EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0369

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 12ης Φεβρουαρίου 2015.
N.F. Gielen κ.λπ.
Αίτηση του Rechtbank Oost-Brabant ’s-Hertogenbosch για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή — Πρόδρομες ουσίες ναρκωτικών — Παρακολούθηση του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου — Κανονισμός (ΕΚ) 273/2004 — Παρακολούθηση του εμπορίου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των τρίτων χωρών — Κανονισμός (ΕΚ) 111/2005 — Έννοια της «διαβαθμισμένης ουσίας» — Ουσία «α–φαινυλακετοακετονιτρίλιο» (APAAN) — Διαβαθμισμένη ουσία «1 Φαινυλο-2-προπανόνη» (BMK).
Υπόθεση C-369/13.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:85

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 12ης Φεβρουαρίου 2015 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Πρόδρομες ουσίες ναρκωτικών — Παρακολούθηση του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου — Κανονισμός (ΕΚ) 273/2004 — Παρακολούθηση του εμπορίου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των τρίτων χωρών — Κανονισμός (ΕΚ) 111/2005 — Έννοια της “διαβαθμισμένης ουσίας” — Ουσία “α‑φαινυλακετοακετονιτρίλιο” (APAAN) — Διαβαθμισμένη ουσία “1‑Φαινυλο-2-προπανόνη” (BMK)»

Στην υπόθεση C‑369/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Rechtbank Oost-Brabant ’s-Hertogenbosch (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 21ης Ιουνίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Ιουλίου 2013, στις ποινικές δίκες κατά των

N. F. Gielen,

M. M. J. Geerings,

F. A. C. Pruijmboom,

A. A. Pruijmboom,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, C. Vajda, A. Rosas, E. Juhász και D. Šváby (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις K. Bulterman και B. Koopman,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Banciella Rodríguez-Miñón,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J.-F. Brakeland και την K. Talabér-Ritz,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχεία αʹ, βʹ, δʹ και στʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 273/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, περί των προδρόμων ουσιών των ναρκωτικών (ΕΕ L 47, σ. 1), και του άρθρου 2, στοιχεία αʹ και στʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 111/2005 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση κανόνων για την παρακολούθηση του εμπορίου πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών (ΕΕ L 22, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικών διώξεων που ασκήθηκαν κατά των N. F. Gielen, M. M. J. Geerings, F. A. C. Pruijmboom και A. A. Pruijmboom, λόγω πράξεων εισαγωγής και/ή εξαγωγής, στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού τελωνειακού εδάφους, ουσίας ονομαζόμενης «α-φαινυλακετοακετονιτρίλιο» (στο εξής: APAAN), χωρίς να έχει ληφθεί η απαιτούμενη προς τούτο άδεια και, επικουρικώς, λόγω κατοχής και διαθέσεως στην αγορά της ίδιας αυτής ουσίας, πάντοτε χωρίς άδεια.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Προς αποτροπή της διοχετεύσεως των συχνά χρησιμοποιούμενων ουσιών στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, ο νομοθέτης της Ένωσης έλαβε εσωτερικά και εξωτερικά μέτρα παρακολουθήσεως και ελέγχου, τα οποία καθορίζονται, αντιστοίχως, από τους κανονισμούς 273/2004 και 111/2005.

Ο κανονισμός 273/2004

4

Οι αιτιολογικές σκέψεις 13 και 17 του κανονισμού 273/2004 ορίζουν τα εξής:

«(13)

Σημαντικός αριθμός άλλων ουσιών, πολλές από τις οποίες αποτελούν αντικείμενο νόμιμου εμπορίου σε μεγάλες ποσότητες, έχουν αναγνωρισθεί ως πρόδρομες ουσίες που χρησιμοποιούνται στην παράνομη παρασκευή συνθετικών ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών. Η υπαγωγή των εν λόγω ουσιών στους ίδιους αυστηρούς ελέγχους με εκείνους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι, θα αποτελούσε περιττό εμπόδιο στις συναλλαγές, αφού θα συνεπαγόταν την έκδοση αδειών λειτουργίας και την υποβολή εγγράφων για τις συναλλαγές. Επομένως, κρίνεται σκόπιμη η καθιέρωση ενός ελαστικότερου μηχανισμού σε κοινοτικό επίπεδο, μέσω του οποίου θα κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρόμοιες συναλλαγές.

[…]

(17)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η εναρμονισμένη παρακολούθηση της εμπορίας πρόδρομων ουσιών και η αποφυγή της διοχέτευσής του στην παράνομη παρασκευή συνθετικών ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν, συνεπώς, λόγω του διεθνούς και μεταβαλλόμενου χαρακτήρα του εμπορίου αυτού, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτών των στόχων.»

5

Το άρθρο 2, στοιχεία αʹ, βʹ, δʹ και στʹ, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

“διαβαθμισμένες ουσίες”: οι ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, συμπεριλαμβανομένων των μειγμάτων και των φυσικών προϊόντων που περιέχουν τέτοιες ουσίες. Από την κατηγορία αυτή εξαιρούνται τα φάρμακα, όπως ορίζονται στην οδηγία 2001/83/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση [(ΕΕ L 311, σ. 67)], τα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, τα μείγματα, τα φυσικά προϊόντα και άλλα παρασκευάσματα που περιέχουν διαβαθμισμένες ουσίες συνδυασμένες με τέτοιο τρόπο ώστε οι ουσίες αυτές να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν εύκολα ή να εξαχθούν με εύχρηστα ή οικονομικά πρόσφορα μέσα·

β)

“μη διαβαθμισμένες ουσίες”: οι ουσίες που αν και δεν απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, αναγνωρίζεται ότι έχουν χρησιμοποιηθεί στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών·

[…]

δ)

“επιχείρηση”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δραστηριοποιείται στη διάθεση διαβαθμισμένων ουσιών στην αγορά·

[…]

στ)

“ειδική άδεια”: η άδεια που χορηγείται σε συγκεκριμένο τύπο επιχείρησης·

[…]».

6

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, «[ο]ι επιχειρήσεις πρέπει να διαθέτουν άδεια που χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές προτού να έχουν τη δυνατότητα να κατέχουν ή να διαθέτουν στην αγορά διαβαθμισμένες ουσίες που υπάγονται στην κατηγορία 1 του παραρτήματος Ι».

7

Το άρθρο 9 του ίδιου αυτού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.   Για να διευκολυνθεί η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών, των επιχειρήσεων και της χημικής βιομηχανίας, ιδίως όσον αφορά μη διαβαθμισμένες ουσίες, η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2, καταρτίζει και ενημερώνει κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να βοηθηθεί η χημική βιομηχανία.

2.   Οι κατευθυντήριες γραμμές παρέχουν κυρίως:

α)

πληροφορίες για τον τρόπο αναγνώρισης και κοινοποίησης ύποπτων συναλλαγών·

β)

κατάλογο, που ενημερώνεται τακτικά, των μη διαβαθμισμένων ουσιών ώστε η βιομηχανία να είναι σε θέση να παρακολουθεί σε εκούσια βάση το εμπόριο των ουσιών αυτών·

γ)

άλλες πληροφορίες που ενδεχομένως κρίνονται χρήσιμες.

[…]»

8

Το παράρτημα I του κανονισμού 273/2004 περιλαμβάνει τον κατάλογο των «διαβαθμισμένων ουσιών», υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 273/2004, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, στην κατηγορία 1, η «1-φαινυλο-2-προπανόνη» (στο εξής: BMK). Αντιθέτως, το APAAN δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα αυτό.

Ο κανονισμός 111/2005

9

Ο ορισμένος της εννοίας της «διαβαθμισμένης ουσίας» στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 111/2005 ταυτίζεται, κατ’ ουσίαν, προς τον περιλαμβανόμενο στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 273/2004. Το παράρτημα του κανονισμού 111/2005 στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του ίδιου αυτού κανονισμού ταυτίζεται επίσης κατ’ ουσίαν προς το παράρτημα I του κανονισμού 273/2004.

10

Το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 111/2005 ορίζει την έννοια της «επιχειρήσεως» ως «το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συμμετέχει στην εισαγωγή ή την εξαγωγή διαβαθμισμένων ουσιών ή σε σχετικές δραστηριότητες μεσαζόντων, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που ασκούν, ως μη μισθωτοί, τη δραστηριότητα της κατάρτισης τελωνειακών διασαφήσεων για πελάτες, είτε ως κύρια απασχόληση είτε ως δευτερεύουσα δραστηριότητα σε σχέση με άλλη απασχόληση».

11

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«Οι εγκατεστημένες στην Κοινότητα επιχειρήσεις, εκτός από τους εκτελωνιστές και τους μεταφορείς όταν ενεργούν αποκλειστικά υπ’ αυτήν την ιδιότητα, οι οποίες συμμετέχουν στην εισαγωγή, την εξαγωγή ή τις δραστηριότητες μεσαζόντων όσον αφορά τις διαβαθμισμένες ουσίες της κατηγορίας 1 του παραρτήματος, λαμβάνουν έγκριση. Η έγκριση χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση.

[…]»

12

Το άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.   Για να διευκολυνθεί η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, των εγκατεστημένων στην Κοινότητα επιχειρήσεων και της χημικής βιομηχανίας, ιδίως για τις μη διαβαθμισμένες ουσίες, η Επιτροπή, σε διαβούλευση με τα κράτη μέλη, εκπονεί και ενημερώνει κατευθυντήριες γραμμές

2.   Οι κατευθυντήριες γραμμές παρέχουν, κυρίως:

α)

πληροφορίες σχετικά με τα μέσα εξακρίβωσης και γνωστοποίησης των ύποπτων συναλλαγών·

β)

κατάλογο μη διαβαθμισμένων ουσιών, ο οποίος ενημερώνεται τακτικά, ώστε να μπορεί η βιομηχανία να παρακολουθεί οικειοθελώς το εμπόριο των ουσιών αυτών.

[…]»

13

Οι κανονισμοί (ΕΕ) 1258/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013 (ΕΕ L 330, σ. 21), και (ΕΕ) 1259/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013 (ΕΕ L 330, σ. 30), τροποποίησαν, αντιστοίχως, τους κανονισμούς 273/2004 και 111/2005. Πλην των τροποποιήσεων στον ορισμό της εννοίας της «διαβαθμισμένης ουσίας» κατά τους δύο αυτούς κανονισμούς, περιέλαβαν το APAAN στον κατάλογο των «διαβαθμισμένων ουσιών» που απαριθμούνται στο παράρτημα I του κανονισμού 273/2004 και στο παράρτημα του κανονισμού 111/2005. Εντούτοις, δεδομένου ότι οι κανονισμοί 1258/2013 και 1259/2013 άρχισαν να ισχύουν μόλις στις 30 Δεκεμβρίου 2013, δεν έχουν εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης.

Το ολλανδικό δίκαιο

14

Οι κανονισμοί 273/2004 και 111/2005 τέθηκαν σε εφαρμογή στις Κάτω Χώρες με τον νόμο για την αποτροπή της καταχρήσεως χημικών ουσιών (Wet Voorkoming Misbruik Chemicaliën, στο εξής: WVMC).

15

Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του WVMC ορίζει τα εξής:

«Απαγορεύεται η παράβαση των προϋποθέσεων που ορίζονται από τις κατωτέρω διατάξεις η δυνάμει αυτών:

a.

των άρθρων 3, παράγραφοι 2 και 3, και 8 του κανονισμού 273/2004 και των άρθρων 6, παράγραφος 1, 8, παράγραφος 1, 9, 12, παράγραφος 1, και 20, του κανονισμού 111/2005 […]».

16

Η εκ προθέσεως παράβαση της διατάξεως αυτής συνιστά οικονομικό έγκλημα που τιμωρείται με φυλάκιση έξι μηνών.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17

Βάσει του άρθρου 2 του WVMC, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των N. F. Gielen, M. M. J. Geerings, F. A. C. Pruijmboom και A. A. Pruijmboom λόγω πράξεων εισαγωγής και/ή εξαγωγής του APAAN στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού τελωνειακού εδάφους, ουσίας η οποία, κατά τις ολλανδικές αρχές, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «διαβαθμισμένη ουσία», εμπίπτουσα στην κατηγορία 1 του παραρτήματος του κανονισμού 111/2005. Επικουρικώς και επί της ίδιας νομικής βάσεως, τους προσάπτεται επίσης ότι κατείχαν και διέθεσαν στην αγορά, άνευ αδείας, την ίδια αυτή ουσία, την οποία θεωρούν ως εμπίπτουσα στην κατηγορία 1 του παραρτήματος I του κανονισμού 273/2004.

18

Στις 2 Ιανουαρίου 2013, το Openbaar Ministerie κλήτευσε τους κατηγορουμένους, οι οποίοι τελούν σήμερα υπό «ανασταλείσα προσωρινή κράτηση», σε δίκη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

19

Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, το Rechtbank Oost-Brabant ‘s-Hertogenbosch διαπίστωσε ότι το APAAN δεν περιλαμβάνεται ρητώς στον κατάλογο των «διαβαθμισμένων ουσιών» που εμπίπτουν στην κατηγορία 1 του παραρτήματος I του κανονισμού 273/2004 και στην κατηγορία 1 του παραρτήματος του κανονισμού 111/2005. Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογήν, ιδίως, της αρχής ότι πρέπει να υπάρχει σχετική πρόβλεψη του νόμου, πράξεις οι οποίες αφορούν την ουσία αυτή δεν θα έπρεπε να συνεπάγονται ποινικές κυρώσεις βάσει του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του WVMC.

20

Εντούτοις, και παρά την ύπαρξη αντίθετης νομολογιακής πρακτικής, το εν λόγω δικαστήριο δεν αποκλείει να είναι δυνατό να χαρακτηρισθεί η ουσία αυτή ως «διαβαθμισμένη ουσία», υπό την έννοια των άρθρων 2, στοιχείο αʹ, των κανονισμών 273/2004 και 111/2005, λαμβανομένου υπόψη ότι, αφενός, το APAAN μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε BMK —διαβαθμισμένη ουσία εμπίπτουσα στην κατηγορία 1 των σχετικών παραρτημάτων των κανονισμών αυτών— και, αφετέρου, είναι δυνατό να αντληθούν σημαντικά χρηματικά πλεονεκτήματα από τη μετατροπή αυτή.

21

Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το APAAN πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «διαβαθμισμένη ουσία», υπό την έννοια των άρθρων 2, στοιχείο αʹ, των εν λόγω κανονισμών, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης ως προς το περιεχόμενο της εννοίας της «επιχειρήσεως», που ορίζεται στα άρθρα 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 273/2004 και 2, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 111/2005.

22

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rechtbank Oost-Brabant ‘s-Hertogenbosch αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

α)

Είναι δυνατό να εξομοιωθεί η χημική ουσία [APAAN] προς [το BMK]; Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ο ολλανδικός όρος “bevatten”, ο αγγλικός όρος “containing” και ο γαλλικός όρος “contenant” [“που περιέχουν”] έχουν την έννοια ότι η ουσία BMK πρέπει ήδη να περιέχεται ως έχει στην ουσία APAAN.

β)

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο ερώτημα 1α:

Πρέπει να θεωρηθεί το APAAN ως (ένα από τα) “stoffen […] die zodanig zijn vermengd dat genoemde stoffen niet gemakkelijk of met economisch rendabele middelen kunnen worden gebruikt of geëxtraheerd” ή ως “substance that is compounded in such a way that it cannot be easily used or extracted by readily applicable or economically viable means” ή ως “une autre préparation contenant des substances classifiées qui sont composées de manière telle que ces substances ne peuvent pas être facilement utilisées, ni extraites par des moyens aisés à mettre en oeuvre ou économiquement viables” [“άλλα παρασκευάσματα που περιέχουν διαβαθμισμένες ουσίες συνδυασμένες με τέτοιο τρόπο ώστε οι ουσίες αυτές να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν εύκολα ή να εξαχθούν με εύχρηστα ή οικονομικά πρόσφορα μέσα”]; Από το παράρτημα 3 προκύπτει ότι, κατά την αστυνομία, πρόκειται για διαδικασία μετατροπής η οποία δεν είναι ιδιαίτερα περίπλοκη, ίσως μάλιστα και απλή.

γ)

Έχει σημασία για την απάντηση στο ερώτημα 1β, και ειδικότερα όσον αφορά την έκφραση “economisch rendabele middelen/economically viable means/économiquement viable [οικονομικά πρόσφορα μέσα]”, το ότι η μετατροπή της APAAN σε BMK προδήλως καθιστά δυνατό –έστω και παρανόμως– να αποκομιστούν σημαντικότατα χρηματικά ποσά όταν κάποιος επιτυγχάνει να μετατρέψει την APAAN σε BMK και/ή σε αμφεταμίνη και/ή κατά την (παράνομη) εμπορία της BMK που ελήφθη από την APAAN;

2)

Η έννοια της “επιχειρήσεως” ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 273/2004 και στο άρθρο 2, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 111/2005. Για την απάντηση στο ακόλουθο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί [από το Δικαστήριο] να λάβει ως αφετηρία ότι πρόκειται για διαβαθμισμένη ουσία κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, ή για εξομοιούμενη ουσία, κατά το παράρτημα 1, “Διαβαθμισμένες ουσίες κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ”, των κανονισμών

Νοείται ως “επιχείρηση” επίσης ένα φυσικό πρόσωπο το οποίο μόνο του ή με άλλα νομικά ή φυσικά πρόσωπα έχει (εκ προθέσεως) στην κατοχή του χωρίς άδεια μια “διαβαθμισμένη ουσία”, χωρίς να συντρέχουν άλλες ύποπτες περιστάσεις;»

23

Το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε, με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, αίτημα εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

24

Εντούτοις, ελλείψει επείγοντος, το αίτημα αυτό απορρίφθηκε με τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου Gielen κ.λπ. (C‑369/13, EU:C:2013:708).

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

25

Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινισθεί αν τα άρθρα 2, στοιχείο αʹ, των κανονισμών 273/2004 και 111/2005 έχουν την έννοια ότι ο χαρακτηρισμός της «διαβαθμισμένης ουσίας», κατά τις διατάξεις αυτές, δεν έχει εφαρμογή επί ουσίας όπως το APAAN, η οποία δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού 273/2004 ούτε στο παράρτημα του κανονισμού 111/2005, αλλά η οποία είναι δυνατό, με εύχρηστα ή οικονομικά πρόσφορα μέσα, υπό την έννοια των κανονισμών αυτών, να μετατραπεί σε ουσία που περιλαμβάνεται στα εν λόγω παραρτήματα.

26

Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι η έννοια της «διαβαθμισμένης ουσίας» ορίζεται στα άρθρα 2, στοιχείο αʹ, των κανονισμών 273/2004 και 111/2005 ως κάθε ουσία που απαριθμείται στα σχετικά παραρτήματα των κανονισμών αυτών, συμπεριλαμβανομένων των μειγμάτων και των φυσικών προϊόντων που περιέχουν τέτοιες ουσίες, εξαιρουμένων των φαρμάκων, όπως ορίζονται στην οδηγία 2001/83, των φαρμακευτικών παρασκευασμάτων, των μειγμάτων, των φυσικών προϊόντων ή άλλων παρασκευασμάτων που περιέχουν διαβαθμισμένες ουσίες συνδυασμένες κατά τρόπον ώστε οι ουσίες αυτές να μην είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν εύκολα ή να εξαχθούν με εύχρηστα ή οικονομικά πρόσφορα μέσα.

27

Από το γράμμα των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ο κατάλογος των ουσιών που απαριθμούνται στα σχετικά παραρτήματα των κανονισμών 273/2004 και 111/2005 είναι εξαντλητικός και ότι, ως εκ τούτου, μόνον οι ουσίες που απαριθμούνται ρητώς στον κατάλογο που περιλαμβάνεται στα εν λόγω παραρτήματα μπορούν να τύχουν του χαρακτηρισμού των «διαβαθμισμένων ουσιών», υπό την έννοια των κανονισμών αυτών, αποκλειομένης κάθε ουσίας που εξομοιώνεται προς διαβαθμισμένη ουσία.

28

Η ερμηνεία αυτή είναι αυστηρή και ενισχύεται, αφενός, από το γεγονός ότι οι κανονισμοί 273/2004 και 111/2005 δεν περιέχουν καμία ένδειξη από την οποία να προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να καθιερώσει μια τέτοια έννοια της εξομοιούμενης ουσίας και, αφετέρου, από την αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού 273/2004, στην οποία ο νομοθέτης της Ένωσης υπογραμμίζει ότι η υπαγωγή όλων των προδρόμων ουσιών συνθετικών ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών στους ίδιους αυστηρούς ελέγχους με εκείνους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι του κανονισμού 273/2004 θα αποτελούσε περιττό εμπόδιο στις συναλλαγές.

29

Επίσης, από τη συνήθη έννοια του όρου «περιέχουν», ο οποίος χρησιμοποιείται στον ορισμό της «διαβαθμισμένης ουσίας», προκύπτει ότι, όταν πρόκειται περί φαρμακευτικών παρασκευασμάτων, μειγμάτων, φυσικών προϊόντων ή άλλων παρασκευασμάτων, για να χαρακτηρισθούν τέτοια προϊόντα ως «διαβαθμισμένη ουσία» πρέπει αυτά να περιέχουν, δηλαδή να περιλαμβάνουν αυτούσια μεταξύ των συστατικών τους, ουσία απαριθμούμενη στα σχετικά παραρτήματα των κανονισμών αυτών.

30

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι το APAAN δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των διαβαθμισμένων ουσιών, υπό την έννοια των άρθρων 2, στοιχείο αʹ, των κανονισμών 273/2004 και 111/2005, οι οποίες απαριθμούνται στα σχετικά παραρτήματα των κανονισμών αυτών, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο για τη διαφορά της κύριας δίκης χρόνο, και, αφετέρου, ότι το BMK δεν περιέχεται αυτούσιο στη σύνθεση του APAAN.

31

Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής, η οποία επιβεβαιώνεται ως προς το ζήτημα αυτό από τις παρατηρήσεις όλων των ενδιαφερομένων που κατέθεσαν προτάσεις στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, προκύπτει ότι το BMK παρασκευάζεται από το APAAN όχι με πράξη εξαγωγής, αλλά υδρολύσεως του APAAN, η οποία προϋποθέτει τη μετατροπή του.

32

Όπως προκύπτει όμως από τη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, δεν είναι δυνατό να χαρακτηρισθεί ως «διαβαθμισμένη ουσία», υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, των κανονισμών 273/2004 και 111/2005, προϊόν το οποίο, αυτούσιο, δεν περιέχει ουσία περιλαμβανόμενη στο παράρτημα Ι του κανονισμού 273/2004 και στο παράρτημα του κανονισμού 111/2005, αλλά από το οποίο λαμβάνεται, μέσω πράξεως μετατροπής, μια τέτοια ουσία.

33

Κατά συνέπεια, ελλείψει ρητής μνείας του APAAN στα σχετικά παραρτήματα των κανονισμών 273/2004 και 111/2005, η ουσία αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «διαβαθμισμένη ουσία», υπό την έννοια των άρθρων 2, στοιχείο αʹ, των κανονισμών αυτών, ή ως ουσία που εξομοιούται προς διαβαθμισμένη ουσία.

34

Συναφώς και λαμβανομένου υπόψη ότι το BMK δεν υπάρχει αυτούσιο στη σύνθεση του APAAN, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός το οποίο επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, ότι δηλαδή η πράξη μετατροπής του APAAN σε BMK δεν είναι περίπλοκη και είναι οικονομικώς πρόσφορη.

35

Το συμπέρασμα αυτό δεν αποδυναμώνεται από τον σκοπό που επιδιώκουν οι κανονισμοί 273/2004 και 111/2005, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 13 του πρώτου αυτού κανονισμού ή από τον μεταβαλλόμενο χαρακτήρα του εμπορίου ναρκωτικών, περί του οποίου γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 17 του ίδιου αυτού κανονισμού, όπως υποστηρίζει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών.

36

Μολονότι, βεβαίως, οι κανονισμοί αυτοί έχουν ως σκοπό την αποτροπή της διοχετεύσεως των συχνά χρησιμοποιούμενων ουσιών στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, διά της θεσπίσεως ενός συστήματος παρακολουθήσεως του εμπορίου των ουσιών αυτών, συνδυαζομένου με αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις, γεγονός παραμένει ότι ο κατασταλτικός σκοπός των εν λόγω κανονισμών δεν είναι δυνατό να επηρεάσει τον ορισμό της εννοίας της «διαβαθμισμένης ουσίας» ούτε τον ενδεχόμενο χαρακτηρισμό της οικείας ουσίας ως διαβαθμισμένης ουσίας βάσει του ορισμού αυτού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση D. και G., C‑358/13 και C‑181/14, EU:C:2014:2060, σκέψη 49).

37

Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι ο νομοθέτης της Ένωσης, στα άρθρα 9 του κανονισμού 273/2004 και 10 του κανονισμού 111/2005, προέβλεψε μηχανισμό συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, των επιχειρήσεων και της χημικής βιομηχανίας, προκειμένου να ελεγχθεί η κυκλοφορία των «μη διαβαθμισμένων ουσιών» οι οποίες ορίζονται στα άρθρα 2, στοιχείο βʹ, των κανονισμών αυτών ως οι ουσίες οι οποίες, αν και δεν απαριθμούνται στα σχετικά παραρτήματα των εν λόγω κανονισμών, αναγνωρίζεται ότι έχουν χρησιμοποιηθεί στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών.

38

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 2, στοιχείο αʹ, των κανονισμών 273/2004 και 111/2005 έχουν την έννοια ότι ο χαρακτηρισμός της «διαβαθμισμένης ουσίας», κατά τις διατάξεις αυτές, δεν έχει εφαρμογή επί ουσίας όπως το APAAN, η οποία δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού 273/2004 ούτε στο παράρτημα του κανονισμού 111/2005, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι δυνατό, με εύχρηστα ή οικονομικά πρόσφορα μέσα, υπό την έννοια των κανονισμών αυτών, να μετατραπεί ευχερώς σε ουσία που περιλαμβάνεται στα εν λόγω παραρτήματα.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

39

Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση επί του δευτέρου ερωτήματος.

Επί των δικαστικών εξόδων

40

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Τα άρθρα 2, στοιχείο αʹ, των κανονισμών (ΕΚ) 273/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, περί των προδρόμων ουσιών των ναρκωτικών, και (ΕΚ) 111/2005 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση κανόνων για την παρακολούθηση του εμπορίου πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών, έχουν την έννοια ότι ο χαρακτηρισμός της «διαβαθμισμένης ουσίας», κατά τις διατάξεις αυτές, δεν έχει εφαρμογή επί ουσίας όπως το α‑φαινυλακετοακετονιτρίλιο, η οποία δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού 273/2004 ούτε στο παράρτημα του κανονισμού 111/2005, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι δυνατό, με εύχρηστα ή οικονομικά πρόσφορα μέσα, υπό την έννοια των κανονισμών αυτών, να μετατραπεί ευχερώς σε ουσία που περιλαμβάνεται στα εν λόγω παραρτήματα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Top