Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62012CJ0597

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 17ης Οκτωβρίου 2013.
    Isdin SA κατά Bial-Portela & Cª SA.
    Αίτηση αναιρέσεως - Κοινοτικό σήμα - Διαδικασία ανακοπής - Αίτηση καταχωρίσεως του κοινοτικού λεκτικού σήματος ZEBEXIR - Προγενέστερο λεκτικό σήμα ZEBINIX - Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου - Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 - Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄ - Υποχρέωση αιτιολογήσεως.
    Υπόθεση C-597/12 P.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2013:672

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

    της 17ης Οκτωβρίου 2013 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως — Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως του κοινοτικού λεκτικού σήματος ZEBEXIR — Προγενέστερο λεκτικό σήμα ZEBINIX — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

    Στην υπόθεση C‑597/12 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2012,

    Isdin SA, με έδρα τη Βαρκελώνη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους G. Marín Raigal και P. López Ronda, abogados,

    αναιρεσείουσα,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

    το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενο από τον Π. Γερουλάκο,

    καθού πρωτοδίκως,

    η Bial-Portela & Ca SA, με έδρα το São Mamede do Coronado (Πορτογαλία),

    προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Γ. Αρέστη, πρόεδρο τμήματος, J.‑C. Bonichot και A. Arabadjiev (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η Isdin SA (στο εξής: Isdin) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 9ης Οκτωβρίου 2012, T‑366/11, Bial-Portela κατά ΓΕΕΑ – Isdin (ZEBEXIR) (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 6ης Απριλίου 2011 (υπόθεση R 1212/2009‑1), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Bial-Portela & Ca SA (στο εξής: Bial‑Portela) και της Isdin (στο εξής: επίδικη απόφαση).

    Ιστορικό της διαφοράς

    2

    Το ιστορικό της διαφοράς συνοψίζεται ως εξής στις σκέψεις 1 έως 9 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως:

    «1

    Η [Isdin] υπέβαλε στις 4 Απριλίου 2008 αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο [ΓΕΕΑ], βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [ακολούθως αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)]. Η αίτηση αφορούσε την καταχώριση του λεκτικού σημείου ZEBEXIR.

    2

    Τα προϊόντα που αφορούσε η αιτηθείσα καταχώριση εμπίπτουν στις κλάσεις 3 και 5, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί (στο εξής: Διακανονισμός της Νίκαιας), και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή:

    κλάση 3: “Λευκαντικά παρασκευάσματα και άλλες ουσίες για πλύσιμο· παρασκευάσματα για καθαρισμό, στίλβωση, αφαίρεση λίπους και απόξεση (παρασκευάσματα απόξεσης)· σαπούνια· είδη αρωματοποιίας, αιθέρια έλαια, καλλυντικά, λοσιόν για τα μαλλιά· οδοντοσκευάσματα”·

    κλάση 5: “Φαρμακευτικά και κτηνιατρικά παρασκευάσματα· προϊόντα υγιεινής για την ιατρική· διαιτητικές ουσίες για ιατρικές χρήσεις, παιδικές τροφές· έμπλαστρα, υλικό επιδέσμων· υλικά σφραγίσεως δοντιών και οδοντιατρικό κερί· απολυμαντικά· παρασκευάσματα προς καταπολέμηση ζιζανίων και επιβλαβών ζώων· μυκητοκτόνα και παρασιτοκτόνα”.

    3

    Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 24/2008, της 16ης Ιουνίου 2008.

    4

    Η [Bial-Portela] άσκησε στις 9 Σεπτεμβρίου 2008 ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του σήματος, επί τη βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009].

    5

    Η ανακοπή στηριζόταν στο προγενέστερο κοινοτικό λεκτικό σήμα ZEBINIX, το οποίο κατατέθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2003 και καταχωρίστηκε στις 14 Μαρτίου 2005 για προϊόντα και υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κλάσεις 3, 5 και 42 και αντιστοιχούν, για κάθε μία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

    κλάση 3: “Λευκαντικά παρασκευάσματα και άλλες ύλες για πλύσιμο, παρασκευάσματα για καθαρισμό, στίλβωση, αφαίρεση λίπους και απόξεση, σαπούνια, είδη αρωματοποιίας, αιθέρια έλαια, καλλυντικά, λοσιόν για τα μαλλιά, οδοντοσκευάσματα”·

    κλάση 5: “Παρασκευάσματα φαρμακευτικά, κτηνιατρικά και υγιεινής, διαιτητικές ουσίες για ιατρικές χρήσεις, παιδικές τροφές, έμπλαστρα, υλικό επιδέσμων, υλικά σφραγίσεως δοντιών και οδοντιατρικό κερί, απολυμαντικά, παρασκευάσματα προς καταπολέμηση ζιζανίων και επιβλαβών ζώων, παρασιτοκτόνα και μυκητοκτόνα”·

    κλάση 42: “Υπηρεσίες επιστημονικές και τεχνολογικές και υπηρεσίες έρευνας και σχεδιασμού σχετικά με αυτές, υπηρεσίες ανάλυσης και βιομηχανική έρευνα”.

    6

    Η ανακοπή στρεφόταν κατά όλων των προϊόντων για τα οποία είχε ζητηθεί η καταχώριση.

    7

    Το τμήμα ανακοπών, με απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, απέρριψε την ανακοπή ως προς όλα τα προϊόντα, κρίνοντας ότι δεν υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των σημείων κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

    8

    Στις 13 Οκτωβρίου 2009, η [Bial‑Portela] άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, βάσει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009, κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

    9

    Με [την επίδικη απόφαση], το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε στο σύνολό της την ανακοπή της [Bial‑Portela]. Ειδικότερα, έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελούνταν από το σύνολο των καταναλωτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι τα προϊόντα που προσδιορίζονται από το προγενέστερο σήμα και τα προϊόντα που προσδιορίζονται από το σήμα του οποίου η καταχώριση ζητήθηκε ήταν ίδια. Εκτίμησε ότι, παρά τα κοινά στοιχεία, ιδίως την πρώτη συλλαβή και τα τρία πρώτα γράμματα, η συνολική φωνητική και οπτική εντύπωση που δημιουργεί κάθε ένα από τα επίμαχα σήματα διαφέρει. Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, δεδομένου ότι η εννοιολογική σύγκριση δεν επηρέαζε την εκτίμηση της ομοιότητας των σημείων, οι οπτικές και φωνητικές διαφορές ήταν αρκούντως σημαντικές προκειμένου να αποκλειστεί ο κίνδυνος συγχύσεως, ακόμη και για ίδια προϊόντα.»

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    3

    Η Bial‑Portela, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιουλίου 2011, άσκησε προσφυγή με αίτημα, αφενός, να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση και, αφετέρου, να υποχρεωθεί το ΓΕΕΑ να αρνηθεί την καταχώριση του επίμαχου σήματος.

    4

    Προς στήριξη της προσφυγής της, η Bial-Portela προέβαλε έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

    5

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, απέρριψε ως απαράδεκτο το αίτημα της Bial-Portela να υποχρεωθεί το ΓΕΕΑ να αρνηθεί την καταχώριση του επίμαχου σήματος και, αφετέρου, δέχθηκε τον μοναδικό λόγο της προσφυγής της και ακύρωσε την επίδικη απόφαση. Συναφώς, έκρινε μεταξύ άλλων τα εξής:

    στη σκέψη 18 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό είναι ο μέσος καταναλωτής της Ένωσης, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος·

    στη σκέψη 19 της ίδιας αποφάσεως, ότι τα επίμαχα σήματα προσδιόριζαν τα ίδια προϊόντα·

    στις σκέψεις 26 και 27 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι από οπτικής απόψεως διαφορές που προκύπτουν από το μεσαίο και το τελευταίο τμήμα των επίμαχων σημείων δεν αρκούν για να εξουδετερώσουν την εντύπωση ομοιότητας που δημιουργεί το κοινό πρώτο τμήμα των δύο σημείων και ότι, συνεπώς, αντιθέτως προς όσα έκρινε το τμήμα προσφυγών, τα εν λόγω σημεία, συνολικώς εξεταζόμενα, είναι οπτικώς παρόμοια·

    στις σκέψεις 32 και 34 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η πρώτη συλλαβή των δύο επίμαχων σημάτων είναι ίδια, ότι οι δεύτερες συλλαβές τους διαφέρουν μεν, αλλά δεν απέχουν ηχητικώς, και ότι οι τρίτες συλλαβές είναι μεν διαφορετικές, αλλά περιλαμβάνουν τα κοινά γράμματα «i» και «x», εκ των οποίων το δεύτερο έχει σαφώς αναγνωρίσιμο ήχο· ότι, κατά συνέπεια, σφαιρικώς εκτιμώμενες, οι φωνητικές διαφορές μεταξύ των επίμαχων σημάτων δεν καθιστούν δυνατό να αποκλειστεί ορισμένος βαθμός φωνητικής ομοιότητας·

    στη σκέψη 35 της ίδιας αποφάσεως, ότι κανένα από τα επίμαχα σημεία δεν έχει σημασία στις κρίσιμες γλώσσες και ότι η εννοιολογική σύγκριση δεν ασκεί επιρροή ως προς τη σύγκριση των σημείων αυτών.

    6

    Όσον αφορά ειδικότερα τη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως τα εξής:

    «Όμως, αντιθέτως προς τη διαπίστωση του τμήματος προσφυγών, τα επίμαχα σημεία έχουν μεσαίου βαθμού ομοιότητα, ιδίως από οπτικής απόψεως. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι τα προϊόντα που εμπίπτουν στην κλάση 3 και μεγάλο μέρος των προϊόντων που εμπίπτουν στην κλάση 5 (ήτοι, παιδικές τροφές, έμπλαστρα, υλικό επιδέσμων, απολυμαντικά, παρασκευάσματα προς καταπολέμηση ζιζανίων και επιβλαβών ζώων, μυκητοκτόνα και παρασιτοκτόνα) τα οποία προσδιορίζονται από τα επίμαχα σήματα, συνήθως διατίθενται στο εμπόριο εκτιθέμενα στις προθήκες των υπεραγορών και, ως εκ τούτου, επιλέγονται από τους καταναλωτές μετά από οπτική εξέταση της συσκευασίας τους, το οποίο συνεπάγεται ότι η οπτική ομοιότητα των σημείων έχει ιδιαίτερη σημασία. Συνεπώς, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ του σήματος του οποίου η καταχώριση ζητείται και του προγενέστερου σήματος.»

    Αιτήματα των διαδίκων

    7

    Η Isdin και το ΓΕΕΑ ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει την Bial-Portela στα έξοδα της κατ’ αναίρεση δίκης. Η Isdin ζητεί, επίσης, από το Δικαστήριο να επικυρώσει την επίδικη απόφαση καθόσον απορρίπτει την ανακοπή της Bial‑Portela στο σύνολό της.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    8

    Η Isdin προβάλλει, κατ’ ουσίαν, πέντε λόγους αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίοι αντλούνται από παραμόρφωση της επίδικης αποφάσεως, από παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και από δύο παραβάσεις του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. Με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει τον δεύτερο και τον πέμπτο από τους λόγους αυτούς αναιρέσεως, θεωρώντας όμως ότι ο πέμπτος λόγος αφορά παράβαση εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

    9

    Πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστεί ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Isdin προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως.

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    10

    Η Isdin υποστηρίζει με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, καθόσον στη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν εφάρμοσε ορθώς τους νομολογιακούς κανόνες σχετικά με την σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως.

    11

    Η Isdin επισημαίνει συναφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ομοιότητα των σημείων από οπτικής πλευράς ήταν σημαντική μεν ως προς ορισμένα από τα προϊόντα της κλάσεως 5 του Διακανονισμού της Νίκαιας τα οποία προσδιορίζονται από το σήμα του οποίου η καταχώριση ζητήθηκε, αλλά όχι ως προς άλλα προϊόντα και συμπέρανε ότι συνέτρεχε κίνδυνος συγχύσεως λόγω της οπτικής αυτής ομοιότητας ως προς όλα τα προϊόντα της κλάσεως αυτής που προσδιορίζονται από το εν λόγω σήμα.

    12

    Κατά την Isdin, το Γενικό Δικαστήριο δεν μνημόνευσε τη σημασία της οπτικής ομοιότητας ή της ελλείψεώς της ως προς τα λοιπά προϊόντα της εν λόγω κλάσεως 5 τα οποία αφορούσε η αίτηση καταχωρίσεως του σήματος και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το συμπέρασμα σχετικά με τον κίνδυνο συγχύσεως περιλαμβάνει τα προϊόντα αυτά. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ των επίμαχων σημάτων χωρίς να συνεκτιμήσει όλα τα στοιχεία που ασκούν επιρροή εν προκειμένω.

    13

    Το ΓΕΕΑ υιοθετεί την επιχειρηματολογία που προβάλλει η Isdin. Διευκρινίζει ότι, ακόμα και αν το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου κριθεί ορθό και αρμόζον όσον αφορά τα προϊόντα τα οποία ρητώς αυτό μνημόνευσε, δεν είναι ούτε ορθό ούτε αρμόζον για τα λοιπά προϊόντα της κλάσεως 5 του Διακανονισμού της Νίκαιας, ήτοι «παρασκευάσματα φαρμακευτικά, κτηνιατρικά και υγιεινής, διαιτητικές ουσίες για ιατρικές χρήσεις, υλικό επιδέσμων, υλικά σφραγίσεως δοντιών και οδοντιατρικό κερί», τα οποία διατίθενται στο εμπόριο όχι μέσω των υπεραγορών αλλά μέσω των φαρμακείων, όπου η οπτική ομοιότητα δεν είναι σημαντική.

    14

    Κατά συνέπεια, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι για σημαντικό μέρος των προϊόντων που περιλαμβάνονται στην εν λόγω κλάση 5, η μόνη αιτιολογία που διαλαμβάνεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως είναι ότι «τα επίμαχα σήματα έχουν μεσαίου βαθμού ομοιότητα, ιδίως από οπτικής απόψεως». Η αιτιολογία όμως αυτή είναι υπερβολικά γενική και αόριστη και, άρα, δεν αρκεί για να εξηγήσει γιατί ο μεσαίος αυτός βαθμός ομοιότητας μπορεί να παραπλανήσει τον καταναλωτή ως προς την προέλευση των επίμαχων προϊόντων. Συνεπώς, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει έλλειψη αιτιολογίας ως προς τον κίνδυνο συγχύσεως.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    15

    Επιβάλλεται, εκ προοιμίου, η διαπίστωση ότι, με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η Isdin ζητεί στην πραγματικότητα από το Δικαστήριο, όπως ορθώς επισημαίνει το ΓΕΕΑ, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση λόγω παραθέσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ανεπαρκούς αιτιολογίας κατά την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

    16

    Κατά τη διάταξη αυτή, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα.

    17

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις (βλ. αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 2007, C-334/05 P, ΓΕΕΑ κατά Shaker, Συλλογή 2007, σ. I-4529, σκέψη 33· της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C‑193/06 P, Nestlé κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 32, και της 16ης Ιουνίου 2011, C-317/10 P, Union Investment Privatfonds κατά UniCredito Italiano, Συλλογή 2011, σ. I-5471, σκέψη 53).

    18

    Η ύπαρξη κινδύνου προκλήσεως συγχύσεως στο κοινό πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1997, C-251/95, SABEL, Συλλογή 1997, σ. I-6191, σκέψη 22· ΓΕΕΑ κατά Shaker, προπαρατεθείσα, σκέψη 34, και Nestlé κατά ΓΕΕΑ, προπαρατεθείσα, σκέψη 33).

    19

    Κατά πάγια επίσης νομολογία του Δικαστηρίου, η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, καθόσον αφορά την οπτική, ακουστική ή εννοιολογική ομοιότητα των επίμαχων σημάτων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα σήματα αυτά, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των διακριτικών και προεχόντων στοιχείων τους. Ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνει τα σήματα ο μέσος καταναλωτής των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών έχει καθοριστική σημασία για τη σφαιρική εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου. Ειδικότερα, ο μέσος καταναλωτής προσλαμβάνει συνήθως ένα σήμα ως ολότητα και δεν επιδίδεται σε εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσες αποφάσεις SABEL, σκέψη 23· ΓΕΕΑ κατά Shaker, σκέψη 35, και Nestlé κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 34).

    20

    Ειδικότερα, προς εκτίμηση του βαθμού ομοιότητας μεταξύ των οικείων σημάτων, πρέπει να καθοριστεί ο βαθμός οπτικής, ακουστικής και εννοιολογικής ομοιότητάς τους και, ενδεχομένως, να εκτιμηθεί η σημασία που πρέπει να αποδοθεί στα διάφορα αυτά στοιχεία, αφού ληφθούν υπόψη η κατηγορία των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών και οι συνθήκες υπό τις οποίες διατίθενται στο εμπόριο (αποφάσεις ΓΕΕΑ κατά Shaker, προπαρατεθείσα, σκέψη 36, και της 24ης Μαρτίου 2011, C-552/09 P, Ferrero κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2011, σ. I-2063, σκέψη 85).

    21

    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο βάσει των άρθρων 36 και 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν συνεπάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να παραθέσει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι. Η αιτιολογία μπορεί συνεπώς να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον αναιρετικό του έλεγχο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C‑320/09 P, A2A κατά Επιτροπής, σκέψη 97).

    22

    Εν προκειμένω, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και, ειδικότερα, από τη σκέψη 40 αυτής προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, προκειμένου να εκτιμήσει τον βαθμό ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων σημάτων, τις επικρατούσες, κατά το δικαιοδοτικό όργανο αυτό, συνθήκες διαθέσεως στο εμπόριο παιδικών τροφών, υλικού επιδέσμων, απολυμαντικών, καθώς και παρασκευασμάτων προς καταπολέμηση ζιζανίων και επιβλαβών ζώων, μυκητοκτόνων και παρασιτοκτόνων που εμπίπτουν στην κλάση 5 του Διακανονισμού της Νίκαιας.

    23

    Εντούτοις, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αυτές είναι πράγματι οι επικρατούσες συνθήκες διαθέσεως στο εμπόριο των προϊόντων αυτών, πράγμα που αμφισβητείται εμπεριστατωμένα τόσο από την Isdin όσο και από το ΓΕΕΑ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν γίνεται τέτοια εκτίμηση όσον αφορά τα λοιπά προϊόντα που εμπίπτουν στην εν λόγω κλάση 5 και μνημονεύονται στην επίμαχη αίτηση καταχωρίσεως σήματος, όπως ορθώς επισημαίνουν η Isdin και το ΓΕΕΑ.

    24

    Πράγματι, από τη διατύπωση της σκέψεως 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, καθόσον γίνεται εκεί αποκλειστική αναφορά σε «μεγάλο μέρος των προϊόντων που εμπίπτουν στην κλάση 5 (ήτοι, παιδικές τροφές, έμπλαστρα, υλικό επιδέσμων, απολυμαντικά, παρασκευάσματα προς καταπολέμηση ζιζανίων και επιβλαβών ζώων, μυκητοκτόνα και παρασιτοκτόνα)», το Γενικό Δικαστήριο δεν επεξέτεινε το σκεπτικό του για τα προϊόντα που απαριθμούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο στα λοιπά προϊόντα της εν λόγω κλάσεως. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση όσον αφορά το σύνολο των προϊόντων που εμπίπτουν στην εν λόγω κλάση 5 του Διακανονισμού της Νίκαιας.

    25

    Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η εξέταση των λόγων απαραδέκτου σήματος πρέπει να αφορά κάθε ένα από τα προϊόντα ή υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η καταχώριση του σήματος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2007, C-239/05, BVBA Management, Training en Consultancy, Συλλογή 2007, σ. I-1455, σκέψη 34).

    26

    Βεβαίως, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι, στην περίπτωση που αντιτάσσεται για μια κατηγορία ή ομάδα προϊόντων ή υπηρεσιών ο ίδιος λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως, η αιτιολογία για όλα τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες μπορεί να είναι συνολική (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση BVBA Management, Training en Consultancy, σκέψη 37, και διάταξη της 21ης Μαρτίου 2012, C‑87/11 P, Fidelio κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 43).

    27

    Εντούτοις, η σχετική ευχέρεια αφορά μόνο προϊόντα ή υπηρεσίες που εμφανίζουν μεταξύ τους αρκούντως άμεσο και συγκεκριμένο σύνδεσμο, ώστε να αποτελούν επαρκώς ομοιογενή κατηγορία ή ομάδα προϊόντων ή υπηρεσιών. Το γεγονός και μόνο ότι τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες εμπίπτουν στην ίδια κλάση του Διακανονισμού της Νίκαιας δεν αρκεί για να δικαιολογήσει το συμπέρασμα ότι υφίσταται η απαιτούμενη ομοιογένεια, δεδομένου ότι οι κλάσεις αυτές περιέχουν συχνά μεγάλη ποικιλία προϊόντων ή υπηρεσιών που δεν εμφανίζουν οπωσδήποτε μεταξύ τους αρκούντως άμεσο και συγκεκριμένο σύνδεσμο (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη της 18ης Μαρτίου 2010, C-282/09 P, CFCMCEE κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2010, σ. I-2395, σκέψη 40).

    28

    Εν προκειμένω, το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο διέκρινε μεταξύ των προϊόντων που εμπίπτουν στη ίδια κλάση του Διακανονισμού της Νίκαιας, ανάλογα με τις συνθήκες διαθέσεώς τους στο εμπόριο. Κατά συνέπεια, σε αυτό εναπέκειτο να αιτιολογήσει την απόφασή του όσον αφορά κάθε μία από τις ομάδες προϊόντων που διαχώρισε στο πλαίσιο της κλάσεως αυτής.

    29

    Δεδομένου ότι τέτοια αιτιολογία δεν παρατίθεται όσον αφορά τα προϊόντα της εν λόγω κλάσεως 5 τα οποία δεν απαριθμούνται στη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι τις παιδικές τροφές, τα έμπλαστρα, το υλικό επιδέσμων, τα απολυμαντικά, τα παρασκευάσματα προς καταπολέμηση ζιζανίων και επιβλαβών ζώων, τα μυκητοκτόνα και τα παρασιτοκτόνα, η ως άνω απόφαση δεν παρέχει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους στους οποίους στηρίζει το Γενικό Δικαστήριο την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως ως προς το σημείο αυτό, ούτε δε στο Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον αναιρετικό του έλεγχο στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

    30

    Υπό τις συνθήκες αυτές, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως που προβάλλει η Isdin προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αίτηση αυτή πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

    31

    Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αν η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου αναιρεθεί, το Δικαστήριο μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει. Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση.

    32

    Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 9ης Οκτωβρίου 2012, T‑366/11, Bial‑Portela κατά ΓΕΕΑ – Isdin (ZEBEXIR).

     

    2)

    Αναπέμπει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

     

    3)

    Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top