Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62012CN0553

    Υπόθεση C-553/12 P: Αναίρεση που άσκησε στις 30 Νοεμβρίου 2012 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου (Έκτο τμήμα) που εκδόθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2012 στην υπόθεση T-169/08, ΔΕΗ κατά Επιτροπής

    ΕΕ C 32 της 2.2.2013, p. 10–11 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    2.2.2013   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 32/10


    Αναίρεση που άσκησε στις 30 Νοεμβρίου 2012 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου (Έκτο τμήμα) που εκδόθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2012 στην υπόθεση T-169/08, ΔΕΗ κατά Επιτροπής

    (Υπόθεση C-553/12 P)

    2013/C 32/14

    Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

    Διάδικοι

    Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Θ. Χριστοφόρου και A. Antoniadis, εκπρόσωποι, Α. Οικονόμου, δικηγόρος)

    Αντίδικος στην αναιρετική διαδικασία: Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ), Ελληνική Δημοκρατία, Ενεργειακή Θεσσαλονίκης ΑΕ, Ελληνική Ενέργεια και Ανάπτυξη ΑΕ (H.E. & D.S.A.)

    Αιτήματα

    Να ακυρωθεί στο σύνολο της η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ης Σεπτεμβρίου 2012 στην υπόθεση Τ-169/08.

    Να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της διαφοράς εφόσον κριθεί ότι η κατάσταση του φακέλου το επιτρέπει.

    Να καταδικαστεί η ΔΕΗ στα δικαστικά της έξοδα, καθώς και στα έξοδα της Επιτροπής και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

    Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 86 παράγραφος 1 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, όπως αυτά έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή των δύο αυτών άρθρων στα πραγματικά περιστατικά της προκειμένης υπόθεσης, όπερ επίσης συνιστά εσφαλμένο χαρακτηρισμό και παρερμηνεία των αποδεικτικών στοιχείων και εσφαλμένη ερμηνεία της βάσης της προσβληθείσας απόφασης της Επιτροπής. Οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου βασίζονται επίσης σε ανακριβή, ελλιπή και ανεπαρκή αιτιολογία, στρεβλώνουν και παρερμηνεύουν τα αποδεικτικά στοιχεία και αλλοιώνουν τη βάση της προσβληθείσας απόφασης της Επιτροπής, γιατί η προσβληθείσα απόφαση της Επιτροπής κατέδειξε ότι τα επίμαχα κρατικά μέτρα που έλαβε η Ελληνική Δημοκρατία επηρέασαν τη δομή της αγοράς και δημιούργησαν ανισότητα ευκαιριών στην αγορά του λιγνίτη, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να επιτρέψει στη ΔΕΗ, μια δημόσια επιχείρηση, να επεκτείνει τη δεσπόζουσα θέση της από την πρωτογενή αγορά προμήθειας λιγνίτη στη δευτερογενή αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα εμποδίζοντας την είσοδο στην αγορά νέων ανταγωνιστών.

    Σύμφωνα με την Επιτροπή, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έσφαλε επίσης γιατί παρέβλεψε εντελώς το γεγονός ότι η προσβληθείσα απόφαση της Επιτροπής απέδειξε ότι η προνομιακή πρόσβαση της ΔΕΗ σε λιγνίτη, η οποία διατηρήθηκε με τα επίμαχα κρατικά μέτρα και μετά την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, καθώς και μετά τη δημιουργία της αγοράς χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας το Μάιο 2005 είχε ως αποτέλεσμα να επηρεάσει τη δομή της αγοράς λόγω της ανισότητας των ευκαιριών δημιουργώντας έτσι μια κατάσταση στην οποία η ΔΕΗ, απλώς και μόνο με την άσκηση των οιονεί μονοπωλιακών της δικαιωμάτων εκμετάλλευσης λιγνίτη, ήταν σε θέση να επεκτείνει τη δεσπόζουσα θέση της από την πρωτογενή στη δευτερογενή αγορά. Κατ' αυτόν τον τρόπο η ΔΕΗ οδηγήθηκε σε καταχρηστική συμπεριφορά στην εν λόγω δευτερογενή αγορά περιορίζοντας ή αποκλείοντας την είσοδο νέων ανταγωνιστών (βλ. μεταξύ άλλων τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Raso, GB-Inno-BM, Connect Austria, Dusseldorp, CBEM και MOTOE). Η επέκταση και διατήρηση της δεσπόζουσας θέσης της ΔΕΗ από την πρωτογενή στη δευτερογενή αγορά και το αναμφίβολο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που απολάμβανε η ΔΕΗ στην ηλεκτροπαραγωγή λόγω του χαμηλού κόστους του λιγνίτη, επέτρεπε στη ΔΕΗ να εγχέει ηλεκτρική ενέργεια στο διασυνδεδεμένο σύστημα στην Ελλάδα σε χαμηλότερες τιμές, σε μεγαλύτερες ποσότητες και για περισσότερο χρονικό διάστημα, στοιχεία που συνιστούν την καταχρηστική συμπεριφορά (παρόλο που η νομολογία του Δικαστηρίου δεν απαιτεί απόδειξη τέτοιου είδους συμπεριφοράς, λαμβάνοντας υπόψη τα ειδικά πραγματικά περιστατικά της προκείμενης υπόθεσης).

    Η προσβληθείσα απόφαση της Επιτροπής διαπίστωσε ακόμα ότι οι ανταγωνιστές της ΔΕΗ χρειάζονταν ένα διαφοροποιημένο φάσμα πηγών, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε επαρκείς ποσότητες λιγνίτη, για την είσοδο, τη βιώσιμη παραμονή και την αποτελεσματική συμμετοχή τους στον ανταγωνισμό στο πλαίσιο της ηλεκτρικής αγοράς. Το γεγονός αυτό θα έπρεπε να γνώριζαν τόσο η Ελληνική Δημοκρατία, η οποία παρέλειψε να χορηγήσει άδειες εκμετάλλευσης στα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα λιγνίτη στους δυνητικούς ανταγωνιστές της ΔΕΗ, όσο και η ΔΕΗ όταν ασκούσε τα οιονεί μονοπολικά της δικαιώματα, χρησιμοποιώντας τη δεσπόζουσα θέση της στην πρωτογενή αγορά του λιγνίτη ως εφαλτήριο (leverage) για την επέκταση και διατήρηση της δεσπόζουσας θέσης της στη δευτερογενή αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζει ή να αποκλείει de facto την είσοδο στους δυνητικούς νέους ανταγωνιστές στην εν λόγω δευτερογενή αγορά.


    Top