητος ότι η τέταρτη μεταβατική διάταξη, η οποία στηρίζεται στο δίκαιο της Ένωσης, είναι λιγότερο ευνοϊκή από άλλες όμοιες διατάξεις οι οποίες αποσκοπούν, στο ισπανικό δίκαιο, στη διασφάλιση αναλόγων δικαιωμάτων των ιδιωτών, πράγμα που απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

ii) Τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας

54.

Όπως θα αναπτύξω στα ακόλουθα σημεία, πολλές παράμετροι συνηγορούν, αντιθέτως, υπέρ του ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη προθεσμία κατέστησε αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των χορηγούμενων από την οδηγία 93/13 δικαιωμάτων.

55.

Πρώτον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατά το ισπανικό δικονομικό δίκαιο, δεν είναι σύνηθες να άρχεται δικονομική προθεσμία από την ημερομηνία δημοσιεύσεως στην BOE, εκτός αν πρόκειται για το αρχικό ένδικό βοήθημα κατά πράξεως γενικής ισχύος ( 41 ). Η Επιτροπή προβάλλει ότι, για τις διαδικαστικές πράξεις μιας εν εξελίξει διαδικασίας, οι προθεσμίες άρχονται κανονικά από την παραλαβή των διαφόρων κοινοποιήσεων τις οποίες αποστέλλει το αρμόδιο δικαστήριο, πράγμα που διασφαλίζει ότι ο ενδιαφερόμενος ή οι νόμιμοι εκπρόσωποί του θα επωφεληθούν πλήρως των προθεσμιών ( 42 ).

56.

Επιπροσθέτως, υπενθυμίζω ότι οι διαδικαστικές προθεσμίες τις οποίες ανέλυσε το Δικαστήριο στη νομολογία του διαφοροποιούνται από την επίμαχη στην κύρια δίκη μεταβατική προθεσμία κατά το ότι άρχονται από συγκεκριμένη διαδικαστική κοινοποίηση ( 43 ). Τούτο σημαίνει ότι μετά την παραλαβή της κοινοποιήσεως που τους απευθυνόταν, οι ιδιώτες ή οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους διέθεταν πλήρη την προθεσμία προς προετοιμασία της άμυνάς τους και προς ενέργεια. Αντιθέτως, η επίμαχη στην κύρια δίκη προθεσμία άρχεται από την επομένη της ημέρας δημοσιεύσεως του νόμου 1/2013, πράγμα που δεν διασφαλίζει την εν λόγω πλήρη διαθεσιμότητα της προθεσμίας, η οποία εξαρτάται από την πραγματική γνώση, από μέρους των ενδιαφερομένων, της υπάρξεως της τέταρτης μεταβατικής διατάξεως.

57.

Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί κατά αποκλειστικής προθεσμίας στο πλαίσιο μέτρων τα οποία απέβλεπαν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων εργαζομένων ( 44 ), λόγω του γεγονότος ότι η εν λόγω προθεσμία δεν άρχιζε από την παραλαβή της επιστολής για την απόλυση, αλλά από την κατάθεσή της στο ταχυδρομείο. Κατά συνέπεια, ήταν ενδεχόμενο να παρέλθουν πολλές από τις ημέρες που συνυπολογίζονταν στην εν λόγω δεκαπενθήμερη προθεσμία πριν μπορέσει η έγκυος να συμβουλευθεί το κατάλληλο πρόσωπο και να διεκδικήσει τα δικαιώματά της διά της δικαστικής οδού ( 45 ).

58.

Είναι συνεπώς σαφές ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη προθεσμία ενδέχεται να είχε ως συνέπεια ότι κατά μεγάλο μέρος της, αν όχι στο σύνολό της, όπως συνέβη στην υπόθεση της κύριας δίκης, παρήλθε χωρίς να μπορέσουν οι καταναλωτές να συμβουλευθούν το κατάλληλο πρόσωπο ή να προβούν στις αναγκαίες για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων τους ενέργειες.

59.

Δεύτερον, προκύπτει επίσης από τη δικογραφία ότι, στην ισπανική έννομη τάξη, απαιτείται η μεσολάβηση δικηγόρου και αντικλήτου προς άσκηση ανακοπής κατά της πράξεως επιταγής προς εκτέλεση ( 46 ). Η Επιτροπή τονίζει εντούτοις ότι, στη μεγάλη πλειονότητα των εκτελέσεων ενυπόθηκων απαιτήσεων, η εκτέλεση διεξάγεται χωρίς να παρίστανται ή να ασκούν ανακοπή οι καθών. Η κατάσταση οικονομικής επισφάλειας στην οποία βρίσκονται οι εν λόγω διάδικοι, η δυσχέρεια εναντιώσεως στην εκτέλεση και το κόστος της εκτελεστικής διαδικασίας αποτελούν στοιχεία που αποβαίνουν σε βάρος των καταναλωτών, οι οποίοι παραλείπουν, εν γένει, να παρέμβουν στην εν λόγω διαδικασία ( 47 ). Στο πλαίσιο αυτό είναι αδιαμφισβήτητο ότι, εν γένει, οι ενδιαφερόμενοι καταναλωτές ήταν ιδιαιτέρως εκτεθειμένοι στον κίνδυνο να μη μπορέσουν να ασκήσουν ανακοπή κατά της εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως. Φρονώ ότι ο κίνδυνος αυτός συνδέεται είτε με το ενδεχομένως αποτρεπτικό κόστος της ανακοπής (υποχρέωση εξασφαλίσεως δικηγόρου και αντικλήτου, είτε με το γεγονός ότι οι εν λόγω καταναλωτές αγνοούσαν τα δικαιώματά τους ελλείψει ενημερώσεώς τους περί της εκδόσεως του νόμου 1/2013 και της τέταρτης μεταβατικής διατάξεως ( 48 ), ή, αν ενημερώθηκαν σχετικά, με το ότι αυτό συνέβη με καθυστέρηση, αφού είχε ήδη εκκινήσει η έκτακτη προθεσμία.

60.

Υπενθυμίζω συναφώς ότι το Δικαστήριο επισήμανε ότι μια κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από σημαντική νομική αβεβαιότητα ενδέχεται να αποτελεί παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας, τονίζοντας την ανάγκη της δυνατότητας προσδιορισμού των προθεσμιών με εύλογο βαθμό βεβαιότητας ( 49 ). Εντούτοις, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το γεγονός ότι η μεταβατική προθεσμία άρχισε από την επομένη της δημοσιεύσεως του νόμου 1/2013 στην BOE είχε ως συνέπεια, όπως επισήμανα στα σημεία 58 έως 60 των παρουσών προτάσεων, πολύ υψηλό βαθμό νομικής αβεβαιότητας για τους καθών της κύριας δίκης, πράγμα απαράδεκτο σε τομέα όπως αυτός της προστασίας των καταναλωτών. Φρονώ ότι η εν λόγω προθεσμία δεν ήταν προσήκουσα για την προετοιμασία και την άσκηση αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος.

61.

Τέλος, όπως υπενθύμισα στο σημείο 41 των παρουσών προτάσεων, για τις εθνικές ρυθμίσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, απόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν, με προθεσμίες σε συνάρτηση, ιδίως, με τη σημασία που έχουν για τους ενδιαφερομένους οι αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν, με την πολυπλοκότητα των εφαρμοστέων διαδικασιών και της εφαρμοστέας νομοθεσίας, με τον αριθμό των προσώπων που επηρεάζονται από την απόφαση ή με τα λοιπά δημόσια ή ιδιωτικά συμφέροντα που πρέπει να ληφθούν υπόψη ( 50 ).

62.

Όσον αφορά, πρώτον, τη σημασία για τους ενδιαφερομένους των αποφάσεων που πρόκειται να ληφθούν, είναι πρόδηλο ότι, αφού οι αποφάσεις αυτές ενδέχεται να οδηγήσουν στη μη αναστρέψιμη απώλεια των ακινήτων τους, η σημασία τους για τους θιγόμενους καταναλωτές είναι ιδιαιτέρως μεγάλη ( 51 ).

63.

Όσον αφορά, δεύτερον, την πολυπλοκότητα των διαδικασιών και της εφαρμοζόμενης νομοθεσίας, είναι εξίσου πρόδηλο ότι η διαδικασία περί εκτελέσεως, η διαδικασία επί της ουσίας και οι ρυθμίσεις περί υποθηκών σχηματίζουν ένα ιδιαιτέρως σύνθετο νομικό πλαίσιο, ιδίως για τους καταναλωτές.

64.

Όσον αφορά, τρίτον, τον αριθμό των προσώπων τα οποία ενδέχεται να αφορά η τέταρτη μεταβατική διάταξη, προκύπτει από τις παρατηρήσεις των καθών στην κύρια δίκη και της Επιτροπής ότι, κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος του νόμου 1/2013, εκκρεμούσαν εκατοντάδες χιλιάδες διαδικασίες εκτελέσεων. Η Επιτροπή, παραθέτοντας αριθμητικά στοιχεία προερχόμενα από έκθεση του Consejo General del Poder Judicial [Ανωτέρου Δικαστικού Συμβουλίου], τονίζει ότι το 2013 κινήθηκαν 82680 διαδικασίες εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων ( 52 ).

65.

Επομένως, βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, μπορεί άραγε ακόμη να θεωρηθεί ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη προθεσμία είναι εύλογη; Επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω.

66.

Φρονώ ότι, εντός του υπό εξέταση διαδικαστικού πλαισίου, η χορήγηση από τον Ισπανό νομοθέτη εύλογης προθεσμίας η οποία επιτρέπει στους καταναλωτές να αντιταχθούν στην εκτέλεση και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να επιτύχουν την παύση της χρήσεως καταχρηστικών ρητρών είναι απαραίτητη για την προσήκουσα και αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων που τους παρέχει η οδηγία 93/13. Έχω την πεποίθηση ότι ο σκοπός αυτός δεν επιτεύχθηκε από την τέταρτη μεταβατική διάταξη.

67.

Ως εκ τούτου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, επειδή, εντέλει, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης προθεσμία άρχισε από την επομένη της δημοσιεύσεως του νόμου 1/2013, δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη και ότι κατέστησε υπερβολικά δυσχερή την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων που χορήγησε η οδηγία 93/13.

4. Τελικές σκέψεις

68.

Είναι σημαντικό να υπενθυμίσω, καταρχάς, ότι το σύστημα προστασίας που εγκαθιδρύει η οδηγία 93/13 εδράζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, όσον αφορά τόσο τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και το επίπεδο πληροφορήσεως ( 53 ).

69.

Προς εξασφάλιση της προστασίας που προβλέπει η οδηγία 93/13, το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει επανειλημμένα ότι η υφιστάμενη κατάσταση ανισότητας μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία μπορεί να αντισταθμιστεί μόνο με θετική παρέμβαση, μη εξαρτώμενη από τα μέρη στη σύμβαση ( 54 ). Η θετική αυτή παρέμβαση περιλαμβάνει ιδίως τον αυτεπάγγελτο έλεγχο, από τον αρμόδιο δικαστή, της υπάρξεως ή μη καταχρηστικών ρητρών.

70.

Στο πλαίσιο της ισπανικής διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, δεν υφίστατο τέτοιου είδους έλεγχος πριν από την έκδοση της αποφάσεως Aziz ( 55 ). Όπως προκύπτει από τα σημεία 31 και 32 των παρουσών προτάσεων, κατόπιν της εν λόγω αποφάσεως, το δικαστήριο εξουσιοδοτήθηκε να λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη τέτοιου είδους ρητρών ( 56 ). Εντούτοις, μολονότι ο εν λόγω αυτεπάγγελτος έλεγχος είναι αναγκαίος, δεν επαρκεί προς προστασία, κατά τρόπο πλήρη και αποτελεσματικό, των δικαιωμάτων που χορηγεί στους καταναλωτές η οδηγία 93/13. Συνεπώς, όπως και η Επιτροπή, είμαι πεπεισμένος ότι μια θετική και εξωτερική, ως προς μόνα τα μέρη στη σύμβαση, παρέμβαση πρέπει κατ’ ανάγκην να περιλαμβάνει επαρκείς προθεσμίες που να επιτρέπουν στους καταναλωτές να ασκούν κατά τρόπο αποτελεσματικό τα δικαιώματά τους.

71.

Παρατηρώ επίσης ότι, στον τομέα του δικαίου των καταναλωτών, οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, νοούμενες ως όριο στη διαδικαστική αυτονομία των κρατών μελών, είναι ιδιαιτέρως σημαντικές, και το Δικαστήριο οφείλει να φροντίζει για την αυστηρή τήρησή τους.

72.

Τέλος, είναι πρόδηλο ότι μεταβατική διάταξη η οποία τάσσει στους καταναλωτές έκτακτη αποκλειστική προθεσμία αρχόμενη από την επομένη της δημοσιεύσεως νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα του οικείου κράτους μέλους δεν εκπληρώνει την υποχρέωση γνωστοποιήσεως στους καταναλωτές της δυνατότητας ασκήσεως ανακοπής στηριζόμενης στον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών οι οποίες αποτελούν τη βάση της εκτελέσεως. Φρονώ συνεπώς ότι είναι απαραίτητο να ενημερώνονται προσωπικά οι καταναλωτές σχετικά με την προθεσμία την οποία διαθέτουν ώστε να συμβουλευθούν το κατάλληλο πρόσωπο και να προβούν στις αναγκαίες ενέργειες για την προστασία των δικαιωμάτων που χορηγεί η οδηγία 93/13 ( 57 ). Υπενθυμίζω συναφώς ότι το απόφθεγμα ignorancia iuris nocet δεν εφαρμόζεται ή, τουλάχιστον, εφαρμόζεται μόνον σε ορισμένο βαθμό στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών ( 58 ).

73.

Όλες αυτές οι σκέψεις συνηγορούν υπέρ μιας προθεσμίας η οποία θα έπρεπε να κοινοποιείται προσωπικά στους ενδιαφερομένους. Με άλλα λόγια, θα έπρεπε να θεραπευθεί η πλημμέλεια ως προς την κοινοποίηση στους διαδίκους διά του ιδίου μέσου που χρησιμοποιείται κατά το εθνικό δίκαιο για τη γνωστοποίηση στους καθών της υπάρξεως εν εξελίξει διαδικασίας εκτελέσεως κατ’ αυτών. Συνεπώς, όπως και η Επιτροπή, φρονώ ότι ο Ισπανός νομοθέτης όφειλε να έχει προβλέψει τη γνωστοποίηση προς όλους τους καθών, σε τέτοιου είδους διαδικασίες εκτελέσεως, της δυνατότητας ασκήσεως έκτακτης ανακοπής εντός της προθεσμίας του ενός μηνός από την εν λόγω γνωστοποίηση. Η γνωστοποίηση θα μπορούσε να έχει πραγματοποιηθεί μέσω των αρμοδίων για τις εκτελέσεις ενυποθήκων απαιτήσεων δικαστηρίων, είτε διά των νομίμων εκπροσώπων των διαδίκων είτε με κοινοποίηση στην κατοικία τους, αν οι εν λόγω διάδικοι δεν είχαν παραστεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως.

74.

Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων στοιχείων, φρονώ ότι, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αποτελεσματικότητας, είναι αντίθετη στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13 εθνική μεταβατική διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει για τους καταναλωτές αποκλειστική προθεσμία ενός μηνός, από την επομένη της ημέρας δημοσιεύσεως του σχετικού νόμου, για την άσκηση ανακοπής που στηρίζεται στον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο μιας εν εξελίξει εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως.

V – Πρόταση

75.

Βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Juzgado de Primera Instancia no 4 de Martorell ως εξής:

Λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αποτελεσματικότητας, είναι αντίθετη στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, εθνική μεταβατική διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει για τους καταναλωτές αποκλειστική προθεσμία ενός μηνός από την επομένη της ημέρας δημοσιεύσεως του σχετικού νόμου, για την άσκηση ανακοπής που στηρίζεται στον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο μιας εν εξελίξει εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως.


( 1 )   Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 )   C-415/11, EU:C:2013:164.

( 3 )   Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95, σ. 29).

( 4 )   BOE αριθ. 89, της 14ης Απριλίου 1998, σ. 12304.

( 5 )   BOE αριθ. 287, της 30ής Νοεμβρίου 2007, σ. 49181.

( 6 )   BOE αριθ. 116, της 15ης Μαΐου 2013, σ. 36373.

( 7 )   BOE αριθ. 7, της 8ης Ιανουαρίου 2000, σ. 575.

( 8 )   BOE αριθ. 155, της 29ης Ιουνίου 2013, σ. 48767.

( 9 )   C-473/00, EU:C:2002:705.

( 10 )   C-415/11, EU:C:2013:164.

( 11 )   C-415/11, EU:C:2013:164.

( 12 )   Απόφαση Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne (C‑41/11, EU:C:2012:103, σκέψη 35).

( 13 )   Βλ., ιδίως, απόφαση Rosado Santana (C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 32).

( 14 )   Βλ., ιδίως, αποφάσεις Krüger (C‑334/95, EU:C:1997:378, σκέψεις 22 και 23)·Byankov (C‑249/11, EU:C:2012:608, σκέψη 57), καθώς και Efir (C‑19/12, EU:C:2013:148, σκέψη 19).

( 15 )   Βλ., υπό την έννοια αυτή, ιδίως, αποφάσεις Redmond (83/78, EU:C:1978:214, σκέψη 26) και Byankov (C‑249/11, EU:C:2012:608, σκέψη 58).

( 16 )   Για παράδειγμα τα δημόσια έγγραφα ή το instrumentum [έγγραφο] των εμπορικών συμβάσεων όπως είναι οι τραπεζικές συμβάσεις.

( 17 )   C-415/11, EU:C:2013:164. Υπενθυμίζω ότι, στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 93/13 «πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει μια κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους […] η οποία, ενώ δεν προβλέπει, στο πλαίσιο διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, λόγους ανακοπής αντλούμενους από τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας η οποία αποτελεί τη βάση του εκτελεστού τίτλου, δεν παρέχει στο δικαστήριο της ουσίας, το οποίο είναι αρμόδιο για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας τέτοιας ρήτρας, τη δυνατότητα λήψεως προσωρινών μέτρων, μεταξύ των οποίων, η αναστολή της εν λόγω διαδικασίας εκτελέσεως, όταν η λήψη των μέτρων αυτών είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της οριστικής αποφάσεώς του».

( 18 )   Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 13 και 16 του νόμου 1/2013.

( 19 )   Βλ. άρθρο 552, παράγραφος 1, του LEC. Το άρθρο αυτό συγκαταλέγεται στις γενικές διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε διαδικασία εκτελέσεως. Συνεπώς, ο αυτεπάγγελτος έλεγχος του δικαστή αφορά τόσο τις διαδικασίες κοινής εκτελέσεως όσο και τις διαδικασίες εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως. Εντούτοις, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η πρώτη παράγραφος της τέταρτης μεταβατικής διατάξεως ορίζει ότι οι τροποποιήσεις του LEC τις οποίες επέφερε ο εν λόγω νόμος εφαρμόζονται στις εν εξελίξει, κατά την έναρξη ισχύος του, διαδικασίες εκτελέσεως, αποκλειστικά σε σχέση με τις εκκρεμείς πράξεις εκτελέσεως. Κατά την Επιτροπή, δεν προκύπτει σαφώς από την ισπανική νομοθεσία αν στα προκεχωρημένα στάδια της διαδικασίας εκτελέσεως (για παράδειγμα, κατά τον χρόνο διοργανώσεως της κατακυρώσεως ή της αποβολής), είναι ακόμη δυνατή η διεξαγωγή ενός τέτοιου αυτεπάγγελτου ελέγχου των καταχρηστικών ρητρών. Βλ. απόφαση Banco Primus (C‑421/14), εκκρεμή ενώπιον του Δικαστηρίου, στην οποία εξετάζεται παρόμοιο ζήτημα.

( 20 )   Προκειμένου περί της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, βλ. άρθρο 695, παράγραφος 1, σημείο 4, του LEC. Όσον αφορά τη διαδικασία κοινής εκτελέσεως, βλ. άρθρο 557, παράγραφος 1, σημείο 7, του LEC. Η τιθέμενη σε ασφαλιστήρια σύμβαση «ανεξόφλητου υπολοίπου» ρήτρα περί πρόωρης λύσεως συνιστά παράδειγμα συμβατικής ρήτρας που αποτελεί τη βάση της εκτελέσεως.

( 21 )   Βλ., ιδίως, Cordero Lobato, E., «Control judicial sobre cláusulas abusivas y ejecuciones hipotecarias», Revista Aranzadi Doctrinal, 2, 2013, σ. 205 έως 212, και Sánchez González, M. P., Revista de Derecho Comunitario Europeo, 2013, σ. 327 έως 344.

( 22 )   Βλ. άρθρο 695, παράγραφος 1, σημείο 4, του LEC.

( 23 )   Εντούτοις, ο νόμος 1/2013 δεν προέβλεψε τη δυνατότητα του δικαστηρίου της ουσίας προς συντηρητική αναστολή της εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως έως την έκδοση της αποφάσεώς του με την οποία αναγνωρίζεται ο καταχρηστικός χαρακτήρας των ρητρών του εκτελεστού τίτλου οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση της εκτελέσεως. Πράγματι, το άρθρο 698 του LEC, το οποίο δεν τροποποιήθηκε από τον νόμο 1/2013, προβλέπει ότι «[γ]ια κάθε αίτημα του οφειλέτη, τριτοφειλέτη ή άλλου εμπλεκομένου το οποίο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των προηγούμενων άρθρων, περιλαμβανομένων των αιτημάτων που αφορούν την ακυρότητα του τίτλου, το ληξιπρόθεσμο, τον συγκεκριμένο χαρακτήρα, την απόσβεση ή το ύψος της απαιτήσεως, πρέπει να εκδίδεται σχετική δικαστική απόφαση, χωρίς όμως τούτο να συνεπάγεται διακοπή ή αναστολή της ένδικης διαδικασίας εκτελέσεως η οποία προβλέπεται στο παρόν κεφάλαιο». Έτσι, η οριστική κατακύρωση υποθηκευμένου πράγματος σε τρίτον αποκτά πάντοτε μη αναστρέψιμο χαρακτήρα, πλην της μοναδικής περιπτώσεως κατά την οποία ο εν λόγω καταναλωτής πραγματοποίησε προληπτική περί της ασκήσεως αγωγής ακυρώσεως περί χορηγήσεως του πιστοποιητικού βαρών. Βλ. αποφάσεις Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψεις 55 έως 59) καθώς και Sánchez Morcillo και Abril García (C‑169/14, EU:C:2014:2099, σκέψη 42). Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι, «ελλείψει της δυνατότητας αυτής [αναστολής], σε κάθε περίπτωση όπου […] η κατάσχεση του ενυπόθηκου ακινήτου πραγματοποιήθηκε πριν από την έκδοση της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας που αναγνώρισε τον καταχρηστικό χαρακτήρα της συμβατικής ρήτρας στην οποία στηρίζεται η υποθήκη και, ως εκ τούτου, την ακυρότητα της διαδικασίας εκτελέσεως, η απόφαση αυτή μπορεί να εξασφαλίσει στον οικείο καταναλωτή ένδικη προστασία μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο, υπό μορφή αποζημιώσεως, η οποία θα συνιστούσε ελλιπές και ανεπαρκές μέτρο και δεν θα αποτελούσε ούτε κατάλληλο ούτε αποτελεσματικό μέσο παύσεως της χρήσεως της εν λόγω ρήτρας, αντιθέτως προς όσα προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13». Βλ. απόφαση Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 60), καθώς και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Aziz (EU:C:2012:700, σημείο 50). Βλ., επίσης, απόφαση Sánchez Morcillo και Abril García (C‑169/14, EU:C:2014:2099, σκέψη 50). Σύμφωνα με μερίδα της θεωρίας, η επιλογή του Ισπανού νομοθέτη να παράσχει, όχι στο δικαστήριο της ουσίας αλλά στο δικαστήριο της εκτελέσεως, τη δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας συνδέεται με την τήρηση του σκοπού της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως. Βλ., ιδίως, Benaloche Palao, J., «Cláusulas abusivas y suspensión de la ejecución hipotecaria: una práctica equivocada», La Ley, τεύχος 86, 2014, σ. 1 έως 6.

( 24 )   Βλ. άρθρο 556, παράγραφος 1, του LEC.

( 25 )   Το άρθρο 695, παράγραφος 1, σημείο 4, του LEC αφορά «καταχρηστικές ρήτρες που αποτελούν τη βάση της εκτελέσεως ή βάσει των οποίων καθορίστηκε το απαιτητό ποσό».

( 26 )   C-415/11, EU:C:2013:164.

( 27 )   Βλ., ιδίως, απόφαση Kempter (C‑2/06, EU:C:2008:78, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 28 )   Οι διαδικασίες εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως που είχαν ολοκληρωθεί πριν την έναρξη ισχύος του νόμου 1/2013 δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού. Πράγματι, η τέταρτη μεταβατική διάταξη ορίζει ότι εφαρμόζεται «σε κάθε διαδικασία εκτελέσεως που δεν έχει περατωθεί με την κατακύρωση του ακινήτου στον υπερθεματιστή». Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της τηρήσεως του δεδικασμένου οι οποίες βρίσκονται στη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, η ενδεχόμενη αντίθεσή της στον νόμο δεν θα δικαιολογούσε, κατ’ αρχήν, επανάληψη της διαδικασίας. Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Eco Swiss (C‑126/97, EU:C:1999:269, σκέψεις 46 και 47) καθώς και Kapferer (C‑234/04, EU:C:2006:178, σκέψη 21): «[τ]ο δίκαιο [της Ένωσης] δεν επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να μην εφαρμόζουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες που προσδίδουν ισχύ δεδικασμένου σε ορισμένη απόφαση, έστω και αν η μη εφαρμογή αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να αποφευχθεί η παραβίαση του δικαίου [της Ένωσης] από την εν λόγω απόφαση». Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στα κράτη μέλη την αποκατάσταση κάθε ζημίας προκαλούμενης σε ιδιώτες λόγω καταλογιστέα σ’ αυτά παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης. Βλ., επίσης, απόφαση Impresa Pizzarotti (C‑213/13, EU:C:2014:2067, σκέψη 59).

( 29 )   Βλ., ιδίως, αποφάσεις Rewe-Zentralfinanz και Rewe-Zentral (33/76, EU:C:1976:188, σκέψη 5)·Peterbroeck (C‑312/93, EU:C:1995:437, σκέψη 12), καθώς και Impact (C‑268/06, EU:C:2008:223, σκέψεις 44 έως 46). Βλ., επίσης, αποφάσεις Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 50) και Barclays Bank (C‑280/13, EU:C:2014:279, σκέψη 37).

( 30 )   Βλ., ιδίως, απόφαση Rosado Santana (C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 90).

( 31 )   Αποφάσεις Peterbroeck (C‑312/93, EU:C:1995:437, σκέψη 14) και Asturcom Telecomunicaciones (C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 39).

( 32 )   Βλ. αποφάσεις Rewe-Zentralfinanz και Rewe-Zentral (33/76, EU:C:1976:188, σκέψη 5)·Marks & Spencer (C‑62/00, EU:C:2002:435, σκέψη 35)·Grundig Italiana (C‑255/00, EU:C:2002:525, σκέψη 34), καθώς και Kempter (C‑2/06, EU:C:2008:78, σκέψη 35).

( 33 )   Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Sopropé (C‑349/07, EU:C:2008:746, σκέψη 40) και Pontin (C‑63/08, EU:C:2009:666, σκέψη 48).

( 34 )   Βλ. αποφάσεις Samba Diouf (C‑69/10, EU:C:2011:524, σκέψη 66) και Texdata Software (C‑418/11, EU:C:2013:588, σκέψη 80).

( 35 )   Βλ. αποφάσεις Marks & Spencer (C‑62/00, EU:C:2002:435, σκέψη 38)·Grundig Italiana (C‑255/00, EU:C:2002:525, σκέψη 37), και Test Claimants in the Franked Investment Income Group Litigation (C‑362/12, EU:C:2013:834, σκέψη 37).

( 36 )   Βλ. αποφάσεις Αγγελιδάκη κ.λπ. (C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 163) καθώς και Pontin (C‑63/08, EU:C:2009:666, σκέψη 49).

( 37 )   Βλ. αποφάσεις Haim (C‑424/97, EU:C:2000:357, σκέψη 58)·Marrosu και Sardino (C‑53/04, EU:C:2006:517, σκέψη 54)·Vassallo (C‑180/04, EU:C:2006:518, σκέψη 39), καθώς και Fiamingo κ.λπ. (C‑362/13, C‑363/13 και C‑407/13, EU:C:2014:2044, σκέψη 66).

( 38 )   Βλ. απόφαση Samba Diouf (C‑69/10, EU:C:2011:524, σκέψεις 67 και 68).

( 39 )   Βλ. απόφαση Texdata Software (C‑418/11, EU:C:2013:588, σκέψη 81). Εντούτοις, σε υπόθεση σχετικά με την προθεσμία για την άσκηση ανακοπής στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως διαταγής πληρωμής κατόπιν της κοινοποιήσεως της διαταγής πληρωμής με διάταξη του αρμοδίου εθνικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προθεσμία των 20 ημερών που προβλεπόταν για τη δυνατότητα εναντιώσεως από καταναλωτή στην εκτέλεση «ήταν εξαιρετικά σύντομη». Βλ. απόφαση Banco Español de Crédito (C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 54). Βλ., επίσης, Półtorak, N., European Union Rights in National Courts, Wolters Kluwer, 2015, σ. 266.

( 40 )   Βλ. άρθρο 404 του LEC.

( 41 )   Συναφώς, η Επιτροπή προβαίνει σε σύγκριση με το καθεστώς του άρθρου 263, τελευταίο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθώς και με αυτό του άρθρου 50 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

( 42 )   Το άρθρο 133, παράγραφος 1, του LEC προβλέπει ότι «[ο]ι προθεσμίες άρχονται από την επομένη της ημέρας της πράξεως δημοσιεύσεως από την οποία εξαρτά ο νόμος την αφετηρία της προθεσμίας, και υπολογίζονται προσμετρώντας την ημερομηνία της λήξεως, η οποία εκπνέει τα μεσάνυχτα». Τα άρθρα 149 έως 168 του LEC, τα οποία αφορούν τις πράξεις δικαστικής κοινοποιήσεως, ορίζουν ότι οι διαδικαστικές ανακοινώσεις κοινοποιούνται στους εκπροσώπους των διαδίκων ή στους τελευταίους αυτούς αν δεν εκπροσωπούνται, ή, αν πρόκειται για την πρώτη όχληση ή κλήτευση, με αποστολή στην κατοικία (άρθρο 155 του LEC). Αν δεν είναι δυνατός ο καθορισμός της κατοικίας του εναγομένου, συγχωρείται η κλήτευση διά δημοσιεύσεως (άρθρο 164 του LEC), η οποία προσλαμβάνει εξαιρετικό χαρακτήρα. Η διάταξη αυτή διευκρινίζει ότι «[μ]όνο με αίτηση και έξοδα διαδίκου γίνεται δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της επαρχίας ή της αυτόνομης Κοινότητας, στην [BOE], ή σε ημερήσιο φύλλο με εθνική ή επαρχιακή κυκλοφορία».

( 43 )   Βλ. αποφάσεις Samba Diouf (C‑69/10, EU:C:2011:524, σκέψεις 67 και 68)·Texdata Software (C‑418/11, EU:C:2013:588, σκέψη 81), καθώς και Banco Español de Crédito (C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 54).

( 44 )   Οδηγία 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ L 348, σ. 1).

( 45 )   Βλ. απόφαση Pontin (C‑63/08, EU:C:2009:666, σκέψεις 62 έως 65). Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο αποφάνθηκε κατά της εν λόγω αποκλειστικής προθεσμίας λαμβανομένης υπόψη, ιδίως, της καταστάσεως στην οποία βρίσκεται μια γυναίκα στην αρχή της εγκυμοσύνης.

( 46 )   Βλ. άρθρα 23 και 31 του LEC. Για μη εξαντλητικό κατάλογο των στοιχείων τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να κριθεί αν μια συγκεκριμένη προθεσμία συμβιβάζεται με την αρχή της αποτελεσματικότητας, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer στην υπόθεση Recheio – Cash & Carry (C‑30/02, EU:C:2003:666, σημεία 29 και 32).

( 47 )   Ο κίνδυνος αυτός επιβεβαιώνεται από τις στατιστικές που παρέθεσε η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της. Πράγματι, σύμφωνα με τα αριθμητικά αυτά στοιχεία, μετά την έναρξη ισχύος του νόμου 1/2013, οι καθών η εκτέλεση παρέστησαν και άσκησαν ανακοπή μόνο σε ποσοστό 19,79 % των διαδικασιών εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων. Πριν την έκδοση του νόμου αυτού, το ποσοστό ήταν χαμηλότερο του 5 % [στοιχεία της υπηρεσίας δικαστικών στατιστικών του Consejo General del Poder Judicial (ανώτερου δικαστικού συμβουλίου)]. Η Επιτροπή τονίζει ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι πλήρη. Πράγματι, μολονότι ο πίνακας του Υπουργείου Δικαιοσύνης δεν καλύπτει ορισμένες αυτόνομες κοινότητες (αυτές της Ανδαλουσίας, της Χώρας των Βάσκων, των Καναρίων Νήσων, της Καταλονίας, της Μαδρίτης, της Ναβάρας και της Βαλένθια), παρέχει εντούτοις μια ιδέα του περιορισμένου αριθμού εκτελέσεων ενυπόθηκων απαιτήσεων στο πλαίσιο των οποίων ασκήθηκαν ανακοπές. Έτσι, το 2013, οι ασκηθείσες ανακοπές αντιστοιχούσαν σε 19,79 % των εγγεγραμμένων στο πινάκιο εκτελέσεων ενυπόθηκων απαιτήσεων (3826 ανακοπές έναντι 19330 εγγεγραμμένων στο πινάκιο εκτελέσεων ενυπόθηκων απαιτήσεων), το 2012, σε 4,92 % (1078 ανακοπές έναντι 21896 εκτελέσεων ενυπόθηκων απαιτήσεων) και, το 2011, σε 3,84 % (700 ανακοπές έναντι 18201 εκτελέσεων ενυπόθηκων απαιτήσεων).

( 48 )   Βλ. απόφαση Banco Español de Crédito (C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 54).

( 49 )   Βλ., ιδίως, απόφαση Danske Slagterier (C‑445/06, EU:C:2009:178, σκέψη 33).

( 50 )   Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Sopropé (C‑349/07, EU:C:2008:746, σκέψη 40) και Pontin (C‑63/08, EU:C:2009:666, σκέψη 48).

( 51 )   Το ακίνητο το οποίο αφορά η κύρια δίκη είναι χώρος σταθμεύσεως αυτοκινήτων. Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι καθών της κύριας δίκης προέβαλαν ότι δεν είχαν μπορέσει να αντιταχθούν στη διαδικασία εκτελέσεως σχετικά με την κατοικία τους διότι η εν λόγω διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως είχε λάβει χώρα πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου 1/2013. Όσον αφορά τον χώρο σταθμεύσεως αυτοκινήτων τους, όπως προκύπτει από το σημείο 35 των παρουσών προτάσεων, η ανακοπή που στηρίχθηκε στον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, που στοιχειοθετούσε νέο λόγο ανακοπής προβλεπόμενο από τον εν λόγω νόμο, είχε ασκηθεί εκπροθέσμως.

( 52 )   Για τα προηγούμενα έτη, η εν λόγω έκθεση απαριθμεί 91622 διαδικασίες εκτελέσεως ενυποθήκων απαιτήσεων το 2012, 77854 το 2011, 96636 το 2010 και 93319 το 2009.

( 53 )   Βλ. αποφάσεις Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (C‑240/98 έως C‑244/98, EU:C:2000:346, σκέψη 25)·Mostaza Claro (C‑168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 25)·Asturcom Telecomunicaciones (C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 29)·Barclays Bank (C‑280/13, EU:C:2014:279, σκέψη 32)·Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 44), καθώς και Sánchez Morcillo και Abril García (C‑169/14, EU:C:2014:2099, σκέψη 22).

( 54 )   Βλ. αποφάσεις Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (C‑240/98 έως C‑244/98, EU:C:2000:346, σκέψη 27)·Mostaza Claro (C‑168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 26)·Asturcom Telecomunicaciones (C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 31), καθώς και Banco Español de Crédito (C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 41).

( 55 )   C-415/11, EU:C:2013:164.

( 56 )   Βλ., επίσης, άρθρο 27 του νόμου 3/2014, της 27ης Μαρτίου, περί εγκρίσεως του αναθεωρημένου κειμένου του γενικού νόμου σχετικά με την προστασία των καταναλωτών και των χρηστών και άλλων συμπληρωματικών νόμων (Ley 3/2014, de 27 de marzo, por la que se modifica el texto refundido de la Ley General para la Defensa de los Consumidores y Usuarios y otras leyes complementarias).

( 57 )   Βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις RWE Vertrieb (C‑92/11, EU:C:2013:180) και Invitel (C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 29).

( 58 )   Βλ. Mikłaszewicz, P., Obowiązki informacyjne w umowach z udziałem konsumentów na tle prawa Unii Europejskiej, Wolters Kluwer Polska, Βαρσοβία, 2008, σ. 46, 185, 272 και 317.

Top