Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CC0687

    Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Sharpston της 21ης Μαΐου 2015.
    Fliesen-Zentrum Deutschland GmbH κατά Hauptzollamt Regensburg.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht München - Γερμανία.
    Προδικαστική παραπομπή - Ντάμπινγκ - Δασμός αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών κεραμικών πλακιδίων καταγωγής Κίνας - Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 917/2011 - Κύρος - Κανονισμός (ΕΚ) 1225/2009 - Άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α΄ - Κανονική αξία - Καθορισμός με βάση την τιμή σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς - Επιλογή της κατάλληλης τρίτης χώρας - Καθήκον επιμέλειας - Δικαιώματα άμυνας - Υποχρέωση αιτιολογήσεως - Δειγματοληψία.
    Υπόθεση C-687/13.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:349

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    ELEANOR SHARPSTON

    της 21ης Μαΐου 2015 ( 1 )

    Υπόθεση C‑687/13

    Fliesen-Zentrum Deutschland GmbH

    κατά

    Hauptzollamt Regensburg

    [αίτηση του Finanzgericht München (Γερμανία)

    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Δασμός αντιντάμπινγκ — Κύρος του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 917/2011 του Συμβουλίου — Εισαγωγές κεραμικών πλακιδίων από την Κίνα — Επιλογή των Ηνωμένων Πολιτειών ως ενδεδειγμένης τρίτης χώρας με οικονομία της αγοράς, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ — Καθορισμός της κανονικής αξίας — Δικαιώματα άμυνας — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Δειγματοληψία»

    1. 

    Το 2011, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επέβαλε δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές κεραμικών πλακιδίων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (στο εξής: Κίνα).

    2. 

    Καθώς η Κίνα είναι χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς στην οποία δεν υπάρχει αξιόπιστη κανονική αξία στην εγχώρια αγορά, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης χρησιμοποίησαν κατασκευασμένη κανονική αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς, ήτοι στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (στο εξής: ΗΠΑ), για τη διαπίστωση της υπάρξεως και για τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ. Για τον σκοπό αυτόν, χρησιμοποίησαν στοιχεία που παρέσχε ένας μόνον παραγωγός στις ΗΠΑ, προβαίνοντας σε προσαρμογές, προκειμένου να καταστεί δυνατό να ληφθούν υπόψη ορισμένες διαφορές, αλλά δεν παρουσίασαν όλες τις λεπτομέρειες ως προς τις πραγματοποιηθείσες προσαρμογές (για λόγους επαγγελματικού απορρήτου). Για τον καθορισμό του επιπέδου υποτιμολογήσεως, τα θεσμικά όργανα υπολόγισαν τις τιμές με βάση τόσο Κινέζων παραγωγών όσο και παραγωγών της Ένωσης, αλλά χρησιμοποίησαν διαφορετικές μεθόδους δειγματοληψίας σε κάθε περίπτωση.

    3. 

    Ένας Γερμανός εισαγωγέας, ο οποίος αμφισβητεί ορισμένα στοιχεία των εν λόγω μεθόδων, άσκησε προσφυγή κατά της επιβολής δασμού στα πλακίδια που εισήγαγε. Το Finanzgericht München (Φορολογικό Δικαστήριο Μονάχου, στο εξής: αιτούν δικαστήριο), ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση, υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως όσον αφορά το κύρος του κανονισμού που επιβάλλει τον δασμό.

    4. 

    Έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και ως προς άλλα ζητήματα που ανέκυψαν στο πλαίσιο άλλης προσφυγής κατά του αυτού κανονισμού στην υπόθεση C‑569/13, Bricmate, επί της οποίας επίσης αναπτύσσω τις προτάσεις μου σήμερα.

    Ο βασικός κανονισμός

    5.

    Οι διατάξεις που διέπουν την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ περιέχονται στον κανονισμό 1225/2009 (στο εξής: βασικός κανονισμός) ( 2 ).

    6.

    Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού καθιερώνει την αρχή ότι δασμός αντιντάμπινγκ μπορεί να επιβάλλεται σε κάθε προϊόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η θέση του σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ένωσης προκαλεί ζημία. Το άρθρο 1, παράγραφος 2, ορίζει ότι ένα προϊόν αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η τιμή εξαγωγής του στην Ένωση είναι χαμηλότερη από μια συγκρίσιμη τιμή του ομοειδούς προϊόντος, όπως έχει καθοριστεί για τη χώρα εξαγωγής κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις.

    7.

    Το άρθρο 2 θεσπίζει τις αρχές και τους κανόνες καθορισμού του ντάμπινγκ. Για εξαγόμενα από τρίτη χώρα προϊόντα προβλέπεται, κατ’ ουσίαν, η κανονική αξία, η οποία βασίζεται στις τιμές τις οποίες καταβάλλουν, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, ανεξάρτητοι πελάτες στη χώρα εξαγωγής, και η τιμή εξαγωγής στην Ένωση. Εάν από τη δίκαιη σύγκριση των σταθμισμένων μέσων όρων προκύπτει ότι η κανονική αξία υπερβαίνει την τιμή εξαγωγής, η διαφορά μεταξύ των δύο είναι το περιθώριο ντάμπινγκ.

    8.

    Συναφώς, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, ορίζει τα εξής:

    «Στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες χωρίς οικονομία αγοράς [...], η κανονική αξία καθορίζεται με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς, ή την τιμή από αυτή την τρίτη χώρα προς άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της [Ένωσης], ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, πάνω σε κάθε άλλη λογική βάση, συμπεριλαμβανομένης της τιμής που έχει πράγματι πληρωθεί ή πρέπει να πληρωθεί στην [Ένωση] για το ομοειδές προϊόν, δεόντως προσαρμοσμένης αν χρειάζεται ώστε να συμπεριλαμβάνει ένα εύλογο περιθώριο κέρδους.

    Μία κατάλληλη τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς θα επιλέγεται με εύλογο τρόπο, αφού ληφθεί δεόντως υπόψη κάθε αξιόπιστη πληροφορία διαθέσιμη κατά τη στιγμή της επιλογής. Επίσης θα λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές προθεσμίες· όπου είναι σκόπιμο, θα χρησιμοποιείται μία τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς η οποία εμπλέκεται στην ίδια έρευνα.

    Οι υποκείμενοι σε έρευνα θα ενημερώνονται, αμέσως μετά την έναρξή της, σχετικά με την τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς που προβλέπεται να χρησιμοποιηθεί, και θα έχουν προθεσμία δέκα ημερών για να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.»

    9.

    Το άρθρο 2, παράγραφος 10, ορίζει τα εξής:

    «Μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας διεξάγεται δίκαιη σύγκριση. Η σύγκριση αυτή αφορά το ίδιο στάδιο εμπορίας και πωλήσεις πραγματοποιηθείσες σε ημερομηνίες όσο το δυνατόν εγγύτερες, λαμβάνονται δε δεόντως υπόψη άλλες διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών. Όταν η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής που διαμορφώνεται δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις σύγκρισης, πραγματοποιούνται προσαρμογές για κάθε περίπτωση, με βάση τα ατομικά της στοιχεία προκειμένου να ληφθούν δεόντως υπόψη διαφορές των παραγόντων για τους οποίους προβάλλεται ο [ισχυρισμός] και αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν τις τιμές και, κατ’ επέκταση, τη συγκρισιμότητα των τιμών. […]»

    10.

    Το άρθρο 3 («Προσδιορισμός της ζημίας») προβλέπει, ειδικότερα, τα εξής:

    «[...]

    2.   Ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση τόσο:

    α)

    του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επίδρασής τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της [Ένωσης], όσο και

    β)

    των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για [τη βιομηχανία της Ένωσης].

    3.   […]Προκειμένου περί της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ σε τιμές αισθητά κατώτερες από τις τιμές που εφαρμόζει για τα ομοειδή προϊόντα η [βιομηχανία της Ένωσης] ή κατά πόσον εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν με οποιονδήποτε τρόπο τη συμπίεση των τιμών σε σημαντικό βαθμό ή τη σε σημαντικό βαθμό παρακώλυση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση [...]».

    11.

    Το άρθρο 6, παράγραφος 9, ορίζει: «[…] η έρευνα περατούται ει δυνατόν εντός έτους. Οι έρευνες περατούνται εντός 15 μηνών από την έναρξη της διαδικασίας […]».

    12.

    Το άρθρο 9, παράγραφος 4, θεσπίζει, μεταξύ άλλων, τον «κανόνα του χαμηλότερου δασμού»:

    «Όταν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ και ότι εξ αυτού προκαλείται ζημία, καθώς και ότι το συμφέρον της [Ένωσης] επιβάλλει παρέμβαση […], [επιβάλλεται οριστικός δασμός] αντιντάμπινγκ. [...] Το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο [ενωσιακός] κλάδος παραγωγής.»

    13.

    Το άρθρο 17 ρυθμίζει τη δειγματοληψία. Συγκεκριμένα, προβλέπει τα εξής:

    «1.   Όταν είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται σε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση δειγματοληψιών που να ανταποκρίνονται στις αρχές της στατιστικής και λαμβάνοντας ως βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα κατά το χρόνο της επιλογής· εναλλακτικά η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται στον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών, για τον οποίο μπορεί λογικά να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου.

    2.   Η τελική επιλογή των ενδιαφερομένων μερών των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η οποία πραγματοποιείται για τους σκοπούς των δειγματοληψιών κατ’ εφαρμογή των παρουσών διατάξεων, γίνεται από την Επιτροπή, αν και είναι προτιμότερο να επιλέγεται το δείγμα κατόπιν διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη και με τη συγκατάθεσή τους […].

    […]

    4.   Όταν αποφασίζεται η διενέργεια δειγματοληψίας και υπάρχει κάποιος βαθμός άρνησης συνεργασίας εκ μέρους των επιλεγέντων ενδιαφερομένων μερών, ο οποίος είναι πιθανό να επηρεάσει σημαντικά τα πορίσματα της έρευνας, επιτρέπεται η επιλογή νέου δείγματος. Εντούτοις, αν εξακολουθεί να υφίσταται σημαντικός βαθμός άρνησης συνεργασίας ή δεν υπάρχει ο χρόνος που χρειάζεται για την επιλογή νέου δείγματος, εφαρμόζονται οι συναφείς διατάξεις του άρθρου 18.»

    14.

    Το άρθρο 18 αφορά την άρνηση συνεργασίας. Ορίζει μεταξύ άλλων τα εξής:

    «1.   Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση σε απαραίτητες πληροφορίες ή γενικότερα δεν τις παρέχει εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. […]

    […]

    5.   Σε περίπτωση που τα συμπεράσματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για το θέμα της κανονικής αξίας, στηρίζονται στην εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που περιέχονται στην καταγγελία, πρέπει, όποτε είναι εφικτό και τηρουμένων των προθεσμιών που ισχύουν για την έρευνα, να ελέγχονται με βάση στοιχεία προερχόμενα από άλλες, ανεξάρτητες πηγές, τα οποία ενδεχομένως είναι διαθέσιμα, όπως τιμοκαταλόγους, επίσημα στατιστικά στοιχεία για τις εισαγωγές και τελωνειακές στατιστικές ή στοιχεία που έχουν προσκομίσει άλλα ενδιαφερόμενα μέρη κατά την έρευνα.

    Αυτές οι πληροφορίες μπορούν να περιέχουν, ενδεχομένως, στοιχεία σχετικά με την παγκόσμια αγορά ή άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.»

    15.

    Τέλος, το άρθρο 19 του βασικού κανονισμού ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

    «1.   Οι αρχές, όταν αποδεικνύεται η ύπαρξη σοβαρού λόγου, αντιμετωπίζουν ως απόρρητη κάθε πληροφορία η οποία από τη φύση της έχει τέτοιον χαρακτήρα (παραδείγματος χάρη, επειδή η γνωστοποίησή της θα προσπόριζε σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε κάποιον ανταγωνιστή ή επειδή η γνωστοποίησή της θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το πρόσωπο που έχει προσκομίσει το συγκεκριμένο στοιχείο ή για το πρόσωπο από το οποίο πληροφορήθηκε το συγκεκριμένο στοιχείο αυτός που το υποβάλλει) ή η οποία έχει υποβληθεί από κάποιο μέρος που μετέχει στην έρευνα με την επεξήγηση ότι πρόκειται για πληροφορία εμπιστευτικού χαρακτήρα.

    […]

    4.   Το παρόν άρθρο δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται στις αρχές της [Ένωσης] να αποκαλύπτουν πληροφορίες γενικού χαρακτήρα, και ιδίως τους λόγους στους οποίους στηρίζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του παρόντος κανονισμού, ή να αποκαλύπτουν τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχτηκαν οι αρχές της [Ένωσης], στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο για την επεξήγηση των λόγων αυτών κατά τις διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου. Κάθε αποκάλυψη αυτής της μορφής πρέπει να λαμβάνει υπόψη το έννομο συμφέρον των ενδιαφερομένων μερών ώστε να μη διαρρέουν τα επιχειρηματικά τους απόρρητα.

    […]».

    H διαδικασία αντιντάμπινγκ και ο επιβληθείς δασμός

    16.

    Ο επίμαχος στην κύρια δίκη δασμός αντιντάμπινγκ επιβλήθηκε για πρώτη φορά με τον κανονισμό 258/2011 (στο εξής: προσωρινός κανονισμός) ( 3 ) και κατόπιν επιβεβαιώθηκε με τον κανονισμό 917/2011 (στο εξής: οριστικός κανονισμός ή επίμαχος κανονισμός) ( 4 ).

    17.

    Κατόπιν καταγγελίας που υπέβαλε η ένωση Ευρωπαίων κατασκευαστών κεραμικών πλακιδίων (στο εξής: CET), η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση τη 19η Ιουνίου 2010 για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ορισμένων πλακιδίων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ( 5 ).

    18.

    Τη 16η Μαρτίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε τον προσωρινό κανονισμό, με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του οποίου επιβλήθηκε προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές «πλακιδίων και πλακών δαπέδου ή επένδυσης, μη υαλογανωμένων ούτε σμαλτωμένων, κύβων, ψηφίδων και παρόμοιων ειδών για μωσαϊκά, μη υαλογανωμένων, ούτε σμαλτωμένων, από κεραμευτική ύλη, έστω και πάνω σε υπόθεμα που υπάγονται επί του παρόντος στους κωδικούς ΣΟ 6907 10 00, 6907 90 20, 6907 90 80, 6908 10 00, […], 6908 90 11, 6908 90 20, 6908 90 31, 6908 90 51, 6908 90 91, 6908 90 93 και 6908 90 99, και καταγωγής [Κίνας]». Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, ο δασμολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται για προϊόντα αυτού του είδους τα οποία κατασκευάζονται από ορισμένες απαριθμούμενες εταιρίες κυμαίνεται μεταξύ 26,2 % και 36,6 %, ενώ για τα κατασκευαζόμενα από όλες τις άλλες εταιρίες εφαρμόζεται συντελεστής 73,0 %.

    19.

    Καθώς η Κίνα δεν έχει οικονομία της αγοράς, η Επιτροπή προέβη με τον κανονισμό αυτόν στην κατασκευή κανονικής αξίας, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού, βάσει των στοιχείων που παρέσχε παραγωγός σε ανάλογη τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς, ήτοι στις ΗΠΑ. Για τον υπολογισμό της υποτιμολογήσεως, χρησιμοποίησε επίσης στοιχεία από δείγματα αφενός Κινέζων παραγωγών, αφετέρου παραγωγών της Ένωσης, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, αλλά επέλεξε τα δείγματα βάσει δύο διαφορετικών μεθόδων.

    20.

    Στις 12 Σεπτεμβρίου 2011, το Συμβούλιο εξέδωσε τον οριστικό κανονισμό, με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του οποίου επιβλήθηκε οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές των ίδιων προϊόντων με αυτά που προβλέπονταν στον προσωρινό κανονισμό. Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, ο συντελεστής του οριστικού δασμού κυμαίνεται μεταξύ 26,3 % και 36,5 % για προϊόντα κατασκευασμένα από τις απαριθμούμενες εταιρίες, ενώ επιβάλλεται συντελεστής 69,7 % για τα προϊόντα κάθε άλλης εταιρίας.

    21.

    Στο προοίμιο του εν λόγω κανονισμού, το Συμβούλιο αντέκρουσε διάφορα επιχειρήματα κατά της επιλογής των ΗΠΑ ως ανάλογης τρίτης χώρας, κατά της χρησιμοποιήσεως των στοιχείων που παρέσχε ένας μόνον προμηθευτής στη χώρα αυτή και κατά των προσαρμογών που πραγματοποιήθηκαν επ’ αυτών, καθώς και κατά της διαφοράς στις μεθόδους δειγματοληψίας.

    22.

    Θα εξετάσω τη λεπτομερή αιτιολογία των δύο συγκεκριμένων κανονισμών στο πλαίσιο της οικείας πτυχής του προδικαστικού ερωτήματος.

    Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και το προδικαστικό ερώτημα

    23.

    Τον Ιούλιο 2011, η Fliesen-Zentrum Deutschland GmbH (στο εξής: Fliesen-Zentrum) εισήγαγε κεραμικά πλακίδια υπαγόμενα στον κωδικό ΣΟ 6907 90 20, κατασκευασμένα στην Κίνα, και τα δήλωσε στο Hauptzollamt Regensburg (Κύριο Τελωνείο Regensburg· στο εξής: HZA). Στις 2 Αυγούστου 2011, το HZA εξέδωσε πράξη για τον καθορισμό του καταβλητέου δασμού και του ΦΠΑ επί της εισαγωγής, καθώς και για την επιβολή στη Fliesen-Zentrum της υποχρεώσεως παροχής εγγυήσεως για προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ 32,3 %, ύψους 9479,09 ευρώ, την οποία η Fliesen-Zentrum κατέβαλε.

    24.

    Στις 5 Αυγούστου 2011, η Fliesen-Zentrum άσκησε διοικητική προσφυγή κατά της εν λόγω πράξεως, την οποία το HZA απέρριψε στις 19 Οκτωβρίου 2011.

    25.

    Στις 4 Νοεμβρίου 2011, το HZA επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 9479,09 ευρώ, ο οποίος συμψηφιζόταν πλήρως με την ήδη καταβληθείσα εγγύηση. Η Fliesen-Zentrum άσκησε εκ νέου διοικητική προσφυγή κατά της εν λόγω πράξεως βεβαιώσεως δασμού, την οποία το HZA απέρριψε στις 3 Φεβρουαρίου 2012.

    26.

    Η Fliesen-Zentrum άσκησε προσφυγή κατά της πράξεως βεβαιώσεως δασμού ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, βάλλοντας κατά του κύρους του οριστικού κανονισμού.

    27.

    Το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι τέσσερις εκ των λόγων ακυρότητας που επικαλέστηκε συναφώς η Fliesen-Zentrum ήταν πειστικοί:

    πρώτον, ότι η επιλογή των ΗΠΑ ως ανάλογης τρίτης χώρας ήταν παράνομη, καθώς υπήρχαν άλλες τρίτες χώρες με οικονομία της αγοράς που ήταν περισσότερο όμοιες με την Κίνα, αλλά δεν ελήφθησαν υπόψη·

    δεύτερον, ότι ο καθορισμός της κανονικής αξίας βάσει στοιχείων που παρέσχε ένας και μόνον παραγωγός από τις ΗΠΑ ήταν παράνομος·

    τρίτον, ότι ορισμένα στοιχεία για τον καθορισμό της κανονικής αξίας δεν παρασχέθηκαν, ενώ ορισμένες προσαρμογές δεν επεξηγήθηκαν, με αποτέλεσμα την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των ενδιαφερομένων και την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως·

    τέταρτον, ότι ο τρόπος με τον οποίο επιλέχθηκαν δείγματα Κινέζων παραγωγών και παραγωγών της Ένωσης, καθώς και εισαγωγέων της Ένωσης, αλλοίωσε τα αποτελέσματα και, ως εκ τούτου, ήταν παράνομος.

    28.

    Κατόπιν αναλύσεως των λόγων αυτών, το αιτούν δικαστήριο έκρινε απαραίτητη την υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως επί του ερωτήματος: «Είναι έγκυρος [ο οριστικός κανονισμός];».

    Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    29.

    Το προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου είναι απλό και γενικό. Δεν προσδιορίζει κάποιο συγκεκριμένο λόγο ενδεχόμενης ακυρότητας, επί του οποίου το αιτούν δικαστήριο ζητεί την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Παρά ταύτα, είναι σαφές ότι η αίτηση του εν λόγω δικαστηρίου έχει ως αντικείμενό της τους τέσσερις λόγους που εξετέθησαν στη διάταξη περί παραπομπής.

    30.

    H Fliesen-Zentrum, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υπέβαλαν όλοι γραπτές παρατηρήσεις και ανέπτυξαν προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Δεκεμβρίου 2014, εξέτασαν δε αυτοτελώς έκαστο εκ των συγκεκριμένων τεσσάρων λόγων. Θα πράξω ομοίως.

    31.

    Πάντως, η Fliesen-Zentrum ανέπτυξε δύο επιπλέον λόγους δυνάμει των οποίων ο επίμαχος κανονισμός δύναται να κηρυχθεί άκυρος, οι οποίοι δεν παρατίθενται στη διάταξη περί παραπομπής. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή επιχείρησε να αντικρούσει ορισμένα εκ των επιχειρημάτων της Fliesen-Zentrum που εκτίθενται στην ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου δικογραφία, προβλέποντας ότι αυτά θα προβληθούν και στην παρούσα δίκη.

    32.

    Επιπλέον, ενώ έκαστος εκ των τεσσάρων λόγων ακυρότητας που παρατίθενται στη διάταξη περί παραπομπής μπορεί να εξεταστεί αυτοτελώς, οι πρώτοι τρεις αφορούν στο σύνολό τους τον τρόπο με τον οποίο υπολογίστηκε η κατασκευασμένη κανονική αξία, ενώ με όλους τους λόγους τίθενται ζητήματα σχετικά με την επάρκεια της αιτιολογίας του προσωρινού και του οριστικού κανονισμού. Υπό το πρίσμα των εν λόγω κοινών στοιχείων, φρονώ ότι εγείρονται γενικά ζητήματα τόσο ως προς την έκταση όσο και ως προς την αυστηρότητα του ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο.

    Μη τιθέμενα στη διάταξη περί παραπομπής ζητήματα

    33.

    Φρονώ ότι το Δικαστήριο δεν οφείλει να εξετάσει τα επιπλέον ζητήματα που εξέθεσαν η Fliesen-Zentrum και η Επιτροπή κατά την παρούσα διαδικασία.

    34.

    Κατά πάγια νομολογία, η προβλεπόμενη στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασία βασίζεται στον σαφή διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου. Εναπόκειται αποκλειστικά στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Επιπροσθέτως, το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεν παρέχει ένδικο βοήθημα στους διαδίκους δίκης εκκρεμούσας ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην υποχρεούται να αποφανθεί επί του κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, για τον λόγο και μόνον ότι ένας εκ των διαδίκων έθεσε ενώπιόν του το ζήτημα αυτό με τις γραπτές του παρατηρήσεις. Επομένως, δεν πρέπει να εξετασθούν οι λόγοι ακυρότητας που δεν προβλήθηκαν από το αιτούν δικαστήριο ( 6 ).

    Έκταση του ελέγχου από το Δικαστήριο

    35.

    Όπως επισημάνθηκε τόσο με τη διάταξη περί παραπομπής όσο και με τις υποβληθείσες στο Δικαστήριο παρατηρήσεις, κατά πάγια νομολογία η επιλογή ανάλογης χώρας εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν τα όργανα της Ένωσης, όσον αφορά την ανάλυση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων, καίτοι η άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας δεν εξαιρείται του δικαστικού ελέγχου και (κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού) η επιλογή πρέπει να γίνει κατά τρόπο εύλογο ( 7 ). Επομένως, κατά την εν λόγω νομολογία, η έκταση του ελέγχου της επιλογής ανάλογης χώρας από το Δικαστήριο είναι σχετικώς περιορισμένη.

    36.

    Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν αμφισβητείται μόνον η επιλογή των ΗΠΑ ως χώρας ανάλογης με την Κίνα, αλλά και η χρησιμοποίηση στοιχείων από έναν και μόνο παραγωγό στις ΗΠΑ. Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν είναι απαραίτητο, ο υπολογισμός κατασκευασμένης κανονικής αξίας μπορεί να γίνει βάσει στοιχείων από έναν και μόνο παραγωγό ( 8 ).

    37.

    Μολονότι τα δύο ζητήματα είναι αυτοτελή, προκαλεί ενδεχομένως έκπληξη ότι η κανονική αξία των προϊόντων όλων των παραγωγών κεραμικών πλακιδίων σε ολόκληρη την Κίνα πρέπει να κατασκευαστεί βάσει στοιχείων που παρέσχε ένας και μόνον παραγωγός στις ΗΠΑ, δεδομένου ότι η εν λόγω χώρα διαθέτει κατά κεφαλήν εισόδημα πολύ υψηλότερο από την Κίνα ( 9 ), ενώ παράγει λιγότερο από το 1/30 της ποσότητας πλακιδίων που παράγεται στη χώρα αυτή ( 10 ).

    38.

    Δεδομένης αυτής της εκ πρώτης όψεως ανωμαλίας, φρονώ ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να περιορίσει την έκταση του ελέγχου του πέραν του αναγκαίου μέτρου κατά την προηγούμενη νομολογία του. Ειδικότερα, πρέπει να εξετάσει σχολαστικώς εάν τα θεσμικά όργανα παρέλειψαν να λάβουν υπόψη παράγοντες ουσιώδεις για την απόδειξη της καταλληλότητας της επιλεχθείσας χώρας, καθώς και εάν οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στον φάκελο της υποθέσεως μελετήθηκαν με τη δέουσα επιμέλεια ( 11 ).

    39.

    Αφετέρου, είναι επίσης αναγκαίο να ληφθεί υπόψη η ακριβής έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των θεσμικών οργάνων εντός του συγκεκριμένου πλαισίου.

    Κριτήρια του ελέγχου από το Δικαστήριο, όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως

    40.

    Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί παγίως ότι οι κανονισμοί αντιντάμπινγκ έχουν διττή φύση, ως πράξεις με κανονιστικό χαρακτήρα και πράξεις που μπορούν να αφορούν άμεσα και ατομικά ορισμένους επιχειρηματίες ( 12 ).

    41.

    Με την απόφαση Petrotub ( 13 ), επί υποθέσεως στην οποία άμεσα και ατομικά θιγόμενοι προσέφυγαν κατά ενός κανονισμού αντιντάμπινγκ, το Δικαστήριο απεφάνθη ως εξής: «[από την] αιτιολογία [...] πρέπει να διαφαίνεται [...] κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική [που ακολουθείται], ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο [της Ένωσης] να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά [...]».

    42.

    Ωστόσο, επίσης κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της οικείας πράξεως και, όσον αφορά πράξεις που προορίζονται να έχουν γενική εφαρμογή, το προοίμιο δύναται να περιορίζεται στην έκθεση αφενός της γενικής καταστάσεως που οδήγησε στην έκδοσή της, αφετέρου, των γενικών στόχων που επιδιώκονται ( 14 ).

    43.

    Εν προκειμένω, ο επίμαχος κανονισμός είναι, κατ’ αρχήν, κανονιστική πράξη γενικής εφαρμογής. Εντούτοις, αφορά άμεσα και ατομικά τους εξαγωγείς των οποίων τα προϊόντα θίγονται, καθώς και τους εισαγωγείς που συνδέονται με αυτούς, οι οποίοι νομιμοποιούνται ενεργητικώς να ασκήσουν απευθείας προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ( 15 ). Eλλείψει εκτελεστικών μέτρων, άλλοι άμεσα θιγόμενοι δύνανται επίσης να ασκήσουν προσφυγή κατά αυτής ( 16 ). Ωστόσο, δεν αφορά ατομικά τη Fliesen-Zentrum (η οποία, ως ανεξάρτητος εισαγωγέας που δεν υπόκειται στην έρευνα αντιντάμπινγκ, δεν υπάγεται σε οποιαδήποτε εκ των κατηγοριών αυτών), και δεν απαιτεί τη θέσπιση εκτελεστικών μέτρων (την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ επί εισαγωγών) —τα οποία να αποτελούν αντικείμενο της προσφυγής της Fliesen-Zentrum ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Επομένως, εάν η Fliesen-Zentrum είχε επιχειρήσει να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αυτή θα είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη ( 17 ).

    44.

    Συναφώς, φρονώ ότι είναι αλυσιτελές το επιχείρημα το οποίο προέβαλε η Fliesen-Zentrum κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η Fliesen-Zentrum είναι μέλος ομίλου επιχειρήσεων που ανήκει σε μέλη της ίδιας οικογένειας, άλλο μέλος του οποίου (η ιδρυθείσα στο Λουξεμβούργο Cera-Net) μετείχε στη διαδικασία αντιντάμπινγκ. Το γεγονός αυτό (υποθέτοντας ότι έχει αποδειχθεί) δεν νομιμοποιεί τη Fliesen-Zentrum, ως πρόσωπο ατομικά θιγόμενο, για την άσκηση απευθείας προσφυγής κατά του επίμαχου κανονισμού ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, η Fliesen-Zentrum δεν επιχείρησε να ασκήσει οποιαδήποτε τέτοια προσφυγή.

    45.

    Ως εκ τούτου, τίθεται το ζήτημα εάν, οσάκις κάποιος ενεργητικά νομιμοποιούμενος ασκήσει απευθείας προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά κανονισμού που επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ, η αυστηρότερη υποχρέωση λεπτομερέστερης αιτιολογήσεως πρέπει να συνεπάγεται αυστηρότερο δικαστικό έλεγχο, ενώ, όταν το Δικαστήριο εξετάζει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο πλαίσιο εθνικής δίκης που κίνησε θιγόμενος από την αυτή πράξη διάδικος, καίτοι δεν θίγεται ούτε άμεσα ούτε ατομικά, ο δικαστικός έλεγχος της αιτιολογήσεως πρέπει να είναι λιγότερο αυστηρός.

    46.

    Φρονώ ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων, και ότι στη δεύτερη περίπτωση το Δικαστήριο δεν πρέπει να αντιμετωπίσει την πράξη ως απόφαση, αλλά ως κανονιστική πράξη γενικής εφαρμογής. Ο αυστηρότερος δικαστικός έλεγχος που πρέπει να ασκήσει το Γενικό Δικαστήριο, όταν απευθείας προσφυγή είναι παραδεκτή, ενδέχεται να καταλήξει σε ακύρωση παράγουσα αποτελέσματα αποκλειστικά έναντι του προσφεύγοντος στην ενώπιόν του υπόθεση ( 18 ). Αντιθέτως, η κήρυξη της ακυρότητας από το Δικαστήριο με προδικαστική απόφαση παράγει αποτελέσματα erga omnes και ο δικαστικός έλεγχος της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των θεσμικών οργάνων πρέπει να βασίζεται στο δεδομένο αυτό.

    47.

    Κατόπιν αυτού, θα εξετάσω με τη σειρά έκαστον εκ των τεσσάρων ενδεχομένων λόγων ακυρότητας που εκτίθενται στη διάταξη περί παραπομπής, υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων.

    Επιλογή των ΗΠΑ ως ανάλογης τρίτης χώρας

    Οι κανονισμοί αντιντάμπινγκ

    Ο προσωρινός κανονισμός

    48.

    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 46 έως 52 αιτιολογείται η επιλογή των ΗΠΑ για τους σκοπούς του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού:

    «(46)   Στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, η Επιτροπή είχε εκφράσει την πρόθεσή της να χρησιμοποιήσει τις ΗΠΑ ως ανάλογη χώρα για τον καθορισμό της κανονικής αξίας όσον αφορά την Κίνα και είχε καλέσει τα ενδιαφερόμενα μέρη να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την επιλογή της χώρας αυτής.

    (47)   Ελήφθησαν ορισμένες παρατηρήσεις και προτάθηκε να χρησιμοποιηθούν πολλές άλλες χώρες ως εναλλακτική επιλογή, ιδίως η Βραζιλία, η Τουρκία, η Νιγηρία, η Ταϊλάνδη και τέλος η Ινδονησία.

    (48)   Η Επιτροπή αποφάσισε επομένως να επιδιώξει τη συνεργασία πολλών γνωστών παραγωγών σ’ αυτές τις χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ. Εντούτοις, μόνο δύο παραγωγοί του υπό εξέταση προϊόντος στις ΗΠΑ απάντησαν στο ερωτηματολόγιο. Ένας ταϊλανδός παραγωγός υπέβαλε επίσης ελλιπή απάντηση στο ερωτηματολόγιο, αλλά, εν πάση περιπτώσει, το φάσμα προϊόντων του δεν ήταν πλήρως συγκρίσιμο με εκείνο των συνεργαζόμενων κινέζων παραγωγών.

    (49)   Η έρευνα κατέδειξε ότι στις ΗΠΑ υπάρχει ανταγωνιστική αγορά για το υπό εξέταση προϊόν. Πολλοί παραγωγοί δραστηριοποιούντο στην εγχώρια αγορά των ΗΠΑ και οι όγκοι εισαγωγών ήταν πολύ υψηλοί. Η έρευνα κατέδειξε επίσης ότι τα κεραμικά πλακίδια καταγωγής Κίνας και ΗΠΑ έχουν βασικά τα ίδια φυσικά χαρακτηριστικά και τις ίδιες χρήσεις και ότι οι διαδικασίες παραγωγής ήταν παρόμοιες.

    (50)   Προβλήθηκε το επιχείρημα ότι, εφόσον κύριο χαρακτηριστικό της αγοράς των ΗΠΑ είναι οι εισαγωγές, τα κεραμικά πλακίδια που κατασκευάζονται στις ΗΠΑ και εκείνα που κατασκευάζονται στην Κίνα καλύπτουν διαφορετικά τμήματα της αγοράς. Ως εκ τούτου, τα εγχωρίως παραγόμενα είδη του προϊόντος που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας δεν θα ήταν συγκρίσιμα με τα είδη του προϊόντος που εξάγονται από την Κίνα στην Ένωση. Ωστόσο, η έρευνα έδειξε ότι η παραγωγή των ΗΠΑ καλύπτει ευρύ φάσμα ειδών του προϊόντος, συγκρίσιμων με τα είδη που παράγονται στην Κίνα και εξάγονται από τη χώρα αυτή, όπως αναφέρεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 49.

    (51)   Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι οι ΗΠΑ δεν είναι τόσο σημαντικός παράγων στην παγκόσμια αγορά κεραμικών πλακιδίων. Ωστόσο, το 2009 η εγχώρια παραγωγή ανήλθε σε περίπου 600 εκατ. μ2 ( 19 ) που θεωρείται σημαντική. Για λόγους σύγκρισης, η Κίνα, ο μεγαλύτερος παραγωγός παγκοσμίως, κατασκεύασε 2 δισεκατ. μ2 κατά την ίδια περίοδο.

    (52)   Ένα μέρος ισχυρίστηκε ότι οι ΗΠΑ είχαν αυστηρές προδιαγραφές ποιότητας με αποτέλεσμα να δημιουργούνται μη δασμολογικοί φραγμοί για τις κινεζικές εισαγωγές. Ωστόσο, η έρευνα έδειξε ότι, όπως αναφέρεται ανωτέρω, οι όγκοι των εισαγωγών από την Κίνα στις ΗΠΑ ήταν υψηλοί και αντιπροσώπευαν το μεγαλύτερο μερίδιο της εγχώριας κατανάλωσης των ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, απορρίφθηκε το επιχείρημα ότι μη δασμολογικοί φραγμοί στις ΗΠΑ επηρεάζουν τις εισαγωγές και κατ’ επέκταση τον ανταγωνισμό.»

    Ο οριστικός κανονισμός

    49.

    Το ίδιο ζήτημα εξετάσθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 55 έως 72:

    «(55)

    Δύο εισαγωγείς υπέβαλαν παρατηρήσεις κατά της επιλογής των [ΗΠΑ] ως ανάλογης χώρας, ισχυριζόμενοι ότι οι ΗΠΑ είναι ακατάλληλη επιλογή ως ανάλογης χώρας λόγω της σημαντικής παραγωγής της και της έλλειψης ανταγωνιστικότητάς της στην παγκόσμια αγορά. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι ΗΠΑ επελέγησαν κατά παράλογο τρόπο ισχυριζόμενοι ότι η έλλειψη εναλλακτικών ανάλογων χωρών οφείλεται στην αδικαιολόγητη πίεση που άσκησε η ένωση παραγωγών της Ένωσης στους παραγωγούς άλλων πιθανών ανάλογων χωρών, προκειμένου να τους αποθαρρύνουν να συνεργαστούν. Δύο εισαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι η Επιτροπή δεν είχε λάβει υπόψη τις πληροφορίες από ορισμένες πιθανές συνεργαζόμενες χώρες και ότι δεν είχαν εξεταστεί τα δημόσια διαθέσιμα στοιχεία από τις εθνικές ή υπερεθνικές ενώσεις παραγωγών σε τρίτες χώρες.

    (56)

    Κατ’ αρχάς, το τελευταίο επιχείρημα, υπενθυμίζεται ότι απαιτούνται πληροφορίες ειδικά για τις εταιρείες προκειμένου να διενεργηθεί έρευνα για το επίπεδο του ντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, το εν λόγω επιχείρημα απορρίφθηκε.

    (57)

    Όσον αφορά τους ισχυρισμούς για αδικαιολόγητη πίεση που άσκησε η ένωση παραγωγών της Ένωσης προκειμένου να αποθαρρύνουν τη συνεργασία, σημειώνεται ότι δεν υποβλήθηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Επομένως, οι εν λόγω παρατηρήσεις δεν ελήφθησαν υπόψη.

    (58)

    Αυτοί οι εισαγωγείς ισχυρίστηκαν επίσης ότι, ο ετήσιος όγκος παραγωγής κεραμικών πλακιδίων στις ΗΠΑ ήταν περίπου 60 εκατ. m2 ετησίως, και όχι 600 εκατ. m2 όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 51 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού. Τούτο επαληθεύτηκε και διαπιστώθηκε ότι ήταν ορθό.

    (59)

    Όσον αφορά την καταλληλότητα των ΗΠΑ ως ανάλογης χώρας με γνώμονα το σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο παραγωγής, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αγορά των ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική —υπάρχουν πολλές εταιρείες τοπικής παραγωγής και οι ποσότητες των εισαγωγών είναι σημαντικές. Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 52 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για μη δασμολογικά εμπόδια που θα παρεμπόδιζαν σημαντικά τον ανταγωνισμό στην αγορά. Υπό αυτές τις περιστάσεις, παρά τον χαμηλότερο όγκο παραγωγής, το γενικό συμπέρασμα ότι οι ΗΠΑ είναι κατάλληλη ανάλογη χώρα παραμένει αμετάβλητο.

    (60)

    Δύο εισαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι οι μοναδιαίες τιμές πώλησης των πλακιδίων που παράγονται στις ΗΠΑ στην εγχώρια αγορά της χώρας αυτής ήταν πολύ υψηλότερες από ό,τι στην αγορά της Ένωσης και, συγκρινόμενες με τις τιμές εξαγωγής, έδειχναν την ύπαρξη πρακτικών ντάμπινγκ. Διαπιστώθηκε ότι αυτό το επιχείρημα δεν είχε σχέση με το πεδίο αυτής της διαδικασίας, εφόσον κάθε τέτοιος ισχυρισμός, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπήρχαν εκ πρώτης όψεως σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, θα μπορούσε να εξεταστεί σε βάθος μόνον σε χωριστή διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου δεν ελήφθη υπόψη.

    [...]

    (63)

    Οι εισαγωγείς αυτοί ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι οι όγκοι εξαγωγής των ΗΠΑ ήταν περιορισμένοι. Αυτό το επιχείρημα θεωρήθηκε άσχετο με την επιλογή της ανάλογης χώρας, εφόσον τα στοιχεία της ανάλογης χώρας χρησιμοποιούνται για να καθοριστεί η κανονική αξία και όχι οι τιμές εξαγωγής. Ως εκ τούτου δεν ελήφθη υπόψη.

    [...]

    (67)

    Μετά την τελική γνωστοποίηση, μια ένωση εισαγωγέων προέβαλαν διάφορους ισχυρισμούς. Πρώτον, ισχυρίστηκαν ότι ο υποτιθέμενος χαμηλός όγκος των πωλήσεων των παραγωγών των ΗΠΑ στην εγχώρια αγορά τους σε σύγκριση με τις κινεζικές εξαγωγές προς την Ένωση καθιστούσε τις ΗΠΑ ακατάλληλη αγορά ανάλογης χώρας. Ως προς αυτό, κατά την εξέταση πιθανών ανάλογων χωρών, το επίπεδο του ανταγωνισμού σε αυτές τις χώρες αποτελεί, μεταξύ άλλων, ένα από τα στοιχεία που εξετάζονται. Το να υπάρχουν παρόμοια επίπεδα εγχωρίων πωλήσεων της εγχώριας βιομηχανίας και των εισαγωγών από τη χώρα που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας δεν συνιστά προϋπόθεση για να θεωρηθεί μια χώρα κατάλληλη ως ανάλογη χώρα. Όσον αφορά αυτούς τους ισχυρισμούς, για την παρούσα έρευνα, και όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 59, διαπιστώθηκε ότι η αγορά των ΗΠΑ ήταν επαρκώς ανταγωνιστική ώστε να είναι κατάλληλη επιλογή. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται.

    (68)

    Όπως ισχυρίστηκε επίσης, η ένωση εισαγωγέων δεν θεωρούσε κατάλληλο επιχείρημα για την επιλογή των ΗΠΑ ως ανάλογης χώρας το γεγονός ότι οι εισαγωγές στην αγορά της χώρας αυτής ήταν σημαντικές. Όσον αφορά αυτόν τον ισχυρισμό, πρέπει να αναφερθεί ότι το επίπεδο των εισαγωγών είναι πράγματι ένας από τους σημαντικούς παράγοντες που εξετάζονται κατά την επιλογή κατάλληλης ανάλογης χώρας. Ο συνδυασμός της εγχώριας παραγωγής και των υψηλών όγκων εισαγωγών συμβάλλει στη δημιουργία μιας ανταγωνιστικής αγοράς όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 59. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται.

    [...]

    (70)

    Η ένωση ισχυρίστηκε επίσης ότι, επειδή οι μέσες εγχώριες τιμές πώλησης στις ΗΠΑ των κεραμικών πλακιδίων που παράγονται εγχωρίως ήταν κατά πολύ υψηλότερες από τις τιμές των εισαγωγών της Ένωσης από την Κίνα, το αμερικανικό προϊόν δεν είναι “ομοειδές προϊόν” με το εισαγόμενο προϊόν από την Κίνα. Ως προς αυτό, το γεγονός ότι αυτές οι δύο τιμές διαφέρουν δεν αποτελεί λόγο για να θεωρηθεί ότι το αμερικανικό προϊόν δεν είναι ομοειδές με το υπό εξέταση προϊόν. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 32 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, διαπιστώθηκε ότι το υπό εξέταση προϊόν και, μεταξύ άλλων, το προϊόν που παράγεται και πωλείται στην εγχώρια αγορά των ΗΠΑ έχουν τα ίδια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά, καθώς και τις ίδιες βασικές χρήσεις. Υπό αυτές τις περιστάσεις, θεωρούνται ομοειδή κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού. Επομένως, ο ισχυρισμός της ένωσης απορρίπτεται.

    (71)

    Τέλος, η ένωση ρώτησε γιατί η Ένωση δεν θεωρείτο κατάλληλη ανάλογη χώρα ελλείψει συνεργασίας από τρίτες χώρες, πλην των ΗΠΑ. Ως προς αυτό, επειδή διαπιστώθηκε ότι οι ΗΠΑ ήταν κατάλληλη ανάλογη χώρα, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 59, δεν προέκυψε η ανάγκη να εξεταστούν άλλες πιθανές κατάλληλες αγορές. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της ένωσης απορρίπτεται.

    (72)

    Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων, επιβεβαιώνεται ότι η επιλογή των ΗΠΑ ως ανάλογης χώρας ήταν κατάλληλη και εύλογη σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού, οπότε και επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 45 έως 54 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.»

    Ζητήματα και επιχειρήματα

    50.

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει τρεις ομάδες παραγόντων από τους οποίους μπορεί, κατά την κρίση του, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η επιλογή των ΗΠΑ ήταν εσφαλμένη: οι αγορές πλακιδίων των ΗΠΑ και της Κίνας διαφέρουν σημαντικά, επειδή οι κατασκευαστές των ΗΠΑ πραγματοποιούν πολύ λίγες εξαγωγές και προμηθεύουν ένα μικρό μόνο μέρος του ανώτερου τμήματος της εγχώριας αγοράς, ενώ το κατώτερο τμήμα, που καταλαμβάνει τα τρία τέταρτα της αγοράς, εφοδιάζεται κυρίως μέσω εισαγωγών· δεν προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή ερεύνησε διεξοδικώς άλλες ενδεχομένως ανάλογες χώρες (ιδιαίτερα τη Βραζιλία, την Τουρκία, τη Νιγηρία, την Ταϊλάνδη και την Ινδονησία)· επίσης, ουδεμία ένδειξη υπάρχει ότι έλαβε υπόψη άλλα δημοσιευθέντα στατιστικά στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την επιλογή της.

    51.

    Η Fliesen-Zentrum αναπτύσσει σε μεγάλο βαθμό τους ίδιους συλλογισμούς με τον γενικό εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση GLS ( 20 )και παραθέτει αναλυτικώς τα σημεία 79, 97 και 103 έως 119 των προτάσεών του στην υπόθεση αυτή. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή είχε υπόψη της επαρκείς λόγους και ότι είχε στη διάθεσή της επαρκείς πληροφορίες, ώστε να αντιληφθεί σαφώς ότι οι ΗΠΑ δεν ήταν κατάλληλη ανάλογη χώρα για τους σκοπούς των ερευνών της, παρά ταύτα όμως δεν κατέβαλε επαρκή προσπάθεια για τον καθορισμό εναλλακτικής χώρας. Τούτο, κατά την άποψη της Fliesen-Zentrum, συνιστούσε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παράβαση ιεραρχικώς ανώτερων κανόνων δικαίου, ήτοι των άρθρων 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, και 18, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

    52.

    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Fliesen-Zentrum τόνισε ότι το ντάμπινγκ δεν πρέπει να εξομοιώνεται με το κοινωνικό ντάμπινγκ, πράγμα το οποίο νομίζω ότι σήμαινε ότι ένα προϊόν δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτέλεσε αντικείμενο ντάμπινγκ, κατά την έννοια της νομοθεσίας κατά του ντάμπινγκ, όταν η τιμή του είναι χαμηλή απλώς και μόνον επειδή το κόστος εργασίας είναι χαμηλό, καθώς και ότι οι τιμές πωλήσεως των προϊόντων ΗΠΑ που πωλούνταν στις ΗΠΑ διαμορφώνονταν αναγκαίως σε σημαντικό βαθμό βάσει του κόστους εργασίας στις ΗΠΑ, το οποίο ήταν υψηλότερο αυτού στην Κίνα.

    53.

    Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι το προοίμιο τόσο του προσωρινού κανονισμού όσο και του οριστικού κανονισμού περιέχουν επαρκή στοιχεία, προκειμένου να αρθούν οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου.

    54.

    Τονίζει ότι η κατασκευασμένη κανονική αξία πρέπει να στηρίζεται σε επαληθεύσιμα και επαληθευθέντα αριθμητικά στοιχεία από μεμονωμένους παραγωγούς, και όχι σε δημοσιευθέντα μακροοικονομικά στατιστικά στοιχεία. Από το προοίμιο του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή μερίμνησε για την απόκτηση τέτοιων στοιχείων από παραγωγούς σε όλες τις παρατιθέμενες χώρες, αλλά έλαβε απαντήσεις μόνον από έναν Ταϊλανδό κατασκευαστή και δύο κατασκευαστές των ΗΠΑ, ενώ αξιοποιήσιμα ήταν μόνον τα αριθμητικά ενός εκ των κατασκευαστών από τις ΗΠΑ. Η Επιτροπή δεν έχει στη διάθεσή της κανένα μέσο για τη συγκέντρωση πληροφοριών από μη υποκείμενους σε έρευνα παραγωγούς σε τρίτες χώρες οι οποίοι αρνούνται να συνεργαστούν. Προέβη σε κάθε δυνατή ενέργεια για την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών και την εξέτασή τους με την απαιτούμενη επιμέλεια, όπως επιβάλλεται κατά την απόφαση GLS ( 21 ).

    55.

    Εν πάση περιπτώσει, ορισμένες εκ των προταθεισών χωρών (η Τουρκία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, παραδείγματος χάριν) θα ήταν ακατάλληλες για διάφορους λόγους, όπως η διαθεσιμότητα των αριθμητικών στοιχείων ή η συγκρισιμότητα των αγορών. Αντιθέτως, η αμερικανική αγορά ήταν συγκρίσιμη, όσον αφορά την αγορά, την παραγωγή και τις εισαγωγές. Η παραγωγή υπερέβη το αποδεκτό όριο του 5 % των εξαγωγών από την Κίνα προς την Ένωση. Επιπροσθέτως, τα οικεία είδη προϊόντων ήταν απολύτως συγκρίσιμα, όπως πιστοποιήθηκε με τον αριθμό ελέγχου του προϊόντος (στο εξής: ΑΕΠ).

    56.

    Η Επιτροπή, κατ’ αρχάς, συνάγει τρεις κατευθυντήριες αρχές από τη σχετική νομολογία ( 22 ). Πρώτον, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως ποιες τρίτες χώρες με οικονομία της αγοράς έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά και η Επιτροπή πρέπει να καταβάλλει επαρκή προσπάθεια για την εύρεση παραγωγών στις χώρες αυτές που είναι πρόθυμοι να συνεργαστούν. Δεύτερον, αφού εντοπίσουν τέτοιους παραγωγούς, τα θεσμικά όργανα πρέπει να επιλέξουν την κατάλληλη χώρα με εύλογο τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη οποιοδήποτε αξιόπιστο στοιχείο διαθέσιμο εκείνη τη στιγμή. Η επιλογή αυτή εμπίπτει στην ευρεία διακριτική ευχέρεια των θεσμικών οργάνων, όσον αφορά την διενέργεια περίπλοκων οικονομικών εκτιμήσεων, η οποία υπόκειται μόνο σε περιορισμένο δικαστικό έλεγχο· ειδικότερα, δεν είναι αναγκαία η απόδειξη ίδιων από κάθε άποψη συνθηκών στην ανάλογη χώρα, καίτοι η συγκρισιμότητα των μεθόδων παραγωγής και η διαθεσιμότητα πρώτων υλών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Τέλος, τα θεσμικά όργανα δεν υποχρεούνται να λάβουν υπόψη όλες τις χώρες που προτείνουν οι εμπλεκόμενοι σε διαδικασία αντιντάμπινγκ, μολονότι πρέπει να εξετάσουν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται ενώπιόν τους.

    57.

    Κατόπιν, η Επιτροπή εξετάζει τους τρεις λόγους ακυρότητας που ανέφερε το αιτούν δικαστήριο με τη σειρά, ενώ παραθέτει τα προοίμια του προσωρινού κανονισμού και του οριστικού κανονισμού ως παρέχοντα, κατά την άποψή της, επαρκή δικαιολόγηση.

    58.

    Όσον αφορά τις διαφορές μεταξύ της κινεζικής και της αμερικανικής αγοράς, το ζήτημα δεν είναι εάν οι διαφορές αυτές υπάρχουν, αλλά το εάν από αυτές προκύπτουν αμφιβολίες ως προς την καταλληλότητα των ΗΠΑ ως ανάλογης χώρας ( 23 ). Εν προκειμένω, τα υψηλά επίπεδα ανταγωνισμού και το ευρύ φάσμα των προϊόντων που είναι συγκρίσιμα με τα εξαγόμενα από την Κίνα την καθιστούν κατάλληλη επιλογή. Οι παραγωγοί των ΗΠΑ είναι ανταγωνιστικοί και η παραγωγή τους υπερβαίνει σημαντικά το 5 % των κινεζικών εξαγωγών στην Ένωση, πράγμα που το Δικαστήριο έκρινε επαρκές για την απόδειξη της συγκρισιμότητας ( 24 ).

    59.

    Εφόσον τα θεσμικά όργανα διαπιστώσουν ότι οι ΗΠΑ είναι κατάλληλη ανάλογη χώρα, παρέλκει η εξέταση εάν άλλες χώρες θα μπορούσαν να είναι ακόμη καταλληλότερες. Επομένως, οι περαιτέρω αμφιβολίες που διατύπωσε το αιτούν δικαστήριο καθίστανται αλυσιτελείς, η όμως Επιτροπή τις εξετάζει παρά ταύτα.

    60.

    Όσον αφορά την έρευνα για άλλες ενδεχομένως ανάλογες χώρες, η Επιτροπή πράγματι προσπάθησε να επικοινωνήσει με παραγωγούς σε όλες τις χώρες που προτάθηκαν από τους ενδιαφερομένους οποίους αφορά η έρευνα, ιδίως στη Βραζιλία, αλλά δεν κατέστη δυνατή η συνεργασία, ακόμη και με τη συνδρομή του δικηγόρου (ενός εξ) αυτών των ενδιαφερομένων. Η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να εξετάσει αυτεπαγγέλτως περαιτέρω πιθανές χώρες, βάσει διαθέσιμων στο κοινό στοιχείων· αφού εντοπίσει μια κατάλληλη χώρα, δεν υποχρεούται να εξετάσει άλλες πιθανότητες, τουλάχιστον εφόσον δεν έχουν προταθεί από τους ενδιαφερομένους.

    61.

    Όσον αφορά τη χρήση διαθέσιμων στο κοινό στοιχείων για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, η Επιτροπή τονίζει ότι μόνον πληροφορίες που αφορούν συγκεκριμένες εταιρίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν, καθώς και ότι γενικότερα στατιστικά στοιχεία ενδέχεται να μην αντανακλούν με ακρίβεια τις πραγματικές συναλλαγές. Τέτοια στοιχεία ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν μόνον εάν είναι αδύνατος ο εντοπισμός πρόθυμου να συνεργαστεί παραγωγού.

    Εκτίμηση

    62.

    Όπως τονίζει το αιτούν δικαστήριο, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η επιλογή ανάλογης χώρας εμπίπτει στο πεδίο της διακριτικής ευχέρειας των θεσμικών οργάνων, όσον αφορά την ανάλυση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων. Συνεπώς, η έκταση του ελέγχου από το Γενικό Δικαστήριο ή το Δικαστήριο είναι περιορισμένη.

    63.

    Πάντως, έχει επικριθεί η τάση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να προτιμούν τις ΗΠΑ ως ανάλογη χώρα ( 25 ). Η εν λόγω κριτική στηρίζεται ιδίως στο υψηλό ποσοστό υποθέσεων στις οποίες οι ΗΠΑ επιλέχθηκαν ως χώρα ανάλογη της Κίνας, παρά τη διαφορά στα επίπεδα οικονομικής αναπτύξεως μεταξύ των δύο χωρών ( 26 ), καθώς και στο ενδεχόμενο μόνον οι εξαγωγείς σε χώρες με οικονομία της αγοράς οι οποίοι έχουν υψηλότερο κόστος (υψηλότερη κανονική αξία), και όχι εξαγωγείς από χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς, να έχουν κίνητρο να συνεργαστούν, καθώς τα στοιχεία τους θα οδηγήσουν στην επιβολή υψηλότερων δασμών αντιντάμπινγκ στους ανταγωνιστές εξαγωγείς από χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς ( 27 ).

    64.

    Από την εν λόγω κριτική προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει διεξοδικά τα ζητήματα που υπόκεινται στον έλεγχό του. Συγκεκριμένα, τα ζητήματα αυτά συνίστανται στο εάν τα θεσμικά όργανα συνεκτίμησαν το σύνολο των ουσιωδών στοιχείων για την απόδειξη της καταλληλότητας της επιλεχθείσας χώρας, καθώς και στο εάν εξέτασαν τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως με τη δέουσα επιμέλεια, προκειμένου να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η κανονική αξία καθορίστηκε με κατάλληλο και εύλογο τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη ότι σκοπός του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού είναι ο καθορισμός μιας ανάλογης χώρας όπου η τιμή ενός ομοειδούς προϊόντος διαμορφώνεται υπό περιστάσεις που ομοιάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο με αυτές στη χώρα εξαγωγής ( 28 ).

    65.

    Από τη δομή της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα πρέπει, κατ’ αρχάς, να επιχειρήσουν τον καθορισμό της κανονικής τιμής βάσει στοιχείων από χώρα με οικονομία της αγοράς, και κατόπιν —και μόνον εάν αυτό δεν είναι δυνατό— στηριζόμενα σε οποιαδήποτε άλλη εύλογη βάση. Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση ουδείς υποστηρίζει ότι ήταν αδύνατος ο καθορισμός της κανονικής αξίας βάσει στοιχείων από χώρα με οικονομία της αγοράς. Αντ’ αυτού, το ζήτημα είναι εάν οι ΗΠΑ ήταν «κατάλληλη» τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς, καθώς και το εάν επιλέχθηκε με «εύλογο» τρόπο.

    66.

    Από τα προοίμια αμφοτέρων των κανονισμών προκύπτει, χωρίς να αμφισβητηθεί με τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, ότι η Επιτροπή επικοινώνησε με παραγωγούς στη Βραζιλία, στην Τουρκία, στη Νιγηρία, στην Ταϊλάνδη και στην Ινδονησία, επιπλέον των παραγωγών στις ΗΠΑ. Μόνον ένας Ταϊλανδός παραγωγός και δύο παραγωγοί των ΗΠΑ ανταποκρίθηκαν, εκ των οποίων μόνον ένας Αμερικανός παραγωγός παρέσχε επαρκή και αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με συγκρίσιμα προϊόντα. Είναι, επίσης, σαφές ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει κανένα απολύτως μέσο, προκειμένου να υποχρεώσει παραγωγούς σε οποιαδήποτε τρίτη χώρα να συνεργαστούν σε τέτοια ζητήματα. Εν προκειμένω, συμφωνώ με το επιχείρημα των θεσμικών οργάνων ότι η εκτίμησή τους πρέπει να διενεργηθεί βάσει συγκεκριμένων, επαληθεύσιμων στοιχείων που αφορούν πραγματικές συναλλαγές, και όχι βάσει διαθέσιμων στο κοινό γενικών στατιστικών στοιχείων, τα οποία ενδέχεται να μην αντανακλούν την πραγματική εικόνα. Επομένως, φαίνεται ότι η Επιτροπή πράγματι προσπάθησε σοβαρά να λάβει στοιχεία από σειρά τρίτων χωρών με οικονομία της αγοράς, καίτοι η προσπάθεια αυτή ελάχιστα τελεσφόρησε. Ήταν τούτο επαρκές;

    67.

    Τα θεσμικά όργανα υποστηρίζουν ότι, αφού απέκτησε αξιόπιστα στοιχεία (καίτοι μόνον από έναν μεμονωμένο παραγωγό) από χώρα με οικονομία της αγοράς, η Επιτροπή δεν υποχρεούτο να ερευνήσει περαιτέρω. Ωστόσο, η Fliesen-Zentrum και το αιτούν δικαστήριο κάνουν μνεία άλλων τρίτων χωρών (των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Αιγύπτου, της Μαλαισίας και της Τυνησίας) που θα μπορούσαν να έχουν ερευνηθεί αλλά δεν ερευνήθηκαν, στα δε έγγραφα που η Επιτροπή κατέθεσε στο Δικαστήριο εκτίθεται ότι η Ρωσία είχε επίσης προταθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έρευνας ως ενδεχόμενη ανάλογη χώρα. Επιπροσθέτως, από την αιτιολογική σκέψη 144 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή γνώριζε ότι «οι εισαγωγείς και οι χρήστες έχουν την εναλλακτική δυνατότητα να στραφούν προς προϊόντα προερχόμενα από τρίτες χώρες [...] εφόσον το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας κατασκευάζεται σε πολλές χώρες [...] ([...] Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Αίγυπτος, Νοτιοανατολική Ασία, [...] και άλλες)».

    68.

    Επιπλέον, πρέπει να εξεταστεί εάν οποιαδήποτε διαφορά στο επίπεδο οικονομικής αναπτύξεως μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ συνεπάγεται ότι οι ΗΠΑ δεν είναι «κατάλληλη» τρίτη χώρα για τον καθορισμό της κανονικής αξίας ή ότι επιλέχθηκε κατά τρόπο μη «εύλογο», δεδομένης της αναγκαιότητας ευρέσεως μιας ανάλογης χώρας όπου η τιμή ενός ομοειδούς προϊόντος διαμορφώνεται υπό περιστάσεις που ομοιάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο με αυτές στη χώρα εξαγωγής.

    69.

    Όσον αφορά το τελευταίο ζήτημα, η Επιτροπή προέβη σε ορισμένες επισημάνσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Αναγνώρισε ότι ένα τέτοιο κριτήριο είχε πρόσφατα θεσπιστεί στη νομοθεσία αντιντάμπινγκ ορισμένων χωρών (αναφέρθηκε στην Ινδία, τη Νότιο Αφρική και τις ΗΠΑ) αλλά όχι (ακόμη) στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου τα κριτήρια παραμένουν τα ίδια, τα οποία αρχικά βασίστηκαν σε αυτά που στο παρελθόν υιοθέτησαν οι ΗΠΑ (η Επιτροπή αναφέρθηκε στις ερμηνευτικές σημειώσεις της ΓΣΔΕ που χρονολογούνται από το 1955). Τα εν λόγω κριτήρια δεν δίνουν έμφαση στα συγκρίσιμα επίπεδα οικονομικής αναπτύξεως, αλλά στην ανάγκη χρησιμοποιήσεως τιμών που διαμορφώθηκαν σε αγορά στην οποία το υψηλό επίπεδο ανταγωνισμού δύναται να ασκήσει πτωτική πίεση. Μολονότι διεξάγεται επί του παρόντος διάλογος μεταξύ του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου ως προς το εάν πρέπει να εισαχθεί κριτήριο περί οικονομικής αναπτύξεως, καμία τέτοια τροποποίηση δεν έχει ακόμη γίνει και τα θεσμικά όργανα δεσμεύονται από τις κείμενες διατάξεις, και όχι από αυτές που ενδέχεται να θεσπιστούν στο μέλλον. Η Επιτροπή επισήμανε, επίσης, ότι, μολονότι το χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής αναπτύξεως μπορεί γενικώς να συνεπάγεται χαμηλότερο κόστος εργασίας, που διατηρεί τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα, εντούτοις συνδέεται συνήθως με μειωμένη αποτελεσματικότητα και χαμηλότερο επίπεδο τεχνολογικής αναπτύξεως, πράγμα που έχει το αντίθετο αποτέλεσμα· συνεπώς, δεν θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι από στοιχεία χώρας με υψηλότερο επίπεδο οικονομικής αναπτύξεως θα προέκυπτε οπωσδήποτε υψηλότερη κανονική αξία, απ’ ό,τι από στοιχεία χώρας με χαμηλότερο επίπεδο αναπτύξεως. Όσον αφορά ειδικότερα τη Ρωσία, η Επιτροπή εξήγησε ότι, αφενός, η χώρα αυτή είχε προταθεί πολύ αργά κατά τη διαδικασία έρευνας, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η συλλογή στοιχείων εμπροθέσμως, αφετέρου, το σύστημα διπλής τιμολογήσεως για τα ενεργειακά προϊόντα, το οποίο εφαρμόζεται εκεί μεταξύ της εγχώριας καταναλώσεως και των αγορών όπου γίνονται εξαγωγές, θα είχε ουσιωδώς δυσχεράνει τις συγκρίσεις.

    70.

    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό, κατ’ αρχάς, ότι επί του παρόντος τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν έχουν έννομη υποχρέωση να λάβουν συγκεκριμένα υπόψη το επίπεδο οικονομικής αναπτύξεως μιας ενδεχόμενης ανάλογης χώρας, σε σύγκριση με αυτό της χώρας εξαγωγής που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας. Εντούτοις, η εκ μέρους τους επιλογή ανάλογης χώρας πρέπει να είναι κατάλληλη και εύλογη. Τούτο συνεπάγεται, κατά τη γνώμη μου, ότι έχουν υποχρέωση να εξετάσουν εάν τα διαφορετικά επίπεδα οικονομικής αναπτύξεως πρέπει να ληφθούν υπόψη, καίτοι αναγνωρίζω ότι η εξέταση αυτή καθ’ εαυτή εμπίπτει στο πεδίο της διακριτικής τους ευχέρειας, όσον αφορά την ανάλυση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων.

    71.

    Περαιτέρω, φρονώ ότι τα επιχειρήματα της Επιτροπής σχετικά με τον ρόλο του ανταγωνισμού και της τεχνολογίας στη διαμόρφωση της κανονικής αξίας είναι πειστικά. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το υψηλό επίπεδο ανταγωνισμού θα ασκήσει πτωτική πίεση στις τιμές, με αποτέλεσμα στοιχεία από αγορά με υψηλό επίπεδο ανταγωνισμού να μην οδηγούν αναγκαίως σε μεγαλύτερο περιθώριο ντάμπινγκ σε σχέση με στοιχεία από χώρα με χαμηλότερο κόστος, αλλά και με χαμηλότερο επίπεδο ανταγωνισμού ( 29 ). Ομοίως, πρέπει να αναγνωριστεί ότι το υψηλότερο επίπεδο τεχνολογικής αναπτύξεως δύναται να αντισταθμίσει το χαμηλότερο κόστος εργασίας, με αποτέλεσμα το υψηλότερο κόστος εργασίας να μην μπορεί αναγκαίως να θεωρηθεί ένδειξη υψηλότερων τιμών και υψηλότερης κανονικής αξίας ( 30 ). Σαφώς, πρόκειται για ζητήματα που εμπίπτουν στην έννοια της αναλύσεως περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων.

    72.

    Τέλος, η συγκεκριμένη αιτιολογία την οποία προέβαλε η Επιτροπή για τη μη επιλογή της Ρωσίας ως ανάλογης χώρας είναι μόνο μερικώς πειστική. Η ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας δημοσιεύθηκε στις 19 Ιουνίου 2010 και, με την από 6 Αυγούστου 2010 απάντησή της, η CET ισχυρίστηκε ότι η Ρωσία θα μπορούσε να είναι κατάλληλη ανάλογη χώρα, καίτοι μόνον ως εναλλακτική των ΗΠΑ, τις οποίες προτιμούσε. Δεν είναι σαφές κατά ποιον τρόπο οι χρονικοί περιορισμοί εμπόδισαν την επέκταση των ερευνών στη χώρα αυτή, δεδομένου ότι ο προσωρινός κανονισμός εκδόθηκε μόλις στις 16 Μαρτίου 2011, καθώς και ότι η Επιτροπή ήταν σε θέση να αποστείλει ερωτηματολόγια σε παραγωγούς στις άλλες χώρες που προτάθηκαν με τις απαντήσεις στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας (ο οριστικός κανονισμός εκδόθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2011, εντός της προθεσμίας 15 μηνών που τάχθηκε με το άρθρο 6, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού). Ωστόσο, οι δυσχέρειες της συγκρίσεως στοιχείων από χώρα με σύστημα διπλής τιμολογήσεως αναμφίβολα υφίστανται πράγματι, και η Επιτροπή θα μπορούσε δικαιολογημένα να θεωρήσει ότι παρείλκε η επέκταση της έρευνας σε χώρα που προτάθηκε από την καταγγέλλουσα ως εναλλακτική, ενώ ήδη ερευνάτο η χώρα που η καταγγέλλουσα θεωρούσε ως την πλέον κατάλληλη. Μολονότι θα ήταν ενδεχομένως προτιμότερη η παράθεση αιτιολογίας για την παράλειψη αποστολής ερωτηματολογίων σε Ρώσους παραγωγούς, η παράλειψη αυτή δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να θίξει το κύρος οποιουδήποτε εκ των κανονισμών.

    73.

    Βάσει των συλλογισμών αυτών, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η επιλογή των ΗΠΑ ως ανάλογης χώρας δεν ήταν (ή τουλάχιστον δεν αποδείχθηκε ότι ήταν) προδήλως ακατάλληλη ή μη εύλογη, ελλείψει αξιοποιήσιμων στοιχείων από οποιαδήποτε άλλη τρίτη χώρα που αποδείχθηκε ότι ήταν καταλληλότερη. Καθώς η κανονική αξία πρέπει να καθοριστεί «πάνω σε κάθε άλλη λογική βάση, συμπεριλαμβανομένης της τιμής που έχει πράγματι πληρωθεί ή πρέπει να πληρωθεί στην [Ένωση] για το ομοειδές προϊόν», μόνον εφόσον η χρησιμοποίηση στοιχείων από τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς δεν είναι δυνατή, ως εκ τούτου φρονώ ότι παρέλκει η εξέταση εάν η αξιοποίηση των τιμών που καταβάλλονται ή μπορούν να καταβληθούν στην Ένωση θα ήταν ενδεχομένως καταλληλότερη.

    74.

    Παρά ταύτα, χάριν πληρότητας, θα προβώ στις ακόλουθες παρατηρήσεις. Τα περιθώρια ντάμπινγκ που καθορίστηκαν με τον οριστικό κανονισμό κυμαίνονταν από 26,3 % έως 69,7 % (αιτιολογικές σκέψεις 88 έως 93). Οι τιμές των εξαγωγών και η κανονική αξία, βάσει των οποίων υπολογίστηκαν τα εν λόγω περιθώρια ντάμπινγκ, δεν προσδιορίζονται ούτε στον προσωρινό κανονισμό ούτε στον οριστικό κανονισμό, αλλά, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 12, του βασικού κανονισμού, το περιθώριο ντάμπινγκ είναι το ποσό κατά το οποίο η κανονική αξία υπερβαίνει την τιμή εξαγωγής. Στον προσωρινό κανονισμό, όπως επιβεβαιώνεται με τον οριστικό κανονισμό, προβλέπεται ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας η μέση τιμή εισαγωγών από την Κίνα στην Ένωση ήταν 4,5 ευρώ/m2, ενώ η μέση τιμή πωλήσεων της Ένωσης εντός της Ένωσης ήταν 8,8 ευρώ/m2. Με τις προτάσεις μου στην υπόθεση C‑569/13 Bricmate, τις οποίες επίσης ανέπτυξα σήμερα, υπολόγισα ότι η ορθή μέση τιμή των εισαγωγών από την Κίνα στην Ένωση (λαμβάνοντας υπόψη ένα σοβαρό στατιστικό σφάλμα σχετικά με τον όγκο των εισαγωγών στην Ισπανία το Νοέμβριο 2009) ανέρχεται σε 5,1 ευρώ/m2. Ακόμη και επ’ αυτής της βάσεως, το ποσοστό κατά το οποίο οι τιμές πωλήσεων της Ένωσης εντός της Ένωσης υπερέβησαν τις τιμές των εισαγωγών από την Κίνα θα ήταν, κατά τον υπολογισμό μου, 72,5 % —υψηλότερο από οποιοδήποτε εκ των περιθωρίων ντάμπινγκ που καθορίστηκαν βάσει στοιχείων από τις ΗΠΑ. Συνεπώς, εάν είχε θεωρηθεί ως κανονική αξία η μέση τιμή των πωλήσεων της Ένωσης εντός της Ένωσης, τα περιθώρια ντάμπινγκ θα ήταν υψηλότερα από τα εν προκειμένω καθορισθέντα βάσει στοιχείων από τις ΗΠΑ, και συνακόλουθα οι δασμοί αντιντάμπινγκ θα ήταν υψηλότεροι από τους εν προκειμένω επιβληθέντες.

    75.

    Επομένως, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν υπέπεσαν σε σφάλμα, επιλέγοντας τις ΗΠΑ ως ανάλογη χώρα, κατά την άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας όσον αφορά την ανάλυση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων.

    Καθορισμός της κανονικής αξίας βάσει ενός μόνον παραγωγού

    Οι κανονισμοί αντιντάμπινγκ

    Ο προσωρινός κανονισμός

    76.

    Σχετικά με τη χρησιμοποίηση στοιχείων από έναν μόνον παραγωγό από τις ΗΠΑ, η αιτιολογική σκέψη 53 προβλέπει τα εξής:

    «Τα στοιχεία που υπέβαλαν στις απαντήσεις τους οι δύο συνεργαζόμενοι παραγωγοί των ΗΠΑ επαληθεύτηκαν επιτόπου. Ελήφθησαν τελικά υπόψη μόνο τα στοιχεία ενός παραγωγού στον οποίο πραγματοποιήθηκε επίσκεψη, επειδή διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για αξιόπιστα στοιχεία στα οποία μπορούσε να στηριχτεί ο υπολογισμός της κανονικής αξίας. Διαπιστώθηκε ότι τα στοιχεία του δεύτερου παραγωγού στον οποίο πραγματοποιήθηκε επίσκεψη δεν ήταν αξιόπιστα και έπρεπε να απορριφθούν, επειδή ο εν λόγω παραγωγός είχε δηλώσει μόνο μέρος των εγχωρίων πωλήσεών του, ενώ δεν υπήρχε πλήρης συμφωνία μεταξύ κόστους και λογαριασμών.»

    Ο οριστικός κανονισμός

    77.

    Στον οριστικό κανονισμό, το ζήτημα αυτό αναλύθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 61, 62, 64, 66, 69 και 74 έως 77:

    «(61)

    [Δύο] εισαγωγείς ισχυρίστηκαν [...] ότι ο συνεργαζόμενος παραγωγός των ΗΠΑ ανήκε σε ή ήταν συνδεδεμένος με παραγωγούς της Ένωσης, οπότε και η έρευνα ήταν παραπλανητική εφόσον τα στοιχεία που ελήφθησαν δεν ήταν ανεξάρτητα.

    (62)

    Υπενθυμίζεται ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο συνεργαζόμενος παραγωγός των ΗΠΑ επαληθεύτηκαν επιτόπου. Ως εκ τούτου διαπιστώθηκε ότι αυτός ο ισχυρισμός δεν είχε σχέση και δεν ελήφθη υπόψη.

    [...]

    (64)

    Τέλος αυτοί οι ίδιοι εισαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι το να τηρείται το απόρρητο όσον αφορά την ταυτότητα, τον όγκο, την αξία και την ποιότητα της παραγωγής του συνεργαζόμενου παραγωγού της ανάλογης χώρας δεν ήταν δικαιολογημένο. Υπενθυμίζεται ότι ο συνεργαζόμενος παραγωγός της ανάλογης χώρας είχε ζητήσει την τήρηση του απορρήτου φοβούμενος εμπορικά αντίποινα, και ότι αυτό το αίτημα κρίθηκε δικαιολογημένο. Επιπλέον, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ότι η κοινολόγηση οποιουδήποτε από τα στοιχεία που ζητούν οι εισαγωγείς, ακόμη και σε κλίμακες, θα μπορούσε να οδηγήσει στην ταυτοποίηση του παραγωγού της ανάλογης χώρας. Επομένως ο ισχυρισμός των εισαγωγέων δεν ελήφθη υπόψη.

    [...]

    (66)

    Επιπλέον, αυτοί οι δύο εισαγωγείς ισχυρίστηκαν επίσης ότι, επειδή ο συνεργαζόμενος παραγωγός των ΗΠΑ υποτίθεται ότι ελέγχεται από παραγωγό της Ένωσης, η επιλογή αυτής της αμερικανικής εταιρείας ως κατάλληλης ανάλογης χώρας παραγωγής είναι άκυρη. Ειδικότερα, ισχυρίστηκαν ότι η αμερικανική εταιρεία δεν είναι ανεξάρτητη από οικονομικής πλευράς και έτσι δεν μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς για το ντάμπινγκ. Οι εισαγωγείς αναφέρουν το άρθρο 2, παράγραφος 1, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού [ ( 31 ) ] ως αιτιολόγηση αυτού του ισχυρισμού. Προς απάντηση σ’ αυτόν τον ισχυρισμό, πρέπει πρώτα από όλα να αναφερθεί ότι, όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού και στην αιτιολογική σκέψη 69 κατωτέρω, ο συνεργαζόμενος παραγωγός των ΗΠΑ ζήτησε ανωνυμία και το αίτημα αυτό έγινε δεκτό. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί ή να απορριφθεί το κατά πόσον υπάρχει σχέση μεταξύ της αμερικανικής εταιρείας και ενός παραγωγού της Ένωσης. Εντούτοις, σημειώνεται ότι οι προαναφερόμενες διατάξεις του βασικού κανονισμού αφορούν τον τρόπο εξέτασης των τιμών πώλησης εταιρείας που αποτελεί αντικείμενο έρευνας όταν αυτή πραγματοποιεί πωλήσεις σε συνδεδεμένο μέρος. Αυτές οι διατάξεις δεν αφορούν το ζήτημα πιθανής σχέσης μεταξύ ενός παραγωγού ανάλογης χώρας και παραγωγού της Ένωσης. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο ισχυρισμός απορρίπτεται.

    [...]

    (69)

    Η ένωση εισαγωγέων ρώτησε επίσης εάν είχαν υποβληθεί αποδεικτικά στοιχεία από τον συνεργαζόμενο παραγωγό της ανάλογης χώρας για να αποδείξει τον κίνδυνο εμπορικών αντιποίνων, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 64. Ως προς αυτό, η αμερικανική εταιρεία τόνισε ότι υπάρχουν πολλοί κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς κεραμικών πλακιδίων στην αγορά των ΗΠΑ με τους οποίους ανταγωνίζεται η αμερικανική εταιρεία για τους ίδιους πελάτες. Υπό αυτές τις περιστάσεις, η αμερικανική εταιρεία δήλωσε ότι φοβόταν εμπορικά αντίποινα εάν κοινολογείτο η ταυτότητά της. Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν για την απόδειξη του κίνδυνου αντιποίνων, πρέπει να αναφερθεί ότι κρίθηκε εύλογος ο πιθανός κίνδυνος που απορρέει από το γεγονός ότι η αμερικανική εταιρεία, καθώς και οι κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς που δραστηριοποιούνται στην αγορά των ΗΠΑ είναι ανταγωνιστικοί για τους ίδιους πελάτες. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το αίτημα ανωνυμίας της εταιρείας έγινε δεκτό.

    [...]

    (74)

    [Δύο] εισαγωγείς τόνισαν ότι, επειδή το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού απαιτούσε να καθορίζεται η κανονική αξία με βάση τις τιμές που εφαρμόζουν «άλλοι πωλητές ή παραγωγοί», θα ήταν άκυρος ο καθορισμός της κανονικής αξίας βάσει των στοιχείων μιας μόνον εταιρείας.

    (75)

    Ως προς αυτό, υπενθυμίζεται ότι η παρούσα διαδικασία αφορά εισαγωγές από χώρα που δεν έχει οικονομία αγοράς όπου η κανονική αξία πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

    (76)

    Μετά την τελική γνωστοποίηση, μια ένωση εισαγωγέων δήλωσε ότι θεωρούσε ότι η κανονική αξία σε ανάλογη χώρα δεν μπορούσε να υπολογιστεί με βάση τα στοιχεία που παρείχε μια εταιρεία. Εντούτοις, για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 75, ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.

    (77)

    Τέλος, οι εισαγωγείς αυτοί ισχυρίστηκαν ότι το προϊόν του παραγωγού της ανάλογης χώρας δεν ήταν αντιπροσωπευτικό επειδή εξυπηρετούσε αποκλειστικά το ακριβότερο τμήμα της αγοράς. Επειδή έγινε δεκτό το αίτημα τήρησης του απορρήτου του παραγωγού της ανάλογης χώρας, αυτός ο ισχυρισμός ούτε επιβεβαιώθηκε ούτε απορρίφθηκε. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν αυτός ο ισχυρισμός ήταν ορθός, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 61 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, έγιναν προσαρμογές της κατασκευασμένης κανονικής αξίας, όπου ήταν δικαιολογημένο, για να ληφθούν υπόψη όλα τα είδη πλακιδίων, συμπεριλαμβανομένης της εμπορικής επωνυμίας μεταπώλησης. Επομένως. ο ισχυρισμός αυτός δεν θεωρήθηκε βάσιμος και ως εκ τούτου απορρίφθηκε.»

    Ζητήματα και επιχειρήματα

    78.

    Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι από διάφορες διατάξεις του βασικού κανονισμού ( 32 ), στις οποίες χρησιμοποιείται πληθυντικός αριθμός, συνάγεται ότι η κανονική αξία —ένα σημαντικό στοιχείο για τη διαπίστωση ντάμπινγκ— πρέπει να καθορίζεται βάσει στοιχείων από διάφορους παραγωγούς. Εφόσον τούτο ισχύει για χώρες με οικονομία της αγοράς, πρέπει επίσης να ισχύει για χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, προβλέπει ότι λαμβάνονται υπόψη οι τιμές σε ανάλογη χώρα, όχι οι τιμών ανάλογου παραγωγού. Η επίτευξη αντικειμενικότητας και ακρίβειας είναι ουσιωδώς δυσχερέστερη, όταν λαμβάνεται υπόψη ένας μόνον παραγωγός, και απαιτείται η επίδειξη ιδιαίτερης επιμέλειας, ιδίως όταν, όπως στην παρούσα υπόθεση, προβάλλεται το επιχείρημα ότι ο εν λόγω παραγωγός από τις ΗΠΑ ελέγχεται από παραγωγό της Ένωσης, με αποτέλεσμα να μην είναι οικονομικώς ανεξάρτητος. Εν πάση περιπτώσει, τα στοιχεία από έναν μόνο παραγωγό συναρτώνται με τις αποφάσεις που αφορούν την πολιτική συγκεκριμένης εταιρίας. Επίσης, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι η Επιτροπή δεν έκρινε αναγκαία την προσφυγή σε οποιαδήποτε εξωτερική πραγματογνωμοσύνη ως προς το ζήτημα αυτό.

    79.

    H Fliesen-Zentrum παραθέτει λεπτομερώς τα σημεία 81 έως 87 των προτάσεων στην υπόθεση GLS, ( 33 ) σχετικά με τη σημασία του καθορισμού της κανονικής αξίας και την ανάγκη αντικειμενικότητας ως προς αυτό το ζήτημα. Γενικώς, τα επιχειρήματά της αντανακλούν τους συλλογισμούς του αιτούντος δικαστηρίου, και τονίζει ότι η μη εφαρμογή του ίδιου κριτηρίου (περισσότεροι του ενός εξαγωγείς ή παραγωγοί προς σύγκριση) στην περίπτωση χωρών με οικονομία της αγοράς και χωρών χωρίς οικονομία της αγοράς παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

    80.

    Το Συμβούλιο τονίζει ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει πως το γεγονός της υπάρξεως μόνον ενός παραγωγού σε μια χώρα δεν συνεπάγεται ότι αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ανάλογη χώρα ( 34 ). Η χρήση του πληθυντικού αριθμού στον βασικό κανονισμό πρέπει να θεωρηθεί ως γενική και αόριστη ένδειξη, από την οποία δεν απορρέει αναγκαίως η υποχρέωση συλλογής στοιχείων από πλείονες εξαγωγείς ή παραγωγούς· πράγματι, σε ορισμένες διατάξεις υπάρχει εναλλαγή μεταξύ ενικού και πληθυντικού αριθμού. Επιπλέον, παρέλκει η αναφορά σε περισσότερους παραγωγούς, εάν τα αριθμητικά στοιχεία από έναν μεμονωμένο παραγωγό είναι αντιπροσωπευτικά. Πάγια πρακτική των θεσμικών οργάνων είναι να επικοινωνούν με το σύνολο των παραγωγών στην επίμαχη χώρα και να χρησιμοποιούν τα στοιχεία από το σύνολο των απαντήσεων που λαμβάνονται, όσες και αν είναι αυτές, ακόμη και αν έχει ληφθεί μια μόνον απάντηση. Η προστασία των εμπιστευτικών στοιχείων του παραγωγού είναι ουσιώδης για την εξασφάλιση συνεργασίας. Κανένα πραγματικό στοιχείο δεν συνηγορεί υπέρ του επιχειρήματος ότι τα αριθμητικά στοιχεία του παραγωγού ΗΠΑ μπορεί να επηρεάστηκαν από τη μητρική εταιρία στην Ένωση, εάν αυτή υπάρχει, αλλά εν πάση περιπτώσει η πρακτική της Επιτροπής συνίσταται στην αποκλειστική χρησιμοποίηση αριθμητικών στοιχείων σχετικά με πωλήσεις σε ανεξάρτητους τρίτους.

    81.

    Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η κανονική αξία μπορεί να κατασκευαστεί με πιο αξιόπιστο τρόπο βάσει αριθμητικών στοιχείων από σειρά παραγωγών στην ανάλογη χώρα. Ωστόσο, τούτο δεν είναι πάντα δυνατόν και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν διαθέτουν κανένα μέσο προκειμένου να απαιτήσουν τη συνεργασία. Μη παραγωγοί σε τρίτη χώρα τους οποίους δεν αφορά η έρευνα δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο κίνητρο συνεργασίας, σε αντίθεση με άλλους παραγωγούς σε χώρα υποκείμενη σε έρευνα, οι οποίοι έχουν κάθε λόγο να παράσχουν τα αριθμητικά στοιχεία τους, προκειμένου να μην αξιολογηθούν οι ίδιοι, κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, βάσει των ήδη γνωστών πραγματικών περιστατικών.

    82.

    Στην υπό κρίση υπόθεση μόνον ένας παραγωγός ΗΠΑ παρέσχε αξιοποιήσιμα στοιχεία. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι υπάρχει ένας και μόνον παραγωγός σε μια τρίτη χώρα δεν συνεπάγεται ότι απαγορεύεται η χρησιμοποίηση των στοιχείων του εν λόγω παραγωγού για την κατασκευή της κανονικής αξίας· το αυτό πρέπει να ισχύει, σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι παραγωγοί, αλλά μόνον ένας συνεργάζεται. Σημασία έχει εάν οι επίμαχες τιμές προκύπτουν από ανταγωνιστικές δυνάμεις. Οι παρατεθείσες από το αιτούν δικαστήριο διατάξεις, στις οποίες γίνεται χρήση του πληθυντικού αριθμού, αντανακλούν την ιδανική κατάσταση, αλλά όχι αναγκαίως το πράγματι εφικτό. Επιπροσθέτως, οι εν λόγω διατάξεις ορίζουν τις ενδεχόμενες εναλλακτικές μεθόδους, όπως προκύπτει από την έκφραση «είναι δυνατό»· το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, προβλέπει τη χρησιμοποίηση αριθμητικών στοιχείων σχετικά με «τον εκάστοτε εξαγωγέα ή παραγωγό», στον ενικό.

    83.

    Ωσαύτως δεν προκύπτει οποιοδήποτε ζήτημα άνισης μεταχειρίσεως· ο καθορισμός της κανονικής αξίας στην υπό έρευνα χώρα και σε ανάλογη τρίτη χώρα είναι δύο εντελώς διαφορετικές καταστάσεις, στις οποίες δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι ίδιες μέθοδοι.

    84.

    Ο κίνδυνος οι τιμές από μεμονωμένο παραγωγό να έχουν υπέρμετρα επηρεαστεί από την ατομική κατάσταση του συγκεκριμένου παραγωγού είναι αμελητέος, ανεξαρτήτως του εάν ο εν λόγω παραγωγός ελέγχεται από παραγωγό της Ένωσης ή όχι ( 35 ), αφού οι τιμές που χρησιμοποιούνται πρέπει να καλύπτουν μεγάλο αριθμό συναλλαγών σε ανταγωνιστική αγορά, και οποιεσδήποτε τιμές στο πλαίσιο ενδοομιλικών συναλλαγών πρέπει να προσαρμόζονται αντιστοίχως.

    85.

    Τέλος, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν προσέφυγε σε εξωτερική πραγματογνωμοσύνη είναι άνευ σημασίας· η Επιτροπή δεν χρησιμοποιεί ποτέ εξωτερικούς πραγματογνώμονες σε έρευνες αυτού του είδους, λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα των στοιχείων.

    Εκτίμηση

    86.

    Εάν κριθεί ότι η επιλογή των ΗΠΑ ως ανάλογης χώρας ενέχει πλάνη σε τέτοιο βαθμό, ώστε να πρέπει να κηρυχθεί άκυρος o επίμαχος κανονισμός για τον συγκεκριμένο λόγο, θα παρέλκει η εξέταση του εν λόγω ζητήματος.

    87.

    Ωστόσο, εάν το Δικαστήριο αποφανθεί, όπως προτείνω, ότι τούτο δεν ισχύει, ουσιαστικώς πρέπει να εξεταστούν τρία ζητήματα: κατ’ αρχάς, η Επιτροπή μπορεί να καθοριστεί η κανονική αξία βάσει στοιχείων από έναν μόνον παραγωγό; δεύτερον, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, εξακολουθεί τούτο να ισχύει, ακόμη και αν ο επίμαχος παραγωγός συνδέεται με παραγωγό της Ένωσης; τρίτον, θα έπρεπε η Επιτροπή να έχει ζητήσει εξωτερική πραγματογνωμοσύνη;

    88.

    Εξετάζοντας κατ’ αρχάς το τρίτο —και, κατά την άποψή μου, απλούστερο— ζήτημα, φρονώ ότι δεν υφίστανται βαρύνοντες λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι έπρεπε να είχε ζητηθεί εξωτερική πραγματογνωμοσύνη. Η Fliesen-Zentrum και το αιτούν δικαστήριο έχουν προσδώσει αδικαιολόγητη, κατά τη γνώμη μου, σημασία σε έναν συνήθη υπότιτλο που υπάρχει στην αιτιολογική έκθεση οποιασδήποτε προτάσεως της Επιτροπής για έκδοση κανονισμού από το Συμβούλιο. Ελλείψει συγκεκριμένου λόγου που επιτρέπει να υποτεθεί το αντίθετο (και ουδεμία ένδειξη οποιουδήποτε τέτοιου λόγου έχει παρασχεθεί ή προκύπτει στην υπό κρίση υπόθεση), τα θεσμικά όργανα πρέπει, κατ’ αρχήν, να λογίζονται ως έχοντα αφ’ εαυτών τη δυνατότητα επαρκούς εκτιμήσεως των στοιχείων.

    89.

    Δεν αμφισβητείται από τους μετέχοντες στη διαδικασία ότι είναι πάντα προτιμότερο και πιο αξιόπιστο να στηριχθεί ο καθορισμός της κανονικής αξίας σε στοιχεία από ευρύ φάσμα παραγωγών. Πάντως, με την απόφαση Rotexchemie, το Δικαστήριο έκρινε ότι «απλώς και μόνον το γεγονός ότι στη χώρα αναφοράς υφίσταται ένας μόνον παραγωγός δεν αποκλείει, από μόνο του, το να είναι οι τιμές στη χώρα αυτή το αποτέλεσμα πραγματικού ανταγωνισμού, εφόσον τέτοιου είδους ανταγωνισμός μπορεί κάλλιστα να απορρέει, ελλείψει ελέγχου των τιμών, από την ύπαρξη σημαντικών εισαγωγών προελεύσεως άλλων χωρών» ( 36 ).

    90.

    H παρούσα υπόθεση είναι κατά βάση λιγότερο όμοια με την υπόθεση Rotexchemie, στην οποία υπήρχε μόνον ένας παραγωγός στην ανάλογη χώρα, σε αντίθεση προς την κατάσταση κατά την οποία μόνον ένας συνεργάζεται λυσιτελώς, ενώ οι υπόλοιποι αρνούνται, απ’ ό,τι με την υπόθεση Ferchimex, επί της οποίας το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι: «[...] η Potacan είναι ο μόνος Καναδός παραγωγός που δέχθηκε τελικά να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής και να συνεργαστεί στο πλαίσιο της διαδικασίας. Ειδικότερα, ο μεγαλύτερος Καναδός παραγωγός που είναι εγκατεστημένος στο Saskatchewan, η PCS, [...] [αρνήθηκε] να συνεργαστεί και περιορίστηκε να παράσχει ορισμένα στοιχεία που ήταν γνωστά δημοσίως και τα οποία ήταν ανεπαρκή για τον καθορισμό της κανονικής αξίας. [...] [Η] προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η Επιτροπή δεν παρέλειψε καμία προσπάθεια για να συγκεντρώσει άλλα στοιχεία εκτός της Potacan που αφορούν την καναδική αγορά. […] Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο Καναδάς αποτελούσε την κατάλληλη χώρα αναφοράς και ότι η Επιτροπή δεν είχε άλλη επιλογή από το να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία που προέρχονταν από την Potacan» ( 37 ).

    91.

    Η προπαρατεθείσα απόφαση δεν είναι βεβαίως δεσμευτική για το Δικαστήριο, αλλά, δεδομένου ότι δεν ασκήθηκε έφεση κατ’ αυτής, έχει κάποια βαρύτητα.

    92.

    Στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να εξεταστούν οι εναλλακτικές επιλογές που ενδεχομένως διέθεταν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Έχω ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπήρχε μικρή πραγματική πιθανότητα ευρέσεως μιας προδήλως καταλληλότερης ανάλογης χώρας, με πλείονες παραγωγούς πρόθυμους να συνεργαστούν στην έρευνα ( 38 ). Θα μπορούσαν έχουν ερωτηθεί περισσότεροι παραγωγοί στις ΗΠΑ; Από την αιτιολογική σκέψη 48 του προσωρινού κανονισμού μπορεί να συναχθεί ότι υπήρξε επικοινωνία με περισσότερους από δύο παραγωγούς των ΗΠΑ, καθώς τονίζεται ότι «μόνο δύο παραγωγοί του υπό εξέταση προϊόντος στις ΗΠΑ απάντησαν στο ερωτηματολόγιο», και από τον φάκελο της υποθέσεως ουδόλως προκύπτει ότι ο αριθμός των παραγωγών με τους οποίους υπήρξε επικοινωνία ήταν ανεπαρκής. Αφού δεν θα μπορούσε να έχει βρεθεί καταλληλότερη ανάλογη χώρα, και δεν θα μπορούσαν να κληθούν να απαντήσουν στα ερωτηματολόγια άλλοι παραγωγοί στην εν λόγω χώρα, προκύπτει ότι οι μόνες επιλογές ήταν είτε η στήριξη του καθορισμού της κανονικής αξίας στα στοιχεία τα οποία παρέσχε ο μόνος παραγωγός ΗΠΑ που απάντησε επαρκώς ή η επιλογή «κάθε άλλης λογικής βάσεως», εκ των οποίων βάσεων θα είχε χρησιμοποιηθεί μόνον η τιμή που έχει πληρωθεί ή πρέπει να πληρωθεί στην Ένωση. Όσον αφορά τη δεύτερη εξ αυτών των επιλογών, υπολόγισα ανωτέρω ( 39 ) ότι κάλλιστα θα μπορούσε να έχει οδηγήσει σε υψηλότερα περιθώρια ντάμπινγκ.

    93.

    Τέλος, όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, το Δικαστήριο δεν διαθέτει επαρκείς πληροφορίες. Τα θεσμικά όργανα αρνούνται να δηλώσουν εάν ο επίμαχος παραγωγός ΗΠΑ συνδέεται ή δεν συνδέεται οικονομικώς με (φερόμενο ως Ιταλό) παραγωγό της Ένωσης και, ενώ κατά τα φαινόμενα η Fliesen-Zentrum και/ή οι παραγωγοί που μετέσχαν στην έρευνα μπορούσαν να προσδιορίσουν την ταυτότητα του εν λόγω παραγωγού, η ταυτότητά του δεν προσδιορίστηκε ούτε με τα δικόγραφα που κατατέθηκαν ούτε με τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο.

    94.

    Η Επιτροπή δέχθηκε να παράσχει ορισμένες πληροφορίες (καίτοι όχι ρητώς αυτή τη συγκεκριμένη πληροφορία) στο Δικαστήριο, υπό την προϋπόθεση της τηρήσεως απορρήτου έναντι της Fliesen-Zentrum. Ωστόσο, φαίνεται πως επί του παρόντος ουδεμία διάταξη υπάρχει στον Κανονισμό Διαδικασίας που θα παρείχε τέτοια δυνατότητα στο Δικαστήριο ( 40 ). Η μεταχείριση εγγράφων ως εμπιστευτικών προβλέπεται μόνο έναντι των παρεμβαινόντων σε δίκες επί απευθείας προσφυγών και αιτήσεων αναιρέσεως (άρθρα 131, παράγραφος 2, και 190, παράγραφος 1). Η Επιτροπή υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι επρόκειτο περί προσφυγής ακυρώσεως υπό τη μορφή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως και ότι, ελλείψει ρητής διατάξεως στον Κανονισμό του Διαδικασίας, το Δικαστήριο δύναται να προβεί σε ad hoc ερμηνεία της αποφάσεώς του στην υπόθεση Kadi II ( 41 ), υπό το πρίσμα επίσης του άρθρου 339 ΣΛΕΕ (το οποίο επιβάλλει την υποχρέωση τηρήσεως απορρήτου στα μέλη θεσμικών οργάνων και στους υπαλλήλους της Ένωσης) και του άρθρου 19, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.

    95.

    Ωστόσο, ελλείψει (επί του παρόντος) οποιασδήποτε ρητής διατάξεως στον Κανονισμό Διαδικασίας που να επιτρέπει τη μεταχείριση εγγράφων ως εμπιστευτικών στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, φρονώ ότι η προσέγγιση αυτή δεν θα ήταν ορθή.

    96.

    Εφόσον οι πληροφορίες δεν μπορούν να παρασχεθούν εμπιστευτικώς, φρονώ ότι αφετηρία πρέπει να αποτελέσει το τεκμήριο ότι ο παραγωγός ΗΠΑ πράγματι συνδεόταν οικονομικώς με παραγωγό της Ένωσης, ενώ πρέπει να εξεταστεί εάν το γεγονός αυτό μπορεί να θίξει το κύρος του καθορισμού της κανονικής αξίας. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, παρέλκει η περαιτέρω εξέταση του ζητήματος εάν απαιτείται η πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες.

    97.

    Τα θεσμικά όργανα διατείνονται ότι μερίμνησαν, ως συνήθως, προκειμένου να χρησιμοποιήσουν μόνο στοιχεία αφορώντα πωλήσεις σε μη συνδεδεμένους πελάτες. Συναφώς, φρονώ ότι δεν είναι αναγκαίο να ζητηθεί η γνωστοποίηση πληροφοριών τις οποίες τα θεσμικά όργανα δεν θα ήθελαν να αποκαλύψουν στη Fliesen-Zentrum. Δεδομένου του επιχειρήματος της τελευταίας ότι τα χρησιμοποιηθέντα στοιχεία οδήγησαν σε τεχνητώς υψηλή κανονική αξία, δεν είναι εύλογο να ελήφθησαν υπόψη πωλήσεις σε συνδεδεμένους πελάτες. Αν μη τι άλλο, τούτο θα μπορούσε να μειώσει την υπολογιζόμενη κανονική αξία, καθώς θα φαινόταν λογικότερο, υπό κανονικές συνθήκες, συνδεδεμένοι πελάτες να τυγχάνουν ευνοϊκών όρων.

    98.

    Το δεύτερο ζήτημα που τίθεται είναι το εξής: είναι δυνατόν το κόστος παραγωγής εγκατεστημένης εντός των ΗΠΑ θυγατρικής ενός παραγωγού της Ένωσης ή οι τιμές αυτή που χρεώνει, να είναι τεχνητά διογκωμένες σε σύγκριση με το κόστος ή τις τιμές ενός ανεξάρτητου παραγωγού των ΗΠΑ; Πράγματι, τούτο φαίνεται μάλλον απίθανο, εάν σκοπός είναι η πραγματοποίηση μιας επιτυχούς εμπορικής συναλλαγής σε ανταγωνιστική αγορά (και, εκτός και αν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία περί του αντιθέτου, αυτός μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ο σκοπός του παραγωγού των ΗΠΑ). Η Επιτροπή έλεγξε τα στοιχεία του παραγωγού επί τόπου, και φαίνεται ότι ο έλεγχος ήταν διεξοδικός, καθώς τα στοιχεία από τον άλλον παραγωγό απορρίφθηκαν ως αναξιόπιστα ( 42 ). Δεδομένης της σημασίας που αποδίδουν τα θεσμικά όργανα στην απόκτηση στοιχείων από αγορά με υψηλό ανταγωνισμό, φαίνεται απίθανο μια μη ανταγωνιστική εμπορική πολιτική να διέφυγε έναν τόσο αυστηρό έλεγχο.

    99.

    Στην υπό κρίση υπόθεση, ουδείς συγκεκριμένος λόγος αναπτύχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου από τον οποίο να προκύπτει ότι παραγωγός των ΗΠΑ συνδεδεμένος με παραγωγό της Ένωσης (υποθέτοντας ότι ο εν λόγω σύνδεσμος αποδείχθηκε) θα ήταν πιθανό να πωλεί σε υψηλότερες τιμές στην αμερικανική αγορά απ’ ό,τι παραγωγός χωρίς οποιονδήποτε τέτοιον σύνδεσμο.

    100.

    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, φρονώ ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί δικαιολογημένα να κρίνει ότι ο επίμαχος κανονισμός είναι άκυρος λόγω του ότι η κανονική αξία υπολογίσθηκε βάσει στοιχείων από έναν και μόνον παραγωγό, ανεξαρτήτως του εάν ο εν λόγω παραγωγός συνδεόταν με οποιονδήποτε τρόπο με παραγωγό της Ένωσης.

    Υποχρέωση αιτιολογήσεως και δικαιώματα άμυνας, όσον αφορά τον υπολογισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας

    Ο προσωρινός κανονισμός

    101.

    Ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάστηκε η κανονική αξία βάσει των στοιχείων από τον παραγωγό των ΗΠΑ περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 56 έως 58 και 61:

    «(56)

    Οι εγχώριες πωλήσεις ομοειδούς προϊόντος του παραγωγού των ΗΠΑ διαπιστώθηκε ότι ήταν αντιπροσωπευτικές από άποψη όγκου σε σύγκριση με το υπό εξέταση προϊόν που εξάγεται στην Ένωση από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς.

    (57)

    Κατά την περίοδο της έρευνας, διαπιστώθηκε ότι οι πωλήσεις στην εγχώρια αγορά σε μη συνδεδεμένους πελάτες πραγματοποιήθηκαν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις για όλα τα είδη του ομοειδούς προϊόντος που κατασκευάστηκε από τον παραγωγό των ΗΠΑ. Ωστόσο, λόγω των διαφορών ποιότητας μεταξύ του ομοειδούς προϊόντος που παράγεται και πωλείται στις ΗΠΑ και του υπό εξέταση προϊόντος που εξάγεται από την Κίνα στην Ένωση, για ορισμένα είδη του προϊόντος κρίθηκε καταλληλότερο να κατασκευαστεί η κανονική αξία προκειμένου να ληφθούν υπόψη αυτές οι διαφορές και να εξασφαλιστεί δίκαιη σύγκριση όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 61.

    (58)

    Για να κατασκευαστεί η κανονική αξία, στο κόστος κατασκευής του παραγωγού των ΗΠΑ προστέθηκαν τα έξοδα Π&ΓΔ [ ( 43 ) ] και το κέρδος αυτού του παραγωγού. Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, τα ποσά για τα έξοδα Π&ΓΔ και το κέρδος υπολογίσθηκαν με βάση τα πραγματικά στοιχεία του παραγωγού των ΗΠΑ για την παραγωγή και τις πωλήσεις του, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, του ομοειδούς προϊόντος.

    [...]

    (61)

    Προκειμένου να εξασφαλιστεί η δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, πραγματοποιήθηκαν οι δέουσες προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που επηρεάζουν τις τιμές και τη συγκρισιμότητα των τιμών, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού. Η κανονική αξία προσαρμόστηκε για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές χαρακτηριστικών —λόγω κυρίως της σήμανσης ΚΑΕ [ ( 44 ) ] και διαφορών ποιότητας για ορισμένα είδη που δεν κατασκευάζονται από τον παραγωγό της ανάλογης χώρας— για το χαμηλότερο κόστος πλακιδίων τα οποία δεν αποτελούνται από πορσελάνη. Έγιναν περαιτέρω προσαρμογές, όπου κρίθηκε σκόπιμο, όσον αφορά τα έξοδα θαλάσσιας μεταφοράς, ασφάλισης, διεκπεραίωσης, καθώς και τα παρεπόμενα έξοδα, το κόστος συσκευασίας, το κόστος πίστωσης, τα τραπεζικά τέλη και τις προμήθειες, σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα έξοδα αυτά θεωρήθηκαν λογικά, ακριβή και αποδεδειγμένα με επαληθευμένα στοιχεία.»

    Ο οριστικός κανονισμός

    102.

    Ο υπολογισμός της κατασκευασμένης κανονικής αξίας παρουσιάστηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 73, 77, 86 και 87:

    «(73)

    Δύο εισαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι, χωρίς στοιχεία για την παραγωγή του παραγωγού των ΗΠΑ όσον αφορά τον όγκο, τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν μπορούσαν να επαληθεύσουν κατά πόσον μπορούσε να υπάρχει, λόγω οικονομιών κλίμακας, σημαντική διαφορά στο κόστος παραγωγής του παραγωγού των ΗΠΑ σε σύγκριση με τους κινέζους παραγωγούς του δείγματος οι οποίοι παρήγαν ετησίως πάνω από 10 εκατ. m2 κεραμικών πλακιδίων. Αυτοί οι εισαγωγείς ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι οι όγκοι παραγωγής του παραγωγού της ανάλογης χώρας και των κινέζων παραγωγών δεν ήταν συγκρίσιμοι, λόγω του χαμηλότερου όγκου παραγωγής του παραγωγού της ανάλογης χώρας ή στην ανάλογη χώρα. Υπενθυμίζεται ότι ο όγκος παραγωγής του συνεργαζόμενου παραγωγού της ανάλογης χώρας είναι απόρρητος και επομένως δεν μπορεί να κοινολογηθεί. Υπενθυμίζεται επίσης ότι ο κινεζικός βιομηχανικός κλάδος είναι ιδιαίτερα κατακερματισμένος και συνίσταται κυρίως σε ΜΜΕ. Επομένως, διαπιστώθηκε ότι αυτά τα επιχειρήματα ήταν αβάσιμα.

    [...]

    (77)

    Τέλος, οι εισαγωγείς αυτοί ισχυρίστηκαν ότι το προϊόν του παραγωγού της ανάλογης χώρας δεν ήταν αντιπροσωπευτικό επειδή εξυπηρετούσε αποκλειστικά το ακριβότερο τμήμα της αγοράς. Επειδή έγινε δεκτό το αίτημα τήρησης του απορρήτου του παραγωγού της ανάλογης χώρας, αυτός ο ισχυρισμός ούτε επιβεβαιώθηκε ούτε απορρίφθηκε. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν αυτός ο ισχυρισμός ήταν ορθός, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 61 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, έγιναν προσαρμογές της κατασκευασμένης κανονικής αξίας, όπου ήταν δικαιολογημένο, για να ληφθούν υπόψη όλα τα είδη πλακιδίων, συμπεριλαμβανομένης της εμπορικής επωνυμίας μεταπώλησης. Επομένως. ο ισχυρισμός αυτός δεν θεωρήθηκε βάσιμος και ως εκ τούτου απορρίφθηκε.

    [...]

    (86)

    Μετά την τελική γνωστοποίηση, ένας παραγωγός εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι, επειδή η κανονική αξία στηριζόταν σε στοιχεία ενός παραγωγού στην ανάλογη χώρα και συνεπώς δεν ήταν δυνατόν να γνωστοποιηθούν τα ακριβή στοιχεία για λόγους τήρησης του απορρήτου, επιβαλλόταν να πραγματοποιηθούν προσαρμογές, όπου ήταν σκόπιμο, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συγκρισιμότητα του προϊόντος για λόγους υπολογισμού του ντάμπινγκ. Ως προς αυτό, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 61 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, έγιναν προσαρμογές, όπου ήταν αναγκαίο, για να εξασφαλιστεί δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής.

    (87)

    Μετά την τελική γνωστοποίηση, δύο εισαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι ο συνεργαζόμενος παραγωγός των ΗΠΑ εξυπηρετεί αποκλειστικά το ακριβότερο τμήμα της αγοράς κεραμικών πλακιδίων, ενώ οι κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς καλύπτουν το φθηνότερο τμήμα της αγοράς. Για να εξασφαλιστεί δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, αυτοί οι εισαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι δεν τους γνωστοποιήθηκαν οι αναγκαίες προσαρμογές δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού. Σχετικά με αυτό, σημειώνεται ότι η αιτιολογική σκέψη 61 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού εξηγεί τις προσαρμογές που έγιναν ώστε να διασφαλιστεί δίκαιη σύγκριση.»

    Ζητήματα και επιχειρήματα

    103.

    Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι, κατά την κατασκευή της κανονικής αξίας βάσει των τιμών των παραγωγών ΗΠΑ, έγιναν τροποποιήσεις προκειμένου να ληφθούν υπόψη διαφορές ως προς την ποιότητα, τα χαρακτηριστικά της εμπορικής προωθήσεως και τις διαφοροποιήσεις του κόστους. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, «εναπόκειται στα θεσμικά όργανα να στηριχτούν, εφόσον εκτιμούν ότι οφείλουν να προβούν σε προσαρμογή [...], σε αποδείξεις ή τουλάχιστον σε ενδείξεις, επιτρέπουσες να αποδειχθεί η συνδρομή του παράγοντα δυνάμει του οποίου πραγματοποιείται η προσαρμογή και να προσδιοριστεί η επίπτωσή του επί της συγκρισιμότητας των τιμών» ( 45 ). Καίτοι ο λόγος των προσαρμογών πρέπει να μπορεί να αποδειχθεί και, ως εκ τούτου, οι προσαρμογές αυτές καθ’ εαυτές πρέπει να είναι επαληθεύσιμες, τούτο δεν δύναται εν προκειμένω να προκύψει από τα πληροφοριακά στοιχεία που εκτίθενται στον προσωρινό ή στον οριστικό κανονισμό, ούτε από αυτά που παρασχέθηκαν κατά την έρευνα. Ακόμη και αν είναι αναγκαία η προστασία της εμπιστευτικότητας των στοιχείων που προέρχονται από τον παραγωγό των ΗΠΑ, το άρθρο 296 ΣΛΕΕ προβλέπει την υποχρέωση επαρκούς αιτιολογήσεως οποιασδήποτε νομικής πράξεως. Δεδομένου ότι ο καθορισμός της κανονικής αξίας είναι θεμελιώδης ενέργεια για την απόδειξη της υπάρξεως ντάμπινγκ, η αιτιολόγηση ενός μέτρου κατά του ντάμπινγκ έχει ιδιαίτερη σημασία, και θίγονται τα δικαιώματα άμυνας που προβλέπονται στα άρθρα 20 και 21, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, εάν οι ενδιαφερόμενοι διαθέτουν μόνον αόριστες πληροφορίες ως προς το πώς ακριβώς καθορίστηκε η κανονική αξία, με αποτέλεσμα να μην μπορούν εν να υποβάλουν ουσία βάσιμες παρατηρήσεις.

    104.

    Οι παρατηρήσεις της Fliesen-Zentrum ταυτίζονται κατά βάση, εκ νέου, με το σκεπτικό του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο τονίζει την αοριστία και την αναξιοπιστία των στοιχείων, όπως εκτίθενται στον προσωρινό και στον οριστικό κανονισμό.

    105.

    Το Συμβούλιο τονίζει την αναγκαιότητα για την τήρηση εμπιστευτικότητας έναντι των συνεργαζομένων παραγωγών σε ανάλογες τρίτες χώρες. Η αποκάλυψη οποιασδήποτε εκ των λεπτομερειών που η Fliesen-Zentrum ισχυρίζεται ότι θα έπρεπε να έχουν αποκαλυφθεί θα αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση της εμπιστευτικότητας αυτής. Επιπροσθέτως, οι απαιτούμενες προσαρμογές κατά τον καθορισμό της κανονικής αξίας είναι εντός του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων, όσον αφορά περίπλοκες οικονομικές καταστάσεις, και ουδείς λόγος προβλήθηκε για να αποδειχθεί ότι προέβησαν σε κατάχρηση της εξουσίας τους εκτιμήσεως. Τέλος, οι προσαρμογές ευνόησαν τους παραγωγούς των οποίων τα προϊόντα υπέκειντο σε δασμό αντιντάμπινγκ· όταν δεν υπάρχουν αρνητικές συνέπειες, η υποχρέωση αιτιολογήσεως είναι λιγότερο αυστηρή, και ως εκ τούτου τηρήθηκε στην υπό κρίση υπόθεση.

    106.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι η αιτιολογία του οριστικού κανονισμού πληροί τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί στη νομολογία και, δεύτερον, ότι η Fliesen-Zentrum δεν απολαύει οποιουδήποτε «δικαιώματος άμυνας», αλλά ότι, εν πάση περιπτώσει, ουδέν τέτοιο δικαίωμα προσεβλήθη.

    107.

    Όσον αφορά την αιτιολογία, η Επιτροπή επικαλείται τη γενική υποχρέωση, όπως αυτή ορίζεται στην απόφαση Petrotub ( 46 ), πριν επισημάνει ότι με την απόφαση Beus ( 47 ) το Δικαστήριο έκρινε ότι το προοίμιο ενός κανονισμού που έχει προορισμό να τύχει γενικής εφαρμογής «είναι δυνατό να περιορίζεται στην περιγραφή της γενικής καταστάσεως που οδήγησε στην έκδοσή του, αφενός, και στους γενικούς σκοπούς που επιδιώκει αφετέρου. Συνεπώς, δεν είναι δυνατό να απαιτείται να εκθέτει τα διάφορα πραγματικά περιστατικά, τα οποία πολύ συχνά είναι πολυάριθμα και σύνθετα, και βάσει των οποίων εκδόθηκε ο κανονισμός, ή, κατά μείζονα λόγο, να παραθέτει μια κατά το μάλλον ή ήττον πλήρη εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών». Με την απόφαση Petrotub ( 48 ) το Δικαστήριο έκρινε ότι, επισημαίνοντας απλώς και μόνον ότι «διαπιστώθηκε ότι οι πωλήσεις που έγιναν με αντιστάθμιση είχαν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων», το Συμβούλιο δεν είχε εκθέσει επαρκή αιτιολογία· δεν είχε αιτιολογήσει τη διαπίστωσή του ότι οι χρεωθείσες για τις εν λόγω πωλήσεις τιμές δεν είχαν επηρεαστεί από τη σχέση μεταξύ των μερών· δεν είχε παράσχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση εάν οι εν λόγω τιμές ελήφθησαν ορθώς υπόψη κατά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, ή εάν ενδεχομένως υπήρχε πλημμέλεια που έθιγε τη νομιμότητα του προσβαλλομένου κανονισμού· επίσης, είχε εμποδίσει το Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του και να κρίνει εάν ενδεχομένως είχε υπάρξει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Πάντως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι κατά την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να λαμβάνεται, επίσης, υπόψη η υποχρέωση σεβασμού των εμπορικών απορρήτων, όπως ορίζεται στο άρθρο 339 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 19 του βασικού κανονισμού. Ειδικότερα, το άρθρο 19, παράγραφος 4, του τελευταίου διακρίνει μεταξύ της αποκαλύψεως πληροφοριών γενικού χαρακτήρα, η οποία δεν απαγορεύεται, και της αποκαλύψεως συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων, η οποία οριοθετείται αυστηρά. Τέλος, είναι απαραίτητη η αξιολόγηση της αιτιολογίας εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, το οποίο, στην υπό κρίση υπόθεση, περιλαμβάνει το σύνολο του περιεχομένου του μη απόρρητου φακέλου, στον οποίο είχαν πρόσβαση τα ενδιαφερόμενα μέρη.

    108.

    Η Επιτροπή διατείνεται ότι οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις εκπληρώθηκαν στο σύνολό τους στην υπό κρίση υπόθεση, ιδίως με τις αιτιολογικές σκέψεις 56 έως 58 και 61 του προσωρινού κανονισμού, στις οποίες παρέπεμψε ο οριστικός κανονισμός. Το γεγονός και μόνον ότι δεν παρέχονται συγκεκριμένα ή κατά προσέγγιση στοιχεία δεν συνεπάγεται την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως· οι πληροφορίες επαρκούν, προκειμένου το Δικαστήριο να ζητήσει την προσκόμιση όποιου εμπιστευτικού στοιχείου είναι αναγκαίο για τον έλεγχο της αιτιολογίας. Επίσης, το ζήτημα εάν ο παραγωγός ΗΠΑ συνδέεται ή δεν συνδέεται με παραγωγό της Ένωσης είναι άνευ οποιαδήποτε σημασίας ως προς το κύρος του οριστικού κανονισμού, καθώς τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν αφορούσαν τιμές πωλήσεως σε μη συνδεδεμένα μέρη. Τα στοιχεία επαληθεύτηκαν βάσει των αρχείων του παραγωγού των ΗΠΑ και προσαρμόστηκαν καταλλήλως.

    109.

    Όσον αφορά τα δικαιώματα άμυνας, η Επιτροπή επισημαίνει πρωτίστως ότι η Fliesen-Zentrum δεν μετέσχε στη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση του οριστικού κανονισμού. Συνεπώς, δεν έχει εν προκειμένω δικαιώματα άμυνας. Ούτε μπορεί να αντλήσει οποιοδήποτε τέτοιο δικαίωμα εκ του ότι ισχυρίζεται ότι είναι «συνδεδεμένη» με την Cera-Net Sàrl, μια λουξεμβουργιανή εταιρία που όντως μετέσχε στη διαδικασία, εκτός (ίσως) εάν μπορεί να αποδείξει ότι πράγματι έλεγχε την εν λόγω εταιρία. Εν πάση περιπτώσει, η ίδια η Cera-Net δεν είχε τέτοια δικαιώματα, καθώς η διαδικασία αντιντάμπινγκ στρέφεται μόνο κατά παραγωγών τρίτων χωρών ή εξαγωγέων και, αναλόγως της περιπτώσεως, κατά των συνδεδεμένων με αυτούς εισαγωγέων, και όχι κατά ανεξαρτήτων εισαγωγέων όπως η Cera-Net.

    110.

    Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εν πάση περιπτώσει δεν υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Cera-Net. Με την απόφαση Timex ( 49 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι θιγόμενοι επιχειρηματίες ή κατασκευαστές πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των πληροφοριών που έχει συλλέξει η Επιτροπή κατά τη διαδικασία της έρευνας, ώστε να μπορούν να υποστηρίξουν αποτελεσματικά τις απόψεις τους, καίτοι το εν λόγω δικαίωμα πρέπει εν πάση περιπτώσει να συμβιβάζεται με την αρχή της εμπιστευτικότητας· η Επιτροπή πρέπει να καταβάλλει κάθε προσπάθεια, στον βαθμό που τούτο είναι σύμφωνο με την τήρηση του επιχειρηματικού απορρήτου, να ανακοινώνει στον προσφεύγοντα πληροφορίες χρήσιμες για την υπεράσπιση των συμφερόντων του, επιλέγοντας, εν ανάγκη οίκοθεν, τους ενδεδειγμένους τρόπους για την παροχή των πληροφοριών αυτών. Στην υπό κρίση υπόθεση, παρασχέθηκαν στη Cera-Net ορισμένες εκ των πληροφοριών που ζητήθηκαν, και ο σύμβουλος ακροάσεων επιβεβαίωσε ότι οι χρησιμοποιηθείσες τιμές είχαν προσαρμοστεί, στο μέτρο του αναγκαίου. Η αποκάλυψή τους θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της εμπιστευτικότητας, η τήρηση της οποίας είναι ουσιώδης για τη διασφάλιση της συνεργασίας εκ μέρους παραγωγών τρίτων χωρών.

    Εκτίμηση

    111.

    Από την εν λόγω πτυχή της υποθέσεως ανακύπτει —όπως και από την προηγούμενη πτυχή— ζήτημα εμπιστευτικότητας των πληροφοριών. Εν προκειμένω, ωστόσο, το ζήτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί πρωτίστως υπό το πρίσμα της διαδικαστικής θέσεως της Fliesen-Zentrum στο πλαίσιο της έρευνας αντιντάμπινγκ.

    112.

    Φρονώ ότι είναι σαφές ότι η Fliesen-Zentrum, καθώς δεν συνδέεται με οποιονδήποτε εκ των Κινέζων εξαγωγέων και δεν μετέσχε στη διαδικασία έρευνας, δεν δύναται να επικαλείται η ίδια οποιοδήποτε ατομικό δικαίωμα άμυνας, καθώς και ότι η Επιτροπή προέβαλε αποχρώντες λόγους, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν μπορεί να αντλήσει οποιοδήποτε τέτοιο δικαίωμα από τη συμμετοχή άλλων στη διαδικασία.

    113.

    Επομένως, τίθεται το ερώτημα, στο πλαίσιο της κύριας δίκης και της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, εάν η αιτιολογία ήταν επαρκής για μια κανονιστική πράξη γενικής εφαρμογής. Με άλλα λόγια, αρκούσε ώστε οι ενδιαφερόμενοι (πέραν των θιγομένων άμεσα και ατομικά) να αντιληφθούν το σκεπτικό που ακολούθησαν τα θεσμικά όργανα και το Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του; Προς τον σκοπό αυτόν, ήταν αναγκαία η έκθεση των λεπτομερειών σχετικά με τις προσαρμογές που πραγματοποιήθηκαν, προκειμένου να ληφθούν υπόψη διαφορές ως προς την ποιότητα, τα χαρακτηριστικά της εμπορικής προωθήσεως και τις διαφοροποιήσεις του κόστους;

    114.

    Το σύνολο των πληροφοριών που τέθηκαν στη διάθεση του Δικαστηρίου, ή των γενικώς θιγομένων από τους δασμούς αντιντάμπινγκ, περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 61 του προσωρινού κανονισμού, στην οποία παραπέμπουν οι αιτιολογικές σκέψεις 77, 86 και 87 του οριστικού κανονισμού, και είναι οι εξής: «[η] κανονική αξία προσαρμόστηκε για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές χαρακτηριστικών —λόγω κυρίως της σήμανσης ΚΑΕ και διαφορών ποιότητας για ορισμένα είδη που δεν κατασκευάζονται από τον παραγωγό της ανάλογης χώρας— για το χαμηλότερο κόστος πλακιδίων τα οποία δεν αποτελούνται από πορσελάνη. Έγιναν περαιτέρω προσαρμογές, όπου κρίθηκε σκόπιμο, όσον αφορά τα έξοδα θαλάσσιας μεταφοράς, ασφάλισης, διεκπεραίωσης, καθώς και τα παρεπόμενα έξοδα, το κόστος συσκευασίας, το κόστος πίστωσης, τα τραπεζικά τέλη και τις προμήθειες, σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα έξοδα αυτά θεωρήθηκαν λογικά, ακριβή και αποδεδειγμένα με επαληθευμένα στοιχεία».

    115.

    Φρονώ ότι μια τέτοια δήλωση πρέπει κατ’ αρχήν να αποτελεί επαρκή αιτιολογία για μια πράξη γενικής εφαρμογής. Ορίζει το είδος της προσαρμογής που πραγματοποιήθηκε και, τουλάχιστον σιωπηρώς, την κατεύθυνση της προσαρμογής των στοιχείων —ήτοι, προς τα κάτω.

    116.

    Βεβαίως, χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία, δεν μπορεί κάποιος έμμεσα μόνο θιγόμενος (όπως ένας εισαγωγέας στη θέση της Fliesen‑Zentrum) ούτε το Δικαστήριο να ελέγξει τους ακριβείς υπολογισμούς. Επίσης, ως προς τη Fliesen-Zentrum (και τους επιχειρηματίες στον τομέα των κεραμικών πλακιδίων γενικότερα), ευλόγως μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα εν λόγω στοιχεία έπρεπε να παραμείνουν απόρρητα.

    117.

    Εάν υφίσταντο συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι οι προσαρμογές δεν πραγματοποιήθηκαν ορθώς, το Δικαστήριο θα εξέταζε το ενδεχόμενο να ζητήσει την προσκόμιση των στοιχείων και να τα ελέγξει. Δεδομένων των ισχυουσών διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας, θα συνιστούσα προσοχή και ως προς το εν λόγω ζήτημα.

    118.

    Ωστόσο, δεν υπάρχουν τέτοια συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία και, ελλείψει αυτών, υπό το πρίσμα της θέσεως της Fliesen‑Zentrum ως προς τη διαδικασία αντιντάμπινγκ στο σύνολό της, ουδείς λόγος υπάρχει, προκειμένου το Δικαστήριο να ζητήσει περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με τις προσαρμογές. Εφόσον η Fliesen-Zentrum, όπως οποιοσδήποτε άλλος έμμεσα θιγόμενος, πρέπει κατ’ αρχήν να αρκεστεί σε μια αιτιολογία που πληροί τις προϋποθέσεις που ισχύουν για μέτρα γενικής εφαρμογής, το γεγονός ότι άσκησε προσφυγή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, κατόπιν της οποίας υποβλήθηκε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, δεν συνεπάγεται ότι έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το Δικαστήριο να εξετάσει, στο πλαίσιο αυτό, πληροφορίες που ενδεχομένως θα είχαν τεθεί υπόψη του Γενικού Δικαστηρίου εντός του διαφορετικού πλαίσιο της απευθείας προσφυγής που άσκησε ενεργητικώς νομιμοποιούμενος διάδικος που θίγεται άμεσα από το μέτρο αντιντάμπινγκ.

    119.

    Συνεπώς, καίτοι ενδέχεται να παραμένουν σημεία ως προς τα οποία εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα ως προς την απόλυτη ακρίβεια του υπολογισμού της κανονικής αξίας βάσει των στοιχείων του εν λόγω παραγωγού των ΗΠΑ, πράγμα που θα είχε ενδεχομένως σημασία στο πλαίσιο απευθείας προσφυγής ασκηθείσας από ενεργητικώς νομιμοποιούμενο διάδικο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, φρονώ ότι τα εν λόγω σημεία δεν επαρκούν, προκειμένου το Δικαστήριο να κρίνει δικαιολογημένα ότι, στο συγκεκριμένο δικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου τίθεται το ζήτημα, ο επίμαχος κανονισμός είναι άκυρος.

    Δειγματοληψία

    Οι κανονισμοί αντιντάμπινγκ

    Ο προσωρινός κανονισμός

    120.

    H δειγματοληψία από Κινέζους παραγωγούς και παραγωγούς της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού επεξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 4 έως 13 του προσωρινού κανονισμού. Η αιτιολογική σκέψη 4 προβλέπει ότι όλοι οι γνωστοί παραγωγοί-εξαγωγείς στην Κίνα και οι εισαγωγείς και οι παραγωγοί της Ένωσης κλήθηκαν να αναγγελθούν στην Επιτροπή και να προσκομίσουν βασικά στοιχεία σχετικά με τις δραστηριότητές τους, όσον αφορά το υπό εξέταση προϊόν κατά την περίοδο της έρευνας. Το προοίμιο συνεχίζει ως εξής:

    «2.1. Δειγματοληψία των κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων

    (5)

    Κατά τη διαδικασία της δειγματοληψίας, ελήφθησαν εκατόν πέντε έγκυρες απαντήσεις από τους παραγωγούς-εξαγωγείς στην Κίνα που καλύπτουν το 47 % των εισαγωγών κατά την περίοδο της έρευνας […]

    (6)

    Σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή επέλεξε δείγμα παραγωγών‑εξαγωγέων βάσει του μεγαλύτερου αντιπροσωπευτικού όγκου εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στην Ένωση για το οποίο θα μπορούσε εύλογα να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου. Το δείγμα που επιλέχθηκε συνίστατο σε τρεις ομίλους, που αντιπροσωπεύουν 10 μεμονωμένους παραγωγούς, οι οποίοι αντιστοιχούν στο 14,4 % του συνολικού όγκου των εξαγωγών από την Κίνα στην Ένωση και στο 31,3 % του συνολικού όγκου των συνεργαζόμενων εξαγωγέων κατά τη διάρκεια της ΠΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, ζητήθηκε η γνώμη των ενδιαφερόμενων μερών και των κινεζικών αρχών σχετικά με την επιλογή του δείγματος, οι οποίοι υπέβαλαν ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με το προτεινόμενο δείγμα. Οι παρατηρήσεις που κρίθηκαν κατάλληλες ελήφθησαν υπόψη στην επιλογή του τελικού δείγματος.

    2.2. Δειγματοληψία παραγωγών της ΕΕ

    (7)

    Η [CET] επιβεβαίωσε, με επιστολή που απέστειλε στην Επιτροπή, ότι όλες οι καταγγέλλουσες εταιρείες συμφωνούσαν να περιληφθούν στο δείγμα. Συμπεριλαμβανομένων άλλων εταιρειών που αναγγέλθηκαν, η Επιτροπή έλαβε συνολικά πληροφορίες από 73 παραγωγούς της Ένωσης.

    (8)

    Κατά τη διεξαγωγή της δειγματοληψίας, ελήφθη υπόψη ο μεγάλος κατακερματισμός του κλάδου των κεραμικών πλακιδίων. Για να διασφαλιστεί ότι τα αποτελέσματα των μεγάλων εταιρειών δεν θα υπερίσχυαν στην ανάλυση της ζημίας, αλλά ότι θα εξεταζόταν δεόντως και η κατάσταση των μικρών εταιρειών οι οποίες κατέχουν συλλογικά το μεγαλύτερο μερίδιο της παραγωγής της Ένωσης, κρίθηκε σκόπιμο να περιληφθούν στο δείγμα όλα τα τμήματα της αγοράς, δηλαδή οι μικρές, οι μεσαίες και οι μεγάλες εταιρείες.

    (9)

    Διακρίθηκαν τρία τμήματα με βάση τον όγκο της ετήσιας παραγωγής:

    τμήμα 1: μεγάλες εταιρείες — παραγωγή που υπερβαίνει τα 10 εκατ. μ2,

    τμήμα 2: μεσαίες εταιρείες — παραγωγή μεταξύ 5 και 10 εκατ. μ2,

    τμήμα 3: μικρές εταιρείες — παραγωγή κάτω των 5 εκατ. μ2.

    (10)

    Κατά την ανάλυση των μικροοικονομικών δεικτών, τα αποτελέσματα των εταιρειών του δείγματος που ανήκουν στο εκάστοτε τμήμα της αγοράς σταθμίστηκαν σύμφωνα με το μερίδιο που κατέχει το εν λόγω τμήμα στη συνολική παραγωγή της Ένωσης (με βάση το ειδικό βάρος κάθε τμήματος στον συνολικό τομέα κεραμικών πλακιδίων). Σύμφωνα με τα στοιχεία που συνελέγησαν κατά την έρευνα, οι παραγωγοί του τμήματος 1 και 2 αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τέταρτο της συνολικής παραγωγής της Ένωσης, ενώ, στο τμήμα 3, οι παραγωγοί καλύπτουν περίπου το ήμισυ της συνολικής παραγωγής της ΕΕ. Πάνω από 350 εταιρείες ανήκουν στο τμήμα της αγοράς που αφορά μικρές επιχειρήσεις. Πάνω από 40 εταιρείες ανήκουν στο τμήμα μεσαίων επιχειρήσεων και πάνω από 20 ανήκουν στο τμήμα μεγάλων επιχειρήσεων.

    (11)

    Δέκα εταιρείες περιελήφθησαν στο δείγμα. Οι εταιρείες αυτές είναι οι μεγαλύτερες του εκάστοτε τμήματος της αγοράς με βάση τις πωλήσεις, την παραγωγή και την γεωγραφική θέση τους. Μια εταιρεία του δείγματος ανήκει στο τμήμα των μεγάλων εταιρειών, τέσσερις στο τμήμα των μεσαίων εταιρειών και πέντε ανήκουν στο τμήμα των μικρών εταιρειών. Οι επιλεγείσες εταιρείες έχουν την έδρα τους σε έξι κράτη μέλη (Ιταλία, Ισπανία, Πολωνία, Πορτογαλία, Γερμανία και Γαλλία) που από κοινού καλύπτουν πάνω από το 90 % της συνολικής παραγωγής της Ένωσης. Το εν λόγω δείγμα αντιπροσώπευε το 24 % της συνολικής παραγωγής των παραγωγών που συνεργάστηκαν και το 7 % της συνολικής παραγωγής της Ένωσης.

    (12)

    Κατά τη διάρκεια της έρευνας, μια εταιρεία της Πολωνίας που είχε περιληφθεί στο δείγμα, αποφάσισε να διακόψει τη συνεργασία της. Η Επιτροπή δεν μπόρεσε να επιτύχει τη συνεργασία κανενός άλλου παραγωγού εγκατεστημένου στην Πολωνία.

    (13)

    Παρά την αποχώρηση του πολωνού παραγωγού, το δείγμα παρέμεινε ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό σύμφωνα με όλα τα κριτήρια που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 10. Έτσι αποφασίστηκε να συνεχιστεί η διαδικασία βάσει ενός δείγματος εννέα παραγωγών από πέντε κράτη μέλη.»

    Ο οριστικός κανονισμός

    121.

    Η δειγματοληψία αναλύθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 9 έως 33. Με τις αιτιολογικές σκέψεις 9 έως 12 απορρίφθηκε μια ένσταση σχετικά με δύο Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, η οποία είναι άνευ σημασίας για την υπό κρίση υπόθεση. Στην αιτιολογική σκέψη 13 συνάγεται το συμπέρασμα: «[ε]λλείψει άλλων παρατηρήσεων, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 5 και 6 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού».

    122.

    Όσον αφορά τα ζητήματα που έχουν σημασία στην παρούσα υπόθεση, στις αιτιολογικές σκέψεις 16 έως 33 εκτίθενται τα εξής:

    «(16)

    Ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι ο κατακερματισμός του ενωσιακού κλάδου παραγωγής σε διαφορετικά τμήματα και η γεωγραφική κάλυψη του δείγματος σήμαινε ότι η δειγματοληψία δεν ανταποκρινόταν στις αρχές της στατιστικής. Ως προς αυτό, υπενθυμίζεται ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής κεραμικών πλακιδίων είναι ιδιαίτερα κατακερματισμένος με πάνω από 500 παραγωγούς. Διαπιστώθηκε επίσης ότι ο κλάδος παραγωγής ήταν παρών και στα τρία τμήματα του κλάδου, δηλαδή συνίστατο σε μεγάλες, μεσαίες και μικρές εταιρείες. Για να διασφαλιστεί ότι τα αποτελέσματα των μεγάλων εταιρειών δεν θα υπερίσχυαν στην ανάλυση της ζημίας, αλλά ότι θα εξεταζόταν δεόντως και η κατάσταση των μικρών εταιρειών οι οποίες κατέχουν συλλογικά το μεγαλύτερο μερίδιο της παραγωγής της Ένωσης, κρίθηκε σκόπιμο να περιληφθούν στο δείγμα όλα τα τμήματα της αγοράς (δηλαδή οι μικρές, οι μεσαίες και οι μεγάλες εταιρείες). Στο εσωτερικό καθενός από αυτά τα τμήματα, επελέγησαν οι μεγαλύτερες εταιρείες, με την προϋπόθεση ότι ήταν δυνατόν να διασφαλιστεί η γεωγραφική αντιπροσωπευτικότητα.

    (17)

    Ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε επίσης ότι η Επιτροπή είχε παραλείψει να αποδείξει ότι το δείγμα παρέμενε αντιπροσωπευτικό μετά την αποχώρηση του πολωνού παραγωγού και ότι ήταν, εν πάση περιπτώσει, ανεπαρκώς αντιπροσωπευτικό από πλευράς όγκου πωλήσεων στην αγορά της Ένωσης.

    (18)

    Αληθεύει ότι ένας πολωνός παραγωγός αποφάσισε να διακόψει τη συνεργασία και ως εκ τούτου έπρεπε να αποκλειστεί από το δείγμα. Ωστόσο, ένα δείγμα δεν πρέπει αναγκαστικά να αντανακλά την ακριβή γεωγραφική κατανομή και το ειδικό βάρος των κρατών μελών παραγωγής προκειμένου να είναι αντιπροσωπευτικό. Λόγω του γεγονότος ότι η γεωγραφική κατανομή είναι μόνο ένας από τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη διασφάλιση της αντιπροσωπευτικότητας, μια τέτοια προσέγγιση δεν θα ήταν εφικτή από διοικητικής πλευράς. Αντίθετα, αρκεί ότι το δείγμα αντανακλά ευρέως τις διαστάσεις των κυριότερων χωρών παραγωγής που ενέχονται. Εξεταζόμενο με βάση αυτό το κριτήριο, διαπιστώθηκε ότι η αποχώρηση της πολωνικής εταιρείας δεν επηρέασε τη συνολική αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, επιβεβαιώνεται ότι το δείγμα των παραγωγών της Ένωσης ήταν επαρκώς αντιπροσωπευτικό κατά την έννοια του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού.

    (19)

    Όσον αφορά τον ισχυρισμό σχετικά με τη συνολική αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος, υπενθυμίζεται ότι, επειδή ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής είναι ιδιαίτερα κατακερματισμένος, αναπόφευκτα οι εταιρείες του δείγματος καλύπτουν σχετικά μικρή αναλογία της συνολικής παραγωγής της Ένωσης. Εν πάση περιπτώσει το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού ορίζει ότι η έρευνα είναι δυνατόν να περιορίζεται σε δειγματοληψίες που να ανταποκρίνονται στις αρχές της στατιστικής ή στον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών, για τον οποίο μπορεί λογικά να διεξαχθεί έρευνα, χωρίς ωστόσο να αναφέρει ειδικό ποσοτικό κατώτατο όριο ως προς το επίπεδο ενός τέτοιου αντιπροσωπευτικού όγκου. Βάσει των ανωτέρω, επιβεβαιώνεται ότι το δείγμα που επελέγη ήταν αντιπροσωπευτικό κατά την έννοια του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού.

    (20)

    Ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή δεν συμπεριέλαβε στο δείγμα παραγωγούς της Ένωσης οι οποίοι προσφέρουν χαμηλές τιμές πωλήσεων και οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε χώρες όπως η Πολωνία και η Τσεχική Δημοκρατία· ως εκ τούτου, το δείγμα που καθορίστηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν ήταν αντιπροσωπευτικό των μέσων τιμών πωλήσεων των παραγωγών της Ένωσης.

    (21)

    Σε συνάρτηση με τον ανωτέρω ισχυρισμό, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι μέσες τιμές πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής που συμπεριελήφθη στο δείγμα βρίσκονταν στο ίδιο φάσμα με τις μέσες τιμές πωλήσεων που δημοσιεύονται στις στατιστικές. Εν πάση περιπτώσει, και όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 125, η έρευνα έδειξε ότι, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι δημόσια διαθέσιμες τιμές γι’ αυτές τις χώρες, τα τελικά πορίσματα δεν μεταβάλλονται σημαντικά.

    (22)

    Ορισμένα μέρη έκαναν παρατηρήσεις όσον αφορά τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για την επιλογή του δείγματος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, σε σύγκριση με την επιλογή του δείγματος των κινέζων εξαγωγέων, το οποίο βασίστηκε αποκλειστικά στον όγκο των εξαγωγών.

    (23)

    Όσον αφορά τις διάφορες μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για την επιλογή δείγματος παραγωγών της Ένωσης, αφενός, και κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων, αφετέρου, πρέπει να αναφερθεί ότι οι μέθοδοι χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τους στόχους της δειγματοληψίας. Όσον αφορά τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, η Επιτροπή όφειλε να εκτιμήσει την κατάσταση του συνολικού κλάδου και, ως εκ τούτου, επελέγησαν τα κριτήρια που θα διασφάλιζαν την πιο αντιπροσωπευτική εικόνα ολόκληρου του τομέα. Σε ό,τι αφορά τους κινέζους εξαγωγείς, θεωρήθηκε σκόπιμο να επιλεγεί ένα δείγμα με βάση τον μεγαλύτερο όγκο των εξαγωγών του εν λόγω προϊόντος και ως εκ τούτου επελέγησαν οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς. Σημειώνεται επίσης ότι το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού δεν προβλέπει καμία υποχρέωση να επιλέγονται και τα δύο δείγματα με τα ίδια κριτήρια. Επιπλέον, στην προκειμένη περίπτωση, πριν από την ολοκλήρωση του δείγματος των κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων, τα συνεργαζόμενα μέρη στην Κίνα, καθώς και οι κινεζικές αρχές έλαβαν την ευκαιρία να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με το προτεινόμενο δείγμα. Ελήφθησαν παρατηρήσεις όσον αφορά τη σύνθεση του δείγματος και όχι όσον αφορά την αντιπροσωπευτικότητά του.

    (24)

    Μετά την τελική γνωστοποίηση, μια ένωση εισαγωγέων ισχυρίστηκε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού, οι δειγματοληψίες του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και των παραγωγών-εξαγωγέων θα έπρεπε να γίνονται βάσει των ιδίων κριτηρίων. Πολλά ενδιαφερόμενα μέρη της Κίνας συνέχισαν να ισχυρίζονται, μετά την τελική γνωστοποίηση, ότι κατά την επιλογή των αντίστοιχων δειγμάτων υπήρξε μεταχείριση που εισήγαγε διακρίσεις μεταξύ των κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων και των παραγωγών της Ένωσης.

    (25)

    Σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό που προβλήθηκε μετά την τελική γνωστοποίηση ότι έπρεπε να εφαρμοστούν τα ίδια κριτήρια κατά την επιλογή των δειγμάτων των παραγωγών της Ένωσης και των παραγωγών-εξαγωγέων, για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 23, θεωρείται ότι αυτά τα δείγματα μπορούν να επιλεγούν βάσει διαφορετικών κριτηρίων. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται.

    (26)

    Όσον αφορά το γεγονός ότι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 23, δεν ελήφθη καμία παρατήρηση σε σχέση με την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος, αυτά τα μέρη ισχυρίστηκαν ότι, κατά την επιλογή των δειγμάτων, τα μέρη της Κίνας δεν είχαν ενημερωθεί ότι είχαν χρησιμοποιηθεί διαφορετικά κριτήρια επιλογής των δειγμάτων οπότε και δεν μπορούσαν να υποβάλουν παρατηρήσεις γι’ αυτό το γεγονός.

    [...]

    (28)

    Μετά την τελική γνωστοποίηση, ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα τμήματα για την επιλογή του δείγματος, η Επιτροπή είχε παραβιάσει το άρθρο 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι η ανάλυση πρέπει να γίνεται σε σχέση με τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ως σύνολο και όχι με ορισμένους ομίλους ή τύπους εταιρειών.

    (29)

    Ο ισχυρισμός ότι ο διαχωρισμός του δείγματος σε τρία τμήματα παραβιάζει το άρθρο 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Όπως συνάγεται από την αιτιολογική σκέψη 23, το επιλεγέν δείγμα αντιπροσώπευε ολόκληρο τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής και όχι μόνο έναν συγκεκριμένο όμιλο εταιρειών, όπως ισχυρίζεται το εν λόγω μέρος. Επιπλέον, το άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού επιτρέπει ειδικά την επιλογή δείγματος για να καθοριστεί η ζημία. Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός ήταν αβάσιμος και απορρίφθηκε.

    (30)

    Μετά την τελική γνωστοποίηση, το ίδιο ενδιαφερόμενο μέρος αμφισβήτησε το γεγονός ότι είχε ληφθεί υπόψη η γεωγραφική κατανομή για την επιλογή του δείγματος, ισχυριζόμενο ότι η Ένωση είναι μια ενιαία αγορά και ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού επιτρέπει την επιλογή δείγματος μόνο βάσει του μεγαλύτερου αντιπροσωπευτικού όγκου.

    (31)

    Όσον αφορά τον ισχυρισμό σχετικά με τη χρήση του κριτηρίου γεωγραφικής κατανομής, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι πρόκειται για έναν κατακερματισμένο κλάδο παραγωγής και για να εκτιμηθεί η αντιπροσωπευτικότητα των εταιρειών που επιλέγονται, χρησιμοποιείται η γεωγραφική κατανομή των παραγωγών μεταξύ των κρατών μελών, προκειμένου να αντανακλώνται οι διάφορες καταστάσεις που επικρατούν στην Ένωση. Το δείγμα καλύπτει κράτη μέλη όπου κατασκευάζεται το 90 % περίπου της ενωσιακής παραγωγής. Μετά την αποχώρηση της πολωνικής εταιρείας, αυτό το επίπεδο παρέμεινε υψηλό, σε 80 % περίπου. Έτσι, η μέθοδος που εφήρμοσε η Επιτροπή διασφάλιζε ότι το δείγμα της ενωσιακής παραγωγής ως συνόλου ήταν αντιπροσωπευτικό και συνήδε με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (32)

    Μετά την τελική γνωστοποίηση, ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι επελέγησαν στο δείγμα των παραγωγών της Ένωσης μόνο μεσαίες και μικρές εταιρείες, οι οποίες είχαν υψηλότερο κόστος και τιμές από ό,τι οι μεγάλες κινεζικές εταιρείες.

    (33)

    Ο ισχυρισμός δεν τεκμηριώθηκε με αποδεικτικά στοιχεία. Σημειώνεται ότι στο δείγμα συμπεριλαμβάνονταν εταιρείες από όλα τα τμήματα. Εκτός αυτού, άλλοι παράγοντες εκτός του μεγέθους της εταιρείας μπορούν να έχουν κάποια επίπτωση στο κόστος, όπως το κόστος της πρώτης ύλης, η απόσβεση ή η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας.»

    123.

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 125 και 126 έχουν επίσης σημασία ως προς αυτό το ζήτημα:

    «(125)

    Ένα ενδιαφερόμενο μέρος, όπως ήδη αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 20, αμφισβήτησε τα πορίσματα των αιτιολογικών σκέψεων 96 έως 99 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, όσον αφορά τις τιμές πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, ισχυριζόμενο ότι η Επιτροπή δεν είχε συμπεριλάβει στον καθορισμό της μοναδιαίας τιμής της Ένωσης, παραγωγούς της Πολωνίας και της Τσεχικής Δημοκρατίας, καθώς και ότι οι τιμές αυτές δεν ήταν συναφείς με τα πραγματικά δημόσια στοιχεία.

    (126)

    Όσον αφορά αυτόν τον ισχυρισμό, πραγματοποιήθηκε προσομοίωση συμπεριλαμβανομένων των τιμών πώλησης που κατεγράφησαν στην Πολωνία, η οποία αντιπροσωπεύει το 10 % περίπου της συνολικής παραγωγής της Ένωσης. Δεν έγινε προσομοίωση για την Τσεχική Δημοκρατία, η παραγωγή της οποίας ανέρχεται σε λιγότερο από το 3 % του συνόλου της παραγωγής της Ένωσης. Η προσομοίωση έδειξε ότι, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι πολωνικές τιμές, τα τελικά πορίσματα δεν μεταβάλλονται κατά σημαντικό τρόπο. Τέλος, σύμφωνα με τη μέθοδο που εφαρμόζει, η Επιτροπή υπολόγισε τις τιμές πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής αφού έκανε τις σχετικές προσαρμογές για να καθορίσει τις τιμές που εφαρμόζονται στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη, προκειμένου να εξασφαλίσει τη δυνατότητα σύγκρισης με τις κινεζικές τιμές πώλησης.»

    Ζητήματα και επιχειρήματα

    124.

    Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι, προκειμένου να καθορίσει το επίπεδο υποτιμολογήσεως, η Επιτροπή πραγματοποίησε δειγματοληψία, όπως ορίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, «[ό]ταν είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών». Δύο είδη δειγματοληψίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν: βάσει «εύλογο[υ] αριθμ[ού] ενδιαφερομένων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση δειγματοληψιών που να ανταποκρίνονται στις αρχές της στατιστικής και λαμβάνοντας ως βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα κατά το χρόνο της επιλογής» ή βάσει του «μεγαλύτερο[υ] αντιπροσωπευτικ[ού] όγκο[υ] παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών, για τον οποίο μπορεί λογικά να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου». Είναι σαφές πως το πρώτο είδος χρησιμοποιήθηκε, προκειμένου να καθοριστούν οι τιμές των παραγωγών της Ένωσης, και το δεύτερο είδος, προκειμένου να καθοριστούν αυτές των Κινέζων παραγωγών. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν η προσέγγιση αυτή είναι ορθή, δεδομένου ότι κατ’ ουσίαν οδήγησε σε δειγματοληψία από μεγάλο αριθμό μικρών παραγωγών της Ένωσης (που αντιπροσωπεύουν μόνο το 7 % της παραγωγής της Ένωσης) και μικρό αριθμό μεγαλύτερων Κινέζων παραγωγών (14,4 % των Κινέζων παραγωγών), καίτοι αμφότερες οι αγορές είναι έντονα κατακερματισμένες και περιλαμβάνουν κυρίως μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Επομένως, τα δείγματα ενδέχεται να μην είναι συγκρίσιμα, πράγμα το οποίο δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την αντικειμενικότητα του καθορισμού. Επιπροσθέτως, άπαντες οι παραγωγοί της Ένωσης που αποτέλεσαν αντικείμενο της δειγματοληψίας βρίσκονται σε δυτικά κράτη μέλη με υψηλότερες τιμές, ενώ ουδείς βρίσκεται σε κράτος μέλος με χαμηλότερες τιμές. Επομένως, δεν προκύπτει σαφώς ότι τα διαπιστωθέντα επίπεδα υποτιμολογήσεως (43,2 % έως 55,7 % κατά την αιτιολογική σκέψη 113 του οριστικού κανονισμού) καθορίστηκαν με ακρίβεια και αντικειμενικότητα.

    125.

    Η Fliesen-Zentrum προβάλλει, εκ νέου, κατά βάση τους αυτούς ισχυρισμούς, καίτοι λεπτομερέστερα, επιμένοντας ως προς την αναγκαιότητα σχηματισμού των δύο δειγμάτων με συγκρίσιμο τρόπο. Επιπλέον, η αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος της Ένωσης πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον στο 25 % των παραγωγών της Ένωσης, βάσει του ελάχιστου προαπαιτούμενου για την έναρξη έρευνας ( 50 ). Η παράλειψη της Επιτροπής να συγκρίνει μεταξύ ομοίων συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, παράβαση της υποχρεώσεως αντικειμενικότητας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, καθώς και παράβαση του κανόνα του χαμηλότερου δασμού κατά το άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού. Επιπροσθέτως, η χρησιμοποίηση δειγμάτων που αντιπροσώπευαν μόνο το 7 % και το 14,4 % των αντίστοιχων αγορών δεν πληροί τον απαιτούμενο βαθμό αντιπροσωπευτικότητας.

    126.

    Το Συμβούλιο υποστηρίζει κατ’ αρχάς ότι η ζημία της βιομηχανίας της Ένωσης εκτιμήθηκε βάσει μακροοικονομικών και μικροοικονομικών στοιχείων από ολόκληρη τη βιομηχανία και από τους παραγωγούς της Ένωσης που αποτέλεσαν αντικείμενο της δειγματοληψίας, αντιστοίχως· ουδεμία επίπτωση θα μπορούσε να έχει η σύνθεση του κινεζικού δείγματος. Δεύτερον, για τη λήψη του δείγματος της Ένωσης λήφθηκε υπόψη ο κατακερματισμένος χαρακτήρας της βιομηχανίας. Πολωνοί και Τσέχοι παραγωγοί δεν περιελήφθησαν, καθώς ένας Πολωνός παραγωγός έπαυσε τη συνεργασία και η παραγωγή της Τσεχίας αντιστοιχεί σε λιγότερο από 3 % της παραγωγής της Ένωσης, ενώ η Επιτροπή προέβη σε προσομοίωση περιλαμβάνοντας πολωνικές τιμές και διαπίστωσε ότι προέκυπτε μικρή διαφορά. Τρίτον, η Fliesen-Zentrum δεν υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με τη σύνθεση του κινεζικού δείγματος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ούτε μπορεί να το πράξει τώρα στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής. Εν πάση περιπτώσει, η χρήση διαφορετικής μεθόδου για το κινεζικό δείγμα εμπίπτει στο πεδίο της διακριτικής ευχέρειας των θεσμικών οργάνων και, εν προκειμένω, εξασφάλισε μέγιστη αντιπροσωπευτικότητα για κάθε ομάδα. Τέλος, οι επιβληθέντες δασμοί αντιντάμπινγκ ήταν, εν πάση περιπτώσει χαμηλότεροι των περιθωρίων ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν.

    127.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι είναι εσφαλμένη η άποψη πως με τη διαμόρφωση των δύο δειγμάτων επιδιώκεται απλώς ο καθορισμός του επιπέδου υποτιμολογήσεως. Το δείγμα της Ένωσης εξυπηρετεί επίσης τη συλλογή ευρέος φάσματος μικροοικονομικών στοιχείων που πρέπει να καλύπτουν το σύνολο των κατηγοριών των παραγωγών της Ένωσης, προκειμένου να εξακριβωθεί οποιαδήποτε διαφοροποίηση βάσει γεωγραφικών δεδομένων ή μεγέθους, ενώ επιδιώκεται το δείγμα των εξαγωγέων να αντιστοιχεί σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μερίδιο των εισαγωγών της Ένωσης, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι τιμές προσεγγίζουν όσο το δυνατόν περισσότερο τον πραγματικό μέσο όρο. Επομένως, η χρήση δύο μεθόδων είναι απολύτως δικαιολογημένη, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, ενώ εξ αυτής δεν γεννώνται αμφιβολίες ως προς την αντικειμενικότητα της αναλύσεως. Όσον αφορά την έλλειψη παραγωγών από την ανατολική Ευρώπη στο δείγμα της Ένωσης, τα θεσμικά όργανα δεν διαθέτουν μέσα υποχρεώσεως σε συνεργασία, και οι σημαντικότεροι Πολωνοί παραγωγοί δεν συνεργάστηκαν. Εν πάση περιπτώσει, οι παραγωγοί της δυτικής Ευρώπης αντιστοιχούν στο 80 % της παραγωγής της Ένωσης, και από δημοσιευθέντα στοιχεία από την Πολωνία και την Τσεχική Δημοκρατία προέκυψε ότι η διαφορά αν περιλαμβάνονταν τα στοιχεία αυτή θα ήταν μικρή.

    128.

    Όσον αφορά το ενδεχόμενο επιβολής χαμηλότερων δασμών, σε περίπτωση καθορισμού του περιθωρίου υποτιμολογήσεως επί διαφορετικής βάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο επίμαχος κανονισμός συντάχθηκε στην αγγλική, και ότι o όρος «underselling margin» [η διαφορά μεταξύ των τιμών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και των τιμών-στόχων για τη βιομηχανία της Ένωσης —«Zielunterbietungsspanne» στα γερμανικά και «marge de sous-cotation des prix indicatifs» στα γαλλικά, που αντιστοιχούν στο «injury margin» («περιθώριο ζημίας»)] μεταφράσθηκε εσφαλμένα ( 51 ) στα γερμανικά (και στα γαλλικά) σα να σήμαινε «undercutting margin» (τη διαφορά μεταξύ των τιμών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και των πραγματικών τιμών στη βιομηχανία της Ένωσης, οι οποίες είναι ήδη συμπιεσμένες λόγω των επιπτώσεων του ντάμπινγκ —«Preisunterbietungsspanne» στα γερμανικά και «marge de sous-cotation des prix» στα γαλλικά).

    Εκτίμηση

    129.

    Το κύριο ζήτημα εν προκειμένω είναι εάν, όταν τα θεσμικά όργανα διαπίστωσαν «εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ σε τιμές αισθητά κατώτερες από τις τιμές που εφαρμόζει για τα ομοειδή προϊόντα η [...] βιομηχανία [της Ένωσης]» (άρθρο 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού), η σύγκριση στην οποία προέβησαν ήταν εσφαλμένη, επειδή μια εκ των δύο μεθόδων δειγματοληψίας που προβλέπονται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού χρησιμοποιήθηκε για την αξιολόγηση κινεζικών τιμών και η άλλη χρησιμοποιήθηκε για την αξιολόγηση τιμών της Ένωσης. Δευτερεύοντα ζητήματα είναι εάν ήταν αναγκαίο να περιληφθούν, στο δείγμα της Ένωσης, ένας ή περισσότεροι παραγωγοί από κράτη μέλη της Ανατολικής Ευρώπης γνωστά για τις χαμηλότερες τιμές τους, καθώς και εάν το δείγμα της Ένωσης ήταν επαρκώς αντιπροσωπευτικό. Κατόπιν, εάν οποιοσδήποτε εκ των παραγόντων αυτών οδήγησε στην υπερβολικά υψηλή εκτίμηση του επιπέδου υποτιμολογήσεως, ανακύπτει το ζήτημα εάν το γεγονός αυτό συνεπάγεται ότι έπρεπε να είχε εφαρμοστεί ο κανόνας του χαμηλότερου δασμού κατά το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.

    130.

    Ξεκινώντας από τα δευτερεύοντα ζητήματα, φρονώ ότι οι λόγοι που προβλήθηκαν για την έλλειψη Πολωνών και Τσέχων παραγωγών ήταν εύλογοι και συνεκτικοί, τόσο στον προσωρινό και στον οριστικό κανονισμό όσο και στις παρατηρήσεις των θεσμικών οργάνων. Η επιλογή που πραγματοποιήθηκε ως προς τους παραγωγούς εμπίπτει, κατά την άποψή μου, σαφώς εντός της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που έχουν τα θεσμικά όργανα, όσον αφορά την ανάλυση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων, τα οποία δεν ευθύνονται ούτε για την άρνηση περαιτέρω συνεργασίας του Πολωνού παραγωγού κατά τη διάρκεια της έρευνας, ούτε για την έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους άλλων παραγωγών. Επιπροσθέτως, διενεργήθηκαν έλεγχοι για να επιβεβαιωθεί ότι τα αποτελέσματα δεν επηρεάστηκαν ουσιωδώς από την έλλειψη στοιχείων από παραγωγούς από την ανατολική Ευρώπη (συγκεκριμένα, Πολωνούς).

    131.

    Όσον αφορά την αντιπροσωπευτικότητα, φρονώ ότι το επιχείρημα της Fliesen-Zentrum ότι το δείγμα της Ένωσης πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον το 25 % της παραγωγής της Ένωσης είναι αβάσιμο. Το άρθρο 5, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού δεν αφορά την αντιπροσωπευτικότητα των δειγμάτων και καμία εκ των αποφάσεων που επικαλείται δεν στηρίζει τον ισχυρισμό της .

    132.

    Όσον αφορά το κύριο ζήτημα, επισημαίνω πρωτίστως ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού δεν προβλέπει ρητώς την υποχρέωση να σχηματίζονται διαφορετικά δείγματα επί απολύτως συγκρίσιμης βάσεως. Ούτε, κατά την άποψή μου, μπορεί να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι προβλέπει σιωπηρώς μια τέτοια υποχρέωση, επειδή έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις που «είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών» και περιορίζεται σε «εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών». Δεν είναι δυνατόν οι περί ων πρόκειται κατηγορίες να είναι, αυτές καθ’ εαυτές, πάντα συγκρίσιμες, οπότε συχνά δεν υφίσταται περιθώριο συγκρισιμότητας των μεθόδων δειγματοληψίας.

    133.

    Επιπροσθέτως, από το άρθρο 17, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού προκύπτει σαφώς ότι εναπόκειται στην Επιτροπή η τελική επιλογή μερών, προϊόντων ή συναλλαγών. Φρονώ ότι τα θεσμικά όργανα παρέσχαν επαρκή αιτιολογία ως προς τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας. Όσον αφορά τις τιμές των Κινέζων παραγωγών, κύρια μέριμνα ήταν η επίτευξη της μέγιστης δυνατής προσεγγίσεως προς την ακριβή μέση τιμή, και, δεδομένου του σκοπού αυτού, η επιλογή εξαγωγέων που αντιπροσώπευαν τον μέγιστο όγκο πωλήσεων ήταν εύλογη. Ωστόσο, η δειγματοληψία στη βιομηχανία της Ένωσης έπρεπε να είναι κατάλληλη για την επίτευξη ευρέος φάσματος σκοπών, και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να περιοριστεί στους μεγαλύτερους παραγωγούς.

    134.

    Πάντως, είναι αληθές ότι ο καθορισμός της ζημίας προϋποθέτει αφενός την «αντικειμενική εξέταση» του όγκου των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, της επιπτώσεώς τους επί των τιμών στην αγορά της Ένωσης και της επιπτώσεώς τους επί της βιομηχανίας της Ένωσης (άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού), αφετέρου ότι τα δείγματα πρέπει να «ανταποκρίνονται στις αρχές της στατιστικής» (άρθρο 17, παράγραφος 1).

    135.

    Συναφώς, φαίνεται ομολογουμένως τουλάχιστον εύλογο ότι η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για την Κίνα (μέγιστος όγκος, και επομένως οι μεγαλύτεροι παραγωγοί) θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε χαμηλότερη τιμή απ’ ό,τι εάν είχε περιληφθεί στο δείγμα μεγαλύτερος αριθμός μικρότερων παραγωγών· μεγαλύτεροι παραγωγοί δύνανται ενδεχομένως να επωφεληθούν από οικονομίες κλίμακας και, ως εκ τούτου, να πωλούν σε χαμηλότερες τιμές. Αντιθέτως, κατά αντίστοιχο τρόπο, η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για την Ένωση θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε υψηλότερη τιμή. Στην περίπτωση αυτή, το διαπιστωθέν επίπεδο υποτιμολογήσεως θα μπορούσε να είναι υψηλότερο απ’ ό,τι εάν αμφότερα τα δείγματα είχαν επιλεγεί βάσει της ίδιας μεθόδου. (Το αυτό ισχύει για την πώληση σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές‑στόχους της Ένωσης, η οποία στηρίχθηκε σε στοιχεία από τις ίδιες πηγές, με αποτέλεσμα να φαίνεται ότι εν προκειμένω οι ισχυρισμοί της Επιτροπής σχετικά με την ορολογία και τη μετάφραση δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία.)

    136.

    Ωστόσο, τα εν λόγω ενδεχόμενα ουδόλως είναι βέβαια, και δεν προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο λεπτομερή στοιχεία ή υπολογισμοί που να τα καθιστούν αξιόπιστα στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Άλλο εξίσου εύλογο ενδεχόμενο είναι οι κινεζικές τιμές εξαγωγής να καθορίστηκαν περισσότερο βάσει των συνθηκών ανταγωνισμού στην αγορά εισαγωγής απ’ ότι βάσει του μεγέθους ή της αποδοτικότητας του παραγωγού, ώστε το αποτέλεσμα δεν θα είχε μεταβληθεί βάσει διαφορετικής μεθόδου δειγματοληψίας των Κινέζων εξαγωγέων ( 52 ). Επομένως, άνευ αποδείξεως, δεν δύναται να γίνει δεκτό ότι το επίπεδο υποτιμολογήσεως ή τιμών χαμηλότερων από τις τιμές‑στόχους της Ένωσης θα ήταν ουσιωδώς διαφορετικό, εάν είχε χρησιμοποιηθεί η ίδια μέθοδος για αμφότερα τα δείγματα.

    137.

    Συνεπώς, φρονώ ότι ουδείς λόγος υπάρχει να συμπεράνω ότι η εκτίμηση της υποτιμολογήσεως στον επίμαχο κανονισμό κατέστη με οποιονδήποτε τρόπο εσφαλμένη λόγω της επιλογής δύο διαφορετικών μεθόδων δειγματοληψίας, ούτε ότι υπήρξε οποιαδήποτε παράβαση του κανόνα του χαμηλότερου δασμού κατά το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.

    Πρόταση

    138.

    Υπό το πρίσμα του συνόλου των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να δώσει στο Finanzgericht München την απάντηση ότι ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 917/2011 του Συμβουλίου, της 12ης Σεπτεμβρίου 2011, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές κεραμικών πλακιδίων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας δεν είναι άκυρος για οποιονδήποτε εκ των λόγων που εκτίθενται στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

    ( 2 ) Κανονισμός (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (κωδικοποιημένη έκδοση) (ΕΕ L 343, σ. 51 και διορθωτικό ΕΕ 2010, L 7, σ.22).

    ( 3 ) Κανονισμός (ΕΕ) 258/2011 της Επιτροπής, της 16ης Μαρτίου 2011, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές κεραμικών πλακιδίων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 70, σ. 5).

    ( 4 ) Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 917/2011 του Συμβουλίου, της 12ης Σεπτεμβρίου 2011, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές κεραμικών πλακιδίων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 238, σ. 1).

    ( 5 ) ΕΕ 2010, C 160, σ. 20 (στο εξής: ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας).

    ( 6 ) Απόφαση Simon, Evers & Co (C‑21/13, EU:C:2014:2154, σκέψεις 26 έως 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 7 ) Βλ., παραδείγματος χάριν, αποφάσεις Nölle (C‑16/90, EU:C:1991:402, σκέψεις 11 και 12), Rotexchemie (C‑26/96, EU:C:1997:261, σκέψεις 10 και 11) και GLS (C‑338/10, EU:C:2012:158, σκέψη 22).

    ( 8 ) Βλ. απόφαση Rotexchemie (C‑26/96, EU:C:1997:261, σκέψη 15).

    ( 9 ) Βλ. σημείο 63 και υποσημείωση 26 των παρουσών προτάσεων.

    ( 10 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 51 του προσωρινού κανονισμού, στο σημείο 48 των παρουσών προτάσεων, καθώς και τη σχετική υποσημείωση.

    ( 11 ) Βλ. αποφάσεις Nölle (C‑16/90, EU:C:1991:402, σκέψη 13) και Rotexchemie (C‑26/96, EU:C:1997:261, σκέψη 12).

    ( 12 ) Βλ., παραδείγματος χάριν, απόφαση Επιτροπή κατά ΕΚΤ (C‑11/00, EU:C:2003:395, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ένας εκτελεστικός κανονισμός όπως ο οριστικός κανονισμός πρέπει πλέον να λογίζεται ως «κανονιστική πράξη» κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψεις 50 έως 60, και διάταξη Bricmate κατά Συμβουλίου, T‑596/11, EU:T:2014:53, σκέψεις 65 και 66).

    ( 13 ) Απόφαση Petrotub and Republica (C‑76/00 P, EU:C:2003:4, σκέψη 81).

    ( 14 ) Βλ., παραδείγματος χάριν, απόφαση Beus (5/67, EU:C:1968:13), σχετικά με έναν αντισταθμιστικό δασμό στις εισαγωγές, καθώς και απόφαση Ισπανία κατά Συμβουλίου (C‑284/94, EU:C:1998:548, σκέψη 28), σχετικά με ποσοστώσεις εισαγωγών.

    ( 15 ) Όπως, παραδείγματος χάριν, στην υπόθεση Guangdong Kito Ceramics κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T‑633/11, EU:T:2014:271).

    ( 16 ) Βλ., επίσης, απόφαση Valimar (C‑374/12, EU:C:2014:2231, σκέψεις 30 έως 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 17 ) Βλ. διάταξη Bricmate κατά Συμβουλίου (T‑596/11, EU:T:2014:53, σκέψεις 61 έως 75).

    ( 18 ) Βλ., παραδείγματος χάριν, απόφαση Nachi Europe (C‑239/99, EU:C:2001:101, σκέψεις 21 έως 27).

    ( 19 ) Αριθμός ο οποίος διορθώθηκε στη συνέχεια σε 60 εκατομμύρια m2 –βλ. αιτιολογική σκέψη 58 του οριστικού κανονισμού, σημείο 49 των παρουσών προτάσεων.

    ( 20 ) Προτάσεις στην υπόθεση GLS (C‑338/10, EU:C:2011:636).

    ( 21 ) Απόφαση GLS (C‑338/10, EU:C:2012:158, σκέψη 30).

    ( 22 ) Πέραν των αποφάσεων που παρατίθενται στην υποσημείωση 7 των παρουσών προτάσεων, η Επιτροπή επικαλείται την απόφαση Neotype Techmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου (C‑305/86 και C‑160/87, EU:C:1990:295).

    ( 23 ) Απόφαση Nölle (C‑16/90, EU:C:1991:402, σκέψη 32).

    ( 24 ) Απόφαση Neotype Techmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου (C‑305/86 και C‑160/87, EU:C:1990:295, σκέψη 31).

    ( 25 ) Βλ., παραδείγματος χάριν, Trade and Investment Analytical Papers 18, Anti-dumping: Selected Economic Issues [Αντιντάμπινγκ: Επιλεγμένα Οικονομικά Ζητήματα], Μάιος 2012, σ. 12-13, το οποίο εκπόνησε το joint Trade Policy Unit [κοινό Τμήμα Εμπορικής Πολιτικής] των Department for Business Innovation and Skills [Υπουργείου Επιχειρήσεων, Καινοτομίας και Επαγγελματικών Προσόντων] και Department for International Development [Υπουργείου Διεθνούς Αναπτύξεως] του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και Review of EU Trade Defence Instruments in Brief 2, The Analogue Country Method in Anti-dumping Investigations [Η μέθοδος της ανάλογης χώρας στις έρευνες αντιντάμπινγκ], 2013, το οποίο εκπόνησε το σουηδικό Kommerskollegium [Εθνική Επιτροπή Εμπορίου].

    ( 26 ) Από τα δημοσιευθέντα από την Παγκόσμια Τράπεζα αριθμητικά στοιχεία (http://data.worldbank.org) προκύπτει ότι, για το διάστημα 2009-2010 (το οποίο καλύπτει την περίοδο της έρευνας στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ στην υπό κρίση υπόθεση), το ακαθάριστο εθνικό κατά κεφαλήν εισόδημα, βάσει της ισοτιμίας αγοραστικής δυνάμεως, ήταν 8110 έως 9000 για την Κίνα και 47490 έως 49090 για τις ΗΠΑ, υπολογιζόμενη στην τρέχουσα τιμή του διεθνούς δολαρίου.

    ( 27 ) Το ζήτημα αυτό ενδέχεται να είναι λιγότερο σημαντικό 15 χρόνια μετά την προσχώρηση της Κίνας, καθώς άλλα μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (στο εξής: ΠΟΕ) δεν θα έχουν πλέον την ευχέρεια να θεωρούν την Κίνα χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς (βλ. παράγραφο 15 του Πρωτοκόλλου προσχωρήσεως της Κίνας στον ΠΟΕ, διαθέσιμου στη διεύθυνση https://www.wto.org/english/thewto_e/acc_e/completeacc_e.htmchn).

    ( 28 ) Απόφαση GLS (C‑338/10, EU:C:2012:158, σκέψεις 22, 27 και 31).

    ( 29 ) Βάσει των εκθέσεων για την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (www.weforum.org), οι ΗΠΑ ήταν, εκ των χωρών στις οποίες έγινε αναφορά στην παρούσα διαδικασία, αυτή με το υψηλότερο συνολικό επίπεδο τοπικού ανταγωνισμού το 2008-2009, καίτοι υστέρησε ελαφρώς εν προκειμένω έναντι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Τουρκίας το 2010‑2011, ξεπερνώντας με μικρή διαφορά την Κίνα. Όλες οι υπόλοιπες χώρες των οποίων έγινε μνεία είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα τοπικού ανταγωνισμού, ιδίως η Ρωσία. Οι εν λόγω αξιολογήσεις ως προς τον γενικό τοπικό ανταγωνισμό έχουν, ασφαλώς, μικρή αξία ως προς τον καθορισμό των επιπέδων ανταγωνισμού σε έναν συγκεκριμενο τομέα, αλλά παρέχουν, παρά ταύτα, ένδειξη που ενισχύει τις εξηγήσεις της Επιτροπής.

    ( 30 ) Η Παγκόσμια Τράπεζα (http://data.worldbank.org) παρέχει στατιστικά στοιχεία για εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας ως ποσοστό των εξαγωγών κατασκευασμένων προϊόντων, από τα οποία προκύπτει ότι η Κίνα, η Ταϊλάνδη και οι ΗΠΑ ήταν σε γενικές γραμμές συγκρίσιμες το 2009-2010, με ποσοστό μεταξύ 20 % και 28 % των εξαγωγών τους να είναι εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας. Όλες οι υπόλοιπες χώρες των οποίων έγινε μνεία είχαν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά, εξαιρουμένης της Μαλαισίας, που είχε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό. Δεν εκτίθενται τα ποσοστά που αφορούν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα για τα εν λόγω έτη, αλλά από τα στοιχεία των προηγουμένων ετών προκύπτει ένα ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό εξαγωγών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας. Και σε αυτή την περίπτωση, τέτοιου είδους στοιχεία δεν μπορούν να θεωρηθούν άμεση απόδειξη του σταδίου τεχνολογικής αναπτύξεως σε συγκεκριμένο τομέα αλλά, και πάλι, παρέχουν ένδειξη που ενισχύει τις εξηγήσεις της Επιτροπής.

    ( 31 ) Στο τρίτο εδάφιο διευκρινίζεται: «[ο]ι τιμές που εφαρμόζονται μεταξύ μερών που φαίνεται ότι συνδέονται μεταξύ τους ή έχουν συνάψει μεταξύ τους συμψηφιστικό διακανονισμό είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι αντιστοιχούν σε συνήθεις εμπορικές πράξεις και να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι δεν επηρεάζονται από τη μεταξύ των μερών σχέση». Στο τέταρτο εδάφιο γίνεται παραπομπή στον ορισμό των «συνδεδεμένων μερών».

    ( 32 ) Συγκεκριμένα, το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο («στην περίπτωση που ο εξαγωγέας στη χώρα εξαγωγής δεν παράγει ή δεν πωλεί το ομοειδές προϊόν, η κανονική αξία είναι δυνατό να καθορίζεται με βάση τις τιμές που εφαρμόζουν άλλοι πωλητές ή παραγωγοί») και το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχεία αʹ και γʹ [«επιτρέπεται ο υπολογισμός τους με βάση: α) τον σταθμισμένο μέσο όρο των πραγματικών ποσών που έχουν καθορισθεί για άλλους εξαγωγείς ή παραγωγούς ως προς τους οποίους γίνεται η έρευνα όσον αφορά την παραγωγή και τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής· [...] γ) οποιαδήποτε άλλη εύλογη μέθοδο, υπό την προϋπόθεση ότι το προκύπτον βάσει αυτής ποσό κέρδους δεν υπερβαίνει το κέρδος που πραγματοποιούν υπό κανονικές συνθήκες άλλοι εξαγωγείς ή παραγωγοί σε σχέση με τις πωλήσεις προϊόντων της ιδίας γενικής κατηγορίας στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής»] (η υπογράμμιση δική μου σε όλα τα χωρία).

    ( 33 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση GLS (C‑338/10, EU:C:2011:636).

    ( 34 ) Απόφαση Rotexchemie (C‑26/96, EU:C:1997:261, σκέψη 15).

    ( 35 ) Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι στοιχεία από παραγωγό τρίτης χώρας που συνδέεται με παραγωγό στην Ένωση ήταν επιτρεπτά: αποφάσεις Ferchimex κατά Συμβουλίου (T‑164/94, EU:T:1995:173, σκέψη 74) και Hangzhou Duralamp Electronics κατά Συμβουλίου (T‑459/07, EU:T:2013:369, σκέψη 154).

    ( 36 ) Απόφαση Rotexchemie (C‑26/96, EU:C:1997:261, σκέψη 15).

    ( 37 ) Απόφαση Ferchimex κατά Συμβουλίου (T‑164/94, EU:T:1995:173, σκέψεις 69 και 70)· βλ., επίσης, απόφαση Hangzhou Duralamp Electronics κατά Συμβουλίου (T‑459/07, EU:T:2013:369, σκέψη 154).

    ( 38 ) Βλ. σημεία 62 επ. των παρουσών προτάσεων.

    ( 39 ) Σημείο 74.

    ( 40 ) Εάν επρόκειτο περί απευθείας προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η εμπιστευτική μεταχείριση θα ήταν δυνατή δυνάμει του άρθρου 67, παράγραφος 3, του Κανονισμού του Διαδικασίας. Βλ., παραδείγματος χάριν, τη διάταξη της 7ης Μαΐου 2008, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου (T‑299/05, EU:T:2009:72).

    ( 41 ) Απόφαση Επιτροπή κατά Kadi (C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψεις 97 επ., ιδίως σκέψεις120 επ.).

    ( 42 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 53 του προσωρινού κανονισμού: «[...] ο εν λόγω παραγωγός είχε δηλώσει μόνο μέρος των εγχωρίων πωλήσεών του, ενώ δεν υπήρχε πλήρης συμφωνία μεταξύ κόστους και λογαριασμών».

    ( 43 ) Έξοδα πωλήσεων, γενικά και διοικητικά έξοδα.

    ( 44 ) Κατασκευαστής πρωτότυπου εξοπλισμού.

    ( 45 ) Απόφαση Kundan and Tata κατά Συμβουλίου (T‑88/98, EU:T:2002:280, σκέψη 96).

    ( 46 ) Βλ. σημείο 41 των παρουσών προτάσεων.

    ( 47 ) Απόφαση Beus (5/67, EU:C:1968:13).

    ( 48 ) Απόφαση Petrotub και Republica (C‑76/00 P, EU:C:2003:4, σκέψεις 86 έως 89).

    ( 49 ) Απόφαση Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (264/82, EU:C:1985:119, σκέψεις 24 και 30).

    ( 50 ) Το άρθρο 5, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού δεν επιτρέπει την έναρξη έρευνας κατόπιν καταγγελίας από παραγωγούς που αντιπροσωπεύουν ποσοστό κατώτερο του 25 % της παραγωγής της Ένωσης. Η Fliesen-Zentrum επικαλείται ορισμένες υποθέσεις στις οποίες κρίθηκε ως επαρκές το δείγμα που κάλυπτε μεταξύ του 40 % και του 50 % των παραγωγών της Ένωσης.

    ( 51 ) Ιδίως, στην αιτιολογική σκέψη 198 του οριστικού κανονισμού προβλέπονται τα εξής: «Σημειώνεται επίσης ότι τα περιθώρια απόκλισης των τιμών πώλησης είναι χαμηλότερα από τα περιθώρια ντάμπινγκ που καθορίστηκαν ανωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 88 έως 93 και θα πρέπει συνεπώς τα περιθώρια ντάμπινγκ να αποτελέσουν τη βάση για τον καθορισμό του επιπέδου του δασμού σύμφωνα με τον κανόνα του χαμηλότερου δασμού» (η υπογράμμιση δική μου).

    ( 52 ) Από τα στοιχεία της που προσκομίστηκαν στο πλαίσιο της υποθέσεως Bricmate, C‑569/13, φαίνεται πως προκύπτει ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που ελήφθη υπόψη κατά την έρευνα, οι τιμές των κεραμικών πλακιδίων που εισήχθησαν από την Κίνα ήταν σημαντικά και σταθερά υψηλότερες στη Γερμανία απ’ ό,τι στο Ηνωμένο Βασίλειο, μολονότι οι ποσότητες που εισήχθησαν στα δύο κράτη μέλη ήταν περίπου συγκρίσιμες. Οι τιμές των (μικρότερων ποσοτήτων) εισαγωγών στη Λεττονία και στη Ρουμανία ήταν, ωστόσο, σταθερά χαμηλότερες, σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό.

    Top