Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CC0628

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Wathelet της 18ης Δεκεμβρίου 2014.
    Jean-Bernard Lafonta κατά Autorité des marchés financiers.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Γαλλία.
    Προδικαστική παραπομπή - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Οδηγία 2003/6/ΕΚ - Άρθρο 1, σημείο 1 - Οδηγία 2003/124/ΕΚ - Άρθρο 1, παράγραφος 1 - Εμπιστευτική πληροφορία - Έννοια της "συγκεκριμένης πληροφορίας" - Δυνητική επίδραση προς συγκεκριμένη κατεύθυνση στην τιμή των χρηματοπιστωτικών μέσων.
    Υπόθεση C-628/13.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2014:2472

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    MELCHIOR WATHELET

    της 18ης Δεκεμβρίου 2014 ( 1 )

    Υπόθεση C‑628/13

    Jean-Bernard Lafonta

    κατά

    Autorité des marchés financiers (AMF)

    [αίτηση του Cour de cassation (Γαλλία)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προσέγγιση των νομοθεσιών — Χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες — Οδηγία 2003/6/ΕΚ — Έννοια των “εμπιστευτικών πληροφοριών” — “Συγκεκριμένες” πληροφορίες — Οδηγία 2003/124/ΕΚ — Δυνητική επίδραση προς συγκεκριμένη κατεύθυνση στην τιμή των χρηματοπιστωτικών μέσων»

    I – Εισαγωγή

    1.

    Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η οποία υποβλήθηκε από το Cour de cassation (ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, Γαλλία) στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Δεκεμβρίου 2013, αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, σημείο 1, της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) ( 2 ), και του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/124/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6 όσον αφορά τον ορισμό και τη δημοσιοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών και τον ορισμό των πράξεων χειραγώγησης της αγοράς ( 3 ).

    2.

    Το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου υποβλήθηκε στο πλαίσιο εκδικάσεως διαφοράς μεταξύ του J.‑B. Lafonta και της Autorité des marchés financiers (γαλλική Eπιτροπή Kεφαλαιαγοράς, AMF) σχετικά με οικονομική συναλλαγή που επέτρεψε στη Wendel SA (στο εξής: Wendel), της οποίας ο J.‑B. Lafonta ήταν πρόεδρος της εκτελεστικής επιτροπής κατά τον κρίσιμο χρόνο της διαφοράς της κύριας δίκης, να αποκτήσει σημαντική συμμετοχή στο κεφάλαιο της εταιρίας Saint-Gobain. Η AMF έκρινε ότι, παραλείποντας να δημοσιοποιήσει την πληροφορία σχετικά με την υλοποίηση αυτής της συναλλαγής, ο J.‑B. Lafonta παρέβη τις εθνικές διατάξεις που αφορούν τη δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών και του επέβαλε πρόστιμο ύψους 1,5 εκατομμυρίων ευρώ.

    II – Το ενωσιακό δίκαιο

    Α — Η οδηγία 2003/6

    3.

    Κατά το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 2003/6:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

    1)

    Ως “εμπιστευτικές πληροφορίες” νοούνται οι συγκεκριμένες πληροφορίες οι οποίες δεν έχουν δημοσιοποιηθεί και αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, έναν ή περισσότερους εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων ή ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, και οι οποίες αν δημοσιοποιούνταν θα μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητά την τιμή αυτών των χρηματοπιστωτικών μέσων ή την τιμή των συνδεόμενων με αυτά παράγωγων μέσων.

    […]»

    4.

    Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

    «1.   Τα κράτη μέλη απαγορεύουν στα πρόσωπα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο και τα οποία είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές για να αποκτήσουν ή να διαθέσουν, ή για να προσπαθήσουν να αποκτήσουν ή διαθέσουν, για λογαριασμό τους ή για λογαριασμό τρίτων, αμέσως ή εμμέσως, χρηματοπιστωτικά μέσα που αφορούν οι πληροφορίες αυτές.

    Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα που κατέχουν αυτές τις πληροφορίες:

    α)

    λόγω της ιδιότητάς τους ως μελών των διοικητικών, διευθυντικών, ή εποπτικών οργάνων του εκδότη, ή

    β)

    λόγω της συμμετοχής τους στο κεφάλαιο του εκδότη, ή

    γ)

    λόγω της πρόσβασης που έχουν στις πληροφορίες αυτές κατά την άσκηση της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων τους, [ή]

    δ)

    λόγω των εγκληματικών τους δραστηριοτήτων.

    2.   Όταν το πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι νομικό πρόσωπο, η απαγόρευση που προβλέπεται στην παράγραφο αυτή ισχύει και για τα φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν στην απόφαση για τη διενέργεια της συναλλαγής για λογαριασμό του εν λόγω νομικού προσώπου.

    3.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται εις εκπλήρωση μιας απαιτητής υποχρέωσης για την απόκτηση ή διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων, όταν η υποχρέωση αυτή απορρέει από συμφωνία συναφθείσα πριν από την απόκτηση της εμπιστευτικής πληροφορίας από τον ενδιαφερόμενο.»

    5.

    Κατά το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας:

    «1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων δημοσιοποιούν το ταχύτερο δυνατό τις εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν άμεσα τους εν λόγω εκδότες.

    […]

    2.   Ένας εκδότης μπορεί υπ’ ευθύνη του να αναβάλει τη δημοσιοποίηση μιας εμπιστευτικής πληροφορίας, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, προκειμένου να μην βλάψει τα έννομα συμφέροντά του, εφόσον η παράλειψη αυτή δεν κινδυνεύει να παραπλανήσει το κοινό και εφόσον ο εκδότης μπορεί να διασφαλίσει την εμπιστευτικότητά της. Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν ο εκδότης να ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή σχετικά με την απόφασή του να αναβάλει τη δημοσιοποίηση μιας εμπιστευτικής πληροφορίας.»

    Β — Η οδηγία 2003/124

    6.

    Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/124, με τίτλο «Εμπιστευτικές πληροφορίες», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 1, σημείο 1, της οδηγίας 2003/6/EΚ, μια πληροφορία θεωρείται “συγκεκριμένη” εάν περιλαμβάνει αναφορά σε κατάσταση η οποία υφίσταται ή που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ότι θα υπάρξει, ή αναφορά σε ένα γεγονός το οποίο έλαβε χώρα ή που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ότι θα λάβει χώρα και εφόσον η πληροφορία αυτή είναι αρκούντως συγκεκριμένη ώστε να επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την πιθανή επίπτωση αυτής της κατάστασης ή του γεγονότος στις τιμές των χρηματοπιστωτικών μέσων ή των συνδεομένων με αυτά παράγωγων μέσων.

    2.   Για την εφαρμογή του άρθρου 1, σημείο 1, της οδηγίας 2003/6/EΚ, με τη φράση “και οι οποίες (πληροφορίες), αν δημοσιοποιούνταν, θα μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητά την τιμή αυτών των χρηματοπιστωτικών μέσων ή την τιμή των συνδεόμενων με αυτά παράγωγων μέσων” νοείται κάθε πληροφορία που ένας ορθολογικός επενδυτής ενδέχεται να λάβει υπόψη κατά τη λήψη των επενδυτικών του αποφάσεων.»

    III – Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    7.

    Μεταξύ Δεκεμβρίου 2006 και Ιουνίου 2007, η Wendel σύναψε με τέσσερα πιστωτικά ιδρύματα (στο εξής: τράπεζες) συμβάσεις «Total Return Swaps» (συμβάσεις ανταλλαγής ολικής απόδοσης, στο εξής: TRS) με υποκείμενο στοιχείο ενεργητικού μετοχές της εταιρίας Saint‑Gobain, για την κάλυψη δε έναντι αυτών των δεσμεύσεων οι τράπεζες αγόρασαν συνολικά 85 εκατομμύρια μετοχές της Saint-Gobain.

    8.

    Κατά τη διάρκεια των συμβάσεων, η Wendel όφειλε να καταβάλει αμοιβή στις τράπεζες και ελάμβανε από αυτές το ποσό των μερισμάτων από τις μετοχές της Saint-Gobain. Κατά τη λύση των συμβάσεων, που μπορούσε να γίνει την προβλεπόμενη ημερομηνία λήξεως ή πρόωρα, με πρωτοβουλία της Wendel, έπρεπε να υπολογιστεί η διαφορά μεταξύ της «τιμής αναφοράς», που αντιστοιχούσε στην αξία του τίτλου κατά τη σύναψη των TRS και της «τιμής ρευστοποιήσεως», που αντιστοιχούσε στην αξία του τίτλου κατά τον χρόνο της λύσεως. Σε περίπτωση υπεραξίας, αυτή περιερχόταν στη Wendel, ενώ σε περίπτωση μειώσεως της αξίας, η Wendel έπρεπε να καταβάλει τη διαφορά στην τράπεζα.

    9.

    Παράλληλα με τη σύναψη των TRS, η Wendel εξασφάλισε από τις τράπεζες και από ένα άλλο πιστωτικό ίδρυμα χρηματοδοτήσεις συνολικού ποσού πλησίον αυτού των TRS.

    10.

    Αφού η Wendel αποφάσισε, στις 3 Σεπτεμβρίου 2007, να ρευστοποιήσει σταδιακά τα TRS, αποκτά, μεταξύ της ημερομηνίας αυτής και της 27ης Νοεμβρίου 2007, πλέον των 66 εκατομμυρίων μετοχών της Saint-Gobain, που εκπροσωπούν το 17,6 % του κεφαλαίου της εταιρίας αυτής και δηλώνει στην AMF, μεταξύ της 26ης Σεπτεμβρίου 2007 και της 26ης Μαρτίου 2008, ότι το ποσοστό της συμμετοχής της στο κεφάλαιο της Saint-Gobain υπερέβη τα όρια του 5 %, 10 %, 15 % και 20 % του κεφαλαίου της εταιρίας αυτής.

    11.

    Η AMF έκρινε ότι, καίτοι, στις 3 Σεπτεμβρίου 2007, η εκτελεστική επιτροπή της Wendel έλαβε επισήμως την απόφαση να μετατρέψει την οικονομική της έκθεση στη Saint-Gobain σε κατοχή των ίδιων των μετοχών της ως άνω εταιρίας, εντούτοις τα στοιχεία που περιέχονταν στην έκθεση ελέγχου της διευθύνσεως ερευνών και εποπτείας αγορών της AMF επί των όρων αυξήσεως του μεριδίου της Wendel επί του κεφαλαίου της Saint-Gobain και το γεγονός ότι η υπογραφή των συμβάσεων TRS έγινε ταυτόχρονα με την εξασφάλιση, από πλευράς της Wendel, των χρηματοδοτήσεων που θα της επέτρεπαν, μελλοντικά, να αποκτήσει τις μετοχές της Saint-Gobain που θα μεταβίβαζαν οι τράπεζες στο πλαίσιο της λύσεως των TRS, δείχνουν ότι υπήρχε εξαρχής η βούληση αποκτήσεως σημαντικής συμμετοχής στο κεφάλαιο της εταιρίας Saint-Gobain και ότι η ως άνω συναλλαγή είχε γίνει για τον σκοπό αυτό.

    12.

    Συνεπώς, η AMF προσήψε στη Wendel και στον J.‑B. Lafonta ότι δεν δημοσιοποίησαν τα κύρια χαρακτηριστικά της «οικονομικής συναλλαγής» που προετοίμαζε η Wendel και η οποία «αποσκοπούσε στην απόκτηση σημαντικής συμμετοχής στο κεφάλαιο της Saint-Gobain», «το αργότερο στις 21 Ιουνίου 2007, ημερομηνία κατά την οποία είχε συναφθεί το σύνολο των TRS με τα τραπεζικά ιδρύματα», και ότι δεν δημοσιοποίησε, παρά μόνον αφού υποχρεώθηκε να προβεί στη δήλωση περί υπερβάσεως του ορίου του 5 %, την εμπιστευτική πληροφορία, η οποία αφορούσε «τη διενέργεια, από πλευράς της Wendel, της προαναφερθείσας συναλλαγής, προκειμένου να μπορέσει αυτή να αποκτήσει σημαντική συμμετοχή στο κεφάλαιο της εταιρίας Saint-Gobain».

    13.

    Με απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2010, η επιτροπή κυρώσεων της AMF δέχθηκε τις αιτιάσεις αυτές και επέβαλε χρηματική ποινή ύψους 1,5 εκατομμυρίων ευρώ σε βάρος της Wendel και του J.‑B. Lafonta.

    14.

    Ο J.‑B. Lafonta κατέθεσε προσφυγή ενώπιον του cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισιού, Γαλλία) το οποίο επικύρωσε την απόφαση της AMF. Ο J.‑B. Lafonta άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

    15.

    Κατά τον J.‑B. Lafonta, η πληροφορία είναι «συγκεκριμένη» μόνον αν επιτρέπει στον κάτοχό της να προβλέψει προς ποια κατεύθυνση θα μεταβληθεί η τιμή του τίτλου του οικείου εκδότη όταν η εν λόγω πληροφορία δημοσιοποιηθεί. Ισχυρίζεται ότι μόνον η πληροφορία που επιτρέπει την πρόβλεψη της ανοδικής ή καθοδικής πορείας της τιμής του οικείου τίτλου επιτρέπει σε αυτόν που κατέχει την πληροφορία να γνωρίζει εάν πρέπει να αγοράσει ή να πωλήσει τον τίτλο αυτόν και, επομένως, του προσδίδει πλεονέκτημα έναντι όλων των άλλων φορέων της αγοράς που αγνοούν την εν λόγω πληροφορία. Προσθέτει, εν προκειμένω, ότι ήταν αδύνατον να προβλεφθεί ποιες μπορούσαν να είναι οι συνέπειες, ανοδικές ή καθοδικές, στην τιμή της μετοχής της Wendel από τη γνωστοποίηση της πληροφορίας σχετικά με τη συμμετοχή της εταιρίας αυτής στο κεφάλαιο της εταιρίας Saint-Gobain.

    16.

    Η AMF υποστηρίζει ότι μια τέτοια απαίτηση βαίνει πέραν του γράμματος των οδηγιών 2003/6 και 2003/124, το οποίο δεν αναφέρεται στην κατεύθυνση της πιθανής επιπτώσεως της πληροφορίας στην τιμή των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων. Εκτιμά ότι η «διάκριση σχετικά με τον χαρακτηρισμό μιας πληροφορίας ως συγκεκριμένης ή μη έγκειται στη δυνητική επίδραση αυτής στην αγορά, ούτως ώστε κάθε πληροφορία από την οποία μπορεί να συναχθεί ότι, εάν ήταν γνωστή, θα μπορούσε να επιφέρει μεταβολή της τιμής, αποτελεί εξ αυτού και μόνον του λόγου συγκεκριμένη πληροφορία, ενώ θα πρέπει επίσης να αποδειχθεί, για να συμπληρωθεί ο συγκεκριμένος αυτός χαρακτήρας, ότι το σχετικό γεγονός μπορεί να έχει αισθητή επίδραση στην τιμή του τίτλου».

    17.

    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Cour de cassation αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Έχουν τα άρθρα 1, σημείο 1, της οδηγίας [2003/6] και 1, παράγραφος 1, της οδηγίας [2003/124] την έννοια ότι αποτελούν συγκεκριμένες πληροφορίες κατά την έννοια των διατάξεων αυτών μόνον οι πληροφορίες από τις οποίες είναι δυνατόν να συναχθεί, με επαρκή βαθμό πιθανότητας, ότι η δυνητική επιρροή τους στην τιμή των χρηματοπιστωτικών μέσων θα δράσει προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, άπαξ και δημοσιοποιηθούν οι πληροφορίες αυτές;»

    IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    18.

    Ο J.‑B. Lafonta, η Γαλλική, η Τσεχική, η Γερμανική, η Ιταλική και η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Ο J.‑B. Lafonta, η Γαλλική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, ανέπτυξαν προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία έλαβε χώρα στις 13 Νοεμβρίου 2014.

    V – Ανάλυση

    Α  Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    19.

    Το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά την έννοια των «εμπιστευτικών πληροφοριών», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 2003/6, και ειδικότερα, το αν οι ως άνω πληροφορίες είναι «συγκεκριμένες», έννοια η οποία ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/124.

    20.

    Όπως δηλώνεται στον τίτλο της, η οδηγία 2003/6 έχει ως σκοπό να αποτρέψει τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις καταχρήσεις αγοράς.

    21.

    Προκειμένου να πραγματοποιήσει τους ως άνω σκοπούς, η οδηγία 2003/6 προβλέπει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο της 2, παράγραφος 1, την απαγόρευση των πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες ( 4 ), δηλαδή την απαγόρευση παράνομης χρησιμοποιήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ( 5 ), και στο άρθρο της 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, την υποχρέωση των εκδοτών χρηματοπιστωτικών μέσων να δημοσιοποιούν, το ταχύτερο δυνατόν, τις εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν άμεσα τους εν λόγω εκδότες. Εξάλλου, το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/6 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη επιβάλλουν μέτρα ή διοικητικές κυρώσεις ( 6 ) κατά των προσώπων που ευθύνονται, μεταξύ άλλων, για παράβαση των ως άνω άρθρων 2, παράγραφος 1, και 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο ( 7 ).

    22.

    Κατά τη δεύτερη και τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της, η οδηγία 2003/6 απαγορεύει συνεπώς τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες με σκοπό να προστατεύσει την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, η οποία εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την εγγύηση που τους παρέχεται ότι θα απολαύουν ίσης μεταχειρίσεως και θα προστατεύονται από την παράνομη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών ( 8 ). Ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης κρίνει, στην δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/6, ότι οι πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και η χειραγώγηση της αγοράς εμποδίζουν τη δημιουργία συνθηκών πλήρους διαφάνειας στην αγορά, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τις συναλλαγές όλων των οικονομικών φορέων που δραστηριοποιούνται σε ενοποιημένες χρηματοπιστωτικές αγορές. Στην πρώτη περίοδο της εικοστής τέταρτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2003/6 διευκρινίζεται ότι η ταχεία και αμερόληπτη δημοσιοποίηση των πληροφοριών ενισχύει την ακεραιότητα της αγοράς, ενώ αντίθετα η επιλεκτική πληροφόρηση από τους εκδότες μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια της εμπιστοσύνης των επενδυτών στην ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ( 9 ).

    23.

    Επομένως η έννοια των «εμπιστευτικών πληροφοριών», όπως ορίζεται στο άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 2003/6, είναι μια έννοια κλειδί θεμελιώδους σημασίας λόγω του κεντρικού ρόλου της στα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της ως άνω οδηγίας. Εξάλλου, η υποχρέωση των κρατών μελών να επιβάλλουν κυρώσεις κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας επιτάσσει ο ορισμός αυτής της έννοιας να είναι σαφής και να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ασφάλειας δικαίου.

    24.

    Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης αφορούν την υποχρέωση, που προβλέπεται από το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/6 για δημοσιοποίηση, το ταχύτερο δυνατό, των εμπιστευτικών πληροφοριών. Η εν λόγω «θετική» ( 10 ) υποχρέωση που επιβάλλεται στους εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων σκοπεί να διασφαλίσει την αναγκαία διαφάνεια για την τήρηση των σκοπών αυτής της οδηγίας ( 11 ).

    25.

    Το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 2003/6 ορίζει τα τέσσερα ουσιώδη συστατικά στοιχεία μιας εμπιστευτικής πληροφορίας αναφέροντας, πρώτον, τον συγκεκριμένο χαρακτήρα της, δεύτερον, το γεγονός ότι δεν έχει δημοσιοποιηθεί, τρίτον, την άμεση ή έμμεση σχέση της είτε με έναν ή περισσότερους εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων είτε με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, και, τέταρτον, τη δυνατότητά της να επηρεάζει αισθητά την τιμή των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων ( 12 ).

    26.

    Προκειμένου να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου της οποίας απολαύουν οι συμμετέχοντες στην αγορά, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων, η οδηγία 2003/124 προβλέπει ακριβέστερο ορισμό δύο εκ των τεσσάρων ουσιωδών στοιχείων της έννοιας των εμπιστευτικών πληροφοριών ( 13 ), δηλαδή τον συγκεκριμένο χαρακτήρα αυτών των πληροφοριών (πρώτο στοιχείο) και την έκταση του δυνητικού τους αντικτύπου στις τιμές των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων ή των συνδεόμενων με αυτά παράγωγων μέσων (τέταρτο στοιχείο).

    27.

    Στη σκέψη 53 της εν λόγω αποφάσεως Geltl, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα δύο συστατικά στοιχεία μιας εμπιστευτικής πληροφορίας που προβλέπονται, αντιστοίχως, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 της οδηγίας 2003/124 αποτελούσαν ελάχιστες προϋποθέσεις που έπρεπε να πληρούνται σωρευτικά για να χαρακτηρισθεί μια πληροφορία ως «εμπιστευτική» κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 1, της οδηγίας 2003/6.

    28.

    Εξάλλου, το Δικαστήριο υπογράμμισε τον αυτόνομο χαρακτήρα καθενός από τα δύο αυτά στοιχεία. Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας μιας πληροφορίας δεν εξαρτάται από την ικανότητά της να επηρεάσει αισθητά την τιμή των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων ( 14 ). Πράγματι, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της Γαλλικής Κυβερνήσεως, «κατά το στάδιο της κρίσεως σχετικά με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα της πληροφορίας, δεν είναι σκόπιμο να αναρωτηθεί κανείς αν μια τέτοια πληροφορία μπορεί να χρησιμεύσει ως θεμέλιο της αποφάσεως ενός ορθολογικού επενδυτή».

    29.

    Επισημαίνω, συναφώς, ότι μια «συγκεκριμένη» πληροφορία συχνά μπορεί, στην πράξη, να επηρεάσει αισθητά την τιμή των χρηματοπιστωτικών μέσων και αποτελεί επομένως εμπιστευτική πληροφορία. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ακόμα μια φορά ότι η εκτίμηση του συγκεκριμένου χαρακτήρα μιας πληροφορίας και η δυνατότητά της να επηρεάσει αισθητά την τιμή των χρηματοπιστωτικών μέσων συνιστούν δύο κριτήρια τα οποία είναι τόσο υποχρεωτικά όσο και νομικώς διακριτά.

    Β — Η έννοια του συγκεκριμένου χαρακτήρα

    30.

    Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/124, μια πληροφορία θεωρείται συγκεκριμένη εφόσον συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις. Αφενός, η πληροφορία πρέπει να περιλαμβάνει αναφορά σε κατάσταση η οποία υφίσταται ή που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ότι θα υπάρξει, ή αναφορά σε ένα γεγονός το οποίο έλαβε χώρα ή που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ότι θα λάβει χώρα. Αφετέρου, η πληροφορία πρέπει να είναι αρκούντως συγκεκριμένη ώστε να επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την πιθανή επίπτωση αυτής της καταστάσεως ή του γεγονότος στις τιμές των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων ή των συνδεομένων με αυτά παράγωγων μέσων ( 15 ).

    31.

    Το ερώτημα που τίθεται από το αιτούν δικαστήριο αφορά τη δεύτερη από τις εν λόγω προϋποθέσεις και συγκεκριμένα το κατά πόσον, κατ’ ουσίαν, η προϋπόθεση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, για να είναι η πληροφορία «συγκεκριμένη», πρέπει να επιτρέπει την πρόβλεψη της κατευθύνσεως —ανοδικής ή καθοδικής— της μεταβολής της τιμής των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων.

    32.

    Τα κράτη μέλη που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις και η Επιτροπή φαίνεται να συμφωνούν ως προς την αρνητική απάντηση επί του ερωτήματος αυτού.

    33.

    Μόνον ο J.‑B. Lafonta προτείνει να δοθεί διαφορετική απάντηση, θεωρώντας ότι παραβίαση της ισότητας μεταξύ των επενδυτών προκύπτει μόνον αν ο κάτοχος της πληροφορίας είναι ικανός να προβλέψει με ποιον τρόπο θα εξελιχθεί η αγορά (ανοδικά ή καθοδικά) μετά τη δημοσιοποίηση αυτής της πληροφορίας. Κατά την άποψή του, μόνον μια τέτοια πρόβλεψη τού επιτρέπει να αποφασίσει αν πρέπει να αγοράσει ή να πωλήσει τον οικείο τίτλο για να έχει κέρδος. Άλλως, ο επενδυτής θα διέτρεχε τον ίδιο κίνδυνο με το σύνολο της αγοράς προβαίνοντας σε συναλλαγές με τον οικείο τίτλο.

    34.

    Από το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/124 συνάγεται σαφώς ότι, για να θεωρηθεί «συγκεκριμένη», μια πληροφορία πρέπει να έχει χαρακτήρα αρκούντως συγκεκριμένο ( 16 ) ή ειδικό ( 17 ) ώστε να επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την πιθανή επίπτωση στις τιμές των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων.

    35.

    Αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 2003/6 ούτε το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/124 αναφέρονται ειδικώς σε πληροφορία που θα επέτρεπε να προβλεφθεί η κατεύθυνση —ανοδική ή καθοδική— μιας μεταβολής της τιμής των μέσων αυτών ( 18 ). Είναι μεν πρόδηλο ότι μια τέτοια πληροφορία θα είχε συγκεκριμένο ( 19 ) χαρακτήρα, αλλά το τεθέν στο Δικαστήριο ερώτημα αφορά το αν μια τέτοια πληροφορία μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα χωρίς το στοιχείο αυτό.

    36.

    Επισημαίνω εξάλλου ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/124 έχει ιδιαιτέρως γενική και ευρεία διατύπωση ( 20 ).

    37.

    Πράγματι, η διατύπωση «συμπερ[άσματα] σχετικά με την πιθανή επίπτωση» ( 21 ) είναι σαφώς ευρύτατη και δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί συσταλτικώς ως αφορώσα μόνον πληροφορίες που καθιστούν δυνατό τον καθορισμό της κατευθύνσεως που μπορεί να λάβει η μεταβολή της τιμής των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων ( 22 ).

    38.

    Είναι αληθές ότι η διάταξη αυτή αποκλείει από την έννοια των «εμπιστευτικών πληροφοριών» τις αόριστες ή γενικές πληροφορίες που, λόγω ελλείψεως ακρίβειας ή ειδικότητας, δεν επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τον πιθανό αντίκτυπο ή την πιθανή επίπτωσή τους επί της τιμής των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων ( 23 ). Οι επίμαχες πληροφορίες είναι εκ φύσεως ανεπαρκείς και, επομένως, ανίκανες να θίξουν τους σκοπούς της οδηγίας 2003/6. Είναι, επομένως, σκόπιμο να μην υπαχθούν αυτές οι πληροφορίες στην έννοια των «εμπιστευτικών πληροφοριών» προκειμένου να αποφευχθεί η υπερπληθώρα άχρηστων πληροφοριών για τους συμμετέχοντες στην αγορά που θα υπήρχε κίνδυνος, αφενός, να τους «πνίξει» και, αφετέρου, να επιβάλει υπερβολικές υποχρεώσεις στους εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων.

    39.

    Φρονώ, εξάλλου, ότι, λόγω της δυσχέρειας, σε πολλές περιπτώσεις, εκ των προτέρων εκτιμήσεως ( 24 ) αν μια πληροφορία μπορεί να προκαλέσει άνοδο ή κάθοδο των τιμών των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων, ο περιορισμός του εννοιολογικού εύρους της «συγκεκριμένης» πληροφορίας μόνον στις πληροφορίες που επιτρέπουν την πρόβλεψη της κατευθύνσεως που θα λάβει η μεταβολή της τιμής των μέσων αυτών θα κατέληγε να καταστήσει τις οδηγίες 2003/6 και 2003/124 σχεδόν άνευ αντικειμένου ( 25 ). Θα ισοδυναμούσε με πρόσκληση προς επιλεκτική πληροφόρηση εκ μέρους των εκδοτών σε αντίθεση προς τους σκοπούς της οδηγίας 2003/6.

    40.

    Ο J.‑B. Lafonta ισχυρίζεται, ωστόσο, ότι η θέση του επιρρωννύεται από τις απόψεις τις οποίες έχει διατυπώσει η ευρωπαϊκή επιτροπή ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών (στο εξής: ΕΡΑΚΑ) ( 26 ). Πράγματι, στο σημείο 1.8 ενός εγγράφου του Ιουλίου του 2007 με τίτλο «Market Abuse directive, Level 3 — second set of CESR guidance and information on the common operation of the directive to the market» (οδηγία περί καταχρήσεως αγοράς, επίπεδο 3 — δεύτερη δέσμη οδηγιών και πληροφοριών της ΕΡΑΚΑ περί της κοινής εφαρμογής της οδηγίας στην αγορά, στο εξής: οδηγός) ( 27 ), η ΕΡΑΚΑ επισημαίνει ότι μια πληροφορία είναι αρκούντως συγκεκριμένη, για παράδειγμα, σε δύο περιπτώσεις. Πρώτον, όταν η πληροφορία είναι τέτοια που επιτρέπει σε έναν ορθολογικό επενδυτή να λάβει επενδυτική απόφαση χωρίς να διατρέχει οικονομικούς κινδύνους ή διατρέχοντας περιορισμένους μόνο κινδύνους, δηλαδή όταν του επιτρέπει να εκτιμήσει με ασφάλεια πώς η πληροφορία, αφού καταστεί γνωστή στο κοινό, θα επηρεάσει την τιμή του οικείου χρηματοπιστωτικού μέσου και των αντίστοιχων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων. Παραδείγματος χάριν, ένα πρόσωπο το οποίο γνωρίζει ότι επίκειται η υποβολή δημόσιας προσφοράς αγοράς σε συγκεκριμένο εκδότη μπορεί να είναι βέβαιο ότι η τιμή της μετοχής του εκδότη θα αυξηθεί όταν η προσφορά δημοσιοποιηθεί. Δεύτερον, αν η πληροφορία είναι τέτοιας φύσεως ώστε να μπορεί να γίνει αντικείμενο άμεσης εκμεταλλεύσεως στην αγορά ( 28 ).

    41.

    Πρέπει να επισημανθεί, καταρχάς, ότι στο σημείο 8 του Feedback Statement (εκθέσεως) της ΕΡΑΚΑ ( 29 ) επί του οδηγού, που δημοσιεύθηκε ταυτοχρόνως προς αυτόν, η ΕΡΑΚΑ επισήμανε ότι ο σκοπός του οδηγού ήταν, ιδίως, να παρέχει παραδείγματα πληροφοριών που θα μπορούσαν να συνιστούν ενδεχομένως «εμπιστευτικές πληροφορίες». Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο οδηγός δεν έχει δεσμευτική νομική ισχύ, ότι δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο επικλήσεως προκειμένου να χωρήσει παρέκκλιση από τις διατάξεις των οδηγιών 2003/6 και 2003/124 και ότι, επιπλέον, δημοσιεύθηκε πριν τις αποφάσεις Spector Photo Group και Van Raemdonck (C‑45/08, EU:C:2009:806) καθώς και Geltl (C‑19/11, EU:C:2012:397).

    42.

    Φρονώ, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της Επιτροπής κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το πρώτο παράδειγμα που παρατίθεται στο σημείο 1.8 του οδηγού είναι ακραίο και αφορά την εξαιρετικά σπάνια κατάσταση στην οποία η πληροφορία είναι σαφής, πλήρης και μη επιδεχόμενη αμφιβολίας. Όπως υπογράμμισε η Επιτροπή, παρόμοια βεβαιότητα δεν είναι προφανώς απαραίτητη για να μπορεί να θεωρηθεί μια πληροφορία εμπιστευτική. Εξάλλου η Επιτροπή επισήμανε, ορθώς, ότι το σημείο 1.15 του οδηγού επαναλάμβανε και άλλα παραδείγματα πραγματικών περιστατικών, τα οποία ενδυναμώνουν την άποψή μου ότι μια πληροφορία σχετικά με την κατεύθυνση της μεταβολής της τιμής δεν είναι αναγκαία ώστε να στοιχειοθετείται η έννοια των «εμπιστευτικών πληροφοριών». Η όγδοη περίπτωση του σημείου 1.15 σχετικά, μεταξύ άλλων, με «την αγορά ή την πώληση του κεφαλαίου ή σημαντικών στοιχείων ενεργητικού» φαίνεται να αφορά ακριβώς τις πληροφορίες της περιπτώσεως Lafonta, δηλαδή τις TRS. Κατά τον οδηγό, πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση «εμπιστευτικής πληροφορίας». Επιπλέον, η τρίτη, η έβδομη και η προτελευταία περίπτωση του σημείου 1.15 του οδηγού επίσης αναφέρονται σε παραδείγματα «εμπιστευτικών πληροφοριών» μολονότι η κατεύθυνση της εξελίξεως των τιμών ουδόλως μπορεί να προβλεφθεί με βάση αυτές τις πληροφορίες. Εν κατακλείδι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι ο οδηγός ασκεί επιρροή, μου φαίνεται ότι ο J.‑B. Lafonta δεν μπορεί να τον επικαλεσθεί προς υποστήριξη της απόψεώς του.

    43.

    Συνεπώς, φρονώ ότι το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 2003/6 και το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/124 έχουν την έννοια ότι μια πληροφορία θεωρείται «συγκεκριμένη» εάν «περιλαμβάνει αναφορά σε κατάσταση η οποία υφίσταται ή που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ότι θα υπάρξει, ή αναφορά σε ένα γεγονός το οποίο έλαβε χώρα ή που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ότι θα λάβει χώρα» και είναι δυνατό να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η κατάσταση αυτή ή το γεγονός αυτό εκ φύσεως είναι ικανά να επιφέρουν μεταβολή ή διακύμανση της τιμής των χρηματοπιστωτικών μέσων. Μια τέτοια πληροφορία πρέπει να είναι «αρκούντως συγκεκριμένη ώστε να επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την πιθανή επίπτωση [αυτών των καταστάσεων ή των γεγονότων] στις τιμές των χρηματοπιστωτικών μέσων […]».

    44.

    Αντιθέτως δεν απαιτείται να είναι δυνατόν να συναχθεί, με επαρκή βαθμό πιθανολογήσεως, ότι η δυνητική επιρροή αυτής της πληροφορίας επί των τιμών των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων θα δράσει προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, άπαξ και η πληροφορία αυτή δημοσιοποιηθεί.

    Γ — Η αισθητή επίδραση επί των τιμών

    45.

    Το προδικαστικό ερώτημα που τέθηκε από το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρεται στην «αισθητή» επίδραση ( 30 ) μιας πληροφορίας επί των τιμών των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων. Επομένως, μόνο για λόγους πληρότητας, θα εξετάσω στο σημείο αυτό συνοπτικά την προϋπόθεση αυτή.

    46.

    Υπενθυμίζω, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, ότι ο αισθητός ή μη χαρακτήρας της επιδράσεως που μπορεί να έχει επί των τιμών η γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριών είναι άνευ σημασίας για την προϋπόθεση του συγκεκριμένου χαρακτήρα που απαιτείται στο άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 2003/6 ( 31 ). Ειδικότερα, μια πληροφορία, έστω και «συγκεκριμένη», δεν θίγει τους σκοπούς των οδηγιών 2003/6 και 2003/124 αν δεν είναι ικανή να επηρεάσει παρά μόνο σε ασήμαντο βαθμό τις τιμές των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων και, συνεπώς, δεν αποτελεί «πληροφορία που ένας ορθολογικός επενδυτής ενδέχεται να λάβει υπόψη κατά τη λήψη των επενδυτικών του αποφάσεων», κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/124 ( 32 ).

    47.

    Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/124, που αφορά τη έκταση του δυνητικού αντικτύπου μιας πληροφορίας επί των τιμών των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων, σκοπεί να αποκλείσει ή να «ξεδιαλέξει» τις, έστω και συγκεκριμένες, πληροφορίες που θα είχαν ασήμαντο αντίκτυπο επί των τιμών και οι οποίες, επομένως, δεν θα έθιγαν την ακεραιότητα της αγοράς ( 33 ).

    48.

    Όπως και για το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/124, φρονώ ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής ουδόλως περιορίζεται σε πληροφορίες που επιτρέπουν να καθορισθεί η κατεύθυνση την οποία θα λάβει η μεταβολή της τιμής των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων. Μια πληροφορία επί της δυνητικής μεταβλητότητας ενός τίτλου, όποια και αν είναι η κατεύθυνσή της, θα μπορούσε σε ορισμένες περιπτώσεις να είναι πληροφορία που ένας ορθολογικός επενδυτής ενδέχεται να λάβει υπόψη κατά τη λήψη των επενδυτικών του αποφάσεων.

    49.

    Από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι υπάρχουν χρηματοοικονομικοί μηχανισμοί που επιτρέπουν στον επενδυτή να αποκομίσει όφελος σε περίπτωση αισθητής μεταβολής της τιμής τίτλου, ανεξαρτήτως της κατευθύνσεως της μεταβολής αυτής, αν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις της αγοράς.

    50.

    Συνεπώς, πρέπει να εξακριβώνεται κατά περίπτωση αν μια πληροφορία, έστω για τη δυνατότητα, αισθητής μεταβολής θα μπορούσε να είναι πληροφορία που ένας ορθολογικός επενδυτής ενδέχεται να λάβει υπόψη κατά τη λήψη των επενδυτικών του αποφάσεων, ακόμη και αν αυτή η πληροφορία δεν είναι ενδεικτική της κατευθύνσεως αυτής της μεταβολής.

    51.

    Εν κατακλείδι, θα αναφερθώ στα παρατεθέντα από την Πολωνική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση παραδείγματα πληροφοριών, οι οποίες μολονότι δεν υποδεικνύουν την κατεύθυνση μιας πιθανής μεταβολής των τιμών, εντούτοις είναι εξίσου εμπιστευτικές κατά την έννοια των οδηγιών 2003/6 και 2003/124. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ο διευθύνων σύμβουλος μιας επιχειρήσεως του κατασκευαστικού τομέα συνταξιοδοτείται και θα μπορούσε να αντικατασταθεί από διαχειριστή με μακρά εμπειρία στον τομέα των τηλεπικοινωνιών μπορεί να συνιστά συγκεκριμένη πληροφορία που ενδέχεται να ληφθεί υπόψη από ορθολογικούς επενδυτές, εκ των οποίων κάποιοι θα εκτιμήσουν ότι αυτή η αντικατάσταση θα δώσει μια νέα ώθηση στην επιχείρηση, ενώ άλλοι θα έχουν την άποψη ότι η πρόσληψη διαχειριστή εκτός του χώρου των κατασκευών δεν μπορεί παρά να την αποδυναμώσει ( 34 ). Και στις δύο περιπτώσεις, η πληροφορία θα πρέπει να δημοσιοποιηθεί το ταχύτερο δυνατόν, σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 2003/6.

    VI – Πρόταση

    52.

    Βάσει των ανωτέρω, προτείνω το Δικαστήριο να δώσει την εξής απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα που έθεσε το Cour de cassation:

    Το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς), και το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/124/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6 όσον αφορά τον ορισμό και τη δημοσιοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών και τον ορισμό των πράξεων χειραγώγησης της αγοράς, δεν μπορούν να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι αποτελούν συγκεκριμένες πληροφορίες κατά την έννοια των διατάξεων αυτών μόνον οι πληροφορίες από τις οποίες είναι δυνατόν να συναχθεί, με επαρκή βαθμό πιθανότητας, ότι η δυνητική επιρροή τους στην τιμή των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων θα δράσει προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, άπαξ και δημοσιοποιηθούν οι πληροφορίες αυτές.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 2 ) ΕΕ L 96, σ. 16.

    ( 3 ) ΕΕ L 339, σ. 70. Επισημαίνω ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 37 του κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6 και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173, σ. 1), οι οδηγίες 2003/6 και 2003/124 καταργούνται από 3ης Ιουλίου 2016. Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι το άρθρο 7 του κανονισμού 596/2014 με τίτλο «Προνομιακές πληροφορίες» επαναλαμβάνει το περιεχόμενο τόσο του άρθρου 1, σημείο 1, της οδηγίας 2003/6 όσο και του άρθρου 1 της οδηγίας 2003/124 και προσδιορίζει το πεδίο εφαρμογής της έννοιας αυτής.

    ( 4 ) Στη σκέψη 48 της αποφάσεως Spector Photo Group και Van Raemdonck (C‑45/08, EU:C:2009:806), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «ο σκοπός που επιδιώκεται με την κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/6 απαγόρευση των πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες έγκειται στη διασφάλιση της ισότητας των συναπτόντων μια χρηματιστηριακή πράξη αποκλειομένου του ενδεχομένου ένας εξ αυτών, ο οποίος είναι κάτοχος εμπιστευτικής πληροφορίας και, εκ του λόγου αυτού, βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τους λοιπούς επενδυτές, να αποκομίσει όφελος εις βάρος του επενδυτή ο οποίος αγνοεί την πληροφορία αυτή».

    ( 5 ) Βλ. απόφαση Geltl (C‑19/11, EU:C:2012:397, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 6 ) Αυτά τα μέτρα και διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται από τα κράτη μέλη λαμβάνονται «με την επιφύλαξη του δικαιώματός τους να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις». Βλ. άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/6.

    ( 7 ) Τα κράτη μέλη είναι συναφώς υποχρεωμένα να εγγυώνται ότι τα μέτρα αυτά είναι αποτελεσματικά, ανάλογα και αποτρεπτικά (άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/6).

    ( 8 ) Βλ. απόφαση Spector Photo Group και Van Raemdonck (C‑45/08, EU:C:2009:806, σκέψη 47).

    ( 9 ) Βλ. επίσης, υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Geltl (C‑19/11, EU:C:2012:397, σκέψη 34).

    ( 10 ) Αντιθέτως, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/6 προβλέπει μια «αρνητική» υποχρέωση, δηλαδή υποχρέωση αποχής από συγκεκριμένη συμπεριφορά στις αγορές σε περίπτωση κατοχής εμπιστευτικών πληροφοριών.

    ( 11 ) Βλ. σημεία 20 έως 22 των προτάσεών μου.

    ( 12 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις Spector Photo Group και Van Raemdonck (C‑45/08, EU:C:2009:806, σκέψη 52) καθώς και Geltl (C‑19/11, EU:C:2012:397, σκέψη 25).

    ( 13 ) Aιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2003/124.

    ( 14 ) Βλ. απόφαση Geltl (C‑19/11, EU:C:2012:397, σκέψη 52).

    ( 15 ) Η πρώτη προϋπόθεση ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση Geltl (C‑19/11, EU:C:2012:397) και δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

    ( 16 ) Το Δικαστήριο χρησιμοποίησε τον όρο «συγκεκριμέν[ος]» στη σκέψη 48 της αποφάσεως Geltl (C‑19/11, EU:C:2012:397).

    ( 17 ) Βλ. υπ’ αυτήν την έννοια, μεταξύ άλλων, τις γλωσσικές αποδόσεις στην ισπανική «suficientemente específico», στην τσεχική «dostatečně konkrétní», στη γερμανική «spezifisch genug», στην αγγλική «specific enough», στην ιταλική «sufficientemente specifica», στην ολλανδική «specifiek genoeg» και στη σλοβακική «dostatočne konkrétna».

    ( 18 ) Η Τσεχική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι, στις οδηγίες 2003/6 και 2003/124, δεν γίνεται αναφορά σε αναγκαιότητα καθορισμού της κατευθύνσεως προς την οποία πιθανώς θα εξελισσόταν η τιμή των χρηματοπιστωτικών μέσων. Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, ουδαμώς συνάγεται από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/124 «ότι, για να θεωρηθεί ακριβής, μια πληροφορία θα πρέπει να πληροί την επιπρόσθετη προϋπόθεση ότι καθιστά δυνατή την πρόβλεψη της κατευθύνσεως που θα έχει η μεταβολή της τιμής των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων όταν η πληροφορία αυτή δημοσιοποιηθεί».

    ( 19 ) Παρόμοια πληροφορία θα πληρούσε τη διακριτή προϋπόθεση της αισθητής επιρροής που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/124, διότι θα αποτελούσε, κατά τη γνώμη μου «πληροφορία που ένας ορθολογικός επενδυτής ενδέχεται να λάβει υπόψη κατά τη λήψη των επενδυτικών του αποφάσεων».

    ( 20 ) Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι οδηγίες 2003/6 και 2003/124 αντιτίθενται στην «επιλεκτική πληροφόρηση». Βλ. εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/6.

    ( 21 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 22 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Geltl (C‑19/11, EU:C:2012:397, σκέψη 46). Όπως επισήμανε η Ιταλική Κυβέρνηση, η οδηγία 2003/124 «κάνει σαφώς λόγο στο άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο για “συμπεράσματ[α] σχετικά με την πιθανή επίπτωση […] στις τιμές” και όχι για “πιθανότατη επίπτωση […] στις τιμές”». Η κυβέρνηση αυτή εκτιμά ότι αρκεί να εξακριβωθεί αν μια πληροφορία θα μπορούσε τεχνικά να επηρεάσει την τιμή του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου. Η Γερμανική Κυβέρνηση εκτιμά ότι η έκφραση «συγκεκριμένη» σκοπεί «μόνον στον αποκλεισμό των πληροφοριών που έχουν γενικό ή αλυσιτελή χαρακτήρα, οι οποίες δεν μπορούν ευλόγως να έχουν αποτέλεσμα επί των τιμών και δεν μπορούν επομένως να χρησιμεύσουν ως θεμέλιο εκτιμήσεως αυτών, όπως […] φήμες που δεν στηρίζονται επαρκώς σε πραγματικά περιστατικά».

    ( 23 ) Στο σημείο 73 των προτάσεών του στην υπόθεση Geltl (C‑19/11, EU:C:2012:153), ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi επισημαίνει ότι «[η] οδηγία 2003/124 θέτει απλώς ελάχιστες προϋποθέσεις, χωρίς τη συνδρομή των οποίων μια είδηση δεν μπορεί να θεωρηθεί συγκεκριμένη και δεν απαιτεί, για τους σκοπούς της ερμηνείας της εκφράσεως “ευλόγως μπορεί να αναμένεται”, υψηλό επίπεδο πιθανότητας να λάβει χώρα η οικεία κατάσταση, αλλά και ούτε η πληροφορία να είναι συγκεκριμένη μέχρι του σημείου που να μπορούν να εξαχθούν ασφαλή ή σχεδόν ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με τις πιθανές συνέπειές της στις τιμές των χρηματοπιστωτικών μέσων ή των συνδεομένων με αυτά παράγωγων μέσων». Στην υποσημείωση 16 των προτάσεών του, ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi προσθέτει ότι «μια είδηση δεν θα είναι συγκεκριμένη αν ένα γεγονός πρέπει να θεωρηθεί αδύνατο ή απίθανο με βάση ένα κριτήριο ορθολογικότητας, διότι θα απουσιάζει ο απαιτούμενος εύλογος χαρακτήρας, αν η είδηση παραμείνει, για παράδειγμα, σε επίπεδο απλής φήμης ή είναι τόσο λίγο συγκεκριμένη ώστε να καθιστά αδύνατη την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την πιθανή επίπτωσή της στις τιμές των χρηματοπιστωτικών μέσων ή των συνδεόμενων με αυτά παράγωγων μέσων» (η υπογράμμιση δική μου).

    ( 24 ) Η Τσεχική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι «πρακτικά ουδείς μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια την εξέλιξη των τιμών της χρηματοπιστωτικής αγοράς· για να το θέσουμε πιο άμεσα, κανείς δεν διαθέτει “κρυστάλλινη σφαίρα”».

    ( 25 ) Βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση Geltl (C‑19/11, EU:C:2012:397, σκέψη 47). Κατά την Πολωνική Κυβέρνηση, «οι εκδότες θα καταστρατηγούσαν ευχερώς την υποχρέωση δημοσιοποιήσεως των εμπιστευτικών πληροφοριών, που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2003/6, υπό το πρόσχημα υπάρξεως πιθανών αποκλίσεων σχετικά με τις επιπτώσεις της γνωστοποιήσεως της οικείας πληροφορίας επί της τιμής των χρηματοπιστωτικών μέσων. Η κατάσταση αυτή θα ήταν προφανώς αντίθετη προς τους σκοπούς της οδηγίας 2003/6, δηλαδή τη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως των επενδυτών ως προς την πρόσβαση στις πληροφορίες και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στην αγορά κεφαλαίων. Ταυτόχρονα, τα προβλεπόμενα στις οδηγίες 2003/6 και 2003/124 μέσα για την αποτροπή της απάτης στην αγορά θα θίγονταν σε μεγάλο βαθμό».

    ( 26 ) Η ΕΡΑΚΑ συστήθηκε με την απόφαση 2001/527/ΕΚ της Επιτροπής της 6ης Ιουνίου 2001 (ΕΕ L 191, σ. 43). Κατά το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 της αποφάσεως 2004/7/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Νοεμβρίου 2003 (ΕΕ L 3, σ. 32), η ΕΡΑΚΑ «[έχει ως αποστολή] να παρέχει συμβουλές στην Επιτροπή είτε κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής εντός προθεσμίας την οποία η Επιτροπή καθορίζει ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος, είτε ιδία πρωτοβουλία, ιδίως όσον αφορά την κατάρτιση σχεδίων εκτελεστικών μέτρων στον τομέα των κινητών αξιών, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες». Η εν λόγω απόφαση 2001/527 καταργήθηκε από την απόφαση 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Ιανουαρίου 2009, για τη σύσταση της ευρωπαϊκής επιτροπής ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών (ΕΕ L 25, σ. 18). Το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν το κείμενο του άρθρου 2 της ως άνω αποφάσεως 2001/527.

    ( 27 ) CESR/06-562b.

    ( 28 ) Μου φαίνεται ότι αυτό το δεύτερο παράδειγμα δεν αφορά το κριτήριο συγκεκριμένης πληροφορίας, αλλά σκοπεί μάλλον στην αποσαφήνιση της έννοιας της αισθητής επιρροής που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/124.

    ( 29 ) CESR/07-402.

    ( 30 ) Βλ. άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 2003/6 και άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/124.

    ( 31 ) Βλ. σημεία 28 και 29 των προτάσεών μου.

    ( 32 ) Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/124, όπως και το άρθρο 1, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας, έχουν διατυπωθεί κατά τρόπο γενικό. Όπως προκύπτει από την πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/124, οι ορθολογικοί επενδυτές βασίζουν τις επενδυτικές τους αποφάσεις στις πληροφορίες που είναι εκ των προτέρων διαθέσιμες. Η ως άνω πρώτη αιτιολογική σκέψη προσθέτει ότι «[σ]ε μια τέτοια εκτίμηση πρέπει να συνυπολογισθεί ο αναμενόμενος αντίκτυπος που θα έχει η πληροφορία, λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική δραστηριότητα του εκδότη στον τομέα αυτό, την αξιοπιστία της πηγής των πληροφοριών και οποιαδήποτε άλλη παράμετρο της αγοράς που ενδέχεται να επηρεάσει το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο ή το συνδεόμενο με αυτό παράγωγο μέσο στις συγκεκριμένες περιστάσεις». Βλ. επίσης, υπ’ αυτήν την έννοια, σκέψη 55 της αποφάσεως Geltl (C‑19/11, EU:C:2012:397).

    ( 33 ) Η διάταξη αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως κανόνας de minimis.

    ( 34 ) Η Πολωνική Κυβέρνηση επικαλέστηκε επίσης το παράδειγμα επιχειρήσεως παραγωγής γάλακτος που μετατρέπεται σε κατασκευαστική επιχείρηση και χρησιμοποιεί ως εκτάσεις προς ανοικοδόμηση τις ακίνητες ιδιοκτησίες της οι οποίες στο παρελθόν προορίζονταν για την παραγωγή γάλακτος. Το αποτέλεσμα της μεταβολής αυτής επί της κατευθύνσεως της τιμής των μετοχών της επίμαχης επιχειρήσεως είναι επίσης αδύνατον να προβλεφθεί.

    Top