EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013TJ0624

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 2ας Οκτωβρίου 2015.
The Tea Board κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).
Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Εικονιστικό σήμα Darjeeling — Προγενέστερα λεκτικά και εικονιστικά κοινοτικά συλλογικά σήματα DARJEELING — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009.
Υπόθεση T-624/13.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2015:743

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 2ας Οκτωβρίου 2015 ( *1 )

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Εικονιστικό σήμα Darjeeling — Προγενέστερα λεκτικά και εικονιστικά κοινοτικά συλλογικά σήματα DARJEELING — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Στην υπόθεση T‑624/13,

The Tea Board, με έδρα την Καλκούτα (Ινδία), εκπροσωπούμενο από τους A. Nordemann και M. Maier, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενο από τον S. Palmero Cabezas,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Delta Lingerie, με έδρα την Cachan (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους G. Marchais και P. Martini-Berthon, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα κατά της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 17ης Σεπτεμβρίου 2013 (υπόθεση R 1504/2012‑2), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της The Tea Board και της Delta Lingerie,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία (εισηγητή), πρόεδρο, M. Kancheva και C. Wetter, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Νοεμβρίου 2013,

το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Μαΐου 2014,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Απριλίου 2014,

έχοντας υπόψη τη διάταξη της 24ης Οκτωβρίου 2014 περί συνενώσεως των υποθέσεων T‑624/13 έως T‑627/13 για τη διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 11ης Φεβρουαρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1

Στις 22 Οκτωβρίου 2010, η παρεμβαίνουσα, Delta Lingerie, υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1).

2

Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το κατωτέρω εικονιστικό σημείο, που περιέχει το λεκτικό στοιχείο «darjeeling», με λευκούς χαρακτήρες, εντός παραλληλόγραμμου πράσινου ανοιχτού χρώματος:

Image

3

Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση υπάγονται στις κλάσεις 25, 35 και 38 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

κλάση 25: «Γυναικεία εσώρουχα και εσωτερικά ενδύματα ημέρας και νυκτός και, συγκεκριμένα, κορσέδες, κορμάκια, μπούστα, διαφανή κορμάκια, στηθόδεσμοι, κιλότες, σλιπάκια, τάνγκα, μανικέτια, βρακάκια, σώβρακα, ελαστικές ζώνες με ζαρτιέρες σε ένα ενιαίο κομμάτι, καλτσοδέτες, γυναικείες καλτσοδέτες, γυναικεία αμάνικα φανελάκια, νυχτικάκια, κολάν, καλσόν, ενδύματα μπάνιου· Ενδύματα, πλεκτά είδη ένδυσης, εσώρουχα πολυτελείας, πλεκτές μπλούζες χωρίς μανίκια, κοντομάνικες μπλούζες, κορσέδες, κορμάκια, μποά, πουκαμίσες, φόρμες, εσάρπες, καμιζόλες-κιλότες, πιτζάμες, ανδρικά νυκτικά, παντελόνια, παντελόνια-εσώρουχα, σάλια, γυναικείες ρόμπες, ρόμπες, μπουρνούζια, ενδύματα μπάνιου, ανδρικά μαγιό τύπου σώβρακο, μεσοφόρια, φουλάρια»,

κλάση 35: «Υπηρεσίες λιανικής πώλησης γυναικείων εσωρούχων και γυναικείων ειδών εσωρούχων πολυτελείας, αρωμάτων, eau-de-toilette και καλλυντικών, λευκών ειδών για το σπίτι και το μπάνιο· Υπηρεσίες παροχής επιχειρηματικών συμβουλών για τη δημιουργία και εκμετάλλευση σημείων λιανικής πώλησης και κεντρικών αγορών λιανικής πώλησης και διαφήμισης· Υπηρεσίες προώθησης πωλήσεων (για λογαριασμό τρίτων), διαφήμιση, διοίκηση επιχειρήσεων, διαχείριση επιχειρήσεων, διαφήμιση σε δίκτυο πληροφορικής επί γραμμής, διανομή διαφημιστικού υλικού (φυλλαδίων, προσπέκτους, δωρεάν εφημερίδων, δειγμάτων), υπηρεσίες συνδρομής σε εφημερίδες για λογαριασμό τρίτων· Επιχειρηματική πληροφόρηση ή έρευνα· διοργάνωση εκδηλώσεων, εκθέσεων για εμπορικούς ή διαφημιστικούς σκοπούς, διαφημιστική διαχείριση, εκμίσθωση διαφημιστικού χώρου, ραδιοφωνική διαφήμιση, τηλεοπτική διαφήμιση, διαφημιστική χορηγία»,

κλάση 38: «Τηλεπικοινωνίες, μετάδοση μηνυμάτων και εικόνων με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή, υπηρεσίες αλληλεπιδραστικής ενσύρματης εκπομπής με αντικείμενο την παρουσίαση προϊόντων, επικοινωνίες μέσω τερματικών ηλεκτρονικών υπολογιστών, μετάδοση (διαβίβαση) δεδομένων μέσω ανοικτού, κλειστού και παγκόσμιου ηλεκτρονικού δικτύου».

4

Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 4/2011, της 7ης Ιανουαρίου 2011.

5

Στις 7 Απριλίου 2011, η προσφεύγουσα, The Tea Board, φορέας που ιδρύθηκε βάσει του ινδικού νόμου 29 του 1953 για το τσάι και έχει την αρμοδιότητα να διαχειρίζεται την παραγωγή τσαγιού, άσκησε ανακοπή, δυνάμει του άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009, κατά της καταχωρίσεως του αιτηθέντος σήματος για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αναφέρονται ανωτέρω στη σκέψη.

6

Η ανακοπή στηριζόταν στα ακόλουθα προγενέστερα σήματα:

το προγενέστερο λεκτικό συλλογικό κοινοτικό σήμα για το οποίο κατατέθηκε αίτηση καταχωρίσεως στις 7 Μαρτίου 2005 και καταχωρίστηκε στις 31 Μαρτίου 2006 με αριθμό 4325718.

το προγενέστερο εικονιστικό συλλογικό κοινοτικό σήμα για το οποίο κατατέθηκε αίτηση καταχωρίσεως στις 10 Νοεμβρίου 2009, που καταχωρίστηκε στις 23 Απριλίου 2010 με αριθμό 8674327 και παρατίθεται κατωτέρω:

Image

7

Τα δύο συλλογικά κοινοτικά σήματα υποδηλώνουν προϊόντα που εμπίπτουν στην κλάση 30 και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Τσάι».

8

Οι λόγοι που προβλήθηκαν προς στήριξη της ανακοπής ήσαν οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 5, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

9

Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα ενώπιον του τμήματος προσφυγών, το λεκτικό στοιχείο «darjeeling», ήτοι το κοινό λεκτικό στοιχείο των συγκρουόμενων σημείων, συνιστά προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη για το τσάι, που καταχωρίστηκε μέσω του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1050/2011 της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2011, για την καταχώριση ονομασίας στο μητρώο των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων [Darjeeling (ΠΓΕ)] (ΕΕ L 276, σ. 5), κατόπιν αιτήσεως που ελήφθη στις 12 Νοεμβρίου 2007. Αυτός ο εκτελεστικός κανονισμός εξεδόθη επί τη βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 510/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (ΕΕ L 93, σ. 12), αντικαταστάθηκε δε εν τω μεταξύ από τον κανονισμό (EE) 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (ΕΕ L 343, σ. 1).

10

Στις 10 Ιουλίου 2012, το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή για τον λόγο ότι, αφενός, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία ήσαν διαφορετικά και για τον λόγο ότι, αφετέρου, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν επαρκούσαν προκειμένου να αποδείξουν ότι τα προγενέστερα συλλογικά κοινοτικά σήματα έχαιραν φήμης έναντι του ενδιαφερόμενου κοινού.

11

Στις 10 Αυγούστου 2012, η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009, κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

12

Με απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2013 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών και επικύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών. Ειδικότερα, κατέληξε ότι, δεδομένης της ελλείψεως ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων και των υπηρεσιών που καλύπτονταν από τα συγκρουόμενα σημεία, δεν υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. Επίσης, απέρριψε τον ισχυρισμό περί παραβάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, για τον λόγο ότι τα στοιχεία που είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα δεν επαρκούσαν προκειμένου να αποδειχθεί ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εν λόγω άρθρου.

Αιτήματα των διαδίκων

13

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

14

Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

15

Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να επικυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

1. Επί του παραδεκτού των εγγράφων και των στοιχείων που προσκομίστηκαν το πρώτον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

16

Η προσφεύγουσα προσκομίζει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, δύο εικόνες που παρατίθενται στο δικόγραφο της προσφυγής και απεικονίζουν την πρόσοψη ενός ή πλειόνων σημείων πωλήσεως της παρεμβαίνουσας, δύο εικόνες που παρατίθενται στο δικόγραφο της προσφυγής και χρησιμοποιούνται για διαφημιστικούς σκοπούς από την παρεμβαίνουσα, διάφορες εικόνες αντλημένες από ιστοσελίδα στο διαδίκτυο η οποία επιγράφεται «Lingerie Stylist Blog» (συνημμένο 7), καθώς και διάφορες σελίδες αντλημένες από ιστοσελίδα στο διαδίκτυο η οποία επιγράφεται «TheStriversRow» (συνημμένο 8). Τα στοιχεία αυτά, όπως η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν είχαν προσκομιστεί ενώπιον των οργάνων του ΓΕΕΑ.

17

Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί το παραδεκτό αυτών των εικόνων και των συνημμένων, καθώς και την αποδεικτική τους ισχύ. Η δε παρεμβαίνουσα φρονεί ότι τα προαναφερθέντα στοιχεία δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω.

18

Κατά πάγια νομολογία, η ασκούμενη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή αποσκοπεί στον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ, κατά την έννοια του άρθρου 65 του κανονισμού 207/2009, η δε νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως πρέπει να εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υφίστανται κατά την ημερομηνία εκδόσεως της πράξεως, ενώ το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να επανεξετάσει τα πραγματικά περιστατικά βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν τα προαναφερθέντα στοιχεία, παρέλκει δε η εξέταση της αποδεικτικής τους ισχύος [διάταξη της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Majtczak κατά Feng Shen Technology και ΓΕΕΑ, C‑266/12 P, EU:C:2013:73, σκέψη 45· βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2005, Sadas κατά ΓΕΕΑ — LTJ Diffusion (ARTHUR ET FELICIE), T‑346/04, Συλλογή, EU:T:2005:420, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

2. Επί της ουσίας

19

Η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, που στηρίζονται, αντιστοίχως, πρώτον, στην παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 και, δεύτερον, στην παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού.

Επί του πρώτου λόγου που στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009

20

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών κακώς απέρριψε την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, αφού εκτίμησε ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία ήσαν απολύτως διαφορετικά. Προσάπτει, ιδίως, στο τμήμα προσφυγών ότι έσφαλε ως προς την έκταση της προστασίας που παρέχεται στα συλλογικά κοινοτικά σήματα που εμπίπτουν στο άρθρο 66, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, προβαίνοντας, εν προκειμένω, στο ίδιο είδος εκτιμήσεως στο οποίο θα είχε προβεί προκειμένου να εκτιμήσει την ύπαρξη του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ δύο ατομικών σημάτων. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ουσιώδης λειτουργία ενός συλλογικού σήματος, όπως είναι τα προγενέστερα σήματα εν προκειμένω, συνίσταται στη διασφάλιση ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που αυτά τα σήματα αφορούν προέρχονται από επιχείρηση ευρισκόμενη στη ζώνη γεωγραφικής προελεύσεως που υποδεικνύει το οικείο σήμα. Κατά την προσφεύγουσα, η λειτουργία αυτή διακρίνεται σαφώς από την λειτουργία ενός ατομικού σήματος που συνίσταται στη διασφάλιση του καταναλωτή ως προς την εμπορική προέλευση των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών.

21

Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα φρονεί ότι, λόγω της ειδικής λειτουργίας των συλλογικών σημάτων που εμπίπτουν στο άρθρο 66, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, το γεγονός ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία μπορούν να έχουν την ίδια γεωγραφική προέλευση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, αφενός, ως κριτήριο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της ομοιότητάς τους και, αφετέρου, ως καθοριστικό στοιχείο στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, συναφώς, ότι ο κίνδυνος συγχύσεως συνίσταται, σε περίπτωση όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως, στο ενδεχόμενο να θεωρήσουν οι καταναλωτές ότι τα προϊόντα, ή οι πρώτες ύλες τους, και οι υπηρεσίες τις οποίες αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία έχουν την ίδια γεωγραφική προέλευση.

22

Έτσι, η επιχειρηματολογία που προβλήθηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως διακρίνεται σε δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, σε πλάνη περί το δίκαιο, στον βαθμό που παρέλειψε να λάβει υπόψη του, στο πλαίσιο της συγκρίσεως των προϊόντων και των υπηρεσιών που αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία, την πραγματική ή υποθετική προέλευσή τους, παρορώντας, εκ του λόγου αυτού, την ειδική λειτουργία των συλλογικών σημάτων που προστατεύουν τη γεωγραφική προέλευση. Με το δεύτερο σκέλος, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο τμήμα προσφυγών ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο παραλείποντας, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, να λάβει υπόψη του τη γεωγραφική προέλευση, πραγματική ή υποθετική, των προϊόντων ή των υπηρεσιών που αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία και παρορώντας, εκ του λόγου αυτού, την ειδική λειτουργία των συλλογικών σημάτων που εμπίπτουν στο άρθρο 66, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

23

Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

Επί του ενδιαφερόμενου κοινού

24

Κατά τη νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, μεταξύ δύο συγκρουόμενων σημάτων δεν πρέπει να εκτιμάται επί τη βάσει μιας αφηρημένης συγκρίσεως των συγκρουόμενων σημείων και των προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτά υποδηλώνουν. Αντιθέτως, η εκτίμηση του κινδύνου αυτού πρέπει να στηρίζεται στην αντίληψη την οποία θα σχηματίσει το οικείο κοινό σε σχέση με τα εν λόγω σημεία, προϊόντα και υπηρεσίες [απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, ancotel κατά ΓΕΕΑ — Acotel (ancotel.), T‑408/09, EU:T:2011:241, σκέψη 29].

25

Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο μέσος καταναλωτής της σχετικής κατηγορίας προϊόντων ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Το κοινό που είναι κρίσιμο για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως αποτελείται από τους χρήστες που ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν τόσο τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που αφορά το προγενέστερο σήμα όσο και αυτά που αφορά το σήμα για το οποίο κατατέθηκε αίτηση καταχωρίσεως (βλ. απόφαση ancotel, σκέψη 24 ανωτέρω, EU:T:2011:241, σκέψεις 37 και 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει κάποια ειδική ανάλυση ως προς το οικείο κοινό και δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών αρκέστηκε να εγκρίνει καθ’ ολοκληρίαν την ανάλυση την οποία πραγματοποίησε το τμήμα ανακοπών, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να γίνει παραπομπή στην απόφαση αυτού του τελευταίου. Πράγματι, από τη νομολογία συνάγεται ότι, οσάκις το τμήμα προσφυγών επικυρώνει την απόφαση του πρωτοβάθμιου τμήματος του ΓΕΕΑ, η απόφαση αυτή, καθώς και το σκεπτικό της, αποτελούν τμήμα του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε η απόφαση του τμήματος προσφυγών, πλαισίου που είναι γνωστό στους διαδίκους και παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει πλήρως τον έλεγχο νομιμότητας ως προς το βάσιμο της κρίσεως του τμήματος προσφυγών [βλ. απόφαση της 28ης Ιουνίου 2011, ReValue Immobilienberatung κατά ΓΕΕΑ (ReValue), T‑487/09, EU:T:2011:317, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

27

Κατά την απόφαση του τμήματος ανακοπών, οι υπηρεσίες της κλάσεως 35 προσφέρονται από επαγγελματικές εταιρίες στους τομείς της λιανικής πωλήσεως, της διαφημίσεως, της διοικήσεως παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών και σε άλλους τομείς. Όσον αφορά τις υπηρεσίες της κλάσεως 38, το τμήμα ανακοπών έκρινε ότι αυτές προορίζονται για το κοινό στον τομέα των τηλεπικοινωνιών.

28

Δεδομένου ότι, όσον αφορά το οικείο κοινό στο οποίο απευθύνονται τα προϊόντα τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σήματα, το τμήμα ανακοπών δεν προέβη σε κάποια ειδική ανάλυση, πρέπει να συναχθεί εντεύθεν ότι υπέλαβε, σιωπηρώς, ότι τα εν λόγω προϊόντα απευθύνονταν στο ίδιο κοινό.

29

Συναφώς, από την απόφαση του τμήματος ανακοπών συνάγεται ότι το κοινό αυτό, στο οποίο απευθύνονται τόσο τα προϊόντα τα οποία αφορά το αιτούμενο σήμα όσο και το προϊόν το οποίο αφορούν τα προγενέστερα σήματα, είναι το ευρύ κοινό. Πράγματι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του σχετικά με τη φήμη των προγενέστερων σημάτων, το τμήμα ανακοπών έπρεπε να προσδιορίσει το κοινό στο οποίο απευθύνονται αυτά τα τελευταία [βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2007, Aktieselskabet af 21. november 2001 κατά ΓΕΕΑ — TDK Kabushiki Kaisha (TDK), T‑477/04, Συλλογή, EU:T:2007:35, σκέψη 48]. Έτσι, έκρινε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα δεν κατεδείκνυαν την αναγνωρισιμότητα των προγενέστερων σημάτων μεταξύ του ευρέος κοινού του οικείου εδάφους, ήτοι του ευρέος κοινού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

30

Ως εκ τούτου, στον βαθμό που το τμήμα προσφυγών ενέκρινε πλήρως την απόφαση του τμήματος ανακοπών ως προς την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να συναχθεί από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι τα προϊόντα τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία απευθύνονται στο ίδιο κοινό, ήτοι το ευρύ κοινό. Η προσφεύγουσα συμμερίζεται, εξάλλου, την προσέγγιση αυτή, όταν δηλώνει ότι το τσάι και τα ρούχα έχουν τους ίδιους καταναλωτές. Όσον αφορά τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κλάσεις 35 και 38 και τις οποίες αφορά το αιτούμενο σήμα, το τμήμα προσφυγών έκρινε, σιωπηρώς, όπως επιβεβαίωσε το ΓΕΕΑ με το υπόμνημά του αντικρούσεως, ότι αυτές απευθύνονται, εν γένει, σε κοινό επαγγελματιών.

31

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο το οποίο να μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το τμήμα προσφυγών επί του ζητήματος αυτού και τα οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους.

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

32

Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό προς καταχώριση εάν, λόγω του ταυτοσήμου ή της ομοιότητάς του με προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες επιχειρήσεις [βλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2010, Muñoz Arraiza κατά ΓΕΕΑ — Consejo Regulador de la Denominación de Origen Calificada Rioja (RIOJAVINA), T‑138/09, Συλλογή, EU:T:2010:226, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

33

Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 66 του κανονισμού 207/2009 προβλέπει τη δυνατότητα καταχωρίσεως συλλογικών κοινοτικών σημάτων. Κατά την παράγραφό του 1, συλλογικά κοινοτικά σήματα δύνανται να αποτελέσουν «τα κοινοτικά σήματα που προσδιορίζονται ως συλλογικά κατά την κατάθεση και είναι ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες των μελών της δικαιούχου οργανώσεως του σήματος από εκείνα άλλων επιχειρήσεων». Στο ίδιο άρθρο διευκρινίζεται ότι αιτήσεις καταχωρίσεως τέτοιων σημάτων μπορούν να κατατίθενται από «οργανώσεις κατασκευαστών, παραγωγών, παρεχόντων υπηρεσίες ή εμπόρων, οι οποίες, σύμφωνα με τη νομοθεσία στην οποία υπάγονται, έχουν την ικανότητα να είναι, ιδίω ονόματι, υποκείμενα πάσης φύσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να συμβάλλονται ή να ενεργούν άλλες δικαιοπραξίες και να παρίστανται ενώπιον δικαστηρίου, καθώς επίσης και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου». Το άρθρο 66, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 ορίζει ότι οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού εφαρμόζονται στα συλλογικά κοινοτικά σήματα, «εκτός αν τα άρθρα 67 έως 74 [του ιδίου κανονισμού] προβλέπουν άλλως».

34

Το άρθρο 66, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 επιτρέπει την καταχώριση «σημεί[ων] ή ενδείξε[ων] που δύνανται να χρησιμεύσουν στο εμπόριο για δήλωση της γεωγραφικής προέλευσης των προϊόντων ή των υπηρεσιών» ως συλλογικών κοινοτικών σημάτων κατά την έννοια της παραγράφου 1, του εν λόγω άρθρου και τούτο κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ιδίου κανονισμού, κατά το οποίο τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από τέτοια σημεία ή ενδείξεις δεν γίνονται δεκτά προς καταχώριση.

35

Από την νομολογία συνάγεται ότι, συμφώνως προς τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 και από το άρθρο 66, παράγραφος 3, του ιδίου κανονισμού, συλλογικό κοινοτικό σήμα απολαύει, όπως κάθε κοινοτικό σήμα, προστασίας έναντι κάθε προσβολής προερχόμενης από καταχώριση κοινοτικού σήματος που ενέχει κίνδυνο συγχύσεως (απόφαση RIOJAVINA, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:T:2010:226, σκέψη 22).

36

Όπως έχουν υπενθυμίσει επανειλημμένως το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, ο κίνδυνος συγχύσεως προϋποθέτει το πανομοιότυπο ή την ομοιότητα των συγκρουόμενων σημάτων καθώς και το πανομοιότυπο ή την ομοιότητα των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών. Πρόκειται για σωρευτικές προϋποθέσεις [βλ. διάταξη της 25ης Νοεμβρίου 2010, Lufthansa AirPlus Servicekarten κατά ΓΕΕΑ, C‑216/10 P, EU:C:2010:719, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2012, Consorzio vino Chianti Classico κατά ΓΕΕΑ — FFR (F.F.R.), T‑143/11, EU:T:2012:645, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

37

Κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να εκτιμηθεί το ταυτόσημο ή η ομοιότητα των προϊόντων και υπηρεσιών τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη μεταξύ τους σχέση. Στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται, ιδίως, η φύση τους, ο προορισμός τους, η χρήση τους καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους [βλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Les Éditions Albert René κατά ΓΕΕΑ, C‑16/06 P, Συλλογή, EU:C:2008:739, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 21ης Μαρτίου 2013, Event κατά ΓΕΕΑ — CBT Comunicación Multimedia (eventer EVENT MANAGEMENT SYSTEMS), T‑353/11, EU:T:2013:147, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Μπορούν, επίσης, να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως τα δίκτυα διανομής των οικείων προϊόντων, ή, ακόμη, το γεγονός ότι τα προϊόντα συχνά πωλούνται στα ίδια εξειδικευμένα σημεία πωλήσεως, στοιχείο το οποίο καθιστά εύκολη την αντίληψη εκ μέρους του ενδιαφερόμενου καταναλωτή των στενών δεσμών που υφίστανται μεταξύ τους και ενισχύει την εντύπωση ότι την ευθύνη της κατασκευής τους έχει η ίδια επιχείρηση [βλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 2013, Otero González κατά ΓΕΕΑ — Apli-Agipa (APLI-AGIPA), T‑522/11, EU:T:2013:325, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

38

Εν προκειμένω, το τμήμα ανακοπών έκρινε ότι τα προϊόντα της κλάσεως 25 τα οποία αφορά το αιτούμενο σήμα δεν είχαν ομοιότητες με το τσάι, μοναδικό προϊόν το οποίο αφορούν τα προγενέστερα σήματα, λόγω της αντίστοιχης φύσεώς τους, του προορισμού τους, των διαύλων που χρησιμοποιούνται για τη διανομή τους και του δικτύου των εμπλεκόμενων διανομέων, καθώς και του γεγονότος ότι τα εν λόγω προϊόντα δεν ήσαν ούτε συμπληρωματικά ούτε ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Απεφάνθη έτσι ότι ουδεμία σχέση υφίστατο μεταξύ των εν λόγω προϊόντων. Κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα ως προς τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κλάσεις 35 και 38 τις οποίες αφορά το αιτούμενο σήμα. Το τμήμα προσφυγών ενέκρινε καθ’ ολοκληρίαν τα συμπεράσματα του τμήματος ανακοπών. Απέρριψε, συναφώς, τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα και τα οποία στηρίζονταν στην ουσιώδη λειτουργία των συλλογικών σημάτων όπως ήσαν τα προγενέστερα σήματα τα οποία ενέπιπταν, κατά την προσφεύγουσα, στο άρθρο 66, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009.

39

Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα στηρίζει, κατά τα ουσιώδη, την επιχειρηματολογία της σχετικά με αυτήν την «ουσιώδη λειτουργία» των συλλογικών σημάτων όπως είναι τα προγενέστερα σήματα και υποστηρίζει ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία πρέπει να θεωρηθούν παρεμφερή εκ του γεγονότος και μόνον ότι θα μπορούσαν ενδεχομένως να έχουν την ίδια γεωγραφική προέλευση.

40

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, όπως συνάγεται από την αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 207/2009, ότι η προστασία που συνεπάγεται το κοινοτικό σήμα αποσκοπεί ιδίως στην εξασφάλιση της λειτουργίας του σήματος ως ενδεικτικού προελεύσεως. Πρόκειται για την ουσιαστική λειτουργία του που είναι να εγγυάται στον καταναλωτή ή στον τελικό χρήστη την ταυτότητα καταγωγής του προϊόντος ή της υπηρεσίας που το σήμα αυτό αφορά, παρέχοντας τη δυνατότητα διακρίσεως, χωρίς κίνδυνο συγχύσεως, αυτού του προϊόντος ή της υπηρεσίας από εκείνα άλλης προελεύσεως [βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, American Clothing Associates κατά ΓΕΕΑ και ΓΕΕΑ κατά American Clothing Associates, C‑202/08 P και C‑208/08 P, Συλλογή, EU:C:2009:477, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

41

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το λεκτικό στοιχείο «darjeeling» μπορεί να χρησιμοποιηθεί, στο εμπόριο, προκειμένου να υποδηλώσει την γεωγραφική προέλευση του προϊόντος το οποίο αφορούν τα προγενέστερα σήματα. Η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από την επιχειρηματολογία του ΓΕΕΑ η οποία στηρίζεται στην αντίληψη την οποία ενδεχομένως σχηματίζει ένα μέρος του κοινού για τη λέξη αυτή το οποίο δεν θα αναγνώριζε το «darjeeling» ως γεωγραφικό όνομα. Πάντως, μολονότι, βεβαίως, όπως ορθώς υπενθυμίζει η προσφεύγουσα, η ουσιώδης λειτουργία της γεωγραφικής ενδείξεως συνίσταται στην εξασφάλιση στους καταναλωτές ότι τα σχετικά προϊόντα έχουν τη συγκεκριμένη γεωγραφική προέλευση και τις ιδιότητες που προσιδιάζουν σε αυτά (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 29ης Μαρτίου 2011, Anheuser‑Busch κατά Budějovický Budvar, C‑96/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:189, σκέψη 147), εντούτοις δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά την ουσιώδη λειτουργία ενός συλλογικού κοινοτικού σήματος. Το γεγονός ότι το τελευταίο αυτό αποτελείται από μια ένδειξη η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να υποδηλώσει τη γεωγραφική προέλευση των οικείων προϊόντων δεν αναιρεί την ουσιώδη λειτουργία κάθε συλλογικού σήματος, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 66, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, ήτοι τη λειτουργία να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες των μελών της δικαιούχου οργανώσεως του σήματος από εκείνα άλλων επιχειρήσεων (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση RIOJAVINA, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:T:2010:226, σκέψεις 26 και 27). Ως εκ τούτου, η λειτουργία ενός συλλογικού κοινοτικού σήματος δεν μεταβάλλεται συνεπεία της καταχωρίσεώς του δυνάμει του άρθρου 66, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009. Ειδικότερα, πρόκειται για ένα σημείο βάσει του οποίου μπορούν να διακρίνονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες με κριτήριο τον οργανισμό που είναι δικαιούχος του σήματος και όχι τη γεωγραφική τους προέλευση.

42

Πράγματι, μολονότι το άρθρο 66, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 εισάγει μία εξαίρεση στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ιδίου κανονισμού, καθιστώντας ελαστικότερες τις προϋποθέσεις καταχωρίσεως και παρέχοντας τη δυνατότητα σε σήματα περιγραφικά της προελεύσεως των οικείων προϊόντων να υπαχθούν σε αυτήν την ευνοϊκότερη ρύθμιση [βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 13ης Ιουνίου 2012, Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας κατά ΓΕΕΑ — Garmo (HELLIM), T‑534/10, Συλλογή, EU:T:2012:292, σκέψη 51], εντούτοις ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται, συμφώνως προς το άρθρο του 66, παράγραφος 3, πλην αντίθετης ρητής διατάξεως, στο σύνολο των συλλογικών κοινοτικών σημάτων, περιλαμβανομένων και αυτών που καταχωρίστηκαν δυνάμει του άρθρου του 66, παράγραφος 2.

43

Ως εκ τούτου, στον βαθμό που από καμία διάταξη του κεφαλαίου του κανονισμού 207/2009 που αφορά τα συλλογικά κοινοτικά σήματα δεν μπορεί να συναχθεί ότι η ουσιώδης λειτουργία των συλλογικών κοινοτικών σημάτων, περιλαμβανομένων αυτών που αποτελούνται από ένδειξη η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να υποδηλωθεί η γεωγραφική προέλευση των οικείων προϊόντων, διαφέρει από αυτήν των ατομικών κοινοτικών σημάτων, πρέπει να θεωρηθεί ότι η εν λόγω λειτουργία συνίσταται, όπως και για τα ατομικά κοινοτικά σήματα, στην διάκριση των προϊόντων ή των υπηρεσιών που φέρουν το σήμα με κριτήριο τον οργανισμό από τον οποίο προέρχονται και όχι με κριτήριο τη γεωγραφική προέλευσή τους.

44

Επομένως, κακώς η προσφεύγουσα φρονεί ότι συλλογικό κοινοτικό σήμα το οποίο αποτελείται από ένδειξη η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να υποδηλωθεί η γεωγραφική προέλευση των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών δεν είναι κατάλληλη για την διάκριση των προϊόντων ή των υπηρεσιών των μελών της ενώσεως που είναι δικαιούχος του εν λόγω σήματος από αυτά άλλων επιχειρήσεων.

45

Πράγματι, συμφώνως προς το άρθρο 67, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, ο καταθέτης συλλογικού κοινοτικού σήματος πρέπει να υποβάλει κανονισμό χρήσεως του σήματος εντός της ταχθείσας προθεσμίας, καθορίζοντας τις προϋποθέσεις της χρήσεως αυτής, τα πρόσωπα που δικαιούνται να χρησιμοποιούν τα σήμα αυτό, καθώς και τους όρους συμμετοχής στην οργάνωση που προβαίνει στην κατάθεση. Κατά το άρθρο 71 του κανονισμού 207/2009, αυτός ο κανονισμός χρήσεως μπορεί, εξάλλου, να τροποποιηθεί από τον δικαιούχο του σήματος. Έτσι, οι προϋποθέσεις προσχωρήσεως στην ένωση που είναι δικαιούχος καθορίζονται επίσης, σε σχέση με τα σήματα που εμπίπτουν στο άρθρο 66, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, στον κανονισμό της χρήσεως. Βεβαίως, δυνάμει του προαναφερθέντος άρθρου 67, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, το οποίο παραθέτει η προσφεύγουσα, ο κανονισμός χρήσεως ενός σήματος που εμπίπτει στο άρθρο 66, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 πρέπει να επιτρέπει σε κάθε πρόσωπο τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες του οποίου προέρχονται από την εν λόγω γεωγραφική ζώνη, να καθίσταται μέλος της οργανώσεως που είναι δικαιούχος του σήματος. Εντούτοις, ο κανονισμός 207/2009 δεν αίρει τη δυνατότητα της οργανώσεως που είναι δικαιούχος συλλογικού κοινοτικού σήματος το οποίο εμπίπτει στο άρθρο 66, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού να προβλέπει, με τον κανονισμό χρήσεως του σήματος αυτού, ότι οι οντότητες ή τα πρόσωπα που συνεργάζονται με τις οντότητες των οποίων τα προϊόντα προέρχονται από την οικεία γεωγραφική ζώνη ή που χρησιμοποιούν ως πρώτες ύλες τα προϊόντα της οργανώσεως που είναι δικαιούχος του σήματος μπορούν να προσχωρούν σε αυτήν την οργάνωση που είναι δικαιούχος και να χρησιμοποιούν το σήμα αυτό, χωρίς να είναι εγκατεστημένα στη περιοχή γεωγραφικής προελεύσεως την οποία υποδηλώνει αυτό το τελευταίο και χωρίς τα προϊόντα τους να προέρχονται απευθείας από την εν λόγω γεωγραφική ζώνη.

46

Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι η λειτουργία των συλλογικών κοινοτικών σημάτων που εμπίπτουν στο άρθρο 66, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 συνίσταται στη διάκριση των προϊόντων ή των υπηρεσιών που καλύπτονται από τέτοια σήματα βάσει της δικαιούχου οντότητας και όχι βάσει της γεωγραφικής προελεύσεώς τους.

47

Το επιχείρημα το οποίο η προσφεύγουσα αντλεί από την εκδοθείσα στις 30 Νοεμβρίου 1995 [υπόθεση I ZB 32/93, δημοσιευθείσα το 1996, GRUR 270, 271 (MADEIRA)] απόφαση του Bundesgerichtshof (γερμανικού Ομοσπονδιακού Ανωτάτου Δικαστηρίου), η οποία έκρινε ότι το συλλογικό σήμα διασφαλίζει ότι τα προϊόντα προέρχονται από επιχείρηση ευρισκόμενη στη ζώνη γεωγραφικής προελεύσεως η οποία έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το συλλογικό σήμα, πρέπει να απορριφθεί. Από τη νομολογία προκύπτει ότι το κοινοτικό καθεστώς των σημάτων είναι ένα αυτοτελές σύστημα το οποίο αποτελείται από σύνολο κανόνων και επιδιώκει σκοπούς που προσιδιάζουν σε αυτό, δεδομένου ότι η εφαρμογή του είναι ανεξάρτητη από κάθε εθνικό σύστημα [βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 16ης Μαΐου 2007, Trek Bicycle κατά ΓΕΕΑ — Audi (ALLTREK), T‑158/05, EU:T:2007:143, σκέψη 63].

48

Τέλος πρέπει να τονισθεί ότι ούτε το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ιαʹ, του κανονισμού 207/2009, το οποίο προβλέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, έναν απόλυτο λόγο καταχωρίσεως ενός σημείου ως κοινοτικού σήματος, οσάκις το εν λόγω σημείο περιλαμβάνει ή συντίθεται από γεωγραφική ένδειξη προστατευόμενη δυνάμει του κανονισμού 510/2006, που αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 1151/2012 ούτε το άρθρο 164 του ιδίου κανονισμού, το οποίο αναφέρεται, δια παραπομπής στο άρθρο 14 του κανονισμού 510/2006, στις σχέσεις μεταξύ, αφενός, σημάτων των οποίων ζητείται η καταχώριση ή σημάτων που έχουν καταχωριστεί και, αφετέρου, προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων κατά την έννοια αυτού του τελευταίου κανονισμού, ασκούν επιρροή εν προκειμένω. Πράγματι, στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, η προσφεύγουσα δεν επικαλέστηκε, ενώπιον των οργάνων του ΓΕΕΑ, την ύπαρξη προστατευόμενης γεωγραφικής ενδείξεως κατά την έννοια του κανονισμού 510/2006, αλλά άσκησε ανακοπή στηριζόμενη στα συλλογικά κοινοτικά σήματα που παρατίθενται στη σκέψη 6 ανωτέρω και στους σχετικούς λόγους απαραδέκτου που απαριθμεί το άρθρο 8, παράγραφοι 1, στοιχείο βʹ, και 5, του κανονισμού 207/2009.

49

Υπό το φως των ανωτέρω, πρέπει να τονιστεί, όπως έπραξαν το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα, ότι, οσάκις, στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, τα συγκρουόμενα σημεία είναι, αφενός, συλλογικά σήματα και, αφετέρου, ατομικά σήματα, η σύγκριση των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών πρέπει να πραγματοποιείται βάσει των ιδίων κριτηρίων με αυτά τα οποία εφαρμόζονται οσάκις εκτιμάται η ομοιότητα ή η ταυτότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία καλύπτονται από δύο ατομικά σήματα.

50

Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το τμήμα προσφυγών εν προκειμένω, όπως αυτό εκτίθεται στη σκέψη 38 ανωτέρω. Πράγματι, είναι τοις πάσι γνωστόν ότι τα ενδύματα και το τσάι δεν παράγονται, κατά γενικό κανόνα, από τις ίδιες επιχειρήσεις ούτε διατίθενται στο εμπόριο με τα ίδια σήματα. Έτσι, δεν μπορεί να θεωρείται ότι ένας παραγωγός ενδυμάτων δραστηριοποιείται και στον τομέα της παραγωγής ή της εμπορίας τσαγιού. Επομένως, το οικείο κοινό δεν θα εκλάβει τα προϊόντα τα οποία καλύπτονται από τα συγκρουόμενα σημεία ως έχοντα την ίδια εμπορική προέλευση ούτε θα θεωρήσει ότι την η ευθύνη της παρασκευής τους έχει η ίδια επιχείρηση [βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 18 Νοεμβρίου 2014, Repsol κατά ΓΕΕΑ — Adell Argiles (ELECTROLINERA), T‑308/13, EU:T:2014:965, σκέψη 38]. Εξάλλου, είναι προφανές ότι τα επίμαχα προϊόντα δεν είναι συμπληρωματικά και ακόμα λιγότερο δεν είναι ανταγωνιστικά και ότι και οι δίαυλοι διανομής τους είναι διαφορετικοί.

51

Περαιτέρω, λαμβανομένων υπόψη των όσων εκτίθενται στις σκέψεις 40 έως 47 ανωτέρω, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, κατά την οποία η δυνατότητα του κοινού να θεωρήσει ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία έχουν την ίδια γεωγραφική προέλευση, ενδέχεται να αποτελεί κριτήριο το οποίο θα μπορούσε να επαρκέσει προκειμένου να διαπιστωθεί η ομοιότητα ή η ταυτότητά τους στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να απορριφθεί.

52

Πράγματι, όπως υποστηρίζει το ΓΕΕΑ, είναι δυνατό να παράγεται ή να παρέχεται ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα προϊόντων και υπηρεσιών στην ίδια γεωγραφική ζώνη. Ομοίως, τίποτα δεν αποκλείει μια περιοχή, της οποίας η γεωγραφική ονομασία έχει καταχωριστεί ως συλλογικό κοινοτικό σήμα, δυνάμει του άρθρου 66, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, να αποτελεί πηγή διαφορετικών πρώτων υλών δυνάμενων να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή διαφορετικών και ποικίλων προϊόντων. Υπό το πρίσμα των διαπιστώσεων αυτών, τυχόν διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 66, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, όπως είναι αυτή την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, θα ισοδυναμούσε, όπως προβάλλει η παρεμβαίνουσα, με το να παρέχεται στα συλλογικά σήματα, που καταχωρίστηκαν κατά παρέκκλιση των όσων επιτάσσει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, απόλυτη προστασία, ανεξάρτητη από τα προϊόντα τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σήματα και, έτσι, αντίθετη προς το ίδιο το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού.

53

Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στην κλάση 35 και αυτών που εμπίπτουν στην κλάση 38. Το απλό ενδεχόμενο να μπορέσει ο νέος καταναλωτής να θεωρήσει ότι οι εν λόγω υπηρεσίες, ήτοι οι υπηρεσίες λιανικής πωλήσεως που προτείνονται με το σήμα DARJEELING, συνδέονται με προϊόντα προερχόμενα από την ομώνυμη γεωγραφική ζώνη, ή, ακόμη, ότι οι υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών που παρέχονται με το ίδιο σήμα συνδέονται με την εν λόγω γεωγραφική ζώνη ή θα προτείνουν πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με αυτήν δεν επαρκεί προκειμένου να αποδειχθεί η ομοιότητα μεταξύ των υπηρεσιών τις οποίες αφορά το αιτούμενο σήμα και του προϊόντος το οποίο αφορούν τα προγενέστερα σήματα.

54

Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας, το οποίο στηρίζεται στη γραφική απεικόνιση του λεκτικού στοιχείου «darjeeling», που περιλαμβάνεται στο αιτούμενο σήμα, και στη σχέση την οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει η ομοιότητα της τελείας πάνω από τα γράμματα «i» και «j» με τα φύλλα τσαγιού μεταξύ του τσαγιού και των προϊόντων τα οποία αφορά το αιτούμενο σήμα. Πράγματι, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι οι εν λόγω τελείες ομοιάζουν όντως με φύλλα, και ειδικότερα με φύλλα τσαγιού, και ότι δημιουργούν κάποια σχέση μεταξύ του τσαγιού και των προϊόντων τα οποία αφορά το αιτούμενο σήμα, η σχέση αυτή δεν εξαρκεί προκειμένου να θεμελιώσει την ομοιότητα ή την ταυτότητα των προϊόντων ή των υπηρεσιών τα οποία καλύπτονται από τα συγκρουόμενα σημεία κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

55

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο τμήμα προσφυγών ότι παρέλειψε, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, να λάβει υπόψη του τη γεωγραφική προέλευση, πραγματική ή πιθανή, των προϊόντων ή των υπηρεσιών τα οποία καλύπτονται από τα συγκρουόμενα σημεία.

56

Δεδομένου ότι απερρίφθη η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, που προβλήθηκε στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και στηρίζεται στην ομοιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία και δεδομένου ότι, ως εκ τούτου, μία από τις δύο σωρευτικές προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν συντρέχει, πρέπει να τονισθεί ευθύς εξ αρχής ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών δεν δέχθηκε, εν προκειμένω, ότι τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη αυτή.

57

Βεβαίως, κατά πάγια νομολογία, η σφαιρική εκτίμηση της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως γίνεται με δεδομένο ότι υφίσταται αμφίδρομη σχέση μεταξύ των συνεκτιμωμένων παραγόντων και, ιδίως, μεταξύ της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν. Έτσι, τυχόν μικρή ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων ή των υπηρεσιών τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία δύναται να αντισταθμιστεί από την έντονη ομοιότητα μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως (βλ. διατάξεις της 27ης Απριλίου 2006, L’Oréal κατά ΓΕΕΑ, C‑235/05 P, EU:C:2006:271, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 2ας Οκτωβρίου 2014, Przedsiębiorstwo Handlowe Medox Lepiarz Lepiarz κατά ΓΕΕΑ, C‑91/14 P, EU:C:2014:2261, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

58

Πάντως, μολονότι η ενδεχόμενη ομοιότητα των συγκρουόμενων σημείων πρέπει να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο αυτής της σφαιρικής εκτιμήσεως, εντούτοις δεν προκαλεί, αυτή και μόνον, κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ τους [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, Canon, C‑39/97, Συλλογή, EU:C:1998:442, σκέψη 22, και της 16ης Οκτωβρίου 2013, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ — AFT Pharmaceuticals (Maxigesic), T‑328/12, EU:T:2013:537, σκέψη 62]. Πράγματι, ένας ορισμένος βαθμός, έστω και ελάχιστος, ομοιότητας προϊόντων και υπηρεσιών πρέπει να διαπιστώνεται, προκειμένου η μεγάλη ομοιότητα ή, ενδεχομένως, η ταυτότητα των συγκρουόμενων σημείων να μπορεί να συνεπάγεται, υπό το φως της αρχής της αμφίδρομης σχέσεως των παραγόντων, κίνδυνο συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. Πάντως, εν προκειμένω, όπως ορθώς διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία δεν είναι όμοια.

59

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι συλλογικό σήμα δεν μπορεί να τύχει της ενισχυμένης προστασίας του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, οσάκις διαπιστώνεται, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως, ότι η ομοιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών είναι ανεπαρκής προκειμένου να προκληθεί ένας τέτοιος κίνδυνος (βλ., κατ’ αναλογίαν, σε σχέση με την ομοιότητα των σημείων, απόφαση F.F.R., σκέψη 36 ανωτέρω, EU:T:2012:645, σκέψη 61). Ως εκ τούτου, ακόμα και όταν πρόκειται για την εκτίμηση της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως μεταξύ συλλογικών κοινοτικών σημάτων και ατομικών κοινοτικών σημάτων, η ομοιότητα των συγκρουόμενων σημείων δεν θα μπορούσε, υπό το φως της αρχής της αμφίδρομης σχέσεως των κριτηρίων, να αντισταθμίσει την έλλειψη ομοιότητας μεταξύ του προϊόντος το οποίο αφορούν τα προγενέστερα σήματα και των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία αφορά το αιτούμενο σήμα.

60

Κατά τα λοιπά, πρέπει, βάσει των όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 40 έως 43 ανωτέρω όσον αφορά την ουσιώδη λειτουργία των συλλογικών σημάτων που εμπίπτουν στο άρθρο 66, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ τέτοιων συλλογικών κοινοτικών σημάτων και ατομικών σημάτων, ο κίνδυνος αυτός δεν συνίσταται στο ενδεχόμενο να εκλάβει το κοινό ότι τα εν λόγω προϊόντα και οι υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους από οικονομικής απόψεως, αλλά στο ενδεχόμενο να θεωρήσει το κοινό ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία ή οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή τους έχουν πιθανώς την ίδια γεωγραφική προέλευση.

61

Εξάλλου, ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η προέλευση των προϊόντων ή των υπηρεσιών τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία ενδέχεται να αποτελεί έναν εκ των παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, εντούτοις η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, όπως τονίστηκε ανωτέρω, οσάκις, όπως εν προκειμένω, δεν συντρέχει κάποια από τις σωρευτικές προϋποθέσεις που απαριθμούνται σε αυτήν.

62

Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που στηρίζεται στον δήθεν έντονο διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων. Βεβαίως, κατά πάγια νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ δύο συγκρουόμενων σημείων είναι τόσο μεγαλύτερος όσο σημαντικότερη είναι η διακριτική δύναμη του προγενέστερου σήματος (αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1997, SABEL, C‑251/95, Συλλογή, EU:C:1997:528, σκέψη 24, Canon, σκέψη 58 ανωτέρω, EU:C:1998:442, σκέψη 18, και της 18ης Ιουλίου 2013, Specsavers International Healthcare κ.λπ., C‑252/12, Συλλογή, EU:C:2013:497, σκέψη 36). Πάντως, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι, εν προκειμένω, τα προγενέστερα σήματα είχαν αποκτήσει έντονο διακριτικό χαρακτήρα, η περίσταση αυτή δεν μπορεί να αντισταθμίσει την ανυπαρξία οποιασδήποτε ομοιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σήματα.

63

Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009

64

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως απεφάνθη ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω.

65

Πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 2/2009, «[κ]ατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος κατά την έννοια της παραγράφου 2, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται επίσης δεκτό για καταχώριση αν ταυτίζεται ή ομοιάζει με το προγενέστερο σήμα και πρόκειται να καταχωρισθεί για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν ομοιάζουν με αυτές για τις οποίες έχει καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα, εφόσον, στην περίπτωση προγενέστερου κοινοτικού σήματος, το σήμα αυτό χαίρει φήμης στην Κοινότητα και, στην περίπτωση προγενέστερου εθνικού σήματος, το σήμα αυτό χαίρει φήμης στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, η δε χρησιμοποίηση, χωρίς νόμιμη αιτία του αιτούμενου σήματος, θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος, ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη».

66

Πράγματι, μολονότι, βεβαίως, η πρωταρχική λειτουργία ενός σήματος συνίσταται στην υποδήλωση της προελεύσεως, εντούτοις κάθε σήμα έχει σύμφυτη μια οικονομική αξία, αυτοτελή και διακριτή σε σχέση με την αξία των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωριστεί. Έτσι, το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 εξασφαλίζει την προστασία ενός φημισμένου σήματος έναντι κάθε αιτήσεως καταχωρίσεως πανομοιότυπου ή παρομοίου σήματος που θα μπορούσε να βλάψει την εικόνα του, ακόμα και αν τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που καλύπτει το αιτούμενο σήμα δεν είναι παρεμφερή προς αυτά για τα οποία έχει καταχωριστεί το προγενέστερο σήμα [αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 2007, Sigla κατά ΓΕΕΑ — Elleni Holding (VIPS), T‑215/03, Συλλογή, EU:T:2007:93, σκέψη 35, και της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Aktieselskabet af 21. november 2001 κατά ΓΕΕΑ — Parfums Givenchy (only givenchy), T‑586/10, EU:T:2011:722, σκέψη 58].

67

Από το γράμμα της διατάξεως αυτής συνάγεται ότι η εφαρμογή της συναρτάται προς τις ακόλουθες προϋποθέσεις: πρώτον, προς την ταυτότητα ή την ομοιότητα των συγκρουόμενων σημάτων, δεύτερον, προς την ύπαρξη φήμης του προγενεστέρου σήματος η οποία προβάλλεται προς στήριξη της ανακοπής και, τρίτον, προς την ύπαρξη του κινδύνου ότι η χωρίς νόμιμη αιτία χρήση του αιτουμένου σήματος θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενεστέρου σήματος ή θα έβλαπτε τα στοιχεία αυτά. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές και η έλλειψη μίας εξ αυτών αρκεί ώστε να αποκλείσει την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως [βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Volvo Trademark κατά ΓΕΕΑ — Hebei Aulion Heavy Industries (LOVOL), T‑525/11, EU:T:2014:943, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

68

Εξάλλου, το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 συνεπάγεται ότι οι τρεις λόγοι απαραδέκτου που η διάταξη αυτή απαριθμεί, οσάκις συντρέχουν, αποτελούν τη συνέπεια ενός ορισμένου βαθμού ομοιότητας μεταξύ του προγενέστερου και του μεταγενέστερου σήματος, εξαιτίας της οποίας το οικείο κοινό προβαίνει σε συσχετισμό αυτών των σημάτων, ήτοι θεωρεί ότι συνδέονται μεταξύ τους, ακόμα και όταν δεν τα συγχέει [βλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2012, Bimbo κατά ΓΕΕΑ — Grupo Bimbo (GRUPO BIMBO), T‑357/11, EU:T:2012:696, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Η ύπαρξη ενός τέτοιου συνδέσμου στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού μεταξύ του αιτουμένου σήματος και του προγενέστερου σήματος αποτελεί, ως εκ τούτου, σιωπηρή προϋπόθεση, ουσιώδη για την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 [βλ. αποφάσεις της 25ης Μαΐου 2005, Spa Monopole κατά ΓΕΕΑ — Spa-Finders Travel Arrangements (SPA-FINDERS), T‑67/04, Συλλογή, EU:T:2005:179, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Coca-Cola κατά ΓΕΕΑ — Mitico (Master), T‑480/12, Συλλογή, EU:T:2014:1062, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

69

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως τον οποίο προβάλλει η προσφεύγουσα πρέπει να εξετασθεί υπό το φως αυτών των προκαταρκτικών παρατηρήσεων.

Επί του ενδιαφερόμενου κοινού

70

Πρέπει να τονιστεί ότι, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, ο ορισμός του ενδιαφερόμενου κοινού αποτελεί, όπως ακριβώς και στο πλαίσιο της εφαρμογής της παραγράφου 1 του ιδίου αυτού άρθρου, αναγκαία προϋπόθεση. Πιο συγκεκριμένα, υπό το πρίσμα του κοινού αυτού πρέπει να εκτιμάται η ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων, η ύπαρξη ενδεχόμενης φήμης του προγενέστερου σήματος και, τέλος, η ύπαρξη σχέσεως μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων.

71

Περαιτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι το κοινό που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις προσβολών που απαριθμεί το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 ποικίλλει αναλόγως του είδους της προσβολής την οποία προβάλλει ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος. Έτσι, το ενδιαφερόμενο κοινό υπό το πρίσμα του οποίου πρέπει να πραγματοποιείται η εκτίμηση, οσάκις πρόκειται για την άντληση αθέμιτου οφέλους είτε από τον διακριτικό χαρακτήρα είτε από τη φήμη του προγενέστερου σήματος, είναι ο μέσος καταναλωτής των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος (απόφαση της 12ης Μαρτίου 2009, Antartica κατά ΓΕΕΑ, C‑320/07 P, EU:C:2009:146, σκέψεις 46 έως 48). Αντιθέτως, οσάκις πρόκειται για την πρόκληση βλάβης στον διακριτικό χαρακτήρα ή στη φήμη του προγενέστερου σήματος, το κοινό υπό το πρίσμα του οποίου πρέπει να πραγματοποιείται η εκτίμηση αποτελείται από τον μέσο καταναλωτή των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία το σήμα αυτό έχει καταχωριστεί και ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2008, Intel Corporation, C‑252/07, Συλλογή, EU:C:2008:655, σκέψη 35).

72

Λαμβάνοντας υπόψη τις εκτιμήσεις που εκτίθενται ανωτέρω ως προς τον ορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως της προσφεύγουσας και του γεγονότος ότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το σημείο αυτό, πρέπει να θεωρηθεί, αφενός, ότι, όσον αφορά το προϊόν το οποίο καλύπτουν τα προγενέστερα σήματα, το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από το ευρύ κοινό της Ένωσης και, αφετέρου, ότι, όσον αφορά το αιτούμενο σήμα, το ενδιαφερόμενο κοινό για τα προϊόντα της κλάσεως 25 είναι, ομοίως, το ευρύ κοινό των καταναλωτών της Ένωσης, ενώ, για τις υπηρεσίες των κλάσεων 35 και 38, το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται κυρίως από επαγγελματίες των οικείων τομέων.

Επί της ομοιότητας των συγκρουόμενων σημείων

73

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, όπως ορθώς τόνισε το τμήμα προσφυγών, τα συγκρουόμενα σημεία είναι πανομοιότυπα από φωνητικής απόψεως και παρουσιάζουν πολύ μεγάλη ομοιότητα από οπτικής απόψεως. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την εννοιολογική σύγκριση των συγκρουόμενων σημείων. Πράγματι, το λεκτικό στοιχείο «darjeeling», που είναι κοινό στα συγκρουόμενα σημεία, δύναται ταυτοχρόνως να αναφέρεται στην ποικιλία τσαγιού Darjeeling και να υποδηλώνει την ομώνυμη περιοχή της Ινδίας.

Επί της φήμης των προγενέστερων σημάτων

74

Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 δεν ορίζει την έννοια της φήμης. Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 2, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 40, σ. 1), του οποίου το κανονιστικό περιεχόμενο είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπο προς αυτό του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, συνάγεται ότι, για να πληρούται η προϋπόθεση της φήμης, το προγενέστερο σήμα πρέπει να είναι γνωστό σε σημαντικό μέρος του κοινού το οποίο ενδιαφέρεται για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που προσδιορίζονται με το σήμα αυτό (απόφαση TDK, σκέψη 29 ανωτέρω, EU:T:2007:35, σκέψη 48).

75

Βεβαίως, το Δικαστήριο έκρινε, συναφώς, ότι, προκειμένου να θεωρηθεί ότι ένα σήμα χαίρει φήμης δεν απαιτείται να είναι γνωστό σε συγκεκριμένο ποσοστό του ενδιαφερόμενου κοινού (βλ. απόφαση TDK, σκέψη 29 ανωτέρω, EU:T:2007:35, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εντούτοις, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της φήμης ενός προγενέστερου σήματος κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υποθέσεως, ήτοι, μεταξύ άλλων, το μερίδιο της αγοράς που κατέχει το σήμα, η ένταση, η γεωγραφική έκταση και η διάρκεια της χρήσεώς του, καθώς και η σημασία των επενδύσεων που πραγματοποίησε η επιχείρηση για την προώθησή του [βλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ — Pucci International (Emidio Tucci), T‑373/09, EU:T:2012:500, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

76

Όπως υπεμνήσθη στις σκέψεις 33 και 34 ανωτέρω, επί των ενδείξεων που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς υποδήλωση της γεωγραφικής προελεύσεως των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών, άπαξ έχουν καταχωριστεί ως συλλογικά κοινοτικά σήματα δυνάμει του άρθρου 66, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 και κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, εφαρμόζονται, όπως και εφ’ όλων των συλλογικών κοινοτικών σημάτων, οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε εκτίμηση σε σχέση με κοινοτικό σήμα που εμπίπτει στο άρθρο 66, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, περιλαμβανομένης της εκτιμήσεως της φήμης του κατά την έννοια του άρθρου του 8, παράγραφος 5, πρέπει να πραγματοποιείται βάσει των ιδίων κριτηρίων με αυτά που εφαρμόζονται επί των ατομικών σημάτων.

77

Εν προκειμένω, το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή στο βαθμό που αυτή στηριζόταν στο άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, αποφαινόμενο ότι, παρά την αποδεδειγμένη χρήση των προγενέστερων σημάτων, τα έγγραφα και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν παρείχαν παρά ελάχιστες πληροφορίες σε σχέση με την πραγματική έκταση της χρήσεως αυτής, καθώς και ότι δεν υπήρχαν αρκετές ενδείξεις ως προς τον βαθμό που το ενδιαφερόμενο κοινό αναγνώριζε τα προγενέστερα σήματα. Ειδικότερα, το τμήμα ανακοπών έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε προσκομίσει επαρκείς ενδείξεις ως προς τον όγκο των πωλήσεων, το μερίδιο της αγοράς ή την έκταση της προωθήσεως των προγενέστερων σημάτων.

78

Το δε τμήμα προσφυγών, μολονότι διαπίστωσε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα δεν περιείχαν ειδική μνεία στα προγενέστερα σήματα, εντούτοις συνήγαγε ότι το τμήμα ανακοπών «μπορούσε να υπολάβει ότι η φήμη την οποία απ[ήλαυε] το Darjeeling ως [προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη] για το τσάι [είχε] πλέον κτηθεί από το ίδιο σημείο που προστατεύεται ως συλλογικό σήμα για πανομοιότυπα προϊόντα, τουλάχιστον στον βαθμό που τούτο αφορ[ούσε] το προγενέστερο λεκτικό σήμα». Ακολούθως, απέρριψε ως μη κρίσιμο το προβληθέν γεγονός ότι ο αριθμός των πωλούμενων εντός της Ενώσεως προϊόντων που έφεραν το προγενέστερο σήμα δεν αναφερόταν κατά τρόπο συγκεκριμένο αποφαινόμενο ότι το τσάι Darjeeling «επωλείτο [στην Ένωση], εντός της οποίας διέθετε εξάλλου φήμη». Όσον αφορά ειδικότερα το προγενέστερο εικονιστικό σήμα, το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε ότι, «στον βαθμό που τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία [παρέπεμπαν] πρωτίστως στο λεκτικό στοιχείο Darjeeling», το γεγονός ότι το προγενέστερο εικονιστικό σήμα χρησιμοποιείτο στην Ένωση «δεν επαρκούσε προκειμένου να συναχθεί ότι διέθετε φήμη». Τέλος, πριν εξακολουθήσει την ανάλυσή του σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, το τμήμα προσφυγών απεφάνθη, στη σκέψη 24 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, «[ε]ν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν η φήμη των προγενέστερων σημάτων είχε αποδειχθεί, [δεν συνέτρεχαν] οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 5, του [κανονισμού 207/2009]».

79

Υπό το πρίσμα των όσων εκτίθενται ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε σχέση με το ερώτημα εάν τα προγενέστερα σήματα χαίρουν ή όχι φήμης κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, η διατύπωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι, τουλάχιστον, διφορούμενη. Πράγματι, η μόνη περίοδος που δεν είναι διφορούμενη σε αυτό τα κεφάλαιο της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι αυτή που παρατίθεται στη σκέψη 78 ανωτέρω και αντλείται από την σκέψη της 24. Από την περίοδο αυτή συνάγεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν κατέληξε σε κάποιο οριστικό συμπέρασμα ως προς την ύπαρξη φήμης των προγενέστερων σημάτων. Ερωτηθέν ως προς το σημείο αυτό κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ΓΕΕΑ επιβεβαίωσε ότι δεν υπήρξε τελικό συμπέρασμα επί του ζητήματος αυτού.

80

Εντούτοις, δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών εξακολούθησε την ανάλυσή του σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να θεωρηθεί ότι η ανάλυση αυτή στηρίχθηκε στην υποθετική βάση ότι η φήμη των προγενέστερων σημάτων είχε αποδειχθεί.

81

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, μολονότι συνιστά μία από τις σωρευτικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, η φήμη του ή των προγενέστερων σημάτων και, ιδίως, το εύρος της περιλαμβάνεται μεταξύ των παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως τόσο του κατά πόσον το κοινό συσχετίζει τα προγενέστερα σήματα με το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση όσο και του κινδύνου να επέλθει κάποιο από τα τρία είδη προσβολών που απαριθμεί η ίδια αυτή διάταξη (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις Intel Corporation, σκέψη 71 ανωτέρω, EU:C:2008:655, σκέψη 42, και Specsavers International Healthcare κ.λπ., σκέψη 29 ανωτέρω, EU:C:2013:497, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

82

Από τη νομολογία αυτή συνάγεται ότι η εκτίμηση περί υπάρξεως φήμης του ή των προγενέστερων σημάτων συνιστά αναγκαίο στάδιο κατά την εξέταση της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009. Ως εκ τούτου, η εφαρμογή του εν λόγω άρθρου προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ένα τελικό συμπέρασμα ως προς την ύπαρξη ή μη μιας τέτοιας φήμης, πράγμα το οποίο, κατ’ αρχήν, αποκλείει όπως η τυχόν ανάλυση ως προς την ενδεχόμενη εφαρμογή του άρθρου αυτού στηρίζεται σε μια αόριστη εικασία, ήτοι μια εικασία που δεν θα στηρίζεται στην παραδοχή περί υπάρξεως φήμης συγκεκριμένου εύρους.

83

Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών δεν διετύπωσε μια τέτοια αόριστη εικασία. Συγκεκριμένα, από το γράμμα της σκέψεως 24 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παρατίθεται στη σκέψη 78 ανωτέρω, συνάγεται ευθέως ότι το τμήμα προσφυγών στηρίχθηκε στην υποθετική βάση ότι τα προγενέστερα σήματα έχαιραν φήμης απολύτως προσδιορισμένου εύρους, ήτοι ενός εύρους το οποίο αντιστοιχεί σε αυτό το οποίο η προσφεύγουσα επιχείρησε να αποδείξει ενώπιον των αρμόδιων οργάνων του ΓΕΕΑ.

84

Ενώπιον των οργάνων αυτών, η προσφεύγουσα επιχείρησε να αποδείξει την ύπαρξη φήμης εξαιρετικά μεγάλου εύρους. Συναφώς, είναι χαρακτηριστικό ότι με τις παρατηρήσεις της προς στήριξη της ανακοπής της, η προσφεύγουσα υποστήριξε, προβάλλοντας διάφορα αποδεικτικά στοιχεία, ότι το τσάι Darjeeling εθεωρείτο ως «ο πρωταθλητής των τσαγιών», ότι το «DARJEELING έχ[αιρε] από εκατονταπενταετίας και πλέον εξαιρετικής φήμης ως τσάι της καλύτερης ποιότητας».

85

Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι το τμήμα προσφυγών στηρίχθηκε, για τις ανάγκες της συνέχειας της αναλύσεώς του, στην υποθετική βάση ότι τα προγενέστερα σήματα έχαιραν φήμης στο έδαφος της Ένωσης και, πέραν τούτου, φήμης της οποίας το εύρος ήταν εξαιρετικά μεγάλο.

86

Επομένως, απομένουν να εξετασθούν οι εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το τμήμα προσφυγών στηριζόμενο σε αυτήν την υποθετική βάση στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, ήτοι, αφενός, η εκτίμηση περί του κατά πόσον το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων και, αφετέρου, την εκτίμηση περί συνδρομής κάποιου από τους τρεις κινδύνους που απαριθμεί το εν λόγω άρθρο.

Επί της υπάρξεως συνδέσμου κατά την αντίληψη του κοινού

87

Κατά τη νομολογία, η ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και του προγενέστερου σήματος που χαίρει φήμης πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ο βαθμός ομοιότητας των συγκρουόμενων σημάτων, η φύση των προϊόντων ή των υπηρεσιών τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σήματα, περιλαμβανομένου του βαθμού εγγύτητας ή ετερότητας αυτών των προϊόντων ή των υπηρεσιών, καθώς και του ενδιαφερόμενου κοινού, του εύρους της φήμης του προγενέστερου σήματος, ο βαθμός του διακριτικού χαρακτήρα, εγγενούς ή κεκτημένου λόγω της χρήσεως, του προγενέστερου σήματος και της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως του κοινού [διάταξη της 30ής Απριλίου 2009, Japan Tobacco κατά ΓΕΕΑ, C‑136/08 P, EU:C:2009:282, σκέψη 26, αποφάσεις Intel Corporation, σκέψη 71 ανωτέρω, EU:C:2008:655, σκέψη 42, και της 6ης Ιουλίου 2012, Jackson International κατά ΓΕΕΑ — Royal Shakespeare (ROYAL SHAKESPEARE), T‑60/10, EU:T:2012:348, σκέψη 21].

88

Εάν το κοινό δεν αντιλαμβάνεται την ύπαρξη ενός τέτοιου συνδέσμου, η χρήση του μεταγενέστερου σήματος δεν δύναται να αντλήσει αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή να τους προκαλέσει βλάβη (βλ. διάταξη Japan Tobacco κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 87 ανωτέρω, EU:C:2009:282, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

89

Εν προκειμένω, μολονότι η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει ότι οι τρεις περιπτώσεις προσβολών που απαριθμεί το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 «αποτελούν τη συνέπεια ενός ορισμένου βαθμού ομοιότητας μεταξύ του προγενέστερου και του μεταγενέστερου σήματος, λόγω της οποίας το οικείο κοινό συσχετίζει αυτά τα δύο σήματα, ήτοι αντιλαμβάνεται την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ τους», ουδεμία ειδική ανάλυση αφιερώνεται στην ύπαρξη ενός τέτοιου συνδέσμου.

90

Το ΓΕΕΑ προβάλλει, με το υπόμνημά του αντικρούσεως, ότι το τμήμα προσφυγών απέρριψε, σιωπηρώς, την ύπαρξη ενός τέτοιου συνδέσμου. Επικαλείται, συναφώς, τις σκέψεις 29 και 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το τμήμα προσφυγών έκρινε με αυτές, αφενός, ότι, δεδομένων των τεράστιων διαφορών που διαπιστώθηκαν μεταξύ των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία, οι καταναλωτές δεν θα ανέμεναν να υπάρχει η παραμικρή σχέση μεταξύ των παραγωγών τσαγιού και της εταιρίας της παρεμβαίνουσας και, αφετέρου, ότι, λόγω του γεγονότος ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες τα οποία αφορά το σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση ήσαν, από εμπορικής απόψεως, απολύτως διακριτά από τα προϊόντα της προσφεύγουσας, ήταν «απίθανο το ενδιαφερόμενο κοινό να αντιληφθεί την ύπαρξη συνδέσμου» μεταξύ των σημάτων.

91

Εντούτοις, πρέπει να τονισθεί ότι, υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 88 ανωτέρω, εάν το τμήμα προσφυγών είχε πράγματι καταλήξει ότι δεν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί η ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων, η παραδοχή αυτή θα αρκούσε προκειμένου να αποκλειστεί η εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009. Πάντως, το τμήμα προσφυγών εξακολούθησε την ανάλυσή του προκειμένου να εκτιμήσει τη συνδρομή κάποιου από τους τρεις κινδύνους τους οποίους απαριθμεί το τελευταίο αυτό άρθρο.

92

Ως εκ τούτου, λόγω του διφορούμενου χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το σημείο αυτό και του γεγονότος ότι το τμήμα προσφυγών εξακολούθησε εντούτοις την ανάλυσή του, πρέπει να θεωρηθεί ότι εφάρμοσε, όσον αφορά την ύπαρξη ή μη συνδέσμου κατά την έννοια της προαναφερθείσας νομολογίας, την ίδια προσέγγιση με αυτήν που σχετίζεται με την ύπαρξη ή μη ενδεχόμενης φήμης των προγενέστερων σημάτων, ήτοι εξακολούθησε την ανάλυσή του χωρίς να καταλήξει σε κάποιο τελικό συμπέρασμα ως προς την ύπαρξη ή μη συνδέσμου μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων, αλλά στηριζόμενο στην υποθετική βάση ότι ο εν λόγω σύνδεσμος θα ήταν δυνατό να διαπιστωθεί.

93

Προτού εξετασθεί η προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με την τελευταία προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, ήτοι σε σχέση με την εκτίμηση ως προς την συνδρομή κάποιου από τους τρεις κινδύνους περί των οποίων διαλαμβάνει η διάταξη αυτή, πρέπει να συνοψιστούν τα ανωτέρω εκτεθέντα με την υπόμνηση ότι το τμήμα προσφυγών προχώρησε στην ανάλυσή του στο πλαίσιο της εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως στηριζόμενο σε δύο υποθετικές βάσεις εκ των οποίων η πρώτη ήταν ότι τα προγενέστερα σήματα έχαιραν φήμης της οποίας το εύρος ήταν αυτό που τους είχε προσδώσει η προσφεύγουσα, ήτοι εξαιρετικά μεγάλο, και η δεύτερη ότι ήταν δυνατό για το ενδιαφερόμενο κοινό να συσχετίσει τα συγκρουόμενα σημεία.

Επί των κινδύνων περί των οποίων διαλαμβάνει το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009

94

Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 αφορά τρεις διακριτούς τύπους κινδύνου, ήτοι τον κίνδυνο η χωρίς νόμιμη αιτία χρήση του αιτούμενου σήματος να βλάψει, πρώτον, τον διακριτικό χαρακτήρα του προγενεστέρου σήματος, δεύτερον, να βλάψει τη φήμη του προγενεστέρου σήματος ή, τρίτον, να προσπορίσει αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενεστέρου σήματος. Λαμβανομένης υπόψη της διατυπώσεως του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, αρκεί να συντρέχει ένας από τους προαναφερθέντες κινδύνους για να έχει εφαρμογή η διάταξη αυτή (απόφαση VIPS, σκέψη 66 ανωτέρω, EU:T:2007:93, σκέψη 36).

95

Όπως υπεμνήσθη στη σκέψη 71 ανωτέρω, η ύπαρξη του κινδύνου να πραγματοποιηθούν οι προσβολές τις οποίες συνιστά η προκληθείσα στον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος βλάβη πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τον μέσο καταναλωτή των υπηρεσιών ή των προϊόντων για τα οποία έχει καταχωρισθεί το σήμα αυτό ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Αντιθέτως, η ύπαρξη προσβολής του προγενέστερου σήματος που συνίσταται στην άντληση αθέμιτου οφέλους είτε από τον διακριτικό του χαρακτήρα είτε από τη φήμη του, στο μέτρο που αυτό το οποίο απαγορεύεται είναι το πλεονέκτημα που αποκομίζει από το σήμα αυτό ο δικαιούχος του μεταγενέστερου σήματος, πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τον μέσο καταναλωτή των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωρισθεί το μεταγενέστερο σήμα ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος.

96

Περαιτέρω, μολονότι η εκ μέρους του κοινού αντίληψη της υπάρξεως συνδέσμου μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, εντούτοις δεν επαρκεί, τούτο και μόνον, προκειμένου να συναχθεί το συμπέρασμα ότι συντρέχει κάποιος από τους τρεις κινδύνους περί των οποίων διαλαμβάνει η τελευταία αυτή διάταξη (βλ. απόφαση ROYAL SHAKESPEARE, σκέψη 87 ανωτέρω, EU:T:2012:348, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Έτσι, η ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ των συγκρουόμενων σημάτων δεν απαλλάσσει τον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος από την υποχρέωση να αποδείξει ότι συντρέχει πραγματική και ενεστώσα προσβολή του σήματός του κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 ή σοβαρός κίνδυνος επελεύσεως τέτοιας προσβολής στο μέλλον (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Intel Corporation, σκέψη 71 ανωτέρω, EU:C:2008:655, σκέψη 71).

97

Πράγματι, κατά τη νομολογία, σκοπός του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 δεν είναι η παρεμπόδιση της καταχωρίσεως οποιουδήποτε σήματος που είναι πανομοιότυπο προς φημισμένο σήμα ή που παρουσιάζει ομοιότητα προς αυτό. Κύριος στόχος της διατάξεως αυτής είναι, ιδίως, να επιτρέπει στον δικαιούχο φημισμένου προγενεστέρου σήματος να αντιτίθεται στην καταχώριση σημάτων δυναμένων είτε να βλάψουν τη φήμη ή τον διακριτικό χαρακτήρα του προγενεστέρου σήματος είτε να συντελέσουν στην άντληση αθέμιτου οφέλους από αυτήν τη φήμη ή από αυτόν τον διακριτικό χαρακτήρα. Πρέπει να διευκρινισθεί συναφώς ότι ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος δεν υποχρεούται να αποδείξει την ύπαρξη πραγματικής και ενεστώσας προσβολής του σήματός του. Πάντως, οφείλει να προσκομίσει στοιχεία που να καθιστούν δυνατό να συναχθεί εκ πρώτης όψεως μη υποθετικός μελλοντικός κίνδυνος αθέμιτου οφέλους ή προσβολής (βλ. απόφαση VIPS, σκέψη 66 ανωτέρω, EU:T:2007:93, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Μια τέτοια κρίση μπορεί να συναχθεί, μεταξύ άλλων, βάσει επαγωγικών συλλογισμών που απορρέουν από ανάλυση των πιθανοτήτων και λαμβάνοντας υπόψη τις συνήθεις πρακτικές στον οικείο εμπορικό τομέα, καθώς και οποιοδήποτε άλλο πραγματικό περιστατικό της υπό κρίση υποθέσεως [αποφάσεις της 10ης Μαΐου 2012, Rubinstein et L’Oréal κατά ΓΕΕΑ, C‑100/11 P, Συλλογή, EU:C:2012:285, σκέψη 95, και της 9ης Απριλίου 2014, EI du Pont de Nemours κατά ΓΕΕΑ — Zueco Ruiz (ZYTeL), T‑288/12, EU:T:2014:196, σκέψη 59].

98

Υπό το φως των εκτιμήσεων αυτών πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον το τμήμα προσφυγών ορθώς απεφάνθη ότι δεν μπορούσε να αποδειχθεί εν προκειμένω ουδείς εκ των τριών κινδύνων περί των οποίων διαλαμβάνει το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009.

– Επί της βλάβης του διακριτικού χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων

99

Όσον αφορά την προσβολή του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος, η οποία καλείται επίσης «εξασθένηση», «απίσχνανση» ή «περιορισμός της ευκρίνειας», αυτή υφίσταται εφόσον έχει αποδυναμωθεί η δυνατότητα του σήματος να προσδιορίζει τις υπηρεσίες ή τα προϊόντα για τα οποία καταχωρίσθηκε, δεδομένου ότι η εκ μέρους τρίτου χρήση του πανομοιότυπου ή παρόμοιου σημείου έχει ως συνέπεια τον κατακερματισμό της ταυτότητας του σήματος και του αντίκτυπου που έχει στο κοινό. Αυτό συμβαίνει, ιδίως, όταν το προγενέστερο σήμα παύει να προκαλεί άμεση συσχέτιση με τις υπηρεσίες ή τα προϊόντα για τα οποία έχει καταχωριστεί (βλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 2009, L’Oréal κ.λπ., C‑487/07, Συλλογή, EU:C:2009:378, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

100

Κατά τη νομολογία, για να διαπιστωθεί ότι η χρησιμοποίηση του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση προκαλεί ή θα μπορούσε να προκαλέσει βλάβη στον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος πρέπει να αποδειχθεί ότι η οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα έχει μεταβληθεί λόγω της χρησιμοποιήσεως του μεταγενέστερου σήματος ή ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να επέλθει τέτοια μεταβολή στο μέλλον (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, Environmental Manufacturing κατά ΓΕΕΑ, C‑383/12 P, Συλλογή, EU:C:2013:741, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

101

Όπως επισήμανε το Δικαστήριο, η έννοια της «τροποποιήσεως της οικονομικής συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή» θέτει μια προϋπόθεση αντικειμενικού χαρακτήρα. Η μεταβολή αυτή δεν μπορεί να συναχθεί μόνον από υποκειμενικά στοιχεία όπως η αντίληψη των καταναλωτών. Απλώς και μόνον το γεγονός ότι οι καταναλωτές παρατηρούν ότι υπάρχει ένα νέο σημείο που ομοιάζει με προγενέστερο σημείο δεν αρκεί για να διαπιστωθεί η ύπαρξη βλάβης ή κινδύνου προκλήσεως βλάβης στον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 (απόφαση Environmental Manufacturing κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 100 ανωτέρω, EU:C:2013:741, σκέψη 37).

102

Ο κανονισμός 207/2009 και η νομολογία δεν απαιτούν από τον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία περί της υπάρξεως πραγματικής βλάβης, αλλά δέχονται και τον σοβαρό κίνδυνο προκλήσεως τέτοιας βλάβης, παρέχοντας τη δυνατότητα συνεκτιμήσεως επαγωγικών σκέψεων (απόφαση Environmental Manufacturing κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 100 ανωτέρω, EU:C:2013:741, σκέψη 42). Εντούτοις, οι σκέψεις αυτές δεν πρέπει να είναι αποτέλεσμα απλών υποθέσεων, αλλά πρέπει να στηρίζονται σε ανάλυση των πιθανοτήτων και να λαμβάνουν υπόψη τις συνήθεις πρακτικές στον συγκεκριμένο εμπορικό τομέα, καθώς και κάθε άλλη περίσταση στη συγκεκριμένη περίπτωση (απόφαση Environmental Manufacturing κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 100 ανωτέρω, EU:C:2013:741, σκέψη 43). Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι αυτό, προσφεύγοντας στην ανωτέρω έννοια, εξέφρασε ρητώς ότι είναι αναγκαίο να απαιτούνται μείζονες αποδείξεις προκειμένου να διαπιστωθεί η πρόκληση βλάβης ή ο κίνδυνος προκλήσεως βλάβης στον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος κατά την έννοια της προπαρατεθείσας διατάξεως (απόφαση Environmental Manufacturing κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 100 ανωτέρω, EU:C:2013:741, σκέψη40).

103

Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών απέκλεισε τον κίνδυνο βλάβης του διακριτικού χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες τα οποία αφορά το αιτούμενο σήμα ήσαν απολύτως διακριτά από τα προϊόντα που αφορούν τα προγενέστερα σήματα και αποφαινόμενο ότι ο κίνδυνος που επικαλείται η προσφεύγουσα ήταν τελείως υποθετικός. Εξάλλου, επισήμανε ότι, δεδομένου ότι ο όρος «darjeeling» αποτελεί γεωγραφική ονομασία, το ενδιαφερόμενο κοινό δεν θα εξεπλήττετο για την ενδεχόμενη χρήση του σε διάφορες τομεακές αγορές, από διαφορετικές επιχειρήσεις, έστω και εάν πρόκειται για προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη για το τσάι.

104

Η προσφεύγουσα επικαλείται τη νομολογία Environmental Manufacturing, σκέψη 100 ανωτέρω (EU:C:2013:741) και φρονεί ότι υφίσταται τουλάχιστον σοβαρός κίνδυνος να τροποποιηθεί η οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή στο μέλλον. Συναφώς, υποστηρίζει ότι, στον βαθμό που τα προϊόντα τα οποία αφορά το αιτούμενο σήμα δεν προέρχονται από την περιοχή Darjeeling (Ινδία), ο μέσος καταναλωτής θα είναι επιφυλακτικός όχι μόνον ως προς την προέλευσή τους, αλλά και ως προς την προέλευση του τσαγιού το οποίο του προτείνεται ως τσάι Darjeeling. Έτσι, κατά την προσφεύγουσα, η χρήση του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση από την παρεμβαίνουσα θα διακύβευε σημαντικά τη φήμη και τον ιδιάζοντα χαρακτήρα της γεωγραφικής ενδείξεως «Darjeeling», καθώς και την ικανότητά της να επιτελεί την ουσιώδη λειτουργία της, ήτοι να διασφαλίζει στον καταναλωτή τη γεωγραφική προέλευση των προϊόντων τσαγιού τα οποία του προτείνονται με τα συλλογικά κοινοτικά σήματα.

105

Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αποκρούουν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

106

Επιβάλλεται η διαπίστωση, την οποία συμμερίζονται και η παρεμβαίνουσα και το ΓΕΕΑ, ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας δεν αρκεί προκειμένου να αποδειχθεί ότι συντρέχει σοβαρός κίνδυνος βλάβης του διακριτικού χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων κατά την έννοια της πρόσφατης νομολογίας του Δικαστηρίου, η οποία απαιτεί, όπως προκύπτει από τη σκέψη 102 ανωτέρω, μείζονες αποδείξεις προκειμένου να γίνει δεκτός ένας τέτοιος κίνδυνος. Ειδικότερα, κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν θεμελιώνει την ύπαρξη σοβαρού κινδύνου μεταβολής της οικονομικής συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή δεδομένων των συνήθων πρακτικών στους κρίσιμους εν προκειμένω οικονομικούς τομείς.

107

Πράγματι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και δεδομένης της ανυπαρξίας οποιασδήποτε ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία, ο κίνδυνος που επικαλείται η προσφεύγουσα φαίνεται τελείως υποθετικός.

108

Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι η καταχώριση αυτή καθ’ εαυτή συλλογικού σήματος δεν δύναται να δημιουργήσει τεκμήριο υπάρξεως μεσαίου διακριτικού χαρακτήρα (διάταξη της 21ης Μαρτίου 2013, Foundation for the Protection of the Traditional Cheese of Cyprus named Halloumi κατά ΓΕΕΑ, C‑393/12 P, EU:C:2013:207, σκέψη 36, και απόφαση HELLIM, σκέψη 42 ανωτέρω, EU:T:2012:292, σκέψη 52).

109

Πράγματι, όπως επισήμανε η προσβαλλόμενη απόφαση, το λεκτικό στοιχείο «darjeeling», από το οποίο και μόνον αποτελείται το προγενέστερο λεκτικό σήμα και το οποίο περιλαμβάνει το προγενέστερο εικονιστικό σήμα, αποτελεί γεωγραφική ονομασία. Ανεξαρτήτως του ζητήματος εάν, εκ του λόγου αυτού, το εν λόγω λεκτικό στοιχείο έχει ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη Foundation for the Protection of the Traditional Cheese of Cyprus named Halloumi κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 108 ανωτέρω, EU:C:2013:207, σκέψη 33), πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 66, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 207/2009 ορίζει ότι συλλογικό σήμα που καταχωρίστηκε δυνάμει αυτής της διατάξεως δεν επιτρέπει στον δικαιούχο να απαγορεύει στους τρίτους τη χρήση στις συναλλαγές τέτοιων σημείων ή ενδείξεων, εφόσον αυτή η χρήση γίνεται σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία ή το εμπόριο και, ειδικότερα, ότι αυτό το σήμα δεν μπορεί να αντιταχθεί σε τρίτον που έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί γεωγραφική ονομασία.

110

Βάσει των ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ελλείψει στοιχείων δυνάμενων να τεκμηριώσουν την ύπαρξη σοβαρού κινδύνου μεταβολής της οικονομικής συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή, ο κίνδυνος προσβολής του διακριτικού χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων δεν μπορεί να στηριχθεί στο γεγονός και μόνον της ομοιότητας μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων, κατά μείζονα λόγο αφού, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν αποκλείεται η δυνατότητα το λεκτικό στοιχείο «darjeeling» να χρησιμοποιηθεί και για άλλα σήματα πέραν αυτών, όπως προκύπτει από το άρθρο 66, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 207/2009 [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2008, Japan Tobacco κατά ΓΕΕΑ — Torrefacção Camelo (CAMELO), T‑128/06, EU:T:2008:22, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Ως εκ τούτου, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό δεν θα εξεπλήττετο για το γεγονός ότι το λεκτικό στοιχείο «darjeeling» ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες τομεακές αγορές από διαφορετικές επιχειρήσεις και, έτσι, απέρριψε την ύπαρξη κίνδυνου βλάβης του διακριτικού χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων. Ως προς το σημείο αυτό, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι ο μέσος καταναλωτής ουδέποτε θεώρησε πιθανό ένα προϊόν ή μια υπηρεσία που του προτείνεται με το σήμα DARJEELING να μην έχει καμία σχέση με το Darjeeling πρέπει να απορριφθεί, στον βαθμό που δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο δυνάμενο να στηρίζει το επιχείρημα αυτό.

111

Περαιτέρω, όπως τονίζει το ΓΕΕΑ, μεταξύ της γεωγραφικής ονομασίας «Darjeeling» και του τσαγιού Darjeeling, υφίσταται μία και μόνο σχέση η οποία δεν υφίσταται μεταξύ της εν λόγω ονομασίας και των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία αφορά το αιτούμενο σήμα. Πράγματι, η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο δυνάμενο να αποδείξει ότι η εν λόγω γεωγραφική ονομασία όντως συνδέεται, κατά την αντίληψη των ενδιαφερόμενων κύκλων, με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που αφορά το αιτούμενο σήμα ή ότι η εν λόγω ονομασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ως ένδειξη της γεωγραφικής προελεύσεώς τους [βλ., στο ίδιο πνεύμα και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Μαΐου 1999, Windsurfing Chiemsee, C‑108/97 και C‑109/97, Συλλογή, EU:C:1999:230, σημείο 1 του διατακτικού, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Γ. Κοσμά επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων Windsurfing Chiemsee, C‑108/97 και C‑109/97, Συλλογή, EU:C:1998:198, σημεία 36 και 46, και απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2003, Nordmilch κατά ΓΕΕΑ (OLDENBURGER), T‑295/01, Συλλογή, EU:T:2003:267, σκέψη 33]. Συναφώς, το επιχείρημα που προέβαλε η προσφεύγουσα ότι η Ινδία αποτελεί χώρα στην οποία παρασκευάζονται ρούχα δεν αρκεί, αυτό και μόνον, προκειμένου να θεμελιώσει την ύπαρξη ενός τέτοιου ειδικού συνδέσμου. Επομένως, είναι ελάχιστα πιθανόν το ενδιαφερόμενο κοινό να θεωρήσει ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες τα οποία αφορά το αιτούμενο σήμα προέρχονται από την περιοχή Darjeeling και, ακόμη λιγότερο, να αμφιβάλλει, διαπιστώνοντας ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, για την προέλευση των προϊόντων τα οποία αφορούν τα προγενέστερα σήματα, πράγμα το οποίο, κατά την προσφεύγουσα, θα είχε ως συνέπεια την μεταβολή της οικονομικής συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 100 ανωτέρω.

112

Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και εάν ήθελε υποτεθεί ότι, όπως προβάλλει η προσφεύγουσα, το προγενέστερο λεκτικό σήμα έχει έντονο διακριτικό χαρακτήρα τον οποίον του προσδίδει η φερόμενη ως εξαιρετική φήμη του, βάση υποθετική επί της οποίας εξάλλου στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σκέψη 83 ανωτέρω), η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κάποιο στοιχείο από το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί ότι συντρέχει σοβαρός κίνδυνος να μεταβληθεί η οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 100 ανωτέρω.

113

Ως εκ τούτου, πρέπει να επικυρωθεί η παραδοχή του τμήματος προσφυγών όσον αφορά την έλλειψη κινδύνου βλάβης του διακριτικού χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων.

– Επί της βλάβης στη φήμη των προγενέστερων σημάτων

114

Όσον αφορά την προσβολή της φήμης του σήματος, η οποία καλείται επίσης «αμαύρωση» ή «απαξίωση», αυτή υφίσταται εφόσον οι υπηρεσίες ή τα προϊόντα για τα οποία χρησιμοποιείται από τρίτον το πανομοιότυπο ή παρόμοιο σημείο εκλαμβάνονται από το κοινό κατά τέτοιο τρόπο ώστε η έλξη που ασκεί το σήμα να μειώνεται. Ο κίνδυνος που ενέχει η προσβολή αυτή έγκειται ιδίως στο γεγονός ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρει ο τρίτος έχουν χαρακτηριστικό γνώρισμα ή ιδιότητα που ενδέχεται να βλάψει τη φήμη του σήματος (απόφαση L’Oréal κ.λπ., σκέψη 99 ανωτέρω, EU:C:2009:378, σκέψη 40).

115

Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κάποιο επιχείρημα ως προς τη βλάβη η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να επέλθει στη φήμη των προγενέστερων σημάτων, καθώς και ότι η φήμη της οποίας γενικώς απολαύουν τα ενδύματα και οι υπηρεσίες τα οποία αφορά το αιτούμενο σήμα δεν ήταν αρνητική.

116

Η προσφεύγουσα αρκείται, συναφώς, να επικαλεστεί ότι η συμπεριφορά της παρεμβαίνουσας είναι δήθεν «παρασιτική» και θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ελκυστικότητα του προγενέστερου σήματος ως γεωγραφικής ενδείξεως, δεδομένου ότι αυτή δεν θα προσφερόταν πλέον ως μοναδική γεωγραφική ένδειξη, προς υποδήλωση του τσαγιού, εάν και άλλα προϊόντα και υπηρεσίες πέραν του τσαγιού προτείνονταν με το ίδιο σήμα. Εξάλλου, επικαλείται την γραφική απεικόνιση του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και, ειδικότερα, τις τελείες που έχουν την μορφή φύλλων τσαγιού στα γράμματα «i» και «j».

117

Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

118

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα προς απόδειξη της υπάρξεως σοβαρού κινδύνου βλάβης στη φήμη των προγενέστερων σημάτων από τη χρήση του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 114 ανωτέρω. Συναφώς, δεν προβάλλει ότι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ή οι ιδιότητες των προϊόντων ή των υπηρεσιών τα οποία αφορά το αιτούμενο σήμα ενδέχεται να βλάψουν τη φήμη των προγενέστερων σημάτων.

119

Εξάλλου, όπως τόνισε το τμήμα προσφυγών, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν συνάγεται ότι η όλη εικόνα την οποία δημιουργούν τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που αφορά το αιτούμενο σήμα είναι αρνητική. Εξάλλου, δεν υπάρχουν, όπως τονίζει το ΓΕΕΑ με το υπόμνημά του αντικρούσεως, ανταγωνισμοί μεταξύ της φύσεως ή του τρόπου χρήσεως του τσαγιού και των προϊόντων ή των υπηρεσιών τα οποία αφορά το αιτούμενο σήμα οι οποίοι θα ήσαν τέτοιοι ώστε να είναι πιθανό να αμαυρωθεί η εικόνα των προγενέστερων σημάτων λόγω της χρήσεως του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση CAMELO, σκέψη 110 ανωτέρω, EU:T:2008:22, σκέψη 62).

120

Κατά τα λοιπά, λαμβανομένων υπόψη των όσων εκτέθηκαν στη σκέψη 111 ανωτέρω, ο αποκλειστικός σύνδεσμος που υφίσταται μεταξύ της περιοχής του Darjeeling και της κατηγορίας των προϊόντων τα οποία αφορούν τα προγενέστερα σήματα, καθώς και η έλλειψη ενός τέτοιου συνδέσμου μεταξύ των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία αφορά το αιτούμενο σήμα και της εν λόγω περιοχής, ενισχύουν τον υποθετικό χαρακτήρα του κινδύνου να εξασθενίσει η ελκυστικότητα των προγενέστερων σημάτων.

121

Οι διαπιστώσεις αυτές δεν τίθενται εν αμφιβόλω από το επιχείρημα της προσφεύγουσας που στηρίζεται στη γραφική απεικόνιση των γραμμάτων «j» και «i» στο σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση. Έστω και εάν ήθελε υποτεθεί ότι οι τελείες πάνω από τα εν λόγω γράμματα μοιάζουν πράγματι με φύλλα και, ειδικότερα, με φύλλα τσαγιού, καθώς και ότι υπάρχει το ενδεχόμενο το κοινό να συσχετίσει μεταξύ τους τα συγκρουόμενα σημεία, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 96 ανωτέρω, ο σύνδεσμος αυτός δεν αρκεί, αυτός και μόνον, προκειμένου να συναχθεί η ύπαρξη κάποιου από τους κινδύνους περί των οποίων διαλαμβάνει το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009.

122

Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι δεν υφίστατο κίνδυνος βλάβης στη φήμη των προγενέστερων σημάτων από τη χρήση του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι αυτή η φήμη, με γνώμονα την υποθετική βάση επί της οποίας ερείδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι εξαιρετική.

– Επί του αθέμιτου οφέλους που αντλείται από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενεστέρου σήματος

123

Η έννοια του «οφέλους που αντλείται αθέμιτα από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος», χαρακτηριζόμενου επίσης και ως «παρασιτισμού» ή «free-riding [αυθαίρετης χρήσεως]» δεν σχετίζεται με την προσβολή του σήματος, αλλά με το πλεονέκτημα που παρέχει στον τρίτο η χρήση πανομοιότυπου ή παρόμοιου σημείου. Περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, λόγω της αντανακλάσεως της φήμης του σήματος ή των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων που προβάλλονται δι’ αυτού στα περιγραφόμενα από το πανομοιότυπο ή παρεμφερές σημείο προϊόντα, υφίσταται πρόδηλη εκμετάλλευση του σήματος το οποίο χαίρει φήμης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση L’Oréal κ.λπ., σκέψη 99 ανωτέρω, EU:C:2009:378, σκέψη 41). Ο αθέμιτος χαρακτήρας του οφέλους που αντλείται από τέτοιες περιστάσεις απορρέει από την άνευ καταβολής χρηματικού αντίτιμου εκμετάλλευση της εμπορικής προσπάθειας που καταβάλλει ο δικαιούχος του σήματος για να οικοδομήσει και να εδραιώσει τη φήμη του σήματος αυτού (βλ. απόφαση ROYAL SHAKESPEARE, σκέψη 87 ανωτέρω, EU:T:2012:348, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

124

Πράγματι, κατά την προπαρατεθείσα νομολογία και εν αντιθέσει προς τον κίνδυνο συγχύσεως περί του οποίου διαλαμβάνει το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, ο κίνδυνος όπως η χρήση άνευ νόμιμης αιτίας του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση επιτρέψει να αντληθεί αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος υφίσταται οσάκις ο καταναλωτής, χωρίς κατ’ ανάγκην να συγχέει την προέλευση των προϊόντων ή των υπηρεσιών τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σήματα, έλκεται ιδιαιτέρως από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες του αιτούντος την καταχώριση, εκ του γεγονότος και μόνον ότι υποδηλώνονται με σήμα πανομοιότυπο ή παρεμφερές προς το προγενέστερο σήμα που χαίρει φήμης. Τούτο θα απαιτούσε να αποδειχθεί ο συσχετισμός του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση με θετικές ιδιότητες του πανομοιότυπου ή παρεμφερούς προγενέστερου σήματος, οι οποίες θα μπορούσαν να δώσουν λαβή για πρόδηλη εκμετάλλευση ή πρόδηλο παρασιτισμό από το αιτούμενο σήμα (βλ. απόφαση CAMELO, σκέψη 110 ανωτέρω, EU:T:2008:22, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

125

Για να διαπιστωθεί αν με τη χρήση του σημείου αντλείται αθέμιτα όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του προγενέστερου σήματος απαιτείται σφαιρική εκτίμηση, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, μεταξύ των οποίων καταλέγονται, ιδίως, η ισχύς της φήμης και ο βαθμός του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος, ο βαθμός ομοιότητας μεταξύ των συγκρουόμενων σημάτων και μεταξύ των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών. Όσον αφορά το εύρος της φήμης και την ένταση του διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι όσο εντονότερος είναι ο διακριτικός χαρακτήρας και όσο μεγαλύτερη είναι η φήμη του σήματος αυτού, τόσο ευκολότερα μπορεί να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει προσβολή του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Specsavers International Healthcare κ.λπ., σκέψη 99 ανωτέρω, EU:C:2013:497, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Από τη νομολογία προκύπτει, επίσης, ότι όσο αμεσότερα και σαφέστερα το σημείο παραπέμπει στο σήμα τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να αντλείται, με την ενεστώσα ή τη μελλοντική χρήση του σημείου, αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του σήματος ή να θίγεται αυτός ο διακριτικός χαρακτήρας ή αυτή η φήμη (βλ. αποφάσεις GRUPO BIMBO, σκέψη 68 ανωτέρω, EU:T:2012:696, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και ROYAL SHAKESPEARE, σκέψη 96 ανωτέρω, EU:T:2012:348, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

126

Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών απέρριψε την ύπαρξη κινδύνου αντλήσεως αθέμιτου οφέλους από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη των προγενέστερων σημάτων από το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση. Απεφάνθη ότι, δεδομένης της ανυπαρξίας οποιασδήποτε ομοιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία, οι καταναλωτές δεν θα θεωρήσουν ότι υφίσταται η παραμικρή σχέση μεταξύ των παραγωγών τσαγιού και της εταιρίας της αιτούσας η οποία προσφέρει ενδύματα και συναφείς υπηρεσίες. Εντεύθεν συνήγαγε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει για ποιο λόγο ένα σήμα ενδυμάτων θα ευνοείτο από τον συσχετισμό του με σήμα το οποίο φημίζεται για το υψηλής ποιότητας τσάι του, στον βαθμό που, στον τομέα των ενδυμάτων, η εικόνα της πολυτέλειας εξαρτάται από προϋποθέσεις και παράγοντες διαφορετικούς από αυτούς που ισχύουν στον τομέα του τσαγιού. Τέλος, έκρινε ότι το ίδιο ίσχυε, σε σχέση με τις υπηρεσίες που αφορά το αιτούμενο σήμα και εμπίπτουν στις κλάσεις 35 και 38 οι οποίες δεν προσφέρονταν, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, ειδικώς σε σχέση με τα ενδύματα.

127

Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η φήμη που πηγάζει από την γεωγραφική ένδειξη Darjeeling κτάται από τα εμπορικά συμφέροντα που εκπροσωπεί η παρεμβαίνουσα, η οποία θα επωφεληθεί από την ελκυστικότητα της ενδείξεως αυτής και των προγενέστερων συλλογικών σημάτων, από τη φήμη και την αίγλη τους, καθώς και από την ακτινοβολία που πηγάζει από το σήμα DARJEELING.

128

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, εξάλλου, ότι τίποτα δεν δικαιολογεί τη χρήση από την παρεμβαίνουσα της γεωγραφικής ενδείξεως «Darjeeling» για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν προέρχονται από την περιοχή του Darjeeling και δεν έχουν καμία σχέση με την εν λόγω περιοχή. Φρονεί, τέλος, ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο μια γαλλική εταιρία όπως η παρεμβαίνουσα κατέληξε να επιλέξει μια ινδική ονομασία όπως είναι το Darjeeling οφείλεται στο γεγονός ότι η ονομασία αυτή είναι διάσημη και ότι χαίρει φήμης στην Ένωση.

129

Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη κινδύνου αντλήσεως αθέμιτου οφέλους αυτομάτως από το γεγονός της χρήσεως του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση, λαμβανομένης υπόψη της φήμης των προγενέστερων σημείων και της έντονης ομοιότητάς τους. Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν προέταξε επιχειρήματα δυνάμενα να εξηγήσουν τον τρόπο με τον οποίον η φήμη του προγενέστερου σήματος θα μπορούσε να μεταφερθεί στο αμφισβητούμενο σήμα ούτε επισήμανε τις συγκεκριμένες θετικές ιδιότητες που συνδέονται με αυτό το σήμα.

130

Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει, εξάλλου, ότι αυτή η αντανάκλαση της φήμης δεν είναι προβλέψιμη εν προκειμένω, στον βαθμό που, λόγω των τεράστιων διαφορών που υφίστανται μεταξύ των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία, οι καταναλωτές δεν θα θεωρήσουν ότι υφίσταται η παραμικρή σχέση μεταξύ των παραγωγών τσαγιού και της παρεμβαίνουσας, ενώ το στοιχείο της πολυτέλειας γίνεται αντιληπτό με διαφορετικό τρόπο στους δύο αυτούς τομείς, ήτοι στον τομέα των ενδυμάτων και αυτόν του τσαγιού.

131

Τέλος, το ΓΕΕΑ φρονεί ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας που στηρίζεται στη δήθεν πρόθεση της παρεμβαίνουσας να εκμεταλλευθεί τη φήμη του προγενέστερου σήματος δεν αποδεικνύει τίποτα, στον βαθμό που η χρήση από την παρεμβαίνουσα του λεκτικού στοιχείου «darjeeling», το οποίο συνιστά γεωγραφική ονομασία, είναι κατ’ αρχήν νόμιμη.

132

Η δε παρεμβαίνουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών στήριξε τη συλλογιστική του, όσον αφορά την ανυπαρξία κινδύνου αντλήσεως αθέμιτου οφέλους από τη φήμη ή τον διακριτικό χαρακτήρα του ή των προγενέστερων σημάτων, στις τεράστιες διαφορές που υφίστανται μεταξύ των εξεταζόμενων εν προκειμένω προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και ότι καμία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 2007/2009 δεν συντρέχει.

133

Εισαγωγικώς, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως υπεμνήσθη στη σκέψη 123 ανωτέρω, από πάγια νομολογία συνάγεται ότι η έννοια του «οφέλους που αντλείται αθέμιτα» περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, λόγω της αντανακλάσεως της φήμης του προγενέστερου σήματος ή των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων που προβάλλονται δι’ αυτού στα υποδηλούμενα από το αιτούμενο σήμα προϊόντα, υφίσταται πρόδηλη εκμετάλλευση του σήματος το οποίο χαίρει φήμης.

134

Εξάλλου, κατά τη νομολογία, είναι δυνατόν, ιδίως στην περίπτωση ανακοπής που στηρίζεται σε σήμα το οποίο χαίρει εξαιρετικά μεγάλης φήμης, να είναι τόσο πρόδηλη η πιθανότητα μέλλοντος και μη υποθετικού κινδύνου αντλήσεως αθεμίτου οφέλους του αιτουμένου σήματος από το προβαλλόμενο κατ’ ανακοπήν, ώστε να μην απαιτείται όπως ο ανακόπτων επικαλεστεί και αποδείξει κανένα άλλο πραγματικό περιστατικό προς τούτο. Ως εκ τούτου, δεν αποκλείεται η εξαιρετικά μεγάλη φήμη να αποτελεί, κατ’ εξαίρεση, καθ’ εαυτήν ένδειξη του μέλλοντος μη υποθετικού κινδύνου αντλήσεως αθεμίτου οφέλους από το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση καθ’ εαυτόν σε σχέση προς έκαστο των προϊόντων και εκάστη των υπηρεσιών που δεν είναι παρεμφερείς προς αυτά για τα οποία έχει καταχωριστεί το προγενέστερο σήμα (βλ. απόφαση GRUPO BIMBO, σκέψη 68 ανωτέρω, EU:T:2012:696, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

135

Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα αρκέστηκε να επικαλεστεί ότι το κοινό θα προβεί σε απευθείας συσχετισμό μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων, λόγω της φήμης του τσαγιού DARJEELING, η οποία, κατά την άποψή της, περιβάλλει το σήμα της, τουλάχιστον δε το λεκτικό της σήμα.

136

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα χαρακτηριστικά που συνήθως αποδίδονται συνειρμικά σε ένα φημισμένο σήμα τσαγιού, δεν μπορούν να θεωρηθούν, καθ’ εαυτά, ως δυνάμενα να προσπορίσουν κάποιο όφελος σε σήμα με το οποίο διατίθενται στο εμπόριο προϊόντα ή υπηρεσίες όπως είναι αυτές που αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, και τούτο κατά μείζονα λόγο αφού τα εν λόγω προϊόντα και υπηρεσίες δεν δύνανται να καταναλωθούν ή να χρησιμοποιηθούν από κοινού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση CAMELO, σκέψη 110 ανωτέρω, EU:T:2008:22, σκέψη 66).

137

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, όπως ήδη εξετέθη (βλ. σκέψεις 80 έως 85 και 92 έως 93 ανωτέρω), ότι το τμήμα προσφυγών στηρίχθηκε, στη συνέχεια της αναλύσεώς του σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, σε δύο υποθετικές βάσεις, κατά τις οποίες, αφενός, τα προγενέστερα σήματα έχαιραν εξαιρετικής φήμης και, αφετέρου, τα συγκρουόμενα σημεία μπορούσαν να συσχετισθούν μεταξύ τους. Όσον αφορά, ειδικότερα, το εύρος της φήμης των προγενέστερων σημάτων, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε στην υποθετική βάση ότι το σύνολο των όσων είχε υποστηρίξει η προσφεύγουσα είχε αποδειχθεί. Βάσει των όσων υποστήριξε, τα οποία η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει, κατά τα ουσιώδη, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το τσάι Darjeeling, του οποίου η φήμη περιβάλλει τα προγενέστερα σήματα, αναγνωρίζεται ως ένα τσάι εκλεπτυσμένης γεύσεως με μοναδική και εξαιρετική ποιότητα.

138

Πάντως, όπως μπορεί να συναχθεί από τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 66 και 125 ανωτέρω, στον βαθμό που το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 δεν απαιτεί, για την εφαρμογή του, την ομοιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών στα οποία αναφέρονται τα συγκρουόμενα σημεία, η διαπίστωση ότι υπάρχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ των εξεταζόμενων προϊόντων και των υπηρεσιών και ότι οι καταναλωτές δεν θα θεωρήσουν ότι υφίσταται η παραμικρή σχέση μεταξύ των παραγωγών τσαγιού και της εταιρίας της αιτούσας δεν επαρκεί προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος αντλήσεως οφέλους από τη φήμη των προγενέστερων σημάτων η οποία είναι, κατά την υποθετική βάση επί της οποίας ερείδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, εξαιρετικά μεγάλη.

139

Πράγματι, οσάκις πρόκειται για σήμα προγενέστερο με εξαιρετική φήμη, ακόμη και εάν τα προϊόντα και οι υπηρεσίες τα οποία αφορούν τα συγκρουόμενα σημεία είναι πολύ διαφορετικά, δεν είναι αδιανόητο το ενδιαφερόμενο κοινό να προσγράψει τις αξίες αυτού του μεταγενέστερου σήματος στα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που καλύπτει το σήμα του οποίου η καταχώριση ζητείται (βλ., στο ίδιο πνεύμα, διάταξη της 14ης Μαΐου 2013, You-Q κατά ΓΕΕΑ, C‑294/12 P, EU:C:2013:300, σκέψη 69).

140

Εν προκειμένω, αφενός, οι αξίες τις οποίες εκπέμπει το κοινό στοιχείο των συγκρουόμενων σημείων, ήτοι το λεκτικό στοιχείο «darjeeling», το οποίο ανακαλεί στη μνήμη ένα τσάι το οποίο διατίθεται στο εμπόριο με τα προγενέστερα σήματα τα οποία χαίρουν εξαιρετικής φήμης, κατά την υποθετική βάση επί της οποίας ερείδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αυτές ενός προϊόντος εξευγενισμένου, αποκλειστικού, με μοναδική ποιότητα. Αφετέρου, δεδομένου ότι η ανάλυση του τμήματος προσφυγών στηρίζεται στην υποθετική βάση μιας εξαιρετικής φήμης, είναι θεμιτό να θεωρηθεί ότι ένα μεγάλο μέρος του οικείου κοινού θα γνωρίζει ότι η ομώνυμη περιοχή από την οποία προέρχεται το προϊόν αυτό βρίσκεται στην Ινδία, Έτσι, το λεκτικό στοιχείο «darjeeling» δύναται να παραπέμπει στον εξωτισμό, καθώς και τον αισθησιασμό και το μυστήριο, που συνδέονται, κατά την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, με την εικόνα μιας χώρας της Ανατολής.

141

Πρέπει να τονιστεί ότι το συμπέρασμα αυτό δεν έρχεται σε αντίφαση προς αυτό το οποίο αφορά τη βλάβη που προκαλείται στον διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων (βλ. σκέψη 111 ανωτέρω). Εάν, όσον αφορά τον κίνδυνο της βλάβης που προκαλείται στον διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων, το ενδιαφερόμενο κοινό, ήτοι, όπως διευκρινίστηκε στη σκέψη 95 ανωτέρω, το κοινό στο οποίο απευθύνονται τα προγενέστερα σήματα, δεν πρόκειται ουδόλως να συσχετίσει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τα οποία αφορά το αιτούμενο σήμα και το Darjeeling ως περιοχή της Ινδίας, τίποτα δεν εμποδίζει το κοινό στο οποίο απευθύνεται το αιτούμενο σήμα να ελκυστεί ενδεχομένως από τις κτηθείσες πλέον από το αιτούμενο σήμα θετικές αξίες και ποιοτικές ιδιότητες που συνδέονται με την εν λόγω περιοχή.

142

Βάσει των ανωτέρω και, ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η υποθετική βάση επί της οποίας ερείδεται η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται σε μια εξαιρετικά διαδεδομένη φήμη, οι θετικές ποιοτικές ιδιότητες τις οποίες ανακαλεί το λεκτικό στοιχείο «darjeeling», το οποίο είναι κοινό στα συγκρουόμενα σημεία, είναι πιθανό να προβάλλονται σε ορισμένα από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορά το αιτούμενο σήμα και, ως εκ τούτου, να ενισχύουν την ελκυστικότητα αυτού του τελευταίου.

143

Πράγματι, όσον αφορά τα εν λόγω προϊόντα που εμπίπτουν στην κλάση 25, το αιτούμενο σήμα δύναται να αντλήσει όφελος από τις θετικές ποιοτικές ιδιότητες που υποδηλώνουν τα προγενέστερα σήματα και, πιο συγκεκριμένα, από την εικόνα εκλεπτύνσεως ή ακόμη από τον εξωτικό αισθησιασμό που εκπέμπει το λεκτικό στοιχείο «darjeeling». Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί εν προκειμένω η ύπαρξη κινδύνου αντλήσεως αθέμιτου οφέλους όσον αφορά τα προϊόντα που καλύπτονται από το αιτούμενο σήμα και που εμπίπτουν στην κλάση 25.

144

Η ίδια διαπίστωση ισχύει και όσον αφορά τις καλυπτόμενες από το αιτούμενο σήμα υπηρεσίες λιανικής πωλήσεως της κλάσεως 35 οι οποίες συνδέονται με προϊόντα της κλάσεως 25 καλυπτόμενα από το αιτούμενο σήμα, ήτοι τις υπηρεσίες λιανικής πωλήσεως γυναικείων εσωρούχων και γυναικείων ειδών εσωρούχων. Το ίδιο ισχύει, λόγω της φύσεως των προϊόντων προς τα οποία συνδέονται, για τις λοιπές καλυπτόμενες από το αιτούμενο σήμα υπηρεσίες λιανικής πωλήσεως της κλάσεως 35, ήτοι για τις υπηρεσίες λιανικής πωλήσεως αρωμάτων, eaux de toilette και καλλυντικών, λευκών ειδών για το σπίτι και το μπάνιο, για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω.

145

Αντιθέτως, δεν ισχύει το ίδιο ούτε όσον αφορά τις λοιπές υπηρεσίες που εμπίπτουν στην κλάση 35 ούτε όσον αφορά το σύνολο αυτών που εμπίπτουν στην κλάση 38 και καλύπτονται από το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση. Πράγματι, ο λόγος για τον οποίο η χρήση του αμφισβητούμενου σήματος θα προσέδιδε στην παρεμβαίνουσα εμπορικό πλεονέκτημα σε σχέση με υπηρεσίες άλλες από αυτές οι οποίες αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη ουδόλως προκύπτει από τη δικογραφία, η δε προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο δυνάμενο να αποδείξει ένα τέτοιο ενδεχόμενο πλεονέκτημα. Έτσι, η σχετική εκτίμηση του τμήματος προσφυγών πρέπει να επικυρωθεί.

146

Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ερείδεται επί της υποθετικής βάσεως ότι τα προγενέστερα σήματα χαίρουν εξαιρετικής φήμης, πρέπει να ακυρωθεί εν μέρει, στον βαθμό που το τμήμα προσφυγών δεν δέχθηκε την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, αποκλείοντας, όσον αφορά το σύνολο των προϊόντων της κλάσεως 25 και των υπηρεσιών λιανικής πωλήσεως της κλάσεως 35 που καλύπτονται από το αιτούμενο σήμα, την ύπαρξη κινδύνου αντλήσεως οφέλους από τη χρήση χωρίς νόμιμη αιτία του αιτούμενου σήματος.

147

Κατόπιν αυτής της μερικής ακυρώσεως, εναπόκειται στο τμήμα προσφυγών να επανεξετάσει τα επιχειρήματα τα οποία η προσφεύγουσα αντλεί, στο πλαίσιο της προσφυγής της κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, από την ύπαρξη κινδύνου προσπορίσεως αθέμιτου οφέλους κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 202/2009. Το τμήμα προσφυγών θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να διατυπώσει ένα τελικό συμπέρασμα ως προς την ύπαρξη φήμης των προγενέστερων σημάτων και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, ως προς το εύρος της φήμης αυτής.

148

Εάν το τμήμα προσφυγών καταλήξει, εν αντιθέσει προς την υποθετική βάση επί της οποίας ερείδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι εντέλει δεν αποδεικνύεται η φήμη των προγενέστερων σημάτων, θα πρέπει να αποκλείσει την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, δεδομένου ότι δεν συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής του, και να απορρίψει, στο σύνολό της, την προσφυγή της προσφεύγουσας κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

149

Εάν το τμήμα προσφυγών καταλήξει στο τελικό συμπέρασμα ότι, εν προκειμένω, όσον αφορά ένα, τουλάχιστον, από τα προγενέστερα σήματα, αποδεικνύεται η ύπαρξη φήμης κατώτερου εύρους σε σχέση προς την εξαιρετική φήμη που συνιστά την υποθετική βάση επί της οποίας ερείδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, θα πρέπει να εξετάσει εάν υπάρχει το ενδεχόμενο να συσχετίζει το κοινό τα συγκρουόμενα σημεία μεταξύ τους και θα πρέπει, για το ζήτημα αυτό, να διατυπώσει ένα τελικό συμπέρασμα. Εάν, στο πλαίσιο της αναλύσεως αυτής, το τμήμα προσφυγών καταλήξει ότι δεν γίνεται μια τέτοια συσχέτιση, θα πρέπει να αποκλείσει την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, δεδομένου ότι δεν συντρέχει μια άλλη από τις προϋποθέσεις εφαρμογής του. Αντιθέτως, εάν το τμήμα προσφυγών καταλήξει ότι είναι πιθανό να υπάρξει μια τέτοιου είδους συσχέτιση, θα πρέπει, εν συνεχεία, να εξετάσει εάν υφίσταται ο κίνδυνος της αντλήσεως οφέλους από τη χρήση χωρίς νόμιμη αιτία του αιτούμενου σήματος.

150

Τέλος, εάν το τμήμα προσφυγών καταλήξει ότι εν προκειμένω αποδείχθηκε πράγματι ότι τουλάχιστον ένα από τα προγενέστερα σήματα χαίρει εξαιρετικής φήμης και ότι είναι πιθανόν το κοινό να συσχετίσει τα συγκρουόμενα σημεία, θα πρέπει, συμφώνως προς την παρούσα απόφαση, να αποφανθεί, όσον αφορά τα προϊόντα που καλύπτει το αιτούμενο σήμα και εμπίπτουν στην κλάση 25, καθώς και τις «υπηρεσίες λιανικής πώλησης γυναικείων εσωρούχων και γυναικείων ειδών εσωρούχων, αρωμάτων, eau-de-toilette και καλλυντικών, λευκών ειδών για το σπίτι και το μπάνιο», που εμπίπτουν στην κλάση 35 και καλύπτονται από το αιτούμενο σήμα, ότι υπάρχει κίνδυνος αντλήσεως οφέλους από τη χωρίς νόμιμη αιτία χρήση του αιτούμενου σήματος και, εν συνεχεία, να εξετάσει, προκειμένου να καταλήξει σε συμπέρασμα, ως προς την εφαρμογή εν προκειμένω του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, εάν υπάρχει νόμιμη αιτία για τη χρήση αυτή.

151

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών, πρώτον, δεν διατύπωσε τελικό συμπέρασμα ως προς τη φήμη των προγενέστερων σημάτων, ότι, δεύτερον, δεν διατύπωσε τελικό συμπέρασμα ως προς την ύπαρξη συσχετίσεως μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων από το κοινό και ότι, τρίτον, αφού απέκλεισε, εσφαλμένως, την ύπαρξη κινδύνου αντλήσεως οφέλους από τη χρήση του αιτούμενου σήματος, δεν εξέτασε εάν υφίσταται νόμιμη αιτία για τη χρήση αυτή κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί των τριών αυτών σημείων, το πρώτον, στο πλαίσιο του εκ μέρους του ελέγχου της νομιμότητας της προσβαλλόμενης αποφάσεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Master, σκέψη 68 ανωτέρω, EU:T:2014:1062, σκέψη 92 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

152

Υπό το πρίσμα του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τα προϊόντα που καλύπτει το αιτούμενο σήμα και εμπίπτουν στην κλάση 25 και τις «υπηρεσίες λιανικής πώλησης γυναικείων εσωρούχων και γυναικείων ειδών εσωρούχων, αρωμάτων, eau-de-toilette και καλλυντικών, λευκών ειδών για το σπίτι και το μπάνιο» που εμπίπτουν στην κλάση 35, και να απορριφθεί η προσφυγή κατά τα λοιπά.

Επί των δικαστικών εξόδων

153

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Εν προκειμένω, τόσο η προσφεύγουσα όσο και το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ηττήθηκαν εν μέρει. Κατά συνέπεια, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικά του έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 17ης Σεπτεμβρίου 2013 (υπόθεση R 1504/2012‑2) ως προς τα προϊόντα που αφορά το αιτούμενο σήμα και τα οποία εμπίπτουν στην κλάση 25 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, καθώς και όσον αφορά τις «υπηρεσίες λιανικής πώλησης γυναικείων εσωρούχων και γυναικείων ειδών εσωρούχων, αρωμάτων, eau-de-toilette και καλλυντικών, λευκών ειδών για το σπίτι και το μπάνιο» που αφορά το αιτούμενο σήμα και οι οποίες εμπίπτουν στην κλάση 35 κατά την έννοια του εν λόγω Διακανονισμού.

 

2)

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

 

3)

Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του έξοδα.

 

Γρατσίας

Kancheva

Wetter

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Οκτωβρίου 2015.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top