Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0599

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 2014.
Somalische Vereniging Amsterdam en Omgeving (Somvao) κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie.
Αίτηση του Raad van State για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή — Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 — Άρθρο 4 — Γενικός προϋπολογισμός της Ένωσης — Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 — Άρθρο 53β, παράγραφος 2 — Απόφαση 2004/904/ΕΚ — Ευρωπαϊκό Ταμείο για τους Πρόσφυγες για την περίοδο 2005-2010 — Άρθρο 25, παράγραφος 2 — Νομική βάση της υποχρεώσεως ανακτήσεως επιδοτήσεως σε περίπτωση παρατυπίας.
Υπόθεση C‑599/13.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2014:2462

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 18ης Δεκεμβρίου 2014 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 — Άρθρο 4 — Γενικός προϋπολογισμός της Ένωσης — Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 — Άρθρο 53β, παράγραφος 2 — Απόφαση 2004/904/ΕΚ — Ευρωπαϊκό Ταμείο για τους Πρόσφυγες για την περίοδο 2005-2010 — Άρθρο 25, παράγραφος 2 — Νομική βάση της υποχρεώσεως ανακτήσεως επιδοτήσεως σε περίπτωση παρατυπίας»

Στην υπόθεση C‑599/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Raad van State (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Νοεμβρίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Somalische Vereniging Amsterdam en Omgeving (Somvao)

κατά

Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Ó Caoimh, C. Toader (εισηγήτρια), E. Jarašiūnas και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Bulterman και M. Noort καθώς και από τον J. Langer,

η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την N. Grünberg,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την D. Maidani, καθώς και από τους B.‑R. Killmann και G. Wils,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1), του άρθρου 53β, παράγραφος 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1995/2006 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ L 390, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1605/2002), καθώς και του άρθρου 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2004/904/ΕΚ του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2004, για τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Ταμείου για τους Πρόσφυγες για την περίοδο 2005‑2010 (ΕΕ L 381, σ. 52).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Somalische Vereniging Amsterdam en Omgeving (Σομαλική ένωση Άμστερνταμ και περιχώρων, στο εξής: Somvao), ενώσεως με έδρα το Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες), και του Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie (Υφυπουργού ασφάλειας και δικαιοσύνης, στο εξής: Staatssecretaris), σχετικά με την απόφαση του δεύτερου περί μειώσεως και ανακτήσεως μέρους του ποσού της επιδοτήσεως που χορηγήθηκε στην εν λόγω ένωση από το Ευρωπαϊκό Tαμείο για τους Πρόσφυγες.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 4253/88

3

Το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2052/88 όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ L 374, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2082/93 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1993 (ΕΕ L 193, σ. 20, στο εξής: κανονισμός 4253/88), ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Για να εξασφαλίζεται η επιτυχία των δράσεων που εκτελούν δημόσιοι ή ιδιωτικοί επιχειρηματικοί φορείς, τα κράτη μέλη λαμβάνουν, κατά την υλοποίηση των δράσεων, τα αναγκαία μέτρα ώστε:

να εξακριβώνεται τακτικά ότι οι δράσεις που χρηματοδοτούνται από την Κοινότητα έχουν εκτελεσθεί σωστά,

να προλαμβάνονται και να διώκονται οι παρατυπίες,

να ανακτώνται τα απολεσθέντα κεφάλαια λόγω κατάχρησης ή παράλειψης. Το κράτος μέλος ευθύνεται επικουρικά για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, εκτός αν το κράτος μέλος και/ή ο ενδιάμεσος και/ή ο επιχειρηματικός φορέας αποδείξουν ότι δεν ευθύνονται για την κατάχρηση ή την παράλειψη. Για τις συνολικές επιχορηγήσεις, ο ενδιάμεσος μπορεί, με τη σύμφωνη γνώμη του κράτους μέλους και της Επιτροπής, να προσφεύγει σε τραπεζική εγγύηση ή σε οποιαδήποτε άλλη ασφάλιση η οποία καλύπτει τον κίνδυνο αυτό.

[…]»

Ο κανονισμός 2988/95

4

Η τρίτη, η τέταρτη και η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2988/95 έχουν ως εξής:

«[εκτιμώντας] ότι οι διαδικασίες [της] αποκεντρωμένης [οικονομικής] διαχείρισης και των συστημάτων ελέγχου αποτελούν αντικείμενο διάφορων λεπτομερών διατάξεων σύμφωνα με τις εν λόγω κοινοτικές πολιτικές· ότι έχει, εντούτοις, μεγάλη σημασία η καταπολέμηση των πράξεων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων σε όλους τους τομείς·

[εκτιμώντας] ότι η αποτελεσματική καταπολέμηση της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων απαιτεί την καθιέρωση ενός κοινού νομικού πλαισίου σε όλους τους τομείς που καλύπτονται από τις κοινοτικές πολιτικές·

[εκτιμώντας] ότι τα είδη συμπεριφοράς που στοιχειοθετούν παρατυπίες καθώς και τα αντίστοιχα διοικητικά μέσα και κυρώσεις προβλέπονται σε τομεακούς κανόνες σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό».

5

Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεσπίζονται γενικοί κανόνες σχετικά με ομοιογενείς ελέγχους, καθώς και με διοικητικά μέτρα και κυρώσεις για τις παρατυπίες βάσει του κοινοτικού δικαίου.

2.   Παρατυπία συνιστά κάθε παράβαση διατάξεως του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός των Κοινοτήτων ή προϋπολογισμός διαχειριζόμενος από τις Κοινότητες, είτε με τη μείωση ή ματαίωση εσόδων που προέρχονται από ίδιους πόρους που εισπράττονται απευθείας για λογαριασμό της Κοινότητας είτε με αδικαιολόγητη δαπάνη.»

6

Το άρθρο 4 του κανονισμού 2988/95, το οποίο εντάσσεται στον τίτλο II του κανονισμού, ο οποίος επιγράφεται «Διοικητικά μέτρα και κυρώσεις», προβλέπει τα εξής:

«1.   Κάθε παρατυπία συνεπάγεται, κατά γενικό κανόνα, την αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους:

με την υποχρέωση καταβολής των οφειλομένων ή επιστροφής των αδικαιολογήτως εισπραχθέντων ποσών,

[…]

2.   Η εφαρμογή των μέτρων της παραγράφου 1 περιορίζεται στην αφαίρεση του εξασφαλισθέντος οφέλους προσαυξημένου, εφόσον προβλέπεται, με τόκους που δύνανται να καθοριστούν κατ’ αποκοπήν.

[…]

4.   Τα μέτρα του παρόντος άρθρου δεν θεωρούνται κυρώσεις.»

Ο κανονισμός 1605/2002

7

Ο τίτλος IV του κανονισμού 1605/2002, ο οποίος βρίσκεται στο πρώτο μέρος του ως άνω κανονισμού, φέρει τον τίτλο «Εκτέλεση του προϋπολογισμού». Το κεφάλαιο 2 του τίτλου IV αφορά τον τρόπο εκτελέσεως του προϋπολογισμού. Περιλαμβάνει τα άρθρα 53 έως 57 του κανονισμού αυτού. Το άρθρο 53 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 53α έως 53δ, με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

με κεντρική διαχείριση·

β)

με επιμερισμένη ή αποκεντρωμένη διαχείριση, ή

γ)

από κοινού διαχείριση με διεθνείς οργανισμούς.»

8

Το άρθρο 53β του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«1.   Όταν η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό υπό καθεστώς επιμερισμένης διαχείρισης, τα εκτελεστικά καθήκοντα ανατίθενται στα κράτη μέλη. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται ιδίως για τις ενέργειες στις οποίες αναφέρονται οι τίτλοι Ι και ΙΙ του μέρους ΙΙ.

2.   Με την επιφύλαξη των συμπληρωματικών διατάξεων που περιλαμβάνονται στις οικείες τομεακές ρυθμίσεις και για να εξασφαλίζεται η χρησιμοποίηση των πόρων σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες και αρχές, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα που είναι αναγκαία για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων. Προς το σκοπό αυτό ιδίως:

[…]

γ)

ανακτούν τους πόρους που καταβάλλονται κατά λάθος ή χρησιμοποιούνται εσφαλμένα ή εξαφανίζονται λόγω παρατυπιών ή σφαλμάτων·

[…]

Προς τούτο, τα κράτη μέλη διεξάγουν ελέγχους και θέτουν σε λειτουργία αποτελεσματικό και αποδοτικό σύστημα εσωτερικών ελέγχων […]. Εφόσον κρίνεται αναγκαίο και ενδεδειγμένο, κινούν νομικές διαδικασίες.

[…]»

9

Το άρθρο 53β του κανονισμού 1605/2002 καταργήθηκε από 31ης Δεκεμβρίου 2013 με το άρθρο 212 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298, σ. 1).

Η απόφαση 2004/904

10

Υπό τον τίτλο «Λογιστικοί έλεγχοι και δημοσιονομικές διορθώσεις που πραγματοποιούνται από τα κράτη μέλη», το άρθρο 25 της αποφάσεως 2004/904 ορίζει τα εξής:

«1.   Υπό την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Επιτροπής για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κράτη μέλη φέρουν την ευθύνη σε πρώτο βαθμό για τον δημοσιονομικό έλεγχο των ενεργειών. Για το σκοπό αυτό, λαμβάνουν ιδίως τα ακόλουθα μέτρα:

[…]

β)

προλαμβάνουν, εντοπίζουν και διορθώνουν τις παρατυπίες, τις κοινοποιούν στην Επιτροπή σύμφωνα με τους κανόνες και την τηρούν ενήμερη όσον αφορά την εξέλιξη των διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών·

[…]

2.   Τα κράτη μέλη προβαίνουν στις απαραίτητες δημοσιονομικές διορθώσεις όταν διαπιστώνεται παρατυπία, λαμβάνοντας υπόψη το μεμονωμένο ή συστηματικό χαρακτήρα της. Οι διορθώσεις συνίστανται σε ολική ή μερική κατάργηση της συμμετοχής της Κοινότητας και οδηγούν, σε περίπτωση μη επιστροφής του ποσού κατά τη λήξη της προθεσμίας που ορίζεται από το οικείο κράτος μέλος, στην καταβολή τόκων υπερημερίας, με το προβλεπόμενο στο άρθρο 26 παράγραφος 4 επιτόκιο.

[…]»

11

Το άρθρο 32 της αποφάσεως αυτής, που τιτλοφορείται «Αποδέκτες», έχει ως εξής:

«Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.»

Η απόφαση 2006/399/ΕΚ

12

Με την απόφαση 2006/399/ΕΚ, της 20ής Ιανουαρίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της απόφασης 2004/904/ΕΚ του Συμβουλίου όσον αφορά την επιλεξιμότητα των δαπανών στο πλαίσιο των ενεργειών που συγχρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο για τους Πρόσφυγες (ΕΕ L 162, σ. 1), η Επιτροπή καθόρισε τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας των ως άνω δαπανών.

13

Ειδικότερα, σύμφωνα με τον κανόνα αριθ. 6 του παραρτήματος της αποφάσεως 2006/399, οι δαπάνες πρέπει να έχουν όντως πραγματοποιηθεί, να ανταποκρίνονται σε πληρωμές που πραγματοποίησε ο δικαιούχος, να έχουν καταγραφεί στις λογιστικές ή φορολογικές καταστάσεις του και να είναι αναγνωρίσιμες και ελέγξιμες. Κατά κανόνα, οι πληρωμές που πραγματοποιούνται από τους τελικούς δικαιούχους συνοδεύονται από εξοφλημένα τιμολόγια. Εάν αυτό δεν είναι δυνατό, οι δαπάνες δικαιολογούνται βάσει παραστατικών ή άλλων δικαιολογητικών ισοδύναμης αποδεικτικής ισχύος.

Το ολλανδικό δίκαιο

14

Το άρθρο 4:49, παράγραφος 1, του γενικού νόμου περί του διοικητικού δικαίου (Algemene Wet bestuursrecht, στο εξής: Awb) ορίζει τα εξής:

«1. Οι διοικητικές αρχές δύνανται να καταργήσουν την απόφαση εκταμιεύσεως της επιδοτήσεως ή να την τροποποιήσουν εις βάρος του λήπτη της:

a)

λόγω πραγματικών περιστατικών ή περιστάσεων που η αρχή αυτή ευλόγως δεν μπορούσε να γνωρίζει κατά την εκταμίευση της επιδοτήσεως και που θα επέφεραν την εκταμίευση ποσού μικρότερου από το προβλεπόμενο στην απόφαση επιδοτήσεως·

b)

αν η απόφαση εκταμιεύσεως της επιδοτήσεως είναι ανακριβής και ο λήπτης το γνώριζε ή όφειλε να το γνωρίζει·

c)

εάν, κατόπιν της εκταμιεύσεως της επιδοτήσεως, ο λήπτης δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που συνδέονται με την επιδότηση.»

15

Το άρθρο 4:57, παράγραφος 1, του Awb έχει ως εξής:

«Οι διοικητικές αρχές μπορούν να ανακτήσουν τα ποσά των επιδοτήσεων που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως».

16

Το πλαίσιο εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Ταμείου για τους Πρόσφυγες στις Κάτω Χώρες, πολυετές πρόγραμμα 2005-2007 (Uitvoeringskader Europees Vluchtelingenfonds Nederland, Meerjarenprogramma 2005-2007, στο εξής: εθνικό πλαίσιο εφαρμογής), το οποίο θεσπίστηκε βάσει της αποφάσεως 2006/399, προβλέπει, στην παράγραφό του 2.1, ότι ο λήπτης της επιδοτήσεως υποχρεούται να καταγράφει τα δεδομένα και να αναθέτει ή να μεριμνά ο ίδιος για την τήρηση κατανοητών και ελέγξιμων πληροφοριακών στοιχείων για το πρόγραμμα.

17

Η παράγραφος 2.2 του εθνικού πλαισίου εφαρμογής, υπό τον τίτλο «οικονομική διαχείριση», παραπέμπει στην απόφαση 2006/399 περί των λεπτομερών κανόνων όσον αφορά τις επιλέξιμες δαπάνες.

Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

18

Η Somvao είναι ένωση η οποία δραστηριοποιείται υπέρ της σομαλικής κοινότητας του Άμστερνταμ και των περιχώρων αυτού. Στις 18 Αυγούστου 2005, υπέβαλε αίτημα επιδοτήσεως για πρόγραμμα αρωγής προσφύγων με ονομασία «Tesfa Himilio II» (στο εξής: πρόγραμμα), το οποίο θα λάμβανε χώρα κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Μαΐου 2005 και 30ής Μαΐου 2008. Για την υλοποίηση του εν λόγω προγράμματος, η Somvao συνεργαζόταν με τη Stichting Dir, μια αιθιοπική οργάνωση, η οποία έδρευε επίσης στο Άμστερνταμ. Το πρόγραμμα είχε ως σκοπό την προώθηση της ενσωματώσεως και της συμμετοχής των Αιθιόπων και των Σομαλών στην ολλανδική κοινωνία, ιδίως μέσω της αναπτύξεως και της προσφοράς ειδικών προγραμμάτων κοινωνικής και επαγγελματικής εντάξεως για τους νέους, τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους.

19

Με απόφαση της 27ης Απριλίου 2006, ο Staatssecretaris χορήγησε στη Somvao επιδότηση για την πρώτη φάση του προγράμματος, ύψους 199761 ευρώ, ήτοι 45 % των επιλέξιμων δαπανών, τα οποία θα λαμβάνονταν από το Ευρωπαϊκό Ταμείο για τους Πρόσφυγες.

20

Όσον αφορά τις προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδοτήσεως, η απόφαση του Staatssecretaris της 27ης Απριλίου 2006 παρέπεμπε στο εθνικό πλαίσιο εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Ταμείου για τους Πρόσφυγες στις Κάτω Χώρες.

21

Κατόπιν της υποβολής του τελικού πορίσματος λογιστικού ελέγχου, το ύψος της επιδοτήσεως καθορίστηκε στο ως άνω ποσόν με απόφαση της 27ης Ιουλίου 2007. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, για τον καθορισμό του εν λόγω ποσού, ο Staatssecretaris, αφενός, αρκέστηκε στα στοιχεία που είχαν προσκομισθεί με το αίτημα καθορισμού του ύψους της επιδοτήσεως για την πρώτη φάση του προγράμματος και, αφετέρου, δεν έλεγξε το σύνολο των εγγράφων του προγράμματος.

22

Τον Φεβρουάριο του 2009, κατόπιν πρωτοβουλίας της Επιτροπής, ελεγκτική εταιρία έλεγξε το εάν έγινε νομότυπη χρήση της επιδοτήσεως και εξετάσθηκαν οι καταστάσεις που παρουσίασε η Somvao όσον αφορά τις δαπάνες του προγράμματος. Αφού έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις της Somvao, η ως άνω ελεγκτική εταιρία κατέληξε στο συμπέρασμα, στις 6 Οκτωβρίου 2009, ότι μεγάλο μέρος των στοιχείων των δαπανών και των καταστάσεων που είχε καταχωρίσει η Somvao, ιδίως όσον αφορά τα έξοδα προσωπικού, δεν ήταν σαφώς και δεόντως δικαιολογημένα, με αποτέλεσμα να έχει καταβληθεί αχρεωστήτως, στο πλαίσιο της επιδοτήσεως, ποσόν ύψους 188675,87 ευρώ.

23

Κατόπιν του τελικού πορίσματος λογιστικού ελέγχου, ο Staatssecretaris με απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2009, τροποποίησε την απόφαση της 27ης Ιουλίου 2007 σχετικά με τον καθορισμό του ύψους της επιδοτήσεως, μειώνοντάς την στα 11085,13 ευρώ και διατάσσοντας την ανάκτηση του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού, ήτοι ποσού ύψους 188675,87 ευρώ.

24

Δεδομένου ότι ο Staatssecretaris, στις 31 Μαΐου 2010 και κατόπιν διοικητικής ενστάσεως της Somvao, επιβεβαίωσε την απόφασή του της 12ης Νοεμβρίου 2009, η ως άνω ένωση άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Rechtbank Amsterdam. Το εν λόγω δικαστήριο, με απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, απέρριψε την προσφυγή ως αβάσιμη. Ειδικότερα, έκρινε ότι, καίτοι ο Staatssecretaris δεν είχε βάσει του εθνικού δικαίου την εξουσία να τροποποιήσει, εις βάρος της Somvao, το ύψος της επιδοτήσεως που της είχε χορηγηθεί, εντούτοις υποχρεούτο να τροποποιήσει το ύψος της επιδοτήσεως αυτής, βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2004/904.

25

Η Somvao άσκησε έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Afdeling Bestuursrechtspraak (τμήμα διοικητικών διαφορών) του Raad van State.

26

Το Raad van State εκτιμά ότι η παράβαση της υποχρεώσεως επιμελούς τηρήσεως λογιστικών στοιχείων για το πρόγραμμα, η οποία διαπιστώθηκε από τον Staatssecretaris, συνιστά παρατυπία, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95. Όπως ακριβώς το Rechtbank Amsterdam, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το γεγονός ότι η Somvao δεν τήρησε ακριβή λογιστικά στοιχεία δεν μπορεί να εκληφθεί ως μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 4:49, παράγραφος 1, στοιχεία a έως c, του Awb, οι οποίες παρέχουν στις διοικητικές αρχές τη δυνατότητα να καταργήσουν ή να τροποποιήσουν την απόφαση περί καθορισμού του ύψους επιδοτήσεως εις βάρος του λήπτη της, καθόσον η έλλειψη ακριβών λογιστικών στοιχείων για το πρόγραμμα αποτελεί περίσταση την οποία ο Staatssecretaris θα έπρεπε ήδη να γνωρίζει όταν εκταμιεύθηκε η επίμαχη επιδότηση. Το Raad van State καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση με την οποία τροποποιείται το ύψος της επιδοτήσεως και με την οποία διατάσσεται η ανάκτησή της στερούνται νομικής βάσεως στο εσωτερικό δίκαιο.

27

Κατά συνέπεια, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται εάν δύναται να στηριχθεί στο δίκαιο της Ένωσης απόφαση με την οποία μειώνεται το ύψος ήδη χορηγηθείσας επιδοτήσεως και με την οποία διατάσσεται η ανάκτηση των αχρεωστήτως ληφθέντων ποσών, στην περίπτωση που διαπιστώνονται παρατυπίες, όπως αυτές που διαπιστώθηκαν στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί. Ειδικότερα, διερωτάται εάν το άρθρο 4 του κανονισμού 2988/95, το άρθρο 53β, παράγραφος 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1605/2002 ή ακόμα το άρθρο 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2004/904 μπορούν να αποτελέσουν τη νομική βάση της αποφάσεως περί μειώσεως της χορηγηθείσας επιδοτήσεως από το Ευρωπαϊκό Ταμείο για τους Πρόσφυγες και περί ανακτήσεως μεγάλου μέρους της εν λόγω επιδοτήσεως.

28

Βασιζόμενο στις αποφάσεις Vereniging Nationaal Overlegorgaan Sociale Werkvoorziening κ.λπ. (C‑383/06 έως C‑385/06, EU:C:2008:165), καθώς και Chambre de commerce et d’industrie de l’Indre (C‑465/10, EU:C:2011:867), σχετικά με τον κανονισμό 4253/88, το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει πως φαίνεται να μπορεί να συναχθεί από τις αποφάσεις αυτές ότι γενικός κανόνας ο οποίος αποσκοπεί στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης δεν μπορεί να αποτελέσει τη νομική βάση αποφάσεως μειώσεως και ανακτήσεως επιδοτήσεως. Μόνον ειδικός κανόνας θα μπορούσε να αποτελέσει νομική βάση τέτοιας αποφάσεως. Αυτό συνεπάγεται, κατά το αιτούν δικαστήριο, ότι η απόφαση περί μειώσεως του ύψους της επιδοτήσεως, καθώς και περί ανακτήσεώς της, δεν μπορεί να βασιστεί στους κανονισμούς 2988/95 και 1605/2002.

29

Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει για το εάν το άρθρο 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2004/904 θα μπορούσε να αποτελέσει νομική βάση της αποφάσεως περί μειώσεως του ύψους της επιδοτήσεως, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή, η οποία απευθύνεται αποκλειστικώς στα κράτη μέλη, δεν δύναται, καθεαυτή, να δημιουργήσει υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη.

30

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Raad van State αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Μπορεί το άρθρο 4 του κανονισμού [2988/95] ή το άρθρο 53β, παράγραφος 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1605/2002 να αποτελέσουν νομική βάση αποφάσεως τροποποιήσεως εις βάρος του λήπτη και ανακτήσεως από τις εθνικές αρχές επιδοτήσεως προερχόμενης από το Ευρωπαϊκό Ταμείο για τους Πρόσφυγες;

2)

Μπορεί το άρθρο 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2004/904 να αποτελέσει νομική βάση αποφάσεως τροποποιήσεως εις βάρος του λήπτη και ανακτήσεως από τις εθνικές αρχές ήδη καθορισθείσας επιδοτήσεως, προερχόμενης από το Ευρωπαϊκό Ταμείο για τους Πρόσφυγες, χωρίς να είναι αναγκαίο να παρέχεται σχετική εξουσία κατά το εθνικό δίκαιο;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

31

Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 4 του κανονισμού 2988/95 ή το άρθρο 53β, παράγραφος 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1605/2002 έχει την έννοια ότι, ελλείψει νομικής βάσεως στο εσωτερικό δίκαιο, μπορεί, είτε η μία είτε η άλλη διάταξη, να αποτελέσει νομική βάση αποφάσεως των εθνικών αρχών με την οποία τροποποιείται, εις βάρος του λήπτη, το ύψος επιδοτήσεως χορηγηθείσας από το Ευρωπαϊκό Ταμείο για τους Πρόσφυγες, στο πλαίσιο της επιμερισμένης διαχειρίσεως από την Επιτροπή και από τα κράτη μέλη, και διατάσσεται η ανάκτηση από τον λήπτη μέρους του ποσού αυτού.

32

Όσον αφορά τον κανονισμό 2988/95, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο του 1, παράγραφος 1, ο κανονισμός αυτός θεσπίζει γενικούς κανόνες σχετικά με ομοιογενείς ελέγχους, καθώς και με διοικητικά μέτρα και κυρώσεις για παρατυπίες υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης και τούτο, όπως προκύπτει από την τρίτη αιτιολογική σκέψη του ως άνω κανονισμού, προκειμένου να παταχθούν ενέργειες θίγουσες τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης σε όλους τους τομείς (αποφάσεις FranceAgriMer, C‑670/11, EU:C:2012:807, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Cruz & Companhia, C‑341/13, EU:C:2014:2230, σκέψη 43).

33

Όπως προκύπτει από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2988/95, η αποτελεσματική καταπολέμηση της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης απαιτεί την καθιέρωση ενός κοινού νομικού πλαισίου σε όλους τους τομείς που καλύπτουν οι πολιτικές της Ένωσης. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του ίδιου κανονισμού, τα είδη συμπεριφοράς που συνιστούν παρατυπίες καθώς και τα αντίστοιχα διοικητικά μέτρα και κυρώσεις προβλέπονται σε ειδικούς κατά τομείς κανόνες σύμφωνα με τον κανονισμό 2988/95. Στον τομέα των ελέγχων και του κολασμού των διαπραττομένων στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης παρατυπιών, ο νομοθέτης της Ένωσης έθεσε, θεσπίζοντας τον κανονισμό 2988/95, ορισμένες αρχές και επέβαλε την υποχρέωση όλοι οι κανονισμοί που διέπουν τους επιμέρους τομείς να είναι σύμφωνοι, κατά κανόνα, με τις εν λόγω αρχές (απόφαση FranceAgriMer, EU:C:2012:807, σκέψεις 42 και 43 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34

Επομένως, ο κανονισμός 2988/95 διέπει εξ ορισμού οποιαδήποτε κατάσταση θέτουσα ζήτημα «παρατυπίας» κατά την έννοια του άρθρου 1 αυτού, ήτοι παράβαση διατάξεως του δικαίου της Ένωσης απορρέουσα από πράξη ή παράλειψη επιχειρηματία η οποία έχει ή ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας σε βάρος του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης ή των κονδυλίων τα οποία αυτή διαχειρίζεται, είτε μέσω της μειώσεως ή της καταργήσεως εσόδων προερχομένων από τους ιδίους πόρους και εισπραττομένων ευθέως για λογαριασμό της Ένωσης είτε μέσω αχρεωστήτως καταβληθείσας δαπάνης (απόφαση FranceAgriMer, EU:C:2012:807, σκέψη 44).

35

Όπως προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 2988/95, κάθε παρατυπία πρέπει να συνεπάγεται, κατά κανόνα, την αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους, ιδίως με την υποχρέωση καταβολής των οφειλομένων ή επιστροφής των αχρεωστήτως ληφθέντων ποσών (απόφαση FranceAgriMer, EU:C:2012:807, σκέψη 46 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36

Όσον αφορά την υποχρέωση επιστροφής οφέλους που αποκτήθηκε αδικαιολογήτως μέσω μη σύννομης πρακτικής, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η υποχρέωση αυτή δεν συνιστά κύρωση, αλλά απλώς συνέπεια της διαπιστώσεως ότι δεν συνέτρεχαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για τη λήψη του οφέλους το οποίο απορρέει από την ενωσιακή ρύθμιση, οπότε το όφελος αποκτήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Pometon, C‑158/08, EU:C:2009:349, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Cruz & Companhia, EU:C:2014:2230, σκέψη 45).

37

Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι ο κανονισμός 2988/95 περιορίζεται στη θέσπιση γενικών κανόνων για τους ελέγχους και τις κυρώσεις προκειμένου να προστατευθούν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Κατά συνέπεια, η ανάκτηση πόρων που χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα πρέπει να γίνει βάσει άλλων διατάξεων, ήτοι, ενδεχομένως, βάσει τομεακών διατάξεων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Chambre de commerce et d’industrie de l’Indre, EU:C:2011:867, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38

Ως εκ τούτου, πρέπει να εξακριβωθεί εάν μέτρο όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορεί να ληφθεί βάσει του άρθρου 53β, παράγραφος 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1605/2002.

39

Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 53β του κανονισμού 1605/2002 εισήχθη στο δίκαιο της Ένωσης με τον κανονισμό 1995/2006. Μολονότι στο διάστημα που μεσολάβησε καταργήθηκε, τύγχανε εφαρμογής κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης.

40

Θεσπισθείς βάσει του άρθρου 279 ΕΚ, νυν άρθρου 322 ΣΛΕΕ, το οποίο καθιστούσε δυνατή τη θέσπιση δημοσιονομικών κανόνων που ρυθμίζουν ιδίως τις πρακτικές λεπτομέρειες καταρτίσεως και εκτελέσεως του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης, ο κανονισμός 1605/2002 προβλέπει στο άρθρο του 53, στοιχεία αʹ έως γʹ, ότι η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό είτε με κεντρική διαχείριση είτε με επιμερισμένη ή αποκεντρωμένη διαχείριση, ή με από κοινού διαχείριση με διεθνείς οργανισμούς.

41

Όπως προκύπτει από τον τίτλο του κεφαλαίου 2 του τίτλου IV του κανονισμού 1605/2002, το άρθρο 53β αυτού καθιερώνει μέθοδο εκτελέσεως του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης στον τομέα της επιμερισμένης διαχειρίσεως. Κατά την παράγραφο 1 της ίδιας διατάξεως, όταν η Επιτροπή συνεργάζεται με τα κράτη μέλη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού υπό καθεστώς επιμερισμένης διαχειρίσεως, κατά την έννοια του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, τα εκτελεστικά καθήκοντα του προϋπολογισμού ανατίθενται στα κράτη μέλη.

42

Όσον αφορά το ίδιο το άρθρο 53β, παράγραφος 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1605/2002, τούτο ορίζει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα που είναι αναγκαία για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, ιδίως ανακτώντας τους πόρους που καταβάλλονται αχρεωστήτως ή χρησιμοποιούνται εσφαλμένα ή εξαφανίζονται λόγω παρατυπιών ή σφαλμάτων.

43

Πρέπει να επισημανθεί ότι η διάταξη αυτή είναι διατυπωμένη κατ’ ανάλογο τρόπο προς το άρθρο 23, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 4253/88 ο οποίος, εν αντιθέσει προς τον κανονισμό 1605/2002, αποτελεί τομεακό κανονισμό.

44

Όσον αφορά το άρθρο 23, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 4253/88, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι τούτο δημιουργεί υποχρέωση για τα κράτη μέλη, χωρίς να είναι αναγκαίο να παρέχεται σχετική εξουσία κατά το εθνικό δίκαιο να ανακτούν τα απολεσθέντα λόγω καταχρήσεως ή παραλείψεως κονδύλια. Κάθε άσκηση εξουσίας εκτιμήσεως, από το οικείο κράτος μέλος, περί της σκοπιμότητας της αναζητήσεως ή όχι των κοινοτικών κονδυλίων που χορηγήθηκαν χωρίς νόμιμη αιτία ή μη συννόμως είναι ασύμβατη προς την ως άνω υποχρέωση ανακτήσεως (βλ. απόφαση Chambre de commerce et d’industrie de l’Indre, EU:C:2011:867, σκέψεις 34 και 35 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45

Ούτε το αναμφίλεκτο και άνευ αιρέσεων γράμμα του άρθρου 53β, παράγραφος 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1605/2002 μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καταλείπει στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως περί της σκοπιμότητας του να προβούν ή μη σε δημοσιονομικές διορθώσεις σε σχέση με διαπιστωθείσες παρατυπίες.

46

Επομένως, έχοντας επιλέξει, κατόπιν της ενάρξεως ισχύος του άρθρου 4 του κανονισμού 2988/95 και του άρθρου 23 του κανονισμού 4253/88, να θεσπίσει το άρθρο 53β του κανονισμού 1605/2002, ο νομοθέτης της Ένωσης επιδίωξε να δημιουργήσει, εντός του γενικού νομοθετικού πλαισίου, υποχρέωση για τα κράτη μέλη να προβαίνουν, όταν εκτελούν τον προϋπολογισμό υπό καθεστώς επιμερισμένης διαχειρίσεως, σε δημοσιονομικές διορθώσεις, ιδίως να ανακτούν απολεσθέντες πόρους κατόπιν καταχρήσεως ή πλημμέλειας, όχι μόνον χωρίς να είναι αναγκαίο να παρέχεται σχετική εξουσία κατά το εθνικό δίκαιο, αλλά επίσης χωρίς να είναι αναγκαία οιαδήποτε τομεακή ρύθμιση.

47

Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι, κατά την εισαγωγική του περίοδο, το άρθρο 53β, παράγραφος 2, εφαρμόζεται «[μ]ε την επιφύλαξη των συμπληρωματικών διατάξεων που περιλαμβάνονται στις οικείες τομεακές ρυθμίσεις». Οι όροι «με την επιφύλαξη» δείχνουν ακριβώς ότι το άρθρο 53β εξαρκεί άνευ ετέρου. Ομοίως, το επίθετο «συμπληρωματικών», το οποίο αφορά τις τομεακές ρυθμίσεις, δείχνει ότι, ακόμα κι αν αυτές υπάρχουν, δεν υποκαθιστούν το άρθρο 53β του κανονισμού 1605/2002, αλλά απλώς το συμπληρώνουν.

48

Διαφορετική ερμηνεία του άρθρου αυτού θα είχε ως συνέπεια να καταστεί ο κανονισμός 1605/2002 άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας και να τεθεί σε κίνδυνο η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

49

Ως εκ τούτου, η εισαγωγική περίοδος του άρθρου 53β, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού αποτελεί νομική βάση για την τροποποίηση επιδοτήσεως εις βάρος του λήπτη, όταν η τροποποίηση αυτή αποσκοπεί στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Ομοίως, το στοιχείο γʹ της διατάξεως αυτής αποτελεί νομική βάση για τη λήψη μέτρων σχετικών με την ανάκτηση πόρων αχρεωστήτως καταβληθέντων ή χρησιμοποιηθέντων εσφαλμένα κατόπιν παρατυπιών ή πλημμελειών.

50

Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον σύμφωνα προς τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Vereniging Nationaal Overlegorgaan Sociale Werkvoorziening κ.λπ., EU:C:2008:165, σκέψη 53).

51

Έτσι, η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει η εκάστοτε κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης να επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει (βλ. απόφαση ROM-projecten, C‑158/06, EU:C:2007:370, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52

Όσον αφορά την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι ο λήπτης επιδοτήσεως δεν μπορεί να επικαλεστεί αυτή την προστασία στην περίπτωση που δεν εκπλήρωσε μία από τις προϋποθέσεις της χορηγήσεως της επιδοτήσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Vereniging Nationaal Overlegorgaan Sociale Werkvoorziening κ.λπ., EU:C:2008:165, σκέψη 56 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

53

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, προκύπτει από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο ότι η απόφαση χορηγήσεως της 27ης Απριλίου 2006 έθετε ως προϋπόθεση την τήρηση, από τη Somvao, των κανόνων της αποφάσεως 2006/399 και, ιδίως, της υποχρεώσεως καταγραφής των δεδομένων και της τηρήσεως κατανοητών και ελέγξιμων πληροφοριακών στοιχείων για το πρόγραμμα.

54

Βάσει των στοιχείων αυτών, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει εάν, λαμβανόμενης υπόψη της συμπεριφοράς τόσο του λήπτη των πόρων όσο και των εθνικών διοικητικών αρχών, τηρήθηκαν οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως νοούνται στο δίκαιο της Ένωσης, σε σχέση με τις αξιώσεις επιστροφής ποσών.

55

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 53β, παράγραφος 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1605/2002 έχει την έννοια ότι, ελλείψει νομικής βάσεως στο εσωτερικό δίκαιο, αποτελεί νομική βάση αποφάσεως των εθνικών αρχών με την οποία τροποποιείται, εις βάρος του λήπτη, το ύψος επιδοτήσεως χορηγηθείσας από το Ευρωπαϊκό Ταμείο για τους Πρόσφυγες, στο πλαίσιο της επιμερισμένης διαχειρίσεως από την Επιτροπή και από τα κράτη μέλη, και διατάσσεται η ανάκτηση από τον λήπτη μέρους του ποσού αυτού. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει εάν, λαμβανόμενης υπόψη της συμπεριφοράς τόσο του λήπτη των πόρων όσο και των εθνικών διοικητικών αρχών, τηρήθηκαν οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως νοούνται στο δίκαιο της Ένωσης, σε σχέση με τις αξιώσεις επιστροφής ποσών.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

56

Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

Επί των δικαστικών εξόδων

57

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό απόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 53β, παράγραφος 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1995/2006 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2006, έχει την έννοια ότι, ελλείψει νομικής βάσεως στο εσωτερικό δίκαιο, αποτελεί νομική βάση αποφάσεως των εθνικών αρχών με την οποία τροποποιείται, εις βάρος του λήπτη, το ύψος επιδοτήσεως χορηγηθείσας από το Ευρωπαϊκό Ταμείο για τους Πρόσφυγες, στο πλαίσιο της επιμερισμένης διαχειρίσεως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και από τα κράτη μέλη, και διατάσσεται η ανάκτηση από τον λήπτη μέρους του ποσού αυτού. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει εάν, λαμβανόμενης υπόψη της συμπεριφοράς τόσο του λήπτη των πόρων όσο και των εθνικών διοικητικών αρχών, τηρήθηκαν οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως νοούνται στο δίκαιο της Ένωσης, σε σχέση με τις αξιώσεις επιστροφής ποσών.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Top