EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CC0220

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Bot της 20ής Μαρτίου 2014.
Kalliopi Nikolaou κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αίτηση αναιρέσεως - Εξωσυμβατική ευθύνη - Παραλείψεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου - Αγωγή αποζημιώσεως - Αρχή του τεκμηρίου αθωότητας - Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας - Αρμοδιότητες - Διεξαγωγή των προκαταρκτικών ερευνών.
Υπόθεση C-220/13 P.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2014:176

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 20ής Μαρτίου 2014 ( 1 )

Υπόθεση C‑220/13 P

Καλλιόπη Νικολάου

κατά

Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Αίτηση αναιρέσεως — Απόφαση 99/50 του Ελεγκτικού Συνεδρίου — Προκαταρκτική έρευνα — Εσωτερική έρευνα εκ μέρους της OLAF — Τεκμήριο αθωότητας — Καλόπιστη συνεργασία — Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου»

1. 

Με την αίτησή της αναιρέσεως η Κ. Νικολάου [στο εξής, για όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας: αναιρεσείουσα] ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 20ής Φεβρουαρίου 2013, T-241/09, Νικολάου κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου ( 2 ), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αποζημιώσεως με την οποία η ίδια ζητούσε την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυριζόταν ότι είχε υποστεί λόγω παράνομων ενεργειών και παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο πλαίσιο εσωτερικής έρευνάς του.

I – Το νομικό πλαίσιο

2.

Το άρθρο 2 της αποφάσεως 99/50 του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων, ορίζει:

«Ο υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού του [Ελεγκτικού] Συνεδρίου που λαμβάνει γνώση στοιχείων εκ των οποίων εικάζεται η ύπαρξη, εντός του εν λόγω θεσμικού οργάνου, περιπτώσεων απάτης, δωροδοκίας ή οιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων ενημερώνει αμελλητί τον Γενικό γραμματέα του [Ελεγκτικού] Συνεδρίου ( 3 ).

Ο Γενικός γραμματέας διαβιβάζει αμελλητί στην [Ευρωπαϊκή Υπηρεσία] [Καταπολέμησης της Απάτης] (OLAF), καθώς και στον Πρόεδρο του [Ελεγκτικού] Συνεδρίου, ο οποίος διαβιβάζει την πληροφορία στο μέλος που είναι υπεύθυνο για τον τομέα στον οποίο ανήκει ο υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού του [Ελεγκτικού] Συνεδρίου, οιοδήποτε στοιχείο εκ του οποίου εικάζεται η ύπαρξη ατασθαλιών εκ των αναφερόμενων στο πρώτο εδάφιο του παρόντος και προβαίνει στη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας, υπό την επιφύλαξη των εσωτερικών ερευνών που διενεργούνται από την [OLAF].

[...]

Τα μέλη, οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό του [Ελεγκτικού Συνεδρίου] δεν υφίστανται επ’ ουδενί άνιση ή διακριτική μεταχείριση εξαιτίας κοινοποιήσεως κατά τα προηγούμενα εδάφια.»

3.

Το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 99/50 ορίζει:

«Στην περίπτωση κατά την οποία πιθανολογείται προσωπική ανάμειξη μέλους, υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού του [Ελεγκτικού] Συνεδρίου, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ενημερώνεται ταχέως, εφόσον η ενημέρωση αυτή δεν ενέχει τον κίνδυνο παρακωλύσεως της έρευνας. Εν πάση περιπτώσει, συμπεράσματα που αφορούν ονομαστικώς μέλος, υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού του [Ελεγκτικού Συνεδρίου] δεν δύνανται να συναχθούν κατά την ολοκλήρωση της έρευνας αν δεν έχει προηγουμένως δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να τοποθετηθεί επί όλων των πραγματικών περιστατικών που τον αφορούν.»

II – Ιστορικό της διαφοράς

4.

Η αναιρεσείουσα διετέλεσε μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου από το 1996 έως το 2001. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Europa Journal της 19ης Φεβρουαρίου 2002, το μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου B. Staes είχε στην κατοχή του στοιχεία σχετικά με παράνομες ενέργειες της αναιρεσείουσας κατά τη διάρκεια της θητείας της ως μέλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

5.

Με έγγραφο της 18ης Μαρτίου 2002 ο γενικός γραμματέας διαβίβασε στον γενικό διευθυντή της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) φάκελο με συναφή στοιχεία, των οποίων είχαν λάβει γνώση ο ίδιος και ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ο γενικός γραμματέας ζήτησε επίσης από την OLAF να του διευκρινίσει αν, κατά το άρθρο 4 της αποφάσεως 99/50, συνέτρεχε λόγος ενημερώσεως της αναιρεσείουσας για τη διενέργεια έρευνας που την αφορούσε.

6.

Με επιστολή της 8ης Απριλίου 2002 ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενημέρωσε την αναιρεσείουσα για την εκ μέρους της OLAF διενέργεια εσωτερικής έρευνας κατόπιν του δημοσιεύματος της Europa Journal. Με επιστολή της 26ης Απριλίου 2002 ο γενικός διευθυντής της OLAF ενημέρωσε την αναιρεσείουσα ότι, κατόπιν των πληροφοριών που η εν λόγω υπηρεσία είχε λάβει από τον B. Staes και βάσει φακέλου που ο γενικός γραμματέας είχε σχηματίσει κατόπιν προκαταρκτικής έρευνας, είχε κινηθεί διαδικασία εσωτερικής έρευνας, στην οποία η αναιρεσείουσα καλείτο να συνεργασθεί.

7.

Σύμφωνα με την τελική έκθεση της OLAF της 28ης Οκτωβρίου 2002, οι σχετικές με την αναιρεσείουσα πληροφορίες είχαν παρασχεθεί στον B. Staes από δύο υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκ των οποίων ο ένας είχε διατελέσει μέλος του γραφείου της αναιρεσείουσας. Οι υπό διερεύνηση κατηγορίες αφορούσαν, πρώτον, χρηματικά ποσά που η αναιρεσείουσα φερόταν να έχει δανεισθεί από μέλη του προσωπικού της· δεύτερον, δηλώσεις, φερόμενες ως αναληθείς, σχετικές με αιτήσεις μεταφοράς ημερών αδείας του προϊσταμένου του γραφείου της αναιρεσείουσας, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την εκ μέρους του είσπραξη ποσού περί τα 28790 ευρώ έναντι ημερών αδείας που δεν είχε λάβει κατά τα έτη 1999, 2000 και 2001· τρίτον, τη χρήση του υπηρεσιακού οχήματος για σκοπούς μη προβλεπόμενους από τη σχετική κανονιστική ρύθμιση· τέταρτον, την απασχόληση του οδηγού της αναιρεσείουσας σε αποστολές μη καλυπτόμενες από τη σχετική κανονιστική ρύθμιση· πέμπτον, τις κατά σύστημα απουσίες του προσωπικού του γραφείου της αναιρεσείουσας· έκτον, εμπορικής φύσεως δραστηριότητες και οχλήσεις προς υψηλά ιστάμενα πρόσωπα με σκοπό τη διευκόλυνση τέτοιου είδους δραστηριοτήτων ασκούμενων από μέλη της οικογενείας της· έβδομον, απάτη διαπραχθείσα στο πλαίσιο διαγωνισμού και, όγδοον, απάτες σχετικές με έξοδα παραστάσεως που είχαν αποδοθεί στην αναιρεσείουσα.

8.

Η OLAF κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ενδεχομένως είχαν διαπραχθεί παραβάσεις οι οποίες στοιχειοθετούσαν τα αδικήματα της πλαστογραφίας και της χρήσεως πλαστών εγγράφων, καθώς και της απάτης όσον αφορά τις αιτήσεις μεταφοράς ημερών αδείας του προϊσταμένου του γραφείου της αναιρεσείουσας. Σύμφωνα με την τελική έκθεση, η αναιρεσείουσα και το προσωπικό του γραφείου της ενδέχετο να έχουν διαπράξει ποινικά αδικήματα σε σχέση με τα χρηματικά ποσά που η αναιρεσείουσα είχε λάβει, κατά την άποψη των εμπλεκόμενων προσώπων, ως δάνειο. Υπό τις συνθήκες αυτές, η OLAF ενημέρωσε, συμφώνως προς το άρθρο 10, παράγραφος [2], του κανονισμού (ΕΚ) 1073/99 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) ( 4 ), τις δικαστικές αρχές του Λουξεμβούργου, προκειμένου αυτές να διερευνήσουν τα περιστατικά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετούν ποινικά αδικήματα.

9.

Ως προς τις λοιπές κατηγορίες, πλην αυτής της απάτης στο πλαίσιο διαγωνισμού, η OLAF επισήμανε πιθανές ατασθαλίες και αμφιβολίες που γεννούσε η συμπεριφορά της αναιρεσείουσας και πρότεινε στο Ελεγκτικό Συνέδριο τη λήψη διορθωτικών μέτρων σε σχέση με την αναιρεσείουσα, καθώς και τη λήψη ορισμένων μέτρων για τη βελτίωση του συστήματος ελέγχου εντός του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

10.

Την 26η Απριλίου 2004 έλαβε χώρα, κατά την κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ακρόαση της αναιρεσείουσας ενόψει ενδεχόμενης εφαρμογής του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ. Με έγγραφο της 13ης Μαΐου 2004 ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου επισήμανε ότι, προκειμένου για την παραπομπή της υποθέσεως στο Δικαστήριο με σκοπό την εφαρμογή του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ, για τον λόγο ότι η αναιρεσείουσα φερόταν να έχει ζητήσει και λάβει, για λογαριασμό της, δάνεια από τα μέλη του γραφείου της, δεν είχε επιτευχθεί, κατά τη συνεδρίαση της 4ης Μαΐου 2004, η ομοφωνία που απαιτείται από το άρθρο 6 του εκδοθέντος την 31η Ιανουαρίου 2002 εσωτερικού κανονισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου προσέθεσε συναφώς ότι, κατά μεγάλη πλειοψηφία, τα μέλη του θεσμικού οργάνου θεωρούσαν ότι η συμπεριφορά της αναιρεσείουσας ήταν απολύτως ανάρμοστη. Ως προς τις ημέρες αδείας του προϊσταμένου του γραφείου της αναιρεσείουσας, ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου επισήμανε ότι, δεδομένου ότι η υπόθεση εκκρεμούσε ενώπιον των δικαστηρίων του Λουξεμβούργου, το θεσμικό όργανο είχε αναβάλει τη λήψη αποφάσεως εν αναμονή των δικαστικών αποφάσεων.

11.

Με απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008 το chambre correctionnelle du tribunal d’arrondissement de Luxembourg [Πλημμελειοδικείο Λουξεμβούργου] απήλλαξε την αναιρεσείουσα και τον προϊστάμενο του γραφείου της από τις κατηγορίες της πλαστογραφίας, της χρήσεως πλαστών εγγράφων και της ψευδούς δηλώσεως και, επικουρικώς, της μη επιστροφής αποζημιώσεως, επιχορηγήσεως ή επιδόματος που καταβλήθηκε αχρεωστήτως και, όλως επικουρικώς, της απάτης (στο εξής: δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008). Το tribunal d’arrondissement de Luxembourg απεφάνθη κατ’ ουσίαν ότι ορισμένες εξηγήσεις που είχαν παρασχεθεί από τον προϊστάμενο του γραφείου της αναιρεσείουσας και από την ίδια την αναιρεσείουσα κλόνιζαν τη δέσμη αποδεικτικών στοιχείων που είχαν συλλεγεί από την OLAF και τη δικαστική αστυνομία του Λουξεμβούργου σε σχέση με τις αδήλωτες ημέρες άδειας που ο εν λόγω προϊστάμενος φερόταν να έχει λάβει κατ’ επανάληψη κατά τα έτη 1999-2001. Το tribunal d’arrondissement de Luxembourg απεφάνθη, ως εκ τούτου, ότι η τέλεση των πράξεων που αποδίδονταν στην αναιρεσείουσα δεν είχε αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας και ότι, εφόσον η παραμικρή αμφιβολία πρέπει να βαίνει υπέρ του κατηγορουμένου, η αναιρεσείουσα έπρεπε να απαλλαγεί των κατηγοριών που της είχαν απαγγελθεί. Δεδομένου ότι δεν ασκήθηκε έφεση, η απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008 κατέστη τελεσίδικη.

12.

Με επιστολή της 14ης Απριλίου 2009 η αναιρεσείουσα ζήτησε από το Ελεγκτικό Συνέδριο, αφενός, να δημοσιεύσει σε όλες τις λουξεμβουργιανές, γερμανικές, ελληνικές, γαλλικές, ισπανικές και βελγικές εφημερίδες ανακοίνωση σχετική με την αθώωσή της και, αφετέρου, να ενημερώσει συναφώς τα λοιπά θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επικουρικώς, για την περίπτωση κατά την οποία το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν προέβαινε στις εν λόγω δημοσιεύσεις, η αναιρεσείουσα ζήτησε να της καταβληθεί ως αποζημίωση για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που είχε υποστεί το ποσό των 100000 ευρώ, το οποίο αυτή δεσμευόταν να διαθέσει για τις εν λόγω δημοσιεύσεις. Η αναιρεσείουσα ζήτησε επίσης από το Ελεγκτικό Συνέδριο, πρώτον, να της καταβάλει το ποσό των 40000 ευρώ για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που είχε υποστεί από τη δίκη ενώπιον των λουξεμβουργιανών δικαστικών αρχών και το ποσό των 57771,40 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που είχε υποστεί λόγω της ιδίας δίκης, δεύτερον, να της αποδώσει το σύνολο των δαπανών στις οποίες είχε υποβληθεί, ιδίως στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του ανακριτή και της δίκης ενώπιον του tribunal d’arrondissement de Luxembourg, και, τρίτον, να της αποδώσει το σύνολο των δαπανών στις οποίες είχε υποβληθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

13.

Με έγγραφο της 7ης Ιουλίου 2009 ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου διαβίβασε στην αναιρεσείουσα την απόφαση του θεσμικού οργάνου επί των αιτημάτων της. Με την εν λόγω απόφαση, αφενός, τα επιχειρήματα που η αναιρεσείουσα είχε προβάλει με την επιστολή της 14ης Απριλίου 2009 απορρίπτονταν και, αφετέρου, γνωστοποιείτο σε αυτήν ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο είχε προσπαθήσει να εξακριβώσει, βάσει των στοιχείων που είχε στην κατοχή του, κατά πόσον οι πράξεις παρουσίαζαν βαθμό σοβαρότητας αποχρώντα για την παραπομπή της υποθέσεως στο Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί ενδεχόμενων παραβάσεων, εκ μέρους του πρώην μέλους, των υποχρεώσεων που αυτό υπείχε από τη Συνθήκη ΕΚ, καθώς και επί της αναγκαιότητας επιβολής κυρώσεων. Συναφώς, το Ελεγκτικό Συνέδριο επισήμανε στην αναιρεσείουσα τους λόγους για τους οποίους είχε αποφασίσει να μην παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο, μεταξύ των οποίων καταλέγονταν η αθώωση της αναιρεσείουσας με τη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008 και η μη πρόκληση ζημίας στον κοινοτικό προϋπολογισμό, λαμβανόμενης υπόψη της επιστροφής του ποσού που είχε καταβληθεί αχρεωστήτως στον Π. Κουτσουβέλη, προϊστάμενο του γραφείου της ( 5 ).

III – Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

14.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του τότε Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] τη 16η Ιουνίου 2009 η αναιρεσείουσα άσκησε αγωγή αποζημιώσεως με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί το Ελεγκτικό Συνέδριο να της καταβάλει το ποσό των 85000 ευρώ, εντόκως από της 1ης Απριλίου 2009, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που είχε υποστεί από τις πράξεις και παραλείψεις του εν λόγω θεσμικού οργάνου, ποσό το οποίο η ίδια δεσμευόταν να διαθέσει για τη δημοσιοποίηση της αθωώσεώς της.

15.

Προς στήριξη της αγωγής της η νυν αναιρεσείουσα προέβαλε κατ’ αρχάς έξι ισχυρισμούς που αφορούσαν κατάφωρη παράβαση, εκ μέρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κανόνων του δικαίου της Ένωσης που απονέμουν δικαιώματα στους ιδιώτες. Η αναιρεσείουσα υποστήριξε περαιτέρω ότι υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της εν λόγω παραβάσεως και της ηθικής βλάβης και της υλικής ζημίας που η ίδια είχε υποστεί λόγω αυτής.

16.

Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω αγωγή, κρίνοντας ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν είχε διαπράξει καμία εκ των καταλογιζόμενων σε αυτό παραβάσεων κανόνων του δικαίου της Ένωσης.

17.

Ειδικότερα, καθόσον ενδιαφέρει στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τις σκέψεις 27 έως 32 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι οι σχετικές με την προκαταρκτική έρευνα ενέργειες του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν ήταν παράνομες. Συγκεκριμένα, κατά το Γενικό Δικαστήριο, διαβιβάζοντας στην OLAF τον φάκελο με τα πρώτα στοιχεία που είχε συλλέξει προ της ακροάσεως της αναιρεσείουσας, το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν είχε παραβεί τις επιταγές που απορρέουν από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 2 και 4 της αποφάσεως 99/50 ούτε είχε προσβάλει τα δικαιώματα άμυνας της αναιρεσείουσας ή παραβιάσει την αρχή της αμεροληψίας.

18.

Ομοίως, με τις σκέψεις 44 έως 47 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη επί των αιτιάσεων που αντλούνταν, αφενός, από παράλειψη, εκ μέρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκδόσεως επίσημης αποφάσεως περί απαλλαγής της αναιρεσείουσας από κάθε εις βάρος της κατηγορία μετά την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως της 2ας Οκτωβρίου 2008 και, αφετέρου, από το γεγονός ότι ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου είχε διαλάβει στην επιστολή της 13ης Μαΐου 2004 ένα περιττό προσβλητικό σχόλιο για την άποψη που είχε εκφράσει μεγάλη μερίδα των μελών του εν λόγω θεσμικού οργάνου. Οι επικρινόμενες σκέψεις της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου έχουν ως εξής:

«44

Πρέπει να τονιστεί ότι η παράλειψη που καταλογίζει η ενάγουσα στο Ελεγκτικό Συνέδριο δεν είναι παράνομη.

45

Συναφώς επισημαίνεται, πρώτον, ότι η απαλλαγή της ενάγουσας στηρίχθηκε, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008, στις αμφιβολίες που δημιουργήθηκαν κατόπιν ορισμένων εξηγήσεων που έδωσε ο προϊστάμενος του γραφείου της κατά την ακροαματική διαδικασία. Ανεξάρτητα από το αν οι αμφιβολίες που επισήμανε το Πλημμελειοδικείο Λουξεμβούργου ήταν εύλογες ή όχι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτός ο λόγος απαλλαγής δεν σημαίνει ότι οι κατηγορίες που είχαν απαγγελθεί κατά της ενάγουσας ήταν τελείως αστήρικτες, αλλά σημαίνει, όπως εξέθεσε το εν λόγω λουξεμβουργιανό δικαστήριο, ότι οι κατηγορίες αυτές δεν είχαν αποδειχθεί “πέραν και της παραμικρής αμφιβολίας”.

46

Δεύτερον, όπως άλλωστε ισχυρίζεται το Ελεγκτικό Συνέδριο, αποκλειστική αρμοδιότητα για την εξέταση των κατηγοριών έχουν αφενός οι εθνικές δικαστικές αρχές στο πεδίο του ποινικού δικαίου και αφετέρου το Δικαστήριο στο πειθαρχικό πεδίο δυνάμει του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ. Το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν είχε συνεπώς καμία αρμοδιότητα να αποφανθεί επ’ αυτών.

47

Τρίτον, από το γεγονός ότι η υπόθεση δεν παραπέμφθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου δυνάμει της παραπάνω διάταξης δεν συνάγεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο εκτιμά ότι τα γεγονότα που καταλογίζονται στην ενάγουσα είναι τελείως αστήρικτα. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 6 του εσωτερικού κανονισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως ο κανονισμός αυτός θεσπίστηκε στις 31 Ιανουαρίου 2002, η απόφαση για την εν λόγω παραπομπή λαμβάνεται με ομοφωνία. Συνεπώς, η μη παραπομπή σημαίνει μεν ότι δεν επιτεύχθηκε ομοφωνία, αλλά δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση άποψης του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του υποστατού των πραγματικών περιστατικών. Στο πλαίσιο αυτό, ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου καλώς γνωστοποίησε στην ενάγουσα ότι η μεγάλη πλειοψηφία των μελών του θεσμικού αυτού οργάνου έκρινε ότι η συμπεριφορά της ήταν απαράδεκτη και κατέστησε έτσι σαφές ότι η μη παραπομπή στο Δικαστήριο δεν έπρεπε να ερμηνευθεί ως αμφισβήτηση του υποστατού των περιστατικών που αφορούσαν οι κατηγορίες, πράγμα που άλλωστε δεν θα ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.»

19.

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη επί της αιτιάσεως ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο όφειλε, βάσει του καθήκοντός του αρωγής, να προβεί σε ανακοινώσεις στον Τύπο και σε γνωστοποιήσεις προς τα θεσμικά όργανα σχετικά με την απαλλαγή της αναιρεσείουσας. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο, παραπέμποντας στην εκτεθείσα με τις σκέψεις 45 και 46 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως συλλογιστική, απεφάνθη ότι εκ του καθήκοντος αρωγής δεν δύναται να συναχθεί τέτοια υποχρέωση.

IV – Οι λόγοι αναιρέσεως και τα κύρια επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως

20.

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως.

21.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, αρχής κατοχυρούμενης από το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθερίων, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη την 4η Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ). Όπως επισημαίνει, κατ’ επιταγήν της εν λόγω αρχής, δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης δεν δύναται να θέσει εν αμφιβόλω την αθωότητα κατηγορουμένου εάν το πρόσωπο αυτό έχει στο παρελθόν αθωωθεί με τελεσίδικη απόφαση εθνικού ποινικού δικαστηρίου. Εξ αυτού συνάγεται, κατά την αναιρεσείουσα, ότι το Γενικό Δικαστήριο πεπλανημένως έκρινε, με τις σκέψεις 43 έως 46 και 49 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η παράλειψη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αφενός, να εκδώσει απόφαση περί οριστικής αποχής από την παραπομπή της αναιρεσείουσας ενώπιον του Δικαστηρίου και, αφετέρου, να αποκαταστήσει την υπόληψή της δεν ήταν «παράνομη».

22.

Η αναιρεσείουσα επικρίνει, ειδικότερα, τη διατύπωση της σκέψεως 45 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, υποστηρίζοντας ότι η διαλαμβανόμενη στην εν λόγω σκέψη εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου συνιστά πρόδηλη παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας. Συγκεκριμένα, κατά την αναιρεσείουσα, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου συνάγεται ότι το γεγονός ότι η απαλλαγή της αναιρεσείουσας βασίσθηκε στην ύπαρξη αμφιβολίας δεν δύναται να ασκήσει επιρροή στην υποχρέωση του Γενικού Δικαστηρίου να μη θεμελιώσει την απόφασή του επί του συγκεκριμένου λόγου αθωώσεως.

23.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο αντιτείνει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως βασίζεται σε αγνόηση της εμβέλειας του άρθρου 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ, καθώς και του άρθρου 48, παράγραφος 1, του Χάρτη. Συγκεκριμένα, κατά την άποψη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το τεκμήριο αθωότητας ισχύει για τον κατηγορούμενο ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου το οποίο καλείται να αποφανθεί υπέρ της ενοχής ή της αθωότητάς του σε σχέση με τις κατηγορίες που άγονται στην κρίση του συγκεκριμένου οργάνου. Το ζήτημα, όμως, επί του οποίου εκλήθη να αποφανθεί ο δικαστής στο πλαίσιο της ασκηθείσας από την αναιρεσείουσα αγωγής για εξωσυμβατική ευθύνη δεν ήταν η ενοχή της από πλευράς του λουξεμβουργιανού ποινικού δικαίου. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν ηδύνατο να παραβιάσει την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας.

24.

Επιπροσθέτως, κατά το εν λόγω θεσμικό όργανο, ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως ερείδεται στην πεπλανημένη προκείμενη ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και το Γενικό Δικαστήριο προέβησαν σε επανεξέταση του βασίμου της δικαστικής αποφάσεως της 2ας Οκτωβρίου 2008. Το Ελεγκτικό Συνέδριο εκτιμά ότι, αντιθέτως, έκαστο των δύο θεσμικών οργάνων, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του στο πλαίσιο της υποθέσεως, απεδέχθη την εν λόγω δικαστική απόφαση και άντλησε εξ αυτής τα συμπεράσματα που επιβάλλονταν στο πλαίσιο των αντίστοιχων διαδικασιών εκδόσεως αποφάσεως. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο απεδέχθη τη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008 ως πραγματικό στοιχείο το οποίο όφειλε να λάβει υπόψη του κατά τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων ή παραλείψεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

25.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο συνάγει από τις σκέψεις 120 έως 122 της αποφάσεως της 11ης Ιουλίου 2006, C-432/04, Επιτροπή κατά Cresson ( 6 ), ότι το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι αναγνώρισε ότι το tribunal d’arrondissement de Luxembourg απεφάνθη ότι το υποστατό ορισμένων εκ των πράξεων που καταλογίζονταν στην αναιρεσείουσα δεν είχε αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας και ότι, ως εκ τούτου, οι κατηγορούμενοι έπρεπε να απαλλαγούν των κατηγοριών που τους αποδίδονταν για αδικήματα του λουξεμβουργιανού ποινικού δικαίου, είχε την ευχέρεια να προβεί σε διαφορετική εκτίμηση των αυτών πραγματικών περιστατικών στο πλαίσιο του ελέγχου του για ενδεχόμενη θεμελίωση εξωσυμβατικής ευθύνης του Ελεγκτικού Συνεδρίου από πλευράς του δικαίου της Ένωσης. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως έθεσε εν αμφιβόλω τη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008 ή το τεκμήριο αθωότητας του οποίου απήλαυε η αναιρεσείουσα ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.

26.

Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου αναιρέσεως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την κατοχυρούμενη από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ αρχή της καλόπιστης συνεργασίας έναντι του tribunal d’arrondissement de Luxembourg, παραμορφώνοντας τις κρίσεις και τις εκτιμήσεις του εν λόγω δικαστηρίου.

27.

Κατά την αναιρεσείουσα, κατ’ εφαρμογήν της ανωτέρω αρχής, οσάκις εθνικό δικαστήριο έχει αποφανθεί με απόφαση περιβληθείσα ισχύ δεδικασμένου με την οποία ένα πρόσωπο αθωώθηκε για αδικήματα που του αποδίδονταν, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του Γενικού Δικαστηρίου, οφείλουν να σέβονται την εν λόγω απόφαση και να μην την καθιστούν άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

28.

Κατά την αναιρεσείουσα, μολονότι τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ταυτίζονται με εκείνα επί των οποίων απεφάνθη το tribunal d’arrondissement de Luxembourg, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε καθ’ όλα διαφορετική εκτίμηση αυτών, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτόν την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας.

29.

Επιπροσθέτως, κατά την αναιρεσείουσα, με τη σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε διαπιστώσεις οι οποίες αντιφάσκουν προς τα συμπεράσματα του tribunal d’arrondissement de Luxembourg, καθώς έκρινε ότι «η διαχείριση κάθε συστήματος αδειών βασίζεται στην υποχρέωση των προϊσταμένων να εξακριβώνουν την παρουσία των υφισταμένων τους και να ελέγχουν κατά πόσον οι απουσίες του προσωπικού τους είναι σύμφωνες με τη ρύθμιση που διέπει τις άδειες» και ότι «[η] υποχρέωση αυτή δεν επηρεάζεται από τη μη ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου συστήματος που να παρέχει τη δυνατότητα να εξακριβώνεται, ανεξάρτητα από τον εκάστοτε προϊστάμενο, κατά πόσον ο αριθμός των ημερών άδειας που δηλώνεται στο τέλος κάθε έτους ότι δεν έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».

30.

Τέλος, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο απέστη από τη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008, καθώς, με τη σκέψη 38 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, δέχθηκε ότι «το γεγονός ότι το σύστημα καταχώρισης και παρακολούθησης των αδειών στο Ελεγκτικό Συνέδριο ήταν ελλιπές κατά τον χρόνο των κρίσιμων περιστατικών δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παύση κάθε έρευνας ή δίωξης που [...] αφορούσε [την αναιρεσείουσα]», τούτο δε όταν η αθώωση της αναιρεσείουσας στηρίχθηκε ακριβώς στον ελλιπή χαρακτήρα του συστήματος διαχειρίσεως των αδειών του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

31.

Προς αντίκρουση των εν λόγω επιχειρημάτων, το Ελεγκτικό Συνέδριο υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως βασίζεται σε αγνόηση των αντίστοιχων ρόλων των οικείων θεσμικών οργάνων, καθώς και της εμβέλειας του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Συγκεκριμένα, κατά το Ελεγκτικό Συνέδριο, το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη σε επανεξέταση της δικαστικής αποφάσεως της 2ας Οκτωβρίου 2008 ούτε έθεσε εν αμφιβόλω το διατακτικό της. Η διαφορετική εκτίμηση ορισμένων πραγματικών περιστατικών οφείλεται στο διαφορετικό πλαίσιο των δύο διαφορών, ήτοι, αφενός, μιας ποινικής διαδικασίας που άπτεται του εθνικού δικαίου και, αφετέρου, μιας αγωγής για εξωσυμβατική ευθύνη βάσει του δικαίου της Ένωσης.

32.

Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των κανόνων περί αρμοδιότητας, καθώς το Γενικό Δικαστήριο έταμε ζητήματα τα οποία υπερέβαιναν τα όρια των αρμοδιοτήτων που του απομένουν οι Συνθήκες.

33.

Κατά την αναιρεσείουσα, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι αναγνώρισε, με τη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι αρμόδιες να εξετάζουν τις κατηγορίες από πλευράς ποινικού δικαίου είναι αποκλειστικώς οι εθνικές δικαστικές αρχές, εντούτοις, υπερέβη τα όρια των αρμοδιοτήτων που του απονέμουν οι Συνθήκες, με τη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, προέβη σε επί της ουσίας εκτίμηση του βασιζόμενου στην ύπαρξη αμφιβολίας λόγου απαλλαγής.

34.

Αφετέρου, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του και με τις κρίσεις που διέλαβε στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι αρμόδιο να αποφαίνεται επί των πειθαρχικών ευθυνών που απορρέουν από τις συμπεριφορές των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι αποκλειστικώς το Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο, όπως και το Ελεγκτικό Συνέδριο με την επιστολή του της 13ης Μαΐου 2004, δεν ήταν αρμόδιο να εκφράσει οιαδήποτε υπόνοια για απαράδεκτη συμπεριφορά εκ μέρους της αναιρεσείουσας.

35.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο αντιτείνει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος, καθώς επαναλαμβάνει απλώς τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν σε πρώτο βαθμό σε σχέση με την επιστολή της 13ης Μαΐου 2004, και ως εν μέρει αβάσιμος.

36.

Ως προς το εν μέρει αβάσιμο του λόγου αναιρέσεως, το Ελεγκτικό Συνέδριο επισημαίνει εκ νέου ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως έθεσε εν αμφιβόλω τη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008. Όπως παρατηρεί, η εκτίμηση μίας και της αυτής συμπεριφοράς δύναται να οδηγήσει σε διαφορετικά συμπεράσματα αναλόγως του επιλαμβανόμενου οργάνου.

37.

Στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου αναιρέσεως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο επλανήθη κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των προϋποθέσεων θεμελιώσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης. Συγκεκριμένα, ως προς το ζήτημα της χρήσεως πλαστού εγγράφου, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε μία μη απαιτούμενη προϋπόθεση (την «κακή πίστη»), δεχόμενο, με τη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι «η ενδεχόμενη διαβίβαση του εν λόγω εγγράφου από το Ελεγκτικό Συνέδριο είτε στην OLAF είτε στις λουξεμβουργιανές αρχές δεν σημαίνει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο ενήργησε κακόπιστα όσον αφορά τη γνησιότητα της υπογραφής της ενάγουσας».

38.

Επιπροσθέτως, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ομοίως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 99/50, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, αυτής, καθόσον δέχθηκε ότι η απλή γνωστοποίηση στην αναιρεσείουσα της διενέργειας εσωτερικής έρευνας εκ μέρους της OLAF αρκούσε και ότι δεν ήταν, επομένως, αναγκαία η ενημέρωση αυτής για τη διενεργηθείσα από το Ελεγκτικό Συνέδριο προκαταρκτική έρευνα.

39.

Κατά το Ελεγκτικό Συνέδριο, οι αιτιάσεις που διατυπώνονται στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να κριθούν απαράδεκτες διότι συνίστανται, αφενός, σε αίτημα προς το Δικαστήριο για επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως και, αφετέρου, σε απλή επανάληψη επιχειρημάτων που προβλήθηκαν σε πρώτο βαθμό, ιδίως όσον αφορά τη μη γνωστοποίηση της προκαταρκτικής έρευνας.

40.

Επί της ουσίας, κατά το Ελεγκτικό Συνέδριο, με τη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, επισημαίνοντας ότι η απλή διαβίβαση εγγράφου στην OLAF ή στις λουξεμβουργιανές αρχές δεν συνιστούσε ένδειξη κακής πίστεως εκ μέρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως προς τη γνησιότητα της υπογραφής της αναιρεσείουσας, δεν προσέθεσε κάποια επιπλέον προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης. Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 99/50, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή δεν επιβάλλει την υποχρέωση γνωστοποιήσεως της ενάρξεως προκαταρκτικής έρευνας στο ύποπτο για ατασθαλίες πρόσωπο, αλλά επιβάλλει απλώς στον Γενικό γραμματέα την υποχρέωση να διαβιβάζει αμελλητί στην OLAF τα στοιχεία που συλλέγονται στο πλαίσιο μιας τέτοιας έρευνας.

V – Εκτίμηση

41.

Κατ’ αρχάς, θα εξετασθούν από κοινού ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, στον βαθμό κατά τον οποίο τα προβαλλόμενα προς στήριξή τους επιχειρήματα ταυτίζονται και αφορούν τις αυτές σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Εν συνεχεία, σε δεύτερο χρόνο, θα εξετασθεί ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως.

Α  Επί των λόγων αναιρέσεως που αντλούνται από παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας και της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, καθώς και από αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου

42.

Οι τρεις πρώτοι λόγοι αναιρέσεως σκοπούν κατ’ ουσίαν σε αμφισβήτηση της συλλογιστικής που το Γενικό Δικαστήριο αναπτύσσει με τις σκέψεις 44 έως 49 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

43.

Επιβάλλεται να υπομνησθούν οι αιτιάσεις τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει στο συγκεκριμένο τμήμα της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

44.

Πρώτον, η αναιρεσείουσα προσήπτε στο Ελεγκτικό Συνέδριο παράλειψη εκδόσεως επίσημης αποφάσεως απαλλάσσουσας αυτήν από το σύνολο των εις βάρος της κατηγοριών κατόπιν της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως της 2ας Οκτωβρίου 2008, δεδομένου ότι δεν είχαν αποδειχθεί ενέργειες δικαιολογούσες την παραπομπή της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ. Κατά την αναιρεσείουσα, μέσω μιας τέτοιας επίσημης αποφάσεως, το Ελεγκτικό Συνέδριο όφειλε να αρνηθεί να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο βάσει της ανωτέρω διατάξεως.

45.

Δεύτερον, η αναιρεσείουσα προσήπτε στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας και παράβαση του καθήκοντος αρωγής, τούτο δε λόγω ενός περιττού προσβλητικού σχολίου που είχε περιληφθεί στην επιστολή της 13ης Μαΐου 2004 και αφορούσε τη θέση μεγάλης μερίδας των μελών του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

46.

Τρίτον, η αναιρεσείουσα υποστήριζε ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο όφειλε, βάσει του καθήκοντός του αρωγής, να προβεί σε δημοσιεύσεις στον Τύπο και σε κοινοποιήσεις προς τα θεσμικά όργανα περί της αθωώσεώς της.

47.

Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, κατά την άποψή μου, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τους τρεις αυτούς ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας.

48.

Όπως, εντούτοις, επισημαίνει η αναιρεσείουσα, η επιχειρηματολογία που το Γενικό Δικαστήριο ανέπτυξε με τη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως εγείρει ζήτημα από πλευράς του τεκμηρίου αθωότητας.

49.

Δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 1, του Χάρτη, «[κ]άθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο». Η διάταξη αυτή αντιστοιχεί σε εκείνη του άρθρου 6 παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ. Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, το δικαίωμα στο τεκμήριο αθωότητας έχει την αυτή έννοια και εμβέλεια με εκείνη του αντίστοιχου δικαιώματος που κατοχυρώνεται από την ΕΣΔΑ.

50.

Το τεκμήριο αθωότητας πρέπει να διασφαλίζεται τόσο πριν όσο και μετά την ποινική δίκη. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ έχει ομοίως ως σκοπό να εμποδίζει την εκ μέρους των δημοσίων λειτουργών ή αρχών μεταχείριση των ατόμων που έχουν αθωωθεί ή ως προς τα οποία έχει παυθεί η ποινική δίωξη ως ενόχων για το αδίκημα που τους είχε αποδοθεί» ( 7 ). Η διασφάλιση του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας κατόπιν ποινικής δίκης εξηγείται από το γεγονός ότι,«[ά]νευ προστασίας σκοπούσας στον σεβασμό, σε κάθε μεταγενέστερη διαδικασία, αθωωτικής αποφάσεως ή αποφάσεως περί παύσεως της ποινικής διώξεως, οι κατοχυρούμενες από το άρθρο 6[, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ] εγγυήσεις της δίκαιης δίκης θα κινδύνευαν να μετατραπούν σε έννοιες θεωρητικές και πλασματικές. Το στοιχείο που διακυβεύεται μετά την περάτωση της ποινικής διαδικασίας είναι η υπόληψη του ενδιαφερομένου και η αντίληψη που οι τρίτοι έχουν γι’ αυτόν» ( 8 ).

51.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει διευκρινίσει ότι «το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6[, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ] δεν περιορίζεται στις εκκρεμείς ποινικές δίκες, αλλά δύναται να εκτείνεται στις δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται μετά την παύση της ποινικής διώξεως [...] ή κατόπιν αθωώσεως [...], στον βαθμό κατά τον οποίο τα ζητήματα που εγείρονται στο πλαίσιο των εν λόγω υποθέσεων αποτελούν επακόλουθο και συμπλήρωμα των οικείων ποινικών διαδικασιών στις οποίες ο προσφεύγων είχε την ιδιότητα του “κατηγορουμένου”» ( 9 ). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εξακριβώνει στην περίπτωση αυτήν, αν, «διά του τρόπου δράσεώς τους, του αιτιολογικού ή σκεπτικού των αποφάσεών τους ή της διατυπώσεως που χρησιμοποίησαν στη συλλογιστική τους» ( 10 ), οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια που εκλήθησαν να αποφανθούν κατόπιν της εκδόσεως ποινικής αποφάσεως «ήγειραν αμφιβολίες για την αθωότητα του προσφεύγοντος, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτόν την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας» ( 11 ).

52.

Όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Βασίλειος Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, «η έκφραση υποψιών και αμφιβολιών περί της αθωότητας κατηγορουμένου είναι απαράδεκτη μετά την τελεσίδικη αθώωσή του» ( 12 ). Κατά τη νομολογία του εν λόγω δικαστηρίου, «αφ’ ης στιγμής η αθώωση καταστεί τελεσίδικη —ακόμη και αν πρόκειται για απαλλαγή λόγω αμφιβολιών συμφώνως προς το άρθρο 6[, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ]— η έκφραση αμφιβολιών περί της αθωότητας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αντλούνται από τους λόγους της απαλλαγής, δεν συμβιβάζεται με το τεκμήριο αθωότητας» ( 13 ).

53.

Με την ίδια απόφαση το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι, «κατ’ επιταγήν της αρχής “in dubio pro reo”, η οποία αποτελεί ειδικότερη έκφανση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, δεν πρέπει να υφίσταται καμία ποιοτική διαφορά μεταξύ μίας απαλλαγής ελλείψει αποδείξεων και μίας απαλλαγής απορρέουσας από μία πέραν πάσης αμφιβολίας διαπίστωση της αθωότητας ενός προσώπου. Πράγματι, οι αθωωτικές αποφάσεις δεν διαφοροποιούνται σε συνάρτηση με τους λόγους που λαμβάνονται κάθε φορά υπόψη στην ποινική δίκη. Τουναντίον, στο πλαίσιο του άρθρου 6[, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ], το διατακτικό μιας αθωωτικής αποφάσεως πρέπει να γίνεται σεβαστό από κάθε άλλη αρχή η οποία αποφαίνεται κατά τρόπο άμεσο ή παρεμπίπτοντα επί της ποινικής ευθύνης του ενδιαφερομένου» ( 14 ).

54.

Υπό το πρίσμα της εν λόγω νομολογίας, η διατύπωση της σκέψεως 45 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως δεν είναι, κατά την άποψή μου, ανεπίληπτη.

55.

Υπενθυμίζεται ότι, με την εν λόγω σκέψη, το Γενικό Δικαστήριο τόνισε κατ’ αρχάς ότι «η απαλλαγή της ενάγουσας στηρίχθηκε, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008, στις αμφιβολίες που δημιουργήθηκαν κατόπιν ορισμένων εξηγήσεων που έδωσε ο προϊστάμενος του γραφείου της κατά την ακροαματική διαδικασία». Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε εν συνεχεία ότι, «[α]νεξάρτητα από το αν οι αμφιβολίες που επισήμανε το Πλημμελειοδικείο Λουξεμβούργου ήταν εύλογες ή όχι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτός ο λόγος απαλλαγής δεν σημαίνει ότι οι κατηγορίες που είχαν απαγγελθεί κατά της ενάγουσας ήταν τελείως αστήρικτες, αλλά σημαίνει, όπως εξέθεσε το εν λόγω λουξεμβουργιανό δικαστήριο, ότι οι κατηγορίες αυτές δεν είχαν αποδειχθεί “πέραν και της παραμικρής αμφιβολίας”».

56.

Στο συγκεκριμένο τμήμα της επιχειρηματολογίας του το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στον λόγο της απαλλαγής στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, εμμένοντας στο γεγονός ότι πρόκειται για αθώωση λόγω αμφιβολιών, προκειμένου να δικαιολογήσει την παράλειψη του Ελεγκτικού Συνεδρίου να εκδώσει επίσημη απόφαση απαλλάσσουσα την αναιρεσείουσα από κάθε κατηγορία. Το Γενικό Δικαστήριο στηρίζεται στον λόγο της αθωώσεως προκειμένου να αποκρούσει το επιχείρημα περί πταίσματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να συναγάγει κριτήρια για την επί της ουσίας εξέταση της αγωγής αποζημιώσεως. Εν ολίγοις, σύμφωνα με τη συλλογιστική που εκτίθεται με τη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, εφόσον η αναιρεσείουσα αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών και ο συγκεκριμένος λόγος αθωώσεως δεν αρκεί για να καταστήσει πλήρως αβάσιμες τις κατηγορίες που της αποδίδονταν, ορθώς το Ελεγκτικό Συνέδριο αρνήθηκε να εκδώσει επίσημη απόφαση απαλλάσσουσα αυτήν από το σύνολο των εις βάρος της κατηγοριών μετά την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως της 2ας Οκτωβρίου 2008.

57.

Διατυπώνοντας τα επιχειρήματά του κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο είναι ως να εκτιμά ότι η απαλλαγή λόγω αμφιβολιών υπολείπεται σε ισχύ μιας απαλλαγής στηριζόμενης σε μια πιο κατηγορηματική αναγνώριση της αθωότητας της αναιρεσείουσας. Το Γενικό Δικαστήριο αποδυναμώνει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, γεγονός που, κατ’ ακολουθίαν, συντείνει στη δημιουργία αμφιβολίας ως προς την αθωότητα της αναιρεσείουσας.

58.

Φαλκιδεύοντας με τον τρόπο αυτόν το τεκμήριο αθωότητας της αναιρεσείουσας, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

59.

Εντούτοις, κατά την άποψή μου, η κατάφαση της εν λόγω πλάνης δεν είναι ικανή να συνεπιφέρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, αν το σκεπτικό μιας αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά το διατακτικό της είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ( 15 ).

60.

Επισημαίνεται συναφώς ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, με τη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι «αποκλειστική αρμοδιότητα για την εξέταση των κατηγοριών έχουν, αφενός, οι εθνικές δικαστικές αρχές στο πεδίο του ποινικού δικαίου και, αφετέρου, το Δικαστήριο στο πειθαρχικό πεδίο δυνάμει του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ». Συνακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς απεφάνθη ότι «[τ]ο Ελεγκτικό Συνέδριο δεν είχε συνεπώς καμία αρμοδιότητα να αποφανθεί επ’ αυτών [των κατηγοριών]».

61.

Είναι πράγματι σαφές ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν είναι αρμόδιο να εκδίδει απαλλακτικές αποφάσεις ούτε σε ποινικό ούτε σε πειθαρχικό επίπεδο. Εξάλλου, το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν ήταν επ’ ουδενί υποχρεωμένο να προβεί σε δημοσίευση περί της αθωώσεως της αναιρεσείουσας. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς απέρριψε τους δύο αυτούς ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας με τη συλλογιστική που ανέπτυξε με τη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

62.

Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως το Ελεγκτικό Συνέδριο ήταν αρμόδιο μόνο για την απόφαση περί παραπομπής ή μη της υποθέσεως στο Δικαστήριο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ, προκειμένου το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της υπάρξεως παραβάσεως απορρέουσας εκ της θέσεως του μέλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

63.

Επισημαίνεται συναφώς ότι η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου θα ήταν όχι μόνο πειστικότερη αλλά και πληρέστερη εάν αυτό είχε δώσει μεγαλύτερη έμφαση στον αυτοτελή χαρακτήρα των δύο διαδικασιών, ήτοι της ποινικής και της πειθαρχικής διαδικασίας.

64.

Συγκεκριμένα, τόσο στον πρώτο βαθμό όσο και στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας στηρίχθηκε εν πολλοίς στην αντίληψη ότι υφίσταται κάποιου είδους σχέση ευθείας συνεπαγωγής μεταξύ της αθωώσεως από το ποινικό δικαστήριο και της εκδόσεως, εκ μέρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αποφάσεως περί μη παραπομπής της υποθέσεως στο Δικαστήριο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 247, παράγραφος 7, EΚ.

65.

Η επιχειρηματολογία αυτή της αναιρεσείουσας είναι καθ’ όλα εσφαλμένη, όπως δύναται να συναχθεί τόσο από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

66.

Κατ’ αρχάς, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότι το δικαίωμα στο τεκμήριο αθωότητας σε περίπτωση αθωώσεως από ποινικό δικαστήριο ή παύσεως της ποινικής διώξεως ουδόλως εμποδίζει την κίνηση σε μεταγενέστερο χρόνο, βάσει των αυτών πραγματικών περιστατικών, πειθαρχικών διαδικασιών ή ακόμη και την άσκηση αγωγών αποζημιώσεως.

67.

Συγκεκριμένα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει δεχθεί ότι τα πειθαρχικά όργανα δύνανται να αξιολογούν κατά τρόπο ανεξάρτητο τα πραγματικά περιστατικά που υποβάλλονται στην κρίση τους όταν οι πράξεις που στοιχειοθετούν ποινικά αδικήματα και πειθαρχικές παραβάσεις δεν ταυτίζονται ( 16 ). Στο πλαίσιο αυτό, η διαπίστωση ότι ορισμένα πραγματικά περιστατικά δεν πληρούν τη νομοτυπική μορφή ποινικού αδικήματος δεν εμποδίζει την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας επί τη βάσει των αυτών πραγματικών περιστατικών. Από πλευράς του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας ο μόνος περιορισμός έγκειται στη μη αμφισβήτηση, στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας, της αθωότητας του οικείου προσώπου σε ποινικό επίπεδο.

68.

Επιπροσθέτως, στο πεδίο των αποζημιωτικών διαφορών, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την απόφασή του Ringvold κατά Νορβηγίας της 11ης Φεβρουαρίου 2003 ( 17 ), έκρινε ότι «το ζήτημα της αποκαταστάσεως της ζημίας έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής νομικής αξιολογήσεως, βασισμένης επί κριτηρίων και επιταγών στο πεδίο των αποδείξεων διαφορετικών, σε πολλά σημαντικά σημεία, εκείνων που ισχύουν στο πεδίο της ποινικής ευθύνης» ( 18 ). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου απεφάνθη, ως εκ τούτου, ότι «το γεγονός ότι η απαλλαγή στην ποινική δίκη δεν πρέπει να αμφισβητείται στο πλαίσιο της δίκης που κινείται με την αγωγή αποζημιώσεως δεν πρέπει, επίσης, να εμποδίζει την αναγνώριση, βάσει αποδεικτικών προδιαγραφών λιγότερο αυστηρών, αστικής ευθύνης συνεπαγόμενης υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως για τις αυτές πράξεις» ( 19 ).

69.

Δεύτερον, υιοθετώντας αντίστοιχη λογική, το Δικαστήριο, με την προπαρατεθείσα απόφασή του Επιτροπή κατά Cresson, τόνισε τον αυτοτελή χαρακτήρα, αφενός, των ποινικών διαδικασιών και, αφετέρου της βασιζόμενης στο άρθρο 213, παράγραφος 2, ΕΚ διαδικασίας, η οποία σκοπεί στην επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις των υποχρεώσεων που απορρέουν εκ του αξιώματος του μέλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

70.

Με την εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο έκρινε ότι «δεν δεσμεύεται [...] από τον νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε στα πραγματικά περιστατικά στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας»| ( 20 ) και ότι σ’ αυτό εναπέκειτο, «κάνοντας πλήρως χρήση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, να εξετάσει μήπως τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά στο πλαίσιο διαδικασίας του άρθρου 213, παράγραφος 2, ΕΚ συνιστού[σαν] παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το αξίωμα του μέλους της Επιτροπής» ( 21 ). Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου του tribunal de première instance de Bruxelles (Βέλγιο), το οποίο απήλλασσε την É. Cresson, δεν ήταν δεσμευτικό για το ίδιο ( 22 ).

71.

Η εν λόγω συλλογιστική, η οποία θεμελιώνεται στον αυτοτελή χαρακτήρα της ποινικής διαδικασίας εν σχέσει προς την πειθαρχική διαδικασία, δύναται να τύχει εφαρμογής επί της διαδικασίας που, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, προβλεπόταν από το άρθρο 247, παράγραφος 7, ΕΚ και η οποία προβλέπεται πλέον από το άρθρο 286, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ. Επομένως, εφόσον καλείται να εξετάσει αν μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου παρέβη τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς του, το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από ποινική απόφαση που απαλλάσσει το εν λόγω πρόσωπο.

72.

Βάσει ομοίως του αυτοτελούς χαρακτήρα της ποινικής διαδικασίας και της πειθαρχικής διαδικασίας, το Ελεγκτικό Συνέδριο, ως αρμόδια για την παραπομπή στο Δικαστήριο αρχή, δεν είναι δυνατόν να δεσμεύεται από μια απαλλακτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Ειδικότερα, για να απαντήσω με σαφήνεια επί της επιχειρηματολογίας της αναιρεσείουσας, η αθώωση στο πλαίσιο της ποινικής δίκης ουδόλως εμποδίζει το Ελεγκτικό Συνέδριο να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 286, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ. Σε μια τέτοια περίπτωση το Ελεγκτικό Συνέδριο διατηρεί την εξουσία του εκτιμήσεως ως προς ενδεχόμενη παραπομπή στο Δικαστήριο.

73.

Εκ των στοιχείων αυτών συνάγεται ότι η ποινική διαδικασία ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και η διαδικασία που προβλεπόταν από το άρθρο 247, παράγραφος 7, ΕΚ και ήδη από το άρθρο 286, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ διαφέρουν όχι μόνον ως προς το αντικείμενο και τον σκοπό τους, αλλά ομοίως ως προς τη φύση και τον απαιτούμενο βαθμό αποδείξεως. Ακόμη και αν βασίζονται στα αυτά πραγματικά περιστατικά, οι δύο διαδικασίες είναι ανεξάρτητες και, ως εκ τούτου, υπό την επιφύλαξη της μη αμφισβητήσεως της αποφάνσεως του ποινικού δικαστηρίου, μια αθώωση σε ποινικό επίπεδο ουδόλως εμποδίζει το Ελεγκτικό Συνέδριο να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο, ούτε το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της υπάρξεως παραβάσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από το αξίωμα του μέλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

74.

Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, με τη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008, το tribunal d’arrondissement de Luxembourg έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά, όπως είχαν αποδειχθεί, δεν πληρούσαν τη νομοτυπική μορφή ποινικού αδικήματος κατά τη λουξεμβουργιανή νομοθεσία.

75.

Η εκτίμηση αυτή του tribunal d’arrondissement de Luxembourg δεν σημαίνει εντούτοις ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο όφειλε να απόσχει από την παραπομπή της υποθέσεως στο Δικαστήριο για τις σχετικές με τη διαχείριση των αδειών παραβάσεις. Συγκεκριμένα, αφενός, ο βαθμός εξακριβώσεως των πραγματικών περιστατικών ή ο βαθμός αποδείξεως ο οποίος απαιτείται για την πλήρωση της νομοτυπικής μορφής αδικήματος δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκην με τον βαθμό που απαιτείται για την κατάφαση της υπάρξεως παραβάσεως των υποχρεώσεων που τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπέχουν εκ της θέσεώς τους. Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, αποτελεί έργο αποκλειστικώς του Δικαστηρίου, οσάκις αυτό επιλαμβάνεται υποθέσεως δυνάμει του άρθρου 286, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ, να εκτιμήσει τα όρια του δεδικασμένου που, ενδεχομένως, απορρέει από απόφαση εθνικού ποινικού δικαστηρίου.

76.

Επομένως, η άρνηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου να εκδώσει επίσημη απαλλακτική απόφαση και να δεχθεί την ύπαρξη σχέσεως ευθείας συνεπαγωγής μεταξύ της αθωώσεως στην ποινική δίκη και της παραπομπής στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ ήταν απολύτως δικαιολογημένη και δεν δύναται, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, να τεθεί υπό αμφισβήτηση με το επιχείρημα ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου απόρριψη του ισχυρισμού διά του οποίου η αναιρεσείουσα επεδίωκε τη διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα της εν λόγω αρνήσεως συνιστά παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας ή της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας.

77.

Λαμβάνοντας ακριβώς υπόψη τον αυτοτελή χαρακτήρα της ποινικής διαδικασίας εν σχέσει προς την πειθαρχική διαδικασία και στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας του εκτιμήσεως, το Ελεγκτικό Συνέδριο επεδίωξε να εξακριβώσει, βάσει των διαθέσιμων σε αυτό στοιχείων, κατά πόσον οι αποδιδόμενες στην αναιρεσείουσα πράξεις ήταν αρκούντως σοβαρές ( 23 ) ώστε να χωρήσει παραπομπή της υποθέσεως στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 247, παράγραφος 7, EΚ. Όπως μαρτυρεί το έγγραφό του της 7ης Ιουλίου 2009, το Ελεγκτικό Συνέδριο, αποφασίζοντας να απόσχει από την παραπομπή της υποθέσεως στο Δικαστήριο για το ζήτημα της διαχειρίσεως των αδειών, δεν έλαβε υπόψη μόνον την αθώωση της αναιρεσείουσας στο πλαίσιο της ποινικής δίκης. Το εν λόγω θεσμικό όργανο έλαβε υπόψη και άλλες παραμέτρους ( 24 ).

78.

Εν συνεχεία θα εξετασθούν οι αιτιάσεις που η αναιρεσείουσα διατυπώνει σε σχέση με τη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

79.

Με τη συγκεκριμένη σκέψη το Γενικό Δικαστήριο απαντά επί του επιχειρήματος της αναιρεσείουσας ότι ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου παραβίασε την αρχή της αμεροληψίας και παρέβη το καθήκον αρωγής, διαλαμβάνοντας στην επιστολή της 13ης Μαΐου 2004 ένα περιττό προσβλητικό σχόλιο σχετικό με τη θέση μεγάλης μερίδας των μελών του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

80.

Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του και προέκρινε μια πεπλανημένη ερμηνεία της σφαίρας αρμοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς, με την εν λόγω σκέψη, έκρινε ότι «ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου καλώς γνωστοποίησε στην ενάγουσα ότι η μεγάλη πλειοψηφία των μελών του θεσμικού αυτού οργάνου έκρινε ότι η συμπεριφορά της ήταν απαράδεκτη και κατέστησε έτσι σαφές ότι η μη παραπομπή στο Δικαστήριο δεν έπρεπε να ερμηνευθεί ως αμφισβήτηση του υποστατού των περιστατικών που αφορούσαν οι κατηγορίες».

81.

Επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι το απόσπασμα της επιστολής της 13ης Μαΐου 2004 όπου περιέχεται το επικρινόμενο σχόλιο αφορά αποκλειστικώς τα επιχειρήματα περί των προσωπικών δανείων της αναιρεσείουσας. Η εν λόγω πτυχή της υποθέσεως δεν αποτέλεσε αντικείμενο εξετάσεως στην ποινική διαδικασία η οποία οδήγησε στη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008. Συνεπώς, η αθώωση της αναιρεσείουσας στην ποινική δίκη δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της εξετάσεως της σκέψεως 47 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

82.

Δεδομένου τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπερέβη, κατά την άποψή μου, τα όρια της αρμοδιότητάς του κρίνοντας, αφενός, ότι η μη παραπομπή της υποθέσεως στο Δικαστήριο δεν ισοδυναμούσε με αμφισβήτηση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών και, αφετέρου, ότι ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ηδύνατο θεμιτώς να διατυπώσει το επίμαχο σχόλιο για την αναιρεσείουσα.

83.

Συγκεκριμένα, η εκτίμηση που διατυπώνεται με τη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως συνιστά απάντηση του Γενικού Δικαστηρίου στο επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι το σχόλιο που ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου διέλαβε στην επιστολή της 13ης Μαΐου 2004 συνεπαγόταν παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας και παράβαση του καθήκοντος αρωγής. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί της συγκεκριμένης πτυχής στο πλαίσιο της αγωγής για εξωσυμβατική ευθύνη της οποίας είχε επιληφθεί, δεν υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του.

84.

Επιπροσθέτως, η μη παραπομπή, εκ μέρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της υποθέσεως στο Δικαστήριο είναι απόρροια του γεγονότος ότι η εν λόγω παράβαση δεν κρίθηκε από όλα τα μέλη του εν λόγω θεσμικού οργάνου ως αρκούντως σοβαρή ώστε να δικαιολογήσει παραπομπή της υποθέσεως στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 247, παράγραφος 7, EΚ. Η διαπίστωση ότι δεν επετεύχθη ομοφωνία επί του σημείου αυτού δεν ισοδυναμεί με μη στοιχειοθέτηση οιασδήποτε παραβάσεως. Επιβάλλεται συναφώς η υπόμνηση, κατ’ αναλογίαν προς τη διαδικασία που προβλέπεται για τα μέλη της Επιτροπής, ότι, με την προπαρατεθείσα απόφασή του Επιτροπή κατά Cresson, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι μια καταδίκη βάσει του άρθρου 213, παράγραφος 2, EΚ προϋποθέτει παράβαση εμφανίζουσα ορισμένο βαθμό σοβαρότητας ( 25 ). Ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου είχε επομένως την ευχέρεια, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του και χωρίς τούτο να συνιστά παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας ή παράβαση του καθήκοντος αρωγής, να καταστήσει σαφές στην αναιρεσείουσα το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και να της γνωστοποιήσει ότι η πλειοψηφία των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκτιμούσε ότι η συμπεριφορά της, καίτοι μη κριθείσα ομοφώνως ως αρκούντως σοβαρή ώστε να δικαιολογήσει παραπομπή της υποθέσεως στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ, ήταν τελείως ανάρμοστη. Επιβάλλεται, εξάλλου, η διευκρίνιση ότι η επιστολή της 13ης Μαΐου 2004 απευθυνόταν αποκλειστικώς στην αναιρεσείουσα και ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι αυτή κοινοποιήθηκε και σε άλλα, πλην της παραλήπτριάς της, πρόσωπα.

85.

Φρονώ, ως εκ τούτου, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο με τη συλλογιστική που ανέπτυξε με τη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Επισημαίνω απλώς ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να επαναλάβει αυτολεξεί τον διαλαμβανόμενο στην επιστολή της 13ης Μαΐου 2004 χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας, η οποία περιγραφόταν ως «τελείως ανάρμοστη» ( 26 ), και όχι να χαρακτηρίσει την εν λόγω συμπεριφορά «απαράδεκτη». Εντούτοις, η διαφορετική αυτή διατύπωση δεν αρκεί, κατά την άποψη μου, για την κατάφαση πλάνης περί το δίκαιο. Σημειώνεται εξάλλου ότι, επί του σημείου αυτού, η αναιρεσείουσα περιορίσθηκε σε απλή επισήμανση στο δικόγραφο της αιτήσεώς της αναιρέσεως, χωρίς να προβεί σε άμεση συναγωγή πλάνης περί το δίκαιο ( 27 ).

86.

Τέλος, εκτιμώ ότι οι σκέψεις 35 έως 38 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως δεν επιδέχονται κριτική από πλευράς της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο, ορθώς και χωρίς να θέσει υπό αμφισβήτηση τη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008, έκρινε κατ’ ουσίαν ότι ο ελλιπής χαρακτήρας του συστήματος καταχωρίσεως και παρακολουθήσεως των αδειών στο Ελεγκτικό Συνέδριο, αφενός, δεν θίγει την υποχρέωση του προϊσταμένου να ελέγχει την παρουσία των υφισταμένων του στην εργασία και να εξακριβώνει ότι οιαδήποτε απουσία είναι σύμφωνη με τη ρύθμιση που διέπει τις άδειες και, αφετέρου, δεν ηδύνατο να δικαιολογήσει την παύση κάθε έρευνας ή διώξεως εις βάρος της αναιρεσείουσας.

87.

Δεδομένου ότι η εξέταση των τριών πρώτων λόγων αναιρέσεως που προβάλλει η αναιρεσείουσα δεν δύναται να θεμελιώσει πρόταση προς το Δικαστήριο για αποδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, επιβάλλεται η εξέταση του τετάρτου λόγου αναιρέσεως.

Β  Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από πεπλανημένη ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά τις προϋποθέσεις ιδρύσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης και την απόφαση 99/50

88.

Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 99/50, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, αυτής, καθώς δέχθηκε ότι η απλή γνωστοποίηση στην αναιρεσείουσα της διενέργειας εσωτερικής έρευνας εκ μέρους της OLAF αρκούσε και ότι δεν ήταν, επομένως, αναγκαία η ενημέρωση αυτής για τη διενεργηθείσα από το Ελεγκτικό Συνέδριο προκαταρκτική έρευνα.

89.

Εν αντιθέσει προς ό,τι υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς, κατά την άποψή μου, έκρινε, με τις σκέψεις 29 και 30 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το άρθρο 4 της αποφάσεως 99/50 δεν υποχρέωνε το Ελεγκτικό Συνέδριο ούτε να γνωστοποιήσει στην αναιρεσείουσα το περιεχόμενο του φακέλου της προκαταρκτικής έρευνας ο οποίος είχε σχηματισθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2 της εν λόγω αποφάσεως ούτε να της παράσχει τη δυνατότητα ακροάσεως προ της διαβιβάσεως του φακέλου στην OLAF.

90.

Το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 99/50 επιβάλλει στον Γενικό γραμματέα την υποχρέωση να διαβιβάζει αμελλητί στην OLAF κάθε στοιχείο σχετικό με γεγονός εκ του οποίου εικάζεται η ύπαρξη ατασθαλιών, καθώς και να προβαίνει σε προκαταρκτική έρευνα, υπό την επιφύλαξη των εσωτερικών ερευνών που διενεργούνται από την OLAF.

91.

Όπως τόνισε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ο σκοπός της προκαταρκτικής έρευνας που προβλέπεται από το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως συνίσταται, αφενός, στην παροχή στον Γενικό γραμματέα της δυνατότητας να εκτιμήσει κατά πόσον εκ των στοιχείων που έχουν περιέλθει εις γνώσιν του προκύπτουν ενδείξεις για την ύπαρξη ατασθαλιών επιζήμιων για τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και, αφετέρου, η διαβίβαση στην OLAF, συμφώνως προς το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1073/1999, φακέλου ο οποίος παρέχει σε αυτήν τη δυνατότητα να εκτιμήσει εάν συντρέχει λόγος διενέργειας εσωτερικής έρευνας δυνάμει του άρθρου 5, δεύτερο εδάφιο, του ιδίου κανονισμού.

92.

Η προκαταρκτική έρευνα αποτελεί, επομένως, το στάδιο κατά το οποίο τα σχετικά με προβαλλόμενες ατασθαλίες στοιχεία συλλέγονται και εξακριβώνονται προκειμένου να αξιολογηθεί η σκοπιμότητα διενέργειας εσωτερικής έρευνας. Εν ολίγοις, τα στοιχεία επί των οποίων ερείδονται τα σχετικά επιχειρήματα πρέπει να επαληθεύονται προκειμένου να αξιολογείται η βασιμότητά τους, πριν αυτά κοινοποιηθούν στις αρμόδιες για τη διενέργεια εσωτερικής έρευνας αρχές, εν προκειμένω στην OLAF.

93.

Καθόσον αντικείμενο της προκαταρκτικής έρευνας δεν είναι η συναγωγή συμπερασμάτων για το εμπλεκόμενο πρόσωπο, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε, με τη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της αποφάσεως 99/50 δεν αφορά τις ενέργειες του γενικού γραμματέα στο πλαίσιο του άρθρου 2 της αποφάσεως αυτής.

94.

Σ’ αυτό το προκαταρκτικό στάδιο συλλογής και αξιολογήσεως των στοιχείων επί των οποίων στηρίζονται τα επιχειρήματα περί ατασθαλιών, ο κίνδυνος ασκήσεως πιέσεως επί των μαρτύρων είναι ιδιαιτέρως υψηλός. Είναι επομένως αναγκαίο να μην παρεμποδίζεται η αναζήτηση της αλήθειας ούτε να διακυβεύεται η αποτελεσματικότητα της προκαταρκτικής έρευνας.

95.

Επιβάλλεται συναφώς η επισήμανση ότι, αν γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή αφορά τόσο την εσωτερική έρευνα όσο και την προκαταρκτική έρευνα, το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της αποφάσεως 99/50 μετριάζει σημαντικά τον κανόνα κατά τον οποίο το πρόσωπο που φέρεται αναμεμειγμένο σε ατασθαλίες πρέπει να ενημερώνεται ταχέως για την πιθανότητα προσωπικής αναμείξεως, καθώς ορίζει ότι η ενημέρωση αυτή λαμβάνει χώρα «εφόσον [...] δεν ενέχει τον κίνδυνο παρακωλύσεως της έρευνας».

96.

Είναι σαφές ότι με τις επιστολές της 8ης και της 26ης Απριλίου 2002 η αναιρεσείουσα ενημερώθηκε για την έναρξη της έρευνας εκ μέρους της OLAF, για το αντικείμενο αυτής, για την ταυτότητα των διενεργούντων την έρευνα και για το γεγονός ότι αυτοί την καλούσαν να συνεργασθεί. Με την επιστολή της 26ης Απριλίου 2002 η αναιρεσείουσα ενημερώθηκε επίσης για το γεγονός ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο είχε διενεργήσει προκαταρκτική έρευνα και ότι ο σχετικός φάκελος είχε διαβιβασθεί στην OLAF. Οι κοινοποιήσεις αυτές ανταποκρίνονται στις επιταγές του άρθρου 4, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της αποφάσεως 99/50, καθόσον εξασφαλίζουν την τήρηση της αρχής της ταχείας ενημερώσεως του εμπλεκομένου προσώπου, διασφαλίζοντας συγχρόνως την αποτελεσματικότητα της έρευνας. Επιβάλλεται, εξάλλου, η επισήμανση ότι η ταχεία ενημέρωση δεν είναι συνώνυμη της άμεσης ενημερώσεως ή της ενημερώσεως άμα τη ενάρξει της έρευνας.

97.

Συνεπώς, τα επιχειρήματα με τα οποία η αναιρεσείουσα επιδιώκει να θέσει εν αμφιβόλω τη συλλογιστική που το Γενικό Δικαστήριο υιοθέτησε με τις σκέψεις 29 και 30 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως δεν είναι βάσιμα.

98.

Το αυτό ισχύει και για την αιτίαση ότι, με τη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προϋποθέσεων θεμελιώσεως εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης. Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι η εκτίμηση του Δικαστηρίου ότι «η ενδεχόμενη διαβίβαση του εν λόγω εγγράφου από το Ελεγκτικό Συνέδριο είτε στην OLAF είτε στις λουξεμβουργιανές αρχές δεν σημαίνει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο ενήργησε κακόπιστα όσον αφορά τη γνησιότητα της υπογραφής της ενάγουσας» διατυπώθηκε επικουρικώς. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε πρωτίστως ότι η διαβίβαση του επίμαχου εγγράφου, του οποίου αμφισβητείτο η γνησιότητα της υπογραφής, στην OLAF ή στις λουξεμβουργιανές αρχές δεν είχε αποδειχθεί. Δεδομένου ότι η κύρια αυτή διαπίστωση δεν αμφισβητήθηκε, η τελευταία αιτίαση πρέπει να θεωρηθεί αλυσιτελής.

99.

Εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Συνεπώς, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

VI – Πρόταση

100.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

να καταδικάσει την Καλλιόπη Νικολάου στα δικαστικά έξοδα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

( 3 ) Στο εξής: γενικός γραμματέας.

( 4 ) ΕΕ L 136, σ. 1.

( 5 ) Σημεία 47 έως 49 του εγγράφου της 7ης Ιουλίου 2009.

( 6 ) Συλλογή 2006, σ. I‑6387.

( 7 ) Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 12ης Ιουλίου 2013 (§ 94).

( 8 ) Όπ.π.

( 9 ) Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Teodor κατά Ρουμανίας της 4ης Ιουνίου 2013 (§ 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 10 ) Όπ.π. (§ 40).

( 11 ) Όπ.π.

( 12 ) § 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

( 13 ) Όπ.π.

( 14 ) ΕΔΔΑ, προπαρατεθείσα απόφαση Βασίλειος Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας (§ 39). Βλ., επίσης, ΕΔΔΑ, απόφαση Tendam κατά Ισπανίας της 13ης Ιουλίου 2010 (§ 39).

( 15 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, C‑221/10 P, Artegodan κατά Επιτροπής (σκέψη 94 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 16 ) Βλ., μεταξύ άλλων, ΕΔΔΑ, απόφαση Vanjak κατά Κροατίας της 14ης Ιανουαρίου 2010 (§§ 69 έως 72).

( 17 ) Recueil des arrêts et décisions 2003-II.

( 18 ) § 38.

( 19 ) Όπ.π.

( 20 ) Σκέψη 121.

( 21 ) Όπ.π.

( 22 ) Σκέψη 122.

( 23 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Cresson (σκέψη 72).

( 24 ) Οι άλλες αυτές παράμετροι, οι οποίες παρατίθενται στο σημείο 48 του εν λόγω εγγράφου, είναι οι ακόλουθες: «το γεγονός ότι, δεδομένης της επιστροφής του ποσού που είχε καταβληθεί αχρεωστήτως στον Π. Κουτσουβέλη, δεν προκλήθηκε ζημία στον κοινοτικό προϋπολογισμό», ο «χρόνος που παρήλθε από τα επίμαχα γεγονότα», η «πάθηση» της αναιρεσείουσας, καθώς και η «ψυχολογική πίεση που προκάλεσε [σε αυτήν] η διάρκεια της ποινικής διαδικασίας».

( 25 ) Σκέψη 72.

( 26 ) Βλ. σκέψη 8 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

( 27 ) Βλ. υποσημείωση 1 του δικογράφου.

Top