EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0306

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 2014.
LVP NV κατά Belgische Staat.
Αίτηση του rechtbank van eerste aanleg te Brussel για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή — Κοινή οργάνωση αγορών — Μπανάνες — Σύστημα εισαγωγών — Εφαρμοστέοι δασμοί.
Υπόθεση C‑306/13.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2014:2465

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 18ης Δεκεμβρίου 2014 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Κοινή οργάνωση αγορών — Μπανάνες — Σύστημα εισαγωγών — Εφαρμοστέοι δασμοί»

Στην υπόθεση C‑306/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το rechtbank van eerste aanleg te Brussel (Βέλγιο) με απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Ιουνίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

LVP NV

κατά

Belgische Staat,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, C. Vajda, A. Rosas (εισηγητή), E. Juhász και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η LVP NV, εκπροσωπούμενη από τους R. Verbeke, P. Vlaemminck και B. Van Vooren, advocaten,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη M. Jacobs και τον J.‑C. Halleux,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I.‑Κ. Χαλκιά και την A. Βασιλοπούλου,

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τις S. Boelaert και E. Karlsson,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Wils και Ι. Ζέρβα,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κύρος του κανονισμού (ΕΚ) 1964/2005 του Συμβουλίου, της 29ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τους δασμούς για τις μπανάνες (ΕΕ L 316, σ. 1), σε σχέση με τα άρθρα I, XIII, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο δʹ, και XXVIII και/ή με κάθε άλλη εφαρμοστέα διάταξη της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΕΕ 1994, L 336, σ. 11, στο εξής: ΓΣΔΕ του 1994), η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1A της συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), που υπογράφτηκε στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994 και εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης, καθόσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (1986-1994) (ΕΕ L 336, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της LVP NV (στο εξής: LVP) και του Belgische Staat όσον αφορά αίτηση επιστροφής τελωνειακών δασμών που κατέβαλε η LVP για εισαγωγές μπανανών προελεύσεως Κόστα Ρίκα και Ισημερινού.

Το νομικό πλαίσιο

Οι Συμφωνίες ΠΟΕ

3

Με την απόφαση 94/800, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενέκρινε τη Συμφωνία για την ίδρυση του ΠΟΕ καθώς και τις Συμφωνίες που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα 1 έως 4 της Συμφωνίας αυτής (στο εξής: Συμφωνίες ΠΟΕ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ΓΣΔΕ του 1994.

4

Το άρθρο II, παράγραφος 2, της Συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ ορίζει:

«Οι συμφωνίες και οι συναφείς νομικές πράξεις που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα 1, 2 και 3 [...] αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας συμφωνίας και δεσμεύουν όλα τα μέρη.»

5

Κατά το άρθρο IV, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ, θεσπίζεται υπουργική διάσκεψη η οποία απαρτίζεται από εκπροσώπους όλων των μελών του ΠΟΕ. Το άρθρο IX, παράγραφοι 3 και 4, της εν λόγω Συμφωνίας διέπει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η υπουργική διάσκεψη μπορεί να αποφασίσει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να χορηγήσει σε ένα μέλος παρέκκλιση από τις υποχρεώσεις που του επιβάλλει η Συμφωνία για την ίδρυση του ΠΟΕ ή οι Συμφωνίες ΠΟΕ.

6

Κατά το άρθρο I, παράγραφος 1, της ΓΣΔΕ του 1994:

«Όλα τα πλεονεκτήματα, ευεργετήματα, προνόμια ή ατέλειες που παραχωρούνται από συμβαλλόμενο μέρος σε προϊόν καταγωγής ή προορισμού οποιασδήποτε άλλης χώρας θα επεκτείνονται αμέσως και άνευ όρων σε κάθε παρόμοιο προϊόν που έχει ως καταγωγή ή προορισμό το έδαφος οποιουδήποτε άλλου συμβαλλόμενου μέρους. Η διάταξη αυτή αφορά τους τελωνειακούς δασμούς και τις πάσης φύσεως επιβαρύνσεις που εισπράττονται λόγω εισαγωγής ή εξαγωγής ή επ’ ευκαιρία εισαγωγής ή εξαγωγής […]».

7

Το άρθρο II της ΓΣΔΕ του 1994, με τίτλο «Πίνακες παραχωρήσεων», προβλέπει:

«1.   

α)

Κάθε συμβαλλόμενο μέρος επιφυλάσσει στους εμπορευόμενους των λοιπών συμβαλλομένων μερών μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που προβλέπεται στο οικείο μέρος του αντίστοιχου πίνακα που επισυνάπτεται στην παρούσα συμφωνία.

[...]

7.   Οι κατάλογοι που επισυνάπτονται στην παρούσα συμφωνία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κεφαλαίου I της συμφωνίας αυτής.»

8

Το άρθρο XIII της ΓΣΔΕ του 1994, το οποίο αφορά την επιβολή ποσοτικών περιορισμών χωρίς δυσμενείς διακρίσεις, ορίζει:

«1.   Ουδεμία απαγόρευση ή ουδείς περιορισμός θα εφαρμόζεται από συμβαλλόμενο μέρος για την εισαγωγή οποιουδήποτε προϊόντος καταγωγής άλλου συμβαλλόμενου μέρους [...], εκτός αν η εισαγωγή όμοιου προϊόντος οποιασδήποτε τρίτης χώρας [...] απαγορεύεται ή περιορίζεται με όμοιο τρόπο.

2.   Κατά την εφαρμογή περιορισμών επί της εισαγωγής οποιουδήποτε προϊόντος, τα συμβαλλόμενα μέρη θα προσπαθούν να επιτύχουν την κατανομή της εμπορίας του προϊόντος αυτού κατά τρόπον που προσεγγίζει όσο περισσότερο είναι δυνατόν τα μερίδια που τα διάφορα συμβαλλόμενα μέρη θα μπορούσαν να αναμένουν ότι θα είχαν αν δεν υφίσταντο οι περιορισμοί αυτοί, και προς τούτο τα συμβαλλόμενα μέρη θα τηρούν τις ακόλουθες διατάξεις:

[...]

δ)

Στις περιπτώσεις που μια ποσόστωση κατανέμεται μεταξύ προμηθευτριών χωρών, το συμβαλλόμενο μέρος που εφαρμόζει τους περιορισμούς δύναται να ζητήσει από όλα τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη που έχουν σημαντικό συμφέρον για την προμήθεια του σχετικού προϊόντος να συμφωνήσουν ως προς την κατανομή της ποσοστώσεως. Στις περιπτώσεις που λογικά η μέθοδος αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί, το σχετικό συμβαλλόμενο μέρος θα κατανείμει την ποσόστωση μεταξύ των συμβαλλομένων μερών που έχουν σημαντικό συμφέρον για την προμήθεια του σχετικού προϊόντος, βάσει μεριδίων αναλόγων με τη συμμετοχή των εν λόγω συμβαλλομένων μερών στη συνολική ποσότητα ή στη συνολική αξία των εισαγωγών του σχετικού προϊόντος κατά τη διάρκεια παλαιότερης αντιπροσωπευτικής περιόδου, λαμβανομένων δεόντως υπόψη όλων των ειδικών παραγόντων που μπόρεσαν ή μπορούν να επηρεάσουν την εμπορία του σχετικού προϊόντος. [...]»

9

Το άρθρο XXVIII της ΓΣΔΕ του 1994, με τίτλο «Τροποποίηση των πινάκων», περιλαμβάνει λεπτομερείς κανόνες για την τροποποίηση των πινάκων των παραχωρήσεων, προβλέποντας προς τούτο ένα περίπλοκο σύστημα διαπραγματεύσεων μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.

10

Το άρθρο XXVIII, παράγραφοι 1, 3 και 5, της ΓΣΔΕ του 1994 προβλέπει τα εξής:

«1.   Την πρώτη ημέρα κάθε τριετούς περιόδου, αρχής γενομένης της πρώτης περιόδου την 1η Ιανουαρίου 1958 [...], κάθε συμβαλλόμενο μέρος (αποκαλούμενο στο παρόν άρθρο ως το “προτείνον συμβαλλόμενο μέρος”) μπορεί να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει παραχώρηση που περιλαμβάνεται στον αντίστοιχο κατάλογο που προσαρτάται στην παρούσα Συμφωνία, κατόπιν διαπραγματεύσεως και συμφωνίας με κάθε συμβαλλόμενο μέρος με το οποίο η παραχώρηση αυτή αποτέλεσε αντικείμενο αρχικής διαπραγματεύσεως, καθώς και με κάθε άλλο συμβαλλόμενο μέρος του οποίου το συμφέρον ως κύριου προμηθευτή έχει αναγνωριστεί από τα συμβαλλόμενα μέρη (οι δύο αυτές κατηγορίες συμβαλλομένων μερών, καθώς και το προτείνον συμβαλλόμενο μέρος, θα αποκαλούνται στο παρόν άρθρο “κυρίως ενδιαφερόμενα συμβαλλόμενα μέρη”), και υπό την επιφύλαξη της διαβουλεύσεως με κάθε άλλο συμβαλλόμενο μέρος του οποίου το ουσιώδες συμφέρον στην παραχώρηση αυτή έχει αναγνωριστεί από τα συμβαλλόμενα μέρη.

[...]

3.   

α)

Εάν τα κυρίως ενδιαφερόμενα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία πριν από την 1η Ιανουαρίου 1958 ή πριν από το πέρας των περιόδων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου, το συμβαλλόμενο μέρος που προτείνει την τροποποίηση ή ανάκληση της παραχώρησης έχει την ευχέρεια να το πράξει. Εάν λάβει ένα τέτοιο μέτρο, κάθε συμβαλλόμενο μέρος με το οποίο η παραχώρηση αυτή αποτέλεσε αντικείμενο αρχικής διαπραγματεύσεως, κάθε συμβαλλόμενο μέρος του οποίου το συμφέρον ως κύριου προμηθευτή έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο, καθώς και κάθε συμβαλλόμενο μέρος του οποίου το ουσιώδες συμφέρον έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με την ως άνω παράγραφο, έχουν την ευχέρεια να ανακαλέσουν, εντός προθεσμίας έξι μηνών από την εφαρμογή του μέτρου αυτού και εντός τριάντα ημερών μετά την παραλαβή από τα συμβαλλόμενα μέρη έγγραφης ειδοποιήσεως, ουσιωδώς ισοδύναμες παραχωρήσεις που έχουν αποτελέσει αντικείμενο αρχικής διαπραγματεύσεως με το προτείνον συμβαλλόμενο μέρος.

β)

Εάν τα κυρίως ενδιαφερόμενα συμβαλλόμενα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία που δεν ικανοποιεί άλλο συμβαλλόμενο μέρος του οποίου το ουσιώδες συμφέρον έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο, το μέρος αυτό έχει την ευχέρεια να ανακαλέσει, εντός προθεσμίας έξι μηνών από την εφαρμογή του προβλεπόμενου από την εν λόγω συμφωνία μέτρου και εντός τριάντα ημερών μετά την παραλαβή από τα συμβαλλόμενα μέρη έγγραφης ειδοποιήσεως, ουσιωδώς ισοδύναμες παραχωρήσεις που έχουν αποτελέσει αντικείμενο αρχικής διαπραγματεύσεως με το προτείνον συμβαλλόμενο μέρος.

[...]

5.   Πριν από την 1η Ιανουαρίου 1958 και πριν από το πέρας των περιόδων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο, κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί, με γνωστοποίηση στα συμβαλλόμενα μέρη, να διατηρήσει το δικαίωμα να τροποποιήσει, κατά τη διάρκεια της επόμενης περιόδου, τον αντίστοιχο κατάλογο, υπό την προϋπόθεση της συμμορφώσεως με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην πρώτη, δεύτερη και τρίτη παράγραφο. Εάν το συμβαλλόμενο μέρος κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής, κάθε άλλο συμβαλλόμενο μέρος μπορεί, κατά την ίδια περίοδο, να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει κάθε παραχώρηση που αποτέλεσε αντικείμενο αρχικής διαπραγματεύσεως με το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος, υπό την προϋπόθεση της συμμορφώσεως με τις ίδιες διαδικασίες.»

Τα μνημόνια συμφωνίας για τις μπανάνες που συνήψε η Ευρωπαϊκή Ένωση με τη Δημοκρατία του Ισημερινού και με τις ΗΠΑ

11

Στις 11 Απριλίου 2001 και στις 30 Απριλίου 2001, η Ένωση συνήψε μνημόνια συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και με τη Δημοκρατία του Ισημερινού, αντιστοίχως, με τα οποία καθορίστηκαν οι τρόποι επιλύσεως των διαφορών τις οποίες παρέπεμψαν οι εν λόγω χώρες στον ΠΟΕ όσον αφορά τη δασμολογική μεταχείριση των μπανανών που εισάγονται στην Ένωση (στο εξής: μνημόνια συμφωνίας για τις μπανάνες). Τα ως άνω μνημόνια προβλέπουν ότι η Ένωση θα θέσει σε ισχύ ένα αποκλειστικώς δασμολογικό καθεστώς για τις εισαγωγές μπανανών το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2006.

12

Το μνημόνιο συμφωνίας για τις μπανάνες που συνήφθη με τη Δημοκρατία του Ισημερινού προέβλεπε ότι διαπραγματεύσεις δυνάμει του άρθρου XXVIII της ΓΣΔΕ του 1994, με τις οποίες το εν λόγω κράτος θα αναγνωριζόταν ως κύριος προμηθευτής, θα άρχιζαν σε εύθετο χρόνο.

Η παρέκκλιση Ντόχα

13

Στις 14 Νοεμβρίου 2001, η υπουργική διάσκεψη του ΠΟΕ, που πραγματοποιήθηκε στην Ντόχα, παραχώρησε στην Ένωση παρέκκλιση από το άρθρο I της ΓΣΔΕ του 1994 (στο εξής: παρέκκλιση Ντόχα), στον βαθμό που ήταν αναγκαίο για να μπορέσει η Ένωση να παράσχει στα προϊόντα προελεύσεως από την ομάδα κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού (AΚΕ) (στο εξής: κράτη ΑΚΕ) την προτιμησιακή δασμολογική μεταχείριση που απαιτείται από τη συμφωνία εταιρικής σχέσης μεταξύ των μελών της ομάδας των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου, που υπογράφηκε στο Κοτονού στις 23 Ιουνίου 2000 (ΕΕ L 317, σ. 3) και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 2003/159/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002 (ΕΕ 2003, L 65, σ. 27, στο εξής: συμφωνία εταιρικής σχέσης AKE-EK), χωρίς να οφείλει να παράσχει την ίδια προτιμησιακή δασμολογική μεταχείριση σε παρόμοια προϊόντα οποιουδήποτε άλλου μέλους του ΠΟΕ.

14

Το παράρτημα της αποφάσεως της υπουργικής διασκέψεως με το οποίο παραχωρείται η παρέκκλιση Ντόχα προέβλεπε ωστόσο ειδικές διαδικασίες διαιτησίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών των οποίων οι μπανάνες υπόκεινται στον συντελεστή του μάλλον ευνοούμενου κράτους (στο εξής: κράτη ΜΕΚ), στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων βάσει του άρθρου XXVIII της ΓΣΔΕ του 1994, προκειμένου να καθοριστεί αν η σχεδιαζόμενη ενοποίηση του τελωνειακού δικαίου της Ένωσης για τις μπανάνες είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση τουλάχιστον της πλήρους προσβάσεως στην αγορά για τους προμηθευτές μπανανών των χωρών ΜΕΚ.

15

Το εν λόγω παράρτημα προέβλεπε ότι οι διαπραγματεύσεις βάσει του άρθρου XXVIII της ΓΣΔΕ του 1994 και οι διαδικασίες διαιτησίας έπρεπε να ολοκληρωθούν πριν από την έναρξη ισχύος του νέου αποκλειστικά δασμολογικού καθεστώτος της Ένωσης την 1η Ιανουαρίου 2006.

Η συμφωνία της Γενεύης

16

Στις 15 Δεκεμβρίου 2009, η Ένωση και ορισμένα κράτη ΜΕΚ της Λατινικής Αμερικής μονογράφησαν τη συμφωνία της Γενεύης για το εμπόριο μπανανών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Βραζιλίας, της Κολομβίας, της Κόστα Ρίκα, του Ισημερινού, της Γουατεμάλας, της Ονδούρας, του Μεξικού, της Νικαράγουας, του Παναμά, του Περού και της Βενεζουέλας (στο εξής: συμφωνία της Γενεύης), η οποία υπογράφηκε στις 31 Μαΐου 2010 και εγκρίθηκε με την απόφαση 2011/194/ΕΕ του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2011 (ΕΕ L 88, σ. 66).

17

Η παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας της Γενεύης προβλέπει τα ανώτατα ποσά τελωνειακών δασμών τα οποία μπορεί να επιβάλει η Ένωση στις μπανάνες από τις 15 Δεκεμβρίου 2009 και μετά, και τα οποία μειώνονται σταδιακά, μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2017, από 148 ευρώ ανά τόνο σε 114 ευρώ ανά τόνο.

18

Όπως προκύπτει από την παράγραφο 5 της συμφωνίας της Γενεύης, οι εκκρεμείς διαφορές στο πλαίσιο του ΠΟΕ και όλες οι καταγγελίες των κρατών ΜΕΚ μερών της εν λόγω συμφωνίας, βάσει των διαδικασιών των άρθρων XXIV και XXVIII της ΓΣΔΕ του 1994, όσον αφορά το εφαρμοστέο στις μπανάνες εμπορικό καθεστώς της Ένωσης, επιλύονται με διακανονισμό. Η εν λόγω παράγραφος προβλέπει εξάλλου ότι τα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας της Γενεύης γνωστοποιούν από κοινού στο όργανο επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ ότι κατέληξαν σε αμοιβαία αποδεκτή λύση με την οποία συμφώνησαν να θέσουν τέρμα στις εν λόγω διαφορές.

Το δίκαιο της Ένωσης

19

Ο τίτλος IV του κανονισμού (ΕΟΚ) 404/93 του Συμβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 1993, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της μπανάνας (ΕΕ L 47, σ. 1), αντικατέστησε, στον τομέα της μπανάνας, τα διάφορα παλαιότερα εθνικά καθεστώτα με ένα κοινό καθεστώς συναλλαγών με τα τρίτα κράτη.

20

Το άρθρο 15 του κανονισμού 404/93 όρισε, για τους σκοπούς του τίτλου IV του εν λόγω κανονισμού, τέσσερις κατηγορίες μπανανών, δηλαδή τις παραδοσιακές μπανάνες των κρατών ΑΚΕ, τις μη παραδοσιακές μπανάνες των κρατών ΑΚΕ, τις μπανάνες των τρίτων κρατών πλην των κρατών ΑΚΕ και τις κοινοτικές μπανάνες.

21

Το άρθρο 18 του κανονισμού 404/93 προέβλεπε ότι ανοίγεται κάθε έτος δασμολογική ποσόστωση δύο εκατομμυρίων τόνων ανά καθαρό βάρος για τις εισαγωγές μπανάνας από τρίτα κράτη πλην των κρατών ΑΚΕ και μη παραδοσιακής μπανάνας των κρατών ΑΚΕ, προβλέποντας ωστόσο για τις εισαγωγές των δύο αυτών κατηγοριών μπανάνας διαφορετικούς δασμούς.

22

Ο κανονισμός 404/93 τροποποιήθηκε, στη συνέχεια, κατ’ επανάληψη.

23

Ο κανονισμός (ΕΚ) 3290/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, (ΕΕ L 349, σ. 105), ο κανονισμός (ΕΚ) 216/2001 του Συμβουλίου, της 29ης Ιανουαρίου 2001 (ΕΕ L 31, σ. 2), και ο κανονισμός (ΕΚ) 2587/2001 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2001 (ΕΕ L 345, σ. 13), τροποποίησαν τα άρθρα 15 έως 20 του κανονισμού 404/93, ιδίως όσον αφορά τη δασμολογική ποσόστωση και το ποσό των δασμών που καθορίζονται στο άρθρο 18 του εν λόγω κανονισμού.

24

Το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 404/93, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 2587/2001, προβλέπει τα εξής:

«Το παρόν άρθρο και τα άρθρα 17 μέχρι 20 εφαρμόζονται στην εισαγωγή νωπών προϊόντων που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ 0803 00 19 μέχρι την έναρξη ισχύος του συντελεστή του κοινού δασμολογίου για τα προϊόντα αυτά, το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2006, που καθορίζεται στο πέρας της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο XXVIII [της ΓΣΔΕ του 1994].»

25

Το άρθρο 18 του κανονισμού 404/93, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 2587/2001, ορίζει:

«1.   Έκαστο έτος, από την 1η Ιανουαρίου, ανοίγονται οι ακόλουθες δασμολογικές ποσοστώσεις:

α)

δασμολογική ποσόστωση 2200000 τόνων καθαρού βάρους, αποκαλούμενη “ποσόστωση Α”·

β)

συμπληρωματική δασμολογική ποσόστωση 453000 τόνων καθαρού βάρους, αποκαλούμενη “ποσόστωση Β”·

γ)

αυτόνομη δασμολογική ποσόστωση 750000 τόνων καθαρού βάρους, αποκαλούμενη “ποσόστωση Γ”.

Οι ποσοστώσεις Α και Β ανοίγονται για την εισαγωγή προϊόντων, καταγωγής όλων των τρίτων χωρών.

Η ποσόστωση Γ ανοίγεται για την εισαγωγή προϊόντων, καταγωγής [κρατών] ΑΚΕ.

[...]

2.   Στο πλαίσιο των ποσοστώσεων Α και Β, για τις εισαγωγές μπανάνας από τρίτες χώρες, εκτός από τα [κράτη] ΑΚΕ, εισπράττεται δασμός 75 ευρώ ανά τόνο. Οι εισαγωγές προϊόντων, καταγωγής των [κρατών] ΑΚΕ, υπόκεινται σε μηδενικό δασμό.

3.   Στο πλαίσιο της ποσόστωσης Γ, οι εισαγωγές υπόκεινται σε μηδενικό δασμό.

[...]»

26

Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 7 του κανονισμού 1964/2005 έχουν ως εξής:

«(1)

Ο [κανονισμός 404/93, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 2587/2001] προβλέπει την έναρξη ισχύος ενός δασμολογικού μόνον καθεστώτος για τις εισαγωγές μπανανών το αργότερο από την 1η Ιανουαρίου 2006.

(2)

Στις 12 Ιουλίου 2004, το Συμβούλιο εξουσιοδότησε την Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις δυνάμει του άρθρου XXVIII της ΓΣΔΕ [του] 1994, προκειμένου να τροποποιηθούν ορισμένες παραχωρήσεις για τις μπανάνες. Κατά συνέπεια, στις 15 Ιουλίου 2004, η Κοινότητα ανακοίνωσε στον ΠΟΕ την πρόθεσή της να τροποποιήσει τις παραχωρήσεις για τον κωδικό 0803 00 19 (μπανάνες) στον πίνακα CXL της ΕΚ. Η Επιτροπή διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις σε διαβούλευση με την επιτροπή που συστάθηκε βάσει του άρθρου 133 της συνθήκης και με την ειδική επιτροπή γεωργίας και στο πλαίσιο των διαπραγματευτικών οδηγιών που εξέδωσε το Συμβούλιο.

(3)

Η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να διαπραγματευθεί αποδεκτή συμφωνία με τον Ισημερινό και τον Παναμά που έχουν συμφέρον κύριου προμηθευτή, ούτε με την Κολομβία και την Κόστα Ρίκα που έχουν συμφέρον ουσιαστικού προμηθευτή, όσον αφορά τα προϊόντα της διάκρισης ΕΣ 0803 00 19 (μπανάνες). Σύμφωνα με το παράρτημα της απόφασης της υπουργικής διάσκεψης του ΠΟΕ της 14ης Νοεμβρίου 2001 σχετικά με τη συμφωνία εταιρικής σχέσης ΑΚΕ-ΕΚ, η Επιτροπή διεξήγαγε επίσης διαβουλεύσεις και με άλλα μέλη του ΠΟΕ. Οι διαβουλεύσεις αυτές δεν κατέληξαν σε αποδεκτή συμφωνία.

(4)

Στις 31 Ιανουαρίου 2005, η Κοινότητα κοινοποίησε στον ΠΟΕ την πρόθεσή της να αντικαταστήσει τις παραχωρήσεις της όσον αφορά τον κωδικό 0803 00 19 (μπανάνες) με παγιοποιημένο δασμό ύψους 230 ευρώ/τόνο.

(5)

Η διαδικασία διαιτησίας που προβλέπεται στο παράρτημα της απόφασης κινήθηκε στις 30 Μαρτίου 2005. Η απόφαση του Διαιτητή η οποία εκδόθηκε την 1η Αυγούστου 2005 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο δασμός ΜΕΚ ύψους 230 ευρώ/τόνο, ο οποίος προτείνεται από την Κοινότητα, δεν ήταν σύμφωνος με το προαναφερόμενο παράρτημα, διότι δεν είχε ως αποτέλεσμα τουλάχιστον τη διατήρηση πλήρους πρόσβασης στην αγορά για τους προμηθευτές ΜΕΚ. Η Επιτροπή αναθεώρησε την πρόταση της Κοινότητας υπό το πρίσμα των πορισμάτων του Διαιτητή. Η δεύτερη απόφαση του Διαιτητή η οποία εκδόθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2005, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αναθεωρημένη πρόταση που προτείνει δασμό ΜΕΚ ύψους 187 ευρώ/τόνο δεν επέτυχε να διορθώσει την κατάσταση. Η Επιτροπή τροποποίησε λοιπόν περαιτέρω την πρότασή της, προκειμένου να διευθετήσει το ζήτημα.

(6)

Θα πρέπει επίσης να ανοιχθεί δασμολογική ποσόστωση για τις μπανάνες, καταγωγής [κρατών] ΑΚΕ, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της Κοινότητας βάσει της συμφωνίας εταιρικής σχέσης ΑΚΕ-ΕΚ.

(7)

Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού καθώς και τα μεταβατικά μέτρα σχετικά ιδίως με τη διαχείριση των δασμολογικών ποσοστώσεων για τις μπανάνες, καταγωγής των [κρατών] ΑΚΕ, θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [ΕΕ L 184, σ. 23].»

27

Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού προβλέπει:

«1.   Από την 1η Ιανουαρίου 2006, ο δασμός για τις μπανάνες (κωδικός ΣΟ 0803 00 19) ανέρχεται σε 176 ευρώ/τόνο.

2.   Κάθε έτος, από την 1η Ιανουαρίου, αρχής γενομένης την 1η Ιανουαρίου 2006, ανοίγεται αυτόνομη δασμολογική ποσόστωση 775000 τόνων καθαρού βάρους με μηδενικό δασμό για τις εισαγωγές μπανανών (κωδικός ΣΟ 0803 00 19), καταγωγής [κρατών] ΑΚΕ.»

28

Μετά την υπογραφή, στις 31 Μαΐου 2010, της συμφωνίας της Γενεύης, ο κανονισμός 1964/2005 καταργήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 306/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011 (ΕΕ L 88, σ. 44).

29

Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 306/2011, κατά τη συμφωνία της Γενεύης, η Ένωση θα μειώσει σταδιακά τους δασμούς της για τις μπανάνες από 176 ευρώ ανά τόνο σε 114 ευρώ ανά τόνο. Η πρώτη μείωση, η οποία εφαρμόστηκε αναδρομικά από τις 15 Δεκεμβρίου 2009, ημερομηνία της μονογραφής της συμφωνίας της Γενεύης, μείωσε τον τελωνειακό δασμό σε 148 ευρώ ανά τόνο.

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

30

Η LVP είναι εταιρία εγκατεστημένη στο Βέλγιο η οποία εισάγει μπανάνες.

31

Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά αίτηση που υπέβαλε η LVP περί επιστροφής του καθ’ υπέρβαση καταβληθέντος τελωνειακού δασμού, ποσού 176 ευρώ ανά τόνο, για την εισαγωγή μπανανών προελεύσεως από την Κόστα Ρίκα και τον Ισημερινό κατά την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2006 έως 15 Δεκεμβρίου 2009, κυρίως κατά το δεύτερο έως και το τέταρτο τρίμηνο του 2006 (στο εξής: επίμαχη περίοδος).

32

Η αίτηση αυτή, η οποία υποβλήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 2009 ενώπιον της Περιφερειακής Διευθύνσεως Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Καταναλώσεως της Γάνδης, απορρίφθηκε με απόφαση της 20ής Μαΐου 2009.

33

Με απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2012, κρίθηκε αβάσιμη η διοικητική προσφυγή κατά της απορριπτικής αποφάσεως της 20ής Μαΐου 2009 που άσκησε η LVP στις 27 Ιουλίου 2009 ενώπιον του Γενικού Διαχειριστή Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Καταναλώσεως, με το αιτιολογικό ότι οι τελωνειακοί δασμοί οφείλονταν νομίμως, κατά τον χρόνο καταβολής τους, βάσει του δικαίου της Ένωσης.

34

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του αιτούντος δικαστηρίου στις 7 Φεβρουαρίου 2013, η LVP άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του Γενικού Διαχειριστή Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Καταναλώσεως.

35

Η LVP αμφισβητεί, σε σχέση με τις υποχρεώσεις της Ένωσης βάσει του δικαίου του ΠΟΕ, τη νομιμότητα του δασμού των 176 ευρώ ανά τόνο που ορίστηκε από τον κανονισμό 1964/2005 και εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2006 στις μπανάνες που δεν προέρχονται από κράτη ΑΚΕ. Κατά την LVP, το καθεστώς που προβλέπεται από τον εν λόγω κανονισμό μπορούσε να εφαρμοστεί μόνον από την ημερομηνία της συμφωνίας της Γενεύης, δηλαδή από τις 15 Δεκεμβρίου 2009, οπότε, για την επίμαχη περίοδο, έπρεπε να εφαρμοστεί ο δασμός των 75 ευρώ ανά τόνο που ορίζει ο κανονισμός 404/93, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 2587/2001, για τις εισαγωγές των μπανανών από τρίτες χώρες εκτός από τα κράτη ΑΚΕ, στο πλαίσιο των δασμολογικών ποσοστώσεων A και B που έχουν καθοριστεί από τον εν λόγω κανονισμό.

36

Το αιτούν δικαστήριο, παραπέμποντας ιδίως στο άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 404/93, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 2587/2001, υπογραμμίζει ότι οι διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο του άρθρου XXVIII της ΓΣΔΕ του 1994 δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί κατά την επίμαχη περίοδο, οπότε, κατά την άποψη του δικαστηρίου αυτού, για την εν λόγω περίοδο εξακολουθούσε να ισχύει ο δασμός των 75 ευρώ ανά τόνο για την ποσόστωση των 2,2 εκατομμυρίων τόνων που είχε ανοιχτεί για την εισαγωγή μπανανών από τρίτες χώρες με τον κανονισμό 404/93, όπως είχε τροποποιηθεί από τον κανονισμό 2587/2001, και δεν μπορούσε να αντικατασταθεί από τον προβλεπόμενο στον κανονισμό 1964/2005 δασμό. Η Ένωση, αφενός, και, μεταξύ άλλων, η Δημοκρατία της Κόστα Ρίκα και η Δημοκρατία του Ισημερινού, αφετέρου, κατέληξαν σε συμφωνία στις 15 Δεκεμβρίου 2009. Επομένως, μόνο από την ημερομηνία αυτή και μετά έπαυσε η εφαρμογή του δασμού των 75 ευρώ ανά τόνο.

37

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η Δημοκρατία του Ισημερινού είχε ασκήσει προσφυγή κατά της επιβολής του δασμού των 176 ευρώ ανά τόνο ενώπιον των αρμοδίων οργάνων του ΠΟΕ. Με την έκθεσή του επί της υποθέσεως αυτής, το δευτεροβάθμιο όργανο επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ έκρινε ότι η ποσόστωση των 2,2 εκατομμυρίων τόνων με δασμό 75 ευρώ ανά τόνο παρέμεινε σε ισχύ μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων σχετικά με το άρθρο XXVIII της ΓΣΔΕ του 1994, πράγμα που συνέβη στις 15 Δεκεμβρίου 2009.

38

Μολονότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι διατάξεις του ΠΟΕ δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα (βλ. απόφαση Van Parys, C‑377/02, EU:C:2005:121), το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το Δικαστήριο μπορεί εντούτοις να ελέγξει το συμβατό της νομοθεσίας της Ένωσης με τις Συμφωνίες ΠΟΕ αν η εν λόγω νομοθεσία θεσπίστηκε ειδικά για την εφαρμογή των διατάξεων του ΠΟΕ ή αν ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των Συμφωνιών ΠΟΕ (βλ. αποφάσεις Nakajima κατά Συμβουλίου, C‑69/89, EU:C:1991:186, σκέψη 31· FIAMM και FIAMM Technologies κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑69/00, EU:T:2005:449, σκέψη 114, καθώς και Fedon & Figli κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑135/01, EU:T:2005:454, σκέψη 107).

39

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ιδίως ότι οι αιτιολογικές σκέψεις των κανονισμών που διέπουν τις εισαγωγές στον τομέα της μπανάνας παραπέμπουν στον ΠΟΕ και στις διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο του άρθρου XXVIII της ΓΣΔΕ του 1994. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να εξετάσει τη νομιμότητα του κανονισμού 1964/2005 με γνώμονα τους κανόνες του ΠΟΕ.

40

Υπό τις συνθήκες αυτές, το rechtbank van eerste aanleg te Brussel αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

«Συνιστά ο κανονισμός [1964/2005], όπως εφαρμόστηκε από την […] Ένωση κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2006 έως και τις 15 Δεκεμβρίου 2009, παράβαση των άρθρων I, XIII, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο δʹ, XXVIII και/ή οποιουδήποτε άλλου εφαρμοστέου άρθρου της ΓΣΔΕ του 1994, χωριστά ή από κοινού, επειδή επέβαλε εισαγωγικό δασμό 176 ευρώ ανά τόνο για μπανάνες (κωδικός ΣΟ 0803 00 19), σε αντίθεση με τις παραχωρήσεις τις οποίες διαπραγματεύθηκε η [Κοινότητα] για μπανάνες, πριν εν προκειμένω επιτευχθεί κατόπιν διαπραγματεύσεων νέα συμφωνία στο πλαίσιο του ΠΟΕ;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

41

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν ο κανονισμός 1964/2005 αντίκειται στα άρθρα I, XIII, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο δʹ, και XXVIII και/ή σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της ΓΣΔΕ του 1994, κατά το μέρος που ο κανονισμός αυτός καθόρισε τελωνειακό δασμό 176 ευρώ ανά τόνο στις μπανάνες, εφαρμοστέο από 1ης Ιανουαρίου 2006.

42

Ο κανονισμός 1964/2005, ανεξαρτήτως της αυτόνομης ποσοστώσεως των 775000 τόνων καθαρού βάρους με μηδενικό συντελεστή που άνοιξε για τις εισαγωγές μπανανών καταγωγής κρατών ΑΚΕ, θέσπισε, από την 1η Ιανουαρίου 2006, ένα αποκλειστικά δασμολογικό καθεστώς για τις εισαγωγές μπανανών στην Ένωση, ορίζοντας σε 176 ευρώ ανά τόνο τον τελωνειακό δασμό στις μπανάνες από την ημερομηνία αυτή.

43

Η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα προϋποθέτει να εξεταστεί προηγουμένως το ζήτημα αν οι διατάξεις της ΓΣΔΕ του 1994 είναι δυνατό να δημιουργήσουν για τους ιδιώτες δικαιώματα τα οποία αυτοί μπορούν να επικαλεσθούν ευθέως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου προκειμένου να μην εφαρμοστεί ο τελωνειακός αυτός δασμός που καθορίστηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1964/2005.

44

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί εισαγωγικά ότι οι Συμφωνίες ΠΟΕ, λόγω της φύσεως και της οικονομίας τους, δεν περιλαμβάνονται καταρχήν στους κανόνες βάσει των οποίων το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (βλ. απόφαση Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, C‑149/96, EU:C:1999:574, σκέψη 47· διάταξη OGT Fruchthandelsgesellschaft, C‑307/99, EU:C:2001:228, σκέψη 24· αποφάσεις Omega Air κ.λπ., C‑27/00 και C‑122/00, EU:C:2002:161, σκέψη 93· Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, C‑76/00 P, EU:C:2003:4, σκέψη 53· Biret International κατά Συμβουλίου, C‑93/02 P, EU:C:2003:517, σκέψη 52, καθώς και Van Parys, EU:C:2005:121, σκέψη 39).

45

Το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι το σύστημα των Συμφωνιών ΠΟΕ αναγνωρίζει σημαντική θέση στη διαπραγμάτευση μεταξύ των μερών (βλ. απόφαση Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, EU:C:1999:574, σκέψη 36), έκρινε ότι το να επιβληθεί στα δικαστικά όργανα η υποχρέωση να μην εφαρμόζουν κανόνες του εσωτερικού δικαίου οι οποίοι προβάλλεται ότι είναι ασύμβατοι με τις Συμφωνίες ΠΟΕ θα είχε ως συνέπεια να στερηθούν τα νομοθετικά ή εκτελεστικά όργανα των συμβαλλομένων μερών τη δυνατότητα την οποία τους παρέχει ιδίως το μνημόνιο συμφωνίας σχετικά με τους κανόνες και τις διαδικασίες που διέπουν την επίλυση των διαφορών, το οποίο αποτελεί το παράρτημα 2 της Συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ (στο εξής: μνημόνιο συμφωνίας σχετικά με την επίλυση των διαφορών), να καταλήξουν, έστω και προσωρινά, σε λύση κατόπιν διαπραγματεύσεων (βλ. αποφάσεις Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, EU:C:1999:574, σκέψη 40, και Van Parys, EU:C:2005:121, σκέψη 48).

46

Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι το να γίνει δεκτό ότι η εξασφάλιση της συμφωνίας του δικαίου της Ένωσης με τους κανόνες του ΠΟΕ είναι ευθέως έργο του δικαστή της Ένωσης θα κατέληγε να στερήσει τα νομοθετικά ή εκτελεστικά όργανα της Ένωσης από το περιθώριο χειρισμών το οποίο έχουν τα ανάλογα όργανα των εμπορικών εταίρων της Ένωσης. Δεν αμφισβητείται, πράγματι, ότι ορισμένα συμβαλλόμενα μέρη, και μεταξύ αυτών οι σημαντικότεροι από εμπορικής απόψεως εταίροι της Ένωσης, συνήγαγαν, υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού των Συμφωνιών ΠΟΕ, ακριβώς τη συνέπεια ότι οι Συμφωνίες αυτές δεν περιλαμβάνονται στους κανόνες με γνώμονα τους οποίους τα δικαστικά τους όργανα ελέγχουν τη νομιμότητα των κανόνων του εσωτερικού τους δικαίου. Μια τέτοια έλλειψη αμοιβαιότητας, αν γινόταν δεκτή, θα εγκυμονούσε τον κίνδυνο να υπάρξει ανισορροπία στην εφαρμογή των κανόνων του ΠΟΕ (βλ. αποφάσεις Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, EU:C:1999:574, σκέψεις 43 έως 46· Van Parys, EU:C:2005:121, σκέψη 53, καθώς και FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 119).

47

Μόνο στην περίπτωση που η Ένωση είχε την πρόθεση να εκπληρώσει μια ειδική υποχρέωση που είχε αναλάβει στο πλαίσιο του ΠΟΕ ή στην περίπτωση που η πράξη της Ένωσης ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των Συμφωνιών ΠΟΕ εναπόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της σχετικής πράξεως της Ένωσης με γνώμονα τους κανόνες του ΠΟΕ (βλ., όσον αφορά τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1947, αποφάσεις Fediol κατά Επιτροπής, 70/87, EU:C:1989:254, σκέψεις 19 έως 22, και Nakajima κατά Συμβουλίου, EU:C:1991:186, σκέψη 31, καθώς και, όσον αφορά τις Συμφωνίες ΠΟΕ, αποφάσεις Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, EU:C:1999:574, σκέψη 49· Biret International κατά Συμβουλίου, EU:C:2003:517, σκέψη 53, και Van Parys, EU:C:2005:121, σκέψη 40).

48

Πάντως, αντίθετα προς όσα ισχυρίζεται η LVP, εν προκειμένω δεν συντρέχει τέτοια εξαιρετική περίσταση.

49

Συγκεκριμένα, πρέπει, πρώτον, να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της μπανάνας, όπως αυτή καθιερώθηκε με τον κανονισμό 404/93 και τροποποιήθηκε στη συνέχεια, δεν αποβλέπει στην εκπλήρωση, εντός της έννομης τάξεως της Ένωσης, μιας ειδικής υποχρεώσεως της Ένωσης που έχει αναληφθεί στο πλαίσιο της ΓΣΔΕ του 1994 ούτε παραπέμπει ρητώς σε συγκεκριμένες διατάξεις της (διάταξη OGT Fruchthandelsgesellschaft, EU:C:2001:228, σκέψη 28).

50

Ακολούθως, καθορίζοντας, μέσω του κανονισμού 1964/2005, τον δασμολογικό συντελεστή για τις μπανάνες που δεν είναι προελεύσεως από κράτη ΑΚΕ σε 176 ευρώ ανά τόνο από την 1η Ιανουαρίου 2006, η Ένωση δεν είχε την πρόθεση να εκπληρώσει, εντός της έννομης τάξεως της Ένωσης, μια ειδική υποχρέωση που ανέλαβε στο πλαίσιο του ΠΟΕ, δυναμένη να δικαιολογήσει εξαίρεση από την αδυναμία επικλήσεως των κανόνων του ΠΟΕ ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και να καταστήσει δυνατή την άσκηση από τον εν λόγω δικαστή του ελέγχου της νομιμότητας των επίμαχων διατάξεων της Ένωσης με βάση τους ως άνω κανόνες.

51

Συναφώς, όπως προκύπτει από τη δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου, η Ένωση, αφού συνήψε τα μνημόνια συμφωνίας για τις μπανάνες με τη Δημοκρατία του Ισημερινού και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, προβλέποντας ότι θα θέσει σε ισχύ ένα αποκλειστικώς δασμολογικό καθεστώς για τις εισαγωγές μπανανών το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2006, άρχισε διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο του άρθρου XXVIII της ΓΣΔΕ του 1994, προκειμένου να τροποποιήσει τις παραχωρήσεις της για τις μπανάνες και να έλθει σε συμφωνία, σύμφωνα με το παράρτημα της αποφάσεως της υπουργικής διασκέψεως του ΠΟΕ με την οποία της παραχωρήθηκε η παρέκκλιση Ντόχα, όσον αφορά τους εισαγωγικούς δασμούς για τη διατήρηση της πλήρους προσβάσεως στην αγορά για τις μπανάνες από τα κράτη ΜΕΚ.

52

Μετά την κίνηση διαφόρων διαδικασιών επιλύσεως διαφορών στο πλαίσιο του ΠΟΕ, αφενός, βάσει του παραρτήματος της αποφάσεως της υπουργικής διασκέψεως του ΠΟΕ περί παραχωρήσεως στην Ένωση της παρεκκλίσεως Ντόχα, κατά των δασμών που πρότεινε η Ένωση, και, αφετέρου, βάσει του μνημονίου συμφωνίας για την επίλυση των διαφορών, κατά του δασμού των 176 ευρώ ανά τόνο που καθορίστηκε με τον κανονισμό 1964/2005, εξευρέθη τελικώς λύση κατόπιν διαπραγματεύσεων στις 15 Δεκεμβρίου 2009 με την υπογραφή της συμφωνίας της Γενεύης από την Ένωση και τα συγκεκριμένα κράτη ΜΕΚ της Λατινικής Αμερικής.

53

Εκτός από τη σταδιακή μείωση, από τις 15 Δεκεμβρίου 2009, του εφαρμοστέου στις μπανάνες δασμού, η εν λόγω συμφωνία προβλέπει μεταξύ άλλων ότι αποτελούν αντικείμενο διακανονισμού οι εκκρεμείς διαφορές στο πλαίσιο του ΠΟΕ όσον αφορά το εφαρμοστέο στις μπανάνες καθεστώς, καθώς και όλες οι καταγγελίες που υποβλήθηκαν από τα κράτη ΜΕΚ που είναι συμβαλλόμενα μέρη στην ίδια συμφωνία, βάσει των διαδικασιών των άρθρων XXIV και XXVIII της ΓΣΔΕ του 1994. Επομένως, όπως επισημαίνουν, κατ’ ουσίαν, η Βελγική και η Ελληνική Κυβέρνηση, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή, κατά το πέρας των διαπραγματεύσεων που διεξήγαγε η Ένωση, τα κράτη ΜΕΚ που ήταν συμβαλλόμενα μέρη στη συμφωνία της Γενεύης δέχθηκαν, εν τέλει, την εφαρμογή, για την επίμαχη περίοδο, του δασμού των 176 ευρώ ανά τόνο, που προέβλεπε ο κανονισμός 1964/2005, κατά του οποίου ωστόσο είχαν κινήσει διαδικασίες επιλύσεως διαφορών και ο οποίος είχε κριθεί, στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών, ότι αντιβαίνει στις σχετικές διατάξεις της ΓΣΔΕ του 1994.

54

Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι το καθεστώς το οποίο συμφώνησε η Ένωση μέσω της συμφωνίας της Γενεύης, ειδικότερα η δέσμευση που ανέλαβαν τα κράτη ΜΕΚ που ήταν συμβαλλόμενα μέρη στη συμφωνία αυτή να περατώσουν όλες τις εκκρεμείς διαφορές και καταγγελίες, εκφράζει την αναγκαιότητα να αναγνωριστεί ένα περιθώριο χειρισμών στα θεσμικά όργανα της Ένωσης στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στην εν λόγω συμφωνία.

55

Ειδικότερα, πρέπει να τονιστεί, αφενός, ότι τα μνημόνια συμφωνίας για τις μπανάνες προέβλεπαν βεβαίως ότι η Ένωση θα θέσει σε ισχύ ένα αποκλειστικά δασμολογικό καθεστώς για τις εισαγωγές μπανανών, το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2006, και ότι δεσμευόταν εξάλλου να διεξαγάγει εγκαίρως διαπραγματεύσεις προς τούτο βάσει του άρθρου XXVIII της ΓΣΔΕ του 1994 και, αφετέρου, ότι το παράρτημα της αποφάσεως της υπουργικής διασκέψεως του ΠΟΕ με το οποίο παραχωρήθηκε στην Ένωση η παρέκκλιση Ντόχα επέβαλε συναφώς στην Ένωση να συμμορφωθεί με ειδικές διαδικασίες διαιτησίας προκειμένου να έλθει σε συμφωνία όσον αφορά τους εισαγωγικούς δασμούς, ώστε να διατηρηθεί η πλήρης πρόσβαση των κρατών ΜΕΚ στην αγορά των μπανανών. Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι το επίπεδο των εφαρμοστέων από την Ένωση εισαγωγικών δασμών δεν καθορίστηκε ούτε με τα μνημόνια αυτά ούτε με το παράρτημα ούτε, επίσης, με τις δύο διαιτητικές αποφάσεις που εκδόθηκαν την 1η Αυγούστου και στις 27 Οκτωβρίου 2005 βάσει του εν λόγω παραρτήματος, στις οποίες παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 1964/2005.

56

Περαιτέρω, ο κανονισμός 1964/2005 δεν αναφέρει τα μνημόνια συμφωνίας για τις μπανάνες και η αιτιολογική σκέψη του 1 περιορίζεται στη μνεία ότι «ο [κανονισμός 404/93, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 2587/2001,] προβλέπει την έναρξη ισχύος ενός δασμολογικού μόνον καθεστώτος για τις εισαγωγές μπανανών το αργότερο από την 1η Ιανουαρίου 2006».

57

Εξάλλου, ο δασμός των 176 ευρώ ανά τόνο που καθορίστηκε με τον κανονισμό 1964/2005 κρίθηκε στη συνέχεια ότι αντιβαίνει στις σχετικές διατάξεις της ΓΣΔΕ του 1994 στο πλαίσιο των διαδικασιών επιλύσεως διαφορών που κινήθηκαν βάσει του μνημονίου συμφωνίας για την επίλυση διαφορών. Πάντως, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η LVP, το γεγονός αυτό ενισχύει το συμπέρασμα ότι η Ένωση, καθορίζοντας στο επίπεδο αυτό τον εφαρμοστέο στις μπανάνες τελωνειακό δασμό από 1ης Ιανουαρίου 2006, δεν είχε την πρόθεση να εξασφαλίσει την εκπλήρωση ειδικής υποχρεώσεως που είχε αναλάβει στο πλαίσιο του ΠΟΕ.

58

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο κανονισμός 1964/2005 δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως μέτρο που ελήφθη για την εξασφάλιση της εκπληρώσεως στην έννομη τάξη της Ένωσης ειδικής υποχρεώσεως που είχε αναληφθεί στο πλαίσιο του ΠΟΕ.

59

Τέλος, από την απλή αναφορά στις διαπραγματεύσεις που διεξήγαγε η Ένωση στο πλαίσιο του άρθρου XXVIII της ΓΣΔΕ του 1994, που περιλαμβάνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 5 του κανονισμού 1964/2005, δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο κανονισμός αυτός πληροί τη δεύτερη προϋπόθεση η οποία μπορεί να δικαιολογήσει, όπως προκύπτει από τη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως και σύμφωνα με την απόφαση Fediol κατά Επιτροπής (EU:C:1989:254, σκέψεις 19 έως 22), εξαίρεση από την αδυναμία επικλήσεως των κανόνων του ΠΟΕ ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, δηλαδή την προϋπόθεση κατά την οποία η επίμαχη πράξη της Ένωσης πρέπει να παραπέμπει ρητώς σε συγκεκριμένες διατάξεις των Συμφωνιών ΠΟΕ.

60

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι οι διατάξεις της ΓΣΔΕ του 1994 δεν είναι δυνατό να δημιουργήσουν για τους ιδιώτες δικαιώματα τα οποία αυτοί μπορούν να επικαλεσθούν ευθέως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου προκειμένου να μην εφαρμοστεί ο δασμός των 176 ευρώ ανά τόνο που ορίσθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1964/2005.

Επί των δικαστικών εξόδων

61

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Οι διατάξεις της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1A της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), που υπογράφτηκε στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994 και εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης, καθόσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (1986-1994), δεν είναι δυνατό να δημιουργήσουν για τους ιδιώτες δικαιώματα τα οποία αυτοί μπορούν να επικαλεσθούν ευθέως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου προκειμένου να μην εφαρμοστεί ο δασμός των 176 ευρώ ανά τόνο που καθορίστηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1964/2005 του Συμβουλίου, της 29ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τους δασμούς για τις μπανάνες.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Top