EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0335

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 6ης Νοεμβρίου 2014.
Robin John Feakins κατά The Scottish Ministers.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Scottish Land Court - Ηνωμένο Βασίλειο.
Προδικαστική παραπομπή - Κοινή γεωργική πολιτική - Καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως - Κανονισμός (ΕΚ) 795/2004 της Επιτροπής - Άρθρο 18, παράγραφος 2 - Εθνικό απόθεμα - Εξαιρετικές περιστάσεις - Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.
Υπόθεση C-335/13.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2014:2343

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 6ης Νοεμβρίου 2014 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Κοινή γεωργική πολιτική — Καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως — Κανονισμός (ΕΚ) 795/2004 της Επιτροπής — Άρθρο 18, παράγραφος 2 — Εθνικό απόθεμα — Εξαιρετικές περιστάσεις — Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως»

Στην υπόθεση C‑335/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Scottish Land Court (Ηνωμένο Βασίλειο) με απόφαση της 14ης Ιουνίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Ιουνίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Robin John Feakins

κατά

The Scottish Ministers,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet, την M. Berger, τον S. Rodin (εισηγητή) και τον F. Biltgen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Απριλίου 2014,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

Ο R. J. Feakins, εκπροσωπούμενος από τους A. S. Devanny, solicitor, C. Agnew of Lochnaw, QC, και N. MacDougall, advocate,

οι Scottish Ministers, εκπροσωπούμενοι από τη N. Wisdahl, επικουρούμενη από τους J. Wolffe, QC, και D. Cameron, advocate,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I.‑K. Χαλκιά και την Ε. Χρόνη,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την K. Skelly και τον G. von Rintelen,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 19ης Ιουνίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία και το κύρος του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 795/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) 1782/2003 του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στηρίξεως στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στηρίξεως για τους γεωργούς (ΕΕ L 141, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1974/2004 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2004 (ΕΕ L 345, σ. 85, στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο προσφυγής που άσκησε ο R. J. Feakins κατά αποφάσεως των Scottish Ministers όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού αναφοράς για τον υπολογισμό των δικαιωμάτων του ενιαίας ενισχύσεως βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης για τους γεωργούς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 2019/93, (ΕΚ) 1452/2001, (ΕΚ) 1453/2001, (ΕΚ) 1454/2001, (ΕΚ) 1868/94, (ΕΚ) 1251/1999, (ΕΚ) 1254/1999, (ΕΚ) 1673/2000, (ΕΟΚ) 2358/71 και (ΕΚ) 2529/2001 (ΕΕ L 270, σ. 1, στο εξής: βασικός κανονισμός).

Το νομικό πλαίσιο

Ο βασικός κανονισμός

3

Ο βασικός κανονισμός, ο οποίος ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο των περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, καθιέρωσε, μεταξύ άλλων, ένα καθεστώς στήριξης του εισοδήματος των γεωργών. Το εν λόγω καθεστώς, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 1, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού αυτού, αποκαλείται «καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως», ενσωματώνει αρκετές άμεσες ενισχύσεις που λάμβαναν οι γεωργοί δυνάμει διαφόρων καθεστώτων που είχαν ισχύσει μέχρι τότε.

4

Η αιτιολογική σκέψη 24του εν λόγω κανονισμού είχε ως εξής:

«Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της κοινοτικής γεωργίας και η προώθηση προτύπων για την ποιότητα των τροφίμων και το περιβάλλον συνεπάγεται κατ’ ανάγκη μείωση των θεσμικών τιμών για τα γεωργικά προϊόντα με ταυτόχρονη αύξηση του κόστους παραγωγής για τις κοινοτικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί και να προωθηθεί μια αειφόρος γεωργία που θα είναι περισσότερο προσανατολισμένη προς τις αγορές, απαιτείται να ολοκληρωθεί η μετάβαση από τη στήριξη της παραγωγής στη στήριξη του παραγωγού μέσω της εισαγωγής συστήματος εισοδηματικής ενισχύσεως, αποσυνδεδεμένης από την παραγωγή για κάθε γεωργική εκμετάλλευση. Παρόλο που η αποσύνδεση δεν θα μεταβάλει τα ποσά που καταβάλλονται σήμερα στους γεωργούς, θα αυξήσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα της ενισχύσεως του εισοδήματος. Κατά συνέπεια, κρίνεται σκόπιμο η ενιαία ενίσχυση ανά γεωργική εκμετάλλευση να εξαρτάται από την πολλαπλή συμμόρφωση προς κριτήρια περιβαλλοντικά, ασφάλειας των τροφίμων, καλής υγείας και μεταχείρισης των ζώων, καθώς και διατήρησης της γεωργικής εκμετάλλευσης σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση.»

5

Η αιτιολογική σκέψη 29 του εν λόγω κανονισμού όριζε τα εξής:

«Προκειμένου να καθορισθεί το ποσό που θα δικαιούται ο γεωργός στα πλαίσια του νέου καθεστώτος, ενδείκνυται να γίνει αναφορά στα ποσά που έχει λάβει κατά τη διάρκεια μιας περιόδου αναφοράς. Προκειμένου να αντιμετωπισθούν ιδιαίτερες καταστάσεις, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα εθνικό απόθεμα. Το απόθεμα αυτό είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί επίσης για να διευκολυνθεί η συμμετοχή νέων γεωργών στο καθεστώς. Η ενιαία ενίσχυση θα πρέπει να καθιερωθεί στο επίπεδο της γεωργικής εκμετάλλευσης.»

6

Για την εφαρμογή του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως, τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ του αποκαλούμενου «ιστορικού» μοντέλου και του αποκαλούμενου «περιφερειακού» μοντέλου.

7

Στο πλαίσιο του αποκαλούμενου «ιστορικού» μοντέλου, οι γεωργοί οι οποίοι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς που περιελάμβανε, κατά κανόνα, τα ημερολογιακά έτη 2000 έως 2002, έλαβαν ενίσχυση δυνάμει ενός τουλάχιστον από τα καθεστώτα ενισχύσεων που περιέχει το παράρτημα VI του βασικού κανονισμού δικαιούνταν να λάβουν «δικαιώματα ενισχύσεως» υπολογιζόμενα βάσει ενός ποσού αναφοράς το οποίο υπολογιζόταν, για κάθε γεωργό, με βάση τον ετήσιο μέσο όρο, κατά την περίοδο αυτή, όλων των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν βάσει των οικείων καθεστώτων. Ο αριθμός δικαιωμάτων ενισχύσεως αντιστοιχούσε στον ετήσιο μέσο όρο των εκταρίων δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν στον οικείο γεωργό, κατά την περίοδο αναφοράς, οι ενισχύσεις αυτές.

8

Έτσι, το άρθρο 37, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού όριζε τον γενικό κανόνα που διείπε τον υπολογισμό του ποσού αναφοράς ως εξής:

«Το ποσό αναφοράς είναι ο τριετής μέσος όρος των συνολικών ποσών των ενισχύσεων που έχει λάβει ο γεωργός στα πλαίσια των καθεστώτων στήριξης που αναφέρονται στο παράρτημα VI, και ο οποίος έχει υπολογισθεί και προσαρμοσθεί σύμφωνα με το παράρτημα VII κατά τη διάρκεια κάθε ημερολογιακού έτους της περιόδου αναφοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 38.»

9

Ο βασικός κανονισμός προέβλεπε, ωστόσο, ορισμένα ειδικά μέτρα που είχαν εφαρμογή στους γεωργούς στους οποίους το ποσό αναφοράς, υπολογιζόμενο σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 37, παράγραφος 1, δεν αντιστοιχούσε στο ποσό της ενισχύσεως που θα λάμβαναν εάν δεν εφαρμοζόταν το καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως.

10

Ειδικότερα, αφενός, δυνάμει του άρθρου 40, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού:

«Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 37, ο γεωργός του οποίου η παραγωγή κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς επηρεάστηκε δυσμενώς από περίπτωση ανωτέρας βίας ή εξαιρετικών περιστάσεων που σημειώθηκαν πριν ή κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, δικαιούται να ζητήσει να υπολογιστεί το ποσό αναφοράς με βάση το ημερολογιακό έτος ή έτη κατά την περίοδο αναφοράς που δεν επηρεάστηκε από την περίπτωση ανωτέρας βίας ή από τις εξαιρετικές περιστάσεις.»

11

Αφετέρου, το άρθρο 42, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προέβλεπε τη δημιουργία ενός εθνικού αποθέματος για κάθε κράτος μέλος, το οποίο έπρεπε να τροφοδοτείται με την εφαρμογή γραμμικής ποσοστιαίας μείωσης των ποσών αναφοράς.

12

Δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφοι 3 και 5, του κανονισμού αυτού, τα κράτη μέλη μπορούσαν να χρησιμοποιούν το εθνικό απόθεμα για να χορηγούν τα ποσά αναφοράς στους γεωργούς που άρχιζαν τη γεωργική τους δραστηριότητα ή συμμετείχαν σε προγράμματα αναδιάρθρωσης και σε αναπτυξιακά προγράμματα.

13

Το άρθρο 42, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού όριζε:

«Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν το εθνικό απόθεμα προκειμένου να καθορίζουν, με αντικειμενικά κριτήρια και κατά τρόπο που εγγυάται την ίση μεταχείριση μεταξύ γεωργών και την αποφυγή στρεβλώσεων της αγοράς και του ανταγωνισμού, ποσά αναφοράς για γεωργούς σε συγκεκριμένες καταστάσεις που θα καθοριστούν από την Επιτροπή [...]».

14

Το άρθρο 41 του βασικού κανονισμού προέβλεπε τα ακόλουθα:

«1.   Για κάθε κράτος μέλος, το άθροισμα των ποσών αναφοράς δεν πρέπει να υπερβαίνει το εθνικό ανώτατο ποσό που αναφέρεται στο παράρτημα VIII.

2.   Όπου απαιτείται, το κράτος μέλος εφαρμόζει γραμμική ποσοστιαία μείωση των ποσών αναφοράς προκειμένου να εξασφαλίσει συμμόρφωση προς αυτό το ανώτατο όριο.»

15

Το άρθρο 42, παράγραφος 7, του κανονισμού αυτού όριζε τα εξής:

«Σε περίπτωση που το εθνικό τους απόθεμα δεν επαρκεί για να καλύψει τις περιπτώσεις οι οποίες αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4, τα κράτη μέλη προβαίνουν σε γραμμικές μειώσεις των δικαιωμάτων.»

16

Ο βασικός κανονισμός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 73/2009 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης για τους γεωργούς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) 1290/2005, (ΕΚ) 247/2006 και (ΕΚ) 378/2007, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 (ΕΕ L 30, σ. 16), που τέθηκε σε ισχύ στις 2 Φεβρουαρίου 2009, ο οποίος καταργήθηκε στη συνέχεια και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της Κοινής γεωργικής πολιτικής και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 637/2008 και του κανονισμού (ΕΚ) 73/2009 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347, σ. 608), ο οποίος άρχισε να ισχύει στις 20 Δεκεμβρίου 2013.

Ο εκτελεστικός κανονισμός

17

Ο εκτελεστικός κανονισμός, ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, περιείχε τις διατάξεις για την εφαρμογή του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως που προέβλεπε ο βασικός κανονισμός.

18

Η αιτιολογική σκέψη 13 του εν λόγω κανονισμού είχε ως εξής:

«Το άρθρο 42, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 προβλέπει ότι η Επιτροπή καθορίζει τις ειδικές περιπτώσεις στο πλαίσιο των οποίων επιτρέπεται ο καθορισμός των ποσών αναφοράς για ορισμένους γεωργούς που λόγω των περιστάσεων δεν μπόρεσαν να λάβουν το σύνολο ή ένα μέρος των άμεσων ενισχύσεων κατά την περίοδο αναφοράς. Κατά συνέπεια, πρέπει να καταρτιστεί κατάλογος των εν λόγω ειδικών περιπτώσεων και να προβλεφθούν κανόνες για να αποφευχθεί η σώρευση οφελών από τις διάφορες δυνατότητες χορήγησης δικαιωμάτων ενισχύσεως στον ίδιο γεωργό, με την επιφύλαξη της δυνατότητας της Επιτροπής να συμπληρώσει ενδεχομένως και άλλες περιπτώσεις στον κατάλογο αυτό. […]»

19

Το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού όριζε:

«1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 42, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003, ως “γεωργοί που βρίσκονται σε ειδική κατάσταση”, νοούνται οι γεωργοί που αναφέρονται στα άρθρα 19 έως 23α του παρόντος κανονισμού.

2.   Στις περιπτώσεις που κάποιος γεωργός ο οποίος βρίσκεται σε ειδική κατάσταση εκπληρώνει τα κριτήρια εφαρμογής δύο ή περισσότερων από τα άρθρα 19 έως 23α του παρόντος κανονισμού ή τα άρθρα 37 παράγραφος 2, 40, 42 παράγραφος 3 ή 42 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003, λαμβάνει αριθμό δικαιωμάτων ενισχύσεως που δεν υπερβαίνει τον αριθμό των εκταρίων τα οποία δηλώνει κατά το πρώτο έτος εφαρμογής του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως και των οποίων η αξία είναι η μέγιστη αξία που έχει τη δυνατότητα να λάβει μέσω της ξεχωριστής εφαρμογής καθενός από τα άρθρα των οποίων εκπληρώνει τους όρους.»

20

Τα άρθρα 19 έως 23α του εν λόγω κανονισμού όριζαν διάφορες ειδικές περιπτώσεις οι οποίες παρείχαν στον οικείο γεωργό δικαίωμα ενισχύσεως από το εθνικό απόθεμα.

21

Ειδικότερα, το άρθρο 22 του εκτελεστικού κανονισμού προέβλεπε:

«1.   Γεωργός που ενοικίασε, από το τέλος της περιόδου αναφοράς μέχρι την 15 Μαΐου 2004 το αργότερο, για έξι ή περισσότερα έτη εκμετάλλευση ή τμήμα αυτής για την οποία οι όροι μίσθωσης δεν είναι δυνατόν να προσαρμοστούν, λαμβάνει δικαιώματα ενισχύσεως που υπολογίζονται με τη διαίρεση ποσού αναφοράς, το οποίο καθορίζεται από το κράτος μέλος, σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια και με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ισότιμη μεταχείριση μεταξύ των γεωργών και η αποφυγή στρεβλώσεων της αγοράς και του ανταγωνισμού, με αριθμό εκταρίων που δεν υπερβαίνει τον αριθμό των εκταρίων τ[α] οποία έχει ενοικιάσει.

2.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται σε γεωργό ο οποίος αγόρασε, κατά την περίοδο αναφοράς ή πριν από αυτήν, ή μέχρι τις 15 Μαΐου 2004 το αργότερο, εκμετάλλευση ή τμήμα αυτής της οποίας η γη είχε ενοικιασθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, με σκοπό την έναρξη ή την επέκταση της γεωργικής του δραστηριότητας εντός ενός έτους μετά τη λήξη του συμβολαίου μίσθωσης.»

22

Το άρθρο 12, παράγραφοι 1, 4 και 8, του κανονισμού αυτού όριζε:

«1.   Από το ημερολογιακό έτος που προηγείται του πρώτου έτους εφαρμογής του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως, τα κράτη μέλη μπορούν να προβούν στον προσδιορισμό των επιλέξιμων γεωργών που αναφέρονται στο άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003, στον προσωρινό καθορισμό των ποσών και του αριθμού των εκταρίων που αναφέρονται αντίστοιχα στο άρθρο 34, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του εν λόγω κανονισμού και στην προκαταρκτική επαλήθευση των όρων που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του εν λόγω άρθρου.

[...]

4.   Κατά το άρθρο 34, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003, ο οριστικός καθορισμός των δικαιωμάτων ενισχύσεως που πρέπει να χορηγηθούν κατά το πρώτο έτος εφαρμογής του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως εξαρτάται από την υποβολή αίτησης στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος.

Καμία μεταβίβαση δικαιωμάτων ενισχύσεως δεν είναι δυνατή πριν τον οριστικό καθορισμό των δικαιωμάτων.

[...]

Οι γεωργοί δύνανται να υποβάλλουν αιτήσεις στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως, επιφυλασσόμενοι του οριστικού καθορισμού τους, με βάση τα προσωρινά δικαιώματα ενισχύσεως που έχουν καθοριστεί από το κράτος μέλος ή έχουν αποκτηθεί μέσω της συμβατικής ρήτρας που αναφέρεται στο άρθρο 17 ή 27.

[…]

8.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος άρθρου, δεν απαιτείται δήλωση των αγροτεμαχίων για τον καθορισμό των δικαιωμάτων ενισχύσεως, εκτός εάν πρόκειται για τον καθορισμό δικαιωμάτων ενισχύσεως από το εθνικό απόθεμα, που αναφέρεται στα άρθρα 6, 7 και 18 έως 23α. Για τις αιτήσεις καταβολής των δικαιωμάτων ενισχύσεως βάσει του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως, ισχύει η δήλωση αγροτεμαχίων που αναφέρεται στο άρθρο 44 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003.»

23

Ο εκτελεστικός κανονισμός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1120/2009 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2009, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως που προβλέπεται στον τίτλο ΙΙΙ του κανονισμού 73/2009 (ΕΕ L 316, σ. 1), ο οποίος άρχισε να ισχύει στις 9 Δεκεμβρίου 2009.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

24

Πριν από την έναρξη ισχύος του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως, ο R. J. Feakins εκμεταλλευόταν ένα αγρόκτημα στο Sparum, στην Αγγλία, για το οποίο είχε λάβει διάφορες ενισχύσεις βάσει των καθεστώτων στηρίξεως της παραγωγής που προβλέπονταν στο παράρτημα VI του βασικού κανονισμού.

25

Το 2001, το ζωικό κεφάλαιο του R. J. Feakins σφαγιάσθηκε λόγω της επιδημίας αφθώδους πυρετού και η εκμετάλλευσή του χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια ως τόπος για την απόρριψη σφαγίων. Λόγω του αφθώδους πυρετού δεν μπόρεσε να ανασυστήσει το ζωικό του κεφάλαιο το 2001 και το 2002. Ωστόσο, μετά την έναρξη ισχύος του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως, ο R. J. Feakins μπόρεσε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 40 του βασικού κανονισμού, να λάβει ένα ποσό αναφοράς που υπολογίστηκε αποκλειστικά βάσει των αριθμητικών στοιχείων του έτους της περιόδου αναφοράς που δεν επηρεάσθηκε από τον αφθώδη πυρετό, δηλαδή βάσει του 2000. Ως εκ τούτου, ο R. J. Feakins έλαβε ποσό αναφοράς 232744 ευρώ.

26

Τον Νοέμβριο του 2002, ο R. J. Feakins αγόρασε δύο γεωργικές εκμεταλλεύσεις, στο Langburnshields και στο Tythehouse, στη Σκωτία, οι οποίες ήταν μισθωμένες και οι μισθώσεις έληγαν το 2006.

27

Στις 14 Μαρτίου 2005, ο R. J. Feakins υπέβαλε αίτηση ενώπιον των Scottish Ministers για τον προσωρινό καθορισμό των δικαιωμάτων ενισχύσεως από το εθνικό απόθεμα για τις δύο γεωργικές εκμεταλλεύσεις στη Σκωτία. Ο R. J. Feakins προέβαλε ότι βρισκόταν στην ειδική κατάσταση του άρθρου 22, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού, διότι είχε αγοράσει κατά την περίοδο αναφοράς γη μισθωμένη σε τρίτο, με σκοπό την έναρξη γεωργικής δραστηριότητας μετά τη λήξη του συμβολαίου μίσθωσης.

28

Κατόπιν της αιτήσεώς του αυτής, οι Scottish Ministers καθόρισαν, προσωρινά, το ποσό αναφοράς για τα δικαιώματά του ενισχύσεως από το εθνικό απόθεμα σε 95146 ευρώ. Ωστόσο, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού, τα δικαιώματα αυτά μπορούσαν να καταστούν οριστικά και να χορηγηθούν οι ενισχύσεις μόνον αφού περιέρχονταν στην κατοχή του οι οικείες εκμεταλλεύσεις και δηλώνονταν τα αντίστοιχα εκτάρια στην αίτηση ενισχύσεως βάσει του ολοκληρωμένου συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου (στο εξής: έντυπο ΟΣΔΕ).

29

Ο R. J. Feakins δήλωσε την εκμετάλλευση του Langburnshields στο έντυπο ΟΣΔΕ του Μαΐου 2005, και την εκμετάλλευση του Tythehouse στο έντυπο ΟΣΔΕ του Μαΐου 2007, αφού έλαβε στην κατοχή του τις εκμεταλλεύσεις αυτές στις 10 Μαρτίου 2005, δηλαδή πριν τη λήξη της μίσθωσης, κατόπιν συμφωνίας με τον εκμεταλλευόμενο, και στις 28 Νοεμβρίου 2006, αντιστοίχως. Διατήρησε τα δικαιώματά του ενισχύσεως για την αγγλική γεωργική εκμετάλλευση στο Sparum, την οποία μίσθωσε σε τρίτο.

30

Υπό τις συνθήκες αυτές, το ποσό αναφοράς που χορηγήθηκε στον R. J. Feakins για την αγγλική γεωργική εκμετάλλευσή του διαβιβάστηκε από την Αγγλία στη Σκωτία. Οι Scottish Ministers όμως αρνήθηκαν να χορηγήσουν στον R. J. Feakins την πρόσθετη ενίσχυση από το εθνικό απόθεμα βάσει του κανόνα «βέλτιστης αξίας» του άρθρου 18, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή του άρθρου 40 του βασικού κανονισμού τού παρείχε το δικαίωμα να λάβει, για την εκμετάλλευσή του στην Αγγλία, ποσό αναφοράς υψηλότερο από εκείνο που είχε δικαίωμα να λάβει για τις εκμεταλλεύσεις του στη Σκωτία βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού.

31

Ο R. J. Feakins προσέφυγε ενώπιον του Scottish Land Court και προέβαλε ότι οι Scottish Ministers είχαν ερμηνεύσει εσφαλμένα το εν λόγω άρθρο 18, παράγραφος 2. Ισχυρίσθηκε επίσης ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ερμηνεία ήταν ορθή, η διάταξη αυτή ήταν άκυρη.

32

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι υφίστανται αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία και το κύρος του άρθρου 18, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού.

33

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Scottish Land Court αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 18, παράγραφος 2, του [εκτελεστικού] κανονισμού την έννοια ότι εφαρμόζεται,

α)

όταν ένας γεωργός πληροί τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή δύο ή περισσότερων από τα ακόλουθα άρθρα: 19, [έως] 23α, του [εκτελεστικού] κανονισμού και των άρθρων 37, παράγραφος 2, 40 και 42, παράγραφοι 3 και 5, του [βασικού] κανονισμού, ή μόνον

β)

όταν ο γεωργός πληροί τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή δύο ή περισσότερων από τα άρθρα 19 [έως] 23α του [εκτελεστικού] κανονισμού ή, μεμονωμένα, δύο ή περισσότερων από τα άρθρα 37, παράγραφος 2, [...] 40 και [...] 42, παράγραφοι 3 και 5, του [βασικού] κανονισμού;

2)

Εάν το άρθρο 18, παράγραφος 2, [του εκτελεστικού κανονισμού] έχει την έννοια που περιγράφεται στο [πρώτο ερώτημα, στοιχείο αʹ], είναι άκυρη η διάταξη αυτή, εν όλω ή εν μέρει, για τον έναν από τους ακόλουθους λόγους που προέβαλε ο προσφεύγων ή για αμφότερους τους λόγους αυτούς:

α)

διότι η Επιτροπή, κατά την έκδοση του [εκτελεστικού] κανονισμού, δεν είχε την εξουσία θεσπίσεως του άρθρου 18, παράγραφος 2, [του κανονισμού αυτού] υπό την ανωτέρω έννοια ή

β)

διότι η Επιτροπή, κατά τη θέσπιση του [εκτελεστικού] κανονισμού, δεν αιτιολόγησε το άρθρο 18, παράγραφος 2, [του κανονισμού αυτού];

3)

Αν το άρθρο 18, παράγραφος 2, [του εκτελεστικού κανονισμού] έχει την έννοια που περιγράφεται στο [πρώτο ερώτημα, στοιχείο αʹ], και αν η απάντηση στο [δεύτερο] ερώτημα είναι αρνητική, έχει εφαρμογή το άρθρο 18, παράγραφος 2, [του εκτελεστικού κανονισμού] στην περίπτωση που ο γεωργός έλαβε προσωρινή έγκριση χορηγήσεως δικαιωμάτων ενισχύσεως από το εθνικό απόθεμα σύμφωνα με το άρθρο 22 του [εκτελεστικού] κανονισμού για μία γεωργική εκμετάλλευση το 2005, αλλά δεν δήλωσε τα δικαιώματα αυτά στο έντυπο [ΟΣΔΕ] έως το 2007, το έτος κατά το οποίο περιήλθε στην κατοχή του η γεωργική εκμετάλλευση;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

34

Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 18, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού έχει την έννοια ότι αποκλείει τη σώρευση οφελών από περισσότερες της μίας διατάξεις του κανονισμού αυτού και του βασικού κανονισμού στις οποίες παραπέμπει το άρθρο αυτό, συμπεριλαμβανομένης της σώρευσης οφελών από τις διατάξεις καθενός από τους κανονισμούς αυτούς, ή εάν το εν λόγω άρθρο περιορίζεται στο να αποκλείσει τη σώρευση οφελών από περισσότερες της μίας σχετικές διατάξεις του ενός μόνον από τους κανονισμούς αυτούς.

35

Για την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑156/98, EU:C:2000:467, σκέψη 50, και Χατζή, C‑149/10, EU:C:2010:534, σκέψη 42).

36

Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 18, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού, επισημαίνεται ότι τόσο από το πρώτο σκέλος της περιόδου του όσο και από τον τίτλο στον οποίο περιλαμβάνεται προκύπτει ότι ο κανόνας της «βέλτιστης αξίας» έχει εφαρμογή μόνο στους «γεωργούς που βρίσκονται σε ειδική κατάσταση», οι οποίοι ορίζονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου ως οι γεωργοί που αναφέρονται στα άρθρα 19 έως 23α του κανονισμού αυτού.

37

Δεδομένου ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού οριοθετείται από την πλήρωση των προϋποθέσεων για την εφαρμογή τουλάχιστον ενός από τα άρθρα 19 έως 23α του κανονισμού αυτού, η χρήση της λέξης «περισσότερες», που προηγείται της παραπομπής στα άρθρα αυτά, αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η πλήρωση των προϋποθέσεων για την εφαρμογή τουλάχιστον ενός άλλου από τα εν λόγω άρθρα θέτει σε εφαρμογή τον κανόνα της «βέλτιστης αξίας».

38

Υπό τις συνθήκες αυτές, η λέξη «περισσότερες» μπορεί λογικά να συνδέεται μόνο με τα άρθρα 19 έως 23α του εκτελεστικού κανονισμού, δεδομένου ότι ο κανόνας της «βέλτιστης αξίας» εφαρμόζεται, περαιτέρω, και όταν ο γεωργός που βρίσκεται σε μία ή περισσότερες από τις «ειδικές καταστάσεις» που ορίζονται στα άρθρα αυτά πληροί επίσης τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή μίας ή περισσότερων από τις σχετικές διατάξεις του βασικού κανονισμού.

39

Το άρθρο 18, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού έχει επομένως την έννοια ότι εφαρμόζεται μόνον όταν ο γεωργός που βρίσκεται σε ειδική κατάσταση, και ο οποίος πληροί συνεπώς τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή τουλάχιστον ενός από τα άρθρα 19 έως 23α του κανονισμού αυτού, πληροί περαιτέρω τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή:

τουλάχιστον ενός άλλου από τα εν λόγω άρθρα 19 έως 23α, ή

τουλάχιστον ενός από τα άρθρα 37, παράγραφος 2, 40, 42, παράγραφος 3, ή 42, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

40

Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από την οικονομία και τον σκοπό της επίδικης στην κύρια δίκη διατάξεως και της ρυθμίσεως στην οποία εντάσσεται η διάταξη αυτή.

41

Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία που προέβαλε ο R. J. Feakins, κατά την οποία οι σχετικές διατάξεις του βασικού κανονισμού και οι διατάξεις του εκτελεστικού κανονισμού επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς, οπότε το εν λόγω άρθρο 18, παράγραφος 2, δεν αποκλείει τη σώρευση οφελών από μία διάταξη του ενός κανονισμού και από μία διάταξη του άλλου κανονισμού.

42

Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 42 των προτάσεών της, οι διατάξεις του βασικού κανονισμού και του εκτελεστικού κανονισμού, στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 18, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού, επιδιώκουν αδιακρίτως την αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων που θα επιβάρυναν τον γεωργό, εάν ο υπολογισμός του ποσού αναφοράς στηριζόταν αποκλειστικώς στις ενισχύσεις που είχε λάβει κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς των ετών 2000 έως 2002.

43

Η διάκριση μεταξύ των σχετικών διατάξεων του βασικού κανονισμού και των διατάξεων του εκτελεστικού κανονισμού είναι κατά μείζονα λόγο δυσχερής διότι το άρθρο 42, παράγραφοι 3 και 5, του βασικού κανονισμού αφορά, όπως και οι διατάξεις του εκτελεστικού κανονισμού, περιστάσεις που παρέχουν δικαίωμα ενισχύσεως από το εθνικό απόθεμα, και διότι το άρθρο 19 του εκτελεστικού κανονισμού αφορά την ειδική κατάσταση ορισμένων γαλακτοπαραγωγών οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 40 του βασικού κανονισμού.

44

Επομένως, οι δύο κατάλογοι διαφοροποιούνται αποκλειστικά από τη νομοθετική πηγή τους, δεδομένου άλλωστε ότι τα άρθρα 19 έως 23α του εκτελεστικού κανονισμού αποτελούν απλώς την εφαρμογή του άρθρου 42, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.

45

Επομένως, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 18, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται, αφενός, όταν ο γεωργός πληροί τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή δύο ή περισσότερων από τα άρθρα 19 έως 23α του εκτελεστικού κανονισμού, και, αφετέρου, όταν ο γεωργός που πληροί τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή τουλάχιστον ενός από τα άρθρα 19 έως 23α του κανονισμού αυτού πληροί επίσης και τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή τουλάχιστον ενός από τα άρθρα 37, παράγραφος 2, 40, 42, παράγραφος 3, και 42, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

46

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 18, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού, όπως έχει ερμηνευθεί σε απάντηση στο πρώτο ερώτημα, είναι έγκυρο από πλευράς των αρχών της κατανομής των αρμοδιοτήτων και της ίσης μεταχείρισης καθώς και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

47

Όσον αφορά το κύρος της επίδικης στη διαφορά της κύριας δίκης διατάξεως από πλευράς της αρχής της ίσης μεταχείρισης, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή αυτή επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο εκτός και αν μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Elbertsen, C‑449/08, EU:C:2009:652, σκέψη 41, και Franz Egenberger, C‑313/04, EU:C:2006:454, σκέψη 33).

48

Εντούτοις, το άρθρο 18, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ, αφενός, του γεωργού που αντιμετώπισε έκτακτες περιστάσεις λόγω των οποίων του παρέχεται το δικαίωμα προσαρμογής του ποσού αναφοράς βάσει του άρθρου 40 του βασικού κανονισμού και, αφετέρου, του γεωργού που δεν αντιμετώπισε τέτοιες περιστάσεις και στον οποίο το ποσό αναφοράς υπολογίζεται κατ’ εφαρμογή του γενικού κανόνα του άρθρου 37, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού. Συγκεκριμένα, όπως παρατήρησε ο R. J. Feakins, η επίδικη στην υπόθεση της κύριας δίκης διάταξη φέρνει σε μειονεκτική θέση τον πρώτο γεωργό σε σχέση με τον δεύτερο στερώντας από τον πρώτο το όφελος του ποσού αναφοράς από το εθνικό απόθεμα επιπλέον του ποσού αναφοράς που προσαρμόστηκε βάσει του εν λόγω άρθρου 40.

49

Η ενδεχόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης λόγω διαφοροποιημένης μεταχείρισης προϋποθέτει ωστόσο ότι οι σχετικές καταστάσεις είναι παρόμοιες, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν (βλ., συναφώς, απόφαση IBV & Cie, C‑195/12, EU:C:2013:598, σκέψη 51).

50

Οι Scottish Ministers, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή προβάλλουν ότι η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται εν προκειμένω.

51

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν διάφορες καταστάσεις και, ως εκ τούτου, τον παρεμφερή χαρακτήρα τους πρέπει, ειδικότερα, να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της πράξεως της Ένωσης που εισάγει την εν λόγω διάκριση (βλ., συναφώς, απόφαση Szatmári Malom, C‑135/13, EU:C:2014:327, σκέψη 67). Επιπλέον, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι σκοποί του τομέα στον οποίο υπάγεται η επίμαχη πράξη (απόφαση Arcelor Atlantique και Lorraine κ.λπ., C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 26).

52

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 24 του βασικού κανονισμού, οι λεπτομερείς κανόνες υπολογισμού των ποσών αναφοράς που χορηγούνται στους γεωργούς βάσει του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως αποσκοπούσαν στο να εξασφαλιστεί ότι η μετάβαση προς το καθεστώς αυτό θα γινόταν χωρίς να μεταβληθούν τα ποσά που καταβάλλονταν τότε στους γεωργούς σε σχέση με εκείνα που καταβάλλονταν βάσει των διαφόρων καθεστώτων άμεσων ενισχύσεων που υφίσταντο μέχρι τότε.

53

Υπό το πρίσμα αυτό, το άρθρο 40 του βασικού κανονισμού προέβλεπε τη δυνατότητα, για τον γεωργό που αντιμετώπισε έκτακτες περιστάσεις κατά την περίοδο αναφοράς που ορίζεται στο άρθρο 38 του κανονισμού αυτού, να ζητήσει προσαρμογή του ποσού αναφοράς του ώστε να εξασφαλίσει επίπεδο ενισχύσεως αντίστοιχο των ποσών που λάμβανε βάσει των προγενέστερων καθεστώτων και να εξισορροπήσει έτσι τη θέση του με εκείνη των γεωργών που δεν αντιμετώπισαν τέτοιες περιστάσεις.

54

Επομένως, ο γεωργός στον οποίο χορηγήθηκε ποσό αναφοράς το οποίο υπολογίστηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 37, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού και ο γεωργός που έτυχε προσαρμογής της μεθόδου υπολογισμού του ποσού αναφοράς του βάσει του άρθρου 40 του κανονισμού αυτού, οι οποίοι αμφότεροι ζητούν τη χορήγηση πρόσθετων δικαιωμάτων ενισχύσεως από το εθνικό απόθεμα, τελούν σε παρόμοιες καταστάσεις υπό το πρίσμα των στόχων του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως.

55

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί αν η διαφορετική μεταχείριση που απορρέει από την επίδικη στην κύρια δίκη διάταξη δικαιολογείται αντικειμενικά.

56

Εισαγωγικά, πρέπει να υπομνησθεί ότι, καίτοι ο νομοθέτης της Ένωσης διαθέτει, στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, ευρεία διακριτική ευχέρεια, υποχρεούται να στηρίξει την επιλογή του επί αντικειμενικών και πρόσφορων κριτηρίων σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση (βλ., συναφώς, αποφάσεις Arcelor Atlantique και Lorraine κ.λπ., EU:C:2008:728, σκέψη 58, καθώς και Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανιών Μεταποίησης Καπνού, C‑373/11, EU:C:2013:567, σκέψη 34).

57

Η Επιτροπή, όπως και οι Scottish Ministers, προέβαλε ότι η επίδικη στην κύρια δίκη διάταξη μπορούσε να δικαιολογηθεί αντικειμενικά από την ανάγκη, όπως αυτή ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 13 του εκτελεστικού κανονισμού, αποφυγής σώρευσης στον ίδιο γεωργό διαφόρων δυνατοτήτων χορήγησης δικαιωμάτων ενισχύσεως. Η απαγόρευση της σώρευσης αυτής θα εξυπηρετούσε την προστασία των χρηματοοικονομικών συμφερόντων των γεωργών των οποίων τα ποσά αναφοράς υπολογίστηκαν σύμφωνα με τον γενικό κανόνα του άρθρου 37, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση υπέρβασης των εθνικών ανώτατων ορίων λόγω αυξημένης άντλησης ενισχύσεων από το εθνικό απόθεμα, τα ποσά αναφοράς των γεωργών αυτών θα υφίσταντο γραμμική μείωση κατ’ εφαρμογή των άρθρων 41, παράγραφος 2, και 42, παράγραφος 7, του κανονισμού αυτού.

58

Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι ο προβλεπόμενος από τις ανωτέρω διατάξεις μηχανισμός συνιστά μέσο διασφαλίσεως της χρηματοοικονομικής ισορροπίας του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως τηρουμένης της αρχής της ίσης μεταχείρισης (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις Spagl, C‑189/89, EU:C:1990:450, σκέψη 28, και Pastätter, C‑217/89, EU:C:1990:451, σκέψη 19). Ο στόχος της αποφυγής της εφαρμογής του μηχανισμού αυτού δεν μπορεί, επομένως, να δικαιολογεί παραβίαση της εν λόγω αρχής.

59

Περαιτέρω, στον βαθμό που συνεπάγεται την προώθηση των συμφερόντων των γεωργών των οποίων τα ποσά αναφοράς υπολογίσθηκαν σύμφωνα με τον γενικό κανόνα σε βάρος εκείνων των οποίων τα ποσά αναφοράς προσαρμόστηκαν βάσει του άρθρου 40 του βασικού κανονισμού, ο σκοπός αυτός αντιβαίνει στον σκοπό της εν λόγω διατάξεως. Το άρθρο 40 επιδιώκει, κατ’ ουσία, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 53, την αντιστάθμιση του μειονεκτήματος που θα επιβάρυνε, ελλείψει του άρθρου αυτού, τους γεωργούς οι οποίοι αντιμετώπισαν έκτακτες περιστάσεις σε σχέση με εκείνους που δεν αντιμετώπισαν τέτοιες περιστάσεις.

60

Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επίδικη στην κύρια δίκη διάταξη εκδόθηκε κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

61

Συνεπώς, το άρθρο 18, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού πρέπει να κηρυχθεί άκυρο, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα που προβλήθηκαν κατά του κύρους του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, καθόσον απαγορεύει σε γεωργό ο οποίος επλήγη από εξαιρετικές περιστάσεις, κατά την έννοια του άρθρου 40 του βασικού κανονισμού, να τύχει προσαρμογής του ποσού αναφοράς βάσει της διατάξεως αυτής και συγχρόνως να λάβει πρόσθετο ποσό αναφοράς από το εθνικό απόθεμα βάσει ενός από τα άρθρα 19 έως 23α του εκτελεστικού κανονισμού, ενώ ο γεωργός που δεν αντιμετώπισε τέτοιες περιστάσεις και στον οποίο καθορίστηκε ποσό αναφοράς υπολογισθέν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 37, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού μπορεί να σωρεύσει το ποσό αυτό και ένα ποσό αναφοράς από το εθνικό απόθεμα βάσει ενός από τα άρθρα 19 έως 23α του εκτελεστικού κανονισμού.

Επί του τρίτου ερωτήματος

62

Ενόψει της απαντήσεως που δόθηκε στο δεύτερο ερώτημα, παρέλκει να δοθεί απάντηση στο τρίτο ερώτημα.

Επί των διαχρονικών αποτελεσμάτων της κηρύξεως διατάξεως ως άκυρης με προδικαστική απόφαση

63

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ζήτησε, εφόσον το Δικαστήριο αναγνωρίσει ότι το άρθρο 18, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού είναι άκυρο, να περιορισθούν τα αποτελέσματα της αποφάσεως στον προσφεύγοντα και σε κάθε άλλον παρόμοιο αιτούντα.

64

Προς στήριξη του αιτήματός της, η Επιτροπή, αφενός, επέστησε την προσοχή του Δικαστηρίου στις σοβαρές οικονομικές συνέπειες που θα είχε απόφαση προβαίνουσα στην ως άνω διαπίστωση. Αφενός, η αμφισβήτηση των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν σε διάστημα δεκαετίας θα δημιουργούσε σοβαρές δυσχέρειες στα κράτη μέλη και θα αντέβαινε στην αρχή της ασφάλειας δικαίου. Αφετέρου, η υποχρέωση εκ νέου υπολογισμού των ενισχύσεων αυτών θα επηρέαζε, λαμβανομένης υπόψη της δημοσιονομικής πειθαρχίας, τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής στο σύνολό της.

65

Όταν επιτακτικές ανάγκες ασφάλειας δικαίου το δικαιολογούν, το Δικαστήριο διαθέτει, βάσει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο έχει κατ’ αναλογία εφαρμογή και στο πλαίσιο των κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ προδικαστικών παραπομπών για την εκτίμηση του κύρους των πράξεων των κοινοτικών οργάνων, διακριτική εξουσία να προσδιορίζει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, τα αποτελέσματα της οικείας πράξεως που θεωρείται ότι διατηρούν την ισχύ τους (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Régie Networks, C‑333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 121, καθώς και Volker und Markus Schecke και Eifert, C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψη 93).

66

Πάντως, ελλείψει στοιχείων για τον αριθμό των γεωργών οι οποίοι θα μπορούσαν δυνητικά να αξιώσουν πρόσθετες ενισχύσεις κατόπιν της κηρύξεως της ακυρότητας του άρθρου 18, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού και ως προς το ποσό των ενισχύσεων αυτών, ουδόλως προκύπτει από τη δικογραφία ότι επιτακτικές ανάγκες ασφάλειας δικαίου δικαιολογούν τον διαχρονικό περιορισμό των αποτελεσμάτων της κηρύξεως άκυρης της διατάξεως αυτής.

67

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν συντρέχει λόγος να περιοριστούν τα διαχρονικά αποτελέσματα της παρούσας αποφάσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

68

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 795/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) 1782/2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στηρίξεως στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στηρίξεως για τους γεωργούς, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1974/2004 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2004, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται, αφενός, όταν ο γεωργός πληροί τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή δύο ή περισσότερων από τα άρθρα 19 έως 23α του εν λόγω κανονισμού, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 1974/2004, και, αφετέρου, όταν ο γεωργός που πληροί τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή τουλάχιστον ενός από τα άρθρα 19 έως 23α του ίδιου κανονισμού, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 1974/2004, πληροί επίσης και τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή τουλάχιστον ενός από τα άρθρα 37, παράγραφος 2, 40, 42, παράγραφος 3, και 42, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 2019/93, (ΕΚ) 1452/2001, (ΕΚ) 1453/2001, (ΕΚ) 1454/2001, (ΕΚ) 1868/94, (ΕΚ) 1251/1999, (ΕΚ) 1254/1999, (ΕΚ) 1673/2000, (ΕΟΚ) 2358/71 και (ΕΚ) 2529/2001.

 

2)

Το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 795/2004, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 1974/2004, είναι άκυρο καθόσον απαγορεύει σε γεωργό ο οποίος επλήγη από εξαιρετικές περιστάσεις, κατά την έννοια του άρθρου 40 του κανονισμού 1782/2003, να τύχει προσαρμογής του ποσού αναφοράς βάσει της διατάξεως αυτής και συγχρόνως να λάβει πρόσθετο ποσό αναφοράς από το εθνικό απόθεμα βάσει ενός από τα άρθρα 19 έως 23α του κανονισμού 795/2004, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 1974/2004, ενώ ο γεωργός που δεν αντιμετώπισε τέτοιες περιστάσεις και στον οποίο καθορίστηκε ποσό αναφοράς υπολογισθέν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 37, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003 μπορεί να σωρεύσει το ποσό αυτό και ένα ποσό αναφοράς από το εθνικό απόθεμα βάσει ενός από τα άρθρα 19 έως 23α του κανονισμού 795/2004, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 1974/2004.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top