EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CO0574

Διαταξη του Αντιπροεδρου του Δικαστηριου της 21ης Ιανουαρίου 2014.
Γαλλική Δημοκρατία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως - Διάταξη ασφαλιστικών μέτρων - Κρατική ενίσχυση - Απόφαση με την οποία διατάσσεται η ανάκτησή της - Έλλειψη δεσμευτικών μέτρων για την ανάκτηση της ενισχύσεως σε εθνικό επίπεδο - ΄Ελλειψη επείγοντος.
Υπόθεση C-574/13 P(R).

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2014:36

ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΈΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 21ης Ιανουαρίου 2014 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Διάταξη ασφαλιστικών μέτρων — Κρατική ενίσχυση — Απόφαση με την οποία διατάσσεται η ανάκτησή της — Έλλειψη δεσμευτικών μέτρων για την ανάκτηση της ενισχύσεως σε εθνικό επίπεδο — ʹΕλλειψη επείγοντος»

Στην υπόθεση C‑574/13 P(R),

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 57, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ασκήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 2013,

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και D. Colas καθώς και από τις E. Belliard και N. Rouam,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τη M. Afonso και τον B. Stromsky,

καθής πρωτοδίκως,

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,

αφού άκουσε τον πρώτο γενικό εισαγγελέα, P. Cruz Villalón,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί την αναίρεση της διατάξεως του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Αυγούστου 2013, Τ‑366/13 R, Γαλλία κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη), με την οποία αυτός απέρριψε την αίτησή της περί αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως C(2013) 1926 τελικό της Επιτροπής, της 2ας Μαΐου 2013, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.22843 (2012/C) (πρώην 2012/NN) που χορήγησε η Γαλλία στη Société nationale Corse Méditerranée και στην Compagnie méridionale de navigation (στο εξής: επίδικη απόφαση).

Το ιστορικό της διαφοράς και η διαδικασία ενώπιον του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

2

Το ιστορικό της διαφοράς συνοψίζεται στις σκέψεις 1 έως 9 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως ως εξής:

«1

Κατόπιν διαγωνισμού σχετικά με την εκτέλεση των θαλασσίων δρομολογίων Μασσαλία-Bastia, Μασσαλία-Ajaccio, Μασσαλία-Balagne (Ile-Rousse και Calvi), Mασσαλία-Porto Vecchio και Μασσαλία-Propriano, η κοινοπραξία που αποτελείται από τη Société nationale Corse Méditerranée (SNCM) και την Compagnie méridionale de navigation (CMN), γαλλικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών θαλασσίων μεταφορών, εξασφαλίζει, για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2007 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2013, την εκτέλεση των ως άνω πέντε θαλασσίων δρομολογίων βάσει συμβάσεως αναθέσεως δημόσιας υπηρεσίας (στο εξής: ΣΑΔΥ) που υπεγράφη με την περιφερειακή διοίκηση της Κορσικής (CTC) και με τον οργανισμό μεταφορών της Κορσικής (OTC). Οι δύο ανάδοχοι λαμβάνουν ετήσια συνεισφορά εκ μέρους του OTC, με αντάλλαγμα τη μόνιμη υπηρεσία “επιβάτης και φορτίο” την οποία οφείλουν να εξασφαλίζουν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους (στο εξής: βασική υπηρεσία) και τη συμπληρωματική υπηρεσία “επιβάτης” την οποία οφείλουν να παρέχουν κατά τις περιόδους αιχμής, ήτοι τις περιόδους των Χριστουγέννων, του μηνός Φεβρουαρίου, της άνοιξης και του φθινοπώρου και/ή του θέρους, στα δρομολόγια Μασσαλία-Ajaccio, Μασσαλία-Bastia και Μασσαλία-Propriano (στο εξής: συμπληρωματική υπηρεσία).

2

Σύμφωνα με τη ΣΑΔΥ, η ετήσια τελική οικονομική αντιστάθμιση για κάθε ανάδοχο περιορίζεται στο ποσό του ελλείμματος όπως αυτό προκύπτει από τη συγγραφή υποχρεώσεων, λαμβανομένης υπόψη της εύλογης αποδόσεως του επενδεδυμένου ναυτιλιακού κεφαλαίου σε συνάρτηση με τις ημέρες πραγματικής χρήσεώς του για τα δρομολόγια που αντιστοιχούν στις υποχρεώσεις αυτές. Στην περίπτωση που τα πραγματοποιηθέντα έσοδα θα ήταν κατώτερα των προβλεπομένων εσόδων τα οποία καθόρισαν οι ανάδοχοι στην προσφορά τους, η ΣΑΔΥ προέβλεπε προσαρμογή της δημόσιας αντισταθμίσεως. Μετά την υπογραφή της, η ΣΑΔΥ τροποποιήθηκε, με αποτέλεσμα να καταργηθούν περισσότερα από 100 δρομολόγια ετησίως μεταξύ Κορσικής και Μασσαλίας, να μειωθούν τα ετήσια ποσά οικονομικής αντισταθμίσεως αναφοράς κατά 6,5 εκατομμύρια ευρώ για τους δύο αναδόχους και να τεθεί ανώτατο όριο στον ετήσιο μηχανισμό προσαρμογής εσόδων.

3

Όσον αφορά τα θαλάσσια δρομολόγια μεταξύ της Κορσικής και των λιμένων της Νίκαιας και της Τουλόν, αυτά εκτελούνται κυρίως από τη γαλλική εταιρία Corsica Ferries, η οποία επίσης συμμετείχε στον προαναφερθέντα στη σκέψη 1 διαγωνισμό, αλλά η προσφορά της απορρίφθηκε. Επί αυτών των θαλασσίων δρομολογίων, η εταιρία Corsica Ferries υπόκειται σε υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3577/92 του Συμβουλίου, της 7ης Δεκεμβρίου 1992, για την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών στις θαλάσσιες μεταφορές στο εσωτερικό των κρατών μελών (θαλάσσιες ενδομεταφορές- καμποτάζ) (ΕΕ L 364, σ. 7), οι οποίες της επιβάλλουν, μεταξύ άλλων, μια ελάχιστη συχνότητα ανά εβδομάδα, αναλόγως της περιόδου. Επιπροσθέτως, υφίσταται, επί των ανωτέρω δρομολογίων, μηχανισμός κοινωνικής πρόνοιας, ο οποίος παρέχεται στους επιβάτες που πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις.

4

Όσον αφορά τη συνολική συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση της Κορσικής με αφετηρία την ηπειρωτική Γαλλία, αυτή χαρακτηρίζεται, από μακρού χρόνου, από έντονη εποχικότητα, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος της επιβατικής κινήσεως σημειώνεται κατά τους θερινούς μήνες. Από το 2000 και εξής, η κύρια τάση της αγοράς των μεταφορών μεταξύ ηπειρωτικής Γαλλίας και Κορσικής ήταν η ανάπτυξη της προσφοράς μεταφορικών υπηρεσιών με αναχώρηση από την Τουλόν, της οποίας ο λιμένας κατέστη ο πρώτος λιμένας συγκοινωνιακής εξυπηρετήσεως της Κορσικής από πλευράς επιβατικής κινήσεως. Αυτή η τάση προς αύξηση της επιβατικής κινήσεως από την Τουλόν συνδυάζεται με την αύξηση μεριδίου αγοράς της εταιρίας Corsica Ferries.

5

Το 2007 υποβλήθηκε καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή από την εταιρία Corsica Ferries σχετικά με παράνομες και ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά ενισχύσεις, τις οποίες, κατά την καταγγέλλουσα, έλαβαν η SNCM και η CMN μέσω της ΣΑΔΥ. Κατόπιν συμπληρωματικών πληροφοριών που προσκομίστηκαν από την καταγγέλλουσα και αλληλογραφία με τις γαλλικές αρχές, η Επιτροπή, με το από 27 Ιουνίου 2012 έγγραφο, ενημέρωσε τη Γαλλική Δημοκρατία ότι αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, επί των πιθανών ενισχύσεων που έλαβαν η SNCM και η CMN βάσει της ΣΑΔΥ (ΕΕ C 301, σ. 1). Μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 2 Μαΐου 2013, την [επίδικη] απόφαση.

6

Η [επίδικη] απόφαση κοινοποιήθηκε στη Γαλλική Κυβέρνηση στις 3 Μαΐου 2013.

7

Στην [επίδικη] απόφαση η Επιτροπή, προκειμένου να κρίνει εάν οι χορηγηθείσες στην SNCM και τη CMN αντισταθμίσεις συνιστούσαν κρατική ενίσχυση, εξέτασε εάν επληρούντο στην προκειμένη περίπτωση τα κριτήρια που είχε διαπλάσει το Δικαστήριο με την απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, C-280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, Συλλογή 2003, σ. I-7747 (στο εξής: κριτήρια Altmark). Κατόπιν τούτου, διαπίστωσε ότι η βασική υπηρεσία, η οποία παρέχεται από την SNCM και τη CMN, ανταποκρινόταν σε πραγματική ανάγκη για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, ενώ, αντιθέτως, η συμπληρωματική υπηρεσία, η οποία παρέχεται μόνον από την SNCM, δεν ήταν ούτε αναγκαία ούτε ανάλογη προς την ικανοποίηση τέτοιας ανάγκης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μόνον η βασική υπηρεσία πληρούσε το πρώτο από τα κριτήρια Altmark. Εν συνεχεία, εκτιμώντας ότι οι όροι του διαγωνισμού (βλ. σκέψη 1, ανωτέρω) δεν κατέστησαν δυνατή την επιλογή του υποψηφίου που ήταν σε θέση να παράσχει τις επίμαχες υπηρεσίες με το μικρότερο δυνατό κόστος για το κοινωνικό σύνολο και ότι οι γαλλικές αρχές δεν της είχαν προσκομίσει κανένα στοιχείο πρόσφορο να αποδείξει ότι οι αποζημιώσεις υπολογίζονταν με βάση το μοντέλο μίας μέσης επιχειρήσεως, χρηστώς διοικούμενης και καταλλήλως εξοπλισμένης, έκρινε ότι το τέταρτο κριτήριο Altmark δεν επληρούτο για καμία από τις δύο επίμαχες υπηρεσίες. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, οι επίμαχες αποζημιώσεις συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις [άρθρο 1 της (επίδικης) αποφάσεως].

8

Όσον αφορά τη συμβατότητα των εξεταζομένων ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η μεν βασική υπηρεσία αποτελούσε υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, αλλά ότι δεν ίσχυε το ίδιο για τη συμπληρωματική υπηρεσία. Κατά συνέπεια, έκρινε συμβατές με την εσωτερική αγορά μόνον τις αντισταθμίσεις που καταβλήθηκαν στην SNCM και τη CMN για τη βασική υπηρεσία [άρθρο 2, παράγραφος 2, της (επίδικης) αποφάσεως], ενώ, αντιθέτως, έκρινε ασύμβατες με την εσωτερική αγορά τις αντισταθμίσεις που καταβλήθηκαν μόνον στην SNCM για τη συμπληρωματική υπηρεσία [άρθρο 2, παράγραφος 1, της (επίδικης) αποφάσεως].

9

Κατά συνέπεια, βάσει του άρθρου 3 της [επίδικης] αποφάσεως, η Επιτροπή διέταξε την άμεση παύση της καταβολής των αντισταθμίσεων σχετικά με τη συμπληρωματική υπηρεσία και την ανάκτηση, από τον λήπτη, των ενισχύσεων που είχαν ήδη καταβληθεί προς αυτόν τον σκοπό —των οποίων το ποσό ανέρχεται περίπου στα 220 εκατομμύρια ευρώ—, διευκρινίζοντας ότι η εν λόγω ανάκτηση έπρεπε να είναι άμεση και αποτελεσματική και ότι οι γαλλικές αρχές όφειλαν να εξασφαλίσουν την εφαρμογή της εν λόγω αποφάσεως εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποιήσεώς της [άρθρο 4 της (επίδικης) αποφάσεως], ήτοι μέχρι την 3η Σεπτεμβρίου 2013. Οι γαλλικές αρχές ήταν υποχρεωμένες να ενημερώσουν την Επιτροπή, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της [επίδικης] αποφάσεως, μεταξύ άλλων, για το συνολικό ποσό που θα ανακτάτο από τον λήπτη, να υποβάλουν αναλυτική περιγραφή των ήδη ληφθέντων μέτρων και εκείνων που προβλέφθηκαν προς συμμόρφωση προς την εν λόγω απόφαση καθώς και τα έγγραφα που αποδείκνυαν ότι δόθηκε εντολή στον λήπτη να επιστρέψει την ενίσχυση (άρθρο 5).»

3

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Ιουλίου 2013, η Γαλλική Δημοκρατία άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως. Προς στήριξη της εν λόγω προσφυγής, υποστήριξε ότι η Επιτροπή είχε ερμηνεύσει εσφαλμένως την έννοια «κρατική ενίσχυση» υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον έκρινε ότι οι αντισταθμίσεις που καταβλήθηκαν στην SNCM και τη CMN βάσει της ΣΑΔΥ παρείχαν στους λήπτες τους επιλεκτικό πλεονέκτημα και χαρακτήρισε τις αντισταθμίσεις αυτές κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Επικουρικώς, η Γαλλική Δημοκρατία υποστήριξε ότι η Επιτροπή είχε παραβεί το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθόσον έκρινε ότι οι αντισταθμίσεις που καταβλήθηκαν στην SNCM για τη συμπληρωματική υπηρεσία συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις ασύμβατες με την εσωτερική αγορά, καθόσον η εν λόγω υπηρεσία δεν αποτελούσε υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος.

4

Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια μέρα, η Γαλλική Δημοκρατία υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζήτησε, κατ’ ουσίαν, από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου, να αναστείλει την εκτέλεση της επίδικης αποφάσεως, έως ότου το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί επί της κυρίας υποθέσεως. Με υπόμνημά της, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Ιουλίου 2013, η Επιτροπή ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Η Γαλλική Δημοκρατία απάντησε στις παρατηρήσεις της Επιτροπής με το από 8 Αυγούστου 2013 υπόμνημα. H Επιτροπή έλαβε θέση επ’ αυτού με το από 14 Αυγούστου 2013 υπόμνημα.

Η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

5

Ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, εκτιμώντας ότι είχε στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί επί της αιτήσεως χωρίς να απαιτείται προφορική ανάπτυξη των επιχειρημάτων των διαδίκων, αποφάσισε να εξετάσει, καταρχάς, εάν επληρούτο η προϋπόθεση του επείγοντος.

6

Ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου επισήμανε, στις σκέψεις 19 έως 22 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι, κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, η άμεση εφαρμογή της επίμαχης αποφάσεως, η οποία διέτασσε την ανάκτηση από την SNCM ποσού ύψους 220 εκατομμυρίων ευρώ, καθώς και την κατάργηση όλων των επόμενων της ημερομηνίας κοινοποιήσεως της εν λόγω αποφάσεως πληρωμών, θα είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια την αφερεγγυότητα και την εκκαθάριση της εν λόγω εταιρίας και, κατά συνέπεια, σοβαρή, ανεπανόρθωτη και επικείμενη ζημία για το οικείο κράτος μέλος. Κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, η εν λόγω ζημία, την οποία θα συνεπαγόταν η εκκαθάριση της εταιρίας, θα συνίστατο, πρώτον, στη διακοπή της εδαφικής συνοχής με την Κορσική, δεύτερον, σε κοινωνικές συγκρούσεις στην Κορσική και στον λιμένα της Μασσαλίας και, τρίτον, σε αρνητικές συνέπειες στην απασχόληση και την οικονομική δραστηριότητα, όχι μόνο στο πλαίσιο της εν λόγω κοινωνίας, αλλά επίσης στις τοπικές κοινωνίες της Μασσαλίας και της Κορσικής.

7

Στη σκέψη 27 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου επισήμανε ότι οι τρεις τύποι ζημίας που επικαλέστηκε η Γαλλική Δημοκρατία, μολονότι διακριτοί από τη δυνητική ατομική ζημία της SNCM, εξαρτώνται όλοι από τη θέση της τελευταίας σε εκκαθάριση. Εξέτασε, συνεπώς, στις σκέψεις 28 επ. της ως άνω διατάξεως, εάν η Γαλλική Δημοκρατία είχε αποδείξει ότι η εκτέλεση της επίδικης αποφάσεως θα συνεπαγόταν αναποφεύκτως την εκκαθάριση της εν λόγω εταιρίας.

8

Συναφώς, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου επισήμανε στη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως ότι απέκειτο στη Γαλλική Δημοκρατία, μοναδικό αποδέκτη της επίδικης αποφάσεως, να απαιτήσει την επιστροφή, εκ μέρους της SNCM, των προβαλλομένων κρατικών ενισχύσεων και να καταργήσει τις μελλοντικές καταβολές των αντισταθμίσεων μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2013, δεδομένου ότι η ως άνω απόφαση ήταν δεσμευτική μόνον έναντι των γαλλικών αρχών δυνάμει του άρθρου 288, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απεφάνθη ότι η επίδικη απόφαση δεν εξαρκούσε νομικώς να υποχρεώσει την εν λόγω εταιρία να επιστρέψει τις ως άνω ενισχύσεις ούτε να παραιτηθεί των ως άνω καταβολών. Επομένως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκρινε ότι μόνον η λήψη εκ μέρους των γαλλικών αρχών νομικώς δεσμευτικού μέτρου με σκοπό την εκτέλεση της επίδικης αποφάσεως θα μπορούσε να καταστήσει τον κίνδυνο θέσεως της SNCM υπό εκκαθάριση επαρκώς επικείμενο ώστε να δικαιολογείται η ζητηθείσα χορήγηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως.

9

Στις σκέψεις 30 έως 34 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου εξέτασε τη σημασία των εγγράφων που ο νομάρχης Κορσικής απηύθυνε στις 10 Ιουλίου 2013 στην περιφερειακή διοίκηση της Κορσικής και την SNCM. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αποστολή των εν λόγω δύο εγγράφων, την οποία δεν ακολούθησε καμία ενέργεια εκ μέρους των αποδεκτών τους, δεν μπορούσε να εκληφθεί ως λήψη μέτρων ικανών να υποχρεώσουν την SNCM να επιστρέψει τις ήδη καταβληθείσες ενισχύσεις και να ακυρώσουν τις έτι οφειλόμενες δόσεις, κατόπιν καταγγελίας της συμβάσεως αναθέσεως δημόσιας υπηρεσίας. Κατά συνέπεια, ο κίνδυνος θέσεως της SNCM υπό εκκαθάριση δεν μπορούσε να κριθεί ως επαρκώς επικείμενος ώστε να δικαιολογείται η ζητηθείσα αναστολή της εκτελέσεως της αποφάσεως.

10

Ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας στις σκέψεις 35 επ. της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως. Στη σκέψη 37 της εν λόγω διατάξεως, επισήμανε ιδίως ότι τα από 10 Ιουλίου 2013 έγγραφα του νομάρχη Κορσικής δεν μπορούσαν να εκληφθούν ως δεσμευτικά μέτρα με σκοπό την εκτέλεση της επίδικης αποφάσεως, κατά μείζονα λόγο καθόσον ο νομάρχης εξήγγειλε ρητώς σε αυτά την πρόθεση της Γαλλικής Δημοκρατίας να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως, καθώς και να ζητήσει αναστολή της εκτελέσεως αυτής με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Στη σκέψη 38 της ως άνω διατάξεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε το επιχείρημα κατά το οποίο απόκειται στην περιφερειακή διοίκηση της Κορσικής να εκδώσει τίτλο εισπράξεως, εκτιμώντας ότι η μη έκδοσή του ήταν, σε κάθε περίπτωση, καταλογιστέα στη Γαλλική Δημοκρατία.

11

Καθόσον η Γαλλική Δημοκρατία είχε υποστηρίξει ότι θα ήταν παράδοξο να υποχρεωθεί η ίδια να περατώσει τη διαδικασία ανακτήσεως των ήδη χορηγηθεισών ενισχύσεων μολονότι είχε ασκήσει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου υπενθύμισε, στη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι οι πράξεις των θεσμικών οργάνων απολαύουν του τεκμηρίου της νομιμότητας και ότι η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως ουδέν ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει, δυνάμει του άρθρου 278 ΣΛΕΕ, διότι η αναστολή εκτελέσεως χορηγείται μόνον από τον δικαστή. Επισήμανε επίσης, στο άρθρο 41 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας του Γενικού Δικαστηρίου, η Γαλλική Δημοκρατία δεν ήταν υποχρεωμένη να περατώσει τη διαδικασία ανακτήσεως των ενισχύσεων, αλλά να λάβει δεσμευτικά μέτρα. Συνεπώς, στη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ελλείψει δεσμευτικών μέτρων που να σκοπούν επιτακτικώς στην εκτέλεση της επίδικης αποφάσεως, της οποίας αναπόφευκτη συνέπεια θα ήταν η θέση της SNCM υπό εκκαθάριση, η Γαλλική Δημοκρατία δεν είχε αποδείξει ότι η προϋπόθεση του επείγοντος επληρούτο στην προκειμένη περίπτωση.

12

Στις σκέψεις 43 επ. της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου εξέτασε, δια παν ενδεχόμενο, την κατάσταση όπως θα διαμορφωνόταν στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία είχε ήδη λάβει τέτοια δεσμευτικά μέτρα στην προκειμένη περίπτωση. Έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, κατά πάγια νομολογία και λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, δεν είχε αποδειχθεί ότι η SNCM αδυνατούσε να αποφύγει μέσω εθνικών ένδικων βοηθημάτων τη θέση της υπό εκκαθάριση και, κατά συνέπεια, ούτε τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία προσβάλλοντας, ενώπιον του εθνικού δικαστή, τα εθνικά δεσμευτικά μέτρα που θα είχαν ληφθεί.

13

Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων αυτών, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου κατέληξε στο συμπέρασμα, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι έπρεπε να απορριφθεί η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων λόγω ελλείψεως επείγοντος, χωρίς να εξετάσει την προϋπόθεση περί fumus boni juris και χωρίς να προβεί σε στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων.

Αιτήματα των διαδίκων

14

Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη,

να επιλύσει το ίδιο την ένδικη διαφορά ή να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, και

να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

16

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει έναν και μόνο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση της προϋποθέσεως του επείγοντος. Ειδικότερα, η Γαλλική Δημοκρατία προσάπτει στον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου ότι εξήρτησε την πλήρωση αυτής της προϋποθέσεως, πρώτον, από την έκδοση εκ μέρους των αρμοδίων εθνικών αρχών εντάλματος εισπράξεως ή από την όχληση για την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως και, δεύτερον, από την απόδειξη ότι κανένα εθνικό ένδικο βοήθημα δεν θα καθιστούσε δυνατόν για την επιχείρηση που έλαβε την εν λόγω ενίσχυση να αντιταχθεί στην επιστροφή της και, κατά συνέπεια, να αποφύγει σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία.

17

Αντιθέτως, η Επιτροπή καλεί το Δικαστήριο να απορρίψει τις δύο ανωτέρω αιτιάσεις και, συνεπώς, την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της.

18

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, οι αιτήσεις προσωρινών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν «το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως τη λήψη των ζητουμένων προσωρινών μέτρων». Συνεπώς, η αναστολή εκτελέσεως και τα άλλα προσωρινά μέτρα μπορούν να διαταχθούν από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων εφόσον αποδεικνύεται ότι η λήψη τους δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως βάσει των προβαλλομένων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών (fumus boni juris) και ότι τα μέτρα αυτά είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως αφορώσας την ουσία της προσφυγής. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, οπότε οι αιτήσεις λήψεως προσωρινών μέτρων είναι απορριπτέες αν δεν πληρούται μία από αυτές [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C-268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-4971, σκέψη 30]. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, κατά περίπτωση, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C-445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-1461, σκέψη 73).

19

Σκοπός της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων είναι η εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της μελλοντικής οριστικής αποφάσεως, προκειμένου να αποφεύγονται τα κενά στη δικαστική προστασία που διασφαλίζει το Δικαστήριο. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού το επείγον πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ανάγκη που υπάρχει για την έκδοση προσωρινής αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία εις βάρος του αιτούντος την προσωρινή προστασία [βλ. τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2001, C-404/01 P(R), Επιτροπή κατά Euroalliages κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. Ι-10367, σκέψεις 61 και 62]. Στον διάδικο αυτό απόκειται να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αναμείνει την έκβαση της επί της ουσίας δίκης χωρίς να υποστεί ζημία αυτής της φύσεως (βλ. τη διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2000, C-278/00 R, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-8787, σκέψη 14).

20

Συναφώς, προκύπτει από τη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως ότι ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου εξέτασε το ζήτημα της υπάρξεως εθνικών ενδίκων βοηθημάτων που θα μπορούσε να ασκήσει η SNCM κατ’ επάλληλη σκέψη, για την περίπτωση που, αντιθέτως προς την κρίση στην οποία κατέληξε στη σκέψη 42 της διατάξεως αυτής, ήθελε κριθεί ότι οι γαλλικές αρχές απέδειξαν ότι είχαν ήδη λάβει δεσμευτικά μέτρα με σκοπό την εκτέλεση της επίδικης αποφάσεως. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, οι αιτιάσεις που στρέφονται κατά επαλλήλων σημείων του σκεπτικού αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να επιφέρουν την αναίρεσή της και συνεπώς είναι αλυσιτελείς (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-5425, σκέψη 148, καθώς και διάταξη της 23ης Φεβρουαρίου 2006, C‑171/05 P, Piau κατά Επιτροπής, σκέψη 86).

21

Πρέπει λοιπόν να εξετασθεί, καταρχάς, εάν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 42 της ως άνω διατάξεως σχετικά με την έλλειψη δεσμευτικών μέτρων και, κατά συνέπεια, την εξ αυτής απορρέουσα έλλειψη επείγοντος, ενέχει εν προκειμένω την προβαλλόμενη από την αναιρεσείουσα πλάνη περί το δίκαιο.

22

Η Γαλλική Δημοκρατία αναγνωρίζει ότι είναι εύλογο να απαιτείται από την επιχείρηση που έλαβε την ενίσχυση να αποδείξει ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές έλαβαν μέτρα ανακτήσεως της επίμαχης ενισχύσεως και, ελλείψει μιας τέτοιας αποδείξεως, να θεωρείται ότι η προϋπόθεση του επείγοντος δεν πληρούται. Συγκεκριμένα, επισημαίνει ορθώς ότι μόνον οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν να επιβάλουν στην επιχείρηση που έλαβε την ενίσχυση την επιστροφή της εν λόγω ενισχύσεως και ότι η απόφαση της Επιτροπής με την οποία διατάσσεται το κράτος μέλος να ανακτήσει την επίμαχη ενίσχυση δεν επιβάλλει, αντιθέτως, καμία υποχρέωση νομικώς δεσμευτική στην εν λόγω επιχείρηση, με αποτέλεσμα αυτή να μην μπορεί να δικαιολογήσει κίνδυνο σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας όσο οι εθνικές αρχές δεν έχουν λάβει δεσμευτικά μέτρα για την κατάργηση και την ανάκτηση της εν λόγω ενισχύσεως. Παρά ταύτα, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι αυτός ο κανόνας δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων που ασκούνται από τα ίδια τα κράτη μέλη στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, διότι θα ήταν παράδοξο, κατ’ αυτήν, να εξαρτάται το βάσιμο αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων που ασκήθηκε από κράτος μέλος στον τομέα αυτό από τη λήψη δεσμευτικών μέτρων για την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως εκ μέρους των εθνικών αρχών του εν λόγω κράτους.

23

Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί την προκειμένη επί της οποίας ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου στήριξε τον συλλογισμό του, στη σκέψη 27 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι δηλαδή η επέλευση της φερόμενης ως σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας που αυτή επικαλείται προϋποθέτει τη θέση της SNCM υπό εκκαθάριση. Συνεπώς, καθόσον, όπως ορθώς υποστηρίζει και η ίδια η Γαλλική Δημοκρατία, η επίδικη απόφαση δεν επιβάλλει στην SNCM καμία υποχρέωση επιστροφής, δεδομένου ότι η τελευταία δεν είναι ο αποδέκτης της αποφάσεως, η εν λόγω εταιρία δεν κινδυνεύει να τεθεί υπό εκκαθάριση όσο χρόνο οι εθνικές αρχές δεν έχουν λάβει δεσμευτικά μέτρα για την επανάκτηση της επίδικης ενισχύσεως. Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν μπορεί, υπό τις συνθήκες αυτές, να επικαλεστεί πιθανή επέλευση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας ελλείψει λήψεως, από τις αρχές του, τέτοιων μέτρων.

24

Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Γαλλικής Δημοκρατίας, η οποία υπογραμμίζει το «παράδοξο» φαινόμενο κράτος μέλος να οφείλει να λάβει δεσμευτικά μέτρα για την ανάκτηση ενισχύσεως προκειμένου να του χορηγηθεί αναστολή εκτελέσεως αποφάσεως η οποία το υποχρεώνει να ανακτήσει την ίδια αυτή ενίσχυση, αρκεί να υπομνησθεί ότι η αναγκαστική έναρξη διαδικασίας ανακτήσεως ενισχύσεως χορηγηθείσας από κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 83, σ. 1), λόγω του ότι η ενίσχυση αυτή είναι ασύμβατη με την εσωτερική αγορά, επιβάλλει στο οικείο κράτος μέλος να λάβει, ενάντια στη βούλησή του, νομικώς δεσμευτικά μέτρα, προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν για αυτό από το δίκαιο της Ένωσης.

25

Εξάλλου, όπως ορθώς υπενθύμισε στη σκέψη 14 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, το άρθρο 278 ΣΛΕΕ καθιερώνει την αρχή του μη ανασταλτικού χαρακτήρα των προσφυγών, με αποτέλεσμα η αναστολή πράξεως της οποίας ζητείται η ακύρωση, την οποία οι διοικούμενοι έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν δυνάμει της ίδιας διατάξεως, να έχει εξαιρετικό χαρακτήρα.

26

Συνάγεται εκ των ανωτέρω ότι η υποχρέωση κράτους μέλους να λάβει δεσμευτικά μέτρα για την ανάκτηση ενισχύσεως, μολονότι ζητεί, από τον δικαστή της Ένωσης, την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής η οποία το υποχρεώνει να λάβει τα ίδια αυτά μέτρα, απορρέει από την προβλεπόμενη από το δίκαιο της Ένωσης διαδικασία και την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών.

27

Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εξαρτώντας την πλήρωση της προϋποθέσεως περί επείγοντος από τη λήψη, εκ μέρους των αρμοδίων εθνικών αρχών, δεσμευτικών μέτρων για την ανάκτηση της επίδικης ενισχύσεως. Επομένως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, έχοντας επίσης διαπιστώσει, ιδίως στις σκέψεις 33 και 37 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, χωρίς ως προς αυτό η Γαλλική Δημοκρατία να του προσάπτει παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν είχε λάβει τέτοια μέτρα, ορθώς έκρινε, στη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι το τελευταίο δεν είχε αποδείξει ότι η προϋπόθεση του επείγοντος επληρούτο στην προκειμένη περίπτωση.

28

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί η επιχειρηματολογία της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με την ύπαρξη εθνικών ενδίκων βοηθημάτων τα οποία καθιστούν δυνατή για την SNCM τη χορήγηση, ενδεχομένως, αναστολής εκτελέσεως των δεσμευτικών μέτρων που οι γαλλικές αρχές οφείλουν να λάβουν, καθόσον ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου εξέτασε το ζήτημα αυτό επαλλήλως.

Επί των δικαστικών εξόδων

29

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ως άνω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Γαλλικής Δημοκρατίας στα δικαστικά έξοδα και η Γαλλική Δημοκρατία ηττήθηκε ως προς τον μοναδικό προβληθέντα από αυτή λόγο αναιρέσεως, πρέπει η τελευταία να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, ο Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top