EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62012CC0409

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Cruz Villalón της 12ης Σεπτεμβρίου 2013.
Backaldrin Österreich The Kornspitz Company GmbH κατά Pfahnl Backmittel GmbH.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberster Patent- und Markensenat - Αυστρία.
Σήματα - Οδηγία 2008/95/EΚ - Άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο α΄ - Έκπτωση - Σήμα που έχει καταστεί, συνεπεία πράξεων ή αδράνειας του δικαιούχου, συνήθης εμπορική ονομασία προϊόντος ή υπηρεσίας για την οποία έχει καταχωρισθεί - Αντίληψη του λεκτικού σημείου "KORNSPITZ", αφενός, από τους πωλητές και, αφετέρου, από τους τελικούς χρήστες - Απώλεια του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος κατά την αντίληψη μόνο των τελικών χρηστών.
Υπόθεση C-409/12.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2013:563

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

PEDRO CRUZ VILLALÓN

της 12ης Σεπτεμβρίου 2013 ( 1 )

Υπόθεση C‑409/12

Backaldrin Österreich The Kornspitz Company GmbH

κατά

Pfahnl Backmittel GmbH

[αίτηση του Oberster Patent- und Markensenat (Αυστρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Σήματα — Άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ — Οδηγία 2008/95/ΕΚ — Λόγοι εκπτώσεως — Σήμα το οποίο έχει καταστεί συνήθης εμπορική ονομασία του προϊόντος για το οποίο έχει καταχωρισθεί — Αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις εκπτώσεως — Προσδιορισμός του ενδιαφερομένου κοινού — Αδράνεια του δικαιούχου του σήματος — Διαθεσιμότητα εναλλακτικών ονομασιών — Παράλειψη των ενδιαμέσων να αποκαλύψουν την ύπαρξη του σήματος»

1. 

Τα σήματα δεν διαμορφώνουν μόνο το οικονομικό μας σύστημα και την αγοραστική μας συμπεριφορά. Κατά τρόπο εκλεπτυσμένο αλλά προφανή, άφησαν τη σφραγίδα τους και στη γλώσσα μας. Ορισμένα σήματα επηρέασαν συναφώς την αντίληψη που έχουμε για ένα αντικείμενο σε τέτοιο βαθμό ώστε εντάχθηκαν στο λεξιλόγιο ως ονομασία για το ίδιο το αντικείμενο ( 2 ).

2. 

Η αλλαγή της σημασίας ενός σήματος δημιουργεί προβλήματα για τον δικαιούχο του. Εάν ένα σήμα, συνεπεία πράξεων ή αδράνειας του δικαιούχου, έχει καταστεί συνήθης εμπορική ονομασία προϊόντος για το οποίο έχει καταχωρισθεί, ο δικαιούχος του σήματος είναι δυνατόν, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/95/ΕΚ ( 3 ) (στο εξής: οδηγία), να κηρυχθεί έκπτωτος των δικαιωμάτων του. Με την παρούσα υπόθεση, παρέχεται στο Δικαστήριο η ευκαιρία να διευκρινίσει περαιτέρω τις προϋποθέσεις αυτού του λόγου κηρύξεως του δικαιούχου εκπτώτου των δικαιωμάτων του. Ειδικότερα, ανακύπτουν ερωτήματα τα οποία αφορούν το κοινό για το οποίο το σήμα πρέπει να καταστεί ονομασία του προϊόντος, το πότε υφίσταται σχετική αδράνεια και το αν η ύπαρξη ισοδύναμων εναλλακτικών ονομασιών για το προϊόν συνιστά προϋπόθεση κηρύξεως του δικαιούχου εκπτώτου των δικαιωμάτων του. Ενώ το Δικαστήριο έλαβε ουσιαστικά θέση ως προς τα θέματα του πρώτου από τα προαναφερθέντα ερωτήματα στην υπόθεση Björnekulla Fruktindustrier ( 4 ) και προέβη σε ορισμένες διαπιστώσεις όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα στην υπόθεση Levi Strauss ( 5 ), αντιμετωπίζει σε μεγάλο βαθμό καινοφανή ζητήματα όσον αφορά το τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

3. 

Τα ερωτήματα ανακύπτουν στο πλαίσιο διαφοράς σχετικά με το κύρος του σήματος «Kornspitz» μεταξύ της δικαιούχου του σήματος, της Backaldrin Österreich The Kornspitz Company GmbH (στο εξής: Backaldrin), και της ανταγωνίστριάς της, της Pfahnl Backmittel GmbH (στο εξής: Pfahnl). Το σήμα κατέστη μεν ονομασία γένους ως προς έναν τύπο μπισκότου για τους καταναλωτές, όχι όμως για τους αρτοποιούς.

I – Το νομικό πλαίσιο

Α – Το δίκαιο της Ένωσης

4.

To άρθρο 2 της οδηγίας ( 6 ) καθορίζει τα σημεία που μπορούν να λειτουργήσουν ως σήμα:

«Το σήμα μπορεί να συνίσταται από οποιαδήποτε σημεία επιδεχόμενα γραφικής παράστασης, ιδίως δε από λέξεις, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος προσώπων, από εικόνες, γράμματα, αριθμούς, το σχήμα του προϊόντος ή της συσκευασίας του, εφόσον τα σημεία αυτά μπορούν από τη φύση τους να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από τα αντίστοιχα άλλων επιχειρήσεων.»

5.

Ευλόγως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«(1)   Δεν καταχωρίζονται ή, εάν έχουν καταχωρισθεί, είναι δυνατόν να κηρυχθούν άκυρα:

[…]

β)

τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα·

[…]

δ)

τα σήματα που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις τα οποία έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου».

6.

Το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

(2)   «Ο δικαιούχος του σήματος είναι επίσης δυνατόν να κηρυχθεί έκπτωτος των δικαιωμάτων του εάν μετά την ημερομηνία καταχώρισης το σήμα:

α)

συνεπεία πράξεων ή αδράνειας του δικαιούχου, έχει καταστεί συνήθης εμπορική ονομασία προϊόντος ή υπηρεσίας για την οποία έχει καταχωριστεί».

Β – Το εθνικό δίκαιο

7.

Το άρθρο 33b, παράγραφος 1, του Markenschutzgesetz (αυστριακού νόμου περί προστασίας των σημάτων, στο εξής: MSchG), το οποίο μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, προβλέπει τα εξής:

«Οποιοσδήποτε μπορεί να ζητήσει τη διαγραφή σήματος, εάν μετά την ημερομηνία καταχωρίσεώς του, το σήμα αυτό έχει καταστεί συνήθης εμπορική ονομασία του προϊόντος ή της υπηρεσίας για την οποία έχει καταχωριστεί συνεπεία πράξεων ή αδράνειας του δικαιούχου του σήματος.»

II – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία της κύριας δίκης

8.

Η Backaldrin είναι δικαιούχος του αυστριακού λεκτικού σήματος «KORNSPITZ» (υπ’ αριθ. 108 725), το οποίο καταχωρίσθηκε με προτεραιότητα από τις 13 Δεκεμβρίου 1984 στην κλάση 30 της Ταξινόμησης της Νίκαιας ( 7 ), τόσο για προϊόντα αρτοποιίας, αρτογλυκίσματα, και αρτογλυκίσματα έτοιμα για φούρνισμα όσο και για ακατέργαστα και ενδιάμεσα προϊόντα για την παρασκευή αρτογλυκισμάτων (π.χ. αλεύρι και προπαρασκευασμένες και κατεψυγμένες ζύμες). Η παρούσα διαδικασία αφορά μόνο την καταχώριση του σήματος για (έτοιμα) προϊόντα αρτοποιίας και όχι την καταχώριση του σήματος για ακατέργαστα και ενδιάμεσα προϊόντα.

9.

Η Backaldrin παράγει, με το σήμα «Kornspitz», ένα μίγμα αρτοσκευάσματος από διάφορα είδη αλεύρου και αλεύρου ολικής αλέσεως, λιναρόσπορο και αλάτι, με το οποίο εφοδιάζει πρωτίστως τους αρτοποιούς. Οι αρτοποιοί προσθέτουν νερό, γάλα και βρώμη και παρασκευάζουν και ψήνουν το έτοιμο μπισκότο, το οποίο, τόσον οι ίδιοι όσο και οι έμποροι τροφίμων τους οποίους προμηθεύουν, πωλούν, με τη συγκατάθεση της Backaldrin, ως «Kornspitz».

10.

Κατά τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, το τελικό προϊόν που παράγουν οι αρτοποιοί έχει χαρακτηριστική γεύση και χαρακτηριστικό σχήμα. Υπάρχει διαφωνία μεταξύ των μερών ως προς το ζήτημα κατά πόσον πρόκειται για το ένα και το αυτό προϊόν. Η Backaldrin διατείνεται ότι, μέσω της χρήσεως συνταγής, της εκπαιδεύσεως και της άδειας μη αποκλειστικής εκμεταλλεύσεως των αρτοποιών για τη χρήση του σήματος, διασφαλίζεται η παρασκευή συγκεκριμένου μπισκότου, με συγκεκριμένο σχήμα και χωρίς προσθήκη περαιτέρω συστατικών, επιπλέον των αναφερθέντων στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων. Η Pfahnl υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι οι αρτοποιοί είναι ελεύθεροι κατά την παρασκευή του μπισκότου και δεν ελέγχονται από τη Backaldrin, πράγμα που οδηγεί σε μεγάλη ποικιλία του τελικού προϊόντος όσον αφορά το σχήμα και τα προστιθέμενα συστατικά.

11.

Το μπισκότο που πωλείται με το σήμα «Kornspitz» είναι ιδιαιτέρως γνωστό και αγαπητό στους τελικούς καταναλωτές και διατίθεται σε πολλά σημεία της Αυστρίας: σύμφωνα με τα στοιχεία της, η Backaldrin προμηθεύει με το μίγμα αρτοσκευάσματος 1200 από τις 1500 αυστριακές καθώς και πολλές αλλοδαπές επιχειρήσεις αρτοποιίας.

12.

Η συντριπτική πλειονότητα των τελικών καταναλωτών θεωρούν, κατά τις –επικρινόμενες από την Backaldrin με την ανακοπή της– διαπιστώσεις του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι η ονομασία «Kornspitz» προσδιορίζει μια κατηγορία προϊόντων αρτοποιίας και δεν αποτελεί ένδειξη προελεύσεως από συγκεκριμένη επιχείρηση. Αντιθέτως, οι ανταγωνιστές και οι αρτοποιοί γνωρίζουν ότι η ονομασία «Kornspitz» συνιστά σήμα.

13.

Κατά τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, οι αρτοποιοί τους οποίους προμηθεύει η Backaldrin δεν διευκρινίζουν τακτικά στους πελάτες τους ότι το επίμαχο μπισκότο παρασκευάζεται από μίγμα αρτοσκευάσματος που πωλεί η Backaldrin.

14.

Η ίδια η Backaldrin αναλαμβάνει, όσον αφορά το σήμα της, τις δραστηριότητες προωθήσεως των πωλήσεων και διαφημίσεως. Όσον αφορά την προστασία του σήματος από τις εκ μέρους τρίτων ενέργειες που προσβάλλουν το δικαίωμα επί του σήματος, κατά το αιτούν δικαστήριο δεν διαπιστώθηκε σημαντικός αριθμός τέτοιων ενεργειών. Κατά τις διαπιστώσεις του Τμήματος που επιλαμβάνεται αιτήσεων διαγραφής σήματος, σε τέσσερις μόνο περιπτώσεις η Backaldrin δεν προέβη σε ενέργειες ή προέβη σε ενέργειες με καθυστέρηση κατά των αρτοποιών οι οποίοι πώλησαν προϊόν ως «Kornspitz», χωρίς να το έχουν παρασκευάσει με το μίγμα αρτοσκευάσματος της Backaldrin.

15.

Η Pfahnl διατείνεται ότι η Backaldrin δεν παρακολουθεί την αγορά όσον αφορά τις περιπτώσεις μη σύννομης χρήσης του σήματός της. Ο όρος «Kornspitz» περιλαμβάνεται στην 40ή έκδοση του Österreichisches Wörterbuch (αυστριακού λεξικού της γερμανικής γλώσσας) και σε έναν κατάλογο των αυστριακών όρων στη Wikipedia. Η Backaldrin, αντιθέτως, υποστήριξε ότι οι αρτοποιοί έχουν στη διάθεσή τους μέσα διαφημίσεως, παραπέμπουν σποραδικά με ένα “®” ή με την ένδειξη «Kornspitz» στο σήμα και σε κανένα λεξικό δεν αναγράφεται η λέξη χωρίς να επισημαίνεται η ιδιότητα του σήματος. Επιπλέον, ακριβώς στις αστικές περιοχές με μεγάλες επιχειρήσεις αρτοποιίας και θυγατρικές, οι καταναλωτές γνωρίζουν ότι τα αρτοσκευάσματα δεν παρασκευάζονται επί τόπου.

III – Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

16.

Η Pfahnl ζήτησε, στις 14 Μαΐου 2010, στηριζόμενη στο άρθρο 33b, παράγραφος 1, MSchG, τη διαγραφή του σήματος «Kornspitz» τόσο για τα προϊόντα αρτοποιίας όσο και για τα αντίστοιχα προϊόντα του προγενέστερου σταδίου. Το Τμήμα του αυστριακού Γραφείου Σημάτων που επιλαμβάνεται αιτήσεων διαγραφής σήματος διέταξε, στις 26 Ιουλίου 2011, τη διαγραφή του σήματος για το σύνολο των προαναφερθέντων προϊόντων. Η ανακοπή της Backaldrin ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου βάλλει κατά της ως άνω διαγραφής.

17.

Η Pfahnl στήριξε την αίτησή της στο γεγονός ότι το «Kornspitz» έχει καταστεί για τους παραγωγούς, τους καταναλωτές και τους εμπόρους η ονομασία ενός συγκεκριμένου μπισκότου το οποίο παρασκευάζεται από σκουρόχρωμο αλεύρι και είναι μυτερό στις δύο άκρες του. Συνεπώς, το σημείο αυτό δεν μπορεί πλέον να διακρίνει τα προϊόντα της Backaldrin από εκείνα άλλων παραγωγών.

18.

Η Backaldrin αντιτάσσει, όσον αφορά την καταχώριση του σήματος για ακατέργαστα και ενδιάμεσα προϊόντα, ότι η διαγραφή αποκλείεται ακριβώς επειδή οι αρτοποιοί και οι έμποροι τροφίμων εξακολουθούν να αντιλαμβάνονται την ονομασία «Kornspitz» ως σήμα. Όσον αφορά την καταχώριση για τελικά προϊόντα, η Backaldrin αμφισβητεί ότι οι αρτοποιοί, οι έμποροι τροφίμων ή οι καταναλωτές αντιλαμβάνονται το σήμα ως ονομασία γένους. Ακόμη και αν οι καταναλωτές δεν αντιλαμβάνονται πλέον το ως άνω σημείο ως σήμα, το γεγονός ότι οι αρτοποιοί και οι έμποροι τροφίμων γνωρίζουν την ιδιότητα του σήματος αποκλείει να έχει επέλθει εξέλιξη υπό την έννοια ότι ο όρος αυτός αποτελεί πλέον ονομασία γένους. Περαιτέρω, η διαγραφή του σήματος αποκλείεται από το γεγονός ότι υπάρχουν εναλλακτικές ονομασίες όπως «Knusperspitz», «Kerni», «Bio Urkornweckerl», «Kornstange», «Kornweckerl» ή «Alpenspitz», για τον χαρακτηρισμό του μπισκότου. Επιπλέον, η διαγραφή του σήματος θα συνιστούσε αδικαιολόγητη επέμβαση στη διανοητική ιδιοκτησία της Backaldrin, η οποία προστατεύεται ως θεμελιώδες δικαίωμα.

19.

Στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Oberster Patent- und Markensenat προβαίνει σε διάκριση, για την έρευνα του ζητήματος αν το επίδικο σήμα κατέστη συνήθης ονομασία του προϊόντος, ανάλογα με τα διάφορα προϊόντα για τα οποία καταχωρίσθηκε το σήμα. Στο μέτρο που το σήμα καταχωρίσθηκε για ακατέργαστα και ενδιάμεσα προϊόντα, η αγορά του προϊόντος αποτελείται προεχόντως από αρτοποιούς και εμπόρους τροφίμων, οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι η ονομασία έχει την ιδιότητα σήματος. Υπό το πρίσμα αυτό, αποκλείεται η διαγραφή του σήματος και η απόφαση του Τμήματος του αυστριακού Γραφείου Σημάτων που επιλαμβάνεται αιτήσεων διαγραφής σήματος πρέπει να τροποποιηθεί, χωρίς να είναι αναγκαία η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

20.

Όσον αφορά, πάντως, την καταχώριση για «προϊόντα αρτοποιίας» και «αρτογλυκίσματα», η αγορά του προϊόντος αποτελείται πρωτίστως από τους τελικούς καταναλωτές. Κατά τις –επικρινόμενες από την Backaldrin– διαπιστώσεις του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αυτοί θεωρούν ότι ο όρος «Kornspitz» προσδιορίζει μια συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων αρτοποιίας. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν μπορεί να συναχθεί αν είναι δυνατή η εξέλιξη του σήματος σε ονομασία γένους, στην περίπτωση που οι καταναλωτές αντιλαμβάνονται μεν το σημείο ως έννοια γένους, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με τους εμπόρους και τους ενδιάμεσους πωλητές. Η γερμανόφωνη θεωρία και η νομολογία των αυστριακών δικαστηρίων δεν συμμερίζονται την άποψη αυτή.

21.

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου θα μπορούσε να συναχθεί ότι η αντίληψη των ενδιαμέσων πωλητών έχει σημασία μόνο στον βαθμό που επηρεάζει την απόφαση αγοράς του προϊόντος από τους τελικούς καταναλωτές. Στην παρούσα περίπτωση όμως οι αρτοποιοί δεν είχαν κανένα συμφέρον να αποκαλύψουν ότι χρησιμοποιούν μίγμα αρτοσκευάσματος και ότι δεν εργάζονται «με τον παραδοσιακό τρόπο». Επομένως, η γνώση των αρτοποιών δεν επηρεάζει την απόφαση του καταναλωτή να αγοράσει το προϊόν. Εάν όμως, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, λαμβανόταν υπόψη μόνον ο καταναλωτής, τότε θα ήταν εντονότερος ο κίνδυνος εκπτώσεως των δικαιούχων των δημοφιλών ακριβώς σημάτων. Επιπλέον, με την έκπτωση του δικαιούχου του σήματος για το μπισκότο τίθεται σε κίνδυνο και το σήμα για το μίγμα αρτοσκευάσματος, επειδή η έκπτωση του δικαιούχου του σήματος για το μπισκότο έχει ως συνέπεια ότι οι ανταγωνιστές μπορούν στο εξής να θέτουν επί του προϊόντος του προγενεστέρου σταδίου την ένδειξη προορισμού «για την παρασκευή Kornspitze». Eίναι αμφίβολο αν αυτό συνάδει με την προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας ως θεμελιώδους δικαιώματος.

22.

Περαιτέρω το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν μπορεί να προσαφθεί στη Backaldrin σχετική αδράνεια. Η αδράνεια ή ο δισταγμός σε τέσσερις περιπτώσεις προσβολής των δικαιωμάτων επί του σήματος δεν μπορεί να προκαλέσει τη μετατροπή ενός σήματος σε ονομασία γένους. Είναι, πάντως, αμφίβολο αν η Backaldrin έπρεπε να απαιτήσει από τους αρτοποιούς να μεριμνούν για το σήμα ή να προβάλει η ίδια κατά εντονότερο τρόπο το σήμα ως ένδειξη προελεύσεως.

23.

Τέλος, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι η νομολογία των αυστριακών δικαστηρίων φρονεί ότι για λόγους γενικού συμφέροντος επέρχεται, παρά ταύτα, έκπτωση του δικαιούχου από τα δικαιώματά του επί σήματος το οποίο εξακολουθεί να θεωρείται ως σήμα στο εμπόριο, εάν οι τελικοί καταναλωτές το αντιλαμβάνονται ως συνήθη ονομασία για το προϊόν χωρίς να υπάρχει, στις εμπορικές συναλλαγές, εναλλακτική ονομασία του προϊόντος. Συναφώς υφίσταται ανάγκη ελεύθερης χρήσεως της ονομασίας στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών.

24.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, το Oberster Patent- und Markensenat ανέστειλε, στις 11 Ιουλίου 2012, την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τα ακόλουθα ερωτήματα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

1.

Έχει καταστεί ένα σήμα «συνήθης εμπορική ονομασία προϊόντος ή υπηρεσίας» κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/95/ΕΚ (οδηγία περί σημάτων), όταν

α.

οι έμποροι γνωρίζουν μεν ότι πρόκειται συναφώς για ένδειξη προελεύσεως, πλην όμως κατά κανόνα δεν αποκαλύπτουν το στοιχείο αυτό στους τελικούς καταναλωτές, και

β.

οι τελικοί καταναλωτές, (και) για τον λόγο αυτό, δεν αντιλαμβάνονται πλέον το σήμα ως ένδειξη προελεύσεως, αλλά ως τη συνήθη εμπορική ονομασία των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωριστεί;

2.

Υπάρχει «αδράνεια» κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/95 και στην περίπτωση που ο δικαιούχος του σήματος παραμένει αδρανής, μολονότι οι έμποροι δεν επισημαίνουν στους πελάτες ότι πρόκειται για καταχωρισμένο σήμα;

3.

Επέρχεται έκπτωση από τα δικαιώματα επί του σήματος, το οποίο λόγω της συμπεριφοράς ή της αδράνειας του δικαιούχου του έχει καταστεί για τους τελικούς καταναλωτές, όχι όμως για το εμπόριο, συνήθης εμπορική ονομασία, μόνο στην περίπτωση που οι τελικοί καταναλωτές δεν έχουν άλλη επιλογή, ελλείψει ισοδύναμων εναλλακτικών, πέραν της χρήσεως της ονομασίας αυτής;

25.

Η Backaldrin, η Pfahnl, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις.

26.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 29ης Μαΐου 2013, τις απόψεις τους διατύπωσαν η Backaldrin, η Pfahnl, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Επιτροπή.

IV – Νομική εκτίμηση

Α – Εισαγωγικές παρατηρήσεις

27.

Στο δίκαιο των σημάτων πολύ συχνά το κλειδί για την απάντηση στα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματα βρίσκεται στη λειτουργία την οποία επιτελεί η προστασία ενός σήματος. Η κύρια λειτουργία της προστασίας του σήματος, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 11 της οδηγίας και την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, είναι η καλούμενη «λειτουργία [προσδιορισμού της προελεύσεως]»: Ένα σήμα παρέχει στον καταναλωτή ή στον τελικό χρήστη τη δυνατότητα να προσδιορίζει την προέλευση του προϊόντος που φέρει το σήμα ( 8 ) και να το διακρίνει από άλλα προϊόντα διαφορετικής προελεύσεως ( 9 ). Τούτο δεν σημαίνει ότι ο καταναλωτής πρέπει να μπορεί να προσδιορίσει τον «φυσικό» παραγωγό του προϊόντος, επομένως την επιχείρηση η οποία παράγει η ίδια το προϊόν ( 10 ). Αυτό δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα της σύγχρονης οικονομίας, η οποία χαρακτηρίζεται από την κατανομή της εργασίας και στην οποία τα προϊόντα παράγονται στο πλαίσιο περίπλοκης αλυσίδας παραγωγής με παραχώρηση άδειας. Αντιθέτως, ένα σήμα παρέχει τη διασφάλιση ότι το προϊόν έχει παρασκευασθεί υπό τον έλεγχο μιας και μόνο επιχειρήσεως, αυτής του δικαιούχου του σήματος ( 11 ).

28.

Εφόσον όμως το σήμα πρέπει να παρέχει πρωτίστως τη δυνατότητα προσδιορισμού της προελεύσεως ενός προϊόντος υπό την έννοια του εντοπισμού της επιχειρήσεως που ελέγχει την παραγωγή του, τότε ευλόγως, σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας, ως σήμα μπορούν χρησιμοποιηθούν μόνο τα σημεία τα οποία μπορούν από τη φύση τους να διακρίνουν τα προϊόντα μιας επιχειρήσεως από τα αντίστοιχα προϊόντα άλλων επιχειρήσεων. Σημεία τα οποία στερούνται διακριτικού χαρακτήρα δεν μπορούν να καταχωρισθούν ( 12 ). Διακριτικού χαρακτήρα στερούνται, για παράδειγμα, σημεία τα οποία έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου για τον προσδιορισμό του προϊόντος. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας, τα σημεία αυτά δεν καταχωρίζονται ( 13 ). Το άρθρο 3 της οδηγίας αφορά περιπτώσεις κατά τις οποίες το σήμα δεν πληροί ήδη εκ των προτέρων τη λειτουργία προσδιορισμού της προελεύσεως του προϊόντος. Επομένως, ένα σημείο το οποίο, μετά την καταχώρισή του ως σήμα, κατέστη σύνηθες ως ονομασία γένους και δεν γίνεται πλέον αντιληπτό από το κοινό ως ένδειξη προελεύσεως, στερείται ομοίως διακριτικού χαρακτήρα. Το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας προβλέπει για τα σήματα αυτά την κήρυξη του δικαιούχου του σήματος εκπτώτου των δικαιωμάτων του, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις ( 14 ).

29.

Οι προπαρατεθείσες διατάξεις συνιστούν μια συνεκτική συνολική ρύθμιση, η οποία πρέπει να ερμηνευθεί στο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται. Εκτός από τη σχετική με την οδηγία και την αντικατασταθείσα από αυτήν οδηγία 89/104/EΟΚ ( 15 ) νομολογία, πρέπει συναφώς να ληφθεί υπόψη και η νομολογία που αφορά τον κανονισμό περί κοινοτικού σήματος, ο οποίος περιλαμβάνει αντίστοιχες διατάξεις ( 16 ).

30.

Μολονότι η έκπτωση του δικαιούχου από το δικαίωμα επί του σήματος, το οποίο εξελίχθηκε σε ονομασία γένους, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί φυσική απόρροια της απώλειας της λειτουργίας του σήματος ως ενδεικτικού της προελεύσεως του προϊόντος, δεν μπορεί πάντως να παροράται ότι συνιστά βαρυσήμαντη συνέπεια για τον δικαιούχο του σήματος –πολύ πιο σοβαρή από τη μη καταχώριση ονομασίας γένους ως σήματος κατά την έναρξη της οικονομικής της υπάρξεως. Η εισδοχή ενός σήματος στην καθημερινή γλώσσα ως όρου δηλωτικού του ίδιου του προϊόντος καθιστά σε τελική ανάλυση εμφανή την επιτυχία της σκληρής, συχνά μακροχρόνιας εργασίας του δικαιούχου του σήματος, του οποίου το προϊόν κατέστη, στην αντίληψη του κοινού, ενσάρκωση της ίδιας της έννοιας γένους του προϊόντος. Σε πολλές περιπτώσεις, ο δικαιούχος του σήματος δημιούργησε πράγματι, με ένα ιδιαιτέρως καινοτόμο προϊόν, για πρώτη φορά αυτή την έννοια γένους του προϊόντος, το οποίο εφεξής προσδιορίζεται με το σήμα του.

31.

Ο νομοθέτης εκλήθη, επομένως, να προβεί σε εμπεριστατωμένη στάθμιση συμφερόντων. Έπρεπε συναφώς, αφενός, να ληφθεί υπόψη το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και του ανταγωνισμού για την ελεύθερη χρήση ενός όρου ο οποίος, για τους οικείους κύκλους, δεν συνδέεται πλέον με ορισμένη προέλευση και του οποίου η μονοπώληση υποχρεώνει τους ανταγωνιστές να αποφεύγουν να τον χρησιμοποιούν, προς όφελος, ενδεχομένως, μιας εναλλακτικής ονομασίας που φαίνεται τεχνητή. Από την άλλη πλευρά, έπρεπε, κατά τη στάθμιση, να ληφθεί υπόψη το συμφέρον των φορέων δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, των οποίων τα σήματα απολαύουν επιπλέον, ως διανοητική ιδιοκτησία, προστασίας βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και του άρθρου 1 του Πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ( 17 ). Κατά τη στάθμισή του, ο νομοθέτης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στον δικαιούχο του σήματος μπορεί να αντιταχθεί η μετατροπή του σήματος σε συνήθη ονομασία ενός προϊόντος μόνον εάν η μετατροπή αυτή οφείλεται στις πράξεις ή στην αδράνεια του δικαιούχου του σήματος ( 18 ).

32.

Το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας απαιτεί συναφώς, ως αντικειμενικό στοιχείο του πραγματικού, να έχει καταστεί το σήμα συνήθης εμπορική ονομασία προϊόντος ή υπηρεσίας για την οποία έχει καταχωριστεί. Ως υποκειμενικό στοιχείο του πραγματικού, η διάταξη προϋποθέτει ότι η εξέλιξη αυτή επήλθε συνεπεία των πράξεων ή της αδράνειας του δικαιούχου του σήματος.

33.

Η παρούσα διαδικασία παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει περαιτέρω αμφότερες τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Το πρώτο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν το αντικειμενικό στοιχείο του πραγματικού, το οποίο θα εξετάσω πρώτο· το δεύτερο ερώτημα, αντιθέτως, αφορά το υποκειμενικό στοιχείο του πραγματικού.

Β – Το αντικειμενικό στοιχείο του πραγματικού (πρώτο και τρίτο προδικαστικό ερώτημα)

1. Πρώτο προδικαστικό ερώτημα

34.

Mε το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί ποιό είναι το κοινό για το οποίο ένα σήμα πρέπει να έχει καταστεί συνήθης ονομασία ενός προϊόντος ώστε να πληρούται το αντικειμενικό στοιχείο του πραγματικού και να επαπειλείται έκπτωση του δικαιούχου του σήματος από τα δικαιώματά του, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας. Ερωτά, δηλαδή, το δικαστήριο αν αρκεί συναφώς το γεγονός ότι οι τελικοί καταναλωτές δεν αντιλαμβάνονται πλέον την ονομασία ως ένδειξη προελεύσεως, ενώ οι έμποροι διατήρησαν την αντίληψη αυτή, πλην όμως κατά κανόνα δεν αποκαλύπτουν το στοιχείο αυτό στους τελικούς καταναλωτές.

35.

Η Backaldrin, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι, σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, τόσο οι καταναλωτές όσο και οι ενδιάμεσοι πωλητές πρέπει να ληφθούν υπόψη ως ενδιαφερόμενο κοινό. Κατά την Pfahnl και την Ιταλική Δημοκρατία, στην παρούσα περίπτωση ως σημείο αναφοράς πρέπει να ληφθούν μόνον οι καταναλωτές.

α) Συνεκτίμηση της λειτουργίας του σήματος που συνίσταται στη διασφάλιση της ποιότητας

36.

Πάντως, πριν μπορέσω να ασχοληθώ με το ζήτημα του ενδιαφερομένου κοινού, πρέπει να εξετάσω ένα επιχείρημα που προέβαλαν στο πλαίσιο αυτό η Backaldrin και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

37.

Η Backaldrin και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζουν ότι κατά την εξέταση της μετατροπής του σήματος σε συνήθη ονομασία στην αντίληψη του κοινού πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνον η λειτουργία του σήματος ως ενδείξεως προελεύσεως του προϊόντος, αλλά και η συνιστάμενη στην ένδειξη της ποιότητας λειτουργία ή η συνιστάμενη στην εγγύηση της ποιότητας λειτουργία ενός σήματος, επομένως να ληφθεί ως σημείο αναφοράς το κατά πόσον το ενδιαφερόμενο κοινό συσχετίζει με το προϊόν που πωλείται φέροντας το οικείο σήμα συγκεκριμένες ιδιότητες και μια ποιότητα που παραμένει αμετάβλητη.

38.

Η Επιτροπή δεν αποδέχθηκε την άποψη αυτή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Εάν λαμβάνονταν υπόψη, στο πλαίσιο του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, όλες οι λειτουργίες του σήματος, θα αποκλειόταν η έκπτωση του δικαιούχου του σήματος από τα δικαιώματά του και, επομένως, η διάταξη δεν θα είχε πεδίο εφαρμογής. Η συνέπεια διαμορφώσεως της διαδικασίας παραγωγής κατά τρόπον ώστε να παρέχεται στον κάτοχο άδειας ελευθερία οργανώσεως της δραστηριότητάς του, πρέπει να είναι μια αντίστοιχη αντίδραση του καταναλωτή, όχι η απώλεια του σήματος.

39.

Είναι σαφές ότι τα σήματα, εκτός από την ήδη αναφερθείσα κύρια λειτουργία τους –τη λειτουργία που συνίσταται στον προσδιορισμό της προελεύσεως του προϊόντος ( 19 )– επιτελούν και μια σειρά περαιτέρω λειτουργιών ( 20 ). Το Δικαστήριο διευκρίνισε με τη νομολογία του ότι ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να προβάλει το αποκλειστικό δικαίωμά του που απορρέει από το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας όχι μόνο σε περίπτωση προσβολής της λειτουργίας του ως ενδείξεως της προελεύσεως του προϊόντος ή της υπηρεσίας την οποία καλύπτει το σήμα, αλλά και σε περίπτωση προσβολής της συνιστάμενης στη διασφάλιση της ποιότητας του εν λόγω προϊόντος λειτουργίας, των λειτουργιών του ως διαύλου επικοινωνίας, ως επενδυτικού στοιχείου ή ως μέσου διαφημίσεως ( 21 ). Το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί ως προς το κατά πόσον οι λειτουργίες αυτές ασκούν επιρροή στην εκτίμηση του ζητήματος αν ένα σημείο έχει καταστεί ονομασία γένους.

40.

Η συνιστάμενη στη διασφάλιση της ποιότητας του προϊόντος λειτουργία δεν ασκεί επιρροή στην εν λόγω εκτίμηση.

41.

Τούτο προκύπτει, κατ’ αρχάς, από μια ορθή αντίληψη της ίδιας της συνιστάμενης στη διασφάλιση της ποιότητας του προϊόντος λειτουργίας. Ένα σήμα επιτρέπει σε μια επιχείρηση να επενδύει στην ποιότητα του προϊόντος της. Πράγματι, μέσω του σήματος, ο καταναλωτής μπορεί να εντοπίσει την υπεύθυνη για την παρασκευή του προϊόντος επιχείρηση και, στηριζόμενος στις εμπειρίες του, να επιβραβεύσει παραγωγούς των οποίων η παραγωγή χαρακτηρίζεται από υψηλή ποιοτική αξία αγοράζοντας το προϊόν τους και να τιμωρήσει παραγωγούς των οποίων η παραγωγή χαρακτηρίζεται από μέτρια ποιοτική αξία, αδιαφορώντας για το προϊόν τους ( 22 ). Υπό την έννοια αυτή, ένα σήμα λειτουργεί ως σημείο των ιδιοτήτων του προϊόντος που παραμένουν αμετάβλητες ( 23 ).

42.

Κατά συνέπεια, η συνιστάμενη στη διασφάλιση της ποιότητας του προϊόντος λειτουργία προϋποθέτει ότι ένα σήμα εκπληρώνει τη συνιστάμενη στον προσδιορισμό της προελεύσεως του προϊόντος λειτουργία του. Κατά την εύστοχη διατύπωση του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs, τα σήματα «αποτελούν πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνουν τη φήμη και πελατεία μιας επιχειρήσεως (ή ενός συγκεκριμένου προϊόντος της)» ( 24 ). Το σήμα προστατεύει τις προσδοκίες του καταναλωτή όσον αφορά το προϊόν μιας επιχειρήσεως, όχι τις προσδοκίες όσον αφορά έναν όρο που ο καταναλωτής αντιλαμβάνεται ως ονομασία γένους. Εάν το σήμα δεν εκπληρώνει πλέον τη συνιστάμενη στον προσδιορισμό της προελεύσεως του προϊόντος λειτουργία του, επειδή κατέστη ονομασία γένους για το προϊόν αυτό, δεν μπορεί πλέον να εκπληρώσει ούτε τη συνιστάμενη στη διασφάλιση της ποιότητας λειτουργία του.

43.

Αντιθέτως, εάν κατά την εκτίμηση της μετατροπής ενός σήματος σε ονομασία γένους λαμβανόταν υπόψη και η συνιστάμενη στη διασφάλιση της ποιότητας λειτουργία, και εάν, ως εκ τούτου, δεν γινόταν δεκτή η μετατροπή αυτή όσον αφορά σήματα τα οποία απώλεσαν τη συνιστάμενη στον προσδιορισμό της προελεύσεως του προϊόντος λειτουργία, πλην όμως διατήρησαν τη συνιστάμενη στη διασφάλιση της ποιότητας λειτουργία τους, τότε το άρθρο 12 παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας δεν θα εφαρμοζόταν ποτέ, όπως ορθώς διαπίστωσε η Επιτροπή.

44.

Πράγματι, πρώτον, οι καταναλωτές συνδέουν και με κάθε ονομασία γένους (και όχι μόνο με τα σήματα) ορισμένες ιδιότητες που παραμένουν αμετάβλητες. Ένα croissant σε σχήμα baguette ή χωρίς συγκεκριμένη γεύση δεν θα ήταν croissant. Ένα τραπέζι με κάθετη επιφάνεια δεν θα ήταν τραπέζι.

45.

Δεύτερον, η λειτουργία διασφαλίσεως της ποιότητας δεν προστατεύει την προσδοκία μιας ιδιαιτέρως υψηλής ποιότητας, αλλά απλώς την προσδοκία συγκεκριμένης ποιότητας. Με το σήμα A ενδέχεται ο καταναλωτής να συσχετίζει εξαιρετικής ποιότητας προϊόντα, με το σήμα B μέτρια ποιοτικώς προϊόντα, με το σήμα C προϊόντα κυμαινόμενης ποιότητας ( 25 ). Υπό το πρίσμα αυτό, είναι εντελώς ασαφές πότε θα πρέπει να εξαφανιστεί η συνιστάμενη στη διασφάλιση της ποιότητας του προϊόντος λειτουργία, η οποία έχει αποκοπεί από τη λειτουργία προσδιορισμού της προελεύσεως.

46.

Επομένως, πρέπει κατ’ αρχάς να γίνει δεκτό ότι κατά τη μετατροπή ενός σήματος σε ονομασία γένους πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνον η συνιστάμενη στον προσδιορισμό της προελεύσεως του προϊόντος λειτουργία.

β) Το ενδιαφερόμενο κοινό

47.

Επί τη βάσει της συνιστάμενης στον προσδιορισμό της προελεύσεως του προϊόντος λειτουργίας του σήματος πρέπει να διευκρινιστεί στο εξής ποιό είναι το ενδιαφερόμενο στο πλαίσιο του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας κοινό, προκειμένου να κριθεί αν ένα σήμα κατέστη συνήθης ονομασία προϊόντος.

48.

Τo Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αυτό στην υπόθεση Björnekulla Fruktindustrier. Η διαφορά στην οποία στηρίζεται η υπόθεση αφορούσε ένα σήμα για τεμαχισμένα αγγουράκια τουρσί, το οποίο, σύμφωνα με έρευνες, κατέστη μεν γενικός όρος όσον αφορά τους καταναλωτές, όχι όμως και όσον αφορά τους τομείς της εμπορίας τροφίμων γενικής φύσεως, των κυλικείων και των πρόχειρων γευμάτων.

49.

Το Δικαστήριο ερμήνευσε το, ομοίας κατ’ ουσίαν διατυπώσεως προς το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 89/104 που ίσχυε τότε βάσει του γράμματος, της συστηματικής διαρθρώσεως και των σκοπών της εν λόγω οδηγίας. Διαπίστωσε ότι όλη η διαδικασία της εμπορίας έχει ως σκοπό την αγορά του προϊόντος από καταναλωτές και τελικούς χρήστες. Ο ρόλος των ενδιαμέσων συνίσταται τόσο στον εντοπισμό και στην πρόβλεψη της ζητήσεως του προϊόντος αυτού όσο και στην αύξηση και στον προσανατολισμό της. Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε «ότι, σε περίπτωση που παρεμβάλλονται ενδιάμεσοι στη διανομή προς τον καταναλωτή ή προς τον τελικό χρήστη ενός προϊόντος καλυπτομένου από καταχωρισμένο σήμα, οι κύκλοι των ενδιαφερομένων των οποίων η γνώμη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για να εκτιμηθεί αν το εν λόγω σήμα κατέστη η συνήθης εμπορική ονομασία του οικείου προϊόντος περιλαμβάνουν όλους τους καταναλωτές ή τους τελικούς χρήστες και, αναλόγως των χαρακτηριστικών της αγοράς του οικείου προϊόντος, όλους τους επαγγελματίες που παρεμβάλλονται στην εμπορία του προϊόντος αυτού» ( 26 ).

50.

Οι μετέχοντες στη διαδικασία αντλούν από τη νομολογία αυτή διαφορετικά συμπεράσματα για την παρούσα υπόθεση. Η Backaldrin, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι στην παρούσα υπόθεση οι αρτοποιοί αποτελούν, βάσει των χαρακτηριστικών της αγοράς του οικείου προϊόντος, τμήμα του ενδιαφερομένου κοινού. Συναφώς η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή θεωρούν καθοριστικής σημασίας το γεγονός ότι οι αρτοποιοί συμμετέχουν στην επιλογή που πραγματοποιεί ο πελάτης. Η Γαλλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι οι αρτοποιοί, καθόσον αποκρύπτουν συνειδητά από τους καταναλωτές την ιδιότητα του σήματος, ασκούν ακόμη μεγαλύτερη επιρροή στην απόφασή τους να αγοράσουν το προϊόν. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επικαλείται το γεγονός ότι η διαδικασία επεξεργασίας διεξάγεται από τους αρτοποιούς. Η Επιτροπή προσθέτει ότι η επιρροή των ενδιαμέσων που παρεμβάλλονται στην εμπορία του προϊόντος αυξάνει, όσο περισσότερο αυτοί επιδρούν στο προϊόν. Η Backaldrin διατείνεται ότι μεγάλη βαρύτητα αποκτά η γνώμη των εμπόρων στην περίπτωση προϊόντων τα οποία προσφέρονται στον τελικό καταναλωτή χωρίς συσκευασία και δεν παρέχουν καμία δυνατότητα επισημάνσεως των δικαιωμάτων από το σήμα. Γενικώς ένα σήμα καθίσταται συνήθης ονομασία μόνον όταν ένα εντελώς ασήμαντο τμήμα του ενδιαφερομένου κοινού σχηματίζει την εντύπωση ότι το σημείο συνδέεται με την προέλευση του προϊόντος.

51.

Η Pfahnl και η Iταλική Δημοκρατία υποστηρίζουν, αντιθέτως, ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, οι αρτοποιοί δεν ανήκουν στο ενδιαφερόμενο κοινό. Η Pfahnl διατείνεται ότι οι αρτοποιοί δεν ασκούν καμία επιρροή στην απόφαση των καταναλωτών να αγοράσουν το προϊόν, αλλά ότι οι καταναλωτές επιλέγουν το μπισκότο αυτοβούλως και χωρίς παροχή συμβουλών. Επιπλέον, ο αρτοποιός δεν συνιστά ενδιάμεσο πωλητή, αλλά παρασκευάζει το προϊόν, οπότε διευκολύνει την εργασία του με τη χρησιμοποίηση ζύμης αρτοσκευάσματος. Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι ο ρόλος του αρτοποιού είναι ασήμαντος, επειδή η δική του αντίληψη ως προς την ιδιότητα του σήματος δεν ασκεί καμία επιρροή στην απόφαση των τελικών καταναλωτών να αγοράσουν το προϊόν.

52.

Κατά την ανωτέρω εκτεθείσα νομολογία, την προσέγγιση της οποίας συμμερίζομαι, για να εκτιμηθεί αν ένα σήμα κατέστη ονομασία γένους, πρέπει να ληφθούν πρωτίστως υπόψη οι καταναλωτές και, «αναλόγως των χαρακτηριστικών της αγοράς του οικείου προϊόντος», και όλοι οι επαγγελματίες που παρεμβάλλονται στην εμπορία του προϊόντος αυτού. Επομένως, ανακύπτει το ερώτημα ποια χαρακτηριστικά της αγοράς έχουν εν προκειμένω σημασία.

53.

Το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, το οποίο ο γενικός εισαγγελέας P. Léger ερμήνευσε επιμελώς στην υπόθεση Björnekulla Fruktindustrier ( 27 ), δεν παρέχει συναφώς καμία ένδειξη.

54.

Από το κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η ρύθμιση μπορούν μεν να συναχθούν επιχειρήματα υπέρ της απόψεως ότι ο τελικός καταναλωτής πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο της εκτιμήσεως, πλην όμως το πλαίσιο αυτό δεν παρέχει καθοριστικές ενδείξεις όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της αγοράς που πρέπει να υπάρχουν ώστε να αποτελούν και οι επαγγελματίες που παρεμβάλλονται στην εμπορία ενός προϊόντος τμήμα του ενδιαφερομένου κοινού.

55.

Στο πλαίσιο της συστηματικής ερμηνείας πρέπει, κατά τα ανωτέρω, να ληφθεί υπόψη ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας απαγορεύει την καταχώριση σημάτων «που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις τα οποία έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου». Το εν λόγω κώλυμα καταχωρίσεως –ειδική περίπτωση ελλείψεως διακριτικού χαρακτήρα (άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας)– μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, να αρθεί με την απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα.

56.

Κατά το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας («καθημερινή γλώσσα»ή«θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου») φαίνεται ότι ένας όρος πρέπει να υπαχθεί στην κατηγορία της ονομασίας γένους εάν θεωρείται από τους καταναλωτές ή από τους εμπορικούς κύκλους ως ονομασία γένους ( 28 ). Τούτο συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι, κατά την εκτίμηση της μετατροπής ενός όρου σε ονομασία γένους, θα πρέπει να αρκεί κατά κανόνα ότι η μεταβολή της σημασίας του όρου επήλθε σε σχέση με τους καταναλωτές. Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί ιδίως και το γεγονός ότι το Δικαστήριο, κατά την εκτίμηση των ζητημάτων του διακριτικού χαρακτήρα, έλαβε επανειλημμένως ως βάση τον καταναλωτή –επομένως τον μέσο καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι σε λογικό βαθμό προσεκτικός ( 29 ). Πάντως, υπάρχουν και παραδείγματα που συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι το Δικαστήριο εντάσσει τους ασχολούμενους με την εμπορία του προϊόντος στο ενδιαφερόμενο κοινό ( 30 ).

57.

Επομένως, ο σκοπός της ρυθμίσεως έχει καθοριστική σημασία για τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών της αγοράς, των οποίων η ύπαρξη επιβάλλει να ληφθούν υπόψη και οι επαγγελματίες που παρεμβάλλονται στην εμπορία ενός προϊόντος, προκειμένου να εκτιμηθεί η μετατροπή ενός σήματος σε ονομασία γένους.

58.

Όπως ήδη διαπίστωσα, η κύρια λειτουργία του σήματος είναι η λειτουργία που έγκειται στον προσδιορισμό της προελεύσεως του προϊόντος. Στο πλαίσιο της πωλήσεως ενός προϊόντος, το σήμα παρέχει πληροφορίες για την προέλευση του προϊόντος. Επομένως, το σήμα είναι –όπως ακριβώς η γλώσσα εν γένει– τμήμα μιας διαδικασίας επικοινωνίας, εν προκειμένω μεταξύ πωλητή και αγοραστή. Η εν λόγω διαδικασία επικοινωνίας έχει ως αποτέλεσμα την επιδιωκόμενη με αυτήν επιτυχία και το σήμα επιτελεί τη λειτουργία που δικαιολογεί την ύπαρξή του μόνον όταν αμφότερα τα μετέχοντα στην επικοινωνία μέρη «έχουν αντίληψη» του σήματος, επομένως γνωρίζουν τη συνιστάμενη στον προσδιορισμό της προελεύσεως του προϊόντος λειτουργία του. Εάν μία από τις δύο ομάδες αντιλαμβάνεται το σήμα ως ονομασία γένους, δεν μεταφέρεται η πληροφορία η οποία θα έπρεπε να διαβιβασθεί με το σήμα. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, αρκεί, κατά κανόνα, για την πλήρωση της αντικειμενικής προϋποθέσεως που τάσσει το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, το γεγονός ότι οι καταναλωτές θεωρούν ένα σήμα ως ονομασία γένους. Αυτό εννοούσε το Δικαστήριο όταν έκρινε ότι, γενικώς, «η αντίληψη του κύκλου των καταναλωτών ή των τελικών χρηστών έχει καθοριστικό ρόλο», επειδή η διαδικασία της εμπορίας έχει ως σκοπό την αγορά του προϊόντος ( 31 ).

59.

Από την εν λόγω διαδικασία επικοινωνίας μεταξύ πωλητή και αγοραστή προκύπτουν άνευ ετέρου τα χαρακτηριστικά που πρέπει να παρουσιάζει μια αγορά ώστε οι ενδιάμεσοι να ασκούν επιρροή στην εκτίμηση του κατά πόσον ένα σήμα έχει καταστεί ονομασία γένους. Το σήμα μπορεί, δηλαδή, να εξακολουθεί να επιτελεί τη λειτουργία του ως ενδεικτικού της προελεύσεως του προϊόντος, παρά το γεγονός ότι ο αγοραστής δεν γνωρίζει την ιδιότητα του σήματος, εάν ένας ενδιάμεσος πωλητής επηρεάζει καθοριστικά την απόφαση του αγοραστή να προβεί στην αγορά του προϊόντος και, επομένως, η εκ μέρους του ενδιαμέσου γνώση της λειτουργίας του σήματος ως ενδεικτικού της προελεύσεως συνεπάγεται την επιτυχή κατάληξη της διαδικασίας επικοινωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν στην οικεία αγορά είναι συνήθης η παροχή συμβουλών από τον ενδιάμεσο πωλητή η οποία καθορίζει σε σημαντικό βαθμό την απόφαση περί αγοράς ορισμένου προϊόντος ή όταν ο ενδιάμεσος πωλητής λαμβάνει ο ίδιος την απόφαση περί αγοράς για τον καταναλωτή, όπως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση των φαρμακοποιών και των ιατρών όσον αφορά τα συνταγογραφούμενα φάρμακα ( 32 ).

60.

Μια τόσο καθοριστική επίδραση στην απόφαση για την αγορά ενός προϊόντος δεν υφίσταται στην υπό κρίση περίπτωση. Οι πελάτες ενός αρτοποιείου αποφασίζουν να αγοράσουν ένα προϊόν άνευ οποιασδήποτε καθοριστικής σημασίας συμβουλής για την αγορά ή ακόμη και άνευ οποιουδήποτε επηρεασμού της ίδιας της αποφάσεώς τους για την αγορά.

61.

Από το γεγονός ότι οι αρτοποιοί συγκαθορίζουν, με την αγορά συγκεκριμένων ειδών ζύμης αρτοσκευάσματος, την απόφαση των πελατών δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό. Η αγορά της ζύμης δεν συνιστά άσκηση επιρροής επί της αγοράς του έτοιμου μπισκότου. Το μπισκότο είναι ένα διαφορετικό προϊόν, το οποίο παρασκευάζεται από τον αρτοποιό από το προϊόν προγενέστερου σταδίου και, βάσει άδειας, προσφέρεται στον πελάτη.

62.

Ούτε η απόφαση των αρτοποιών σχετικά με τη δική τους προσφορά και η έλλειψη ενημερώσεως των πελατών τους ως προς την ιδιότητα σήματος που έχει η ονομασία ενός μπισκότου επηρεάζουν καθοριστικά την απόφαση του καταναλωτή να αγοράσει το εν λόγω μπισκότο. Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η εν λόγω άσκηση επιρροής θα προϋπέθετε ότι η λειτουργία του σήματος ως ενδεικτικού προελεύσεως επιτελείται μέσω των αρτοποιών και, επομένως, στο πλαίσιο της διαδικασίας πωλήσεως μεταξύ πωλητών και καταναλωτών, αυτοί επηρεάζουν την απόφαση του καταναλωτή να αγοράσει το προϊόν. Στην παρούσα περίπτωση, όμως, οι αρτοποιοί παρασκευάζουν οι ίδιοι το έτοιμο προϊόν βάσει άδειας. Κατά συνέπεια, βρίσκονται στην πλευρά των παραγωγών και όχι των καταναλωτών. Ο περιορισμός της προσφερόμενης σειράς προϊόντων και η έλλειψη ενημερώσεως όσον αφορά την ιδιότητα σήματος επηρεάζει βεβαίως εν τοις πράγμασι την απόφαση των καταναλωτών να προβούν σε αγορά, πλην όμως οι αρτοποιοί δεν ασκούν με τον τρόπο αυτόν επιρροή επί της αποφάσεως περί αγοράς από τη σκοπιά του αγοραστή, αλλά αντιθέτως από τη σκοπιά του πωλητή.

63.

Το ευρωπαϊκό δίκαιο περί σημάτων ουδόλως συνιστά εξαιρετική περίπτωση, καθόσον λαμβάνει σε σημαντικό βαθμό ως σημείο αναφοράς τον καταναλωτή, προκειμένου να εκτιμηθεί αν ένα σήμα απέκτησε γενικό χαρακτήρα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ο δικαστής Learned Hand έκρινε ήδη από καιρό ότι καθοριστική σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίον ο καταναλωτής αντιλαμβάνεται τη σχετική λέξη ( 33 ). Και το Δικαστήριο της Κοινότητας των Άνδεων στηρίζεται, κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν ένα σήμα κατέστη ονομασία γένους, στην αντίληψη του καταναλωτή, επειδή αυτός συνιστά το «αντικείμενο της προστασίας του σήματος» ( 34 ).

64.

Αντιθέτως, το αυστριακό Oberster Gerichtshof λαμβάνει, κατ’ αρχήν –ακόμη και μετά την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Björnekulla Fruktindustrier– ως σημείο αναφοράς μια «εκτεταμένη έρευνα της αντιλήψεως όλων των ενδιαφερομένων για το σήμα», η οποία, εκτός από τους τελικούς καταναλωτές, περιλαμβάνει και τους παραγωγούς και τους εμπόρους. Ως έρεισμα της συλλογιστικής του εκτίθεται συναφώς ότι οι τελικοί καταναλωτές έχουν εύκολα την τάση να μεταχειρίζονται τα σήματα ως ονομασίες γένους ( 35 ).

65.

Η συλλογιστική αυτή δεν με πείθει. Βεβαίως οι καταναλωτές χρησιμοποιούν συχνά τα σήματα ως ονομασίες γένους, πλην όμως έχουν, κατά κανόνα, επίγνωση της ιδιότητάς τους ως σημάτων, πράγμα που δεν αρκεί για την πλήρωση της αντικειμενικής προϋποθέσεως της εκπτώσεως του δικαιούχου του σήματος από τα δικαιώματά του. Οι περιπτώσεις στις οποίες ο καταναλωτής έχει παύσει εντελώς να αντιλαμβάνεται μια ονομασία ως σήμα είναι σχετικώς σπάνιες. Εάν όμως συντρέχει τέτοια περίπτωση, το σήμα δεν επιτελεί πλέον τη λειτουργία του ως ενδεικτικού της προελεύσεως. Δεν είναι σαφές γιατί στην περίπτωση αυτή η εξέλιξη ενός σήματος σε ονομασία γένους, επομένως η αντικειμενική προϋπόθεση της εκπτώσεως του δικαιούχου του σήματος από τα δικαιώματά του, θα πρέπει να δυσχεραίνεται τεχνητώς, καθόσον λαμβάνεται υπόψη ως ενδιαφερόμενο κοινό μια ομάδα αναφοράς ιδιαιτέρως συνειδητοποιημένη όσον αφορά το σήμα. Ούτε η προστασία της ιδιοκτησίας του δικαιούχου του σήματος, ως θεμελιώδες δικαίωμα, δικαιολογεί μια τέτοια απαίτηση. Αυτός λαμβάνεται ήδη υπόψη, καθόσον η πλήρωση της αντικειμενικής προϋποθέσεως και μόνο δεν έχει ως συνέπεια την έκπτωσή του από τα δικαιώματά του.

66.

Τέλος, ούτε η προαναφερθείσα σκέψη του αιτούντος δικαστηρίου ότι, σε περίπτωση εκπτώσεως του δικαιούχου του σήματος «Kornspitz» για το έτοιμο μπισκότο από τα δικαιώματά του, οι ανταγωνιστές μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας, να χρησιμοποιήσουν για τη ζύμη αρτοσκευάσματος την ονομασία «zur Herstellung von Kornspitzen» («για την παρασκευή Kornspitzen»), οπότε το καταχωρισθέν για τη ζύμη σήμα της Backaldrin θα έχανε σε αξία, καταλήγει σε διαφορετικό ερμηνευτικό συμπέρασμα. Ο κίνδυνος της αποδυναμώσεως της αξίας του σήματος για το προϊόν προγενέστερου σταδίου λόγω της εκπτώσεως του δικαιούχου του σήματος για το τελικό προϊόν από τα δικαιώματά του απορρέει από την απόφαση να καταχωρισθεί το σήμα για αμφότερες τις ομάδες προϊόντων και από την ειδική διάρθρωση της παραγωγής και της διανομής του τελικού προϊόντος, ιδίως από την παραγωγή του από τους αρτοποιούς και τη χορηγηθείσα σε αυτούς άδεια για την πώληση του τελικού προϊόντος με το σήμα. Τις αποφάσεις αυτές έλαβε η ίδια η δικαιούχος του σήματος, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό τον αντίστοιχο κίνδυνο. Προστατεύεται, πάντως, καθόσον αποκλείεται η έκπτωση από τα δικαιώματά της, στο μέτρο που η μετατροπή του σήματος σε ονομασία γένους δεν ανάγεται στις πράξεις της ή στην αδράνειά της.

67.

Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας έχει την έννοια ότι το ενδιαφερόμενο κοινό, προκειμένου να κριθεί αν ένα σήμα έχει καταστεί συνήθης εμπορική ονομασία προϊόντος για το οποίο έχει καταχωριστεί, περιλαμβάνει πρωτίστως τους καταναλωτές και τους τελικούς χρήστες. Ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της αγοράς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι επαγγελματίες που παρεμβάλλονται στην εμπορία του προϊόντος αυτού. Χαρακτηριστικά τα οποία συνηγορούν υπέρ της συνεκτιμήσεως αυτής υπάρχουν, ιδίως, εάν οι αντίστοιχοι επαγγελματίες επηρεάζουν σε ορισμένο βαθμό την απόφαση του τελικού καταναλωτή να αγοράσει το προϊόν. Στο μέτρο που αυτό δεν συμβαίνει, ένα σήμα έχει καταστεί συνήθης εμπορική ονομασία προϊόντος για το οποίο έχει καταχωριστεί, εάν οι τελικοί καταναλωτές το αντιλαμβάνονται ως συνήθη εμπορική ονομασία, μολονότι οι έμποροι, οι οποίοι παρασκευάζουν το ίδιο το προϊόν από προϊόν προγενέστερου σταδίου του δικαιούχου του σήματος και το πωλούν με το σήμα με τη συγκατάθεση του δικαιούχου, γνωρίζουν ότι πρόκειται για ένδειξη προελεύσεως, πλην όμως κατά κανόνα δεν αποκαλύπτουν το στοιχείο αυτό στους τελικούς καταναλωτές.

2. Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα

68.

Mε το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η έκπτωση του δικαιούχου από τα δικαιώματα επί του σήματος, το οποίο λόγω των πράξεων ή της αδράνειας του δικαιούχου έχει καταστεί για τους τελικούς καταναλωτές, όχι όμως και για τους εμπόρους, συνήθης εμπορική ονομασία, προϋποθέτει ότι δεν υφίστανται ισοδύναμες εναλλακτικές ονομασίες για το ίδιο το προϊόν, οπότε οι τελικοί καταναλωτές δεν έχουν άλλη επιλογή πέραν της χρήσεως της ονομασίας αυτής.

69.

Υπόβαθρο του προδικαστικού ερωτήματος αποτελεί, κατά τις διαπιστώσεις του Oberster Patent- und Markensenat, η νομολογία του αυστριακού Oberster Gerichtshof. Κατά τη νομολογία αυτή, η μετατροπή ενός σήματος σε ονομασία γένους, κατ’ αρχήν, αποκλείεται, εφόσον οι έμποροι εξακολουθούν να αντιλαμβάνονται το σήμα ως ένδειξη προελεύσεως. Ωστόσο, άλλως έχουν τα πράγματα εάν οι συναλλασσόμενοι δεν έχουν κάποια ισοδύναμη εναλλακτική λύση για ένα σήμα που, από τη σκοπιά των τελικών καταναλωτών, έχει καταστεί ονομασία γένους ( 36 ). Μολονότι η προϋπόθεση αυτή στερείται, κατά το αιτούν δικαστήριο, παντελώς ερείσματος στο γράμμα της διατάξεως, παρέχει πάντως τη δυνατότητα εύλογης εξισορροπήσεως μεταξύ της προστατευόμενης βάσει των διατάξεων περί θεμελιωδών δικαιωμάτων θέσεως του δικαιούχου του σήματος και του γενικού συμφέροντος να έχουν οι ενδιαφερόμενοι στη διάθεσή τους σημεία τα οποία να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό των προϊόντων και των υπηρεσιών.

70.

Κατά την Backaldrin, η μετατροπή ενός σήματος σε ονομασία γένους αποκλείεται όταν υφίστανται εναλλακτικές ονομασίες για το προϊόν. Αυτό πρέπει να γίνει δεκτό και όταν οι εναλλακτικές ονομασίες δεν είναι από κάθε άποψη, ιδίως δε όσον αφορά τη διάδοσή τους, ισοδύναμες με το σήμα.

71.

Η Pfahnl θεωρεί ότι η προαναφερθείσα απαίτηση δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την εκτίμηση της εκπτώσεως του δικαιούχου του σήματος από τα δικαιώματά του. Δεν έχει κανένα έρεισμα στο γράμμα, στη συστηματική διάρθρωση ή στους σκοπούς της οδηγίας. Η Επιτροπή τάσσεται υπέρ της απόψεως αυτής.

72.

Ούτε η Γαλλική Δημοκρατία θεωρεί την ύπαρξη εναλλακτικών όρων ως προϋπόθεση για τη δυνατότητα μετατροπής ενός σήματος σε ονομασία γένους, είναι όμως έτοιμη να αναγνωρίσει ότι το γεγονός αυτό αποτελεί σχετική ένδειξη. Η Ιταλική Δημοκρατία θεωρεί ότι η έλλειψη εναλλακτικών ονομασιών μπορεί να συμβάλει μόνον ως «παράγων κινδύνου» στη μετατροπή ενός σήματος σε ονομασία γένους.

73.

Νομίζω ότι για την εξέταση της εκπτώσεως του δικαιούχου του σήματος από τα δικαιώματά του δεν είναι αναγκαίο να ελεγχθεί αν υφίστανται στο εμπόριο εναλλακτικές ονομασίες για το ίδιο το προϊόν.

74.

Συναφώς πρέπει, κατ’ αρχάς, να διευκρινιστεί τι εννοεί το αιτούν δικαστήριο όταν διαπιστώνει ότι «δεν υπάρχουν ισοδύναμες εναλλακτικές ονομασίες». Αυτό δεν σημαίνει ότι χρειάζεται να «υφίσταται» αντικειμενικά ένα συνώνυμο. Η γλώσσα είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, όχι ένας χώρος που ορίζεται αντικειμενικά. Ένας όρος που επινοήθηκε αυθόρμητα (από τον δικαιούχο του σήματος) δεν μπορεί να συνιστά «ισοδύναμη εναλλακτική ονομασία». Η σημασία μιας λέξεως είναι, δηλαδή, η χρήση της στη γλώσσα ( 37 ). Μια κάποτε ενταχθείσα έννοια υπόκειται βεβαίως στην εξέλιξη της γλώσσας, πλην όμως δεν μεταβάλλεται άνευ ετέρου συνειδητά. Η γλωσσική κοινότητα και όχι το δικαστήριο καθορίζει αν μια λέξη συνιστά «εναλλακτική» ονομασία για μια άλλη λέξη και αν η λέξη είναι όντως «ισοδύναμη». Η κοινότητα αυτή ενδέχεται να αντιλαμβάνεται μια, εκ πρώτης όψεως, «ισοδύναμη» λέξη διαφορετικά, ή να απορρίπτει πλήρως τη χρήση της. Επομένως, το κριτήριο της ισοδύναμης εναλλακτικής ονομασίας έχει την έννοια της αναζητήσεως συνωνύμων για τον όρο τα οποία έχουν ενταχθεί στην καθημερινή γλώσσα. Η προσέγγιση αυτή συνάδει και με την αντίληψη του αυστριακού Oberster Gerichtshof, το οποίο κάνει λόγο για «χρησιμοποιούμενο εναλλακτικό όρο» ( 38 ).

75.

Πάντως, το κριτήριο αυτό δεν προβλέπεται από το γράμμα της διατάξεως και δεν συνάδει με τον σκοπό της. Η έκπτωση του δικαιούχου του σήματος από τα δικαιώματά του, η οποία επικρέμαται σε περίπτωση μεταβολής του σήματος σε συνήθη ονομασία ενός προϊόντος, στηρίζεται, κατά τα ανωτέρω, στο γεγονός ότι το σήμα δεν μπορεί πλέον να επιτελέσει τη λειτουργία του ως ενδεικτικού της προελεύσεως του προϊόντος. Με την έκπτωση, η έννομη τάξη ικανοποιεί την ανάγκη του κοινωνικού συνόλου για την ελεύθερη χρήση του σημείου («ανάγκη ελεύθερης χρήσεως») ( 39 ). Πάντως, κατά νόμο προϋπόθεση της εκπτώσεως δεν είναι η απόδειξη της ανάγκης του κοινωνικού συνόλου για τη δυνατότητα χρήσεως του σημείου, η οποία ενδέχεται να είναι μικρότερη, εάν υπάρχουν και άλλα σημεία που εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό. Η μόνη προϋπόθεση που τάσσει ο νόμος είναι το σήμα να έχει καταστεί συνήθης ονομασία ενός προϊόντος. Το ζήτημα όμως αυτό δεν εξαρτάται από την εισδοχή συνωνύμων στη γλώσσα.

76.

Τέλος, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ότι το κριτήριο που συζητείται στο πλαίσιο του εν λόγω προδικαστικού ερωτήματος είναι αναγκαίο για να διασφαλισθεί η προστασία της ιδιοκτησίας του δικαιούχου του σήματος ως θεμελιώδες δικαίωμα. Όπως ήδη εκτέθηκε, ο νομοθέτης εκπλήρωσε την υποχρέωσή του να σταθμίσει τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου και τη θέση του δικαιούχου του σήματος υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθόσον απαιτεί για την έκπτωση του δικαιούχου του σήματος από τα δικαιώματά του, παράλληλα προς τη μεταβολή του σήματος σε ονομασία γένους, την πλήρωση των υποκειμενικών προϋποθέσεων του πραγματικού του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας. Δεν υπάρχει συναφώς χώρος για επιπρόσθετα άγραφα κριτήρια στο αντικειμενικό στοιχείο του πραγματικού.

77.

Επομένως, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι για την εκτίμηση της εκπτώσεως του δικαιούχου του σήματος από τα δικαιώματά του δεν έχει σημασία αν οι τελικοί καταναλωτές δεν έχουν άλλη επιλογή, ελλείψει ισοδύναμων εναλλακτικών, πέραν της χρήσεως της ονομασίας αυτής.

Γ – Το υποκειμενικό στοιχείο του πραγματικού (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)

78.

Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά το υποκειμενικό στοιχείο του πραγματικού του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, επομένως το ζήτημα αν η μεταβολή της σημασίας του σημείου πρέπει να καταλογιστεί στον δικαιούχο του σήματος. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί συναφώς να διευκρινισθεί αν η αδράνεια μπορεί να έγκειται στο γεγονός ότι ο δικαιούχος του σήματος δεν λαμβάνει μέτρα, μολονότι οι ασχολούμενοι με την εμπορία του προϊόντος του δεν επισημαίνουν στους πελάτες ότι πρόκειται για καταχωρισμένο σήμα.

79.

Κατά την Backaldrin, στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Θα υφίστατο αδράνεια που ασκεί επιρροή εάν ο δικαιούχος του σήματος δεν ελάμβανε μέτρα κατά της αδικαιολόγητης χρήσεως του σήματος από τρίτους. Στην παρούσα υπόθεση, πάντως, η Backaldrin επέτρεψε στους πελάτες της, τους αρτοποιούς, στο πλαίσιο άδειας μη αποκλειστικής εκμεταλλεύσεως, να πωλούν τα επίδικα αρτοσκευάσματα με το σήμα «Kornspitz». Στο πλαίσιο του εμπορίου φρέσκων τροφίμων, η επιβολή στους αρτοποιούς της υποχρεώσεως να αποκαλύπτουν στους αγοραστές του μπισκότου ότι η ονομασία «Kornspitz» έχει τον χαρακτήρα σήματος συνιστά ασύνηθες και δυσανάλογο μέτρο. Αρκεί η διάθεση διαφημιστικών μέσων, τα οποία μπορούν να εκτίθενται στις επιχειρήσεις αρτοποιίας.

80.

Η Pfahnl, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία και η Επιτροπή, αντιθέτως, απαντούν καταφατικά στο ερώτημα. Η δικαιούχος του σήματος θα πρέπει να επιδεικνύει επαρκή επιμέλεια και σε σχέση με την προστασία του διακριτικού χαρακτήρα του σήματός της και να εξαντλεί τις δυνατότητές της στις εμπορικές συναλλαγές, προκειμένου να αποτρέψει τη μετατροπή του σήματος σε ονομασία γένους. Θα πρέπει, κατά συνέπεια, να παροτρύνει τους αρτοποιούς να ενημερώνουν τους καταναλωτές για το σήμα της. Η Γαλλική Δημοκρατία θεωρεί την παράλειψη των ανωτέρω ενεργειών ως ένδειξη σχετικής αδράνειας.

81.

Σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, μόνη η μεταβολή ενός σήματος σε συνήθη εμπορική ονομασία του προϊόντος δεν οδηγεί στην έκπτωση του δικαιούχου του σήματος από τα δικαιώματά του. Αντιθέτως, η μεταβολή αυτή πρέπει να επέρχεται «συνεπεία πράξεων ή αδράνειας» του δικαιούχου του σήματος. Το γράμμα του κανόνα δεν περιέχει συναφώς κανένα περιορισμό της σχετικής αδράνειας, συνεπεία της οποίας ένα σήμα μπορεί να καταστεί συνήθης εμπορική ονομασία.

82.

Στην υπόθεση Levi Strauss το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να λάβει θέση ως προς το είδος της αδράνειας που επαρκεί στο πλαίσιο του υποκειμενικού στοιχείου του πραγματικού. Διαπίστωσε τα εξής: «Η αδράνεια αυτή μπορεί να οφείλεται επίσης σε παράλειψη του δικαιούχου ενός σήματος να επικαλεστεί εγκαίρως το άρθρο 5, προκειμένου να ζητήσει από την αρμόδια αρχή να απαγορεύσει στους εν λόγω τρίτους να χρησιμοποιούν το σημείο για το οποίο υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως με το σήμα αυτό, καθόσον οι ενέργειες αυτές έχουν ακριβώς ως αντικείμενο τη διαφύλαξη της διακριτικής δυνάμεως του εν λόγω σήματος» ( 40 ). Η χρήση της λέξεως «επίσης» καταδεικνύει ότι το Δικαστήριο θεώρησε την περίπτωση που εξέθεσε απλώς ως παράδειγμα σχετικής αδράνειας.

83.

Η έκταση των υποχρεώσεων του δικαιούχου του σήματος προσδιορίζεται ακριβέστερα βάσει του πνεύματος και του σκοπού του κανόνα. Η οδηγία πρέπει να διασφαλίζει την ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων του δικαιούχου του σήματος και των συμφερόντων άλλων επιχειρηματιών να έχουν στη διάθεσή τους σημεία με διακριτική ικανότητα. Κατά συνέπεια, η προστασία των δικαιωμάτων του δικαιούχου ενός σήματος τελεί υπό προϋποθέσεις, καθόσον ο δικαιούχος του σήματος πρέπει να επιδεικνύει επαρκή επιμέλεια όσον αφορά την προστασία του σήματός του ( 41 ). Αυτό, κατά τη γνώμη μου, δεν ισχύει μόνο για την υπεράσπιση του σήματος έναντι προσβολών αλλά και όσον αφορά τους κινδύνους να καταστεί ένα σήμα ονομασία γένους. Η υποχρέωση επιμέλειας σημαίνει ότι ο δικαιούχος του σήματος παρακολουθεί το σήμα και λαμβάνει τα μέτρα που μπορούν ευλόγως να αναμένονται από αυτόν για την προστασία του σήματός του από τη μεταβολή του σε ονομασία γένους.

84.

Στα εθνικά δικαστήρια απόκειται να διαπιστώνουν στις κατ’ ιδίαν περιπτώσεις ποια μέτρα είναι ενδεδειγμένα και μπορούν ευλόγως να αναμένονται από τον δικαιούχο του σήματος. Παραδείγματα τέτοιων μέτρων απαντούν τόσο στην πρακτική του ΓΕΕΑ όσο και στα επιστημονικά συγγράμματα. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται π.χ. η διαφήμιση, η αναγραφή προειδοποιήσεων στις ετικέτες (ή η ανάρτηση πινάκων δίπλα στο προϊόν με την ένδειξη του ονόματος του προϊόντος), ή η άσκηση επιρροής στους εκδότες λεξικών, ώστε να προβαίνουν στην επισήμανση της ιδιότητας σήματος που έχει μια λέξη η οποία περιλαμβάνεται στο λεξικό ( 42 ). Ο ίδιος ο δικαιούχος του σήματος πρέπει να αποφεύγει τη χρησιμοποίηση του σήματος ως ονομασία γένους ( 43 ) και να λαμβάνει τα μέτρα που ευλόγως αναμένονται από αυτόν ώστε να εμποδίσει την εν λόγω χρησιμοποίηση από άλλους και να επιστήσει την προσοχή των συναλλασσομένων στον χαρακτήρα του σήματος ( 44 ). Στο μέτρο που χορηγείται άδεια χρήσεως του σήματος, πρέπει και στο πλαίσιο αυτό να λαμβάνονται τα μέτρα που μπορούν ευλόγως να αναμένονται από τον δικαιούχο του σήματος για την προστασία του σήματος, επομένως, να περιλαμβάνονται στην άδεια αντίστοιχοι όροι και να λαμβάνεται μέριμνα για την τήρησή τους σε λογικά πλαίσια.

85.

Επομένως, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι υφίσταται αδράνεια υπό την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας όταν ο δικαιούχος του σήματος δεν λαμβάνει τα ευλόγως αναμενόμενα από αυτόν μέτρα για την προστασία του σήματός του από τη μεταβολή του σε ονομασία γένους. Στα μέτρα αυτά εντάσσεται και η άσκηση αντίστοιχης επιρροής στους κατόχους αδειών χρήσεως του σήματος.

V – Πρόταση

86.

Για τους ανωτέρω εκτεθέντες λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικά ερωτήματα ως εξής:

Το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/95/EK έχει την έννοια ότι το ενδιαφερόμενο κοινό, προκειμένου να κριθεί αν ένα σήμα έχει καταστεί συνήθης εμπορική ονομασία προϊόντος για το οποίο έχει καταχωριστεί, περιλαμβάνει πρωτίστως τους καταναλωτές και τους τελικούς χρήστες. Ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της αγοράς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι επαγγελματίες που παρεμβάλλονται στην εμπορία του προϊόντος αυτού. Χαρακτηριστικά τα οποία συνηγορούν υπέρ της συνεκτιμήσεως αυτής υπάρχουν, ιδίως, εάν οι αντίστοιχοι επαγγελματίες επηρεάζουν σε ορισμένο βαθμό την απόφαση του τελικού καταναλωτή να αγοράσει το προϊόν. Στο μέτρο που αυτό δεν συμβαίνει, ένα σήμα έχει καταστεί συνήθης εμπορική ονομασία προϊόντος για το οποίο έχει καταχωριστεί, εάν οι τελικοί καταναλωτές το αντιλαμβάνονται ως συνήθη εμπορική ονομασία, μολονότι οι έμποροι, οι οποίοι παρασκευάζουν το ίδιο το προϊόν από προϊόν προγενέστερου σταδίου του δικαιούχου του σήματος και το πωλούν με το σήμα με τη συγκατάθεση του δικαιούχου, γνωρίζουν ότι πρόκειται για ένδειξη προελεύσεως, πλην όμως κατά κανόνα δεν αποκαλύπτουν το στοιχείο αυτό στους τελικούς καταναλωτές.

Για την εκτίμηση της εκπτώσεως του δικαιούχου του σήματος από τα δικαιώματά του δεν έχει σημασία αν οι τελικοί καταναλωτές δεν έχουν άλλη επιλογή, ελλείψει ισοδύναμων εναλλακτικών, πέραν της χρήσεως της ονομασίας αυτής.

Υφίσταται αδράνεια υπό την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας όταν ο δικαιούχος του σήματος δεν λαμβάνει τα ευλόγως αναμενόμενα από αυτόν μέτρα για την προστασία του σήματός του από τη μεταβολή του σε ονομασία γένους. Στα μέτρα αυτά εντάσσεται και η άσκηση αντίστοιχης επιρροής στους κατόχους αδειών χρήσεως του σήματος.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) Έτσι π.χ. στη γερμανική γλώσσα τα σήματα «Fön» (Deutsches Patent- und Markenamt [γερμανικό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας και Σημάτων], αριθμός καταχωρίσεως 739154) ή «Heroin» (βιβλίο σημάτων του Reichspatentamt, αριθ. 31650). Aπό τις 30 Σεπτεμβρίου 1950 δεν μπορεί πλέον να γίνει επίκληση του δευτέρου από τα ανωτέρω δύο σήματα. De Ridder, M., Heroin – Vom Arzneimittel zur Droge, Campus, Frankfurt/Main, 2000, σ. 63 και 64. Για παραδείγματα στη γαλλική γλώσσα, βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση C-371/02, Björnekulla Fruktindustrier (απόφαση της 29ης Aπριλίου 2004, (Συλλογή 2004, σ. I-5791, σημείο 50).

( 3 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 299, σ. 25).

( 4 ) Απόφαση της 29ης Aπριλίου 2004, C-371/02 (Συλλογή 2004, σ. I-5791)

( 5 ) Απόφαση της 27ης Aπριλίου 2006, C-145/05 (Συλλογή 2006, σ. I-3703, σκέψη 34)

( 6 ) Προπαρατεθείσα ανωτέρω, στην υποσημ 3.

( 7 ) Διακανονισμός της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί.

( 8 ) Είναι αυτονόητο ότι τα σήματα μπορούν να προσδιορίσουν και υπηρεσίες. Επειδή, πάντως, η παρούσα περίπτωση αφορά προϊόντα, θα εξετάσω, για λόγους απλουστεύσεως, μόνο τα προϊόντα.

( 9 ) Αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, C-482/09, Budějovický Budvar (Συλλογή 2011, σ. Ι-8701, σκέψη 71), της 4ης Oκτωβρίου 2001, C-517/99, Merz & Krell (Συλλογή 2001, σ. I-6959, σκέψη 22), της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C-39/97, Canon (Συλλογή 1998, σ. I-5507, σκέψη 28).

( 10 ) Προτάσεις μου στην υπόθεση C-661/11, Martin y Paz (εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, σημείο 75).

( 11 ) Αποφάσεις Canon (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψη 28), της 17ης Oκτωβρίου 1990, C-10/89, HAG II (Συλλογή 1990, σ. I-3711, σκέψεις 13 και 14).

( 12 ) Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας.

( 13 ) Βλ. απόφαση Merz & Krell (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψεις 28 και 31), προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer στην υπόθεση Merz & Krell (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σημείο 40).

( 14 ) Απόφαση Björnekulla Fruktindustrier (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 22).

( 15 ) Πρώτη οδηγία του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 40, σ. 1).

( 16 ) Βλ. άρθρα 4, 7, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και 51 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1). Αντίστοιχες διατάξεις περιελάμβανε και ο κανονισμός (EΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11, σ. 1).

( 17 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ Anheuser-Busch κατά Πορτογαλίας της 11ης Ιανουαρίου 2007 (αριθ. 73049/01).

( 18 ) Απόφαση Levi Strauss (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 19).

( 19 ) Σημείο 27 των παρουσών προτάσεων.

( 20 ) Βλ., για παράδειγμα, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer στην υπόθεση C-206/01, Arsenal Football Club (απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2002, Συλλογή 2002, σ. I-10273, σημείο 46).

( 21 ) Αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, C-323/09, Interflora και Interflora British Unit (Συλλογή 2011, σ. I-8625, σκέψη 38), της 23ης Mαρτίου 2010, C-236/08 έως C-238/08, Google France και Google (Συλλογή 2010, σ. I-2417, σκέψη 77), της 18ης Ιουνίου 2009, C-487/07, L’Oréal κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I-5185, σκέψη 58)· βλ. Cornish, W. κ.λπ., Intellectual Property, Λονδίνο, Sweet & Maxwell, 7η έκδοση 2010, σ. 658 έως 661.

( 22 ) Jehoram, T. κ.λπ., European Trademark Law, Kluwer, Alpen aan den Rijn, 2010, σ. 12 και 13.

( 23 ) Fezer, K.-.H., Markenrecht, C.H. Beck, Μόναχο, 4η έκδοση 2009, Εισαγωγή, σημείο 8.

( 24 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση C-337/95, Parfums Christian Dior (απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 1997, Συλλογή 1997, σ. I-6013, σημείο 39) (η υπογράμμιση δική μου).

( 25 ) Για το, διαφορετικό από το εν προκειμένω εξεταζόμενο, ζήτημα των κυρώσεων που προβλέπονται στο δίκαιο των σημάτων για σημαντικές διακυμάνσεις των ιδιοτήτων του προϊόντος, βλ. (στο αμερικανικό δίκαιο) Hennig-Bodewig, F., Die Qualitätsfunktion der Marke im amerikanischen Recht, GRUR Int. 1985, 445.

( 26 ) Απόφαση Björnekulla Fruktindustrier (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 24 και 26).

( 27 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση Björnekulla Fruktindustrier (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σημεία 29-43).

( 28 ) Πάντως, ο γενικός εισαγγελέας P. Léger είναι της γνώμης ότι από τη διατύπωση των διατάξεων και την πρακτική που ακολουθεί το ΓΕΕΑ συνάγεται ότι σημείο αναφοράς πρέπει να αποτελέσουν τόσο η άποψη του μέσου καταναλωτή όσο και αυτή των επαγγελματικών κύκλων που ασχολούνται με την εμπορία της οικείας κατηγορίας προϊόντων και υπηρεσιών. Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση Björnekulla Fruktindustrier (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σημεία 57 έως 60).

( 29 ) Αποφάσεις της 6ης Μαΐου 2003, C-104/01, Libertel (Συλλογή 2003, σ. I-3793, σκέψεις 45 και 46), της 12ης Φεβρουαρίου 2004, C-363/99, Koninklijke KPN Nederland (Συλλογή 2004, σ. I-1619, σκέψη 76), της 12ης Φεβρουαρίου 2004, C-218/01, Henkel (Συλλογή 2004, σ. I-1725, σκέψη 50), της 21ης Oκτωβρίου 2004, C-64/02 P, ΓΕΕΑ κατά Erpo Möbelwerk (Συλλογή 2004, σ. I-10031, σκέψη 43), και της 4ης Μαΐου 1999, C-108/97 και C-109/97, Windsurfing Chiemsee (Συλλογή 1999, σ. I-2779, σκέψη 53)· προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer στην υπόθεση Merz & Krell (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σημείο 44)· προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer στην υπόθεση Levi Strauss (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σημείο 23).

( 30 ) Απόφαση Windsurfing Chiemsee (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 29, σκέψη 29).

( 31 ) Απόφαση Björnekulla Fruktindustrier (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 24).

( 32 ) Έτσι, πάντως, όσον αφορά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94, η απόφαση της 26ης Aπριλίου 2007, C-412/05 P, Alcon κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2007, σ. I-3569, σκέψη 56). Βλ. και τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Alcon κατά ΓΕΕΑ (σημεία 48 έως 52).

( 33 ) Bayer Co. v. United Drug Co. (S.D.N.Y. 1921), 272 F. 505. Βλ. Berner Intern. Corp. V. Mars Sales Co. (3rd Cir. 1993), 987 F.2d 975· Lemley, M. και McKenna, M., Is Pepsi Really a Substitute for Coke?, 100 Georgetown L. J. S. 2055, 2066 έως 2069 (2012).

( 34 ) Proceso 11-IP-2002.

( 35 ) 4 Ob 128/04h – Memory. Η προαναφερθείσα συλλογιστική υιοθετείται και στη νομολογία των γερμανικών δικαστηρίων προς στήριξη συσταλτικής ερμηνείας: OLG München, GRUR-RR 2006, 84, 85 “Memory”.

( 36 ) OGH, 4 Ob 269/01i – Sony Walkman II της 29ης Ιανουαρίου 2002· βλ. OGH, 4 Ob 128/04h – Memory της 6ης Ιουλίου 2004.

( 37 ) Wittgenstein, L., Philosophische Untersuchungen, Akademie Verlag, Βερολίνο 2011, § 43.

( 38 ) OGH, 4 Ob 128/04h – Memory της 6ης Ιουλίου 2004.

( 39 ) Απόφαση της 10ης Aπριλίου 2008, C-102/07, adidas και adidas Benelux (Συλλογή 2008, σ. I-2439, σκέψεις 22 έως 24).

( 40 ) Απόφαση Levi Strauss (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 34).

( 41 ) Απόφαση Levi Strauss (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψεις 29 και 30).

( 42 ) Στο μέτρο που υφίσταται σχετικό δικαίωμα, αυτό πρέπει να ασκείται. Κατευθυντήριες γραμμές για τις ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίες, τελικό κείμενο: Νοέμβριος 2007, Tμήμα Δ, κεφάλαιο 2, σ. 9.

( 43 ) BK 595/2008-4 – 5HTP· De la Fuente García, E. in O’Callaghan Muñoz, X., Propiedad Industrial, Centro de Estudios Ramón Areces, Μαδρίτη, 2001, σ. 223.

( 44 ) Eisenführ, G. in Eisenführ, G. & Schennen, D., Gemeinschaftsmarkenverordnung, Carl Heymanns Verlag, Κολωνία, 3η έκδοση, 2010, άρθρο 51, σημείο 22· Galli, C. κ.λπ. in Bonlini G. & Confortini, M., Codice Commentato della Proprietà Industriale e Intelletuale, UTET, Milanofiori Assago 2011, σ. 191.

Top