Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CO0506

    Διαταξη του Αντιπροεδρου του Δικαστηριου της 19ης Δεκεμβρίου 2013.
    Lito Maieftiko Gynaikologiko kai Cheirourgiko Kentro AE κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Ασφαλιστικά μέτρα - Αίτηση αναίρεσης - Αναστολή της εκτέλεσης απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου - Χρηματοδοτική συνδρομή για ένα πρόγραμμα ιατρικής έρευνας - Χρεωστικό σημείωμα για την ανάκτηση ενός μέρους της χρηματοδοτικής συνδρομής - Ακυρωτικό αίτημα - Ανταγωγή με αίτημα την καταβολή χρηματικού ποσού - Επιβολή της υποχρέωσης καταβολής του ποσού αυτού.
    Υπόθεση C-506/13 P(R).

    Συλλογή της Νομολογίας 2013 -00000

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2013:882

    ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

    της 19ης Δεκεμβρίου 2013 (*)

    «Ασφαλιστικά μέτρα — Αίτηση αναίρεσης — Αναστολή της εκτέλεσης απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου — Χρηματοδοτική συνδρομή για ένα πρόγραμμα ιατρικής έρευνας — Χρεωστικό σημείωμα για την ανάκτηση ενός μέρους της χρηματοδοτικής συνδρομής — Ακυρωτικό αίτημα — Ανταγωγή με αίτημα την καταβολή χρηματικού ποσού — Επιβολή της υποχρέωσης καταβολής του ποσού αυτού»

    Στην υπόθεση C‑506/13 P-R,

    με αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτέλεσης που υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 278 ΣΛΕΕ στις 23 Σεπτεμβρίου 2013,

    Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο AE, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από την Ε. Τζαννίνη, δικηγόρο,

    αιτούσα,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τη S. Lejeune, επικουρούμενη από την Ε. Πετρίτση, δικηγόρο,

    καθής πρωτοδίκως,

    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,

    αφού άκουσε τον πρώτο γενικό εισαγγελέα P. Cruz Villalón,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    1        Η Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο AE (στο εξής: εταιρία Λητώ), με την αίτηση αναίρεσης που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11 Σεπτεμβρίου 2013, ζητεί την ακύρωση της απόφασης που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 9 Ιουλίου 2013 στην υπόθεση T‑552/11, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), και με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αφενός απέρριψε την προσφυγή ακύρωσης του χρεωστικού σημειώματος που είχε εκδώσει η Επιτροπή στις 9 Σεπτεμβρίου 2011 για την ανάκτηση του ποσού των 83 001,09 ευρώ (στο εξής: επίμαχο ποσό) που είχε καταβληθεί στην αιτούσα στο πλαίσιο χρηματοδοτικής συνδρομής για ένα πρόγραμμα ιατρικής έρευνας (στο εξής: χρεωστικό σημείωμα) και αφετέρου δέχτηκε την ανταγωγή με την οποία ζητούνταν να υποχρεωθεί η εταιρία Λητώ να καταβάλει το εν λόγω ποσό εντόκως.

    2        Η εταιρία Λητώ, με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Σεπτεμβρίου 2013, υπέβαλε, με βάση τα άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ, την υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητεί την αναστολή της εκτέλεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    3        Η Επιτροπή διατύπωσε τις παρατηρήσεις της στις 21 Νοεμβρίου 2013. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

     Ιστορικό της διαφοράς

    4        Η εταιρία Λητώ είναι μαιευτήριο ειδικευμένο στους τομείς της μαιευτικής, της γυναικολογίας και της χειρουργικής. Είναι μέλος σύμπραξης που συνήψε με την Επιτροπή σύμβαση σχετικά με ένα πρόγραμμα ιατρικής έρευνας (στο εξής: πρόγραμμα), σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή αναλάμβανε την υποχρέωση χορήγησης χρηματικής συνδρομής με την καταβολή μιας σειράς δόσεων. Το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε το 2006, αλλά η Επιτροπή δεν έχει καταβάλει ακόμη στην εταιρία Λητώ την τελευταία δόση της χρηματικής συνδρομής.

    5        Τον Αύγουστο του 2009 η εταιρία Λητώ υποβλήθηκε σε οικονομικό έλεγχο λόγω της συμμετοχής της στο πρόγραμμα. Τον Δεκέμβριο του 2009 η Επιτροπή την πληροφόρησε ότι συμφωνούσε με τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου, κατά τα οποία ένα μέρος της αρχικά προβλεπόμενης οικονομικής συμμετοχής στο πρόγραμμα δεν μπορούσε να εγκριθεί, διότι δεν υπήρχαν δελτία παρουσίας που να πιστοποιούν τον αριθμό των ωρών απασχόλησης του προσωπικού της εταιρίας Λητώ για το εν λόγω πρόγραμμα.

    6        Η Επιτροπή, κατόπιν ανταλλαγής επιστολών με την εταιρία Λητώ, της κοινοποίησε στις 16 Σεπτεμβρίου 2011 το χρεωστικό σημείωμα, με το οποίο της επισήμανε ότι όφειλε να καταβάλει το επίμαχο ποσό μέχρι τις 24 Οκτωβρίου 2011 και ότι υπήρχε κίνδυνος αφενός να υποχρεωθεί να καταβάλει τόκους υπερημερίας, αν δεν κατέβαλλε το εν λόγω ποσό εμπρόθεσμα, και αφετέρου να κινηθεί εναντίον της διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 299 ΣΛΕΕ.

    7        Η εταιρία Λητώ, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Οκτωβρίου 2011, άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του χρεωστικού σημειώματος.

    8        Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, η εταιρία Λητώ υπέβαλε αίτηση αναστολής της εκτέλεσης του χρεωστικού σημειώματος. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου με διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 2011, T‑552/11 R, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής.

    9        Η Επιτροπή, με το υπόμνημα αντίκρουσης που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Ιανουαρίου 2012, άσκησε ανταγωγή, με αίτημα να υποχρεωθεί η εταιρία Λητώ να της καταβάλει το ποσό των 83 944,80 ευρώ, δηλαδή το άθροισμα του επίμαχου κεφαλαίου και των τόκων υπερημερίας, ύψους 943,71 ευρώ, που είχαν καταστεί απαιτητοί στις 15 Ιανουαρίου 2012, καθώς και το ποσό των 11,37 ευρώ ημερησίως ως τόκους υπερημερίας απαιτητούς από τις 16 Ιανουαρίου 2012 έως την ολοσχερή εξόφληση της οφειλής.

    10      Το Γενικό Δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε την προσφυγή ακύρωσης ως απαράδεκτη και επέβαλε στην εταιρία Λητώ την υποχρέωση να καταβάλει στην Επιτροπή το επίμαχο κεφάλαιο και 11,37 ευρώ ημερησίως ως τόκους υπερημερίας απαιτητούς από 25ης Οκτωβρίου 2011 έως την ολοσχερή εξόφληση της κύριας οφειλής.

     Επί της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων

    11      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η άσκηση αναίρεσης κατά απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου δεν έχει καταρχήν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Εντούτοις, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 278 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο μπορεί, αν κρίνει ότι επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Φεβρουαρίου 2002, C‑486/01 P‑R και C‑488/01 P‑R, Front national και Martinez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑1843, σκέψη 71).

    12      Το άρθρο 160, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προβλέπει ότι οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν «το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται». Επομένως, η αναστολή εκτέλεσης και τα άλλα προσωρινά μέτρα μπορούν να διατάσσονται από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον αποδεικνύεται ότι η χορήγησή τους δικαιολογείται, εκ πρώτης όψεως, από τα πραγματικά και νομικά περιστατικά (fumus boni juris) και ότι είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της απόφασης στην κύρια υπόθεση. Οι προϋποθέσεις αυτές τίθενται σωρευτικώς, οπότε οι αιτήσεις προσωρινών μέτρων πρέπει να απορρίπτονται, όταν δεν πληρούται έστω και μία από αυτές. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, αν το κρίνει αναγκαίο, στη στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2005, C‑404/04 P‑R, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑3539, σκέψεις 10 και 11 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    13      Εν προκειμένω πρέπει να εξεταστεί καταρχάς αν η εταιρία Λητώ απέδειξε ότι πληρούται η προϋπόθεση του επείγοντος.

    14      Η εταιρία Λητώ υποστηρίζει κατ’ ουσία ότι η Επιτροπή κατέληξε σε εσφαλμένα πορίσματα κατά τον οικονομικό έλεγχο που διεξήγαγε. Η Επιτροπή επομένως, στηριζόμενη κακώς στα πορίσματα αυτά κατά την έκδοση του χρεωστικού σημειώματος, με το οποίο αρνήθηκε να αναλάβει ένα μέρος της χρηματοδοτικής συνδρομής που είχε δεσμευτεί να χορηγήσει για το πρόγραμμα, υπέπεσε σε νομικά σφάλματα, παραβιάζοντας, μεταξύ άλλων, την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η παράνομη αυτή συμπεριφορά προξένησε σημαντική ζημία στην εταιρία Λητώ.

    15      Η εταιρία Λητώ ισχυρίζεται ότι έχει τη φήμη ότι παρέχει υπηρεσίες υψηλής ποιότητας και τεχνολογίας. Η ίδια έδωσε προτεραιότητα στο πρόγραμμα, καθόσον επένδυσε σημαντικούς πόρους στην υλοποίησή του. Το γεγονός ότι, σε μια δύσκολη οικονομική συγκυρία και χωρίς να έχει καταβληθεί η τελευταία δόση της χρηματοδότησης της Επιτροπής, η Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο την υποχρεώνουν επιπλέον να επιστρέψει το επίμαχο ποσό αποτελεί δυσμενή μεταχείρισή της, η οποία επιτείνει την οικονομική της θέση. Η άρνηση πληρωμής για το ερευνητικό έργο που έχει ολοκληρωθεί στο πλαίσιο του προγράμματος, και μάλιστα για καθαρά τυπικούς λόγους, ισοδυναμεί με ακύρωση ολόκληρου του έργου αυτού.

    16      Κατά την εταιρία Λητώ, η τυχόν εκτέλεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η οποία θα προκαλούσε τη διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησής της, έστω και για μία ημέρα, θα έπληττε ανεπανόρθωτα τη φήμη της, η οποία έχει ήδη πληγεί λόγω της συμπεριφοράς της Επιτροπής στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης. Επιπλέον, η εκτέλεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης θα προκαλούσε λογιστική απομείωση των κερδών λόγω της μη λειτουργίας ενός από τα πιο γνωστά μαιευτήρια των Αθηνών και θα είχε αντίκτυπο στις ελληνικές οικογένειες, οι οποίες δεν θα μπορούσαν πλέον να επωφελούνται των υπηρεσιών της κατά τις κρίσιμες ώρες ενός τοκετού ή άλλων χρήσιμων εξετάσεων που αφορούν τη γέννηση ενός τέκνου.

    17      Η Επιτροπή θεωρεί ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων είναι απαράδεκτη, αφενός επειδή δεν ανταποκρίνεται στις δικονομικές απαιτήσεις που θέτουν τα άρθρα 120 έως 122 και 160 του Κανονισμού Διαδικασίας και αφετέρου επειδή η αίτηση αναίρεσης στο πλαίσιο της οποίας έχει υποβληθεί είναι και αυτή απαράδεκτη. Ειδικότερα, η επιχειρηματολογία της εταιρίας Λητώ σχετικά με την προϋπόθεση του επείγοντος δεν εκθέτει με επαρκή σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους η αιτούσα θεωρεί ότι, αν δεν γίνει δεκτό το αίτημά της να ανασταλεί η εκτέλεση, θα υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία. Εν πάση περιπτώσει, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων είναι, κατά την Επιτροπή πάντα, αβάσιμη, ιδίως όσον αφορά το επείγον.

    18      Συναφώς υπενθυμίζεται ότι ο σκοπός της διαδικασίας λήψης ασφαλιστικών μέτρων είναι η διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της μελλοντικής οριστικής απόφασης, προκειμένου να αποφεύγονται τα κενά στη δικαστική προστασία που διασφαλίζει το Δικαστήριο (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 2001, C‑180/01 P‑R, Επιτροπή κατά NALOO, Συλλογή 2001, σ. I‑5737, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, το επείγον πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ανάγκη έκδοσης προσωρινής απόφασης, προκειμένου να αποτραπεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο που ζητεί την προσωρινή προστασία (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2003, C‑39/03 P-R, Επιτροπή κατά Artegodan κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I‑4485, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    19      Στον διάδικο που προβάλλει τον κίνδυνο σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας εναπόκειται να αποδείξει την ύπαρξη του κινδύνου αυτού (προπαρατεθείσα διάταξη Επιτροπή κατά Artegodan κ.λπ., σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 4ης Δεκεμβρίου 1991, C-225/91 R, Matra κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I-5823, σκέψη 19). Μολονότι δεν απαιτείται συναφώς απόλυτη βεβαιότητα ως προς την επέλευση της ζημίας και αρκεί η σοβαρή πιθανότητα επέλευσής της, εντούτοις ο αιτών υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το ενδεχόμενο μιας τέτοιας ζημίας (προπαρατεθείσες διατάξεις Επιτροπή κατά NALOO, σκέψη 53, και Επιτροπή κατά Artegodan κ.λπ., σκέψη 42).

    20      Εξάλλου, όταν η προβαλλόμενη ζημία είναι οικονομικής φύσης, τα προσωρινά μέτρα που αφορά η αίτηση δικαιολογούνται αν προκύπτει ότι, σε περίπτωση που δεν διαταχθούν τα μέτρα αυτά, ο αιτών θα περιέλθει σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητά του πριν από την έκδοση της απόφασης για την περάτωση της δίκης επί της ουσίας ή ότι τα μερίδια αγοράς που ελέγχει θα μεταβληθούν σημαντικά, από την άποψη ιδίως του μεγέθους και του κύκλου εργασιών της επιχείρησής του, καθώς και των χαρακτηριστικών του ομίλου στον οποίο ανήκει [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 7ης Μαρτίου 2013, C‑551/12 P(R), EDF κατά Επιτροπής, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Πράγματι, όταν συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις, μπορεί να γίνεται δεκτό ότι η οικονομικής φύσης ζημία είναι ανεπανόρθωτη.

    21      Η ζημία που ισχυρίζεται ότι θα υποστεί εν προκειμένω η εταιρία Λητώ είναι πράγματι οικονομικής φύσης, αφού ενδέχεται να προκύψει από την επιβολή στην εταιρία αυτή της υποχρέωσης να καταβάλει το επίμαχο ποσό εντόκως, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει ευθύς εξαρχής να απορριφθούν τα επιχειρήματα της εταιρίας Λητώ ότι, κατ’ ουσία, η εκτέλεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης θα επιδείνωνε την οικονομική της κατάσταση και θα ισοδυναμούσε, αν ληφθούν υπόψη τα νομικά σφάλματα που ενέχει, κατά την εν λόγω εταιρία, το χρεωστικό σημείωμα που εξέδωσε η Επιτροπή, με ακύρωση ολόκληρου του ερευνητικού έργου που έχει ολοκληρωθεί από την εν λόγω εταιρία στο πλαίσιο του προγράμματος. Πράγματι, με τα επιχειρήματα αυτά δεν αποδεικνύεται ότι η προβαλλόμενη ζημία είναι ανεπανόρθωτη, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε στην αμέσως προηγούμενη σκέψη, αφού, ακόμη και αν θεωρηθούν βάσιμα, δεν αποδεικνύουν ότι συντρέχει καμία από τις δύο περιπτώσεις οι οποίες αναφέρθηκαν στην εν λόγω σκέψη.

    22      Η εταιρία Λητώ ισχυρίζεται βέβαια ότι η εκτέλεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης θα οδηγήσει σε προσωρινή έστω διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησής της. Ο ισχυρισμός της όμως αυτός δεν στηρίζεται σε κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα και σε κανένα αριθμητικό στοιχείο σχετικά με την οικονομική της κατάσταση που να μπορεί να αποδείξει ότι η αναγκαστική πληρωμή ενός ποσού που ανέρχεται σε 90 000 ευρώ περίπου, μαζί με τους τόκους υπερημερίας, θα μπορούσε να έχει αυτό το αποτέλεσμα, πράγμα άλλωστε απίθανο, αφού πρόκειται για μαιευτήριο που, σύμφωνα με την περιγραφή που περιέχεται στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, δεν είναι μικρού μεγέθους. Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία αυτή δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι η εκτέλεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της εταιρίας Λητώ πριν από την έκδοση της απόφασης για την περάτωση της δίκης επί της ουσίας.

    23      Όσον αφορά την πιθανότητα να χάσει ανεπανόρθωτα η εταιρία Λητώ μερίδια αγοράς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω εταιρία δεν διατυπώνει κανένα ισχυρισμό επ’ αυτού, αλλά ισχυρίζεται αντίθετα ότι η μη παροχή των υπηρεσιών της θα πλήξει τους ασθενείς της. Όσον αφορά την τελευταία αυτή βλάβη και τον ισχυρισμό της εταιρίας Λητώ ότι η εκτέλεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης θα έβλαπτε ανεπανόρθωτα τη φήμη της, αρκεί η παρατήρηση εν προκειμένω ότι, κατά την εταιρία Λητώ, η βλάβη αυτή, την οποία θα υφίσταντο τρίτοι, και η βλάβη της φήμης της θα οφείλονταν στην προσωρινή έστω διακοπή της λειτουργίας της. Όπως όμως έγινε δεκτό με την αμέσως προηγούμενη σκέψη, η εταιρία Λητώ δεν απέδειξε ότι η εκτέλεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης μπορεί να έχει το αποτέλεσμα αυτό. Επομένως, ούτε η επιχειρηματολογία σχετικά με τη βλάβη της φήμης της εταιρίας Λητώ μπορεί να γίνει δεκτή.

    24      Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η εταιρία Λητώ δεν απέδειξε ότι η εκτέλεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης μπορεί να της προξενήσει ανεπανόρθωτη ζημία ή βλάβη. Κατά συνέπεια, δεν πληρούται η προϋπόθεση του επείγοντος, οπότε η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί η προϋπόθεση για την ύπαρξη fumus boni juris ή να γίνει στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων.

    Για τους λόγους αυτούς, ο Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου:

    1)      Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

    2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

    Top