Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0124

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 1ης Δεκεμβρίου 2015.
    Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
    Προσφυγή ακυρώσεως — Κανονισμός (ΕΕ) 1243/2012 — Επιλογή της νομικής βάσεως — Άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ — Πολιτική απόφαση — Μακροπρόθεσμο σχέδιο για τα αποθέματα γάδου.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-124/13 και C-125/13.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:790

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

    της 1ης Δεκεμβρίου 2015 ( * )

    «Προσφυγή ακυρώσεως — Κανονισμός (ΕΕ) 1243/2012 — Επιλογή της νομικής βάσεως — Άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ — Πολιτική απόφαση — Μακροπρόθεσμο σχέδιο για τα αποθέματα γάδου»

    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑124/13 και C‑125/13,

    με αντικείμενο προσφυγές ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, οι οποίες ασκήθηκαν στις 14 Μαρτίου 2013,

    Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον I. Liukkonen, καθώς και από τις L. Knudsen και R. Kaškina, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο (C‑124/13),

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον A. Bouquet, καθώς και από τις K. Banks και A. Szmytkowska, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο (C‑125/13),

    προσφεύγοντα,

    κατά

    Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους E. Sitbon και A. de Gregorio Merino, καθώς και από την A. Westerhof Löfflerová, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθού,

    υποστηριζόμενου από:

    το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον M. Sampol Pucurull και την N. Díaz Abad,

    τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues, D. Colas και R. Coesme, καθώς και από την C. Candat,

    τη Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη από τους B. Majczyna και M. Nowacki, καθώς και από την A. Miłkowska,

    παρεμβαίνοντα,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

    συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Tizzano (εισηγητή), αντιπρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, T. von Danwitz, J. L. da Cruz Vilaça, A. Arabadjiev και F. Biltgen, προέδρους τμήματος, J. Malenovský, E. Levits, J.-C. Bonichot, C. G. Fernlund, C. Vajda και S. Rodin, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

    γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Φεβρουαρίου 2015,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Μαΐου 2015,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητούν, με τις προσφυγές τους, την ακύρωση του κανονισμού (ΕΕ) 1243/2012 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1342/2008 για τη σύσταση μακροπρόθεσμου σχεδίου για τα αποθέματα γάδου και τις αλιευτικές δραστηριότητες που εκμεταλλεύονται τα αποθέματα αυτά (ΕΕ L 352, σ. 10, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

    Το νομικό πλαίσιο

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 2371/2002

    2

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 2371/2002, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (ΕΕ L 358, σ. 59, στο εξής: βασικός κανονισμός), καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την κοινή αλιευτική πολιτική, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) 1954/2003 και (ΕΚ) 1224/2009 του Συμβουλίου και την κατάργηση των κανονισμών 2371/2002 και (ΕΚ) 639/2004 του Συμβουλίου και της απόφασης 2004/585/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 354, σ. 22).

    3

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 6 και 7 του βασικού κανονισμού είχαν ως εξής:

    «(6)

    Ο στόχος της βιώσιμης εκμετάλλευσης θα επιτευχθεί αποτελεσματικότερα μέσω μιας πολυετούς προσέγγισης στη διαχείριση της αλιείας, η οποία θα περιλαμβάνει πολυετή σχέδια διαχείρισης των αποθεμάτων στα ασφαλή βιολογικά όρια ή εντός αυτών. Για τα αποθέματα που βρίσκονται εκτός ασφαλών βιολογικών ορίων, η θέσπιση πολυετών σχεδίων [ανασύστασης] αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα. Σύμφωνα με τις επιστημονικές συμβουλές, είναι δυνατόν να απαιτούνται σημαντικές μειώσεις της αλιευτικής προσπάθειας για τα αποθέματα αυτά.

    (7)

    Τα εν λόγω πολυετή σχέδια θα πρέπει να καθορίζουν στόχους για τη βιώσιμη εκμετάλλευση των σχετικών αποθεμάτων, θα πρέπει να προβλέπουν κανόνες αλίευσης που θα καθορίζουν τον τρόπο υπολογισμού των ετήσιων ορίων αλιευμάτων ή/και αλιευτικής προσπάθειας και θα πρέπει να προβλέπουν άλλα ειδικά μέτρα διαχείρισης, λαμβάνοντας επίσης υπόψη την επίπτωσή τους σε άλλα είδη.»

    4

    Το άρθρο 1 του ως άνω κανονισμού οριοθετούσε το πεδίο εφαρμογής της κοινής αλιευτικής πολιτικής (ΚΑΠ) ως εξής:

    «1.   Η [ΚΑΠ] καλύπτει δραστηριότητες διατήρησης, διαχείρισης και εκμετάλλευσης έμβιων υδρόβιων πόρων, την υδατοκαλλιέργεια [καθώς] και τη μεταποίηση και εμπορία προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, στην περίπτωση που οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται στο έδαφος των κρατών μελών ή στα ύδατα της Κοινότητας ή από αλιευτικά σκάφη των κρατών μελών ή, με την επιφύλαξη της πρωταρχικής ευθύνης του κράτους της σημαίας, από υπηκόους των κρατών μελών.

    2.   Η [ΚΑΠ] προβλέπει συνεκτικά μέτρα που αφορούν:

    α)

    τη διατήρηση, διαχείριση και εκμετάλλευση των έμβιων υδρόβιων πόρων,

    [...]».

    5

    Στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού διατυπώνονταν οι στόχοι της [ΚΑΠ] ως εξής:

    «Η [ΚΑΠ] διασφαλίζει την εκμετάλλευση των έμβιων υδρόβιων πόρων που παρέχει βιώσιμες οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνθήκες.

    Για τον σκοπό αυτό, η [Ένωση] εφαρμόζει την προληπτική προσέγγιση λαμβάνοντας μέτρα που έχουν ως στόχο την προστασία και τη διατήρηση των έμβιων υδρόβιων πόρων, τη λήψη μέτρων για τη βιώσιμη εκμετάλλευσή τους και την ελαχιστοποίηση της επίπτωσης των αλιευτικών δραστηριοτήτων στα θαλάσσια οικοσυστήματα. Η εν λόγω αρχή αποσκοπεί στη σταδιακή εφαρμογή μιας προσέγγισης όσον αφορά τη διαχείριση της αλιείας που θα στηρίζεται στο οικοσύστημα. [...]»

    6

    Το άρθρο 4 του βασικού κανονισμού, το οποίο όριζε ποια μέτρα θα έπρεπε να ληφθούν προς επίτευξη του στόχου της βιώσιμης εκμεταλλεύσεως, προέβλεπε, στην παράγραφό του 2, τα εξής:

    «[…] τα μέτρα αυτά μπορούν, ιδίως, να περιλαμβάνουν μέτρα για κάθε απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων για τον περιορισμό της θνησιμότητας λόγω αλιείας και της περιβαλλοντικής επίπτωσης των αλιευτικών δραστηριοτήτων μέσω:

    α)

    της θέσπισης σχεδίων [ανασύστασης] δυνάμει του άρθρου 5,

    β)

    της θέσπισης σχεδίων διαχείρισης δυνάμει του άρθρου 6,

    [...]».

    Ο κανονισμός 1342/2008

    7

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 1342/2008 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη σύσταση μακροπρόθεσμου σχεδίου για τα αποθέματα γάδου και τις αλιευτικές δραστηριότητες που εκμεταλλεύονται τα αποθέματα αυτά και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 423/2004 (ΕΕ L 348, σ. 20, και διορθωτικό ΕΕ 2010, L 231, σ. 6), εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά από πρόταση της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο βάσει του άρθρου 37 της Συνθήκης ΕΚ.

    8

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 7 και 9 του ως άνω κανονισμού έχουν ως εξής:

    «(7)

    Για να εξασφαλισθεί η επίτευξη στόχων θνησιμότητας λόγω αλιείας και για να βοηθηθεί η ελαχιστοποίηση των απορρίψεων, οι αλιευτικές δυνατότητες βάσει αλιευτικής προσπάθειας πρέπει επίσης να καθορισθούν σε επίπεδα τα οποία να συνάδουν με την πολυετή στρατηγική. [...]

    [...]

    (9)

    Ο καθορισμός και η κατανομή ορίων αλιευμάτων, ο καθορισμός των ελάχιστων και των προληπτικών επιπέδων αποθεμάτων και του επιπέδου θνησιμότητας λόγω αλιείας, καθώς και της μέγιστης επιτρεπόμενης αλιευτικής προσπάθειας για κάθε ομάδα προσπάθειας από τα κράτη μέλη και η εξαίρεση ορισμένων ομάδων σκαφών από το καθεστώς της αλιευτικής προσπάθειας που ορίζεται με τον παρόντα κανονισμό, αποτελούν μέτρα πρωταρχικής σημασίας για την [ΚΑΠ].[...]»

    9

    Το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι στόχος του σχεδίου ανασυστάσεως των αποθεμάτων γάδου είναι να εξασφαλιστεί η «βιώσιμη εκμετάλλευση των αποθεμάτων γάδου με βάση τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση». Κατά το άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, ο συγκεκριμένος στόχος πρέπει να επιτευχθεί με ταυτόχρονη διατήρηση της θνησιμότητας του γάδου εντός ορισμένων ορίων.

    10

    Προς επίτευξη του ίδιου πάντοτε στόχου, τα άρθρα 6 έως 10 του κανονισμού 1342/2008 περιέχουν ειδικούς κανόνες σχετικά με τον ετήσιο καθορισμό συνόλων επιτρεπόμενων αλιευμάτων (στο εξής: TAC), ενώ τα άρθρα 11 έως 17 του κανονισμού αυτού θέτουν κανόνες για τον περιορισμό της αλιευτικής προσπάθειας.

    11

    Ειδικότερα, το άρθρο 9 του κανονισμού 1342/2008 ως είχε πριν τροποποιηθεί από τον προσβαλλόμενο κανονισμό προέβλεπε λεπτομερείς κανόνες για τον καθορισμό των TAC σε περιπτώσεις όπου τα στοιχεία ήταν ελλιπή, όταν δηλαδή οι κανόνες των άρθρων 7 και 8 για τον καθορισμό των TAC ήταν αδύνατο να εφαρμοστούν επειδή δεν υπήρχαν αρκούντως ακριβή και αντιπροσωπευτικά δεδομένα. Το δε άρθρο 12 καθόριζε τον τρόπο υπολογισμού της μέγιστης επιτρεπόμενης αλιευτικής προσπάθειας.

    Ο προσβαλλόμενος κανονισμός

    12

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 5 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχουν ως εξής:

    «(3)

    Η επιστημονική αξιολόγηση των επιδόσεων του σχεδίου για τον γάδο που διενεργήθηκε από την επιστημονική, τεχνική και οικονομική επιτροπή αλιείας (ΕΤΟΕΑ) κατέδειξε ορισμένα προβλήματα με τον σχεδιασμό και τη λειτουργία του σχεδίου για τον γάδο. Χωρίς να τίθενται υπό αμφισβήτηση οι στόχοι του σχεδίου για τον γάδο, η ΕΤΟΕΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι στόχοι αυτοί είναι μάλλον απίθανο να επιτευχθούν εντός χρονικού διαστήματος που θα είναι σύμφωνο με τα συμπεράσματα της Παγκόσμιας Διάσκεψης Κορυφής για την αειφόρο ανάπτυξη που διεξήχθη στο Γιοχάνεσμπουργκ το 2002, εκτός εάν διορθωθούν τα ελαττώματα στον σχεδιασμό του σχεδίου για τον γάδο, τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, και την εφαρμογή των άρθρων 9 και 12.

    (4)

    [...] Μολονότι σκοπός ήταν να εφαρμόζονται οι αυτόματες ετήσιες μειώσεις των TAC κατά 25 % σε εξαιρετικές μόνον περιπτώσεις, είχαν καταστεί κανόνας από το 2009 έως το 2012. Ως εκ τούτου, από την έναρξη ισχύος του σχεδίου για τον γάδο, τα TAC για τις αντίστοιχες περιοχές έχουν μειωθεί σημαντικά και περαιτέρω αυτόματες περικοπές θα οδηγήσουν στην ουσιαστική απαγόρευση της αλιείας του γάδου στις υπό εξέταση περιοχές. Από την επιστημονική αξιολόγηση που διεξήγαγε η ΕΤΟΕΑ, για την επίτευξη των στόχων του σχεδίου για τον γάδο, προκύπτει ότι θα ήταν περισσότερο ενδεδειγμένο σε ορισμένες περιπτώσεις να εφαρμόζονται οι επιστημονικές γνωμοδοτήσεις, με μεγαλύτερη ευελιξία, ανάλογα με την περίπτωση. Στο πλαίσιο της εν λόγω ευελιξίας είναι, επομένως, σκόπιμο να υπάρχει δυνατότητα αναστολής, υπό ορισμένες συνθήκες, της ετήσιας μείωσης των συνολικών επιτρεπόμενων αλιευμάτων, ή ενός ενδεχομένου εναλλακτικού επιπέδου αυτών, χωρίς να διακυβεύονται οι στόχοι του σχεδίου για τον γάδο.

    (5)

    [...] [Η] επιτρεπόμενη αλιευτική προσπάθεια μειώθηκε κατά 25 % ετησίως από το 2009 μέχρι το 2012 στις περιοχές του άρθρου 9 και μειώθηκε σημαντικά στις περιοχές του άρθρου 8. [...] Η συνέχεια της εφαρμογής των αυτόματων ετήσιων μειώσεων της προσπάθειας δεν θα έχει ως αποτέλεσμα την επίτευξη των στόχων του σχεδίου για τον γάδο, αλλά θα έχει σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις για τα τμήματα του στόλου που χρησιμοποιούν τα ίδια εργαλεία, αλλά τα οποία αλιεύουν κατά κύριο λόγο άλλα είδη, πέραν του γάδου. Κρίνεται, ως εκ τούτου, σκόπιμο να επιτραπεί πιο ευέλικτη προσέγγιση η οποία θα δίνει τη δυνατότητα αναστολής της αυτόματης ετήσιας μείωσης της αλιευτικής προσπάθειας, χωρίς να διακυβεύονται οι στόχοι του σχεδίου για τον γάδο.»

    13

    Στην αιτιολογική σκέψη 8 του προσβαλλόμενου κανονισμού εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους ο κανονισμός αυτός, που τροποποίησε τα άρθρα 9 και 12 του κανονισμού 1342/2008, εκδόθηκε βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, και όχι βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    14

    Η συγκεκριμένη αιτιολογική σκέψη έχει ως εξής:

    «Με τις τροποποιήσεις των άρθρων 9 και 12 θεσπίζονται ειδικοί λεπτομερείς κανόνες για τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων εκφραζόμενων μέσω των [TAC] και των περιορισμών της αλιευτικής προσπάθειας. Οι εν λόγω κανόνες προσαρμόζουν δε τους ισχύοντες κανόνες για τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων, χωρίς να τροποποιείται ο στόχος του σχεδίου για τον γάδο. Πρόκειται, κατά συνέπεια, για μέτρα σχετικά με τον καθορισμό και την κατανομή των TAC και των περιορισμών της αλιευτικής προσπάθειας και δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε ως διατάξεις για τη θέσπιση της κοινής οργάνωσης των αλιευτικών αγορών, ούτε ως άλλες διατάξεις αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων της [ΚΑΠ].»

    15

    Το άρθρο 1, σημείο 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού, το οποίο αντικαθιστά το άρθρο 9 του κανονισμού 1342/2008, προβλέπει την ακόλουθη ειδική διαδικασία για τον καθορισμό των TAC:

    «1.   Όταν οι πληροφορίες για τον καθορισμό των TAC σύμφωνα με το άρθρο 7 είναι ελλιπείς, τα επίπεδα των TAC για τα αποθέματα γάδου στο Kattegat, στα δυτικά της Σκωτίας και στη Θάλασσα της Ιρλανδίας θα ορίζονται με βάση επιστημονική γνωμοδότηση. Εντούτοις, εάν το επίπεδο που συνιστάται βάσει της επιστημονικής γνωμοδότησης είναι υψηλότερο από τα TAC του προηγούμενου έτους κατά ποσοστό που υπερβαίνει το 20 %, τότε αυξάνονται κατά 20 % σε σχέση με τα TAC του προηγούμενου έτους, ή εάν το επίπεδο που συνιστάται βάσει της επιστημονικής γνωμοδότησης είναι χαμηλότερο από τα TAC του προηγούμενου έτους κατά ποσοστό που υπερβαίνει το 20 %, τότε μειώνονται κατά 20 % σε σχέση με τα TAC του προηγούμενου έτους.

    2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, το Συμβούλιο μπορεί, εφόσον σύμφωνα με τις επιστημονικές υποδείξεις αντενδείκνυται η κατευθυνόμενη αλιεία και:

    α)

    τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα πρέπει να ελαχιστοποιηθούν ή να μειωθούν στο κατώτατο δυνατό επίπεδο, και/ή

    β)

    τα αλιεύματα γάδου πρέπει να μειωθούν στο κατώτατο δυνατό επίπεδο,

    να αποφασίσει να μην εφαρμόσει ετήσια προσαρμογή των συνολικών επιτρεπόμενων αλιευμάτων κατά το επόμενο έτος ή τα επόμενα έτη, με την προϋπόθεση ότι το TAC καθορίζεται μόνον για τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα.

    3.   Στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν ανεπαρκείς πληροφορίες για τον καθορισμό των TAC σύμφωνα με το άρθρο 8, τα TAC για το απόθεμα γάδου στη Βόρεια Θάλασσα, στο Skagerrak και στην ανατολική Μάγχη ορίζονται, τηρουμένων των αναλογιών, βάσει των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, εκτός εάν ύστερα από διαβουλεύσεις με την Νορβηγία προκύψει διαφορετικό επίπεδο TAC.

    4.   Όταν οι επιστημονικές γνώμες δείχνουν ότι η εφαρμογή των κανόνων του άρθρου 8, παράγραφοι 1 έως 4, δεν οδηγεί στην επίτευξη των στόχων του σχεδίου, το Συμβούλιο μπορεί, παρά τις ανωτέρω διατάξεις, να αποφασίσει εναλλακτικό επίπεδο TAC.»

    16

    Το άρθρο 1, σημείο 2, στοιχείο αʹ, του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει τα εξής:

    «[Το άρθρο 12, παράγραφος 4, του κανονισμού 1342/2008] αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    “4.   Για τις ομάδες αθροιστικής προσπάθειας στις οποίες το ποσοστό σωρευτικού αλιεύματος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3, στοιχείο δʹ, είναι ίσο ή μεγαλύτερο του 20 %, εφαρμόζονται οι ετήσιες προσαρμογές. Η μέγιστη επιτρεπόμενη αλιευτική προσπάθεια των συγκεκριμένων ομάδων υπολογίζεται ως ακολούθως:

    α)

    στις περιπτώσεις που ισχύουν τα άρθρα 7 ή 8, η τιμή αναφοράς προσαρμόζεται κατά το ίδιο ποσοστό με αυτό που ορίζεται στα άρθρα αυτά όσον αφορά τη θνησιμότητα λόγω αλιείας·

    β)

    στις περιπτώσεις που ισχύει το άρθρο 9, η αλιευτική προσπάθεια προσαρμόζεται κατά το ίδιο ποσοστό με αυτό που ισχύει για την προσαρμογή των TAC σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.»

    17

    Το άρθρο 1, σημείο 2, στοιχείο βʹ, του προσβαλλόμενου κανονισμού, με το οποίο προστίθεται στο άρθρο 12 του κανονισμού 1342/2008 μια έκτη παράγραφος, έχει ως εξής:

    «[Π]ροστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

    “6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4 το Συμβούλιο μπορεί, εφόσον η μέγιστη επιτρεπόμενη αλιευτική προσπάθεια έχει μειωθεί επί τέσσερα συναπτά έτη, να αποφασίσει να μην προβεί σε ετήσια προσαρμογή της μέγιστης επιτρεπόμενης αλιευτικής προσπάθειας κατά το επόμενο έτος ή τα επόμενα έτη.”»

    Ιστορικό της διαφοράς

    18

    Στις 12 Σεπτεμβρίου 2012 η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τροποποίηση του κανονισμού 1342/2008 [COM(2012) 498 τελικό], με σκοπό τη βελτίωση και την αποσαφήνιση των διατάξεων του τελευταίου.

    19

    Η πρόταση κανονισμού αυτή στηριζόταν στο άρθρο 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και αποσκοπούσε στην επίλυση ορισμένων προβλημάτων που συνδέονταν με την εφαρμογή του σχεδίου το οποίο προβλεπόταν στον κανονισμό 1342/2008 για τον γάδο. Ειδικότερα, σχεδιάζονταν οι εξής τροποποιήσεις:

    τροποποίηση του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού, ώστε να διευκρινιστεί η μέθοδος με την οποία τα κράτη μέλη οφείλουν να υπολογίζουν τους περιορισμούς της αλιευτικής προσπάθειας·

    τροποποίηση του άρθρου 9 του ίδιου κανονισμού σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού των TAC στις περιπτώσεις όπου οι βασικοί κανόνες των άρθρων 7 και 8 είναι αδύνατο να εφαρμοστούν λόγω ανεπαρκών στοιχείων·

    τροποποίηση του άρθρου 11 του κανονισμού 1342/2008, προς απλούστευση της διαδικασίας αποκλεισμού ορισμένων σκαφών από το καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας·

    τροποποίηση του άρθρου 12 του κανονισμού αυτού σχετικά με τους περιορισμούς της αλιευτικής προσπάθειας, προς επίτευξη του σκοπού της ελαστικής και εξατομικευμένης μεταχειρίσεως, ο οποίος επιδιώκεται και με την προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 9 του ως άνω κανονισμού·

    τροποποίηση του άρθρου 12 του ίδιου κανονισμού προκειμένου να προστεθεί μια νέα παράγραφος, η έκτη, η οποία θα εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο να μην αναπροσαρμόζει περαιτέρω τη μέγιστη επιτρεπόμενη αλιευτική προσπάθεια εφόσον αυτή έχει μειωθεί επί τέσσερα συναπτά έτη·

    τροποποίηση του άρθρου 13 του κανονισμού 1342/2008 ώστε να παύσουν να υφίστανται ερμηνευτικές αποκλίσεις μεταξύ των γλωσσικών του αποδόσεων σε σχέση με μία από τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση δυνατότητας πρόσθετης αλιευτικής προσπάθειας·

    τροποποίηση του άρθρου 14 του κανονισμού αυτού με σκοπό να ενισχυθούν οι υποχρεώσεις των κρατών μελών για μείωση τυχόν αυξημένων απορρίψεων και για διασφάλιση αποτελεσματικής παρακολουθήσεως και ελέγχου των μέτρων που λαμβάνονται ως κίνητρα βάσει των άρθρων 11 και 13, και

    τροποποίηση του άρθρου 32 του ίδιου πάντοτε κανονισμού, με την προσθήκη ενός άρθρου σχετικά με τη διαδικασία της επιτροπολογίας.

    20

    Στις 19 Δεκεμβρίου 2012 το Συμβούλιο, χωρίς να επαναλάβει το σύνολο των διατάξεων της προτάσεως κανονισμού COM(2012) 498 τελικό της Επιτροπής, εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό, επιλέγοντας ως νομική βάση το άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και υιοθετώντας μόνον τις τροποποιήσεις που αφορούσαν τα άρθρα 9 και 12 του κανονισμού 1342/2008.

    21

    Μια δήλωση της Επιτροπής καταχωρίστηκε στα πρακτικά της συνεδριάσεως του Συμβουλίου με θέμα «Γεωργία και αλιεία», στη διάρκεια της οποίας εγκρίθηκε η έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού. Η δήλωση αυτή έχει ως ακολούθως:

    22

    Ο προσβαλλόμενος κανονισμός δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 21 Δεκεμβρίου 2012 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Δεκεμβρίου 2012.

    23

    Εκτιμώντας ότι ο κανονισμός αυτός εκδόθηκε επί εσφαλμένης νομικής βάσεως και ότι έπρεπε να έχει στηριχθεί στο άρθρο 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το Κοινοβούλιο, στην υπόθεση C‑124/13, και η Επιτροπή, στην υπόθεση C‑125/13, άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές.

    Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    24

    Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή ζητούν από το Δικαστήριο να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό και να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα. Η Επιτροπή ζητεί επίσης να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματα του κανονισμού αυτού για εύλογο χρονικό διάστημα μετά τη δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως, και πάντως το πολύ για ένα ημερολογιακό έτος από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους μετά τη δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως.

    25

    Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει τις προσφυγές και να καταδικάσει το Κοινοβούλιο και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. Επικουρικώς, σε περίπτωση που το Δικαστήριο ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το Συμβούλιο ζητεί να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματά του, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 264 ΣΛΕΕ.

    26

    Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Απριλίου 2013, οι υποθέσεις C‑124/13 και C‑125/13 ενώθηκαν προς διεξαγωγή της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας, καθώς και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

    27

    Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, επιτράπηκε στο Βασίλειο της Ισπανίας, στη Γαλλική Δημοκρατία και στη Δημοκρατία της Πολωνίας να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου.

    Επί των προσφυγών

    28

    Στην υπόθεση C‑124/13, το Κοινοβούλιο προβάλλει έναν και μοναδικό λόγο ακυρώσεως, σχετικό με πλάνη περί το δίκαιο ως προς την επιλογή του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ως νομικής βάσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού.

    29

    Ο λόγος αυτός χωρίζεται σε δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, το Κοινοβούλιο ισχυρίζεται ότι κάθε πολυετές σχέδιο όπως το επίμαχο εν προκειμένω, επειδή ακριβώς αποτελεί εργαλείο για τη διατήρηση και τη διαχείριση των αλιευτικών αποθεμάτων, συνθέτει ένα πλέγμα διατάξεων οι οποίες αποσκοπούν αποκλειστικώς στην επίτευξη των σκοπών της βιωσιμότητας και της συνεχίσεως της ΚΑΠ, και πρέπει, ως εκ τούτου, να θεσπίζεται στο σύνολό του βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Με το δεύτερο σκέλος, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η πρόταση κανονισμού COM(2012) 498 τελικό έπρεπε να έχει εγκριθεί στο σύνολό της βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Τεμαχίζοντας την πρόταση αυτή και εγκρίνοντας, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, μόνον ορισμένες από τις τροποποιήσεις που είχε προτείνει η Επιτροπή, το Συμβούλιο ακολούθησε, κατά την άποψη του Κοινοβουλίου, μια διαδικαστική οδό η οποία δεν συνάδει με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την επιλογή της νομικής βάσεως για τις πράξεις της Ένωσης.

    30

    Στην υπόθεση C‑125/13, η Επιτροπή προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αφορά πλάνη περί το δίκαιο ως προς την επιλογή του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ως νομικής βάσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού. Ο δεύτερος λόγος αφορά πλάνη περί το δίκαιο ως προς τη διαδικασία που εφάρμοσε το Συμβούλιο, καθόσον απέκλεισε κακώς τόσο το Κοινοβούλιο όσο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή από την έκδοση του κανονισμού αυτού. Ο τρίτος λόγος αφορά παραμόρφωση του περιεχομένου της προτάσεως κανονισμού της Επιτροπής, όπερ συνεπάγεται, κατά την ίδια, προσβολή του αποκλειστικού της δικαιώματος πρωτοβουλίας προς υποβολή προτάσεων.

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    31

    Με το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου που προβάλλει το Κοινοβούλιο και με τον πρώτο λόγο που προβάλλει η Επιτροπή, τα θεσμικά αυτά όργανα υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκδίδοντας τον προσβαλλόμενο κανονισμό βάσει της παραγράφου 3 του άρθρου 43 ΣΛΕΕ, και όχι της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου.

    32

    Θεωρούν ότι, κατόπιν της ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, η παράγραφος 3 του άρθρου 43 ΣΛΕΕ συνιστά παρέκκλιση από την εφαρμογή της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, οπότε η παράγραφος 3 πρέπει να ερμηνεύεται στενά ως προς το πεδίο εφαρμογής της. Επομένως, κατά την άποψή τους, μόνον τα μέτρα τα οποία αφορούν ρητώς «τον καθορισμό και την κατανομή συγκεκριμένων αλιευτικών δυνατοτήτων» επιτρέπεται να λαμβάνονται βάσει της παραγράφου 3. Αντιθέτως, οποιαδήποτε πράξη επιδιώκει σκοπό που άπτεται μεν της ΚΑΠ, αλλά δεν σχετίζεται με την απλή κατανομή αλιευτικών ποσοστώσεων, θα πρέπει να εκδίδεται βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    33

    Τα προσφεύγοντα θεσμικά όργανα ισχυρίζονται συναφώς ότι η τελευταία αυτή διάταξη ορίζει ότι η συνήθης νομοθετική διαδικασία είναι η διαδικασία λήψεως αποφάσεων η οποία πρέπει να εφαρμόζεται κανονικά για τη θέσπιση των διατάξεων που είναι αναγκαίες προς επίτευξη των στόχων της ΚΑΠ, ενώ το άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ παρέχει απλώς στο Συμβούλιο μία συγκεκριμένη και περιορισμένη εξουσία προς έκδοση sui generis εκτελεστικών, και όχι νομοθετικών, πράξεων σχετικών με τον καθορισμό των TAC.

    34

    Για τον λόγο αυτό, τα προσφεύγοντα εκτιμούν ότι η φράση «μέτρα […] σχετικά με τον καθορισμό και την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων» στο άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή δεν εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο να λαμβάνει μέτρα που αποσκοπούν στην επίτευξη των στόχων της ΚΑΠ, αλλά να εκδίδει μόνον κανονιστικές, και όχι νομοθετικές, πράξεις ή να λαμβάνει εκτελεστικά μέτρα σχετικά με τον καθορισμό και την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, στοιχείο ιζʹ, του βασικού κανονισμού, ως «“αλιευτική δυνατότητα” [νοείται] ένα ποσοτικοποιημένο νόμιμο δικαίωμα αλίευσης».

    35

    Ο προσβαλλόμενος κανονισμός, όμως, δεν εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία. Συγκεκριμένα, όπως συνάγεται, μεταξύ άλλων, από την αιτιολογική σκέψη 7 και τα άρθρα 5 και 6 του βασικού κανονισμού, καθώς και από το άρθρο 5 του κανονισμού 1342/2008, τα πολυετή σχέδια, ήτοι τα σχέδια για την ανασύσταση και τη διαχείριση, επιδιώκουν τον σκοπό της διατηρήσεως αλιευτικών αποθεμάτων και συμβάλλουν, έτσι, αποφασιστικά στην επίτευξη του πρωταρχικού στόχου της ΚΑΠ, δηλαδή στη βιώσιμη εκμετάλλευση των αποθεμάτων αυτών.

    36

    Κατά συνέπεια, εφόσον τα πολυετή σχέδια αποτελούν εργαλεία προς επίτευξη των στόχων της ΚΑΠ, οι νομικές πράξεις, όπως ο προσβαλλόμενος κανονισμός, με τις οποίες εγκρίνονται ή τροποποιούνται τα σχέδια αυτά πρέπει να θεωρούνται «αναγκαίες» προς επίτευξη των στόχων της ΚΑΠ κατά την έννοια του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και, για τον λόγο αυτό, να εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν της προβλεπόμενης από την ως άνω διάταξη συνήθους νομοθετικής διαδικασίας.

    37

    Τα προσφεύγοντα προσθέτουν ότι ο εν λόγω κανονισμός τροποποιεί νομοθετικές διατάξεις που είχαν θεσπιστεί βάσει του άρθρου 37 ΕΚ, το οποίο, προτού τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη της Λισσαβώνας, συνιστούσε τη γενική νομική βάση για την έκδοση νομοθετικών πράξεων στον τομέα της αλιείας. Από τη στιγμή που η προαναφερθείσα διάταξη αντικαταστάθηκε από το άρθρο 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, θα έπρεπε, για λόγους αντιστοιχίας των διαδικασιών, να ακολουθείται για την έκδοση όλων των νομοθετικών πράξεων στον οικείο τομέα η συνήθης νομοθετική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο αυτό. Επιπλέον, στον βαθμό που το περιεχόμενο του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού επαναλαμβάνεται στο άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, η τελευταία αυτή διάταξη θα έπρεπε να χρησιμοποιείται για την έκδοση μη νομοθετικών πράξεων.

    38

    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Πολωνίας, απορρίπτει τα επιχειρήματα των προσφευγόντων, υποστηρίζοντας ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αποτελεί όντως μέτρο για τον καθορισμό και την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων και ότι, ως εκ τούτου, ορθώς στηρίζεται στο άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

    39

    Το Συμβούλιο επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι η ερμηνεία την οποία δίνουν τα προσφεύγοντα στο άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ δεν βρίσκει οποιοδήποτε έρεισμα στη Συνθήκη ΛΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 43 ΣΛΕΕ, που προστέθηκαν με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, αντικατέστησαν μία και μόνο διάταξη, ήτοι το άρθρο 37 ΕΚ, το οποίο χρησίμευε ως νομική βάση για την έκδοση διάφορων νομικών πράξεων στους τομείς της γεωργίας και της αλιείας. Τα προσφεύγοντα δεν μπορούν να ισχυρίζονται, για τον λόγο αυτό και μόνον, ότι σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες γινόταν χρήση του άρθρου 37 ΕΚ πριν τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη της Λισσαβώνας, θα πρέπει πλέον να χρησιμοποιείται αυτομάτως το άρθρο 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    40

    Επιπλέον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι συντάκτες της Συνθήκης ΛΕΕ χρησιμοποίησαν σκοπίμως στο άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ τη φράση «μέτρα σχετικά» με τον καθορισμό και την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων, διότι η βούλησή τους ήταν να περιλάβουν στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω διατάξεως και μέτρα τα οποία βαίνουν πέραν του καθορισμού και της κατανομής των αλιευτικών δυνατοτήτων, με τη στενή έννοια. Μια υπερβολικά περιοριστική ερμηνεία που θα απέκλειε ορισμένα μέτρα στα οποία σαφώς αναφέρεται το άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ από το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής, θα έθιγε τις εξουσίες που η ΣΛΕΕ απονέμει στο Συμβούλιο και θα αντέβαινε στους θεμελιώδεις κανόνες της θεσμικής ισορροπίας, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, το οποίο ορίζει ότι «κάθε θεσμικό όργανο δρα εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται από τις Συνθήκες, σύμφωνα με τις διαδικασίες, τους όρους και τους σκοπούς τους οποίους προβλέπουν [αυτές]».

    41

    Έτσι, το Συμβούλιο απορρίπτει το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι, όταν συγκεκριμένο μέτρο μπορεί να θεωρηθεί αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων της ΚΑΠ, το εν λόγω μέτρο πρέπει οπωσδήποτε να ληφθεί βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Κατά το Συμβούλιο, οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 43 ΣΛΕΕ συνιστούν, στην πραγματικότητα, αυτοτελείς νομικές βάσεις του πρωτογενούς δικαίου, οπότε η χρήση της παραγράφου 3 ως νομικής βάσεως δεν εξαρτάται από οποιαδήποτε προϋπόθεση όπως η προηγούμενη έκδοση πράξεως βάσει της παραγράφου 2.

    42

    Το Συμβούλιο, πάντως, διατείνεται ότι η εφαρμογή των τροποποιήσεων των άρθρων 9 και 12, παράγραφοι 4 και 6, του κανονισμού 1342/2008, τις οποίες επέφερε το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού, έχει άμεσες, δεσμευτικές και αυτόματες συνέπειες ως προς τον καθορισμό και την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων. Επομένως, δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός των προσφευγόντων ότι οι τροποποιήσεις αυτές είχαν αντίκτυπο στους στόχους του πολυετούς σχεδίου για τον γάδο, οι οποίοι εξακολουθούν να ορίζονται στο άρθρο 5 του κανονισμού 1342/2008, διάταξη που ουδέποτε τροποποιήθηκε. Αντιθέτως, οι εν λόγω τροποποιήσεις, όπως συνάγεται σαφώς τόσο από τον σκοπό όσο και από το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού, έγιναν για να αναπροσαρμοστούν τα μέσα που καθιστούν δυνατή την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι οι κανόνες οι οποίοι διέπουν τον καθορισμό των TAC και τους περιορισμούς της αλιευτικής προσπάθειας.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    43

    Με το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου ακυρώσεως τον οποίο προβάλλει το Κοινοβούλιο και με τον πρώτο λόγο της προσφυγής της Επιτροπής, τα θεσμικά αυτά όργανα υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο, στηρίζοντας την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού στο άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ αντί του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, επέλεξε εσφαλμένη νομική βάση.

    44

    Επ’ αυτού, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θεσπίζουν, σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, τις «διατάξεις που είναι αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων της κοινής γεωργικής και αλιευτικής πολιτικής».

    45

    Επιπλέον, το άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, λαμβάνει μέτρα σχετικά με τον καθορισμό των τιμών, των εισφορών, των ενισχύσεων και των ποσοτικών περιορισμών, καθώς και με τον καθορισμό και την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων.

    46

    Σημειωτέον επίσης ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί επί του αντίστοιχου πεδίου εφαρμογής του άρθρου 43, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ, με την απόφαση Κοινοβούλιο και Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑103/12 και C‑165/12, EU:C:2014:2400).

    47

    Στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο κλήθηκε να ελέγξει αν το Συμβούλιο μπορούσε εγκύρως να στηρίξει στο άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ την απόφαση 2012/19/ΕΕ, της 16ης Δεκεμβρίου 2011, για την έγκριση, από μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δήλωσης σχετικά με τη χορήγηση αλιευτικών δυνατοτήτων στα ύδατα της ΕΕ σε αλιευτικά σκάφη που φέρουν σημαία της Βολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας στην αποκλειστική οικονομική ζώνη στα ανοικτά των ακτών της γαλλικής Γουιάνας (ΕΕ 2012, L 6, σ. 8).

    48

    Μολονότι σε διαφορετικό νομικό και πραγματικό πλαίσιο από αυτό της προκειμένης υποθέσεως, το Δικαστήριο έκρινε πιο συγκεκριμένα, με τη σκέψη 50 της προαναφερθείσας αποφάσεώς του, ότι η θέσπιση διατάξεων βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προϋποθέτει κατ’ ανάγκην εξέταση του ζητήματος κατά πόσον οι σχετικές διατάξεις είναι «αναγκαίες» για την επίτευξη των στόχων των κοινών πολιτικών που διέπει η Συνθήκη ΛΕΕ, οπότε προηγείται οπωσδήποτε της θεσπίσεώς τους μια πολιτική απόφαση την οποία μόνος αρμόδιος να λάβει είναι ο νομοθέτης της Ένωσης. Αντιθέτως, δεν είναι απαραίτητη η ίδια εξέταση προκειμένου να εκδοθούν, δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, μέτρα σχετικά με τον καθορισμό και την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων, δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά έχουν κατά βάση τεχνικό χαρακτήρα και θεωρείται ότι λαμβάνονται προς εκτέλεση των διατάξεων που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    49

    Εξ αυτού το Δικαστήριο συνήγαγε, με τις σκέψεις 78 έως 81 της ίδιας αποφάσεως, ότι το Συμβούλιο έσφαλε εκδίδοντας την απόφαση 2012/19 με νομική βάση το άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, εφόσον με την απόφαση εκείνη παρεχόταν στα πλοία με σημαία Βενεζουέλας πρόσβαση στα ύδατα της Ένωσης και όχι απλώς αλιευτικές δυνατότητες, η έκδοσή της προϋπέθετε μια πολιτική απόφαση η οποία καθιστούσε αναγκαία την εφαρμογή της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    50

    Από την απόφαση Κοινοβούλιο και Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑103/12 και C‑165/12, EU:C:2014:2400) προκύπτει ότι τα μέτρα που ενέχουν πολιτική επιλογή η οποία επαφίεται στον νομοθέτη της Ένωσης λόγω του ότι είναι απαραίτητα για την επίτευξη των στόχων της κοινής πολιτικής στους τομείς της γεωργίας και της αλιείας πρέπει να στηρίζονται στο άρθρο 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    51

    Πάντως, εν προκειμένω πρέπει να κριθεί αν το πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου 43 ΣΛΕΕ πρέπει να καλύπτει μόνο μέτρα τα οποία έχουν ως αντικείμενο τον καθορισμό και την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων.

    52

    Ως προς το σημείο αυτό, όπως υποστηρίζει και το ίδιο το Συμβούλιο, δεν συντρέχει λόγος να εξεταστεί το περιεχόμενο των εξουσιών τις οποίες απονέμει στο θεσμικό όργανο η παράγραφος 3 κατ’ αναλογίαν προς τις αρμοδιότητες που του ανατίθενται, στον τομέα των εκτελεστικών μέτρων, από το άρθρο 291 ΣΛΕΕ.

    53

    Πράγματι, όπως άλλωστε έχει επανειλημμένως επισημάνει το Δικαστήριο, η εξουσία εκδόσεως τέτοιων εκτελεστικών πράξεων απονέμεται γενικώς στην Επιτροπή και, όπως ορίζεται στο άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, κατ’ εξαίρεση μόνον επιφυλάσσεται στο Συμβούλιο «σε ειδικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες», καθώς και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις οι οποίες προβλέπονται ρητώς από την εν λόγω διάταξη και αφορούν αποκλειστικώς την κοινή εξωτερική πολιτική και την κοινή πολιτική ασφαλείας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑133/06, EU:C:2008:257, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Συμβούλιο κατά Κοινοβουλίου και Επιτροπής, C‑88/14, EU:C:2015:499, σκέψη 30).

    54

    Ως εκ τούτου, ναι μεν το άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ παρέχει στο Συμβούλιο την εξουσία να εκδίδει, μεταξύ άλλων, εκτελεστικές πράξεις στον οικείο τομέα, πλην όμως οι πράξεις αυτές δεν συμπίπτουν, πολύ απλά, με εκείνες τις οποίες προβλέπει το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    55

    Ομοίως, κατά το Συμβούλιο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι, στον βαθμό που υφίστανται αναλογίες μεταξύ του άρθρου 37 ΕΚ και του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η συνήθης νομοθετική διαδικασία στην οποία αναφέρεται η τελευταία αυτή διάταξη πρέπει να ακολουθείται για ολόκληρο τον τομέα που κάλυπτε, προτού τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη της Λισσαβώνας, το εν λόγω άρθρο 37 ΕΚ.

    56

    Το άρθρο αυτό, το οποίο χρησίμευε, πριν από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, ως νομική βάση για διάφορες πράξεις στους τομείς της γεωργίας και της αλιείας, εξουσιοδοτούσε το Συμβούλιο να εκδίδει, με ειδική πλειοψηφία, πράξεις προς εφαρμογή, μεταξύ άλλων, της ΚΑΠ, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από απλή διαβούλευση με το Κοινοβούλιο.

    57

    Εντούτοις, το άρθρο εκείνο έχει πλέον αντικατασταθεί από το άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, η αναλογία η οποία, κατά την Επιτροπή, υφίσταται μεταξύ του άρθρου 37 ΕΚ και του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ πρέπει να εξεταστεί λαμβανομένης υπόψη της σχέσεως της τελευταίας αυτής διατάξεως με το άρθρο 43, παράγραφος 3, ΕΚ.

    58

    Υπογραμμίζεται συναφώς ότι οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 43 ΣΛΕΕ επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς και έχουν, η καθεμία, το δικό της ειδικό πεδίο εφαρμογής, οπότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωριστά ως νομικές βάσεις για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων στο πλαίσιο της ΚΑΠ, με δεδομένο, πάντως, ότι το Συμβούλιο, όταν εκδίδει πράξεις βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, οφείλει να ενεργεί εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του, καθώς και, ενδεχομένως, εντός του νομικού πλαισίου που έχει ήδη τεθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    59

    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου 43 ΣΛΕΕ μπορεί να καλύπτει μέτρα τα οποία δεν περιορίζονται στον καθορισμό και στην κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων, εφόσον όμως τα μέτρα αυτά δεν προϋποθέτουν πολιτική επιλογή που να επαφίεται στον νομοθέτη της Ένωσης λόγω του ότι είναι απαραίτητα για την επίτευξη στόχων της κοινής πολιτικής στους τομείς της γεωργίας και της αλιείας.

    60

    Υπό το πρίσμα αυτής της συλλογιστικής πρέπει να κριθεί αν καλώς το Συμβούλιο επέλεξε το άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ως νομική βάση για την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

    61

    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει και από την πρόταση κανονισμού COM(2012) 498 τελικό, σκοπός του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι να τροποποιήσει τον κανονισμό 1342/2008 προκειμένου να βελτιωθούν και να αποσαφηνιστούν οι διατάξεις του τελευταίου.

    62

    Κατόπιν τούτου, προτού εξεταστεί το περιεχόμενο των τροποποιήσεων που επήλθαν με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, πρέπει να υπενθυμιστεί ποιο είναι το νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο κανονισμός 1342/2008.

    63

    Όπως παρατήρησε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 70 των προτάσεών του, πρωταρχικός στόχος της ΚΑΠ είναι η βιώσιμη εκμετάλλευση των υδρόβιων οργανισμών μέσω της σταθμίσεως περιβαλλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων.

    64

    Προς τούτο, το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι η Ένωση ακολουθεί την προληπτική προσέγγιση, λαμβάνοντας, στο πλαίσιο πολυετών σχεδίων, ειδικά μέτρα με σκοπό την προστασία και τη διατήρηση των υδρόβιων οργανισμών προκειμένου να εξασφαλίζεται η βιώσιμη εκμετάλλευσή τους και να ελαχιστοποιούνται οι επιπτώσεις των αλιευτικών δραστηριοτήτων στα θαλάσσια οικοσυστήματα.

    65

    Πιο συγκεκριμένα, αφενός, το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι το Συμβούλιο εγκρίνει, κατά προτεραιότητα, πολυετή σχέδια ανασυστάσεως ως προς αλιευτικές δραστηριότητες εκμεταλλεύσεως αποθεμάτων τα οποία βρίσκονται εκτός των ασφαλών βιολογικών ορίων, ώστε να καθίσταται δυνατή η ανασύσταση των αποθεμάτων αυτών και η επάνοδός τους σε επίπεδο εντός των εν λόγω ορίων.

    66

    Αφετέρου, το άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο να εγκρίνει πολυετή σχέδια διαχειρίσεως για τη διατήρηση των αποθεμάτων εντός ασφαλών βιολογικών ορίων, όταν το επίπεδό τους βρίσκεται στα όρια.

    67

    Σε αυτό το νομικό πλαίσιο εντάσσεται ο κανονισμός 1342/2008. Εκδόθηκε βάσει του άρθρου 37 ΕΚ και προβλέπει ευρύ φάσμα ειδικών μέτρων διατηρήσεως τα οποία προάγουν τη βιώσιμη διαχείριση ορισμένων αποθεμάτων γάδου.

    68

    Κατά το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού, στόχος του σχεδίου ανασυστάσεως το οποίο προβλέπεται με τον ίδιο αυτόν κανονισμό είναι η εξασφάλιση της μακρόχρονης εκμεταλλεύσεως των αποθεμάτων γάδου βάσει της μέγιστης βιώσιμης αποδόσεως, με ταυτόχρονη διατήρηση κάποιων κατώτατων ορίων θνησιμότητας λόγω αλιείας για τον γάδο.

    69

    Προς επίτευξη του ως άνω στόχου, τα άρθρα 6 έως 10 του κανονισμού 1342/2008 περιέχουν κανόνες σχετικούς με τη μέθοδο ετήσιου καθορισμού των TAC, ενώ τα άρθρα 11 έως 17 του κανονισμού αυτού περιέχουν κανόνες σχετικούς με τους περιορισμούς της ετήσιας αλιευτικής προσπάθειας.

    70

    Ειδικότερα, όσον αφορά τις υπό κρίση υποθέσεις, το μεν άρθρο 9 του κανονισμού 1342/2008 προβλέπει την ειδική διαδικασία καθορισμού των TAC για τις περιπτώσεις όπου είναι αδύνατη η εφαρμογή των γενικών κανόνων των άρθρων 7 και 8 για τον καθορισμό των TAC επειδή δεν υπάρχουν αρκετά ακριβή και αντιπροσωπευτικά στοιχεία, το δε άρθρο 12 του ίδιου κανονισμού θέτει λεπτομερείς κανόνες ως προς την κατανομή της αλιευτικής προσπάθειας ανά κράτος μέλος.

    71

    Όπως όμως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 3 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η επιστημονική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του σχεδίου για τον γάδο η οποία διενεργήθηκε από την επιστημονική, τεχνική και οικονομική επιτροπή αλιείας κατέδειξε ορισμένα προβλήματα στη σύλληψη και στη λειτουργία του σχεδίου για τον γάδο. Η επιτροπή αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι στόχοι του σχεδίου για τον γάδο είναι μάλλον απίθανο να επιτευχθούν εντός χρονικού διαστήματος που να συμβιβάζεται με τα συμπεράσματα της Παγκόσμιας Διάσκεψης Κορυφής για την αειφόρο ανάπτυξη (Γιοχάνεσμπουργκ, 2002), εκτός εάν διορθωθούν τα ελαττώματα στη σύλληψη του ιδίου σχεδίου, τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, και την εφαρμογή των άρθρων 9 και 12 του κανονισμού 1342/2008.

    72

    Όσον αφορά, πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 9, από την αιτιολογική σκέψη 4 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι η εφαρμογή, μεταξύ των ετών 2009 και 2012, της προβλεπόμενης στο εν λόγω άρθρο αυτόματης μειώσεως των TAC κατά 25 % είχε ως αποτέλεσμα, ήδη από την έναρξη ισχύος του σχεδίου για τον γάδο, να έχουν μειωθεί σημαντικά τα TAC για τις αντίστοιχες περιοχές, ενώ περαιτέρω αυτόματες περικοπές θα σήμαιναν, πολύ απλά, παύση των αλιευτικών δραστηριοτήτων σε σχέση με τον γάδο στις εν λόγω περιοχές.

    73

    Ως εκ τούτου, ο προσβαλλόμενος κανονισμός μεταρρύθμισε αισθητά την ειδική διαδικασία του άρθρου 9 του κανονισμού 1342/2008 σχετικά με τον ετήσιο καθορισμό των TAC για τα αποθέματα γάδου, επιτρέποντας, όπως άλλωστε αναφέρεται και στην αιτιολογική σκέψη 4 του προσβαλλόμενου κανονισμού, μεγαλύτερη ευελιξία κατά τον προσδιορισμό και την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων, ώστε να μπορούν να λαμβάνονται υπόψη, κατά περίπτωση, και οι σχετικές επιστημονικές αξιολογήσεις. Ο νέος μηχανισμός αντικαθιστά τις αρχικώς προβλεπόμενες από τον κανονισμό 1342/2008 αυτόματες μειώσεις των TAC για τις περιπτώσεις όπου, επειδή δεν υπάρχουν αρκετά ακριβή και αντιπροσωπευτικά στοιχεία, δεν χωρεί εφαρμογή των γενικών κανόνων καθορισμού των TAC.

    74

    Ως προς το άρθρο 12 του κανονισμού 1342/2008, στην αιτιολογική σκέψη 5 του προσβαλλόμενου κανονισμού γίνεται επίσης λόγος για ραγδαία πτώση της επιτρεπόμενης αλιευτικής προσπάθειας στις οικείες περιοχές μεταξύ των ετών 2009 και 2012. Κατά την ίδια πάντοτε αιτιολογική σκέψη, η συνέχιση της εφαρμογής των αυτόματων ετήσιων μειώσεων όχι μόνο δεν θα εξασφάλιζε την επίτευξη των στόχων του σχεδίου για τον γάδο, αλλά θα είχε, τουναντίον, σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις για τα τμήματα του στόλου τα οποία, αν και εξοπλισμένα με τα ίδια βασικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την αλιεία του γάδου, αλιεύουν άλλα είδη.

    75

    Κατά συνέπεια, οι κανόνες σχετικά με τους περιορισμούς της αλιευτικής προσπάθειας αναθεωρήθηκαν ουσιωδώς, ιδίως με τη θέσπιση μιας διαδικασίας η οποία εισάγει παρέκκλιση από την προβλεπόμενη στο άρθρο 12, παράγραφος 4, του κανονισμού 1342/2008 διαδικασία για τον καθορισμό της αλιευτικής προσπάθειας βάσει ελλιπών στοιχείων.

    76

    Σημειωτέον επίσης ότι το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1342/2008, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1, σημείο 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού, και το άρθρο 12, παράγραφος 6, του κανονισμού 1342/2008, που προστέθηκε με το άρθρο 1, σημείο 2, στοιχείο βʹ, του προσβαλλόμενου κανονισμού, παρέχουν στο Συμβούλιο την εξουσία να αναστείλει, με απόφασή του, την ετήσια αναπροσαρμογή των TAC ή των περιορισμών της αλιευτικής προσπάθειας στις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρονται οι διατάξεις.

    77

    Μολονότι όμως αληθεύει ότι, όπως επισήμανε και το Συμβούλιο στην αιτιολογική σκέψη 8 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκειμένου να δικαιολογήσει την επιλογή του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ως νομικής βάσεως για τον συγκεκριμένο κανονισμό, οι τροποποιήσεις τις οποίες επέφερε το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού στα άρθρα 9 και 12 του κανονισμού 1342/2008 δεν επηρεάζουν τον στόχο του πολυετούς σχεδίου ανασυστάσεως των αποθεμάτων γάδου, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 5 του κανονισμού 1342/2008, τούτο δεν αρκεί από μόνο του για να γίνει δεκτό ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις μπορούσαν εγκύρως να θεσπιστούν βάσει της προαναφερθείσας διατάξεως της Συνθήκης ΛΕΕ.

    78

    Πράγματι, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως, κρίσιμο είναι το κατά πόσον η έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού ενείχε πολιτική επιλογή που επαφιόταν στον νομοθέτη της Ένωσης λόγω του ότι οι τροποποιήσεις αυτές ήταν αναγκαίες προς επίτευξη των στόχων της ΚΑΠ, όπερ θα σήμαινε ότι έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση για την έκδοσή του το άρθρο 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    79

    Εν προκειμένω, οι τροποποιήσεις που έγιναν με τον προσβαλλόμενο κανονισμό στα άρθρα 9 και 12 του κανονισμού 1342/2008, όπως αυτές περιγράφηκαν στις σκέψεις 70 έως 76 της παρούσας αποφάσεως, δεν περιορίζονται, αντιθέτως προς τα όσα ισχυρίζεται το Συμβούλιο, απλώς στη ρύθμιση ζητημάτων καθορισμού και κατανομής των αλιευτικών δυνατοτήτων υπό συγκεκριμένες περιστάσεις και σε ετήσια βάση, αλλά έχουν ως σκοπό να προσαρμόσουν τον γενικό μηχανισμό καθορισμού των TAC και των περιορισμών της αλιευτικής προσπάθειας προκειμένου να εξαλείψουν τα προβλήματα τα οποία προκάλεσε η εφαρμογή των προγενέστερων κανόνων περί αυτόματης μειώσεως με συνέπεια να διακυβεύεται, κατά το Συμβούλιο, η επίτευξη των στόχων του πολυετούς σχεδίου για την ανασύσταση των αποθεμάτων γάδου.

    80

    Επομένως, οι τροποποιήσεις αυτές οριοθετούν το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου καθορίζονται και κατανέμονται οι αλιευτικές δυνατότητες. Είναι, ως εκ τούτου, απόρροια μιας πολιτικής επιλογής με μακροπρόθεσμο αντίκτυπο επί του πολυετούς σχεδίου για την ανασύσταση των αποθεμάτων γάδου.

    81

    Αυτό σημαίνει ότι οι επίμαχες τροποποιήσεις συνιστούν αναγκαίες διατάξεις προς επίτευξη των στόχων της ΚΑΠ. Κατά συνέπεια, θα έπρεπε να έχουν θεσπιστεί κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, όπως ορίζεται στο άρθρο 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    82

    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου ακυρώσεως τον οποίο προβάλλει το Κοινοβούλιο και ο πρώτος λόγος της προσφυγής της Επιτροπής πρέπει να γίνουν δεκτά.

    83

    Ως εκ τούτου, ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί και παρέλκει κατά τα λοιπά η εξέταση των προσφυγών του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής.

    Επί του αιτήματος να διατηρηθούν τα αποτελέσματα του προσβαλλόμενου κανονισμού σε ισχύ

    84

    Δύο θεσμικά όργανα, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, υποστηριζόμενα από το Βασίλειο της Ισπανίας και από τη Γαλλική Δημοκρατία, ζητούν από το Δικαστήριο να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα του προσβαλλόμενου κανονισμού σε περίπτωση που τον ακυρώσει. Η Επιτροπή διευκρινίζει συναφώς ότι τα αποτελέσματά του πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, και πάντως το πολύ για δώδεκα μήνες από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους, μετά τη δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως.

    85

    Κατά το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο προσδιορίζει, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, τα αποτελέσματα της ακυρωτέας πράξεως που θεωρούνται οριστικά.

    86

    Επ’ αυτού, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, για λόγους ασφάλειας δικαίου, τα αποτελέσματα ακυρωτέας πράξεως πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ στην περίπτωση όπου η άμεση ακύρωσή της θα είχε σοβαρές επιπτώσεις για τα πρόσωπα τα οποία αφορά, η δε νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως δεν αμφισβητείται λόγω του σκοπού της ή του περιεχομένου της, αλλά για λόγους σχετικούς με αναρμοδιότητα του οργάνου που την εξέδωσε ή με παράβαση ουσιώδους τύπου. Στους λόγους αυτούς περιλαμβάνεται, ειδικότερα, και ενδεχόμενο σφάλμα ως προς τη νομική βάση της προσβαλλόμενης πράξεως (βλ. απόφαση Κοινοβούλιο και Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑103/12 και C‑165/12, EU:C:2014:2400, σκέψη 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    87

    Εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού, αυτός τέθηκε σε ισχύ την επομένη της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2012.

    88

    Στον βαθμό που ο προσβαλλόμενος κανονισμός αποσκοπεί στη διατήρηση και στη βιώσιμη εκμετάλλευση αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της ΚΑΠ, τυχόν άμεση ακύρωσή του θα μπορούσε να έχει σοβαρό αντίκτυπο τόσο στην υλοποίηση της κοινής αυτής πολιτικής όσο και στους οικείους οικονομικούς φορείς.

    89

    Υπό τις συνθήκες αυτές, συντρέχουν πράγματι σοβαροί λόγοι ασφάλειας δικαίου για να δεχθεί το Δικαστήριο το αίτημα να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματα του προσβαλλόμενου κανονισμού. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι ούτε το Κοινοβούλιο ούτε η Επιτροπή αμφισβήτησαν τη νομιμότητα του κανονισμού αυτού λόγω του σκοπού ή του περιεχομένου του, οπότε δεν υφίσταται συναφώς κάποιο κώλυμα ως προς την ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματά του.

    90

    Κατά συνέπεια, τα αποτελέσματα του κανονισμού αυτού πρέπει να διατηρηθούν μέχρι να τεθεί σε ισχύ νέος κανονισμός στηριζόμενος στην κατάλληλη νομική βάση, ήτοι στο άρθρο 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το αργότερο πάντως δώδεκα μήνες από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους μετά τη δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    91

    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή το Συμβούλιο ηττήθηκε και το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή είχαν ζητήσει την καταδίκη του στα δικαστικά έξοδα, το θεσμικό αυτό όργανο πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Τα κράτη μέλη που άσκησαν παρέμβαση εν προκειμένω, ήτοι το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Πολωνίας, φέρουν το καθένα τα δικαστικά του έξοδα, όπως ορίζει το άρθρο 140, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

     

    1)

    Ακυρώνει τον κανονισμό (ΕΕ) 1243/2012 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1342/2008 για τη σύσταση μακροπρόθεσμου σχεδίου για τα αποθέματα γάδου και τις αλιευτικές δραστηριότητες που εκμεταλλεύονται τα αποθέματα αυτά.

     

    2)

    Τα αποτελέσματα του κανονισμού 1243/2012 διατηρούνται μέχρι να τεθεί σε ισχύ νέος κανονισμός στηριζόμενος στην κατάλληλη νομική βάση, ήτοι στο άρθρο 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το αργότερο πάντως δώδεκα μήνες από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους μετά τη δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως.

     

    3)

    Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα.

     

    4)

    Το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Πολωνίας φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( * )   Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top