Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62012CJ0347

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 8ης Μαΐου 2014.
    Caisse nationale des prestations familiales κατά Ulrike Wiering και Markus Wiering.
    Αίτηση του Cour de cassation (Λουξεμβούργο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή — Κοινωνική ασφάλιση — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 — Κανονισμός (ΕΟΚ) 574/72 — Οικογενειακές παροχές — Οικογενειακά επιδόματα — Επίδομα ανατροφής τέκνων — «Elterngeld» — «Kindergeld» — Υπολογισμός της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής.
    Υπόθεση C‑347/12.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2014:300

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)

    της 8ης Μαΐου 2014 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή — Κοινωνική ασφάλιση — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 — Κανονισμός (ΕΟΚ) 574/72 — Οικογενειακές παροχές — Οικογενειακά επιδόματα — Επίδομα ανατροφής τέκνων — “Elterngeld” — “Kindergeld” — Υπολογισμός της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής»

    Στην υπόθεση C‑347/12,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Cour de cassation (Λουξεμβούργο) με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Ιουλίου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

    Caisse nationale des prestations familiales

    κατά

    Ulrike Wiering,

    Markus Wiering,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, E. Juhász, A. Rosas (εισηγητή), D. Šváby και C. Vajda, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

    γραμματέας: V. Tourrès, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Ιουνίου 2013,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    το Caisse nationale des prestations familiales, εκπροσωπούμενο από τους A. Rodesch και R. Jazbinsek, avocats,

    η Ulrike και ο Markus Wiering, εκπροσωπούμενοι από τους G. Pierret και S. Coï, avocats,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Martin και V. Kreuschitz,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Ιουλίου 2013,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 1, στοιχείο καʹ, σημείο i, 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, και 76 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ L 28, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1606/98 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998 (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73, στο εξής: κανονισμός 1408/71), καθώς και του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 138), όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97 (στο εξής: κανονισμός 574/72).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Caisse nationale des prestations familiales (στο εξής: CNPF) και των U. και Μ. Wiering, κατοίκων Γερμανίας, οι οποίοι εργάζονταν στη Γερμανία και στο Λουξεμβούργο αντίστοιχα, με αντικείμενο την άρνηση του CNPF να τους καταβάλει συμπληρωματική αντισταθμιστική οικογενειακή παροχή για τα τέκνα τους.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Η πρώτη, η πέμπτη, η όγδοη και η δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1408/71 έχουν ως εξής:

    «[Εκτιμώντας] ότι οι κανόνες συντονισμού των εθνικών νομοθεσιών περί κοινωνικής ασφάλισης εντάσσονται στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και οφείλουν να συμβάλλουν στη βελτίωση του επιπέδου ζωής τους και των συνθηκών απασχόλησής τους·

    [...]

    ότι πρέπει, στο πλαίσιο αυτού του συντονισμού, να υπάρξει εγγύηση, στο εσωτερικό της Κοινότητας, για ίση μεταχείριση των εργαζομένων που είναι πολίτες κρατών μελών καθώς και των προσώπων που έλκουν απ’ αυτούς δικαιώματα και των επιζώντων αυτών έναντι διαφόρων εθνικών νομοθεσιών·

    [...]

    ότι πρέπει οι μισθωτοί και μη μισθωτοί εργαζόμενοι οι οποίοι διακινούνται στο εσωτερικό της Κοινότητας να υπάγονται στο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως ενός μόνον κράτους μέλους, έτσι ώστε να αποφεύγονται οι σωρεύσεις εφαρμοστέων εθνικών νομοθεσιών και οι επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν από αυτές·

    [...]

    ότι για να διασφαλιστεί καλύτερα η ισότητα μεταχείρισης όλων των εργαζομένων που απασχολούνται στο έδαφος ενός κράτους μέλους, πρέπει να καθορίζεται ως εφαρμοστέα νομοθεσία, κατά γενικό κανόνα, η νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ο ενδιαφερόμενος ασκεί την έμμισθη ή μη δραστηριότητά του».

    4

    Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού παραθέτει τους ορισμούς των εννοιών οι οποίες χρησιμοποιούνται στον τομέα που ρυθμίζει ο εν λόγω κανονισμός.

    5

    Το άρθρο 1, στοιχείο καʹ, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

    «i)

    ως “οικογενειακή παροχή” νοείται κάθε παροχή σε είδος ή σε χρήμα, προοριζόμενη να αντισταθμίσει τα οικογενειακά βάρη, στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, με εξαίρεση τα ειδικά επιδόματα τοκετού ή υιοθεσίας που αναφέρονται στο παράρτημα II·

    ii)

    ως “οικογενειακό επίδομα” νοείται η περιοδική παροχή σε χρήμα που χορηγείται αποκλειστικά ανάλογα με τον αριθμό και, ενδεχομένως, την ηλικία των μελών της οικογενείας».

    6

    Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του ανωτέρω κανονισμού, αυτός ισχύει για όλες τις νομοθεσίες που αφορούν τους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως με αντικείμενο οικογενειακές παροχές.

    7

    Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 ορίζει τα εξής:

    «Ο παρών κανονισμός δεν δύναται να παρέχει ή να διατηρεί δικαίωμα λήψεως περισσότερων παροχών της ίδιας φύσεως που αφορούν την ίδια περίοδο υποχρεωτικής ασφαλίσεως […]».

    8

    Το άρθρο 13 του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Γενικοί κανόνες», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 14γ και 14στ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

    2.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 έως 17:

    α)

    το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους·

    [...]».

    9

    Το άρθρο 73 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

    «Ο μισθωτός ή μη μισθωτός που υπάγεται στη νομοθεσία κράτους μέλους δικαιούται, για τα μέλη της οικογένειάς του που κατοικούν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, τις οικογενειακές παροχές που προβλέπονται από τη νομοθεσία του πρώτου κράτους, σαν να κατοικούσαν τα μέλη αυτά στο έδαφος του κράτους αυτού, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παραρτήματος VI.»

    10

    Το άρθρο 76 του ίδιου κανονισμού έχει ως εξής:

    «1.   Όταν καταβάλλονται οικογενειακές παροχές, κατά την ίδια περίοδο, και για το ίδιο μέλος της οικογένειας λόγω άσκησης μιας επαγγελματικής δραστηριότητας, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχουν την κατοικία τους τα μέλη της οικογένειας, αναστέλλεται το δικαίωμα προς είσπραξη οικογενειακών παροχών που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, ενδεχομένως, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 73 και 74, μέχρι του ποσού που προβλέπεται από τη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους.

    2.   Εάν δεν υποβληθεί αίτηση παροχών στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου διαμένουν τα μέλη της οικογενείας, ο αρμόδιος φορέας του άλλου κράτους μέλους μπορεί να εφαρμόζει τις διατάξεις της παραγράφου 1, ως εάν εχορηγούντο οι παροχές στο πρώτο κράτος μέλος.»

    11

    Τα άρθρα 7 έως 10α του κανονισμού 574/72 ορίζουν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 12 του κανονισμού 1408/71.

    12

    Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 574/72 προβλέπει τα εξής:

    «α)

    Το δικαίωμα οικογενειακών παροχών ή επιδομάτων που οφείλονται κατά τη νομοθεσία κράτους μέλους, σύμφωνα με την οποία η κτήση αυτού του δικαιώματος παροχών ή επιδομάτων δεν εξαρτάται από όρους ασφαλίσεως, απασχόλησης ή μη μισθωτής δραστηριότητας, αναστέλλεται όταν, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου και για το ίδιο μέλος της οικογένειας, οφείλονται παροχές είτε δυνάμει μόνο της εθνικής νομοθεσίας άλλου κράτους μέλος είτε κατ’ εφαρμογή των άρθρων 73, 74, 77 ή 78 του κανονισμού, και τούτο μέχρι του ποσού των παροχών αυτών.

    β)

    Πάντως, αν έχει ασκηθεί επαγγελματική δραστηριότητα στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους:

    i)

    στην περίπτωση των παροχών που οφείλονται, είτε δυνάμει μόνο της εθνικής νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους είτε δυνάμει των άρθρων 73 ή 74 του κανονισμού, από το άτομο που έχει δικαίωμα οικογενειακών παροχών ή από το άτομο στο οποίο έχουν αυτές χορηγηθεί, το δικαίωμα οικογενειακών παροχών που οφείλονται, είτε δυνάμει μόνο της εθνικής νομοθεσίας αυτού του άλλου κράτους μέλους είτε δυνάμει των εν λόγω άρθρων, αναστέλλεται μέχρι του ποσού των οικογενειακών παροχών που προβλέπεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί το μέλος της οικογενείας. Οι παροχές που καταβάλλονται από το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου κατοικεί το μέλος της οικογενείας βαρύνουν το κράτος μέλος αυτό·

    [...]»

    13

    Πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι ο κανονισμός 1408/71 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166, σ. 1), και, αφετέρου, ότι ο κανονισμός 574/72 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 (ΕΕ L 284, σ. 1), οι δε νέοι αυτοί κανονισμοί άρχισαν να εφαρμόζονται την 1η Μαΐου 2010, όπως ορίζουν το άρθρο 91 του κανονισμού 883/2004 και το άρθρο 97 του κανονισμού 987/2009. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου των επίμαχων πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, τα περιστατικά αυτά εξακολουθούν να διέπονται από τους κανονισμούς 1408/71 και 574/72.

    Το λουξεμβουργιανό δίκαιο

    14

    Στις 15 Μαρτίου 2013 το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 101 του Κανονισμού Διαδικασίας του, υπέβαλε στο αιτούν δικαστήριο αίτηση παροχής διευκρινίσεων. Το αιτούν δικαστήριο κλήθηκε, μεταξύ άλλων, να εκθέσει επακριβέστερα τις επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης λουξεμβουργιανές οικογενειακές παροχές και τις προϋποθέσεις χορηγήσεώς τους. Με έγγραφο της 29ης Απριλίου 2013, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης λουξεμβουργιανές οικογενειακές παροχές ήταν τα οικογενειακά επιδόματα (στο εξής: λουξεμβουργιανά οικογενειακά επιδόματα) και το επίδομα ανατροφής τέκνων και απέστειλε στο Δικαστήριο το κείμενο των σχετικών με τη χορήγηση των παροχών αυτών διατάξεων του λουξεμβουργιανού δικαίου. Διευκρίνισε, επίσης, ότι η αποζημίωση γονικής αδείας δεν αποτελούσε αντικείμενο της εκκρεμούς ενώπιόν του υποθέσεως, καθόσον το συναφές αίτημα της U. και του Μ. Wiering είχε κριθεί απαράδεκτο.

    15

    Βάσει των στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 269, πρώτο εδάφιο, του λουξεμβουργιανού κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως ορίζει τα εξής:

    «Δικαιούται τα οικογενειακά επιδόματα υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το παρόν κεφάλαιο,

    a)

    για τον εαυτό του, κάθε τέκνο το οποίο διαμένει όντως και αδιαλείπτως στο Λουξεμβούργο, όπου έχει και τη νόμιμη κατοικία του,

    b)

    για τα μέλη της οικογένειάς του, βάσει της ισχύουσας διεθνούς συμβάσεως, κάθε πρόσωπο το οποίο υπάγεται στη λουξεμβουργιανή νομοθεσία και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κοινοτικών κανονισμών ή άλλης διμερούς ή πολυμερούς συμβάσεως που έχει συνάψει το Λουξεμβούργο στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, προβλέπουσας την καταβολή οικογενειακών επιδομάτων βάσει της νομοθεσίας του κράτους απασχολήσεως. Θεωρείται μέλος της οικογένειας ενός προσώπου το τέκνο που ανήκει στον οικογενειακό κύκλο του προσώπου αυτού, όπως ορίζει το άρθρο 270. Τα μέλη της οικογένειας κατά την έννοια του παρόντος άρθρου πρέπει να κατοικούν σε κράτος περιλαμβανόμενο στους ανωτέρω κανονισμούς ή συμβάσεις.

    [...]»

    16

    Δυνάμει του άρθρου 271, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κώδικα, το επίδομα οφείλεται από τη γέννηση του τέκνου έως τη συμπλήρωση του δεκάτου ογδόου έτους της ηλικίας του. Κατά το άρθρο 271, τρίτο εδάφιο, του ίδιου κώδικα, οι μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και της δευτεροβάθμιας τεχνικής εκπαίδευσης με κύρια ενασχόληση την παρακολούθηση προγράμματος σπουδών διατηρούν το δικαίωμα λήψεως οικογενειακών επιδομάτων το αργότερο έως τη συμπλήρωση του εικοστού εβδόμου έτους της ηλικίας τους.

    17

    Το άρθρο 299 του λουξεμβουργιανού κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως προβλέπει τα εξής:

    «(1)   Το επίδομα ανατροφής τέκνων χορηγείται κατόπιν αιτήσεως οιουδήποτε:

    a)

    έχει τη νόμιμη κατοικία του, κατά την έννοια του άρθρου 269, στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου όπου όντως διαμένει, ή υπάγεται υποχρεωτικώς βάσει της επαγγελματικής δραστηριότητάς του στο λουξεμβουργιανό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κοινοτικών κανονισμών,

    b)

    ανατρέφει στην κατοικία του ένα ή περισσότερα τέκνα, για τα οποία καταβάλλονται στον αιτούντα ή στον μη εν διαστάσει σύζυγό του ή στον σύντροφό του […], οικογενειακά επιδόματα, τα οποία πληρούν έναντι αυτού τις προϋποθέσεις του άρθρου 270 [του ίδιου κώδικα περί καθορισμού του οικογενειακού κύκλου],

    c)

    ασχολείται κυρίως με την ανατροφή των τέκνων στην οικογενειακή εστία και δεν ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα ούτε λαμβάνει αντισταθμιστικό εισόδημα.»

    (2)   Κατά παρέκκλιση από την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1, στοιχείο c, προϋπόθεση, δικαιούται επίσης να λάβει επίδομα όποιος ασκεί μία ή περισσότερες επαγγελματικές δραστηριότητες ή λαμβάνει αντισταθμιστικό εισόδημα και, ανεξαρτήτως της διάρκειας της παρεχόμενης εργασίας, διαθέτει εισοδήματα από κοινού με τον μη εν διαστάσει σύζυγό του ή με το πρόσωπο με το οποίο συζεί, τα οποία δεν υπερβαίνουν, αφαιρουμένων των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως,

    a)

    το τριπλάσιο του ελάχιστου κοινωνικού μισθού, εάν ανατρέφει ένα τέκνο,

    b)

    το τετραπλάσιο του ελάχιστου κοινωνικού μισθού, εάν ανατρέφει δύο τέκνα,

    c)

    το πενταπλάσιο του ελάχιστου κοινωνικού μισθού, εάν ανατρέφει τρία ή περισσότερα τέκνα.

    (3)   Κατά παρέκκλιση από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, στοιχείο c, και της παραγράφου 2, δικαιούται να λάβει το ήμισυ του επιδόματος ανατροφής τέκνων, ανεξαρτήτως των εισοδημάτων που διαθέτει, όποιος

    a)

    ασκεί μία ή περισσότερες επαγγελματικές δραστηριότητες μερικής απασχολήσεως χωρίς η διάρκεια της όντως παρεχομένης συνολικής εβδομαδιαίας εργασίας να υπερβαίνει το ήμισυ της ισχύουσας κατά την ίδια περίοδο συνήθους διάρκειας εργασίας βάσει νόμου ή συλλογικής συμβάσεως εργασίας, ή λαμβάνει αντισταθμιστικό εισόδημα το οποίο αντιστοιχεί στην ανωτέρω οριζόμενη διάρκεια εργασίας·

    b)

    ασχολείται κυρίως με την ανατροφή των τέκνων στην οικογενειακή εστία για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ίσο με το ήμισυ της συνήθους διάρκειας εργασίας που ορίζεται ανωτέρω υπό στοιχείο a.

    [...]»

    18

    Το άρθρο 302 του εν λόγω κώδικα ορίζει τα εξής:

    «Το επίδομα ανατροφής τέκνων οφείλεται από την πρώτη του μηνός μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας ή της άδειας λόγω υιοθεσίας ή την παρέλευση της όγδοης εβδομάδας από τη γέννηση.

    Καταβάλλεται κατά τον μήνα που οφείλεται.

    Το επίδομα παύει να καταβάλλεται την πρώτη του μηνός μετά τη συμπλήρωση του δευτέρου έτους της ηλικίας του τέκνου.

    Κατά παρέκκλιση από το προηγούμενο εδάφιο:

    a)

    το επίδομα εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο που ανατρέφει στην εστία του είτε δίδυμα είτε τρία ή περισσότερα τέκνα, εφόσον τα εν λόγω τέκνα ή ένα εξ αυτών είναι κάτω των τεσσάρων ετών·

    b)

    το όριο ηλικίας για την καταβολή του επιδόματος στον δικαιούχο που πληροί τις υπό στοιχείο a προϋποθέσεις, σε περίπτωση γεννήσεως ή υιοθεσίας άνω των δύο τέκνων, προσαυξάνεται κατά δύο έτη για κάθε πρόσθετο τέκνο.

    Σε περίπτωση υιοθεσίας περισσοτέρων του ενός τέκνων διαφορετικών ηλικιών, το όριο ηλικίας ισχύει για το νεότερο των υιοθετηθέντων τέκνων.

    Το επίδομα εξακολουθεί να καταβάλλεται και σε κάθε πρόσωπο που ανατρέφει στην εστία του τέκνο το οποίο δεν έχει συμπληρώσει το τέταρτο έτος, για το οποίο καταβάλλεται το πρόσθετο ειδικό επίδομα του άρθρου 272, εδάφιο 4.

    Το δικαίωμα λήψεως επιδόματος παύει εάν δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες στο παρόν κεφάλαιο προϋποθέσεις χορηγήσεώς του.»

    19

    Το άρθρο 303 του ίδιου κώδικα έχει ως ακολούθως:

    «Το επίδομα ανατροφής τέκνων ορίζεται σε 485,01 ευρώ μηνιαίως ανεξαρτήτως του αριθμού των τέκνων που ανατρέφονται στην ίδια εστία. Σε περίπτωση εφαρμογής των ανωτάτων ορίων του άρθρου 299, παράγραφος 2, το επίδομα μειώνεται στο μέτρο που το ύψος των εισοδημάτων, αφαιρουμένων των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως και του επιδόματος ανατροφής τέκνων, υπερβαίνει τα προβλεπόμενα ανώτατα όρια.»

    20

    Το άρθρο 304 του λουξεμβουργιανού κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως ορίζει τα εξής:

    «Η καταβολή του επιδόματος ανατροφής τέκνων αναστέλλεται μέχρι το ύψος κάθε μη λουξεμβουργιανής παροχής της ίδιας φύσεως που οφείλεται για το ίδιο ή για τα ίδια τέκνα.

    [Δ]εν οφείλεται στην περίπτωση που ένας εκ των γονέων λαμβάνει για το ίδιο ή για τα ίδια τέκνα την προβλεπόμενη στο κεφάλαιο VI του παρόντος τόμου αποζημίωση γονικής αδείας ή τυχόν άλλη μη λουξεμβουργιανή παροχή, η οποία καταβάλλεται λόγω γονικής αδείας.»

    Το γερμανικό δίκαιο

    21

    Στις 19 Μαρτίου 2013 το Δικαστήριο κάλεσε τη Γερμανική Κυβέρνηση να διευκρινίσει, μεταξύ άλλων, τους σκοπούς και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των παροχών «Kindergeld» και «Elterngeld». Με έγγραφο της 17ης Απριλίου 2013, η Γερμανική Κυβέρνηση παρέσχε στο Δικαστήριο διάφορα στοιχεία σχετικά με τις εν λόγω παροχές.

    22

    Κατά τα εν λόγω στοιχεία, η παροχή «Kindergeld» είναι ένα είδος φορολογικής αντισταθμίσεως των οικογενειακών βαρών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 31 του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος (Einkommensteuergesetz, στο εξής: EStG).

    23

    Όπως προβλέπει η διάταξη αυτή, σκοπός της παροχής «Kindergeld» είναι να αντισταθμίσει τα οικογενειακά βάρη και να διασφαλίσει στο τέκνο ένα ελάχιστο επίπεδο διαβιώσεως.

    24

    Κατά το άρθρο 62, παράγραφος 1, του EStG, για να δικαιούται, κατά κανόνα, ένας γονέας την εν λόγω παροχή πρέπει να έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στη Γερμανία ή να φορολογείται απεριορίστως ή να θεωρείται ότι φορολογείται απεριορίστως στη Γερμανία. Δυνάμει του άρθρου 63, παράγραφος 1, του EStG, το τέκνο πρέπει να έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Ελβετία, στην Ισλανδία, στο Λιχτενστάιν ή στη Νορβηγία.

    25

    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 4, του EStG, το τέκνο λαμβάνεται υπόψη για την παροχή «Kindergeld», άνευ ετέρου, έως τη συμπλήρωση του δεκάτου ογδόου έτους της ηλικίας του ή έως τη συμπλήρωση του εικοστού πρώτου έτους της ηλικίας του, εφόσον δεν εργάζεται και είναι εγγεγραμμένο ως πρόσωπο που αναζητεί εργασία στην εθνική υπηρεσία απασχολήσεως ή έως τη συμπλήρωση του εικοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του, εάν παρακολουθεί ορισμένο πρόγραμμα καταρτίσεως ή παρέχει αναγνωρισμένες εθελοντικές υπηρεσίες ή, τέλος, ανεξαρτήτως ηλικίας εάν λόγω φυσικής ή διανοητικής αναπηρίας δεν είναι σε θέση να επιληφθεί των υποθέσεών του.

    26

    Το ύψος της παροχής «Kindergeld» ανέρχεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 66, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του EStG, σε 184 ευρώ μηνιαίως για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα, σε 190 ευρώ για το τρίτο τέκνο και σε 215 ευρώ για κάθε άλλο τέκνο, ανεξαρτήτως των εισοδημάτων και των περιουσιακών στοιχείων των μελών της οικογένειας.

    27

    Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του ομοσπονδιακού νόμου περί «Elterngeld» και περί παροχών απτόμενων της ιδιότητας του γονέα (Bundeselterngeld- und Elternzeitgesetz, στο εξής: BEEG), την παροχή «Elterngeld» δικαιούται όποιος έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στη Γερμανία και συγκατοικεί με το τέκνο του, ασχολείται δε με την επιμέλεια και την ανατροφή του τέκνου αυτού και δεν ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα ή ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα μερικής απασχολήσεως. Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του BEEG, η παροχή «Elterngeld» καταβάλλεται από τη γέννηση του τέκνου έως τη συμπλήρωση 14 μηνών.

    28

    Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του BEEG, η παροχή «Elterngeld» αντιστοιχεί στο 67 % του εισοδήματος που προέρχεται από την ασκούμενη προ της γεννήσεως του τέκνου επαγγελματική δραστηριότητα. Καταβάλλεται δε, μέχρι ενός ανώτατου μηνιαίου ποσού 1800 ευρώ, κατά τη διάρκεια όλων των μηνών κατά τους οποίους ο δικαιούχος δεν αποκόμισε κανένα εισόδημα από την επαγγελματική δραστηριότητά του.

    29

    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του BEEG, σε περίπτωση που το εισόδημα από την ασκούμενη προ της γεννήσεως επαγγελματική δραστηριότητα υπολείπεται των 1000 ευρώ, το εν λόγω ποσοστό προσαυξάνεται κατά 0,1 % για κάθε 2 ευρώ του υπολοίπου που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του ποσού αυτού και του εν λόγω εισοδήματος, με ανώτατο όριο το 100 %. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του BEEG, στις περιπτώσεις που το εισόδημα από την ασκούμενη προ της γεννήσεως επαγγελματική δραστηριότητα υπερβαίνει το ποσό των 1200 ευρώ, το 67 % του εισοδήματος αυτού μειώνεται κατά 0,1 % για κάθε 2 ευρώ του υπολοίπου που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του εν λόγω εισοδήματος και του ποσού των 1200 ευρώ με ανώτατο όριο το 65 %. Η παροχή «Elterngeld» ανέρχεται, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, του BEEG, τουλάχιστον σε 300 ευρώ μηνιαίως και τούτο, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος, του BEEG, ακόμη και αν ο δικαιούχος δεν είχε κανένα εισόδημα από επαγγελματική δραστηριότητα πριν από τη γέννηση του τέκνου.

    30

    Δυνάμει του άρθρου 2bis, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του BEEG, εάν ο δικαιούχος συγκατοικεί είτε με δύο τέκνα τα οποία δεν είναι ακόμη τριών ετών είτε με τρία η περισσότερα τέκνα τα οποία δεν είναι ακόμη έξι ετών, το ποσό της παροχής «Elterngeld» προσαυξάνεται κατά 10 % και η εν λόγω προσαύξηση δεν μπορεί να είναι κατώτερη των 75 ευρώ. Δυνάμει του άρθρου 2bis, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, του BEEG, σε περίπτωση γεννήσεως περισσοτέρων του ενός τέκνων, το ποσό της παροχής «Elterngeld» προσαυξάνεται κατά 300 ευρώ για το δεύτερο τέκνο και για κάθε άλλο τέκνο.

    Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    31

    Η U. και ο Μ. Wiering κατοικούν με τα δύο τέκνα τους στην Τrier (Γερμανία). Από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο Μ. Wiering ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο Λουξεμβούργο ενώ η σύζυγός του εργάζεται ως μόνιμη υπάλληλος στη Γερμανία.

    32

    Στις 12 Οκτωβρίου 2007, ο Μ. Wiering ζήτησε από το CNPF να του καταβληθούν οικογενειακές παροχές για τα δύο τέκνα του.

    33

    Η διευθύνουσα επιτροπή του CNPF αρνήθηκε να καταβάλει στην U. και στον Μ. Wiering συμπληρωματική αντισταθμιστική παροχή για τα οφειλόμενα ως προς τα δύο τέκνα τους οικογενειακά επιδόματα, αντιστοιχούσα στη διαφορά μεταξύ των προβλεπομένων από το λουξεμβουργιανό δίκαιο παροχών και εκείνων που ελάμβαναν βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας τους, με το αιτιολογικό ότι το ύψος των δεύτερων, δηλαδή των παροχών «Kindergeld» και «Elterngeld», υπερέβαινε για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2007 έως τις 31 Μαΐου 2008 τις προβλεπόμενες από το λουξεμβουργιανό δίκαιο παροχές, δηλαδή τα οικογενειακά επιδόματα και το επίδομα ανατροφής τέκνων.

    34

    Με απόφαση της 31ης Ιουλίου 2009, το conseil arbitral des assurances sociales (διαιτητικό συμβούλιο κοινωνικής ασφαλίσεως) έκρινε αβάσιμη την προσφυγή της U. και του Μ. Wiering κατά της αποφάσεως της διευθύνουσας επιτροπής του CNPF.

    35

    Κατόπιν εφέσεως που άσκησαν η U. και ο Μ. Wiering, το conseil supérieur de la sécurité sociale (ανώτατο συμβούλιο κοινωνικής ασφαλίσεως) μεταρρύθμισε, με απόφαση της 16ης Μαρτίου 2011, την ανωτέρω απόφαση και έκρινε ότι η U. και ο Μ. Wiering δικαιούνταν να λάβουν συμπληρωματική αντισταθμιστική παροχή για τα δύο τέκνα τους κατά την επίμαχη περίοδο. Το conseil supérieur de la sécurité sociale έκρινε ότι η παροχή «Elterngeld» είναι οικογενειακή παροχή, η οποία οφείλεται στο μέλος της οικογένειας που ασχολείται με την ανατροφή των τέκνων και όχι στα ίδια τα τέκνα. Αποφάνθηκε ότι η παροχή αυτή δεν μπορεί, συνεπώς, να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της καταβλητέας σε μισθωτό συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής με τη μορφή οικογενειακών επιδομάτων που του οφείλονται για λογαριασμό των τέκνων του, διότι μόνον οι οικογενειακές παροχές που οφείλονται για το ίδιο μέλος της οικογένειας, και όχι οι οφειλόμενες για άλλα μέλη της οικογένειας, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της εν λόγω συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής.

    36

    Το CNPF άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής προβάλλοντας τέσσερις λόγους αναιρέσεως. Ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος αντλούνται από παράβαση, μη εφαρμογή ή εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, και 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 574/72, καθώς και 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 αντίστοιχα.

    37

    Το CNPF προσάπτει στην απόφαση του conseil supérieur de la sécurité sociale ότι δεν έλαβε υπόψη, κατά παράβαση των διατάξεων αυτών, την παροχή «Elterngeld» για τον υπολογισμό της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής.

    38

    Το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες σχετικά με το ζήτημα εάν για τον υπολογισμό της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον οι οικογενειακές παροχές της ίδιας φύσεως ή όλες οι οικογενειακές παροχές που καταβλήθηκαν στην οικογένεια διακινούμενου εργαζομένου. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Cour de cassation αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Πρέπει, για τον υπολογισμό της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής που ενδεχομένως οφείλεται βάσει των άρθρων 1, στοιχείο καʹ, σημείο i, και 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, και 76 του κανονισμού [1408/71] και [του] άρθρου [10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i], του κανονισμού [574/72] από τον αρμόδιο οργανισμό του κράτους απασχολήσεως να λαμβάνονται υπόψη, ως οικογενειακές παροχές της ίδιας φύσεως, όλες οι παροχές που καταβλήθηκαν στην οικογένεια του διακινούμενου εργαζομένου στο κράτος κατοικίας και, εν προκειμένω, οι προβλεπόμενες από τη γερμανική νομοθεσία παροχές “Elterngeld” και “Kindergeld”;»

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    39

    Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσία, να διευκρινιστεί εάν τα άρθρα 1, στοιχείο καʹ, σημείο i, 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, και 76 του κανονισμού 1408/71 καθώς και το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 574/72 έχουν την έννοια ότι για τον υπολογισμό της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής που ενδεχομένως οφείλεται σε διακινούμενο εργαζόμενο στο κράτος μέλος απασχολήσεώς του πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ως παροχές της ίδιας φύσεως, όλες οι οικογενειακές παροχές που καταβλήθηκαν στην οικογένεια του εν λόγω εργαζομένου βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας και, εν προκειμένω, οι προβλεπόμενες από τη γερμανική νομοθεσία παροχές «Elterngeld» και «Kindergeld».

    40

    Πρέπει να υπομνησθεί κατ’ αρχάς ότι, παρά το γεγονός ότι το άρθρο 73 του κανονισμού 1408/71 ορίζει ότι ο μισθωτός που υπάγεται στη νομοθεσία κράτους μέλους δικαιούται, για τα μέλη της οικογένειάς του που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, τις οικογενειακές παροχές που προβλέπει η νομοθεσία του πρώτου κράτους, σαν να κατοικούσαν στο έδαφος του κράτους αυτού, η εν λόγω διάταξη, αν και είναι γενικός κανόνας στον τομέα των οικογενειακών παροχών, δεν είναι απόλυτος κανόνας (βλ., συναφώς, απόφαση Schwemmer, C-16/09, EU:C:2010:605, σκέψεις 41 και 42).

    41

    Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά το άρθρο 12 του κανονισμού 1408/71, ο κανονισμός αυτός δεν δύναται να παρέχει ή να διατηρεί το δικαίωμα λήψεως περισσότερων παροχών της ίδιας φύσεως κατά την ίδια περίοδο υποχρεωτικής ασφαλίσεως.

    42

    Συνεπώς, όταν ενδέχεται να επέλθει σώρευση δικαιωμάτων προβλεπομένων από τη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας και δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομοθεσία του κράτους μέλους απασχολήσεως, το άρθρο 73 του εν λόγω κανονισμού πρέπει να αντιπαραβάλλεται με τους κανόνες περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως παροχών, τους οποίους προβλέπουν ο κανονισμός αυτός και ο κανονισμός 574/72, ήτοι ιδίως τα άρθρα 76 του κανονισμού 1408/71 και 10 του κανονισμού 574/72 (βλ., συναφώς, απόφαση Schwemmer, EU:C:2010:605, σκέψεις 43 και 44).

    43

    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας της U. και του Μ. Wiering, δηλαδή η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, παρέχει δικαίωμα λήψεως των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης οικογενειακών παροχών υπό την προϋπόθεση κατοικίας ή συνήθους διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος, και όχι «λόγω άσκησης μιας επαγγελματικής δραστηριότητας» όπως απαιτεί το άρθρο 76 του κανονισμού 1408/71 προκειμένου να τύχει εφαρμογής. Όσον αφορά ειδικότερα την παροχή «Elterngeld», η χορήγησή της εξαρτάται ιδίως από την προϋπόθεση της κατοικίας ή της συνήθους διαμονής στη Γερμανία και από τη μη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας ή από τη μη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας πλήρους απασχολήσεως και τούτο μολονότι το ποσό της παροχής αυτής υπολογίζεται κατά κανόνα βάσει των προγενέστερων επαγγελματικών εισοδημάτων.

    44

    Συνεπώς, το εν λόγω άρθρο 76 δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης (βλ., συναφώς, αποφάσεις Dodl και Oberhollenzer, C‑543/03, EU:C:2005:364, σκέψη 53, και Schwemmer, EU:C:2010:605, σκέψη 46).

    45

    Αντιθέτως, η περίπτωση κατά την οποία το δικαίωμα οικογενειακών παροχών στο κράτος μέλος κατοικίας δεν εξαρτάται από προϋποθέσεις ασφαλίσεως, απασχολήσεως ή μη μισθωτής δραστηριότητας, αλλά από την προϋπόθεση της κατοικίας εμπίπτει στο άρθρο 10 του κανονισμού 574/72.

    46

    Βάσει του κανόνα περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως παροχών, τον οποίο προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, τα επιδόματα που καταβάλλονται από το κράτος μέλος απασχολήσεως υπερισχύουν έναντι των επιδομάτων που καταβάλλονται από το κράτος μέλος κατοικίας, τα οποία αναστέλλονται εξ αυτού του λόγου. Εντούτοις, σε περίπτωση που στο δεύτερο κράτος μέλος ασκείται επαγγελματική δραστηριότητα, το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει την αντίστροφη λύση, δηλαδή ότι το δικαίωμα λήψεως επιδομάτων από το κράτος μέλος κατοικίας υπερισχύει έναντι του δικαιώματος λήψεως επιδομάτων από το κράτος μέλος απασχολήσεως, τα οποία συνεπώς αναστέλλονται.

    47

    Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η άσκηση από τον έχοντα την επιμέλεια των τέκνων, και ειδικότερα από τον σύζυγο του δικαιούχου κατά την έννοια του άρθρου 73 του κανονισμού 1408/71, επαγγελματικής δραστηριότητας εντός του κράτους μέλους κατοικίας των τέκνων αναστέλλει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10 του κανονισμού 574/72, το δικαίωμα λήψεως των επιδομάτων που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 73, μέχρι του ποσού των επιδομάτων της ίδιας φύσεως τα οποία όντως καταβάλλει το κράτος μέλος κατοικίας, τούτο δε ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο άμεσος δικαιούχος των οικογενειακών επιδομάτων βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις Dodl και Oberhollenzer, EU:C:2005:364, σκέψη 59, καθώς και Weide, C‑153/03, EU:C:2005:428, σκέψη 30).

    48

    Συναφώς, οι ενδιαφερόμενοι που εκπροσωπήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση συνομολογούν ότι η U. Wiering δεν απώλεσε την ιδιότητα της μόνιμης υπαλλήλου στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία ελάμβανε την παροχή «Elterngeld», γεγονός το οποίο εναπόκειται, εντούτοις, στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει. Εάν τούτο είναι όντως αληθές, στο μέτρο που θα μπορούσε, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι η U. Wiering ασκούσε επαγγελματική δραστηριότητα στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου, ο εφαρμοστέος στην υπόθεση της κύριας δίκης κανόνας περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως παροχών είναι το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 574/72.

    49

    Όπως προκύπτει εκ των ανωτέρω, υπό την επιφύλαξη των επαληθεύσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ήταν το κατά προτεραιότητα αρμόδιο κράτος μέλος για την καταβολή των οικογενειακών παροχών στην U. και στον Μ. Wiering κατά την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης περίοδο, με αποτέλεσμα οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι να δικαιούνται να λάβουν, από τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους απασχολήσεως του Μ. Wiering, ήτοι το CNPF, μόνον τυχόν συμπληρωματική αντισταθμιστική παροχή ίση με τη διαφορά μεταξύ του ποσού των προβλεπομένων από το λουξεμβουργιανό δίκαιο παροχών και του ποσού των παροχών που καταβλήθηκαν στη Γερμανία (βλ., συναφώς, απόφαση McMenamin, C‑119/91, EU:C:1992:503, σκέψη 26).

    50

    Διαπιστώνεται εξάλλου ότι δεν αμφισβητήθηκε ο χαρακτηρισμός των διαφόρων επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης παροχών ως οικογενειακών παροχών.

    51

    Πρέπει, συνεπώς, να διευκρινιστεί εάν, όπως υποστηρίζει το CNPF, στο πλαίσιο υπολογισμού της αιτηθείσας συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 574/72 επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι οικογενειακές παροχές που καταβλήθηκαν στο κράτος μέλος κατοικίας της οικογένειας του διακινούμενου εργαζομένου.

    52

    Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών του, δεδομένου ότι το άρθρο 12 του κανονισμού 1408/71 περιλαμβάνεται στον τίτλο I του κανονισμού αυτού που αφορά τις γενικές διατάξεις, οι προβλεπόμενες από τη διάταξη αυτή αρχές ισχύουν για τους κανόνες προτεραιότητας σε περίπτωση σωρεύσεως δικαιωμάτων λήψεως των οικογενειακών παροχών ή επιδομάτων που προβλέπονται τόσο στο άρθρο 76 του εν λόγω κανονισμού, όσο και στο άρθρο 10 του κανονισμού 574/72.

    53

    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1408/71, μόνον το δικαίωμα λήψεως περισσότερων παροχών της ίδιας φύσεως που αφορούν την ίδια περίοδο συνιστά αδικαιολόγητη σώρευση.

    54

    Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, ανεξαρτήτως των χαρακτηριστικών των διαφόρων εθνικών νομοθεσιών, πρέπει να θεωρούνται της ίδιας φύσεως όταν είναι πανομοιότυπα το αντικείμενο και ο σκοπός τους καθώς και η βάση υπολογισμού τους και οι προϋποθέσεις χορηγήσεώς τους. Αντιθέτως, τυχόν αμιγώς τυπικά χαρακτηριστικά δεν πρέπει να θεωρούνται ως καθοριστικά στοιχεία για τον χαρακτηρισμό των παροχών (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Valentini, 171/82, EU:C:1983:189, σκέψη 13, και Knoch, C‑102/91, EU:C:1992:303, σκέψη 40).

    55

    Το Δικαστήριο διευκρίνισε εντούτοις ότι, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού των διαφορών που υφίστανται μεταξύ των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, η απαίτηση της πλήρους ομοιότητας των βάσεων υπολογισμού και των προϋποθέσεων χορηγήσεως θα είχε ως συνέπεια τον σημαντικό περιορισμό της εφαρμογής της απαγορεύσεως της σωρεύσεως του άρθρου 12 του κανονισμού 1408/71. Το αποτέλεσμα αυτό θα αντέβαινε προς τον σκοπό της εν λόγω απαγορεύσεως, δηλαδή την αποφυγή των αδικαιολογήτων σωρεύσεων κοινωνικών παροχών (βλ. απόφαση Knoch, EU:C:1992:303, σκέψη 42).

    56

    Το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι σώρευση υπάρχει όχι μόνον όταν ένα πρόσωπο δικαιούται να λαμβάνει συγχρόνως δύο διαφορετικές οικογενειακές παροχές, αλλά και όταν δικαιώματα λήψεως τέτοιων παροχών έχουν δύο διαφορετικά πρόσωπα, εν προκειμένω δύο γονείς, προς όφελος του ίδιου τέκνου. Πράγματι, το πνεύμα των διατάξεων του κανονισμού 1408/71, οι οποίες ρυθμίζουν τη σώρευση οικογενειακών παροχών, και οι λύσεις που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές σε περίπτωση σωρεύσεως καταδεικνύουν ότι η επίμαχη διάταξη έχει ως σκοπό να εμποδίσει το ενδεχόμενο να δικαιούνται συγχρόνως δύο παροχές της ίδιας φύσεως τόσο ο άμεσος δικαιούχος οικογενειακής παροχής, δηλαδή ο εργαζόμενος, όσο και οι έμμεσοι δικαιούχοι της, δηλαδή τα μέλη της οικογένειας του εργαζομένου (βλ., συναφώς, απόφαση Dammer, C‑168/88, EU:C:1989:652, σκέψεις 10 και 12).

    57

    Πρέπει να προστεθεί ότι ο κανονισμός 1408/71 αφορά, αφενός, τις «οικογενειακές παροχές», τις οποίες ορίζει στο άρθρο 1, στοιχείο καʹ, σημείο i, και, αφετέρου, τα «οικογενειακά επιδόματα», τα οποία αποτελούν μια κατηγορία «οικογενειακών παροχών» και ορίζονται στο άρθρο 1, στοιχείο καʹ, σημείο ii, του ίδιου κανονισμού.

    58

    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι διάφορες οικογενειακές παροχές, τις οποίες δύναται να λαμβάνει διακινούμενος εργαζόμενος βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους απασχολήσεως και εκείνες τις οποίες λαμβάνει ο εργαζόμενος αυτός ή τα μέλη της οικογένειάς του βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας δεν συνιστούν σε κάθε περίπτωση παροχές «της ίδιας φύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 12 του κανονισμού 1408/71.

    59

    Πράγματι, μολονότι αυτές οι οικογενειακές παροχές προορίζονται, κατά το άρθρο 1, στοιχείο καʹ, σημείο i, του κανονισμού αυτού, να αντισταθμίσουν τα οικογενειακά βάρη, δεν έχουν, εντούτοις, όλες κατ’ ανάγκην τον ίδιο ειδικό σκοπό, ούτε τα ίδια χαρακτηριστικά ή τους ίδιους δικαιούχους.

    60

    Εξάλλου, μόνον ορισμένες εξ αυτών συνιστούν οικογενειακά επιδόματα, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο καʹ, σημείο ii, του εν λόγω κανονισμού.

    61

    Συνεπώς, για την εφαρμογή του κανόνα περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως παροχών, τον οποίο προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 574/72 πρέπει, στο πλαίσιο υπολογισμού της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής οφειλής που τυχόν οφείλεται σε διακινούμενο εργαζόμενο στο κράτος μέλος απασχολήσεώς του, να διακρίνονται, μεταξύ των διαφόρων οικογενειακών παροχών τις οποίες δικαιούται ο εργαζόμενος αυτός δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους αυτού και εκείνων που λαμβάνει ο εν λόγω εργαζόμενος ή τα μέλη της οικογένειάς του δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας, οι παροχές που είναι «της ίδιας φύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 12 του κανονισμού 1408/71, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου τους, των σκοπών τους, της βάσεως υπολογισμού και των προϋποθέσεων χορηγήσεώς τους καθώς και των δικαιούχων τους.

    62

    Εναπόκειται εν τέλει στο αιτούν δικαστήριο, που είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και να ερμηνεύσει την εθνική νομοθεσία, να επαληθεύσει, βάσει των στοιχείων αυτών, εάν η παροχή «Elterngeld» μπορεί να θεωρηθεί ως παροχή της ίδιας φύσεως με τα λουξεμβουργιανά οικογενειακά επιδόματα και εάν μπορεί, συνεπώς, να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής οφειλής που τυχόν οφείλεται στην U. και στον Μ. Wiering (βλ., συναφώς, απόφαση Ottica New Line di Accardi Vincenzo, C‑539/11, EU:C:2013:591, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    63

    Πάντως, το Δικαστήριο, καλούμενο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τελεσφόρο απάντηση, είναι αρμόδιο να παράσχει, βάσει της δικογραφίας της κύριας δίκης καθώς και των γραπτών και προφορικών παρατηρήσεων που του υποβλήθηκαν, στοιχεία που θα επιτρέψουν στο αιτούν δικαστήριο να εκδώσει την απόφασή του (βλ. απόφαση Ottica New Line di Accardi Vincenzo, EU:C:2013:591, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    64

    Μολονότι δεν αμφισβητείται στην υπόθεση της κύριας δίκης ότι τα λουξεμβουργιανά οικογενειακά επιδόματα είναι της ίδιας φύσεως με την παροχή «Kindergeld», εντούτοις η U. και ο Μ. Wiering υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι τα εν λόγω οικογενειακά επιδόματα δεν είναι παροχές της ίδιας φύσεως με την παροχή «Elterngeld». Η παροχή «Elterngeld» δεν έπρεπε συνεπώς, κατά τη γνώμη τους, να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο υπολογισμού της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής οφειλής που ο Μ. Wiering ζήτησε από το CNPF.

    65

    Συναφώς, από τη δικογραφία προκύπτει ότι παροχές όπως η παροχή «Kindergeld» και τα λουξεμβουργιανά οικογενειακά επιδόματα έχουν ως σκοπό την παροχή στους γονείς της δυνατότητας να καλύπτουν τις δαπάνες που συνδέονται με τις ανάγκες του τέκνου και χορηγούνται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα εισοδήματα ή η περιουσία των μελών της οικογένειας ή τυχόν επαγγελματική δραστηριότητα των γονέων. Είναι προφανές ότι τελικός δικαιούχος των παροχών αυτών δεν είναι, συνεπώς, οι γονείς, αλλά το ίδιο το τέκνο. Επιπροσθέτως, οι εν λόγω παροχές συνιστούν προφανώς περιοδικές παροχές σε χρήμα που χορηγούνται αποκλειστικώς ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων και την ηλικία τους, με αποτέλεσμα να μπορούν να χαρακτηριστούν ως «οικογενειακά επιδόματα», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο καʹ, σημείο ii, του κανονισμού 1408/71.

    66

    Όσον αφορά την παροχή «Elterngeld», όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 66 των προτάσεών του, από τη δικογραφία προκύπτει ότι μια τέτοια παροχή διακρίνεται από παροχές όπως η παροχή «Kindergeld» και τα λουξεμβουργιανά οικογενειακά επιδόματα από πολλές απόψεις όσον αφορά, αφενός, τους σκοπούς και τα χαρακτηριστικά της και, αφετέρου, τους δικαιούχους της.

    67

    Πράγματι, βάσει των στοιχείων που προσκόμισε η Γερμανική Κυβέρνηση, σκοπός της παροχής «Elterngeld» είναι να βοηθήσει τις οικογένειες να διατηρήσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς τους, όταν οι γονείς αφιερώνονται κατά προτεραιότητα στην ανατροφή των τέκνων τους. Η παροχή «Elterngeld» έχει, κατ’ ουσίαν, ως σκοπό να συμβάλει στη διατήρηση αυτών των συνθηκών διαβιώσεως σε περίπτωση προσωρινής, πλήρους ή μερικής διακοπής της επαγγελματικής δραστηριότητας των γονέων για την ανατροφή των μικρής ηλικίας τέκνων τους.

    68

    Συνεπώς, ο γονέας που έχει την επιμέλεια ενός τέκνου και δεν ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα ή διακόπτει ή μειώνει αυτή την επαγγελματική δραστηριότητα δικαιούται να λάβει, βάσει ενδεχομένως των προγενέστερων της εν λόγω διακοπής ή μειώσεως εισοδημάτων του, κατά το πρώτο έτος της ηλικίας του τέκνου, μια αντισταθμιστική παροχή για την απώλεια των εισοδημάτων του, η οποία προορίζεται για τη διατήρηση των συνθηκών διαβιώσεως της οικογένειάς του. Πρέπει να επισημανθεί ότι η παροχή «Elterngeld» ανέρχεται, κατά κανόνα, στο 67 % των προγενέστερων αποδοχών χωρίς να μπορεί να υπερβεί το ποσό των 1800 ευρώ μηνιαίως.

    69

    Είναι, συνεπώς, προφανές ότι σκοπός μιας παροχής όπως η παροχή «Elterngeld» είναι να διασφαλίσει στον γονέα, υπό τις εν λόγω περιστάσεις, το δικαίωμα λήψεως ενός ποσού για τη διατήρηση των συνθηκών διαβιώσεως της οικογένειάς του, το ύψος του οποίου συνδέεται, κατά κανόνα, με τα εισοδήματα που αποκόμιζε από την προγενέστερη επαγγελματική δραστηριότητά του.

    70

    Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς την παροχή «Kindergeld» και τα λουξεμβουργιανά οικογενειακά επιδόματα, η παροχή «Elterngeld» δεν χορηγείται αποκλειστικώς ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων και την ηλικία τους. Μολονότι ορισμένες από τις προϋποθέσεις χορηγήσεώς της συνδέονται με την ύπαρξη τέκνου και την ηλικία του, η εν λόγω παροχή υπολογίζεται, κατ’ αρχήν, βάσει των αποδοχών που λαμβάνονταν πριν από τη διακοπή της επαγγελματικής δραστηριότητας του γονέα ο οποίος έχει την επιμέλεια του τέκνου. Το ύψος της προσαυξάνεται μόνον εάν η οικογένεια είναι πολυπληθής ή σε περίπτωση περισσοτέρων της μιας γεννήσεων.

    71

    Κατά συνέπεια, ακόμη και αν μια παροχή όπως η παροχή «Elterngeld» συνιστά «οικογενειακή παροχή», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο καʹ, σημείο i, του κανονισμού 1408/71 (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Kuusijärvi, C‑275/96, EU:C:1998:279, σκέψη 60), δεν μπορεί εντούτοις να χαρακτηριστεί ως «οικογενειακό επίδομα», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο καʹ, σημείο ii, του κανονισμού αυτού.

    72

    Περαιτέρω πρέπει να επισημανθεί ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το CNPF έλαβε επίσης υπόψη κατά τον υπολογισμό της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής το επίδομα ανατροφής τέκνων. Όμως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 34 και 74 των προτάσεών του και υπό την επιφύλαξη των επαληθεύσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η U. Wiering δεν ζήτησε να λάβει την παροχή αυτή και δεν είναι βέβαιο ότι την δικαιούνταν βάσει του άρθρου 304 του λουξεμβουργιανού κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως.

    73

    Πρέπει να διευκρινιστεί, συναφώς, ότι ακόμη και αν η εν λόγω παροχή μπορεί να θεωρηθεί ως παροχή της ίδιας φύσεως με τα λουξεμβουργιανά οικογενειακά επιδόματα, από τη νομολογία προκύπτει εν πάση περιπτώσει ότι, για να μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται σώρευση δικαιωμάτων λήψεως οικογενειακών παροχών σε δεδομένη περίπτωση, δεν αρκεί, για παράδειγμα, να οφείλονται τέτοιες παροχές εντός του κράτους μέλους κατοικίας του συγκεκριμένου τέκνου και, παράλληλα, να υπάρχει δυνατότητα να ζητηθούν σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο εργάζεται ένας εκ των γονέων του τέκνου αυτού (βλ. απόφαση Schwemmer, EU:C:2010:605, σκέψη 52).

    74

    Το Δικαστήριο έχει ειδικότερα αποφανθεί, στο πλαίσιο του άρθρου 10 του κανονισμού 574/72 ότι, για να μπορεί να γίνει δεκτό ότι οφείλονται οικογενειακές παροχές δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους, η νομοθεσία του κράτους αυτού πρέπει να αναγνωρίζει το δικαίωμα λήψεως παροχών υπέρ του μέλους της οικογένειας που εργάζεται στο εν λόγω κράτος. Κατά συνέπεια, απαιτείται να πληροί ο ενδιαφερόμενος όλες τις προϋποθέσεις, τόσο τυπικές όσο και ουσιαστικές, τις οποίες προβλέπει η εσωτερική νομοθεσία του κράτους αυτού για να μπορεί να ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα, μεταξύ των οποίων μπορεί να συγκαταλέγεται, ενδεχομένως, η προϋπόθεση της προηγούμενης υποβολής αιτήσεως για τη χορήγηση των παροχών αυτών (βλ. απόφαση Schwemmer, EU:C:2010:605, σκέψη 53).

    75

    Συνεπώς, ακόμη και αν το επίδομα ανατροφής τέκνων μπορεί να θεωρηθεί ως παροχή της ίδιας φύσεως με τα λουξεμβουργιανά οικογενειακά επιδόματα, εάν στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του λουξεμβουργιανού δικαίου για τη χορήγηση του επιδόματος ανατροφής τέκνων, το εν λόγω επίδομα δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής που ενδεχομένως οφειλόταν στην U. και Μ. Wiering.

    76

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 1, στοιχείο καʹ, σημείο i, και 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1408/71, καθώς και το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 574/72 έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, για τον υπολογισμό της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής που ενδεχομένως οφείλεται σε διακινούμενο εργαζόμενο στο κράτος μέλος απασχολήσεώς του δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι οικογενειακές παροχές που καταβλήθηκαν στην οικογένεια του εργαζομένου αυτού δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας καθόσον, υπό την επιφύλαξη των επαληθεύσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η προβλεπόμενη από τη γερμανική νομοθεσία παροχή «Elterngeld» δεν είναι της ίδιας φύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 12 του κανονισμού 1408/71, με την προβλεπόμενη από την ίδια νομοθεσία παροχή «Kindergeld» και τα προβλεπόμενα από τη λουξεμβουργιανή νομοθεσία οικογενειακά επιδόματα.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    77

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Τα άρθρα 1, στοιχείο καʹ, σημείο i, και 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1606/98 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, καθώς και το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97, έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, για τον υπολογισμό της συμπληρωματικής αντισταθμιστικής παροχής που ενδεχομένως οφείλεται σε διακινούμενο εργαζόμενο στο κράτος μέλος απασχολήσεώς του δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι οικογενειακές παροχές που καταβλήθηκαν στην οικογένεια του εργαζομένου αυτού δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας καθόσον, υπό την επιφύλαξη των επαληθεύσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η προβλεπόμενη από τη γερμανική νομοθεσία παροχή «Elterngeld» δεν είναι της ίδιας φύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 12 του κανονισμού 1408/71, με την προβλεπόμενη από την ίδια νομοθεσία παροχή «Kindergeld» και τα προβλεπόμενα από τη λουξεμβουργιανή νομοθεσία οικογενειακά επιδόματα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top