Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0517

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 17ης Δεκεμβρίου 2015.
    Proximus SA κατά Province de Namur.
    Αίτηση του Tribunal de première instance de Namur για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Οδηγία 97/13/ΕΚ – Άρθρα 4 και 11 – Οδηγία 2002/20/ΕΚ – Άρθρο 6 – Όροι από τους οποίους μπορεί να εξαρτάται η γενική άδεια και τα δικαιώματα χρήσεως των ραδιοσυχνοτήτων και αριθμών, καθώς και ειδικές υποχρεώσεις – Άρθρο 13 – Τέλος για δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων – Πεδίο εφαρμογής – Κανονιστική ρύθμιση μιας επαρχίας – Φόρος επί των πυλώνων ή/και των μονάδων εκπομπής και λήψεως του δικτύου κινητής τηλεφωνίας.
    Υπόθεση C-517/13.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:820

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 17ης Δεκεμβρίου 2015 ( * )

    «Προδικαστική παραπομπή — Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών — Οδηγία 97/13/ΕΚ — Άρθρα 4 και 11 — Οδηγία 2002/20/ΕΚ — Άρθρο 6 — Όροι από τους οποίους μπορεί να εξαρτάται η γενική άδεια και τα δικαιώματα χρήσεως των ραδιοσυχνοτήτων και αριθμών, καθώς και ειδικές υποχρεώσεις — Άρθρο 13 — Τέλος για δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων — Πεδίο εφαρμογής — Κανονιστική ρύθμιση μιας επαρχίας — Φόρος επί των πυλώνων ή/και των μονάδων εκπομπής και λήψεως του δικτύου κινητής τηλεφωνίας»

    Στην υπόθεση C‑517/13,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το tribunal de première instance de Namur (Βέλγιο) με απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Σεπτεμβρίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

    Proximus SA, πρώην Belgacom SA, η οποία συνεχίζει τη διαδικασία που κίνησε η Belgacom Mobile SA,

    κατά

    Province de Namur,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο του δευτέρου τμήματος, προεδρεύοντα του τρίτου τμήματος, C. Toader, D. Šváby, E. Jarašiūnas (εισηγητή) και C. G. Fernlund, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

    γραμματέας: V. Tourrès, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Σεπτεμβρίου 2015,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Proximus SA, πρώην Belgacom SA, η οποία συνεχίζει τη διαδικασία που κίνησε η Belgacom Mobile SA, εκπροσωπούμενη από τους H. De Bauw και B. Den Tandt, advocaten,

    η province de Namur, εκπροσωπούμενη από τους J. Bourtembourg και N. Fortemps, avocats,

    η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις J. Van Holm και M. Jacobs, επικουρούμενες από τον J. Bourtembourg, avocat,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις J. Hottiaux και L. Nicolae,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 6 και 13 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (ΕΕ L 108, σ. 21).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Proximus SA, πρώην Belgacom SA, η οποία συνεχίζει τη διαδικασία που κίνησε η Belgacom Mobile SA, και της province de Namur (βελγικής επαρχίας της Namur) σχετικά με φόρο επί των πυλώνων και των μονάδων εκπομπής και λήψεως του δικτύου κινητής τηλεφωνίας που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος της εν λόγω επαρχίας.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    Η οδηγία 97/13/ΕΚ

    3

    Η οδηγία 97/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1997, σχετικά με κοινό πλαίσιο γενικών και ειδικών αδειών στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (ΕΕ L 117, σ. 15), καταργήθηκε, από τις 25 Ιουλίου 2003, με το άρθρο 26 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) (ΕΕ L 108, σ. 33, στο εξής: οδηγία-πλαίσιο).

    4

    Όπως προέκυπτε από τις αιτιολογικές σκέψεις 1, 3, 4 και 5 της οδηγίας 97/13, η οδηγία αυτή αποτελούσε μέρος των μέτρων που ελήφθησαν για την πλήρη απελευθέρωση των υπηρεσιών και των υποδομών τηλεπικοινωνιών. Προς τούτο, προέβλεψε ένα κοινό πλαίσιο ισχύον στα καθεστώτα αδειοδοτήσεως προοριζόμενο προς διευκόλυνση σε σημαντικό βαθμό της εισόδου νέων φορέων στην αγορά. Το ως άνω πλαίσιο προέβλεπε, αφενός, κανόνες σχετικούς με τις διαδικασίες περί χορηγήσεως αδειών και με το περιεχόμενο αυτών και, αφετέρου, κανόνες αφορώντες τη φύση ή ακόμα και την έκταση των οικονομικών επιβαρύνσεων, που συνδέονται με τις εν λόγω διαδικασίες, τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούσαν να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις του τομέα των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών.

    5

    Το άρθρο 4 της οδηγίας 97/13, με τίτλο «Όροι που συνοδεύουν τις γενικές άδειες», προέβλεπε, στην παράγραφο 1, τα εξής:

    «Όταν τα κράτη μέλη εξαρτούν την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών από τη λήψη γενικών αδειών, οι όροι οι οποίοι μπορούν να συνοδεύουν, όπου δικαιολογείται, τις εν λόγω άδειες, παρατίθενται στο παράρτημα, σημεία 2 και 3. Οι εν λόγω άδειες πρέπει να προβλέπουν το κατά το δυνατό λιγότερο επαχθές σύστημα το οποίο θα συμβαδίζει με την εφαρμογή των σχετικών βασικών απαιτήσεων και λοιπών απαιτήσεων δημοσίου συμφέροντος που παρατίθενται στο παράρτημα, σημεία 2 και 3.»

    6

    Το άρθρο 11 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Τέλη και επιβαρύνσεις ειδικών αδειών», όριζε τα ακόλουθα:

    «1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα τέλη που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις ως μέρος των διαδικασιών χορήγησης αδειών αποσκοπούν αποκλειστικά στην κάλυψη των διοικητικών δαπανών που συνεπάγεται η έκδοση, [η] διαχείριση, [ο] έλεγχος και [η] εκτέλεση της εκάστοτε ειδικής αδείας. Τα τέλη των ειδικών αδειών είναι ανάλογα προς τις σχετικές εργασίες και δημοσιεύονται κατά ενδεδειγμένο και επαρκώς λεπτομερή τρόπο ώστε οι εν λόγω πληροφορίες να είναι ευχερώς προσιτές.

    2.   Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 1, όταν χρησιμοποιούνται πόροι εν ανεπαρκεία, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στις εθνικές [ρυθμιστικές] αρχές τους να επιβάλλουν πρόσθετα τέλη που αντανακλούν την ανάγκη βέλτιστης χρήσης των πόρων αυτών. Τα τέλη δεν εισάγουν διακρίσεις, ενώ δι’ αυτών λαμβάνεται ιδίως υπόψιν η ανάγκη παροχής κινήτρων ανάπτυξης καινοτόμων υπηρεσιών και του ανταγωνισμού.»

    Η οδηγία για την αδειοδότηση

    7

    Το άρθρο 1 της οδηγίας για την αδειοδότηση, με τίτλο «Στόχος και πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα ακόλουθα στην παράγραφο 2 αυτού:

    «Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις άδειες για την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.»

    8

    Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει, στην παράγραφο 2, στοιχείο αʹ, αυτού ότι ως «γενική άδεια» πρέπει να νοείται ένα «νομικό πλαίσιο που θεσπίζεται από τα κράτη μέλη και εξασφαλίζει δικαιώματα για την παροχή δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών υπηρεσιών και θεσπίζει ειδικές υποχρεώσεις ανά τομέα που είναι δυνατόν να εφαρμόζονται σε όλους ή συγκεκριμένους τύπους δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών [επικοινωνιών], σύμφωνα με την παρούσα οδηγία».

    9

    Το άρθρο 6 της οδηγίας για την αδειοδότηση αφορά τους όρους από τους οποίους μπορούν να εξαρτώνται η γενική άδεια και τα δικαιώματα χρήσεως ραδιοσυχνοτήτων και αριθμών, καθώς και ειδικές υποχρεώσεις. Η παράγραφος 1 αυτού ορίζει ειδικότερα τα εξής:

    «Η γενική άδεια για την παροχή δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και τα δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων και τα δικαιώματα χρήσης αριθμών, μπορούν να υπόκεινται μόνο στους όρους που απαριθμούνται στα μέρη Α, Β και Γ του Παραρτήματος. Οι εν λόγω όροι αιτιολογούνται αντικειμενικά σε σχέση με το εκάστοτε δίκτυο ή υπηρεσία και [προσδιορίζονται αμερόληπτα και είναι σύμφωνοι προς την αρχή της αναλογικότητας] και διαφανείς.»

    10

    Το άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση, το οποίο τιτλοφορείται «Τέλη για δικαιώματα χρήσης και δικαιώματα εγκατάστασης διευκολύνσεων», ορίζει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή να επιβάλει τέλη για δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών ή δικαιώματα εγκατάστασης διευκολύνσεων υπεράνω ή υποκάτω δημοσίου ή ιδιωτικού ακινήτου, τα οποία αντανακλούν την ανάγκη διασφάλισης της βέλτιστης χρήσης των πόρων αυτών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω τέλη [δικαιολογούνται] αντικειμενικά, [είναι] διαφανή, [προσδιορίζονται] αμερόληπτα, [είναι ανάλογα] προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και λαμβάνουν υπόψη τους στόχους του άρθρου 8 της [οδηγίας-πλαισίου].»

    Το βελγικό δίκαιο

    11

    Στις 17 Οκτωβρίου 1997 το conseil provincial de Namur (αρμόδιο επαρχιακό νομοθετικό όργανο) εξέδωσε φορολογική κανονιστική απόφαση περί επιβολής ετησίου φόρου στους πυλώνες και στις μονάδες εκπομπής και λήψεως του δικτύου κινητής τηλεφωνίας για το φορολογικό έτος 1998 (στο εξής: φορολογική κανονιστική απόφαση).

    12

    Η φορολογική κανονιστική απόφαση ορίζει συγκεκριμένα, στο άρθρο 1 αυτής, ότι ο σχετικός φόρος βαρύνει τους «πυλώνες και τις μονάδες εκπομπής και λήψεως του δικτύου [κινητής τηλεφωνίας], που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος της επαρχίας της Namur».

    13

    Κατά το άρθρο 2 της ως άνω φορολογικής κανονιστικής αποφάσεως, ο εν λόγω φόρος «οφείλεται από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκμεταλλεύεται οικονομικά τον πυλώνα ή/και τη μονάδα εκπομπής και λήψεως του δικτύου [κινητής τηλεφωνίας]».

    14

    Το άρθρο 3 της φορολογικής κανονιστικής αποφάσεως προβλέπει ότι το ύψος του φόρου αυτού είναι 100000 βελγικά φράγκα (BEF) (περίπου 2478 ευρώ) ανά πυλώνα και 50000 BEF (περίπου 1239 ευρώ) ανά μονάδα εκπομπής και λήψεως του δικτύου κινητής τηλεφωνίας.

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    15

    Από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η Belgacom Mobile SA, στα δικαιώματα της οποίας υποκαταστάθηκε η Belgacom SA, μετονομασθείσα στη συνέχεια σε Proximus SA, είναι φορέας δημοσίου δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών και ότι, στο πλαίσιο αυτό, είναι ο κύριος και ο εκμεταλλευόμενος οικονομικά τους πυλώνες και τις μονάδες εκπομπής και λήψεως του δικτύου κινητής τηλεφωνίας που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος της επαρχίας της Namur.

    16

    Οι αρχές της επαρχίας της Namur εξέδωσαν, το έτος 1999, δυνάμει της φορολογικής κανονιστικής αποφάσεως, πράξη επιβολής φόρου που αφορά επιβάρυνση της Belgacom Mobile SA με τον επίμαχο στην κύρια δίκη φόρο στο πλαίσιο του οικονομικού έτους 1998, ύψους 328458,92 ευρώ. Κατά της εν λόγω πράξεως επιβολής φόρου υποβλήθηκε ένσταση ενώπιον του κυβερνήτη της επαρχίας. Κατόπιν της απορρίψεως της ενστάσεως, στις 14 Ιουνίου 2000 η Belgacom Mobile SA άσκησε προσφυγή ενώπιον του tribunal de première instance de Namur (αρμόδιου δικαστηρίου της Namur).

    17

    Προς στήριξη της προσφυγής της ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η Belgacom Mobile SA υποστήριξε ότι η φορολογική κανονιστική απόφαση δεν είναι σύμφωνη προς την οδηγία για την αδειοδότηση, διότι προβλέπει φορολογική επιβάρυνση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω οδηγίας και δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 13 αυτής.

    18

    Η επαρχία της Namur υποστήριξε ότι η οδηγία για την αδειοδότηση δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο επίμαχος στην κύρια δίκη φόρος δεν είναι ούτε φόρος συνδεόμενος με γενική άδεια εκμεταλλεύσεως δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών ούτε τέλος συνδεόμενο με την εγκατάσταση διευκολύνσεων επί δημοσίου ή ιδιωτικού ακινήτου ή κάτω από τέτοιο ακίνητο.

    19

    Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά το συμβατό του επίμαχου φόρου στην κύρια δίκη με την οδηγία για την αδειοδότηση.

    20

    Υπό τις συνθήκες αυτές το tribunal de première instance de Namur αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχει την έννοια το άρθρο 13 της οδηγίας [για την αδειοδότηση] ότι αντιβαίνει προς κανονιστική ρύθμιση εθνικής αρχής ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως η οποία επιβάλλει ένα τέλος επί των “διευκολύνσεων” (υποδομών) κινητής τηλεφωνίας που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων οι οποίες καλύπτονται από γενική άδεια χορηγούμενη σε εκτέλεση της εν λόγω οδηγίας, με σκοπό την είσπραξη εσόδων χωρίς το τέλος αυτό να χρησιμοποιείται προς κάλυψη δαπανών συνδεόμενων με τη σχετική αδειοδότηση (ενδεχομένως διακρίνοντας την περίπτωση όπου οι εν λόγω υποδομές τοποθετούνται σε ιδιωτικούς χώρους έναντι της περιπτώσεως όπου αυτές τοποθετούνται σε δημόσιους χώρους);

    2)

    Έχει την έννοια το άρθρο 6, [παράγραφος] 1, της οδηγίας [για την αδειοδότηση] ότι αντιβαίνει προς κανονιστική ρύθμιση εθνικής αρχής ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως η οποία επιβάλλει ένα τέλος επί των υποδομών κινητής τηλεφωνίας το οποίο δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των όρων που απαριθμούνται στο μέρος A του παραρτήματος της εν λόγω οδηγίας, ειδικότερα διότι δεν αποτελεί διοικητική επιβάρυνση υπό την έννοια του άρθρου 12 [της εν λόγω οδηγίας], με σκοπό την είσπραξη εσόδων χωρίς το τέλος αυτό να χρησιμοποιείται προς κάλυψη δαπανών συνδεόμενων με τη σχετική αδειοδότηση;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    21

    Πρέπει να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αναφέρεται στην οδηγία για την αδειοδότηση. Το Δικαστήριο θα προβεί, κατά συνέπεια, στη ζητούμενη από το αιτούν δικαστήριο ερμηνεία της εν λόγω οδηγίας. Ωστόσο, η οδηγία αυτή, δυνάμει του άρθρου 19 αυτής, άρχισε να ισχύει την ημέρα της δημοσιεύσεώς της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ήτοι στις 24 Απριλίου 2002, οπότε, βάσει του άρθρου 18, ήταν εφαρμοστέα από τις 25 Ιουλίου 2003. Από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει όμως ότι με την προσφυγή στην κύρια δίκη, την οποία άσκησε η Belgacom Mobile SA στις 14 Ιουλίου 2000, ζητείται η ακύρωση πράξεως επιβολής φόρου εκδοθείσας το 1999, ενώ ίσχυε ακόμη η οδηγία 97/13.

    22

    Εντούτοις, σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτει στην οδηγία 97/13, πρέπει να σημειωθεί ότι οι απαντήσεις που δίδονται με την παρούσα απόφαση μπορούν να ισχύσουν και για αυτήν την προγενέστερη νομοθετική πράξη.

    23

    Πράγματι, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατ’ ουσίαν, αφενός, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για την αδειοδότηση αντιστοιχεί προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/13, καθόσον καθεμία από τις διατάξεις αυτές περιλαμβάνει ρύθμιση των όρων από τους οποίους τα κράτη μέλη μπορούσαν ή μπορούν να εξαρτούν τη γενική άδεια. Αφετέρου, το άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση αντιστοιχεί προς το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/13, δεδομένου ότι καθεμία από τις διατάξεις αυτές περιλαμβάνει ρύθμιση της δυνατότητας των κρατών μελών να επιβάλλουν τέλη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη εξασφαλίσεως της βέλτιστης χρησιμοποιήσεως των πόρων εν ανεπαρκεία, καθώς και να προωθούν τον ανταγωνισμό, την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς ή την υποστήριξη των συμφερόντων των πολιτών της Ένωσης. Από την εν λόγω αντιστοιχία μεταξύ των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η ερμηνεία των ως άνω διατάξεων της οδηγίας για την αδειοδότηση μπορεί να ισχύσει και για τις διατάξεις της οδηγίας 97/13.

    24

    Με τα ερωτήματά του, που πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατά βάση, αν τα άρθρα 6 και 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην επιβολή φόρου, όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκμεταλλεύεται οικονομικά πυλώνα ή/και μονάδα εκπομπής και λήψεως του δικτύου κινητής τηλεφωνίας.

    25

    Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας για την αδειοδότηση, η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή στις άδειες που αφορούν την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

    26

    Η οδηγία αυτή δεν προβλέπει μόνον κανόνες σχετικούς με τις διαδικασίες χορηγήσεως των γενικών αδειών ή των δικαιωμάτων χρήσεως ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών και με το περιεχόμενο των εν λόγω αδειών, αλλά και κανόνες σχετικούς με τη φύση ή ακόμα και την έκταση των χρηματικών επιβαρύνσεων που συνδέονται με τις εν λόγω διαδικασίες και τις οποίες μπορούν να επιβάλλουν τα κράτη μέλη στις επιχειρήσεις που αναπτύσσουν δραστηριότητα στον τομέα των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (βλ. αποφάσεις Belgacom και Mobistar, C‑256/13 και C‑264/13, EU:C:2014:2149, σκέψη 29, καθώς και Base Company, C‑346/13, EU:C:2015:649, σκέψη 15).

    27

    Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της οδηγίας για την αδειοδότηση τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν άλλες επιβαρύνσεις ή τέλη για την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πέραν εκείνων που προβλέπονται από την οδηγία αυτή (απόφαση Base Company, C‑346/13, EU:C:2015:649, σκέψη 16· βλ. επίσης, επ’ αυτού, αποφάσεις Vodafone España και France Telecom España, C‑55/11, C‑57/11 και C‑58/11, EU:C:2012:446, σκέψεις 28 και 29, καθώς και Belgacom και Mobistar, C‑256/13 και C‑264/13, EU:C:2014:2149, σκέψη 30).

    28

    Επομένως, προκειμένου οι διατάξεις της οδηγίας για την αδειοδότηση να έχουν εφαρμογή επί φορολογικής επιβαρύνσεως όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η γενεσιουργός αιτία της πρέπει να συνδέεται με τη διαδικασία χορηγήσεως γενικής αδείας, η οποία διασφαλίζει, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας για την αδειοδότηση, το δικαίωμα παροχής δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (απόφαση Base Company, C‑346/13, EU:C:2015:649, σκέψη 17· βλ. επίσης, επ’ αυτού, αποφάσεις Fratelli De Pra και SAIV, C‑416/14, EU:C:2015:617, σκέψη 41· Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑485/11, EU:C:2013:427, σκέψεις 30, 31 και 34, καθώς και Vodafone Malta και Mobisle Communications, C‑71/12, EU:C:2013:431, σκέψεις 24 και 25).

    29

    Συναφώς, το Δικαστήριο, αφενός, υπενθύμισε ότι το άρθρο 6 της οδηγίας για την αδειοδότηση αφορά τους όρους και τις ειδικές υποχρεώσεις από τους οποίους μπορούν να εξαρτώνται η παροχή γενικής αδείας και τα δικαιώματα χρήσεως ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών. Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι η γενική άδεια η οποία απαιτείται για την παροχή δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τα δικαιώματα χρήσεως ραδιοσυχνοτήτων και αριθμών πρέπει να εξαρτώνται αποκλειστικώς από τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στα μέρη Α, Β και Γ του παραρτήματος της οδηγίας αυτής (απόφαση Belgacom και Mobistar, C‑256/13 και C‑264/13, EU:C:2014:2149, σκέψη 26).

    30

    Αφετέρου, τόνισε ότι το άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση δεν αφορά όλα τα τέλη επί των υποδομών που καθιστούν δυνατή την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (αποφάσεις Belgacom και Mobistar, C‑256/13 και C‑264/13, EU:C:2014:2149, σκέψη 34, καθώς και Base Company, C‑346/13, EU:C:2015:649, σκέψη 18).

    31

    Πράγματι, το άρθρο αυτό αφορά τους λεπτομερείς κανόνες για την επιβολή τελών για τα δικαιώματα χρήσεως ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών ή για τα δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων επί δημοσίου ή ιδιωτικού ακινήτου ή κάτω από τέτοιο ακίνητο (αποφάσεις Belgacom και Mobistar, C‑256/13 και C‑264/13, EU:C:2014:2149, σκέψη 31, καθώς και Base Company, C‑346/13, EU:C:2015:649, σκέψη 19).

    32

    Εν προκειμένω, από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι ο επίμαχος στην κύρια δίκη φόρος «οφείλεται από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκμεταλλεύεται οικονομικά τον πυλώνα ή/και τη μονάδα εκπομπής και λήψεως του δικτύου [κινητής τηλεφωνίας]».

    33

    Όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, το γενεσιουργό γεγονός του φόρου αυτού, ο οποίος βαρύνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκμεταλλεύεται οικονομικά πυλώνα ή/και μονάδα εκπομπής και λήψεως του δικτύου κινητής τηλεφωνίας, ανεξαρτήτως του αν είναι ή όχι δικαιούχος αδείας χορηγηθείσας κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας για την αδειοδότηση, όπως φαίνεται δεν συνδέεται με τη διαδικασία γενικής αδείας που επιτρέπει στις επιχειρήσεις να παρέχουν δίκτυα και ηλεκτρονικές επικοινωνίες ούτε έχει σχέση με τη γενική άδεια υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για την αδειοδότηση, πράγμα το οποίο ωστόσο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

    34

    Επιπλέον, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι όροι «διευκολύνσεις» και «εγκατάσταση» που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 13 σημαίνουν, αντιστοίχως, τις υλικές υποδομές για την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και την τοποθέτηση των υποδομών αυτών στα οικεία δημόσια ή ιδιωτικά ακίνητα (αποφάσεις Belgacom και Mobistar, C‑256/13 και C‑264/13, EU:C:2014:2149, σκέψη 33, καθώς και Base Company, C‑346/13, EU:C:2015:649, σκέψη 21).

    35

    Έτσι, μολονότι ο επίμαχος στην κύρια δίκη φόρος επιβάλλεται στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκμεταλλεύεται οικονομικά πυλώνα ή/και μονάδα εκπομπής και λήψεως του δικτύου κινητής τηλεφωνίας, που συνιστούν τις υλικές υποδομές οι οποίες καθιστούν δυνατή την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δεν προκύπτει ότι ο εν λόγω φόρος έχει τα χαρακτηριστικά τέλους επιβαλλόμενου στις επιχειρήσεις που παρέχουν δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ως αντιπαροχή για το δικαίωμα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων.

    36

    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 6 και 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην επιβολή φόρου, όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκμεταλλεύεται οικονομικά πυλώνα ή/και μονάδα εκπομπής και λήψεως του δικτύου κινητής τηλεφωνίας.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    37

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Τα άρθρα 6 και 13 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση), έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην επιβολή φόρου, όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκμεταλλεύεται οικονομικά πυλώνα ή/και μονάδα εκπομπής και λήψεως του δικτύου κινητής τηλεφωνίας.

     

    (υπογραφές)


    ( * )   Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top