EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0497

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 4ης Ιουνίου 2015.
Froukje Faber κατά Autobedrijf Hazet Ochten BV.
Αίτηση του Gerechtshof Arnhem-Leeuwarden για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 1999/44/ΕΚ — Πώληση και εγγύηση των καταναλωτικών αγαθών — Ιδιότητα του αγοραστή — Ιδιότητα του καταναλωτή — Έλλειψη συμμορφώσεως του παραδοθέντος αγαθού — Υποχρέωση ενημερώσεως του πωλητή — Έλλειψη που εκδηλώνεται εντός εξαμήνου από την παράδοση του αγαθού — Βάρος αποδείξεως.
Υπόθεση C-497/13.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:357

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 4ης Ιουνίου 2015 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 1999/44/ΕΚ — Πώληση και εγγύηση των καταναλωτικών αγαθών — Ιδιότητα του αγοραστή — Ιδιότητα του καταναλωτή — Έλλειψη συμμορφώσεως του παραδοθέντος αγαθού — Υποχρέωση ενημερώσεως του πωλητή — Έλλειψη που εκδηλώνεται εντός εξαμήνου από την παράδοση του αγαθού — Βάρος αποδείξεως»

Στην υπόθεση C‑497/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Gerechtshof Arnhem‑Leeuwarden (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Σεπτεμβρίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Froukje Faber

κατά

Autobedrijf Hazet Ochten BV,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin, A. Borg Barthet, M. Berger (εισηγήτρια) και F. Biltgen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Σεπτεμβρίου 2014,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Autobedrijf Hazet Ochten BV, εκπροσωπούμενη από τον W. van Ochten, advocaat,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Bulterman και C. Schillemans, καθώς και από τον J. Langer,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Materne και J.‑C. Halleux,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. van Beek,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και 5 της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (ΕΕ L 171, σ. 12).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της F. Faber και της Autobedrijf Hazet Ochten BV (στο εξής: Hazet) με αντικείμενο αγωγή αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την έλλειψη συμμορφώσεως εξαιτίας ελαττώματος του οχήματος που είχε αγοράσει η F. Faber από τη Hazet.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 1999/44 ορίζει την έννοια του «καταναλωτή» ως «το φυσικό πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο των συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, ενεργεί για σκοπό μη εντασσόμενο στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας».

4

Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.   Ο πωλητής πρέπει να παραδίδει στον καταναλωτή αγαθά που είναι σύμφωνα προς τους όρους της σύμβασης πώλησης.

2.   Τα καταναλωτικά αγαθά τεκμαίρονται σύμφωνα προς τους όρους της σύμβασης εάν:

α)

ανταποκρίνονται στην περιγραφή που έχει γίνει από τον πωλητή και έχουν τις ιδιότητες του αγαθού εκείνου που ο πωλητής είχε παρουσιάσει στον καταναλωτή ως δείγμα ή υπόδειγμα·

β)

είναι κατάλληλα για κάθε ειδική χρήση την οποία επιζητεί ο καταναλωτής και την οποία γνωστοποίησε στον πωλητή κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης, ο δε πωλητής την αποδέχθηκε·

γ)

είναι κατάλληλα για τις χρήσεις για τις οποίες προορίζονται συνήθως τα αγαθά του ιδίου τύπου·

δ)

έχουν τη συνήθη ποιότητα και επιδόσεις ενός αγαθού του ίδιου τύπου τις οποίες μπορεί ευλόγως να αναμένει ο καταναλωτής, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του αγαθού και [ενδεχομένως] τις δημόσιες δηλώσεις του πωλητή, του παραγωγού ή του αντιπροσώπου του για τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των αγαθών, ιδίως στο πλαίσιο της διαφήμισης ή της επισήμανσης.»

5

Το άρθρο 3 της οδηγίας 1999/44, το οποίο επιγράφεται «Δικαιώματα του καταναλωτή», προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι «[ο] πωλητής ευθύνεται έναντι του καταναλωτή για κάθε έλλειψη συμμόρφωσης που υπάρχει κατά την παράδοση του αγαθού».

6

Το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, το οποίο αφορά τις προθεσμίες, έχει ως εξής:

«1.   Ο πωλητής ευθύνεται δυνάμει του άρθρου 3, όταν η έλλειψη συμμόρφωσης εκδηλώνεται εντός δύο ετών από την παράδοση του αγαθού. [...]

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι ο καταναλωτής, προκειμένου να απολαύσει των δικαιωμάτων του, οφείλει να ενημερώσει τον πωλητή για την έλλειψη συμμόρφωσης, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία διαπίστωσε την έλλειψη συμμόρφωσης.

[...]

3.   Μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου, η έλλειψη συμμόρφωσης, η οποία εκδηλώνεται εντός έξι μηνών από την παράδοση του αγαθού, τεκμαίρεται ότι υφίσταται κατά την παράδοση, εκτός εάν το τεκμήριο αυτό είναι ασυμβίβαστο με τη φύση του αγαθού ή τη φύση της έλλειψης συμμόρφωσης.»

7

Το άρθρο 7 της οδηγίας 1999/44 διευκρινίζει ότι οι διατάξεις της είναι δεσμευτικού χαρακτήρα και ότι, ειδικότερα, οι συμβατικοί όροι οι οποίοι περιορίζουν αμέσως ή εμμέσως τα δικαιώματα που απορρέουν από την οδηγία αυτή δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η εθνική νομοθεσία.

Το ολλανδικό δίκαιο

Το ουσιαστικό δίκαιο

8

Στο άρθρο 7:5, παράγραφος 1, του αστικού κώδικα (Burgerlijk Wetboek, στο εξής: BW) ως σύμβαση πωλήσεως καταναλωτικού αγαθού ορίζεται «η σύμβαση πωλήσεως κινητού πράγματος […] η οποία συνάπτεται μεταξύ πωλητή που ενεργεί στο πλαίσιο ασκήσεως επαγγελματικής ή εμπορικής δραστηριότητας και αγοραστή που είναι φυσικό πρόσωπο και δεν ενεργεί στο πλαίσιο ασκήσεως επαγγελματικής ή εμπορικής δραστηριότητας».

9

Το άρθρο 7:17, παράγραφος 1, του BW ορίζει ότι το παραδιδόμενο πράγμα πρέπει να συνάδει προς τους όρους της συμβάσεως.

10

Το άρθρο 7:18, παράγραφος 2, του BW, το οποίο μεταφέρει στην ολλανδική έννομη τάξη το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 1999/44, προβλέπει τα εξής:

«Στο πλαίσιο της πωλήσεως καταναλωτικού αγαθού τεκμαίρεται ότι το παραδιδόμενο πράγμα δεν συνάδει προς τους όρους της συμβάσεως όταν η απόκλιση από τα συνομολογηθέντα εκδηλώνεται εντός εξαμήνου από την παράδοση, εκτός αν τούτο αποκλείεται εκ της φύσεώς του πράγματος ή της αποκλίσεως.»

11

Από την αιτιολογική έκθεση τη σχετική με τη θέσπιση της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι ο αγοραστής πρέπει να προβάλει, και σε περίπτωση αμφισβητήσεως να αποδείξει, ότι το αγαθό δεν έχει τις συνομολογηθείσες ιδιότητες και ότι η ασυμφωνία αυτή εκδηλώθηκε εντός εξαμήνου από την παράδοση. Απόκειται τότε στον πωλητή να προβάλει και να αποδείξει ότι, κατά τον χρόνο της παραδόσεως, το αγαθό είχε τις συνομολογηθείσες ιδιότητες.

12

Κατά το άρθρο 7:23, παράγραφος 1, του BW:

«Ο αγοραστής δεν μπορεί πλέον να ισχυριστεί ότι το παραδοθέν πράγμα δεν συνάδει προς τους όρους της συμβάσεως, εάν δεν έχει ενημερώσει σχετικώς τον πωλητή εντός ευλόγου χρόνου από τη στιγμή που διαπίστωσε ή όφειλε ευλόγως να διαπιστώσει την απόκλιση από τα συνομολογηθέντα. Εάν, εντούτοις, διαπιστωθεί ότι το πράγμα στερείται συγκεκριμένης ιδιότητας την οποία του είχε αποδώσει ο πωλητής, ή εάν η απόκλιση αφορά στοιχεία που αυτός γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, αλλά δεν τα γνωστοποίησε, ο αγοραστής οφείλει να ενημερώσει σχετικά τον πωλητή εντός ευλόγου χρόνου από τη διαπίστωση αυτή. Σε περίπτωση πωλήσεως καταναλωτικού αγαθού, ο αγοραστής οφείλει να ενημερώσει τον πωλητή εντός ευλόγου χρόνου από τη διαπίστωση της αποκλίσεως, ο δε πωλητής τεκμαίρεται ότι έχει ενημερωθεί εντός ευλόγου χρόνου, εάν ενημερώθηκε εντός διμήνου από την εν λόγω διαπίστωση.»

13

Κατά πάγια νομολογία του Hoge Raad (Συμβουλίου Επικρατείας), εάν ο πωλητής υποστηρίζει ότι δεν ενημερώθηκε εμπροθέσμως, απόκειται στον αγοραστή να προβάλει και, σε περίπτωση τεκμηριωμένης αντικρούσεως, να αποδείξει ότι παρέσχε την ενημέρωση αυτή εντός ευλόγου χρόνου και κατά τρόπο εύληπτο για τον πωλητή. Στην περίπτωση πωλήσεως καταναλωτικού αγαθού, το ζήτημα εάν ενημέρωση που παρασχέθηκε μετά την παρέλευση διμήνου από τη διαπίστωση της ελλείψεως συμμορφώσεως μπορεί να θεωρηθεί ότι παρασχέθηκε εντός ευλόγου χρόνου εξαρτάται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως.

Το δικονομικό δίκαιο

14

Δυνάμει των άρθρων 23 και 24 του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Wetboek van Burgerlijke Rechtsvordering, στο εξής: Rv), ο δικαστής μπορεί να αποφαίνεται μόνον επί των αιτημάτων των διαδίκων και οφείλει να στηρίζεται στα νομικά περιστατικά επί των οποίων βασίζονται η αγωγή ή η προσφυγή, το δικόγραφο ή το υπόμνημα αντικρούσεως.

15

Στην κατ’ έφεση δίκη, το επιληφθέν δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί μόνον επί των αιτιάσεων που προέβαλαν οι διάδικοι με τις προτάσεις που υπέβαλαν για πρώτη φορά κατ’ έφεση. Το κατ’ έφεση δικάζον δικαστήριο πρέπει, εντούτοις, να εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τις σχετικές διατάξεις δημοσίας τάξεως, ακόμη κι αν δεν τις επικαλέσθηκαν οι διάδικοι.

16

Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 22 του Rv, «ο δικαστής δύναται σε κάθε περίπτωση και σε κάθε στάδιο της διαδικασίας να καλέσει τους διαδίκους ή έναν εξ αυτών να διευκρινίσουν ορισμένους πραγματικούς ισχυρισμούς ή να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα που αφορούν την υπόθεση».

Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17

Στις 27 Μαΐου 2008 η F. Faber αγόρασε από τη Hazet ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο. Η σύμβαση πωλήσεως που συνήφθη μεταξύ των συμβαλλομένων περιελήφθη σε υπόδειγμα συμβάσεως καταρτισμένο εκ των προτέρων από τη Hazet το οποίο επιγραφόταν «ιδιωτικό συμφωνητικό πωλήσεως».

18

Στις 26 Σεπτεμβρίου 2008 το επίμαχο αυτοκίνητο ανεφλέγη καθ’ οδόν και κάηκε ολοσχερώς. Η F. Faber, η οποία οδηγούσε το αυτοκίνητο, μετέβαινε εκείνη τη στιγμή σε επαγγελματική συνάντηση και συνοδευόταν από την κόρη της.

19

Το εν λόγω αυτοκίνητο μεταφέρθηκε από όχημα οδικής βοήθειας σε χώρο σταθμεύσεως της Hazet και στη συνέχεια, κατόπιν αιτήματός της, στις εγκαταστάσεις επιχειρήσεως αποσυναρμολογήσεως αυτοκινήτων προς φύλαξη σύμφωνα με τους ισχύοντες περιβαλλοντικούς κανόνες. Η F. Faber υποστηρίζει, αλλά η Hazet το αμφισβητεί, ότι υπήρξε επικοινωνία των συμβαλλομένων σχετικά με το ατύχημα και την ενδεχόμενη ευθύνη της αντιπροσωπείας αυτοκινήτων.

20

Στις αρχές του έτους 2009, η Hazet είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τη F. Faber, η οποία της δήλωσε ότι ανέμενε την έκθεση της αστυνομίας για την πυρκαγιά. Απαντώντας σε αίτημα της F. Faber, η αστυνομία την ενημέρωσε, εντούτοις, ότι δεν είχε συνταχθεί καμία τεχνική έκθεση.

21

Στις 8 Μαΐου 2009 το οικείο αυτοκίνητο καταστράφηκε, αφού είχε προηγουμένως ενημερωθεί σχετικώς η Hazet.

22

Με έγγραφο της 11ης Μαΐου 2009, η F. Faber γνωστοποίησε στη Hazet ότι της απέδιδε την ευθύνη για τη ζημία που προκλήθηκε από την πυρκαγιά που κατέστρεψε το όχημά της. Η ζημία αυτή, η οποία αντιστοιχούσε στο τίμημα αγοράς του εν λόγω αυτοκινήτου καθώς και στην αξία διαφόρων αντικειμένων που υπήρχαν σ’ αυτό, υπολογίστηκε από τη F. Faber σε 10828,55 ευρώ.

23

Στις αρχές Ιουλίου του 2009, η F. Faber ανέθεσε σε γραφείο εμπειρογνωμόνων να διενεργήσει τεχνική έρευνα σχετικά με τα αίτια αναφλέξεως του οχήματος. Καθόσον όμως τούτο είχε στο μεταξύ αποσυναρμολογηθεί, η εν λόγω έρευνα δεν μπόρεσε να διενεργηθεί.

24

Στις 26 Οκτωβρίου 2010 η F. Faber κίνησε ένδικη διαδικασία κατά της Hazet ενώπιον του Rechtbank Arnhem (πρωτοδικείου του Arnhem, Κάτω Χώρες).

25

Προς στήριξη της αγωγής της, η F. Faber υποστήριξε ότι το αυτοκίνητο δεν είχε τις συνομολογηθείσες ιδιότητες και ότι συνέτρεχε, συνεπώς, περίπτωση ασυμφωνίας προς τους όρους της συμβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 7:17 του BW. Εντούτοις, δεν προέβαλε ότι το είχε αγοράσει ως καταναλώτρια.

26

Η Hazet αμυνόμενη αμφισβήτησε ότι συνέτρεχε περίπτωση ασυμφωνίας προς τους όρους της συμβάσεως και υποστήριξε ότι η F. Faber είχε προβάλει εκπροθέσμως την αξίωσή της, με αποτέλεσμα να έχει απολέσει δυνάμει του άρθρου 7:23, παράγραφος 1, του BW όλα τα δικαιώματά της.

27

Με απόφαση της 27ης Απριλίου 2011, το Rechtbank Arnhem απέρριψε τις αξιώσεις της F. Faber. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η Hazet μπορούσε ορθώς να επικαλεστεί το άρθρο 7:23, παράγραφος 1, του BW, δεδομένου ότι η πρώτη επικοινωνία μεταξύ των διαδίκων πραγματοποιήθηκε, τηλεφωνικώς, μόλις στις αρχές του 2009, δηλαδή πλέον των τριών μηνών από την ανάφλεξη του αυτοκινήτου. Το εν λόγω δικαστήριο αποφάνθηκε, επίσης, ότι δεν συνέτρεχε λόγος να εξεταστεί πλέον προηγουμένως εάν η F. Faber είχε ενεργήσει ως καταναλώτρια.

28

Στις 26 Ιουλίου 2011 η F. Faber άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του Rechtbank Arnhem ενώπιον του Gerechtshof Arnhem-Leeuwarden (εφετείου του Arnhem-Leeuwarden, Κάτω Χώρες).

29

Στο πλαίσιο της εφέσεώς της, η F. Faber προέβαλε δύο λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος στρεφόταν κατά της κρίσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι δεν είχε ενεργήσει εντός των νομίμων προθεσμιών ενώ ο δεύτερος αντλούνταν από το γεγονός ότι οι πυροσβέστες και οι αστυνομικοί που βρέθηκαν στον τόπο της πυρκαγιάς έκαναν λόγο για τεχνικό ελάττωμα του επίμαχου αυτοκινήτου.

30

Αντιθέτως, η F. Faber δεν προέβαλε καμία αιτίαση κατά της κρίσεως του Rechtbank Arnhem ότι δεν συνέτρεχε λόγος να καθοριστεί εάν η σύμβαση που είχε συναφθεί μεταξύ των διαδίκων αφορούσε καταναλωτικό αγαθό. Ούτε διευκρίνισε εάν είχε αγοράσει το οικείο αυτοκίνητο ως καταναλώτρια.

31

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Gerechtshof Arnhem-Leeuwarden αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Οφείλει ο δικαστής της Ένωσης, είτε λόγω της αρχής της αποτελεσματικότητας, είτε λόγω του υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών που επιδιώκει η οδηγία 1999/44 εντός της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης, είτε λόγω άλλων διατάξεων ή κανόνων του δικαίου της Ένωσης, να εξετάζει αυτεπαγγέλτως εάν στο πλαίσιο συμβάσεως ο αγοραστής είναι καταναλωτής κατά την έννοια του άρθρου 44, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 1999/44;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, ισχύει το ίδιο εάν η δικογραφία δεν περιέχει πραγματικά στοιχεία (ή περιέχει ανεπαρκή ή αντικρουόμενα πραγματικά στοιχεία) εκ των οποίων να μπορεί να διαπιστωθεί η ιδιότητα του αγοραστή;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, ισχύει το ίδιο σε κατ’ έφεση δίκη στο πλαίσιο της οποίας ο αγοραστής δεν προσάπτει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι με την εκκαλούμενη απόφαση δεν διενήργησε τον κατά τα ανωτέρω (αυτεπάγγελτο) έλεγχο και δεν εξέτασε ρητώς εάν ο αγοραστής μπορεί να χαρακτηριστεί ως καταναλωτής;

4)

Πρέπει να θεωρηθεί το άρθρο 5 της οδηγίας 1999/44 ως κανόνας ισοδύναμος προς τους εθνικούς κανόνες που αποτελούν, στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξεως, κανόνες δημοσίας τάξεως;

5)

Αντιβαίνει το ολλανδικό δίκαιο προς την αρχή της αποτελεσματικότητας ή προς το υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών που επιδιώκει η οδηγία 1999/44 εντός της Ένωσης ή προς άλλες διατάξεις ή κανόνες του δικαίου της Ένωσης, στο μέτρο που επιβάλλει στον καταναλωτή-αγοραστή την υποχρέωση να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι ενημέρωσε (εμπροθέσμως) τον πωλητή για το φερόμενο ελάττωμα του παραδοθέντος πράγματος;

6)

Αντιβαίνει το ολλανδικό δίκαιο προς την αρχή της αποτελεσματικότητας ή προς το υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών που επιδιώκει η οδηγία 1999/44 εντός της Ένωσης ή προς άλλες διατάξεις ή κανόνες του δικαίου της Ένωσης στο μέτρο που επιβάλλει στον καταναλωτή-αγοραστή την υποχρέωση να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι το πράγμα δεν συνάδει προς τους όρους της συμβάσεως και ότι η μη συμμόρφωση αυτή εκδηλώθηκε εντός εξαμήνου από την παράδοση; Ποια είναι η έννοια της εκφράσεως “[…] η έλλειψη συμμόρφωσης, η οποία εκδηλώνεται […]” του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 1999/44 και, ειδικότερα, σε ποια έκταση υποχρεούται ο καταναλωτής-αγοραστής να επικαλεστεί και να αποδείξει πραγματικά περιστατικά και περιστάσεις που αφορούν (την αιτία) της μη συμμορφώσεως; Αρκεί προς τούτο ο καταναλωτής-αγοραστής να επικαλεστεί και, σε περίπτωση τεκμηριωμένης αντικρούσεως, να αποδείξει ότι το αγορασθέν πράγμα δεν λειτουργεί (σωστά) ή πρέπει επίσης να επικαλεστεί και, σε περίπτωση τεκμηριωμένης αντικρούσεως, να αποδείξει το ελάττωμα που προκαλεί (προκάλεσε) τη μη (ορθή) λειτουργία του αγορασθέντος πράγματος;

7)

Εξαρτάται η απάντηση στα ανωτέρω ερωτήματα […] από το γεγονός ότι η F. Faber εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο στη διαδικασία αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου, του δευτέρου, του τρίτου και του εβδόμου ερωτήματος

32

Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσία, να διευκρινιστεί εάν, δυνάμει της αρχής της αποτελεσματικότητας, ο εθνικός δικαστής, ο οποίος έχει επιληφθεί διαφοράς σχετικής με την εγγύηση που οφείλει ο πωλητής στον αγοραστή στο πλαίσιο συμβάσεως πωλήσεως κινητού ενσώματου αγαθού, υποχρεούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως εάν ο αγοραστής πρέπει να θεωρηθεί καταναλωτής κατά την έννοια της οδηγίας 1999/44, παρά το γεγονός ότι ο εν λόγω διάδικος δεν επικαλείται την ιδιότητα αυτή.

33

Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά δύο ιδιώτες. Καίτοι είναι αληθές ότι, σε μια τέτοιου είδους διαφορά, κανένας διάδικος δεν μπορεί να επικαλείται το άμεσο αποτέλεσμα της οδηγίας 1999/44, εντούτοις, κατά πάγια νομολογία το εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί διαφοράς μεταξύ ιδιωτών και μόνον, υποχρεούται, όταν εφαρμόζει τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των κανόνων του εθνικού δικαίου και να τους ερμηνεύει, κατά το μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του γράμματος καθώς και του σκοπού της εφαρμοστέας στον τομέα αυτό οδηγίας, προκειμένου να καταλήξει σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση LCL Le Crédit Lyonnais, C‑565/12, EU:C:2014:190, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34

Βάσει των στοιχείων που παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο, η μεταφορά της οδηγίας 1999/44 στην ολλανδική έννομη τάξη διασφαλίστηκε με τη θέσπιση στο βιβλίο 7 του BW, το οποίο επιγράφεται «Ειδικές συμβάσεις», πέραν των κανόνων περί εγγυήσεως που εφαρμόζονται αδιακρίτως σε όλες τις συμβάσεις πωλήσεως, ειδικών διατάξεων για τις συμβάσεις πωλήσεως καταναλωτικών αγαθών.

35

Εντούτοις, όσον αφορά την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση πωλήσεως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι υπάρχουν αμφιβολίες ως προς τις εφαρμοστέες διατάξεις, καθόσον δεν είναι γνωστό εάν αυτή η σύμβαση πωλήσεως συνήφθη με καταναλωτή.

36

Η απόφαση περί παραπομπής επισημαίνει κατ’ ουσίαν ότι, καίτοι η F. Faber προσκόμισε, προς στήριξη του στηριζομένου στην εγγύηση αιτήματός της κατά της Hazet συμβατικό έγγραφο το οποίο επιγραφόταν «ιδιωτικό συμφωνητικό πωλήσεως», δεν διευκρίνισε εντούτοις εάν η σύμβαση αυτή είχε συναφθεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής δραστηριότητάς της ή όχι, ενώ το στοιχείο αυτό θα παρείχε στον δικαστή, ο οποίος είχε επιληφθεί της διαφοράς της κύριας δίκης, τη δυνατότητα να καθορίσει εάν αυτή μπορούσε να θεωρηθεί καταναλωτής κατά την έννοια του ισχύοντος εθνικού δικαίου και του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 1999/44. Επιπροσθέτως, πρωτοδίκως, το αίτημα της F. Faber απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμο βάσει των προθεσμιών που όριζε το εθνικό δίκαιο, χωρίς να έχει αποδειχθεί η ιδιότητα με την οποία η ενδιαφερόμενη είχε συνάψει την εν λόγω σύμβαση. Τέλος, η F. Faber δεν υποστήριξε ότι είχε ενεργήσει ως καταναλωτής ούτε με τους λόγους που προέβαλε προς στήριξη της εφέσεώς της, οι οποίοι οριοθετούν την έκταση της διαφοράς ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.

37

Όσον αφορά το ζήτημα εάν, στο πλαίσιο αυτό, ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως εάν ο αγοραστής πρέπει να θεωρηθεί καταναλωτής, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, λόγω της μη εναρμονίσεως του δικονομικού δικαίου, οι δικονομικές ρυθμίσεις σχετικά με τα ένδικα βοηθήματα που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση, εντούτοις, ότι δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες καταστάσεις του εσωτερικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει στους καταναλωτές το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας).

38

Συναφώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στον εθνικό δικαστή, για τον προσδιορισμό των κανόνων δικαίου που εφαρμόζονται σε διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί, να προβεί σε νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών και πράξεων που προβάλλουν οι διάδικοι προς στήριξη των αιτημάτων τους. Ο εν λόγω νομικός χαρακτηρισμός προαπαιτείται σε περίπτωση κατά την οποία, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, η εγγύηση του πωληθέντος αγαθού, την οποία επικαλείται η ενάγουσα, μπορεί να διέπεται από διαφορετικούς κανόνες αναλόγως της ιδιότητας του αγοραστή. Ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν συνεπάγεται, αυτός καθαυτόν, ότι ο δικαστής ασκεί αυτεπαγγέλτως εξουσία εκτιμήσεως, αλλά μόνον ότι διαπιστώνει και επαληθεύει τη συνδρομή νομικής προϋποθέσεως η οποία καθορίζει τον εφαρμοστέο νομικό κανόνα.

39

Όπως ακριβώς, στο πλαίσιο των δικονομικών κανόνων της εσωτερικής εννόμου τάξεώς του, ο εθνικός δικαστής πρέπει, προκειμένου να προσδιορίσει τον εφαρμοστέο εθνικό κανόνα δικαίου, να προβεί σε χαρακτηρισμό των νομικών και πραγματικών στοιχείων που του προσκομίστηκαν από τους διαδίκους, ενδεχομένως καλώντας τους να παράσχουν κάθε αναγκαία διευκρίνιση, οφείλει να ενεργήσει κατά τον ίδιο τρόπο, δυνάμει της αρχής της ισοδυναμίας, προκειμένου να προσδιορίσει εάν ένας κανόνας δικαίου της Ένωσης τυγχάνει εφαρμογής.

40

Τούτο θα μπορούσε να συμβαίνει εν προκειμένω στην υπόθεση της κύριας δίκης, όπου ο εθνικός δικαστής έχει στη διάθεσή του, όπως επισήμανε ο ίδιος με την απόφαση περί παραπομπής, μια «ένδειξη», και δη το έγγραφο που προσκόμισε η F. Faber με τίτλο «ιδιωτικό συμφωνητικό πωλήσεως», και όπου, δυνάμει του άρθρου 22 του Rv, ο δικαστής αυτός είχε τη δυνατότητα, όπως υπογράμμισε η Ολλανδική Κυβέρνηση, να καλέσει τους διαδίκους να διευκρινίσουν ορισμένους πραγματικούς ισχυρισμούς ή να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στις σχετικές διαπιστώσεις.

41

Συνεπώς μόνον εάν οι δικονομικοί κανόνες της εσωτερικής εννόμου τάξεως δεν παρείχαν στον εθνικό δικαστή κανένα μέσο που να του επιτρέπει να προβεί στον ακριβή χαρακτηρισμό των επίδικων πραγματικών περιστατικών και πράξεων, σε περίπτωση που δεν προέβησαν ρητώς σε τέτοιο χαρακτηρισμό οι ίδιοι οι διάδικοι προς στήριξη των αιτημάτων τους, θα ετίθετο το ζήτημα εάν θα μπορούσε ο εθνικός δικαστής, βάσει της αρχής της αποτελεσματικότητας, να χαρακτηρίσει ως καταναλωτή διάδικο ο οποίος δεν επικαλέστηκε την ιδιότητα αυτή.

42

Πράγματι, το Δικαστήριο απαίτησε, βάσει της αρχής της αποτελεσματικότητας και παρά τους αντίθετους κανόνες του εσωτερικού δικαίου, από τα εθνικά δικαστήρια να εφαρμόζουν αυτεπαγγέλτως ορισμένες διατάξεις των οδηγιών της Ένωσης στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών. Η απαίτηση αυτή είχε ως δικαιολογητική βάση την εκτίμηση ότι το σύστημα προστασίας που θεσπίζουν οι οδηγίες αυτές στηρίζεται στην ιδέα ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία όσον αφορά τόσο την εξουσία διαπραγματεύσεως όσο και το επίπεδο πληροφορήσεως και ότι υφίσταται μη αμελητέος κίνδυνος να μην προβάλει ο καταναλωτής, λόγω μεταξύ άλλων άγνοιας, τον κανόνα δικαίου που προορίζεται για την προστασία του [βλ., συναφώς, σε σχέση με την οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95, σ. 29), απόφαση Mostaza Claro, C‑168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και, σε σχέση με την οδηγία 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη (ΕΕ 1987, L 42, σ. 48), απόφαση Rampion και Godard, C‑429/05, EU:C:2007:575, σκέψη 65].

43

Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι κάθε περίπτωση, κατά την οποία τίθεται το ζήτημα εάν μια εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να αναλύεται λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της εν λόγω διατάξεως στο πλαίσιο της όλης διαδικασίας, καθώς και της εξελίξεως και των ιδιαιτεροτήτων της διαδικασίας αυτής ενώπιον των διαφόρων εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Kušionová, C‑34/13, EU:C:2014:2189, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44

Δικονομικοί κανόνες οι οποίοι, όπως ενδεχομένως εν προκειμένω στην υπόθεση της κύριας δίκης, απαγορεύουν τόσο στον δικαστή του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου όσο και στον δικαστή του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίοι εκδικάζουν αφορώσα την εγγύηση αγωγή στηριζόμενη σε σύμβαση πωλήσεως, να χαρακτηρίσουν, βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που έχουν στη διάθεσή τους ή τα οποία μπορούν να περιέλθουν στη διάθεσή τους κατόπιν απλού αιτήματος παροχής διευκρινίσεων, την οικεία συμβατική σχέση ως πώληση σε καταναλωτή, όταν αυτός δεν έχει ρητώς επικαλεστεί την ιδιότητα αυτή, θα επέβαλαν στον καταναλωτή την υποχρέωση να προβαίνει ο ίδιος σε πλήρη νομικό χαρακτηρισμό της καταστάσεώς του, επ’ απειλή απώλειας των δικαιωμάτων που ο νομοθέτης της Ένωσης είχε τη βούληση να του παράσχει με την οδηγία 1999/44. Σ’ έναν τομέα στον οποίο, σε πολλά κράτη μέλη, οι δικονομικοί κανόνες επιτρέπουν στους ιδιώτες την αυτοπρόσωπη παράσταση ενώπιον των δικαστηρίων, θα υφίστατο μη αμελητέος κίνδυνος να μην είναι δυνατό να επιτευχθεί από τον καταναλωτή, λόγω μεταξύ άλλων άγνοιας, ένα τέτοιο επίπεδο απαιτήσεων.

45

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι δικονομικοί κανόνες, όπως οι εκτιθέμενοι στην προηγούμενη σκέψη, δεν συνάδουν προς την αρχή της αποτελεσματικότητας, στο μέτρο που καθιστούν υπερβολικά δυσχερή, στις αφορώσες την εγγύηση αγωγές με διαδίκους καταναλωτές οι οποίες στηρίζονται στην έλλειψη συμμορφώσεως, την εφαρμογή της προστασίας που η οδηγία 1999/44 επιδιώκει να τους παράσχει.

46

Από την αρχή της αποτελεσματικότητας προκύπτει αντιθέτως ότι ο εθνικός δικαστής, ο οποίος έχει επιληφθεί διαφοράς με αντικείμενο σύμβαση που μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, οφείλει, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία ή μπορεί να λάβει τα στοιχεία αυτά κατόπιν απλού αιτήματος παροχής διευκρινίσεων, να εξακριβώσει εάν ο αγοραστής μπορεί να χαρακτηριστεί καταναλωτής, ακόμη κι αν τούτος δεν επικαλέστηκε ρητώς την ιδιότητα αυτή.

47

Πρέπει να προστεθεί ότι το ζήτημα εάν ο καταναλωτής εκπροσωπείται ή όχι από δικηγόρο δεν μπορεί να μεταβάλει το συμπέρασμα αυτό, καθόσον η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης καθώς και το περιεχόμενο των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας είναι ανεξάρτητα των συγκεκριμένων περιστάσεων κάθε υποθέσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Rampion και Godard, C‑429/05, EU:C:2007:575, σκέψη 65).

48

Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, στο πρώτο, στο δεύτερο, στο τρίτο και στο έβδομο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 1999/44 έχει την έννοια ότι ο εθνικός δικαστής, ο οποίος έχει επιληφθεί διαφοράς με αντικείμενο σύμβαση που μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, οφείλει, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία προς τούτο νομικά ή πραγματικά στοιχεία ή μπορεί να λάβει τα στοιχεία αυτά κατόπιν απλού αιτήματος παροχής διευκρινίσεων, να εξακριβώσει εάν ο αγοραστής μπορεί να χαρακτηριστεί καταναλωτής κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, ακόμη κι αν τούτος δεν επικαλέστηκε την ιδιότητα αυτή.

Επί του τετάρτου ερωτήματος

49

Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσία, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 5 της οδηγίας 1999/44 μπορεί να θεωρηθεί ως κανόνας ισοδύναμος προς κανόνα δημοσίας τάξεως κατά την έννοια του εσωτερικού δικαίου του, δηλαδή ως κανόνας που μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από τον εθνικό δικαστή στο πλαίσιο εφέσεως.

50

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το ερώτημα αυτό αφορά συγκεκριμένα το άρθρο 5, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο προβλέπει ότι, μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου, η έλλειψη συμμορφώσεως, η οποία εκδηλώνεται εντός εξαμήνου από την παράδοση του αγαθού, τεκμαίρεται ότι υφίσταται κατά την παράδοση.

51

Πρέπει να επισημανθεί ότι το ερώτημα που υποβλήθηκε από το αιτούν δικαστήριο μπορεί να έχει σημασία μόνο σε περίπτωση που ο εθνικός δικαστής έχει διαπιστώσει ότι η οικεία σύμβαση εμπίπτει στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 1999/44, γεγονός το οποίο προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι η σύμβαση αυτή συνήφθη με καταναλωτή.

52

Στο σύστημα ευθύνης που θεσπίζει η οδηγία 1999/44, ενώ το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει μαχητό τεκμήριο συμμορφώσεως με τη σύμβαση, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει ότι ο πωλητής ευθύνεται για κάθε έλλειψη συμμορφώσεως που υφίσταται κατά την παράδοση του αγαθού. Από τη συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στον καταναλωτή να αποδείξει την έλλειψη συμμορφώσεως και την ύπαρξή της κατά την ημερομηνία παραδόσεως του αγαθού.

53

Το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 1999/44 προβλέπει παρέκκλιση από την αρχή αυτή στην περίπτωση που η έλλειψη συμμορφώσεως εκδηλώνεται εντός εξαμήνου από την παράδοση του αγαθού. Στην περίπτωση αυτή, πράγματι, η έλλειψη συμμορφώσεως τεκμαίρεται ότι υπήρχε κατά τη στιγμή της παραδόσεως.

54

Αυτή η ελάφρυνση του βάρους αποδείξεως υπέρ του καταναλωτή στηρίζεται στη διαπίστωση ότι, στην περίπτωση που η έλλειψη συμμορφώσεως εκδηλώνεται μόνο μετά την ημερομηνία παραδόσεως του αγαθού, η υποχρέωση αποδείξεως του γεγονότος ότι η εν λόγω έλλειψη υφίστατο κατά την ημερομηνία αυτή μπορεί να αποτελέσει «ανυπέρβλητο εμπόδιο για τον καταναλωτή», ενώ είναι γενικώς πολύ ευχερέστερο για τον επαγγελματία να αποδείξει ότι η έλλειψη συμμορφώσεως δεν υφίστατο κατά τον χρόνο παραδόσεως και ότι οφείλεται, για παράδειγμα, σε κακή χρήση από τον καταναλωτή [βλ. την αιτιολογική έκθεση της προτάσεως οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πώληση και τις εγγυήσεις των καταναλωτικών αγαθών, COM(95) 520 τελικό, σ. 13].

55

Η κατανομή του βάρους αποδείξεως με το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 1999/44 είναι, κατά το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας, δεσμευτικού χαρακτήρα, τόσο για τους συμβαλλομένους, οι οποίοι δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τη διάταξη αυτή συμβατικώς, όσο και για τα κράτη μέλη, τα οποία πρέπει να μεριμνούν για την τήρησή της. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο κανόνας αυτός περί του βάρους αποδείξεως πρέπει να εφαρμόζεται ακόμη κι αν δεν τον επικαλέστηκε ρητώς ο καταναλωτής που μπορεί να επωφεληθεί από την εφαρμογή του.

56

Δεδομένης της φύσεως και της σημασίας του δημοσίου συμφέροντος επί του οποίου στηρίζεται η προστασία την οποία διασφαλίζει στους καταναλωτές το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 1999/44, η διάταξη αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως ισοδύναμη προς εθνικό κανόνα δημοσίας τάξεως της ίδιας βαθμίδας στο πλαίσιο της εσωτερικής εννόμου τάξεως. Εξ αυτού συνάγεται ότι ο εθνικός δικαστής, στο μέτρο που έχει, στο πλαίσιο του εσωτερικού δικαιοδοτικού συστήματός του, την ευχέρεια αυτεπαγγέλτου εφαρμογής ενός τέτοιου κανόνα, οφείλει να εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως κάθε διάταξη του εθνικού δικαίου του η οποία μεταφέρει το εν λόγω άρθρο 5, παράγραφος 3, στην εσωτερική έννομη τάξη (βλ., συναφώς, απόφαση Asturcom Telecomunicaciones, C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψεις 52 έως 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

57

Υπό τις συνθήκες αυτές, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 1999/44 έχει την έννοια ότι πρέπει να θεωρηθεί ως ισοδύναμη προς εθνικό κανόνα δημοσίας τάξεως της ίδιας βαθμίδας στο πλαίσιο της εσωτερικής εννόμου τάξεως και ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως κάθε διάταξη του εθνικού δικαίου του η οποία διασφαλίζει τη μεταφορά του στην εσωτερική έννομη τάξη.

Επί του πέμπτου ερωτήματος

58

Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσία, να διευκρινιστεί εάν αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας εθνικός κανόνας ο οποίος επιβάλλει στον καταναλωτή να αποδείξει ότι ενημέρωσε εντός ευλόγου χρόνου τον πωλητή για την έλλειψη συμμορφώσεως.

59

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο Ολλανδός νομοθέτης προβλέπει την υποχρέωση αυτή στο άρθρο 7:23 του BW και ότι, κατά τη νομολογία του Hoge Raad, στον καταναλωτή εναπόκειται, σε περίπτωση αμφισβητήσεως εκ μέρους του πωλητή, να αποδείξει ότι τον ενημέρωσε για την έλλειψη συμμορφώσεως του παραδοθέντος αγαθού. Από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει επίσης ότι, στο σύστημα που προβλέπει ο Ολλανδός νομοθέτης, η ενημέρωση αυτή τεκμαίρεται ότι παρασχέθηκε εντός ευλόγου χρόνου, εάν παρασχέθηκε εντός διμήνου από τη διαπίστωση της ελλείψεως συμμορφώσεως. Επιπροσθέτως, κατά τη νομολογία του Hoge Raad, το ζήτημα εάν η ενημέρωση που παρασχέθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής μπορεί ακόμη να θεωρηθεί ότι παρασχέθηκε εντός ευλόγου χρόνου εξαρτάται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

60

Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 1999/44 επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι ο καταναλωτής, για να τύχει των δικαιωμάτων του, πρέπει να ενημερώσει τον πωλητή για την έλλειψη συμμορφώσεως εντός διμήνου από την ημερομηνία κατά την οποία τη διαπίστωσε.

61

Κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της εν λόγω οδηγίας, η δυνατότητα αυτή εξυπηρετεί την ανάγκη ενισχύσεως της ασφάλειας δικαίου ενθαρρύνοντας τον αγοραστή να «ενεργεί ταχέως, ενώ λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα του πωλητή», χωρίς να «ορίζεται αυστηρή υποχρέωση πραγματοποίησης εξονυχιστικού ελέγχου του αγαθού» [βλ. την αιτιολογική έκθεση της προτάσεως οδηγίας, COM(95) 520 τελικό, σ. 14].

62

Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 1999/44, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 19 της οδηγίας αυτής, και από τον σκοπό που επιδιώκει η διάταξη αυτή, η υποχρέωση που βαρύνει συνεπώς τον καταναλωτή δεν μπορεί να βαίνει πέραν της υποχρεώσεως να ενημερώνει τον πωλητή για την ύπαρξη ελλείψεως συμμορφώσεως.

63

Όσον αφορά το περιεχόμενο της ενημερώσεως αυτής, ο καταναλωτής δεν μπορεί να υποχρεωθεί, στο στάδιο αυτό, να αποδείξει ότι η έλλειψη συμμορφώσεως επηρεάζει πράγματι το αγαθό που έχει αγοράσει. Ο καταναλωτής, λαμβανομένης υπόψη της ασθενέστερης θέσεως στην οποία βρίσκεται έναντι του πωλητή όσον αφορά τα στοιχεία που αφορούν τις ιδιότητες του αγαθού αυτού και την κατάσταση στην οποία αυτό πωλήθηκε, δεν μπορεί ούτε να υποχρεωθεί να δηλώσει την ακριβή αιτία της εν λόγω ελλείψεως συμμορφώσεως. Αντιθέτως, προκειμένου η ενημέρωση να είναι χρήσιμη για τον πωλητή, πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία των οποίων ο βαθμός ακρίβειας θα ποικίλει αναλόγως των συγκεκριμένων περιστάσεων κάθε περιπτώσεως, όσον αφορά τη φύση του επίμαχου αγαθού, το περιεχόμενο της αντίστοιχης συμβάσεως πωλήσεως και τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις της φερόμενης ελλείψεως συμμορφώσεως.

64

Όσον αφορά την απόδειξη ότι η ενημέρωση αυτή παρασχέθηκε στον πωλητή, τούτη υπάγεται, κατ’ αρχήν, στους εθνικούς συναφείς κανόνες, οι οποίοι πρέπει εντούτοις να τηρούν την αρχή της αποτελεσματικότητας. Συνεπώς, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να προβλέπει απαιτήσεις δυνάμενες να καταστήσουν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εκ μέρους του καταναλωτή άσκηση των δικαιωμάτων που αντλεί από την οδηγία 1999/44.

65

Στο πέμπτο ερώτημα πρέπει, συνεπώς, να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 1999/44 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνικό κανόνα ο οποίος προβλέπει ότι ο καταναλωτής, για να τύχει των δικαιωμάτων που αντλεί από την οδηγία αυτή, πρέπει να ενημερώσει εντός ευλόγου χρόνου τον πωλητή για την έλλειψη συμμορφώσεως, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω καταναλωτής έχει στη διάθεσή του, για την παροχή της ενημερώσεως αυτής, προθεσμία τουλάχιστον δύο μηνών από την ημερομηνία που διαπίστωσε τη συγκεκριμένη έλλειψη και ότι η απαιτούμενη ενημέρωση αφορά μόνον την ύπαρξη της ελλείψεως αυτής και δεν υπόκειται σε κανόνες περί αποδείξεως οι οποίοι καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εκ μέρους του εν λόγω καταναλωτή άσκηση των δικαιωμάτων του.

Επί του έκτου ερωτήματος

66

Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσία, να διευκρινιστεί πώς λειτουργεί η κατανομή του βάρους αποδείξεως βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 1999/44 και, ειδικότερα, ποια είναι τα στοιχεία που ο καταναλωτής πρέπει να αποδείξει.

67

Όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, η διάταξη αυτή προβλέπει παρέκκλιση από την αρχή κατά την οποία εναπόκειται στον καταναλωτή να ανατρέψει το τεκμήριο συμμορφώσεως του πωληθέντος αγαθού που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής και να αποδείξει την προβαλλόμενη έλλειψη συμμορφώσεως.

68

Σε περίπτωση που η έλλειψη συμμορφώσεως εκδηλώνεται εντός εξαμήνου από την παράδοση του αγαθού, το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 1999/44 ελαφρύνει το βάρος αποδείξεως που βαρύνει τον καταναλωτή προβλέποντας ότι η έλλειψη συμμορφώσεως τεκμαίρεται ότι υπήρχε κατά τη στιγμή της παραδόσεως.

69

Για να τύχει της εν λόγω ελαφρύνσεως, ο καταναλωτής πρέπει εντούτοις να αποδείξει ορισμένα πραγματικά περιστατικά.

70

Πρώτον, ο καταναλωτής πρέπει να προβάλει και να αποδείξει ότι το πωληθέν αγαθό δεν συνάδει προς τους όρους της οικείας συμβάσεως στο μέτρο που, για παράδειγμα, δεν έχει τις συνομολογηθείσες ιδιότητες ή ακόμη είναι ακατάλληλο για τη συνήθως αναμενόμενη χρήση τέτοιου είδους αγαθών. Ο καταναλωτής οφείλει να αποδείξει μόνον την έλλειψη συμμορφώσεως. Δεν οφείλει να αποδείξει την αιτία της ούτε ότι για την έλλειψη αυτή ευθύνεται ο πωλητής.

71

Δεύτερον, ο καταναλωτής πρέπει να αποδείξει ότι η επίμαχη έλλειψη συμμορφώσεως εκδηλώθηκε, δηλαδή έγινε φυσικώς αντιληπτή, εντός εξαμήνου από την παράδοση του αγαθού.

72

Κατόπιν αποδείξεως των εν λόγω πραγματικών περιστατικών, ο καταναλωτής απαλλάσσεται από την υποχρέωση αποδείξεως του γεγονότος ότι η έλλειψη συμμορφώσεως υφίστατο κατά την ημερομηνία παραδόσεως του αγαθού. Η εμφάνιση της ελλείψεως αυτής εντός της μικρής περιόδου των έξι μηνών επιτρέπει να υποτεθεί ότι, εφόσον αυτή εκδηλώθηκε για πρώτη φορά μετά την παράδοση του αγαθού, προϋπήρχε σε «εμβρυακή κατάσταση» σ’ αυτό κατά την παράδοση [βλ. την αιτιολογική έκθεση της προτάσεως οδηγίας, COM(95) 520 τελικό, σ. 12].

73

Εναπόκειται συνεπώς στον επαγγελματία να αποδείξει, ενδεχομένως, ότι η έλλειψη συμμορφώσεως δεν υφίστατο κατά τον χρόνο παραδόσεως του αγαθού, αποδεικνύοντας ότι η αιτία ή η προέλευσή της έγκειται σε πράξη ή παράλειψη μεταγενέστερη της παραδόσεως αυτής.

74

Σε περίπτωση που ο πωλητής δεν μπορεί να αποδείξει επαρκώς κατά νόμο ότι η αιτία ή η προέλευση της ελλείψεως συμμορφώσεως έγκειται σε γεγονός το οποίο επήλθε μετά την παράδοση του αγαθού, το τεκμήριο του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 1999/44 παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα επικλήσεως των δικαιωμάτων που αντλεί από την οδηγία αυτή.

75

Στο έκτο ερώτημα πρέπει, συνεπώς, να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 1999/44 έχει την έννοια ότι ο κανόνας κατά τον οποίο η έλλειψη συμμορφώσεως τεκμαίρεται ότι υφίστατο κατά τον χρόνο παραδόσεως του αγαθού·

εφαρμόζεται στο μέτρο που ο καταναλωτής αποδεικνύει ότι το πωληθέν αγαθό δεν συνάδει προς τους όρους της συμβάσεως και η επίμαχη έλλειψη συμμορφώσεως εκδηλώθηκε, δηλαδή έγινε φυσικώς αντιληπτή, εντός εξαμήνου από την παράδοση του αγαθού. Ο καταναλωτής δεν οφείλει να αποδείξει την αιτία της ούτε ότι για την έλλειψη αυτή ευθύνεται ο πωλητής.

μπορεί να μην εφαρμοστεί εάν ο πωλητής αποδείξει επαρκώς κατά νόμο ότι η αιτία ή η προέλευση της εν λόγω ελλείψεως συμμορφώσεως έγκειται σε γεγονός το οποίο επήλθε μετά την παράδοση του αγαθού.

Επί των δικαστικών εξόδων

76

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Η οδηγία 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών, έχει την έννοια ότι ο εθνικός δικαστής, ο οποίος έχει επιληφθεί διαφοράς με αντικείμενο σύμβαση που μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, οφείλει, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία προς τούτο νομικά ή πραγματικά στοιχεία ή μπορεί να λάβει τα στοιχεία αυτά κατόπιν απλού αιτήματος παροχής διευκρινίσεων, να εξακριβώσει εάν ο αγοραστής μπορεί να χαρακτηριστεί καταναλωτής κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, ακόμη κι αν τούτος δεν επικαλέστηκε την ιδιότητα αυτή.

 

2)

Το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 1999/44 έχει την έννοια ότι πρέπει να θεωρηθεί ως ισοδύναμη προς εθνικό κανόνα δημοσίας τάξεως της ίδιας βαθμίδας στο πλαίσιο της εσωτερικής εννόμου τάξεως και ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως κάθε διάταξη του εθνικού δικαίου του η οποία διασφαλίζει τη μεταφορά του στην εσωτερική έννομη τάξη.

 

3)

Το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 1999/44 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνικό κανόνα ο οποίος προβλέπει ότι ο καταναλωτής, για να τύχει των δικαιωμάτων που αντλεί από την οδηγία αυτή, πρέπει να ενημερώσει εντός ευλόγου χρόνου τον πωλητή για την έλλειψη συμμορφώσεως, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω καταναλωτής έχει στη διάθεσή του, για την παροχή της ενημερώσεως αυτής, προθεσμία τουλάχιστον δύο μηνών από την ημερομηνία που διαπίστωσε τη συγκεκριμένη έλλειψη και ότι η απαιτούμενη ενημέρωση αφορά μόνον την ύπαρξη της ελλείψεως αυτής και δεν υπόκειται σε κανόνες περί αποδείξεως οι οποίοι καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εκ μέρους του εν λόγω καταναλωτή άσκηση των δικαιωμάτων του.

 

4)

Το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 1999/44 έχει την έννοια ότι ο κανόνας κατά τον οποίο η έλλειψη συμμορφώσεως τεκμαίρεται ότι υφίστατο κατά τον χρόνο παραδόσεως του αγαθού

εφαρμόζεται στο μέτρο που ο καταναλωτής αποδεικνύει ότι το πωληθέν αγαθό δεν συνάδει προς τους όρους της συμβάσεως και η επίμαχη έλλειψη συμμορφώσεως εκδηλώθηκε, δηλαδή έγινε φυσικώς αντιληπτή, εντός εξαμήνου από την παράδοση του αγαθού. Ο καταναλωτής δεν οφείλει να αποδείξει την αιτία της ούτε ότι για την έλλειψη αυτή ευθύνεται ο πωλητής·

μπορεί να μην εφαρμοστεί εάν ο πωλητής αποδείξει επαρκώς κατά νόμο ότι η αιτία ή η προέλευση της εν λόγω ελλείψεως συμμορφώσεως έγκειται σε γεγονός το οποίο επήλθε μετά την παράδοση του αγαθού.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Top