Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62012CJ0060

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 14ης Νοεμβρίου 2013.
Διαδικασία σχετική με την εκτέλεση χρηματικής ποινής επιβληθείσας στον / στην - Marián Baláž.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Vrchní soud v Praze - Τσεχική Δημοκρατία.
Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις - Απόφαση-πλαίσιο 2005/214/ΔΕΥ - Εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών - "Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις" - To "Unabhängiger Verwaltungssenat" στο αυστριακό δίκαιο - Φύση και έκταση του ελέγχου που ασκεί το δικαστήριο του κράτους μέλους εκτέλεσης.
Υπόθεση C-60/12.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2013:733

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 14ης Νοεμβρίου 2013 ? ( *1 )

«Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις — Απόφαση-πλαίσιο 2005/214/ΔΕΥ — Εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών — “Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις” — To “Unabhängiger Verwaltungssenat” στο αυστριακό δίκαιο — Φύση και έκταση του ελέγχου που ασκεί το δικαστήριο του κράτους μέλους εκτέλεσης»

Στην υπόθεση C‑60/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 35 ΕΕ, που υπέβαλε το Vrchní soud v Praze (Τσεχική Δημοκρατία) με απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Φεβρουαρίου 2012, στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικής με την εκτέλεση χρηματικής ποινής επιβληθείσας στον

Marián Baláž

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, K. Lenaerts, αντιπρόεδρο, A. Tizzano, L. Bay Larsen, T. von Danwitz και A. Borg Barthet, προέδρους τμήματος, A. Rosas, J. Malenovský, A. Arabadjiev, C. Toader (εισηγήτρια) και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Μαρτίου 2013,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, J. Vláčil και D. Hadroušek,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την M. Russo, avvocato dello Stato,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις B. Koopman και C. Wissels,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer και τον P. Cede,

η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Falk και K. Ahlstrand-Oxhamre,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον R. Troosters και τη Z. Malůšková,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 18ης Ιουλίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

H αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών (ΕΕ L 76, σ. 16), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ L 81, σ. 24, στο εξής: απόφαση-πλαίσιο).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας εκτέλεσης σχετικά με την είσπραξη προστίμου επιβληθέντος στον M. Baláž, Τσέχο υπήκοο, λόγω οδικής παράβασης που αυτός διέπραξε στην Αυστρία.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 2, 4 και 5 της αποφάσεως-πλαισίου έχουν ως εξής:

«(1)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, ενέκρινε την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης η οποία θα πρέπει να καταστεί ο ακρογωνιαίος λίθος της δικαστικής συνεργασίας τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις στα πλαίσια της Ένωσης.

(2)

Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης θα πρέπει να ισχύει και για τις χρηματικές ποινές που επιβάλλονται από δικαστικές ή διοικητικές αρχές προς διευκόλυνση της εκτέλεσης των ποινών αυτών σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο επεβλήθησαν οι ποινές.

[...]

(4)

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο θα πρέπει να καλύπτει και τις χρηματικές ποινές που επιβάλλονται για παραβάσεις οδικής κυκλοφορίας.

(5)

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 της Συνθήκης [ΕΕ] και εκφράζονται στον Χάρτη [των] Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως δε στο κεφάλαιο VI αυτού. […]»

4

Το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς της παρούσας αποφάσεως-πλαισίου:

α)

ως “απόφαση” νοείται η οριστική απόφαση που επιβάλλει χρηματική ποινή σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εφόσον ελήφθη:

[...]

iii)

από μη δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης, επί πράξεων οι οποίες, βάσει του εθνικού δικαίου του κράτους έκδοσης, τιμωρούνται ως παραβάσεις των κανόνων δικαίου, με την προϋπόθεση ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο είχε την ευκαιρία να δικαστεί από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις,

[...]

β)

ως “χρηματική ποινή” νοείται η υποχρέωση καταβολής:

i)

χρηματικού ποσού δυνάμει καταδικαστικής αποφάσεως επί αδικήματος.

[...]

γ)

ως “κράτος έκδοσης” νοείται το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση κατά την έννοια της παρούσας αποφάσεως-πλαισίου·

δ)

ως “κράτος εκτέλεσης” νοείται το κράτος μέλος στο οποίο διαβιβάζεται η απόφαση προκειμένου να εκτελεσθεί.»

5

Το άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαισίου, με τίτλο «Θεμελιώδη δικαιώματα», προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν επιφέρει τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και θεμελιωδών νομικών αρχών που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης [ΕΕ].»

6

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει τη διαβίβαση αποφάσεως, συνοδευόμενης από υπόδειγμα πιστοποιητικού περιλαμβανόμενου στο παράρτημα της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, σε «[κράτος μέλος], όπου το φυσικό ή νομικό πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει απαγγελθεί η καταδικαστική απόφαση διαθέτει περιουσιακά στοιχεία ή εισόδημα και έχει τη συνήθη διαμονή του ή, εάν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, την έδρα του».

7

Το άρθρο 5 της αποφάσεως-πλαισίου, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», απαριθμεί τα αδικήματα τα οποία οδηγούν σε αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σύμφωνα με τους όρους της αποφάσεως-πλαισίου. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, ορίζει ειδικότερα τα εξής:

«Τα ακόλουθα αδικήματα, όπως ορίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης και εφόσον τιμωρούνται στο κράτος μέλος έκδοσης, οδηγούν σε αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σύμφωνα με τους όρους της παρούσας αποφάσεως-πλαισίου, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου:

[...]

συμπεριφορά που παραβιάζει κανονισμούς οδικής κυκλοφορίας [...]».

8

Το άρθρο 6 της αποφάσεως-πλαισίου, με τίτλο «Αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων», ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι αρμόδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης αναγνωρίζουν χωρίς άλλη διατύπωση κάθε απόφαση η οποία διαβιβάζεται κατά το άρθρο 4 και λαμβάνουν πάραυτα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεσή της, εκτός εάν η αρμόδια αρχή αποφασίσει να προβάλει έναν από τους λόγους μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης που προβλέπει το άρθρο 7.»

9

Το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, της αποφάσεως-πλαισίου ορίζει τα κατωτέρω:

«2.   Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης δύναται […] να αρνηθεί να αναγνωρίσει και να εκτελέσει την απόφαση εάν αποδειχθεί ότι:

[...]

ζ)

[…] σύμφωνα με το πιστοποιητικό που προβλέπεται στο άρθρο 4, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, σε περίπτωση γραπτής διαδικασίας, δεν ενημερώθηκε σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης, προσωπικά ή μέσω αντιπροσώπου αρμόδιου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, σχετικά με το δικαίωμά του να προσβάλει την απόφαση και σχετικά με τις προθεσμίες του ένδικου αυτού μέσου.

[...]

θ)

σύμφωνα με το πιστοποιητικό που προβλέπεται στο άρθρο 4, το πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως, εκτός εάν στο πιστοποιητικό αναφέρεται ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, βάσει περαιτέρω δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης:

i)

εν ευθέτω χρόνω,

είτε είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως, είτε είχε δι’ άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης,

και

είχε ενημερωθεί ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που το πρόσωπο δεν εμφανιστεί στη δίκη·

ή

ii)

το πρόσωπο τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει δε εντολή σε δικηγόρο, τον οποίον διόρισε είτε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είτε το κράτος, να τον/την εκπροσωπήσει στη δίκη, και εκπροσωπήθηκε όντως από αυτόν τον δικηγόρο στη δίκη·

ή

iii)

αφού του επεδόθη η απόφαση και ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, όπου το πρόσωπο δικαιούται να παρίσταται, η δε ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, θα επανεξεταστεί, και η δίκη μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής αποφάσεως:

έχει δηλώσει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση,

ή

δεν έχει ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή δεν έχει ασκήσει ένδικο μέσον εντός της ισχύουσας προθεσμίας·

[...]

3.   Στις περιπτώσεις που προβλέπονται από την παράγραφο 1 και την παράγραφο 2, στοιχεία γ), ζ), θ) και ι), η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, προτού αποφασίσει ότι δεν θα αναγνωρίσει και δεν θα εκτελέσει μια απόφαση, εν όλω ή εν μέρει, διαβουλεύεται, με κάθε κατάλληλο μέσο, με την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης και της ζητεί, κατά περίπτωση, να παράσχει αμελλητί τυχόν αναγκαίες πληροφορίες.»

10

Το άρθρο 20, παράγραφοι 3 και 8, της αποφάσεως-πλαισίου ορίζει τα ακόλουθα:

«3.   Όταν το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 4 εγείρει ζήτημα ότι μπορεί να παραβιάστηκαν θεμελιώδη δικαιώματα ή οι θεμελιώδεις νομικές αρχές όπως καθιερώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης [ΕΕ], κάθε κράτος μέλος μπορεί να αντιταχθεί στην αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων. Εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 7, παράγραφος 3.

[...]

8.   Όποιο κράτος μέλος έχει εφαρμόσει την παράγραφο 3 επί ένα ημερολογιακό έτος, στην αρχή του επόμενου ημερολογιακού έτους ενημερώνει το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχουν τύχει εφαρμογής οι λόγοι μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης μιας αποφάσεως που αναφέρονται στη διάταξη εκείνη.»

Το τσεχικό δίκαιο

11

Η τσεχική νομοθεσία προβλέπει την αναγνώριση και την εκτέλεση χρηματικών ποινών επιβαλλόμενων από τα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους πλην της Τσεχικής Δημοκρατίας σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Το άρθρο 460ο, παράγραφος 1, του κώδικα αυτού, ως είχε κατά την ημερομηνία έκδοσης των αποφάσεων των τσεχικών δικαστηρίων επί της υπόθεσης της κύριας δίκης (νόμος 141/1961 για τη διαδικασία στις ποινικές υποθέσεις, στο εξής: Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ή ΚΠΔ), όριζε τα εξής:

«Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος εφαρμόζονται στη διαδικασία για την αναγνώριση και την εκτέλεση τελεσίδικης καταδικαστικής αποφάσεως για ποινικό ή άλλο αδίκημα, ή αποφάσεως εκδιδόμενης βάσει της εν λόγω καταδικαστικής αποφάσεως, εφόσον η απόφαση αυτή έχει εκδοθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης [...],

a)

η οποία επιβάλλει χρηματική ποινή,

[...]

εφόσον έχει εκδοθεί από δικαστήριο της Τσεχικής Δημοκρατίας στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας [...], ή από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους της […] Ένωσης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας ή από διοικητική αρχή τέτοιου κράτους, υπό τον όρο ότι η απόφαση της διοικητικής αρχής περί ποινικού ή άλλου αδικήματος μπορεί να προσβληθεί ενώπιον δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις [...]».

12

Το άρθρο 460r του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει τα κατωτέρω:

«(1)   Κατόπιν γραπτών παρατηρήσεων του εισαγγελέα, το Krajský soud [περιφερειακό δικαστήριο] αποφασίζει, με απόφαση που εκδίδει σε δημόσια συνεδρίαση, αν θα επιτρέψει ή όχι την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεως άλλου κράτους μέλους της […] Ένωσης που του έχει υποβληθεί προς τούτο από τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους και η οποία αφορά χρηματική ποινή ή πρόστιμο. Η απόφαση επιδίδεται στον ενδιαφερόμενο καθώς και στον εισαγγελέα.

[...]

(3)   Το Krajský soud δεν αναγνωρίζει την εκτέλεση των κατά την παράγραφο 1 αποφάσεων άλλου κράτους της […] Ένωσης οι οποίες αφορούν χρηματική ποινή ή πρόστιμο, σε περίπτωση που

[...]

i)

η αναγνώριση και εκτέλεση της οικείας αποφάσεως είναι αντίθετες προς τα συμφέροντα της Τσεχικής Δημοκρατίας τα οποία προστατεύει το άρθρο 377,

[...]

(4)   Εφόσον διαπιστώσει την συνδρομή του λόγου της παραγράφου 3, στοιχεία c ή i, βάσει του οποίου επιτρέπεται η μη αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεως άλλου κράτους μέλους της […] Ένωσης που αφορά χρηματική ποινή ή πρόστιμο, το Krajský soud, πριν αρνηθεί να αναγνωρίσει και να εκτελέσει τέτοια απόφαση, ζητεί τη γνώμη των αρμόδιων εθνικών αρχών που εξέδωσαν την απόφαση της οποίας ζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση, προκειμένου μεταξύ άλλων να του παρασχεθούν όλες οι απαραίτητες πληροφορίες για την έκδοση της δικής του αποφάσεως· εφόσον παραστεί ανάγκη, το Krajský soud μπορεί να ζητήσει από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές να του παράσχουν αμελλητί τα έγγραφα και τις συμπληρωματικές πληροφορίες που κρίνει αναγκαίες.»

Το αυστριακό δίκαιο

13

Το αυστριακό νομικό σύστημα διακρίνει μεταξύ αδικημάτων που συνιστούν παραβάσεις του «διοικητικού ποινικού δικαίου» και αδικημάτων που συνιστούν παραβάσεις του «κοινού ποινικού δικαίου». Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ο κατηγορούμενος έχει πρόσβαση σε δικαιοδοτικό όργανο.

14

Η διαδικασία σχετικά με τις διοικητικές παραβάσεις διέπεται από τον ποινικό νόμο του 1991 για τις διοικητικές κυρώσεις (Verwaltungsstrafgesetz 1991) (BGBl. 52/1991, στο εξής: VStG). Το όργανο που επιλαμβάνεται σε πρώτο βαθμό των παραβάσεων αυτών είναι η Bezirkshauptmannschaft (πρωτοβάθμια διοικητική αρχή, στο εξής: BHM). Σε περίπτωση που δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα άσκησης διοικητικής προσφυγής ενώπιον της εν λόγω διοικητικής αρχής, επιλαμβάνεται σε δεύτερο βαθμό το Unabhängiger Verwaltungssenat in den Ländern (στο εξής: Unabhängiger Verwaltungssenat).

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15

Με επιστολή της 19ης Ιανουαρίου 2011 που απηύθυνε στο Krajský soud v Ústí nad Labem (περιφερειακό δικαστήριο Ústí nad Labem, Τσεχική Δημοκρατία), η ΒΗΜ Kufstein ζήτησε την αναγνώριση και εκτέλεση της αποφάσεως που εξέδωσε η ίδια στις 25 Μαρτίου 2010 και με την οποία επέβαλε στον M. Baláž χρηματική ποινή λόγω οδικής παράβασης. Στην επιστολή επισυνάφθηκε το προβλεπόμενο στο άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου πιστοποιητικό, συνταχθέν στην τσεχική γλώσσα, καθώς και η «καταδικαστική απόφαση» (Strafverfügung).

16

Από το ανωτέρω έγγραφα προκύπτει ότι, στις 22 Οκτωβρίου 2009, ο M. Baláž, που οδηγούσε αρθρωτό φορτηγό όχημα ταξινομημένο στην Τσεχική Δημοκρατία, παραβίασε, στην Αυστρία, το σήμα οδικής κυκλοφορίας «Απαγορεύεται η διέλευση οχημάτων βάρους άνω των 3,5 τόνων». Λόγω της παράβασης αυτής, ο M. Baláž καταδικάστηκε στην καταβολή προστίμου ανερχόμενου στα 220 ευρώ ή, εναλλακτικά, σε περίπτωση μη καταβολής του εν λόγω προστίμου εντός της τασσόμενης προθεσμίας, σε στερητική της ελευθερίας ποινή 60 ωρών.

17

Όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το πιστοποιητικό που εξέδωσε η BHM Kufstein επισήμαινε ότι η εν λόγω καταδικαστική απόφαση είχε εκδοθεί από μη δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης και αφορούσε πράξεις οι οποίες, βάσει του εθνικού δικαίου του κράτους έκδοσης, τιμωρούνται ως παραβάσεις των κανόνων δικαίου. Επιπλέον, το πιστοποιητικό βεβαίωνε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε την ευκαιρία να δικαστεί από δικαστήριο έχοντος δικαιοδοσία, μεταξύ άλλων, σε ποινικές υποθέσεις.

18

Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχει το ίδιο αυτό πιστοποιητικό, η απόφαση αυτή κατέστη απρόσβλητη και εκτελεστή στις 17 Ιουλίου 2010. Συγκεκριμένα, ο M. Baláž δεν προσέφυγε κατά της αποφάσεως αυτής, μολονότι είχε ενημερωθεί, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης, σχετικά με το δικαίωμά του να προσβάλει δικαστικώς την απόφαση ο ίδιος ή μέσω εκπροσώπου διοριζομένου κατά το εθνικό δίκαιο.

19

Στις 17 Μαΐου 2011, το Krajský soud v Ústí nad Labem εξέτασε σε δημόσια συνεδρίαση την αίτηση της BHM Kufstein. Στο πλαίσιο της συζήτησης αυτής, διαπιστώθηκε μεταξύ άλλων ότι η καταδικαστική απόφαση που είχε εκδώσει η BHM Kufstein είχε κοινοποιηθεί στον M. Baláž στις 2 Ιουλίου 2010 από το Okresní soud v Teplicích (Πρωτοδικείο Teplice, Τσεχική Δημοκρατία) στην τσεχική γλώσσα, με την επισήμανση ότι ο ενδιαφερόμενος είχε τη δυνατότητα να αντιταχθεί στην απόφαση αυτή είτε προφορικώς είτε εγγράφως, ακόμη και μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος, εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων από την κοινοποίησή της καθώς και να προσκομίσει, σε περίπτωση αντιτάξεώς του, αποδεικτικά στοιχεία προς υπεράσπισή του αλλά και να ζητήσει την εξέταση της υποθέσεώς του σε δεύτερο βαθμό από το Unabhängiger Verwaltungssenat.

20

Αφού διαπίστωσε ότι ο M. Baláž δεν είχε κάνει χρήση της δυνατότητάς του να αντιταχθεί στην απόφαση (Einspruch), το Krajský soud v Ústí nad Labem εξέδωσε απόφαση με την οποία αναγνώρισε την ως άνω απόφαση και την κήρυξε εκτελεστή στο έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας.

21

Στις 6 Ιουνίου 2011, ο M. Baláž άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Vrchní soud v Praze (Εφετείο Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία). Όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ο M. Baláž υποστήριξε, μεταξύ άλλων, αφενός, ότι τα στοιχεία που περιείχε το πιστοποιητικό που εξέδωσε η BHM Kufstein ήταν αμφισβητήσιμα και, αφετέρου, ότι η απόφαση της εν λόγω διοικητικής αρχής δεν μπορούσε να εκτελεστεί κατά το μέτρο που δεν ήταν δεκτική προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου έχοντος δικαιοδοσία ειδικά επί ποινικών υποθέσεων. Συγκεκριμένα, κατά τον M. Baláž, η αυστριακή κανονιστική ρύθμιση προβλέπει δυνατότητα προσφυγής κατά αποφάσεως εκδιδόμενης επί οδικών παραβάσεων μόνον ενώπιον του Unabhängiger Verwaltungssenat, χωρίς να προβλέπει δυνατότητα εκδικάσεως της υποθέσεως από δικαστήριο έχον δικαιοδοσία ειδικά επί ποινικών υποθέσεων.

22

Συναφώς, το Vrchní soud v Praze πρέπει να εκτιμήσει αν το μέτρο που έλαβε η BHM Kufstein συνιστά απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 460o, παράγραφος 1, στοιχείο a, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και, ως εκ τούτου, απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το δικαστήριο αυτό θα πρέπει να κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση και την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής στο έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας.

23

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Vrchní soud v Praze αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει η έκφραση “δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις” του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, [της αποφάσεως-πλαισίου] να ερμηνεύεται ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της [...] Ένωσης;

2)

α)

Αν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, ποια γενικά καθοριστικά χαρακτηριστικά πρέπει να έχει δικαστήριο κράτους το οποίο μπορεί, με πρωτοβουλία του ενδιαφερομένου, να εκδικάσει την υπόθεση αυτού σε σχέση με μια απόφαση εκδοθείσα από μη δικαστική αρχή (διοικητική αρχή), προκειμένου να χαρακτηριστεί ως “δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις” κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου;

β)

Μπορεί […] [το] Unabhängiger Verwaltungssenat να θεωρηθεί “δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις” κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου;

γ)

Αν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική, πρέπει η έκφραση “δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις” κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου να ερμηνευθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους εκτελέσεως σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους του οποίου η αρχή εξέδωσε την απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου, ή σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους που αποφασίζει σχετικά με την αναγνώριση και την εκτέλεση μιας τέτοιας αποφάσεως;

3)

Διατηρείται η “ευκαιρία να δικαστεί” ένα πρόσωπο από “δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις” σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου, ακόμη και αν το πρόσωπο αυτό δεν μπορεί να δικαστεί άμεσα από “δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις”, αλλά πρέπει πρώτα να προσβάλει μια απόφαση μη δικαστικής αρχής (διοικητικής αρχής), η δε προσβολή αυτή εμποδίζει την επέλευση των αποτελεσμάτων της αποφάσεως της εν λόγω αρχής και οδηγεί στην κίνηση τακτικής διαδικασίας ενώπιον της ίδιας αρχής, οπότε μόνο κατά της αποφάσεως που εκδίδει η αρχή αυτή στο πλαίσιο της τακτικής αυτής διαδικασίας μπορεί να ασκηθεί ένδικο βοήθημα ενώπιον “δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις”;

Όσον αφορά τη διατήρηση της “ευκαιρίας να δικαστεί” ένα πρόσωπο ως ανωτέρω, είναι απαραίτητο να κριθούν ζητήματα όπως το αν το ένδικο βοήθημα που εκδικάζεται από “δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις”, αποτελεί τακτικό ένδικο βοήθημα (δηλαδή ένδικο βοήθημα κατά μη τελεσίδικης ακόμη αποφάσεως) ή έκτακτο ένδικο βοήθημα (δηλαδή ένδικο βοήθημα κατά τελεσίδικης αποφάσεως) και το κατά πόσον ένα “δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις”, στο πλαίσιο της εκδικάσεως του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος, έχει την εξουσία να εξετάσει την υπόθεση στο σύνολό της, τόσο ως προς τα πραγματικά περιστατικά όσο και ως προς τα νομικά ζητήματα;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος και επί του δεύτερου ερωτήματος, υπό α) και β)

24

Με το πρώτο ερώτημα και με το δεύτερο ερώτημα, υπό α) και β), που πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η έκφραση «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου πρέπει να ερμηνεύεται ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, να προσδιοριστούν τα κριτήρια που ασκούν συναφώς επιρροή. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης αν το Unabhängiger Verwaltungssenat εμπίπτει στην έννοια αυτή.

25

Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Ολλανδική και τη Σουηδική Κυβέρνηση, και όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας με το σημείο 45 των προτάσεών της, ο προσδιορισμός της έννοιας «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» δεν μπορεί να επαφίεται στην εκτίμηση του κάθε κράτους μέλους.

26

Συγκεκριμένα, από την απαίτηση ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης προκύπτει ότι, καθόσον το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου δεν παραπέμπει στο δίκαιο των κρατών μελών όσον αφορά την έννοια «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις», η τελευταία αυτή έννοια, που είναι καθοριστικής σημασίας για τον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου, πρέπει να ερμηνεύεται σε ολόκληρη την Ένωση κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο, η ερμηνεία δε αυτή πρέπει να αναζητηθεί με γνώμονα τόσο το πλαίσιο της διατάξεως στην οποία η έννοια εντάσσεται όσο και τον σκοπό που επιδιώκει η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, C-66/08, Kozłowski, Συλλογή 2008, σ. I-6041, σκέψεις 41 και 42, καθώς και της 16ης Νοεμβρίου 2010, C-261/09, Mantello, Συλλογή 2010, σ. I-11477, σκέψη 38).

27

Όπως προκύπτει ειδικότερα από τα άρθρα 1 και 6 της αποφάσεως-πλαισίου, καθώς και από τις αιτιολογικές σκέψεις της 1 και 2, η απόφαση-πλαίσιο αποβλέπει στο να θέσει σε λειτουργία έναν αποτελεσματικό μηχανισμό διασυνοριακής αναγνώρισης και εκτέλεσης των αποφάσεων που επιβάλλουν τελεσιδίκως χρηματική ποινή σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατόπιν διάπραξης μιας από τις απαριθμούμενες στο άρθρο 5 παραβάσεις.

28

Ασφαλώς, όταν το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου και το οποίο συνοδεύει την απόφαση επιβολής χρηματικής ποινής εγείρει υπόνοιες ότι ενδέχεται να παραβιάστηκαν θεμελιώδη δικαιώματα ή θεμελιώδεις νομικές αρχές που καθιερώνονται στο άρθρο 6 ΣΕΕ, οι αρμόδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης μπορούν να αρνηθούν να αναγνωρίσουν και να εκτελέσουν τέτοια απόφαση εφόσον συντρέχει ένας από τους λόγους άρνησης της αναγνώρισης και της εκτέλεσης που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως-πλαισίου καθώς και το άρθρο 20, παράγραφος 3, αυτής.

29

Λαμβανομένου υπόψη ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία διαπνέει την όλη οικονομία της αποφάσεως-πλαισίου, συνεπάγεται, δυνάμει του άρθρου 6 της τελευταίας, ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται καταρχήν να αναγνωρίζουν αποφάσεις που επιβάλλουν χρηματική ποινή και οι οποίες διαβιβάζονται σύμφωνα με το άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω διατυπώσεις, και να λαμβάνουν αμελλητί όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεσή τους, οι λόγοι αρνήσεως της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως των αποφάσεων αυτών πρέπει να ερμηνεύονται στενά (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2013, C‑396/11, Radu, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30

Η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο καθόσον η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών, ακρογωνιαίος λίθος της δικαστικής συνεργασίας εντός της Ένωσης, συνοδεύεται από κατάλληλες εγγυήσεις. Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 8, της αποφάσεως-πλαισίου, όποιο κράτος μέλος έχει εφαρμόσει το άρθρο 7, παράγραφος 3, κατά τη διάρκεια δεδομένου ημερολογιακού έτους, οφείλει, στην αρχή του επόμενου ημερολογιακού έτους, να ενημερώσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχουν τύχει εφαρμογής οι λόγοι μη αναγνωρίσεως ή μη εκτελέσεως μιας αποφάσεως που αναφέρονται στη διάταξη εκείνη.

31

Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή του κράτους εκτελέσεως εκφράζει αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αν συντρέχουν σε συγκεκριμένη περίπτωση οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις για την αναγνώριση αποφάσεως επιβολής της επίμαχης χρηματικής ποινής, έχει την ευχέρεια, πριν συναγάγει όλες τις συνέπειες που απορρέουν από τις κρίσεις που διατύπωσε στην απάντησή της η αρμόδια αρχή του κράτους εκδόσεως, να ζητήσει από την τελευταία αυτή αρχή να της παράσχει πρόσθετες πληροφορίες [βλ., συναφώς, όσον αφορά την απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 190, σ. 1), προπαρατεθείσα απόφαση Mantello, σκέψη 50].

32

Στο κανονιστικό αυτό πλαίσιο, για την ερμηνεία της έννοιας «δικαστήριο» του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου, πρέπει να χρησιμοποιηθούν τα κριτήρια που έχει καθορίσει το Δικαστήριο για την εκτίμηση του ζητήματος αν το αιτούν όργανο αποτελεί δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Υπ’ αυτή την έννοια, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη σειρά στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλία χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή των κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 14ης Ιουνίου 2011, C-196/09, Miles κ.λπ., Συλλογή 2011, σ. I-5105, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33

Όσον αφορά την έκφραση «δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις», είναι όντως αληθές ότι η απόφαση-πλαίσιο εκδόθηκε βάσει των άρθρων 31, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΕΕ και 34, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΕΕ, στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.

34

Εντούτοις, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, στο πεδίο εφαρμογής της εμπίπτουν και οι παραβάσεις που αφορούν «συμπεριφορά που παραβιάζει κανονισμούς οδικής κυκλοφορίας». Οι παραβάσεις όμως αυτές δεν τυγχάνουν ενιαίας αντιμετώπισης στα διάφορα κράτη μέλη, καθόσον ορισμένα τις μεταχειρίζονται ως διοικητικές παραβάσεις ενώ άλλα τις θεωρούν ποινικά αδικήματα.

35

Επομένως, προκειμένου να εξασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της αποφάσεως-πλαισίου, θα πρέπει να επιλεγεί μια ερμηνεία της εκφράσεως «που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» στο πλαίσιο της οποίας να μην έχει καθοριστική σημασία ο εκ μέρους των κρατών μελών χαρακτηρισμός των παραβάσεων.

36

Προς τούτο, το αρμόδιο δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου πρέπει να εφαρμόζει διαδικασία που να συγκεντρώνει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ποινικής διαδικασίας, χωρίς ωστόσο να απαιτείται το δικαστήριο αυτό να έχει δικαιοδοσία αποκλειστικά σε ποινικές υποθέσεις.

37

Για να εκτιμηθεί αν, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, το Unabhängiger Verwaltungssenat μπορεί να θεωρηθεί δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις κατά την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου, πρέπει να γίνει σφαιρική εκτίμηση διαφόρων αντικειμενικών στοιχείων χαρακτηριστικών του οικείου οργάνου και της λειτουργίας του.

38

Συναφώς, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, όπως ορθώς υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο, οργανισμός όπως είναι το Unabhängiger Verwaltungssenat έχει όλα τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται για να θεωρηθεί δικαστήριο υπό την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (απόφαση της 4ης Μαρτίου 1999, C-258/97, HI, Συλλογή 1999, σ. I-1405, σκέψη 18).

39

Εν συνεχεία, όπως προκύπτει από τις πληροφορίες που παρέσχε η Αυστριακή Κυβέρνηση με τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις της, μολονότι το Unabhängiger Verwaltungssenat συστάθηκε επισήμως ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, του VStG, εντούτοις έχει δικαιοδοσία, μεταξύ άλλων και σε δεύτερο βαθμό, σε υποθέσεις διοικητικών παραβάσεων στις οποίες συγκαταλέγονται και οι οδικές. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας ελέγχου των διοικητικών αποφάσεων, η οποία έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, το Unabhängiger Verwaltungssenat έχει πλήρη δικαιοδοσία και εφαρμόζει διαδικασία ποινικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της οποία πρέπει να τηρούνται οι δικονομικές εγγυήσεις που προσιδιάζουν στις ποινικές υποθέσεις.

40

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι στις εφαρμοστέες δικονομικές εγγυήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η αρχή nulla poena sine lege, την οποία προβλέπει το άρθρο VStG, η αρχή του ποινικού κολασμού μόνον σε περίπτωση που διαπιστώνεται ικανότητα καταλογισμού ή ποινική ευθύνη, την οποία προβλέπουν τα άρθρα 3 και 4 του VStG, και η αρχή της αναλογικότητας της ποινής σε σχέση με την ευθύνη και τις αξιόποινες πράξεις, την οποία προβλέπει το άρθρο 19 του VStG.

41

Επομένως, το Unabhängiger Verwaltungssenat πρέπει να χαρακτηριστεί ως «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου.

42

Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο ερώτημα καθώς και στο δεύτερο ερώτημα, υπό α) και β), είναι ότι η έκφραση «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης και έχει την έννοια ότι σε αυτήν εμπίπτει κάθε δικαστήριο που εφαρμόζει διαδικασία η οποία συγκεντρώνει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ποινικής διαδικασίας. Το Unabhängiger Verwaltungssenat ικανοποιεί τα κριτήρια αυτά, οπότε πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην εν λόγω έννοια.

43

Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα και στο δεύτερο ερώτημα, υπό α) και β), παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, υπό γ).

Επί του τρίτου ερωτήματος

44

Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου έχει την έννοια ότι ένα πρόσωπο πρέπει να θεωρηθεί ότι είχε την ευκαιρία να δικαστεί από δικαστήριο έχοντος δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις στην περίπτωση κατά την οποία, προτού ασκήσει την προσφυγή του, υποχρεώθηκε να ακολουθήσει διοικητική διαδικασία πριν την κίνηση ένδικης διαδικασίας και αν, συναφώς, η φύση και η έκταση του ελέγχου που ασκεί το αρμόδιο δικαστήριο αποτελούν κρίσιμα στοιχεία για την αναγνώριση και την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιβολής χρηματικής ποινής.

45

Όσον αφορά, πρώτον, το ζήτημα αν το δικαίωμα προσφυγής εξασφαλίζεται παρά την υποχρέωση τηρήσεως διοικητικής διαδικασίας πριν η υπόθεση αχθεί ενώπιον δικαστηρίου έχοντος δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις κατά την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου, υπογραμμίζεται, όπως επισήμαναν τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία που κατέθεσαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου δεν απαιτεί η υπόθεση να μπορεί να υποβληθεί απευθείας στην κρίση τέτοιου δικαστηρίου.

46

Συγκεκριμένα, η απόφαση-πλαίσιο εφαρμόζεται επίσης στις χρηματικές ποινές που επιβάλλονται από τις διοικητικές αρχές. Κατά συνέπεια, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Ολλανδική Κυβέρνηση, είναι δυνατόν να απαιτείται, αναλόγως των ιδιαιτεροτήτων των δικαιοδοτικών συστημάτων των κρατών μελών, η προηγούμενη διεξαγωγή διοικητικής διαδικασίας. Εντούτοις, η πρόσβαση σε δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις, κατά την έννοια της αποφάσεως-πλαισίου, δεν πρέπει να εξαρτάται από προϋποθέσεις που την καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 28ης Ιουλίου 2011, C-69/10, Samba Diouf, Συλλογή 2011, σ. I-7151, σκέψη 57).

47

Όσον αφορά, δεύτερον, την έκταση και τη φύση του ελέγχου που ασκεί το δυνάμενο να επιληφθεί δικαστήριο, η δικαιοδοσία του τελευταίου να εξετάσει την υπόθεση πρέπει είναι πλήρης τόσο ως προς τη νομική εκτίμηση όσο και ως προς την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών, θα πρέπει δηλαδή το δικαστήριο αυτό να έχει ειδικότερα τη δυνατότητα να εξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία, να καταλογίσει βάσει των στοιχείων αυτών ευθύνη στον ενδιαφερόμενο καθώς και να επιβάλει την προσήκουσα ποινή.

48

Τρίτον, το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος δεν άσκησε προσφυγή και ότι, ως εκ τούτου, η επίμαχη απόφαση περί επιβολής χρηματικής ποινής κατέστη απρόσβλητη δεν ασκεί επιρροή στην εφαρμογή του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου, δεδομένου ότι, κατά τη διάταξη αυτή, αρκεί ο ενδιαφερόμενος να «είχε την ευκαιρία» να δικαστεί από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις.

49

Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο τρίτο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου έχει την έννοια ότι ένα πρόσωπο πρέπει να θεωρηθεί ότι είχε την ευκαιρία να δικαστεί από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις στην περίπτωση κατά την οποία, πριν ασκήσει την προσφυγή του, υποχρεώθηκε να ακολουθήσει διοικητική διαδικασία πριν την κίνηση ένδικης διαδικασίας. Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου αυτού να εξετάσει την υπόθεση πρέπει να είναι πλήρης τόσο ως προς τη νομική εκτίμηση όσο και ως προς την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών.

Επί των δικαστικών εξόδων

50

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

1)

Η έννοια «δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις» του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης και έχει την έννοια ότι σε αυτήν εμπίπτει κάθε δικαστήριο που εφαρμόζει διαδικασία η οποία συγκεντρώνει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ποινικής διαδικασίας. Το Unabhängiger Verwaltungssenat in den Ländern (Αυστρία) ικανοποιεί τα κριτήρια αυτά, οπότε πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην εν λόγω έννοια.

 

2)

Το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, σημείο iii, της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, έχει την έννοια ότι ένα πρόσωπο πρέπει να θεωρηθεί ότι είχε την ευκαιρία να δικαστεί από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις στην περίπτωση κατά την οποία, πριν ασκήσει την προσφυγή του, υποχρεώθηκε να ακολουθήσει διοικητική διαδικασία πριν την κίνηση ένδικης διαδικασίας. Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου αυτού να εξετάσει την υπόθεση πρέπει να είναι πλήρης τόσο ως προς τη νομική εκτίμηση όσο και ως προς την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών.

 

(υπογραφές)


( *1 ) ? Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική.

Top