EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62012CJ0400

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 16ης Ιανουαρίου 2014.
Secretary of State for the Home Department κατά M. G.
Αίτηση του Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chamber), London για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 2004/38/EK — Άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο α΄ — Προστασία κατά της απελάσεως — Τρόπος υπολογισμού της δεκαετούς περιόδου — Συνυπολογισμός των περιόδων φυλακίσεως.
Υπόθεση C‑400/12.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2014:9

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 16ης Ιανουαρίου 2014 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 2004/38/EK — Άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ — Προστασία κατά της απελάσεως — Τρόπος υπολογισμού της δεκαετούς περιόδου — Συνυπολογισμός των περιόδων φυλακίσεως»

Στην υπόθεση C‑400/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chamber), London (Ηνωμένο Βασίλειο), με απόφαση της 24ης Αυγούστου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Αυγούστου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

Secretary of State for the Home Department

κατά

M. G.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, J. L. da Cruz Vilaça, Γ. Αρέστη, J.-C. Bonichot και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ή Ιουνίου 2013,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η M. G., εκπροσωπούμενη από τους R. Drabble, QC, L. Hirst, barrister, και E. Sibley,

η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον A. Robinson, επικουρούμενο από τον R. Palmer, barrister,

η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Linntam και N. Grünberg,

η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από την E. Creedon, επικουρούμενη από τον D. Conlan Smyth, barrister,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους B. Majczyna και M. Szpunar,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. Wilderspin και την C. Tufvesson,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 229, σ. 35).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Secretary of State for the Home Department (Υπουργός Εσωτερικών, στο εξής: Secretary of State) και της M. G., σχετικά με απόφαση περί απελάσεώς της από το έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 23 και 24 της οδηγίας 2004/38:

«(23)

Η απέλαση των πολιτών της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας αποτελεί μέτρο το οποίο ενδέχεται να βλάψει σοβαρά πρόσωπα τα οποία, κάνοντας χρήση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που τους απονέμει η συνθήκη, έχουν ενταχθεί ουσιαστικά στο κράτος μέλος υποδοχής. Για το λόγο αυτόν, θα πρέπει να περιορισθεί το πεδίο εφαρμογής των σχετικών μέτρων, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη ο βαθμός ένταξης των ενδιαφερομένων, η διάρκεια της παραμονής τους στο κράτος μέλος υποδοχής, η ηλικία και η κατάσταση της υγείας τους, η οικογενειακή και η οικονομική τους κατάσταση, καθώς και οι δεσμοί τους με τη χώρα καταγωγής του[ς].

(24)

Κατά συνέπεια, όσο μεγαλύτερη είναι η ένταξη των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους στο κράτος μέλος υποδοχής τόσο μεγαλύτερη προστασία θα πρέπει να παρέχεται έναντι απέλασης. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δημόσιας ασφάλειας, θα πρέπει να λαμβάνεται μέτρο απέλασης κατά πολιτών της Ένωσης οι οποίοι διαμένουν επί μακρόν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής, ιδίως όταν έχουν γεννηθεί και διαμείνει εκεί όλη τους τη ζωή. Επιπλέον, οι εν λόγω εξαιρετικές περιστάσεις θα πρέπει επίσης να ισχύουν και για τα μέτρα απέλασης που λαμβάνονται κατά ανηλίκων, προκειμένου να προστατεύονται οι δεσμοί με την οικογένειά τους, σύμφωνα με τη σύμβαση για τα δικαιώματα του Παιδιού των Ηνωμένων Εθνών της 20ής Νοεμβρίου 1989.»

4

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, που τιτλοφορείται «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)

“πολίτης της Ένωσης”: κάθε πρόσωπο το οποίο έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους·

2)

“μέλος της οικογένειας”:

α)

ο (η) σύζυγος·

[...]

3)

“κράτος μέλος υποδοχής”: το κράτος μέλος στο οποίο μεταβαίνει ο πολίτης της Ένωσης προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής.»

5

Το άρθρο 3 της ως άνω οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Δικαιούχοι», ορίζει τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία ισχύει για όλους τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι μεταβαίνουν ή διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου είναι υπήκοοι καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 σημείο 2 που τους συνοδεύουν ή πηγαίνουν να τους συναντήσουν.

[...]»

6

Το κεφάλαιο III της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Δικαίωμα διαμονής», περιλαμβάνει τα άρθρα 6 έως 15 αυτής. Το άρθρο 6 αφορά το «[δ]ικαίωμα διαμονής έως τρεις μήνες». Το άρθρο 7 προβλέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, «[δ]ικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών».

7

Στο κεφάλαιο IV της ίδιας οδηγίας, που τιτλοφορείται «Δικαίωμα μόνιμης διαμονής», το άρθρο 16, με τίτλο «Γενικός κανόνας για τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους», ορίζει τα εξής:

«1.   Οι πολίτες της Ένωσης οι οποίοι έχουν διαμείνει νομίμως για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών στο κράτος μέλος υποδοχής έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτειά του. Το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται στους όρους που προβλέπονται στο κεφάλαιο III.

2.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται και στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους και τα οποία έχουν διαμείνει νομίμως με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών.

3.   Το αδιάλειπτο της διαμονής δεν θίγεται από προσωρινές απουσίες που δεν υπερβαίνουν συνολικά τους έξι μήνες ετησίως ούτε από απουσίες μεγαλύτερης διάρκειας για την εκπλήρωση υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας ή από μία απουσία δώδεκα συναπτών μηνών κατ’ ανώτατο όριο για σοβαρούς λόγους, ιδίως εγκυμοσύνη και μητρότητα, σοβαρή ασθένεια, σπουδές ή επαγγελματική κατάρτιση ή τοποθέτηση σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα.

4.   Αφής στιγμής αποκτηθεί, απώλεια του δικαιώματος μόνιμης διαμονής επέρχεται μόνο σε περίπτωση απουσίας από το κράτος μέλος υποδοχής για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα δύο συναπτά έτη.»

8

Στο κεφάλαιο VI της οδηγίας αυτής, που φέρει τον τίτλο «Περιορισμοί του δικαιώματος εισόδου και του δικαιώματος διαμονής για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας», το άρθρο 27, που τιτλοφορείται «Γενικές αρχές», ορίζει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν περιορισμούς στην ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. Δεν μπορεί να γίνεται επίκληση των λόγων αυτών για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών.

2.   Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του αφορώμενου ατόμου. Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ’ εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων.

Η προσωπική συμπεριφορά του αφορώμενου ατόμου πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Οι αιτιολογίες που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της συγκεκριμένης υπόθεσης ή στηρίζονται σε εκτιμήσεις γενικής πρόληψης δεν γίνονται αποδεκτές.

3.   Για να εξακριβώσει κατά πόσον ο ενδιαφερόμενος συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, κατά τη χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής ή, αν δεν υπάρχει σύστημα εγγραφής, το αργότερο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία άφιξης του ενδιαφερομένου στην επικράτειά του ή από την ημερομηνία γνωστοποίησης της παρουσίας του ενδιαφερόμενου στην επικράτειά του, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5, παράγραφος 5, ή κατά την έκδοση του δελτίου διαμονής, το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να ζητεί από το κράτος μέλος καταγωγής και, ενδεχομένως, από άλλα κράτη μέλη να παρέχουν πληροφορίες για το ποινικό μητρώο του ενδιαφερομένου. Η έρευνα αυτή δεν μπορεί να έχει συστηματικό χαρακτήρα. Το κράτος μέλος από το οποίο ζητούνται τα στοιχεία πρέπει να απαντά εντός διμήνου.

4.   Το κράτος μέλος που εξέδωσε το διαβατήριο ή το δελτίο ταυτότητας επιτρέπει στον κάτοχο του εγγράφου ο οποίος έχει απελαθεί από άλλο κράτος μέλος για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας να εισέλθει εκ νέου στο έδαφός του, χωρίς διατυπώσεις, έστω και αν η ισχύς του εγγράφου έχει λήξει ή αμφισβητείται η ιθαγένεια του κατόχου.»

9

Το άρθρο 28, το οποίο τιτλοφορείται «Προστασία κατά της απέλασης» και ανήκει επίσης στο κεφάλαιο VI της εν λόγω οδηγίας, ορίζει τα εξής:

«1.   Πριν λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, το κράτος μέλος υποδοχής λαμβάνει υπόψη εκτιμήσεις όπως η διάρκεια παραμονής του αφορώμενου ατόμου στην επικράτειά του, η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του, η οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, η κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωσή του στο κράτος μέλος υποδοχής και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής.

2.   Το κράτος μέλος υποδοχής δεν μπορεί να λαμβάνει απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης ή μέλους της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτειά του, παρά μόνο για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.

3.   Δεν μπορεί να λαμβάνεται απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης, εκτός αν η απόφαση απέλασης βασίζεται σε επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας, κατά τα οριζόμενα από τα κράτη μέλη, εφόσον τα πρόσωπα αυτά:

α)

έχουν διαμείνει κατά τα προηγούμενα δέκα έτη στο κράτος μέλος υποδοχής, ή

β)

είναι ανήλικοι, εκτός εάν η απέλαση είναι απαραίτητη για το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, όπως προβλέπεται στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού, της 20ής Νοεμβρίου 1989.»

Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου

10

Η κανονιστική πράξη του 2006 περί μεταναστεύσεως (Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος) [Immigration (European Economic Area) Regulations 2006] μεταφέρει στο δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου τις διατάξεις της οδηγίας 2004/38.

11

Το άρθρο 21 της εν λόγω κανονιστικής πράξεως, το οποίο τιτλοφορείται «Αποφάσεις λαμβανόμενες για λόγους δημόσιας τάξεως, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας», μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη τα άρθρα 27 και 28 της ως άνω οδηγίας.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12

Η M. G. έχει την πορτογαλική ιθαγένεια. Στις 12 Απριλίου 1998 μετέβη στο Ηνωμένο Βασίλειο με τον σύζυγό της, ο οποίος έχει επίσης την πορτογαλική ιθαγένεια. Η M. G. εργαζόταν μεταξύ του Μαΐου του 1998 και του Μαρτίου του 1999. Κατά τον μήνα αυτό, σταμάτησε να εργάζεται επειδή ήταν έγκυος στο πρώτο της τέκνο, το οποίο γεννήθηκε τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Το 2001 και το 2004 η M. G. και ο σύζυγός της απέκτησαν δύο ακόμη τέκνα. Κατά το χρονικό διάστημα που δεν εργαζόταν και ως τη διακοπή της συμβιώσεως του ζεύγους τον Δεκέμβριο του 2006, ο σύζυγός της υποστήριζε οικονομικά τη M. G. Παρά τη διακοπή της συμβιώσεως, ο γάμος της M. G. και του συζύγου της δεν έχει λυθεί.

13

Τον Απρίλιο του 2008 τα τέκνα της M. G. τοποθετήθηκαν σε ανάδοχη οικογένεια κατόπιν αναφοράς νοσηλευτικού προσωπικού ότι τραύματα ενός από αυτά δεν οφείλονταν σε ατύχημα. Στις 21 Νοεμβρίου 2008 το δικαστήριο οικογενειακών διαφορών έκρινε ότι τα τραύματα του τέκνου της M. G. είχαν προκληθεί από την ίδια. Στις 27 Αυγούστου 2009 η M. G., αφού κρίθηκε ένοχη για την κατηγορία της κακοποιήσεως και για τρεις κατηγορίες προκλήσεως σωματικής βλάβης προσώπου ηλικίας κάτω των 16 ετών, καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως 21 μηνών.

14

Κατόπιν της καταδίκης της M. G., η επιμέλεια των τέκνων ανατέθηκε στον σύζυγό της. Ενώ η M. G. ήταν φυλακισμένη, ρυθμίστηκε η επικοινωνία με τα τέκνα της, η οποία έπρεπε να πραγματοποιείται υπό επιτήρηση και δημοσίως. Τον Απρίλιο του 2010 η τοπική αρχή διέκοψε όμως τις συναντήσεις επικοινωνίας και κατέθεσε αίτηση για αναστολή της επικοινωνίας τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Στις 5 Ιουλίου 2011 το δικαστήριο οικογενειακών διαφορών αποφάσισε να διατηρηθεί η επιτήρηση, να επιτρέψει μόνο έμμεση επικοινωνία με τα τέκνα και να απαγορεύσει ορισμένες πράξεις, επισημαίνοντας ότι η M. G. όφειλε ακόμη να αποδείξει ότι μπορούσε να έχει σταθερό τρόπο ζωής χωρίς χρήση ναρκωτικών ουσιών.

15

Στις 11 Μαΐου 2010, ενώ ήταν φυλακισμένη, η M. G. κατέθεσε ενώπιον του Secretary of State αίτηση να της χορηγηθεί δελτίο μόνιμης διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στις 8 Ιουλίου 2010 ο Secretary of State απέρριψε την αίτηση αυτή και διέταξε την απέλαση της M. G. για λόγους δημοσίας τάξεως και δημόσιας ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 21 της κανονιστικής πράξεως του 2006 περί μεταναστεύσεως (Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος).

16

Στις 11 Ιουλίου 2010 η M. G. εξέτισε την ποινή της αλλά παρέμεινε υπό κράτηση επειδή είχε μεσολαβήσει η απόφαση του Secretary of State περί απελάσεώς της. Με την απόφαση αυτή, ο Secretary of State έκρινε, πρώτον, ότι ο υψηλός βαθμός προστασίας από το ενδεχόμενο απελάσεως τον οποίο προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 στηρίζεται στην ένταξη του πολίτη στο κράτος μέλος υποδοχής και ότι τέτοια ένταξη δεν μπορεί να λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της φυλακίσεώς του. Δεύτερον, έκρινε ότι η M. G. δεν μπορούσε να τύχει ούτε της ενδιάμεσης προστασίας κατά του ενδεχομένου απελάσεως εφόσον, αφενός, δεν απέδειξε ότι είχε αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής και, αφετέρου, υπήρχαν, σε κάθε περίπτωση, σοβαροί λόγοι δημοσίας τάξεως και ασφάλειας για την απέλασή της. Τρίτον, ο Secretary of State διαπίστωσε ότι, κατά μείζονα λόγο, η M. G. δεν μπορούσε να τύχει της στοιχειώδους προστασίας από το ενδεχόμενο απελάσεως.

17

Η M. G. άσκησε προσφυγή ενώπιον του First‑tier Tribunal (Immigration and Asylum Chamber). Το δικαστήριο αυτό δέχθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2011 την ως άνω προσφυγή κρίνοντας ότι η M. G. είχε διαμείνει στο Ηνωμένο Βασίλειο για χρονικό διάστημα που υπερέβαινε τα δέκα έτη πριν την απόφαση περί απελάσεώς της και ότι ο Secretary of State δεν είχε αποδείξει τη συνδρομή επιτακτικών λόγων δημόσιας ασφάλειας. Το First-tier Tribunal (Immigration and Asylum Chamber) έκρινε όμως ότι η M. G., ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων για την απασχόληση του συζύγου της ή την με άλλο τρόπο άσκηση εκ μέρους του δικαιωμάτων κατοχυρωμένων στη Συνθήκη ΛΕΕ, δεν είχε αποδείξει την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38.

18

Ο Secretary of State άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του First-tier Tribunal (Immigration and Asylum Chamber) ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Το αιτούν δικαστήριο με απόφασή του η οποία κοινοποιήθηκε στις 13 Αυγούστου 2011 εξαφάνισε την απόφαση του First-tier Tribunal (Immigration and Asylum Chamber) επειδή προσέκρουε σε εγχώρια δεσμευτική νομολογία.

19

Στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο Secretary of State συνομολόγησε ότι η M. G. είχε αποκτήσει τον Μάιο του 2003 δικαίωμα μόνιμης διαμονής, κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38, το οποίο δεν απώλεσε στη συνέχεια. Οι διάδικοι της κύριας δίκης ερίζουν όμως τόσο ως προς τον τρόπο υπολογισμού της δεκαετούς περιόδου την οποία προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 όσο και ως προς το αν συντρέχουν εν προκειμένω σοβαροί λόγοι δημοσίας τάξεως ή δημόσιας ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 28, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής.

20

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του First-tier Tribunal (Immigration and Asylum Chamber) και του αιτούντος δικαστηρίου τερματίστηκαν οι διαδικασίες οικογενειακών διαφορών, μετά από τη μετακόμιση του συζύγου της M. G. στο Μάντσεστερ (Ηνωμένο Βασίλειο) τον Σεπτέμβριο του 2011. Η M. G. παρέμεινε φυλακισμένη έως τις 20 Μαρτίου 2012.

21

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chamber), London, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Διακόπτεται η περίοδος διαμονής που απαιτείται για να τύχει ορισμένο πρόσωπο του ανώτατου επιπέδου προστασίας από την απέλαση κατά το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [2004/38] από χρονικό διάστημα φυλακίσεως πολίτη της Ένωσης κατόπιν καταδίκης του σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή αποκλείει με άλλο τρόπο η φυλάκιση αυτή το εν λόγω πρόσωπο από το επίπεδο αυτό προστασίας;

2)

Έχει η αναφορά στα “προηγούμενα δέκα έτη” στο άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, [της οδηγίας 2004/38] την έννοια ότι η διαμονή πρέπει να είναι συνεχής προκειμένου πολίτης της Ένωσης να μπορεί να τύχει του ανώτατου επιπέδου προστασίας από την απέλαση;

3)

Ο υπολογισμός του κατά το [εν λόγω] άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, απαιτούμενου χρονικού διαστήματος δέκα ετών διαμονής που πρέπει να έχει συμπληρώσει ο πολίτης της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής γίνεται

α)

ανατρέχοντας από τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως απελάσεως στο παρελθόν ή

β)

λαμβάνοντας ως αφετηρία τον χρόνο ενάρξεως της διαμονής του πολίτη αυτού στο κράτος μέλος υποδοχής;

4)

Αν η απάντηση στο [τρίτο ερώτημα, στοιχείο αʹ] είναι ότι το χρονικό διάστημα δέκα ετών υπολογίζεται ανατρέχοντας στο παρελθόν, έχει σημασία αν το πρόσωπο έχει συμπληρώσει δεκαετή περίοδο διαμονής πριν τη φυλάκιση αυτή;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του δεύτερου και του τρίτου ερωτήματος

22

Με το δεύτερο και τρίτο ερώτημα, τα οποία αρμόζει τα εξεταστούν πρώτα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, αφενός, εάν η δεκαετής περίοδος διαμονής την οποία προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 πρέπει να υπολογίζεται ανατρέχοντας από τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί απελάσεως του ενδιαφερόμενου στο παρελθόν ή λαμβάνοντας ως αφετηρία τον χρόνο ενάρξεως της διαμονής του και, αφετέρου, αν η περίοδος αυτή πρέπει να είναι συνεχής.

23

Υπενθυμίζεται συναφώς, πρώτον, ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, μολονότι οι αιτιολογικές σκέψεις 23 και 24 της οδηγίας 2004/38 προβλέπουν ομολογουμένως την ιδιαίτερη προστασία των προσώπων που έχουν ενταχθεί ουσιαστικά στο κράτος μέλος υποδοχής, ιδίως όσων έχουν γεννηθεί και διαμείνει στο κράτος αυτό όλη τη ζωή τους, το αποφασιστικό κριτήριο εντούτοις είναι, βάσει του γράμματος του άρθρου 28, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, το αν ο πολίτης της Ένωσης διέμενε στο κράτος μέλος αυτό κατά τα δέκα έτη πριν από την απόφαση απελάσεως (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2010, C-145/09, Τσακουρίδης, Συλλογή 2010, σ. I-11979, σκέψη 31).

24

Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την κτήση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, το οποίο αρχίζει με τη νόμιμη διαμονή του ενδιαφερόμενου στο κράτος μέλος υποδοχής, η δεκαετής περίοδος διαμονής που απαιτείται για να ισχύσει ο υψηλός βαθμός προστασίας τον οποίο προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 πρέπει να υπολογίζεται ανατρέχοντας από τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως απελάσεως του προσώπου αυτού στο παρελθόν.

25

Δεύτερον, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να εξακριβώνεται αν ένας πολίτης της Ένωσης έχει διαμείνει στο κράτος μέλος υποδοχής κατά τα δέκα έτη πριν από την απόφαση απελάσεως, πράγμα που είναι το καθοριστικό κριτήριο για να ισχύσει στην περίπτωσή του ο υψηλός βαθμός προστασίας που προβλέπει η διάταξη αυτή, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι κρίσιμες πτυχές κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, και ιδίως η διάρκεια κάθε διαστήματος απουσίας του ενδιαφερόμενου από το κράτος μέλος υποδοχής, η συνολική διάρκεια και η συχνότητα αυτών των απουσιών και οι λόγοι για τους οποίους ο ενδιαφερόμενος έφυγε από το εν λόγω κράτος μέλος και από τους οποίους μπορεί να συναχθεί κατά πόσον οι απουσίες αυτές σημαίνουν τη μετάθεση του κέντρου των προσωπικών, οικογενειακών και επαγγελματικών συμφερόντων του προς άλλο κράτος (προπαρατεθείσα απόφαση Τσακουρίδης, σκέψη 38).

26

Οι ως άνω εκτιμήσεις αφορούσαν το κατά πόσον τα διαστήματα απουσίας του ενδιαφερόμενου από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής κατά την περίοδο την οποία ορίζει το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 του στερούν τη δυνατότητα να υπαχθεί στον υψηλό βαθμό προστασίας τον οποίο προβλέπει η εν λόγω διάταξη και εκκινούσαν από την προηγούμενη διαπίστωση ότι στην ίδια διάταξη δεν γίνεται καμία αναφορά στις περιστάσεις που θα μπορούσαν να διακόπτουν την περίοδο δεκαετούς διαμονής που οδηγεί στην κτήση του δικαιώματος στον εν λόγω βαθμό προστασίας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Τσακουρίδης, σκέψεις 22 και 29).

27

Δεδομένου ότι το καθοριστικό κριτήριο για να ισχύσει ο υψηλός βαθμός προστασίας που προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 είναι η διαμονή του ενδιαφερόμενου στο κράτος μέλος υποδοχής κατά τα δέκα έτη πριν από την απόφαση απελάσεως και ότι τα διαστήματα απουσίας από το έδαφος του κράτους αυτού ενδέχεται να επηρεάσουν τη χορήγηση της προστασίας αυτής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η δεκαετής περίοδος την οποία ορίζει η ως άνω διάταξη πρέπει, κατ’ αρχήν, να είναι συνεχής.

28

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο και το τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι η δεκαετής περίοδος διαμονής την οποία ορίζει η διάταξη αυτή πρέπει, κατ’ αρχήν, να είναι συνεχής και να υπολογίζεται ανατρέχοντας από τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως απελάσεως του ενδιαφερόμενου στο παρελθόν.

Επί του πρώτου και του τέταρτου ερωτήματος

29

Με το πρώτο και το τέταρτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι περίοδος φυλακίσεως του ενδιαφερομένου μπορεί να διακόπτει το αδιάλειπτο της διαμονής, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, και να επηρεάζει τη χορήγηση του υψηλού βαθμού προστασίας που αυτή προβλέπει, ακόμη και στην περίπτωση που το πρόσωπο αυτό έχει διαμείνει στο κράτος μέλος υποδοχής κατά τα δέκα έτη πριν από τη φυλάκισή του.

30

Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το καθεστώς προστασίας από τα μέτρα απελάσεως, το οποίο θεσπίζει η οδηγία 2004/38, βασίζεται στον βαθμό εντάξεως των ενδιαφερόμενων στο κράτος μέλος υποδοχής, με αποτέλεσμα όσο μεγαλύτερη είναι η ένταξη των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους στο κράτος μέλος υποδοχής τόσο μεγαλύτερη προστασία πρέπει να τους παρέχεται από το ενδεχόμενο απελάσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η απέλαση αυτή μπορεί να βλάψει σοβαρά τα πρόσωπα που, αφού άσκησαν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που απονέμονται από τη Συνθήκη ΛΕΕ, έχουν ενταχθεί ουσιαστικά στο κράτος μέλος υποδοχής (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Τσακουρίδης, σκέψεις 24 και 25).

31

Το Δικαστήριο έχει κρίνει, ερμηνεύοντας το άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, ότι η επιβολή εκ μέρους του εθνικού δικαστή στερητικής της ελευθερίας ποινής χωρίς αναστολή μπορεί να αποδείξει την εκ μέρους του ενδιαφερομένου έλλειψη σεβασμού προς τις αξίες που εκφράζει η κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής με το ποινικό δίκαιο του κράτους αυτού, με αποτέλεσμα ο συνυπολογισμός των περιόδων φυλακίσεως για την κτήση εκ μέρους μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους δικαιώματος μόνιμης διαμονής κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 να αντιβαίνει προδήλως στον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή με τη θέσπιση του ως άνω δικαιώματος (απόφαση της 16η Ιανουαρίου 2014, C‑378/12, Onuekwere, σκέψη 26).

32

Καθόσον τόσο το δικαίωμα μόνιμης διαμονής όσο και το καθεστώς προστασίας από τα μέτρα απελάσεως που προβλέπει η οδηγία 2004/38 στηρίζονται κατ’ ουσίαν στον βαθμό εντάξεως των ενδιαφερομένων, οι λόγοι οι οποίοι δικαιολογούν τον μη συνυπολογισμό των περιόδων φυλακίσεως για την κτήση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής ή το ότι οι περίοδοι αυτές διακόπτουν το αδιάλειπτο της διαμονής που απαιτείται για την κτήση του δικαιώματος αυτού ισχύουν επίσης και στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας.

33

Κατά συνέπεια, οι περίοδοι φυλακίσεως δεν μπορούν να συνυπολογιστούν για να ισχύσει ο υψηλός βαθμός προστασίας που προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 και διακόπτουν, κατ’ αρχήν, το αδιάλειπτο της διαμονής κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

34

Όσον αφορά το αδιάλειπτο αυτό της διαμονής στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως υπενθυμίστηκε ότι η δεκαετής περίοδος διαμονής που απαιτείται για να ισχύσει ο υψηλός βαθμός προστασίας που προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 πρέπει, κατ’ αρχήν, να είναι συνεχής.

35

Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον η διαλείπουσα διαμονή κατά τη διάρκεια της δεκαετίας πριν από την απόφαση απελάσεως στερεί τον ενδιαφερόμενο από τη δυνατότητα να ισχύσει στην περίπτωσή του ο υψηλός βαθμός προστασίας, πρέπει σε κάθε δεδομένη περίπτωση να πραγματοποιείται συνολική εκτίμηση της καταστάσεως του ενδιαφερόμενου κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο κατά το οποίο τίθεται το ζήτημα της απελάσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Τσακουρίδης, σκέψη 32).

36

Ως προς το σημείο αυτό, οι περίοδοι φυλακίσεως, εφόσον διακόπτουν, κατ’ αρχήν, το αδιάλειπτο της διαμονής κατά την έννοια του άρθρου 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38, μπορούν, από κοινού με άλλα στοιχεία που αντιπροσωπεύουν το σύνολο των κρίσιμων πτυχών κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, να ληφθούν υπόψη από τις εθνικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή του άρθρου 28, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38 κατά τη συνολική εκτίμηση που απαιτείται για να εξακριβωθεί αν έχουν διαρραγεί οι δεσμοί εντάξεως που είχαν δημιουργηθεί προηγουμένως με το κράτος μέλος υποδοχής, προκειμένου να κριθεί εάν θα ισχύσει ο υψηλός βαθμός προστασίας που προβλέπει η εν λόγω διάταξη (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Τσακουρίδης, σκέψη 34).

37

Όσον αφορά, τέλος, το κατά πόσον ασκεί επιρροή η διαμονή του ενδιαφερομένου στο κράτος μέλος υποδοχής κατά τα δέκα έτη πριν από τη φυλάκισή του, πρέπει να υπομνησθεί ότι, μολονότι, όπως υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 24 και 25 της παρούσας αποφάσεως, η δεκαετής περίοδος διαμονής που απαιτείται για να ισχύσει ο υψηλός βαθμός προστασίας που προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 πρέπει να υπολογίζεται ανατρέχοντας από τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως απελάσεως του προσώπου αυτού στο παρελθόν, δεδομένου ότι ο υπολογισμός που γίνεται βάσει της διατάξεως αυτής διαφέρει από εκείνον που γίνεται για τη χορήγηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, εντούτοις η περίσταση αυτή μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά τη συνολική εκτίμηση για την οποία έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη.

38

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο και το τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι περίοδος φυλακίσεως του ενδιαφερομένου μπορεί, κατ’ αρχήν, να διακόπτει το αδιάλειπτο της διαμονής κατά την έννοια της διατάξεως αυτής και να επηρεάζει τη χορήγηση του υψηλού βαθμού προστασίας που αυτή προβλέπει, ακόμη και στην περίπτωση που το πρόσωπο αυτό έχει διαμείνει στο κράτος μέλος υποδοχής κατά τα δέκα έτη πριν από τη φυλάκισή του. Η περίσταση αυτή μπορεί όμως να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της συνολικής εκτιμήσεως που απαιτείται για να εξακριβωθεί αν έχουν διαρραγεί οι δεσμοί εντάξεως που είχαν δημιουργηθεί προηγουμένως με το κράτος μέλος υποδοχής.

Επί των δικαστικών εξόδων

39

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ, έχει την έννοια ότι η δεκαετής περίοδος διαμονής την οποία ορίζει η διάταξη αυτή πρέπει, κατ’ αρχήν, να είναι συνεχής και να υπολογίζεται ανατρέχοντας από τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως απελάσεως του ενδιαφερόμενου στο παρελθόν.

 

2)

Το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι περίοδος φυλακίσεως του ενδιαφερομένου μπορεί, κατ’ αρχήν, να διακόπτει το αδιάλειπτο της διαμονής κατά την έννοια της διατάξεως αυτής και να επηρεάζει τη χορήγηση του υψηλού βαθμού προστασίας που αυτή προβλέπει, ακόμη και στην περίπτωση που το πρόσωπο αυτό έχει διαμείνει στο κράτος μέλος υποδοχής κατά τα δέκα έτη πριν από τη φυλάκισή του. Η περίσταση αυτή μπορεί όμως να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της συνολικής εκτιμήσεως που απαιτείται για να εξακριβωθεί αν έχουν διαρραγεί οι δεσμοί εντάξεως που είχαν δημιουργηθεί προηγουμένως με το κράτος μέλος υποδοχής.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top