Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011TJ0326

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 25ης Απριλίου 2012.
Brainlab AG κατά Γραφείον εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).
Κοινοτικό σήμα - Κοινοτικό λεκτικό σήμα BrainLAB - Μη υποβολή αιτήσεως ανανεώσεως της καταχωρίσεως του σήματος - Διαγραφή του σήματος κατά τη λήξη του χρόνου ισχύος της καταχωρίσεως - Αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση - Άρθρο 81 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009.
Υπόθεση T-326/11.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2012:202

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 25ης Απριλίου 2011 ( *1 )

«Κοινοτικό σήμα — Κοινοτικό λεκτικό σήμα BrainLAB — Μη υποβολή αιτήσεως ανανεώσεως της καταχωρίσεως του σήματος — Διαγραφή του σήματος κατά τη λήξη του χρόνου ισχύος της καταχωρίσεως — Αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση — Άρθρο 81 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Στην υπόθεση T‑326/11,

Brainlab AG, με έδρα το Feldkirchen (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον J. Bauer, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενο από την R. Manea,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 15ης Απριλίου 2011 (υπόθεση R 1596/2010‑4), σχετικά με τις κατατεθείσες από την προσφεύγουσα αιτήσεις επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (restitutio in integrum) και ανανεώσεως της καταχωρίσεως του σήματος BrainLAB,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Ιουνίου 2011,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Σεπτεμβρίου 2011,

έχοντας υπόψη την τροποποίηση της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας ενός μηνός από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και κρίνοντας επομένως, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 135α του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ότι πρέπει να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Το νομικό πλαίσιο

1

Κατά το άρθρο 46 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1), η καταχώριση του κοινοτικού σήματος διαρκεί επί μία δεκαετία από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως. Είναι δυνατή η ανανέωση της καταχωρίσεως, κατά το άρθρο 47 του ιδίου κανονισμού, ανά δεκαετία.

2

Κατά το άρθρο 47, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 207/2009:

«1.   Η καταχώριση του κοινοτικού σήματος ανανεώνεται κατ’ αίτηση του δικαιούχου του σήματος ή κάθε προσώπου ρητά εξουσιοδοτημένου από αυτόν, εφόσον έχουν καταβληθεί τα τέλη.

2.   Τα Γραφείο ενημερώνει τον δικαιούχο του κοινοτικού σήματος και κάθε δικαιούχο καταχωρισμένου επ’ αυτού δικαιώματος για τη λήξη ισχύος της καταχώρισης, εγκαίρως πριν από την επέλευσή της. Το Γραφείο δεν ευθύνεται σε περίπτωση μη ενημέρωσης.

3.   Η αίτηση ανανέωσης υποβάλλεται εντός προθεσμίας έξι μηνών η οποία λήγει την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο λήγει η διάρκεια προστασίας του σήματος […]».

3

Κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, το οποίο τιτλοφορείται «Επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (restitutio in integrum)»:

«Ο καταθέτης ή ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος ή οποιοσδήποτε άλλος διάδικος σε διαδικασία ενώπιον του Γραφείου ο οποίος, παρότι επέδειξε όλη την επιμέλεια που επιβάλλουν οι περιστάσεις, δεν μπόρεσε να τηρήσει μια προθεσμία έναντι του Γραφείου, αποκαθίσταται, μετά από αίτηση, στα δικαιώματά του εάν το κώλυμα είχε ως άμεση συνέπεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, την απώλεια δικαιώματος ή ένδικου μέσου.»

4

Κατά τον κανόνα 29 του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303, σ. 1, στο εξής: κανονισμός εφαρμογής), ο οποίος τιτλοφορείται «Γνωστοποίηση της λήξης ισχύος της καταχώρησης»:

«Τουλάχιστον έξι μήνες πριν λήξει η ισχύς της καταχώρησης το Γραφείο ενημερώνει το δικαιούχο του κοινοτικού σήματος και κάθε δικαιούχο καταχωρημένου δικαιώματος επί του κοινοτικού σήματος, συμπεριλαμβανομένων των αδειών χρήσης για την επικείμενη λήξη ισχύος της καταχώρησης. Τυχόν παράλειψη της ενημέρωσης αυτής δεν επηρεάζει τη λήξη ισχύος της καταχώρησης.»

5

Κατά τον κανόνα 30, παράγραφος 5, του κανονισμού εφαρμογής, αν δεν κατατεθεί αίτηση για ανανέωση πριν τη λήξη της προβλεπόμενης στο άρθρο 47, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009 προθεσμίας ή η αίτηση κατατεθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) διαπιστώνει ότι έχει λήξει η ισχύς της καταχωρίσεως και ενημερώνει σχετικά τον δικαιούχο του κοινοτικού σήματος.

6

Κατά τον κανόνα 67, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής, ο οποίος τιτλοφορείται «Κοινοποίηση στους αντιπροσώπους»:

«Αν έχει οριστεί αντιπρόσωπος […], οι κοινοποιήσεις πραγματοποιούνται προς αυτόν τον ορισθέντα […] αντιπρόσωπο.»

Ιστορικό της διαφοράς

7

Η προσφεύγουσα, Brainlab AG, είναι δικαιούχος του κοινοτικού λεκτικού σήματος BrainLAB, το οποίο κατατέθηκε στις 26 Αυγούστου 1999 και καταχωρίσθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2000 με αριθμό 1290113. Ένα γραφείο δικηγόρων και συμβούλων σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ορίστηκε επί τη ευκαιρία της καταχωρίσεως αυτής ως αντιπρόσωπος της δικαιούχου ενώπιον του ΓΕΕΑ, κατά την έννοια του κανόνα 67, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής (στο εξής: ορισθέντες αντιπρόσωποι).

8

Με έγγραφο της 2ας Δεκεμβρίου 2008, οι ορισθέντες αντιπρόσωποι ζήτησαν από το ΓΕΕΑ να καταχωρίσει στη βάση δεδομένων του την αλλαγή διευθύνσεως της προσφεύγουσας. Στις 18 Φεβρουαρίου 2009 το ΓΕΕΑ ενημέρωσε τους ορισθέντες αντιπροσώπους για την καταχώριση αυτής της αλλαγής διευθύνσεως.

9

Εν τω μεταξύ, στις 2 Φεβρουαρίου 2009, το ΓΕΕΑ απέστειλε απευθείας στην προσφεύγουσα, και όχι στους ορισθέντες αντιπροσώπους, με αναφορά, λόγω σφάλματος, της προηγούμενης διευθύνσεώς της, ανακοίνωση δυνάμει του άρθρου 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 και του κανόνα 29 του κανονισμού εφαρμογής, με την οποία την ενημέρωνε για την προσεχή λήξη της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος (στο εξής: έγγραφο υπομνήσεως). Στο έγγραφο αυτό αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι η υποβολή της αιτήσεως για την ανανέωση της καταχωρίσεως και η καταβολή των τελών ανανεώσεως έπρεπε να γίνει πριν την 31η Αυγούστου 2009 ή, υπό την προϋπόθεση καταβολής πρόσθετου τέλους, εντός συμπληρωματικής προθεσμίας η οποία έληγε την 1η Μαρτίου 2010.

10

Δεν αμφισβητείται ότι, παρά το σφάλμα όσον αφορά τη διεύθυνση, το έγγραφο υπομνήσεως περιήλθε στην προσφεύγουσα λίγες ημέρες μετά την αποστολή του, χάρη στην ταχυδρομική υπηρεσία προωθήσεως της αλληλογραφίας.

11

Από τα στοιχεία της δικογραφίας, και ιδίως την ένορκη βεβαίωση του W., του επιφορτισμένου με την παρακολούθηση του επίμαχου σήματος υπαλλήλου της προσφεύγουσας, δεν προκύπτει αν αυτός απέστειλε το εν λόγω έγγραφο υπομνήσεως στους ορισθέντες αντιπροσώπους. Αυτοί δηλώνουν ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ομοίως, στο υπόμνημά του αντικρούσεως το ΓΕΕΑ παρατηρεί ότι δεν υπάρχει στοιχείο το οποίο να πιστοποιεί ότι η αποστολή αυτή όντως πραγματοποιήθηκε. Εξάλλου, στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας βρέθηκε εκ των υστέρων το έγγραφο υπομνήσεως εντός του φακέλου που περιείχε τη σχετική με το επίμαχο σήμα αλληλογραφία με τους ορισθέντες αντιπροσώπους.

12

Σε κάθε περίπτωση, δεν υπεβλήθη στο ΓΕΕΑ αίτηση ανανεώσεως της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών και το ΓΕΕΑ εξέδωσε ανακοίνωση δυνάμει του κανόνα 30, παράγραφος 5, του κανονισμού εφαρμογής, διαπιστώνουσα τη λήξη της καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος τη 2α Μαρτίου 2010. Στις 23 Μαρτίου 2010, η ανακοίνωση αυτή απεστάλη επίσης απευθείας στην προσφεύγουσα, αλλά στη νέα της διεύθυνση.

13

Την 1η Απριλίου 2010, οι ορισθέντες αντιπρόσωποι ενημέρωσαν το ΓΕΕΑ ότι είχαν λάβει γνώση του γεγονότος ότι η σχετική μνεία για τον ορισμό τους ως αντιπροσώπων της προσφεύγουσας είχε, λόγω σφάλματος, διαγραφεί από τη βάση δεδομένων του ΓΕΕΑ, χωρίς αυτοί να το έχουν ζητήσει. Κατέθεσαν νέα αίτηση ορισμού τους ως αντιπροσώπων της προσφεύγουσας, που επικυρώθηκε με ανακοίνωση του ΓΕΕΑ της ίδιας ημέρας.

14

Στις 19 Μαΐου 2010, οι ορισθέντες αντιπρόσωποι κατέθεσαν ενώπιον του ΓΕΕΑ, στο όνομα και για λογαριασμό της προσφεύγουσας, αίτηση για την ανανέωση της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος καθώς και αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, κατά την έννοια του άρθρου 81 του κανονισμού 207/2009, όσον αφορά την προθεσμία καταθέσεως της αιτήσεως για την ανανέωση της εν λόγω καταχωρίσεως και καταβολής του τέλους ανανεώσεως.

15

Με απόφαση της 29ης Ιουλίου 2010, το τμήμα διαχειρίσεως των σημάτων και νομικών θεμάτων του ΓΕΕΑ απέρριψε την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση για τον λόγο ότι ούτε η προσφεύγουσα ούτε οι ορισθέντες αντιπρόσωποί της είχαν επιδείξει την επιβαλλόμενη κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 επιμέλεια.

16

Στις 16 Αυγούστου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009. Οι προβληθέντες προς στήριξη της προσφυγής λόγοι ήταν, κατ’ ουσίαν, οι εξής:

οι ορισθέντες αντιπρόσωποι έχουν στη διάθεσή τους σύστημα παρακολουθήσεως των προθεσμιών για την ανανέωση καταχωρίσεως των κοινοτικών σημάτων των οποίων την ευθύνη έχουν αναλάβει, το οποίο αποτελείται από τρεις ανεξάρτητες μεταξύ τους διαδικασίες (στο εξής: δικλίδες ελέγχου)·

η πρώτη δικλίδα συνίσταται σε σύστημα προειδοποιήσεως μέσω τυποποιημένων καρτελών που έχουν καταταγεί με χρονολογική σειρά, το οποίο πληροφορεί τρεις μήνες πριν για τη λήξη της δεκαετούς προθεσμίας για την ανανέωση της καταχωρίσεως των σημάτων·

η δεύτερη δικλίδα συνίσταται στην τήρηση μητρώου των προθεσμιών για την ανανέωση της καταχωρίσεως των σημάτων από τον ίδιο τον δικηγόρο ο οποίος είναι επιφορτισμένος στο γραφείο των ορισθέντων αντιπροσώπων με την παρακολούθηση του συγκεκριμένου σήματος·

η τρίτη δικλίδα συνίσταται στην επεξεργασία των εγγράφων υπομνήσεως που αποστέλλει το ΓΕΕΑ στους ορισθέντες αντιπροσώπους κατά τον κανόνα 29 του κανονισμού εφαρμογής·

οι δύο πρώτες δικλίδες, οι οποίες είναι εσωτερικές διαδικασίες του γραφείου των ορισθέντων αντιπροσώπων, δεν λειτούργησαν εν προκειμένω, για ανεξήγητους λόγους, μολονότι τη διαχείρισή τους είχαν επιμελείς και έμπειροι συνεργάτες, υποκείμενοι σε τακτικούς ελέγχους·

η τρίτη δικλίδα δεν λειτούργησε λόγω σφάλματος καταλογιστέου στο ΓΕΕΑ, το οποίο είχε αποστείλει το έγγραφο υπομνήσεως προς την προσφεύγουσα στην παλαιά της διεύθυνση και όχι στους ορισθέντες αντιπροσώπους της· αυτό το σφάλμα του ΓΕΕΑ δεν θα έπρεπε να έχει προκαλέσει κανένα πρόβλημα στους ενδιαφερόμενους·

ο W., ο υπάλληλος της προσφεύγουσας που παρέλαβε το έγγραφο υπομνήσεως και είναι έμπειρο στέλεχος, είχε την πρόθεση να το αποστείλει σε συνεργάτιδα των ορισθέντων αντιπροσώπων, πιθανώς μέσω ηλεκτρονικού ταχυδομείου· δεν θυμάται, εντούτοις, αν το έπραξε ή αν απέστειλε το έγγραφο αυτό σε λάθος διεύθυνση· γεγονός είναι ότι αυτό βρέθηκε να έχει καταχωρισθεί στον τηρούμενο για το σήμα φάκελο στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας, οι ορισθέντες αντιπρόσωποι δεν το έλαβαν ποτέ και, ως εκ τούτου, την αποστολή του δεν ακολούθησε καμία αντίδρασή τους.

17

Με απόφαση της 15ης Απριλίου 2011 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και διαπίστωσε ότι η ισχύς του επίμαχου σήματος είχε λήξει.

18

Αντιθέτως προς το τμήμα διαχειρίσεως των σημάτων και νομικών θεμάτων, το τμήμα προσφυγών δέχθηκε, στα σημεία 13 και 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το σύστημα παρακολουθήσεως των προθεσμιών για την ανανέωση της καταχωρίσεως των σημάτων που εφαρμόζουν οι ορισθέντες αντιπρόσωποι λειτουργούσε ομαλώς, ότι είχαν εκπληρώσει το καθήκον τους για παρακολούθηση κανονικώς και ορθώς, ότι κατ’ εξαίρεση εμφανιζόμενα σφάλματα του συστήματός τους παρακολουθήσεως μπορούσαν να θεωρηθούν συγγνωστά και ότι κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τη σωρευτική δυσλειτουργία όλων των εφαρμοζόμενων προληπτικών μέτρων.

19

Έκρινε, εντούτοις, στα σημεία 14 και 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν υπήρχε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παρατηρούμενης εν προκειμένω δυσλειτουργίας του συστήματος αυτού και της μη ανανεώσεως της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, ο λόγος της μη ανανεώσεως δεν ήταν η δυσλειτουργία του συστήματος παρακολουθήσεως των προθεσμιών που εφαρμόζουν οι ορισθέντες αντιπρόσωποι, αλλά η «ελεύθερη και οικειοθελής» παράλειψη της προσφεύγουσας να δώσει εντολή για την ανανέωση της εν λόγω καταχωρίσεως, κατόπιν της λήψεως του εγγράφου υπομνήσεως.

20

Όσον αφορά αυτή την έλλειψη αντιδράσεως, το τμήμα προσφυγών επισήμανε, εκ προοιμίου, στο σημείο 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι στην ένορκη βεβαίωση του W. δεν εκτίθεται η δική του εκδοχή της αλληλουχίας των γεγονότων, ιδίως όσον αφορά την ενδεχόμενη πρόθεση ή απόφαση της προσφεύγουσας να προβεί στην ανανέωση της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος και τις επαφές που ενδεχομένως έγιναν προς τον σκοπό αυτό με τη συνεργάτιδα των ορισθέντων αντιπροσώπων.

21

Το τμήμα προσφυγών έκρινε, στη συνέχεια, στα σημεία 16 έως 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ακόμα και αν οι ορισθέντες αντιπρόσωποι είχαν ειδοποιηθεί για την προσεχή λήξη της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος από το εσωτερικό τους σύστημα προειδοποιήσεως ή ακόμα και να είχαν λάβει το έγγραφο υπομνήσεως, δεν θα μπορούσαν μόνοι τους να προβούν στην ανανέωση της καταχωρίσεως, χωρίς σχετική εντολή της προσφεύγουσας. Δεν υπήρχε επομένως αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των γεγονότων αυτών και της μη ανανεώσεως της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος της οποίας μόνος λόγος ήταν η έλλειψη εντολής για την ανανέωση εκ μέρους της προσφεύγουσας, ακόμα και κατόπιν της λήψεως εκ μέρους της του εγγράφου υπομνήσεως. Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι αυτή η έλλειψη εντολής εκ μέρους της προσφεύγουσας ήταν αντίθετη προς την υποχρέωση επιμέλειας.

22

Στο σημείο 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών δέχθηκε εξάλλου ότι όντως κακώς το ΓΕΕΑ απηύθυνε το έγγραφο υπομνήσεως όχι στους ορισθέντες αντιπροσώπους, αλλά απευθείας στην προσφεύγουσα. Εντούτοις, έκρινε ότι, δυνάμει του άρθρου 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, δεν ήταν δυνατόν να καταλογισθεί στο ΓΕΕΑ η ευθύνη του σφάλματος αυτού. Εξάλλου, ως εκ της φύσεως μιας τέτοιας υπηρεσιακής ανακοινώσεως δεν μπορεί ο ενδιαφερόμενος να επαφίεται στη λήψη της.

Αιτήματα των διαδίκων

23

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του τμήματος προσφυγών προκειμένου αυτό να κρίνει αν επεδείχθη στο πλαίσιο της ανανεώσεως της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος η απαιτούμενη επιμέλεια·

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

24

Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

25

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έναν και μόνο λόγο, τον οποίο αντλεί από την παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

26

Η προσφεύγουσα αρχικώς εκθέτει λεπτομερώς το σύστημα παρακολουθήσεως των προθεσμιών για την ανανέωση των σημάτων το οποίο εφαρμόζουν οι ορισθέντες αντιπρόσωποί της. Υπογραμμίζει ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι το σύστημα αυτό λειτουργούσε ομαλώς, πράγμα το οποίο κατά την άποψή της καθιστά συγγνωστό το σφάλμα στο οποίο υπέπεσαν εν προκειμένω οι εν λόγω αντιπρόσωποι.

27

Σε απάντηση των προσαπτόμενων στην ίδια την προσφεύγουσα, εκ μέρους του τμήματος προσφυγών, αιτιάσεων περί αμέλειας και μη συγγνωστής πλάνης, λόγω του ότι δεν έδωσε εντολή στους ορισθέντες αντιπροσώπους της κατόπιν της λήψεως εκ μέρους της του εγγράφου υπομνήσεως, εκθέτει ότι οι εν λόγω αντιπρόσωποι ενεργούν ως νόμιμοι αντιπρόσωποί της, μεταξύ άλλων ενώπιον του ΓΕΕΑ, για το σύνολο των 654 εθνικών, κοινοτικών και ευρωπαϊκών σημάτων και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της, στα οποία περιλαμβάνονται 16 κοινοτικά σήματα. Στο πλαίσιο αυτό, την ενημερώνουν συστηματικά, μεταξύ τριών και ενός μηνός πριν τη λήξη της προθεσμίας για την ανανέωση της καταχωρίσεως καθενός από τα σήματά της, ζητώντας την παροχή εντολής για να προβούν στην εν λόγω ανανέωση. Μέχρι την υπό κρίση υπόθεση, η προσφεύγουσα ελάμβανε πάντοτε κανονικά τις υπομνήσεις αυτές και αντιδρούσε συστηματικά σε αυτές. Αντιθέτως, δεν είχε λάβει ποτέ τέτοιες υπομνήσεις ευθέως από το ΓΕΕΑ, εκτός από τη συγκεκριμένη περίπτωση. Η προσφεύγουσα εκτιμά, κατά συνέπεια, ότι εύλογα μπορούσε να επαφίεται στο ότι οι ορισθέντες αντιπρόσωποί της θα της εφιστούσαν την προσοχή επί της ανάγκης ανανεώσεως της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος εντός της συνήθους τρίμηνης προθεσμίας. Αυτός ήταν επίσης ο λόγος για τον οποίο δεν αντέδρασε διαφορετικά στο έγγραφο υπομνήσεως.

28

Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι δεν απόκειται στον δικαιούχο κοινοτικού σήματος να δημιουργήσει δικό του σύστημα παρακολουθήσεως των προθεσμιών, παράλληλο εκείνου των επαγγελματιών αντιπροσώπων του. Αντιθέτως, μόνο το σύστημα παρακολουθήσεως των προθεσμιών του επαγγελματία αντιπροσώπου θα έπρεπε να προσφέρει εγγυήσεις όσον αφορά την ομαλή λειτουργία του [απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Μαΐου 2009, T-136/08, Aurelia Finance κατά ΓΕΕΑ (AURELIA), Συλλογή 2009, σ. II-1361, σκέψη 18]. Αυτό όντως συνέβαινε εν προκειμένω.

29

Όσον αφορά τη φερόμενη έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της δυσλειτουργίας του εφαρμοζόμενου από τους ορισθέντες αντιπροσώπους της συστήματος παρακολουθήσεως των προθεσμιών και της μη έγκαιρης ανανεώσεως της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω), η προσφεύγουσα τονίζει το γεγονός ότι το εν λόγω σήμα συμπίπτει με την εμπορική της επωνυμία και ότι το σήμα αυτό κατατέθηκε εκ νέου ως κοινοτικό σήμα στις 30 Μαρτίου 2010, δηλαδή μία βδομάδα μετά την αποστολή της ανακοινώσεως σχετικά με τη διαγραφή του από το μητρώο των κοινοτικών σημάτων. Η παραδοχή του τμήματος προσφυγών ότι ουδαμώς προκύπτει ότι η προσφεύγουσα θα είχε δώσει εντολή για ανανέωση της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος, αν είχε ενημερωθεί για την επικείμενη λήξη της από τους ορισθέντες αντιπροσώπους της, ουδόλως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αντιθέτως, υποστηρίζει ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας, οι ορισθέντες αντιπρόσωποί της, οι οποίοι την αντιπροσωπεύουν σε όλους τους τομείς της προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας, θα είχαν μεριμνήσει για την ανανέωση της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος ακόμα και σε περίπτωση ελλείψεως ρητής προς τούτο εντολής και δεν θα είχαν ενεργήσει άλλως παρά μόνο σε περίπτωση ρητής εντολής για μη ανανέωση.

30

Κατά το ΓΕΕΑ, η προσφυγή είναι προδήλως αβάσιμη.

31

Όσον αφορά τη δική του συμπεριφορά, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει, αφενός, ότι, κατά το άρθρο 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 και τον κανόνα 29 του κανονισμού εφαρμογής, έχει την υποχρέωση να ενημερώνει τον ίδιο τον δικαιούχο για την επικείμενη λήξη της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος. Καμία από τις διατάξεις αυτές δεν προβλέπει υποχρέωση ενημερώσεως του τυχόν επαγγελματία αντιπροσώπου.

32

Αφετέρου, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι, κατά το γράμμα των ιδίων ως άνω διατάξεων, δεν φέρει ευθύνη για την μη ενημέρωση του ενδιαφερόμενου ούτε, κατά μείζονα λόγο, για «αποστολή σε λάθος διεύθυνση».

33

Όσον αφορά το ζήτημα αν με το εφαρμοζόμενο από τους ορισθέντες αντιπροσώπους σύστημα παρακολουθήσεως των προθεσμιών επιδεικνύεται η επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις επιμέλεια, το ΓΕΕΑ συμφωνεί με την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι το ζήτημα αυτό στερείται σημασίας εν προκειμένω.

34

Όσον αφορά τη φερόμενη έλλειψη επιμέλειας εκ μέρους της ίδιας της προσφεύγουσας, το ΓΕΕΑ συμμερίζεται την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι, εν προκειμένω, ήταν η καθοριστική αιτία της παρελεύσεως της προθεσμίας για την ανανέωση της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος. Η προσφεύγουσα είχε πράγματι τη δυνατότητα να προβεί στην ανανέωση αυτή για περίοδο σχεδόν δεκατριών μηνών. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η προσφεύγουσα δεν προέβη σε καμία ενέργεια ενώπιον του ΓΕΕΑ και δεν έδωσε καμία εντολή στους ορισθέντες αντιπροσώπους της, ούτε επικοινώνησε με αυτούς, μολονότι είχε επισήμως ειδοποιηθεί με το έγγραφο υπομνήσεως για την προσεχή λήξη της εν λόγω καταχωρίσεως. Αυτή η συμπεριφορά δεν συνάδει με την επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις επιμέλεια, δεδομένου ότι το επίμαχο σήμα ήταν το «επώνυμο σήμα» της προσφεύγουσας και θα έπρεπε, εξ αυτού του λόγου, να έχει τύχει ιδιαίτερης προσοχής.

35

Το ΓΕΕΑ εκτιμά ότι το επιχείρημα ότι οι ορισθέντες αντιπρόσωποι, σε περίπτωση αμφιβολίας, θα είχαν προβεί στην ανανέωση της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος ακόμα και ελλείψει σχετικής εντολής της προσφεύγουσας (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω) είναι αλυσιτελές, επειδή είναι εντελώς υποθετικό. Επιπλέον δε αναιρείται, από τα εκτιθέμενα στο σημείο 44 του δικογράφου της προσφυγής, κατά τα οποία η εντολή των ορισθέντων αντιπροσώπων δεν τους παρείχε την εξουσία να προβαίνουν στην ανανέωση της καταχωρίσεως σήματος με δική τους πρωτοβουλία και χωρίς συγκεκριμένες οδηγίες εκ μέρους της προσφεύγουσας.

36

Συναφώς, από το άρθρο 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση εξαρτάται από δύο προϋποθέσεις, εκ των οποίων η πρώτη είναι ότι ο διάδικος ενήργησε με όλη την επιμέλεια που απαιτούσαν οι περιστάσεις και η δεύτερη ότι το κώλυμα του διαδίκου είχε ως άμεση συνέπεια την απώλεια δικαιώματος ή ένδικου βοηθήματος [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, T‑271/09, Prinz Sobieski zu Schwarzenberg κατά ΓΕΕΑ και British-American Tobacco Polska (Romuald Prinz Sobieski zu Schwarzenberg), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

37

Από αυτή τη διάταξη προκύπτει επίσης ότι το καθήκον επιμελείας βαρύνει κυρίως τον δικαιούχο του κοινοτικού σήματος. Έτσι, αν ο δικαιούχος αναθέσει σε άλλον τα σχετικά με την ανανέωση σήματος διοικητικά καθήκοντα, οφείλει να εξασφαλίσει ότι το επιλεγέν πρόσωπο παρουσιάζει τα αναγκαία εχέγγυα βάσει των οποίων πιθανολογείται η ορθή εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων (απόφαση AURELIA, προπαρατεθείσα, σκέψη 14).

38

Πρέπει επίσης να θεωρηθεί ότι, λόγω της αναθέσεως των καθηκόντων αυτών, το επιλεγέν πρόσωπο υπόκειται, όπως ακριβώς και ο δικαιούχος, στο εν λόγω καθήκον επιμελείας. Πράγματι, εφόσον το πρόσωπο αυτό ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του δικαιούχου, οι πράξεις του πρέπει να θεωρούνται ως πράξεις του δικαιούχου (προπαρατεθείσες αποφάσεις AURELIA, σκέψη 15, και Romuald Prinz Sobieski zu Schwarzenberg, σκέψη 54).

39

Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη τα εκτιθέμενα ανωτέρω γεγονότα, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η μη ανανέωση της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών οφείλεται στη χαρακτηριζόμενη από το τμήμα προσφυγών, όπως και από το τμήμα διαχειρίσεως των σημάτων και νομικών θεμάτων, «αλληλουχία μεγάλου αριθμού ατυχών περιστάσεων» (σημείο 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επιδοκιμασθεί ανεπιφύλακτα η γενική εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι «η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση προβλέπεται ακριβώς για τέτοιες περιπτώσεις».

40

Μεταξύ των επίμαχων «ατυχών περιστάσεων», τρεις πρέπει να θεωρηθεί, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, ότι συνέβαλαν καθοριστικά στην μη ανανέωση, ήτοι: i) η δυσλειτουργία, η οποία παραμένει ανεξήγητη, των δύο πρώτων εσωτερικών «δικλίδων ελέγχου» του εφαρμοζόμενου από τους ορισθέντες αντιπροσώπους συστήματος παρακολουθήσεως των προθεσμιών· ii) η ακούσια και μη ζητηθείσα διαγραφή της μνείας των ορισθέντων αντιπροσώπων ως αντιπροσώπων της προσφεύγουσας από τη βάση δεδομένων του ΓΕΕΑ (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω), η οποία είχε ως συνέπεια την κατά λάθος αποστολή του εγγράφου υπομνήσεως στην προσφεύγουσα, και μάλιστα στην παλαιά της διεύθυνση, και όχι στους ορισθέντες αντιπροσώπους της· iii) η συγκεχυμένη και μη ενδεδειγμένη αντίδραση του W. στο έγγραφο αυτό, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να μη λάβουν οι ορισθέντες αντιπρόσωποι καμία οδηγία για την ανανέωση της καταχωρίσεως με πρωτοβουλία της ίδιας της προσφεύγουσας.

41

Όσον αφορά την πρώτη από αυτές τις «ατυχείς περιστάσεις», πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, με τους όρους «όλη την επιμέλεια που επιβάλλουν οι περιστάσεις» οι οποίοι περιλαμβάνονται στο άρθρο 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 νοείται ότι απαιτείται, σε περίπτωση αναθέσεως σε εξειδικευμένο αντιπρόσωπο, η εφαρμογή εσωτερικού συστήματος ελέγχου και παρακολουθήσεως των προθεσμιών το οποίο γενικώς αποκλείει την ακούσια μη τήρησή τους, κατά τα προβλεπόμενα στις οδηγίες σχετικά με τις διαδικασίες ενώπιον του ΓΕΕΑ. Συνεπώς, μόνον έκτακτα γεγονότα και, ως εκ τούτου, απρόβλεπτα σύμφωνα με τα διδάγματα της πείρας μπορούν να συνεπάγονται επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (απόφαση AURELIA, προπαρατεθείσα, σκέψη 26).

42

Αυτές οι προϋποθέσεις προδήλως πληρούνται εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις του τμήματος προσφυγών και τις, μη αμφισβητούμενες από το ΓΕΕΑ, λεπτομερείς συμπληρωματικές εξηγήσεις τις οποίες προέβαλε η προσφεύγουσα.

43

Πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα έδρασε, a priori, με όλη την επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις επιμέλεια ορίζοντας, για να την αντιπροσωπεύει στο πλαίσιο των σχέσεών της με το ΓΕΕΑ, γραφείο δικηγόρων και συμβούλων σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας όπως αυτό των ορισθέντων αντιπροσώπων της, το οποίο διαθέτει διπλό εσωτερικό σύστημα παρακολουθήσεως των προθεσμιών για το οποίο το ΓΕΕΑ δέχθηκε, τόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση όσο και στο υπόμνημά του αντικρούσεως, ότι λειτουργούσε ομαλώς.

44

Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται όσον αφορά τους ορισθέντες αντιπροσώπους, εφόσον το τμήμα προσφυγών δέχθηκε επίσης στο σημείο 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι τα κατ’ εξαίρεση εμφανιζόμενα σφάλματα του εσωτερικού τους συστήματος παρακολουθήσεως των προθεσμιών ήταν συγγνωστά.

45

Όσον αφορά τις λοιπές δύο «ατυχείς περιστάσεις», οι οποίες αναφέρθηκαν στη σκέψη 40 ανωτέρω, πρέπει εκ προοιμίου να επισημανθεί ότι η έλλειψη επιμέλειας την οποία ενδεχομένως επέδειξε ο W., υπάλληλος της προσφεύγουσας, επειδή δεν επικοινώνησε με το ΓΕΕΑ ή με τους ορισθέντες αντιπροσώπους, αμέσως μετά τη λήψη του εγγράφου υπομνήσεως, είχε επιρροή στη μη ανανέωση της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος μόνο για τον λόγο ότι αυτή η έλλειψη επιμέλειας κατέστη δυνατή από το σφάλμα στο οποίο προηγουμένως είχε υποπέσει το ΓΕΕΑ, διαγράφοντας αυτεπαγγέλτως από τη βάση δεδομένων του τη μνεία των ορισθέντων αντιπροσώπων και, ως εκ τούτου, μη κοινοποιώντας τους το έγγραφο υπομνήσεως.

46

Βεβαίως, ο δικαιούχος πρέπει να επιδεικνύει όλη την επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις επιμέλεια για την έγκαιρη ανανέωση του κοινοτικού του σήματος, το οποίο συνεπάγεται, κατ’ αρχήν, άμεση και επαρκή αντίδραση όταν λαμβάνει ανακοίνωση την οποία του αποστέλλει το ΓΕΕΑ δυνάμει του κανόνα 29 του κανονισμού εφαρμογής.

47

Εντούτοις, όταν ο δικαιούχος αυτός έχει εμπιστευθεί τη διαχείριση της παρακολουθήσεως του κοινοτικού του σήματος σε επαγγελματία αντιπρόσωπο και έχει προσηκόντως ενημερώσει για αυτό το ΓΕΕΑ, αυτό έχει επίσης την υποχρέωση να σεβαστεί την επιλογή αυτή απευθύνοντας τις υπηρεσιακές ανακοινώσεις του στον εν λόγω ορισθέντα αντιπρόσωπο, ώστε αυτός να είναι σε θέση να υπηρετήσει τα συμφέροντα του εντολοδόχου του με τον υψηλό βαθμό επιμελείας που οφείλει να επιδεικνύει ως εξειδικευμένος επαγγελματίας (βλ., συναφώς, τις οδηγίες σχετικά με τις διαδικασίες ενώπιον του ΓΕΕΑ, μέρος A, κεφάλαιο 6, σημείο 6.2.3).

48

Συναφώς, το ΓΕΕΑ δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 και τον κανόνα 29 του κανονισμού εφαρμογής, υποστηρίζοντας ότι οι διατάξεις αυτές του επιβάλλουν να ενημερώνει για την επικείμενη λήξη της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος τον δικαιούχο του σήματος αυτού και όχι τον ορισθέντα ως αντιπρόσωπό του επαγγελματία (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω).

49

Η επιχειρηματολογία αυτή δεν λαμβάνει, πράγματι, υπόψη τον κανόνα 67 του κανονισμού εφαρμογής, δυνάμει του οποίου, αν έχει ορισθεί αντιπρόσωπος, όλες οι κοινοποιήσεις πρέπει να γίνονται σε αυτόν. Κατά τα λοιπά, το τμήμα προσφυγών αναγνώρισε, στο σημείο 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «όντως κακώς» το έγγραφο υπομνήσεως είχε αποσταλεί απευθείας στην προσφεύγουσα και όχι στους ορισθέντες αντιπροσώπους.

50

Συνεπώς, η προσφεύγουσα και οι ορισθέντες αντιπρόσωποί της δικαιολογημένα προσδοκούσαν, εν προκειμένω, ότι, κατά τον κανόνα 67 του κανονισμού εφαρμογής, όλες οι σχετικές με το επίμαχο σήμα κοινοποιήσεις του ΓΕΕΑ και, ειδικότερα, το έγγραφο υπομνήσεως, το οποίο προβλέπεται στον κανόνα 29 του εν λόγω κανονισμού, θα γίνονταν προς τους ορισθέντες αντιπροσώπους, οι οποίοι θα είχαν έτσι τη δυνατότητα να προβούν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την ανανέωση της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος, ακόμα και σε περίπτωση δυσλειτουργίας των δύο πρώτων εσωτερικών δικλίδων ελέγχου του συστήματός τους παρακολουθήσεως των προθεσμιών.

51

Όσον αφορά τις συνέπειες του σφάλματος στο οποίο υπέπεσε εν προκειμένω το ΓΕΕΑ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αν αυτό δεν είχε συμβεί, οι ορισθέντες αντιπρόσωποι θα είχαν λάβει απευθείας το έγγραφο υπομνήσεως, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα την ενεργοποίηση της τρίτης «δικλίδας ελέγχου» του συστήματός τους παρακολουθήσεως προθεσμιών και θα είχαν κάθε ευχέρεια να επικοινωνήσουν με την προσφεύγουσα, προκειμένου να λάβουν από αυτήν οδηγίες σχετικά με την ανανέωση της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος.

52

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά επίσης ότι, λαμβανομένης υπόψη, ιδίως, της σημασίας του επίμαχου σήματος για την προσφεύγουσα (δεδομένου ότι το σήμα αυτό συμπίπτει με την εμπορική της επωνυμία), η εκ μέρους της έλλειψη εντολής προς τους ορισθέντες αντιπροσώπους οφείλεται σε λάθος ή σε τυχαίο γεγονός και δεν είναι σε κάθε περίπτωση προϊόν «ελεύθερης και οικειοθελούς αποφάσεως», όπως προφανώς εκτίμησε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, είναι επίσης εσφαλμένο να θεωρείται, ελλείψει τέτοιας εντολής, ως η μόνη ή η καθοριστική αιτία της μη ανανεώσεως της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος.

53

Πρέπει, αντιθέτως, να γίνει δεκτό με βαθμό πιθανότητας εγγίζοντα τη βεβαιότητα ότι, εάν είχε δοθεί στους ορισθέντες αντιπροσώπους η δυνατότητα να επικοινωνήσουν με την προσφεύγουσα, και από κανένα στοιχείο δεν είναι δυνατόν να συναχθεί ότι δεν θα το είχαν πράξει αν το έγγραφο υπομνήσεως είχε απευθυνθεί σε αυτούς, η εντολή που θα τους είχε δώσει η προσφεύγουσα θα ήταν να ζητήσουν την ανανέωση της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος. Πληρούται, επομένως, η δεύτερη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 36 ανωτέρω.

54

Υπό τις περιστάσεις αυτές, εν τέλει, το σφάλμα ή η αμέλεια του υπαλλήλου της προσφεύγουσας W., ακόμη και αν υποτεθεί αποδεδειγμένο, εμφανίζεται ως συγκεκριμένο και τυχαίο στοιχείο, το οποίο κατέστη δυνατό και είχε βλαπτικές για αυτήν συνέπειες μόνο λόγω του προηγούμενου σφάλματος του ΓΕΕΑ, ενώ οι δύο αυτές περιστάσεις συνέβαλαν καθοριστικώς, από κοινού με τη δυσλειτουργία των δύο πρώτων εσωτερικών δικλίδων ελέγχου του συστήματος παρακολουθήσεως των προθεσμιών που εφαρμόζουν οι ορισθέντες αντιπρόσωποι, στην μη έγκαιρη ανανέωση της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος.

55

Βεβαίως, όπως επισήμανε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το άρθρο 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 και τον κανόνα 29 του κανονισμού εφαρμογής, το επίμαχο σφάλμα του ΓΕΕΑ, το οποίο συνίσταται στη διαγραφή της σχετικής με τους ορισθέντες αντιπροσώπους μνείας από τη βάση δεδομένων του και στην εν συνεχεία μη αποστολή προς αυτούς του εγγράφου υπομνήσεως, δεν γεννά ευθύνη του ΓΕΕΑ και δεν ασκεί επιρροή στη λήξη της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος.

56

Δεν αναιρείται όμως το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών θα έπρεπε να έχει λάβει δεόντως υπόψη το σφάλμα αυτό και τις συνέπειές του κατά την εκτίμηση του βασίμου της αιτήσεως επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, η οποία δεν συνεπάγεται, αυτή καθ’ εαυτή, καμία αναγνώριση της ευθύνης του ΓΕΕΑ. Πράγματι, ο βαθμός επιμελείας τον οποίον οφείλουν να επιδεικνύουν οι διάδικοι προκειμένου να αποκατασταθούν στα δικαιώματά τους πρέπει να εκτιμάται αφού ληφθούν υπόψη όλες οι κρίσιμες περιστάσεις στις οποίες αναγκαία περιλαμβάνεται εν προκειμένω, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, το εν λόγω σφάλμα και οι επιπτώσεις του.

57

Κατόπιν των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι κακώς το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη του το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το ΓΕΕΑ, εφόσον αυτό ήταν, εν προκειμένω, μία από τις τρεις κρίσιμες περιστάσεις για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

58

Κατ’ αυτόν τον τρόπο το τμήμα προσφυγών εφάρμοσε εσφαλμένα τη διάταξη αυτή.

59

Κατά συνέπεια, πρέπει να κριθεί βάσιμος ο μοναδικός λόγος της προσφυγής και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

60

Κατά τα λοιπά, σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 6, του κανονισμού 207/2009, το ΓΕΕΑ υποχρεούται να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η απόφανση επί του δευτέρου αιτήματος της προσφεύγουσας.

Επί των δικαστικών εξόδων

61

Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

62

Εντούτοις, κατά το άρθρο 136, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, οσάκις γίνεται δεκτή προσφυγή κατ’ αποφάσεως τμήματος προσφυγών, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφαίνεται ότι το ΓΕΕΑ φέρει μόνο τα δικά του έξοδα.

63

Εν προκειμένω, δεδομένου του ότι η προσφεύγουσα συνέβαλε, με δικές της πράξεις αλλά και με τις πράξεις των ορισθέντων αντιπροσώπων της, στη δημιουργία της παρούσας διαφοράς, κατά δίκαιη εφαρμογή των διατάξεων αυτών κάθε διάδικος καταδικάζεται να φέρει τα δικά του έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 15ης Απριλίου 2011 (υπόθεση R 1596/2010‑4).

 

2)

Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

 

Forwood

Dehousse

Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Απριλίου 2012.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top