Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013TO0673

Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 13ης Μαρτίου 2015.
European Coalition to End Animal Experiments κατά Ευρωπαϊκoύ Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA).
Προσφυγή ακυρώσεως – REACH – Αίτηση καταχωρίσεως της χημικής ουσίας φωσφορικό τριφαινύλιο – Παρεμβαίνων ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ECHA – Δεν θίγεται άμεσα – Έννοια της κανονιστικής πράξεως – Απαράδεκτο.
Υπόθεση T‑673/13.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2015:167

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 13ης Μαρτίου 2015 ( *1 )

«Προσφυγή ακυρώσεως — REACH — Αίτηση καταχωρίσεως της χημικής ουσίας φωσφορικό τριφαινύλιο — Παρεμβαίνων ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ECHA — Δεν θίγεται άμεσα — Έννοια της κανονιστικής πράξεως — Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑673/13,

European Coalition to End Animal Experiments, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τον D. Thomas, solicitor,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA), εκπροσωπούμενου από την M. Heikkilä και τους C. Jacquet και W. Broere, επικουρούμενους από τους J. Stuyck και A.‑M. Vandromme, δικηγόρους,

καθού,

με αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών του ECHA, της 10ης Οκτωβρίου 2013, στην υπόθεση A‑004‑2012, καθόσον με την απόφαση αυτή ζητείται από τρίτον η διεξαγωγή μελέτης τοξικότητας χημικής ουσίας κατά το στάδιο της προγεννητικής αναπτύξεως σε δεύτερο είδος,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich (εισηγητή), πρόεδρο, J. Schwarcz και V. Tomljenović, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Ιστορικό της διαφοράς

1

Η προσφεύγουσα, European Coalition to End Animal Experiments, είναι ευρωπαϊκός όμιλος προστασίας των ζώων. Πρόκειται για εταιρία περιορισμένης ευθύνης με έδρα στο Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), η οποία έχει ως μέλη οργανώσεις σε 22 κράτη μέλη. Έχει αναγνωριστεί από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ECHA) ως ενδιαφερόμενο μέρος, είναι διαπιστευμένη και εξουσιοδοτημένη να παρευρίσκεται στις συνεδριάσεις της επιτροπής των κρατών μελών και της επιτροπής αξιολογήσεως κινδύνων του ECHA ως παρατηρητής.

2

Στις 28 Φεβρουαρίου 2011, ο ECHA κίνησε τη διαδικασία ελέγχου συμμορφώσεως του φακέλου της αιτήσεως καταχωρίσεως της χημικής ουσίας φωσφορικό τριφαινύλιο, την οποία υπέβαλε η Lanxess Deutschland GmbH (στο εξής: Lanxess).

3

Με απόφαση της 5ης Απριλίου 2012 (στο εξής: απόφαση της 5ης Απριλίου 2012) περί του ελέγχου συμμορφώσεως των καταχωρίσεων δυνάμει του άρθρου 41, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (EΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (EΚ) 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/EΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/EΟΚ, 93/67/EΟΚ, 93/105/EΚ και 2000/21/EΚ (ΕΕ L 396, σ. 1), ο ECHA ζήτησε από τη Lanxess, μεταξύ άλλων, να εκπονήσει μελέτη τοξικότητας της χημικής ουσίας φωσφορικό τριφαινύλιο κατά το στάδιο της προγεννητικής αναπτύξεως σε δεύτερο είδος, ήτοι στο κουνέλι, και της χορήγησε προθεσμία 24 μηνών για την προσκόμιση συμπληρωματικών πληροφοριών.

4

Στις 5 Ιουλίου 2012, η Lanxess άσκησε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006 ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ECHA κατά της αποφάσεως αυτής. Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι οι αποφάσεις του ECHA, οι οποίες λαμβάνονται βάσει των άρθρων 9 και 20, του άρθρου 27, παράγραφος 6, του άρθρου 30, παράγραφοι 2 και 3, και του άρθρου 51 του εν λόγω κανονισμού, είναι δεκτικές προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ECHA.

5

Με απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2012, το συμβούλιο προσφυγών του ECHA επέτρεψε στην προσφεύγουσα να παρέμβει υπέρ των αιτημάτων της Lanxess, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 771/2008 της Επιτροπής, της 1ης Αυγούστου 2008, για τη θέσπιση των κανόνων οργάνωσης και διαδικασίας του Συμβουλίου Προσφυγών του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ΕΕ L 206, σ. 5).

6

Με απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2013 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το συμβούλιο προσφυγών του ECHA απέρριψε την προσφυγή της Lanxess, αποφάσισε ότι δεν θα επιστραφούν τα τέλη της προσφυγής, απέρριψε την αίτηση επιστροφής των δικαστικών εξόδων της Lanxess και αποφάσισε ότι η Lanxess υποχρεούται να προσκομίσει τις επίμαχες πληροφορίες εντός προθεσμίας 24 μηνών από την κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

7

Συνομολογείται ότι η Lanxess δεν άσκησε καμία προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ με σκοπό την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

8

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Δεκεμβρίου 2013 η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή. Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Δεκεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα προσκόμισε διορθωμένο κείμενο του δικογράφου της προσφυγής.

9

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα), στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του, έθεσε εγγράφως ένα ερώτημα στην προσφεύγουσα. Η προσφεύγουσα απάντησε στο ερώτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

10

Στις 23 Μαΐου 2014, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε αίτηση παρεμβάσεως υπέρ των αιτημάτων του ECHA.

11

Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Ιουνίου 2014, ο ECHA προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας κατά της παρούσας προσφυγής.

12

Στις 12 Αυγούστου 2014, η προσφεύγουσα κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου παρατηρήσεις σχετικά με την προβληθείσα από τον ECHA ένσταση απαραδέκτου.

13

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον αφορά τη μελέτη τοξικότητας κατά το στάδιο της προγεννητικής αναπτύξεως σε δεύτερο είδος·

να αναπέμψει την υπόθεση στον ECHA προκειμένου αυτός να εξετάσει κατά πόσο χρειάζεται να διενεργηθεί μελέτη τοξικότητας της επίμαχης ουσίας κατά το στάδιο της προγεννητικής αναπτύξεως, λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων της πρώτης μελέτης και όλων των άλλων διαθέσιμων σχετικών δεδομένων.

14

Ο ECHA ζητεί με την ένσταση απαραδέκτου από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει απαράδεκτη την προσφυγή·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

15

Κατά το άρθρο 114 του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στη συζήτηση επί της ουσίας, η διαδικασία επί της ενστάσεως απαραδέκτου συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει άλλως. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τη δικογραφία και δεν απαιτείται να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

16

Κατά το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006, το Γενικό Δικαστήριο ή το Δικαστήριο μπορούν να επιληφθούν, κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, αμφισβητήσεως αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών του ECHA ή, όταν δεν υπάρχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, αμφισβητήσεως αποφάσεως του ECHA.

17

Το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αφορά τρεις περιπτώσεις κατά τις οποίες κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως. Υπό τις προβλεπόμενες στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού προϋποθέσεις, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή, πρώτον, κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης, δεύτερον, κατά των πράξεων που το αφορούν άμεσα και ατομικά και, τρίτον, κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα και δεν περιλαμβάνουν μέτρα εκτελέσεως.

18

Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επικουρικώς, προβάλλει ότι πληροί και τις προϋποθέσεις της δεύτερης και της τρίτης περιπτώσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Επιπλέον, στις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου, διευκρινίζει ότι ασκεί την παρούσα προσφυγή επ’ ονόματί της και όχι ως εντολοδόχος της Lanxess.

19

Ο ECHA θεωρεί ότι η προσφεύγουσα δεν είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι η απόφαση αυτή δεν την αφορά ούτε άμεσα ούτε ατομικά. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι κανονιστική πράξη.

Επί της πρώτης περιπτώσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

20

Στην παρούσα διαφορά, οι διάδικοι διαφωνούν κυρίως επί του ζητήματος κατά πόσον η προσφεύγουσα, ως παρεμβαίνουσα στην ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ECHA διαδικασία, είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι αποφάσεως επί προσφυγής ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006.

21

Από πάγια νομολογία, αναπτυχθείσα στο πλαίσιο των προσφυγών ακυρώσεως τις οποίες ασκούν κράτη μέλη ή θεσμικά όργανα, προκύπτει ότι θεωρούνται πράξεις δεκτικές προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ όλες οι διατάξεις που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα, ανεξαρτήτως τύπου, οι οποίες σκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων (αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1971, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, 22/70, Συλλογή, EU:C:1971:32, σκέψη 42, και της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 36).

22

Όταν προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως θεσμικού οργάνου, ασκηθεί από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι η εν λόγω προσφυγή μπορεί να ασκηθεί μόνον αν η πράξη σκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων, ικανών να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας χαρακτηριστικώς τη νομική του κατάσταση (αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, Συλλογή, EU:C:1981:264, σκέψη 9, και της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής, C‑521/06 P, Συλλογή, EU:C:2008:422, σκέψη 29). Σημειωτέον ότι η νομολογία αυτή αναπτύχθηκε στο πλαίσιο προσφυγών που ασκήθηκαν ενώπιον του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης από φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά πράξεων των οποίων ήσαν οι αποδέκτες (απόφαση Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, EU:C:2011:656, σκέψη 38).

23

Επομένως, απόφαση η οποία προσδιορίζει τους αποδέκτες της εκφράζει τη βούληση διοικητικής αρχής η οποία σκοπεί στην επίτευξη νομικού αποτελέσματος έναντι των αποδεκτών αυτών (βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Απριλίου 1995, BASF κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑80/89, T‑81/89, T‑83/89, T‑87/89, T‑88/89, T‑90/89, T‑93/89, T‑95/89, T‑97/89, T‑99/89 έως T‑101/89, T‑103/89, T‑105/89, T‑107/89 και T‑112/89, Συλλογή, EU:T:1995:61, σκέψεις 73 και 74, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Κ. Roemer στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Lemmerz-Werke κ.λπ. κατά Ανωτάτης Αρχής, 53/63 και 54/63, EU:C:1963:29, σ. 518). Μια τέτοια απόφαση πρέπει να φαίνεται ότι προορίζεται να παραγάγει έννομα αποτελέσματα για τους αποδέκτες της (βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 1963, Lemmerz-Werke κ.λπ. κατά Ανωτάτης Αρχής, 53/63 και 54/63, EU:C:1963:54, σ. 506). Η ερμηνεία αυτή απορρέει επίσης από το άρθρο 288, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σύμφωνα με το οποίο απόφαση προσδιορίζουσα τους αποδέκτες της είναι δεσμευτική μόνο γι’ αυτούς.

24

Κατά τη νομολογία, ο όρος «αποδέκτης» προσδιορίζει πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα καθορίζεται επαρκώς στην οικεία απόφαση και προς το οποίο πρέπει αναγκαίως να απευθύνεται (βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2006, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Συλλογή, EU:T:2006:396, σκέψη 72). Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ των αποφάσεων και των πράξεων γενικής ισχύος, έχει κριθεί ότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της αποφάσεως προκύπτουν από τον περιορισμό των αποδεκτών, οι οποίοι καθορίζονται ή των οποίων η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί και στους οποίους απευθύνεται η απόφαση (βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1962, Confédération nationale des producteurs de fruits et légumes κ.λπ. κατά Συμβουλίου, 16/62 και 17/62, EU:C:1962:47, σ. 918).

25

Συναφώς, έχει κριθεί ότι, κατά το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η κοινοποίηση είναι η ενέργεια μέσω της οποίας ο συντάκτης πράξεως γενικής ισχύος την κοινοποιεί στους αποδέκτες της και τους δίνει, με τον τρόπο αυτό, τη δυνατότητα να λάβουν γνώση της. Η ερμηνεία αυτή απορρέει επίσης από το άρθρο 297, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο οι αποφάσεις κοινοποιούνται στους αποδέκτες τους και αρχίζουν να παράγουν αποτελέσματα από την κοινοποίηση αυτή (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2009, Qualcomm κατά Επιτροπής, T‑48/04, Συλλογή, EU:T:2009:212, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26

Από τις διατάξεις και τη νομολογία που εκτέθηκαν στις σκέψεις 21 έως 25 ανωτέρω, προκύπτει ότι η προσφεύγουσα μπορεί να θεωρηθεί ως αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως μόνον, αφενός, υπό την τυπική προϋπόθεση να ορίζεται ρητώς στην απόφαση αυτή ως αποδέκτης ή, αφετέρου, υπό την ουσιαστική προϋπόθεση να προκύπτει από το διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως ότι προσδιορίζεται σε αυτή ως αποδέκτης λόγω του ότι η απόφαση αυτή σκοπεί, εκφράζοντας τη βούληση του συντάκτη της, στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων τα οποία δύνανται να θίξουν τα συμφέροντά της, μεταβάλλοντας χαρακτηριστικώς τη νομική της κατάσταση.

27

Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά την προσφεύγουσα, η απόφαση αυτή απευθύνεται τόσο στην ίδια ως παρεμβαίνουσα όσο και στους διαδίκους της κύριας διαδικασίας με το σκεπτικό ότι μετέσχε στη διαδικασία προσφυγής της Lanxess και το συμβούλιο προσφυγών του ECHA απέρριψε ορισμένα από τα επιχειρήματά της.

28

Συναφώς, σημειωτέον ότι ο ECHA δεν αμφισβητεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 771/2008 προκύπτει ότι απόκειται στον γραμματέα του ECHA να κοινοποιεί τις αποφάσεις και ανακοινώσεις του συμβουλίου προσφυγών του ECHA στους διαδίκους και στους παρεμβαίνοντες.

29

Επιπλέον, είναι αληθές ότι το εισαγωγικό μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρει ονομαστικώς την προσφεύγουσα στην ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ECHA διαδικασία και τον παρεμβαίνοντα καθώς και τους εκπροσώπους τους.

30

Εντούτοις, από τα στοιχεία αυτά δεν προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Επί της τυπικής έννοιας του αποδέκτη

31

Όσον αφορά την τυπική έννοια του αποδέκτη, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως ορίζει τον ή τους αποδέκτες της. Το γεγονός και μόνον ότι στην απόφαση αυτή η προσφεύγουσα αναφέρεται ως παρεμβαίνουσα ή ως μετέχουσα στη διαδικασία την οποία κίνησε η Lanxess ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ECHA δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, δεν πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με την πρώτη από τις περιπτώσεις που εκτίθενται στη σκέψη 26 ανωτέρω.

Επί της ουσιαστικής έννοιας του αποδέκτη

32

Όσον αφορά την ουσιαστική προϋπόθεση, προσδιορισθείσα στη σκέψη 26 ανωτέρω, πρέπει να εξετασθεί αν οι συγκεκριμένες διατάξεις του κανονισμού 771/2008 παρέχουν στην προσφεύγουσα την ιδιότητα του αποδέκτη όσον αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση και αν η ιδιότητα αυτή προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

33

Πρώτον, όσον αφορά τις συγκεκριμένες διατάξεις του κανονισμού 771/2008, σημειωτέον ότι ο παρεμβαίνων σε ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ECHA διαδικασία δεν έχει άλλα δικαιώματα πέραν αυτών που του παρέχει ο κανονισμός 771/2008. Από την εξέταση του συστήματος του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι η παρέμβαση δεν παρέχει στον παρεμβαίνοντα τα ίδια δικονομικά δικαιώματα με αυτά τα οποία παρέχει στους κύριους διαδίκους.

34

Ειδικότερα, σημειωτέον ότι ο κανονισμός 771/2008 διακρίνει μεταξύ «διαδίκων» και «παρεμβαινόντων» ως μετεχόντων στην ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ECHA διαδικασία. Επομένως, η διάκριση αυτή ανευρίσκεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Διάδικος κατά τον κανονισμό 771/2008 είναι το πρόσωπο το οποίο υπέβαλε το εισαγωγικό της εν λόγω διαδικασίας δικόγραφο. Σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του εν λόγω κανονισμού, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει στο εισαγωγικό μέρος της τη Lanxess και την προσφεύγουσα ως προσφεύγουσα και παρεμβαίνουσα στην ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ECHA διαδικασία καθώς και το όνομα των εκπροσώπων τους. Πάντως, η διάταξη αυτή, η οποία προβλέπει ότι ορισμένα στοιχεία, περιλαμβανομένων των ονομάτων των κυρίων διαδίκων και των παρεμβαινόντων, πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση, δεν συνεπάγεται ότι όλοι αυτοί οι μετέχοντες στην ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ECHA διαδικασία είναι αποδέκτες εκάστης αποφάσεως την οποία εκδίδει το εν λόγω συμβούλιο προσφυγών.

35

Επιπλέον, το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 771/2008 προβλέπει ότι η παρέμβαση περιορίζεται στην υποστήριξη ή στην αντίκρουση των αιτημάτων ενός των διαδίκων. Επομένως, η παρέμβαση είναι παρεπόμενη της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ECHA κύριας διαδικασίας. Συναφώς, παρατηρείται ότι η Lanxess δεν άσκησε καμία προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ με σκοπό την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και, συνεπώς, η εν λόγω απόφαση κατέστη αμετάκλητη ως προς αυτήν.

36

Εξάλλου, το αντικείμενο της παρεμβάσεως εξαρτάται και από το παραδεκτό της προσφυγής του κυρίου διαδίκου. Συγκεκριμένα, η προσφυγή μπορεί να κριθεί απαράδεκτη δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 771/2008 αν ο προσφεύγων δεν είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως του ECHA και δεν είναι σε θέση να αποδείξει ότι η απόφαση αυτή τον αφορά άμεσα και ατομικά. Επομένως, ο παρεμβαίνων πρέπει να δεχθεί την ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ECHA διαδικασία ως έχει κατά την παρέμβασή του.

37

Από τα στοιχεία τα οποία εκτίθενται στις σκέψεις 32 έως 36 ανωτέρω προκύπτει ότι καμία από τις συγκεκριμένες διατάξεις του κανονισμού 771/2008 δεν παρέχει στην προσφεύγουσα την ιδιότητα του αποδέκτη ως προς την προσβαλλόμενη απόφαση.

38

Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα θεωρεί αξιοπερίεργο ένα πρόσωπο να έχει τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης κατόπιν απορρίψεως της αιτήσεώς του παρεμβάσεως από το συμβούλιο προσφυγών του ECHA, αλλά δεν έχει τη δυνατότητα αμφισβητήσεως της βασιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως ως παρεμβαίνον, του οποίου η παρέμβαση έχει γίνει δεκτή από το εν λόγω συμβούλιο προσφυγών.

39

Υπενθυμίζεται ότι το πρόσωπο το οποίο υποβάλλει αίτηση παρεμβάσεως είναι ο αποδέκτης της αποφάσεως που απορρίπτει την αίτηση αυτή. Στην περίπτωση αυτή, η ιδιότητα του αποδέκτη του εν λόγω προσώπου απορρέει άμεσα από το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 771/2008. Η διάταξη αυτή είναι συνεπής προς τον γενικό κανόνα ότι, πλην των προσφυγών κατά αποφάσεων οι οποίες απορρίπτουν αίτηση παρεμβάσεως, το δικαίωμα παρεμβαίνοντος να ασκήσει μέσο παροχής ενδίκου προστασίας περιορίζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εν λόγω πράξη τον αφορά άμεσα. Όσον αφορά τις ενώπιον του δικαστή της Ένωσης διαδικασίες, η αρχή αυτή επιβεβαιώνεται με το άρθρο 56, παράγραφος 2, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προβλέπει ότι οι παρεμβαίνοντες πλην των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης δεν έχουν δικαίωμα να ασκούν αναίρεση κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου εκτός αν η απόφαση αυτή τους επηρεάζει άμεσα.

40

Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν η ιδιότητα της προσφεύγουσας ως ουσιαστικού αποδέκτη προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε σχέση με τις προϋποθέσεις της δεύτερης από τις περιπτώσεις που εκτίθενται στη σκέψη 26 ανωτέρω.

41

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών του ECHA απέρριψε την προσφυγή της Lanxess κατά της αποφάσεως της 5ης Απριλίου 2012 και αποφάσισε ότι η Lanxess υποχρεούται να προσκομίσει τις επίμαχες πληροφορίες εντός προθεσμίας 24 μηνών από της κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

42

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν προσφυγής της Lanxess η οποία αμφισβητούσε την υποχρέωσή της να εκπονήσει, στο πλαίσιο ελέγχου συμμορφώσεως των καταχωρίσεων, μελέτη τοξικότητας της χημικής ουσίας φωσφορικό τριφαινύλιο κατά το στάδιο της προγεννητικής αναπτύξεως σε δεύτερο είδος.

43

Επομένως, επισημαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποσκοπεί μόνο στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων ικανών να επηρεάσουν τα συμφέροντα της Lanxess, μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική της κατάσταση. Ως προσφεύγουσα ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ECHA, η Lanxess είναι ο αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως.

44

Αντιθέτως, η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον η υπό κρίση προσφυγή στρέφεται εναντίον της, δεν σκοπεί να δημιουργήσει ή να μεταβάλει κανένα δικαίωμα ή έννομη υποχρέωση της προσφεύγουσας. Πρέπει να διαπιστωθεί ότι ούτε το διατακτικό της ούτε το σκεπτικό της που αποτελεί την αναγκαία βάση του εν λόγω διατακτικού, ούτε το εισαγωγικό της μέρος αποκαλύπτουν βούληση του συμβουλίου προσφυγών του ECHA να μεταβάλει τη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας. Καθόσον η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το συμβούλιο προσφυγών του ECHA απέρριψε, με το σκεπτικό της αποφάσεως αυτής, τα προβληθέντα κατά τη διαδικασία επιχειρήματά της, παρατηρείται ότι η προσφεύγουσα δεν εξηγεί κατά πόσον η απόρριψη αυτή σκοπούσε να μεταβάλει τη νομική της κατάσταση.

45

Επομένως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών του ECHA εξέφρασε τη βούλησή του να μεταβάλει μόνον τη νομική κατάσταση της Lanxess. Συνεπώς, όσον αφορά την προσφεύγουσα, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της δεύτερης από τις περιπτώσεις που εκτίθενται στη σκέψη 26 ανωτέρω.

46

Τρίτον, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί την ιδιότητα του ουσιαστικού αποδέκτη της προσβαλλομένης αποφάσεως ούτε βάσει συγκεκριμένης διατάξεως του κανονισμού 771/2008 που να της παρέχει το δικαίωμα αυτό, ούτε λόγω της εκφρασθείσας με την προσβαλλόμενη απόφαση βουλήσεως του συμβουλίου προσφυγών του ECHA, τα επιχειρήματα με τα οποία προβάλλει ότι μόνον οργάνωση όπως η ίδια μπορεί να προστατεύει τα συμφέροντα των επίμαχων πειραματόζωων, ότι το συμβούλιο προσφυγών του ECHA αναγνώρισε το έννομο συμφέρον της να παρέμβει στην ενώπιόν του διαδικασία ή ότι οι κανόνες περί του εννόμου συμφέροντος των μη κυβερνητικών οργανώσεων είναι σαφώς ευρύτεροι σε άλλα νομικά συστήματα δεν ασκούν επιρροή στο παρόν πλαίσιο.

47

Συνεπώς, από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Επί της δεύτερης περιπτώσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

48

Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα δεν είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως, μπορεί να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως, δυνάμει της δεύτερης περιπτώσεως για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά της εν λόγω πράξεως μόνον υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, η πράξη αυτή να την αφορά άμεσα.

49

Όσον αφορά τον άμεσο επηρεασμό, κατά πάγια νομολογία, η προϋπόθεση αυτή απαιτεί, πρώτον, το αμφισβητούμενο κοινοτικό μέτρο να παράγει ευθέως αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεως του ιδιώτη και, δεύτερον, να μην αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι το μέτρο αυτό έχει αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς την εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων (αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1998, Dreyfus κατά Επιτροπής, C‑386/96 P, Συλλογή, EU:C:1998:193, σκέψη 43· της 29ης Ιουνίου 2004, Front national κατά Κοινοβουλίου, C‑486/01 P, Συλλογή, EU:C:2004:394, σκέψη 34, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ente per le Ville vesuviane και Ente per le Ville vesuviane κατά Επιτροπής, C‑445/07 P και C‑455/07 P, Συλλογή, EU:C:2009:529, σκέψη 45).

50

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά άμεσα.

51

Κατά τον ECHA, το γεγονός ότι έγινε δεκτή η παρέμβαση της προσφεύγουσας στην ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ECHA διαδικασία δεν της παρέχει το δικαίωμα ασκήσεως της παρούσας προσφυγής. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παράγει ευθέως αποτελέσματα επί της νομικής της καταστάσεως.

52

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών του ECHA απέρριψε την προσφυγή της Lanxess κατά της αποφάσεως της 5ης Απριλίου 2012 και αποφάσισε ότι η Lanxess οφείλει να προσκομίσει τις επίμαχες πληροφορίες εντός προθεσμίας 24 μηνών από της κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Με την παρούσα προσφυγή, η προσφεύγουσα αποσκοπεί μόνο στη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η απόφαση αυτή διαπιστώνει την υποχρέωση της Lanxess να εκπονήσει, στο πλαίσιο των ελέγχων συμμορφώσεως των καταχωρίσεων, μελέτη τοξικότητας χημικής ουσίας κατά το στάδιο της προγεννητικής αναπτύξεως σε δεύτερο είδος.

53

Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της, παράγει ευθέως αποτελέσματα μόνο στη νομική κατάσταση της Lanxess.

54

Πρώτον, προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά άμεσα, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι συνάγει το έννομο συμφέρον της από το γεγονός ότι το συμβούλιο προσφυγών του ECHA αναγνώρισε το έννομο συμφέρον της να παρέμβει και τονίζει το έννομο συμφέρον της να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματά της.

55

Σημειώνεται ότι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 771/2008, κάθε πρόσωπο το οποίο έχει συμφέρον στη λύση διαφοράς υποβληθείσας ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ECHA μπορεί να παρέμβει στην ενώπιόν του διαδικασία.

56

Υπενθυμίζεται ότι, αντιθέτως προς το συμβούλιο προσφυγών του ECHA στο πλαίσιο της εξετάσεώς του περί του συμφέροντος στη λύση της επίμαχης διαφοράς, το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται, στο πλαίσιο της εξετάσεώς του περί του άμεσου επηρεασμού, να εξακριβώσει, αφενός, αν το επικρινόμενο μέτρο παράγει ευθέως αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεως του ιδιώτη και, αφετέρου, αν δεν αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι το μέτρο αυτό έχει αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς την εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων. Επομένως, η εξέταση αυτή δεν αφορά το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας να ασκήσει την παρούσα προσφυγή, αλλά πρωτίστως το ζήτημα κατά πόσον η προσβαλλόμενη εν προκειμένω απόφαση πράγματι παράγει ευθέως αποτελέσματα στη νομική της κατάσταση.

57

Η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών να γίνει δεκτή η παρέμβαση της προσφεύγουσας ουδαμώς δεσμεύει το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εξετάσεώς του όσον αφορά το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας εν προκειμένω. Συνεπώς, το γεγονός ότι το συμβούλιο προσφυγών αναγνώρισε το έννομο συμφέρον της να παρέμβει κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 771/2008 δεν συνεπάγεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά άμεσα.

58

Επιπλέον, το γεγονός και μόνον ότι δεν έγιναν πλήρως δεκτά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας προς στήριξη των αιτημάτων τρίτου δεν σημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει ευθέως αποτελέσματα στη νομική της κατάσταση.

59

Δεύτερον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι μόνον οργάνωση όπως η ίδια είναι σε θέση να προστατεύει τα συμφέροντα των επίμαχων πειραματόζωων. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, αν δεν μπορεί να αμφισβητήσει την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν υφίσταται καμία αποτελεσματική νομική προστασία των συμφερόντων των επίμαχων ζώων.

60

Υπενθυμίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της, αφορά την υποχρέωση της Lanxess να εκπονήσει, στο πλαίσιο του ελέγχου συμμορφώσεως των καταχωρίσεων, μελέτη τοξικότητας χημικής ουσίας κατά το στάδιο της προγεννητικής αναπτύξεως σε δεύτερο είδος. Με το επιχείρημα ότι μόνον οργάνωση όπως η ίδια είναι σε θέση να προστατεύει τα συμφέροντα των επίμαχων πειραματόζωων, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ικανό να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρήγαγε ευθέως αποτελέσματα στη νομική της κατάσταση.

61

Στο πλαίσιο αυτό, σημειωτέον, εξάλλου, ότι το συμβούλιο προσφυγών του ECHA, σε αποφάσεις όπως η προσβαλλόμενη απόφαση, υποχρεούται να τηρεί τις διατάξεις του κανονισμού 1907/2006 και της Συνθήκης ΣΕΕ. Κατά το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006, οι δοκιμές σε σπονδυλωτά ζώα διεξάγονται για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού μόνον ως έσχατη λύση. Η αιτιολογική σκέψη 47 του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι ο ECHA πρέπει να εξασφαλίσει ότι η μείωση των δοκιμών με χρήση ζώων λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στην εκπόνηση και επικαιροποίηση οδηγιών για τους ενδιαφερόμενους καθώς και στις διαδικασίες του. Το άρθρο 13 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι η Ένωση λαμβάνει πλήρως υπόψη της τις απαιτήσεις καλής διαβίωσης των ζώων ως ευαίσθητων όντων τηρώντας ταυτοχρόνως τις νομοθετικές ή διοικητικές διατάξεις και τα έθιμα των κρατών μελών που αφορούν ιδίως τις θρησκευτικές και πολιτιστικές παραδόσεις και την κατά τόπους πολιτιστική κληρονομιά.

62

Στην προσφεύγουσα επετράπη να παρέμβει ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ECHA και μπόρεσε να προσκομίσει όλα τα λυσιτελή στοιχεία ώστε το εν λόγω συμβούλιο προσφυγών να είναι σε θέση να λάβει απόφαση έχοντας πλήρη γνώση της υποθέσεως. Εντούτοις, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλείται τις εκτιθέμενες στη σκέψη 61 ανωτέρω διατάξεις για να προβάλει ότι η εν προκειμένω προσβαλλόμενη απόφαση την επηρεάζει άμεσα.

63

Καθόσον η προσφεύγουσα προβάλλει το γεγονός ότι η δικαστική προστασία των συμφερόντων των επίμαχων πειραματόζωων δικαιολογεί το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά άμεσα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι κατά πάγια νομολογία, οι ιδιώτες πρέπει να μπορούν να απολαύουν αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν από τη νομική τάξη της Ένωσης, εφόσον αυτά αποδεικνύονται, εντούτοις, το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται στις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ. διάταξη της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, Município de Gondomar κατά Επιτροπής, C‑501/08 P, EU:C:2009:580, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

64

Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι κανόνες σχετικά με τη νομιμοποίηση των μη κυβερνητικών οργανώσεων είναι σημαντικά ευρύτεροι σε άλλα νομικά συστήματα, αρκεί η παρατήρηση ότι η ύπαρξη διαφορετικών δικονομικών κανόνων σε άλλα νομικά συστήματα δεν θίγει τις απαιτήσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

65

Τέταρτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ότι, αφενός, η προσβαλλόμενη απόφαση επέλυσε ένα νομικό ζήτημα το οποίο είναι σημαντικό για άλλες διαδικασίες ενώπιον του ECHA και ότι, επομένως, μπορεί να έχει εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις που αφορούν τις ουσίες οι οποίες παρασκευάζονται ή εισάγονται σε ποσότητες 1000 τόνων ή άνω, για τις οποίες γίνεται λόγος στο παράρτημα X του κανονισμού 1907/2006, και, αφετέρου, η προσφεύγουσα ενδιαφέρεται για τη γενική αρχή η οποία προβάλλεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, επισημαίνεται ότι στο δίκαιο της Ένωσης δεν υφίσταται ένδικο βοήθημα που να παρέχει στον δικαστή τη δυνατότητα να αποφανθεί επί ενός γενικού ζητήματος ή ζητήματος αρχής (βλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Infront WM κατά Επιτροπής, T‑33/01, Συλλογή, EU:T:2005:461, σκέψη 171 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

66

Συνεπώς, με την παρούσα προσφυγή, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ικανό να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρήγαγε ευθέως αποτελέσματα στη νομική της κατάσταση. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον η υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως στρέφεται εναντίον της, δεν αφορά ευθέως την προσφεύγουσα.

Επί της τρίτης περιπτώσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

67

Δεδομένου ότι το κριτήριο του άμεσου επηρεασμού είναι παρεμφερές στη δεύτερη και την τρίτη περίπτωση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η δε προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της, για τους αναφερθέντες στις σκέψεις 49 έως 66 ανωτέρω, δεν αφορά άμεσα την προσφεύγουσα, δεν πληρούνται εν προκειμένω ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

68

Επαλλήλως, πρέπει να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά κανονιστική πράξη σύμφωνα με την τρίτη περίπτωση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

69

Συναφώς, ο ECHA φρονεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι πράξη γενικής ισχύος.

70

Διαπιστώνεται ότι η έννοια της κανονιστικής πράξεως, σύμφωνα με την τρίτη περίπτωση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως αφορώσα κάθε πράξη γενικής ισχύος πέραν των νομοθετικών πράξεων (διατάξεις της 4ης Ιουνίου 2012, Eurofer κατά Επιτροπής, T‑381/11, EU:T:2012:273, σκέψη 42, και της 7ης Μαρτίου 2014, FESI κατά Συμβουλίου, T‑134/10, EU:T:2014:143, σκέψη 23).

71

Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά νομοθετική πράξη, εφόσον δεν εκδόθηκε σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία ούτε σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία κατά το άρθρο 289, παράγραφοι 1 έως 3, ΣΛΕΕ [βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Microban International και Microban (Europe) κατά Επιτροπής, T‑262/10, EU:T:2011:623, σκέψη 21, και διάταξη FESI κατά Συμβουλίου, σκέψη 70 ανωτέρω, EU:T:2014:143, σκέψη 25].

72

Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι γενικής ισχύος καθόσον δεν έχει εφαρμογή επί καταστάσεων αντικειμενικώς προσδιορισμένων και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων που καθορίζονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο (βλ., συναφώς, διατάξεις της 21ης Ιανουαρίου 2014, Bricmate κατά Συμβουλίου, T‑596/11, EU:T:2014:53, σκέψη 65, και FESI κατά Συμβουλίου, σκέψη 70 ανωτέρω, EU:T:2014:143, σκέψη 24). Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της, αφορά την υποχρέωση της Lanxess να εκπονήσει, στο πλαίσιο ελέγχου συμμορφώσεως των καταχωρίσεων περί της χημικής ουσίας φωσφορικό τριφαινύλιο, μελέτη τοξικότητας χημικής ουσίας κατά το στάδιο της προγεννητικής αναπτύξεως σε δεύτερο είδος.

73

Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά κανονιστική πράξη, όπερ αποκλείει και το παραδεκτό της προσφυγής δυνάμει της τρίτης περιπτώσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

74

Υπό το πρίσμα του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή η προβληθείσα από το ECHA ένσταση απαραδέκτου, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί αν πληρούνται τα λοιπά κριτήρια της δεύτερης και της τρίτης περιπτώσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Επομένως, η παρούσα προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Συνεπώς, παρέλκει η εξέταση της αιτήσεως παρεμβάσεως την οποία υπέβαλε η Επιτροπή στην παρούσα υπόθεση.

Επί των δικαστικών εξόδων

75

Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ECHA.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

 

2)

Παρέλκει η εξέταση της αιτήσεως παρεμβάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

 

3)

Η European Coalition to End Animal Experiments φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA).

Λουξεμβούργο, 13 Μαρτίου 2015.

 

Ο Γραμματέας

E. Coulon

Ο Πρόεδρος

A. Dittrich


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top