EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011TJ0170

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 12ης Ιουλίου 2012.
Rivella International AG κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).
Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού κοινοτικού σήματος BASKAYA — Προγενέστερο εικονιστικό διεθνές σήμα Passaia — Απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος — Σχετική εδαφική περιοχή — Άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009.
Υπόθεση T‑170/11.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2012:374

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 12ης Ιουλίου 2012 ( *1 )

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού κοινοτικού σήματος BASKAYA — Προγενέστερο εικονιστικό διεθνές σήμα Passaia — Απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος — Σχετική εδαφική περιοχή — Άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Στην υπόθεση T-170/11,

Rivella International AG, με έδρα το Rothrist (Ελβετία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους C. Spintig, U. Sander και H. Förster και, στη συνέχεια, από τους Spintig, S. Pietzcker και R. Jacobs, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπουμένου από την R. Manea και τον G. Schneider,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Baskaya di Baskaya Alim e C. Sas, με έδρα το Grosseto (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον H. Vogler, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τέταρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 10ης Ιανουαρίου 2011 (υπόθεση R 534/2010-4), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ Rivella International AG και Baskaya di Baskaya Alim e C. Sas,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, N. Wahl (εισηγητή) και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη

το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Μαρτίου 2011,

το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιουλίου 2011,

το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Ιουνίου 2011,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Μαΐου 2012, στην οποία μετέσχαν η προσφεύγουσα και το ΓΕΕΑ,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1

Στις 25 Οκτωβρίου 2007, η παρεμβαίνουσα, Baskaya di Baskaya Alim e C. Sas, υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [ο οποίος έχει αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2

Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το εξής εικονιστικό σημείο:

Image

3

Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση υπάγονται στις κλάσεις 29, 30 και 32 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

κλάση 29: «Κρέατα, ψάρια, πουλερικά και κυνήγια· εκχυλίσματα κρέατος· φρούτα και λαχανικά διατηρημένα (κονσέρβες), αποξηραμένα και μαγειρεμένα· ζελέ, μαρμελάδες, κομπόστες (σάλτσες από φρούτα)· αυγά, γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα· έλαια και λίπη βρώσιμα»·

κλάση 30: «Καφές, τσάι, κακάο, ζάχαρη, ρύζι, ταπιόκα, σάγο (αλεύρι κολαρίσματος), υποκατάστατα καφέ· άλευρα και παρασκευάσματα από δημητριακά, άρτος, γλυκά και ζαχαρώδη, παγωτά· μέλι, σιρόπι μελάσσας· μαγιά, μπέϊκιν πάουντερ· αλάτι, μουστάρδα· ξίδι, σάλτσες (καρυκεύματα)· μπαχαρικά· πάγος»·

κλάση 32: «Ζύθος· ύδατα μεταλλικά και αεριούχα και άλλα ποτά μη οινοπνευματώδη· ποτά και χυμοί φρούτων· σιρόπια και άλλα παρασκευάσματα για ποτά».

4

Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 13/2008 της 31ης Μαρτίου 2008.

5

Στις 30 Ιουνίου 2008, η προσφεύγουσα, Rivella International AG, άσκησε ανακοπή δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009) κατά της καταχωρίσεως του ζητουμένου σήματος, επικαλούμενη κίνδυνο συγχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009).

6

Η ανακοπή στηριζόταν στο προγενέστερο εικονιστικό διεθνές σήμα που καταχωρίστηκε στις 30 Ιουνίου 1992 με αριθμό 470542 και του οποίου η ισχύς παρατάθηκε έως τις 30 Ιουνίου 2012, και το οποίο παρήγε αποτελέσματα στη Γερμανία, στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Αυστρία και στις χώρες της Μπενελούξ για τα ακόλουθα προϊόντα της κλάσεως 32: «Ζύθος, έιλ και πόρτερ· ύδατα μεταλλικά και αεριούχα και άλλα ποτά μη οινοπνευματώδη· σιρόπια και άλλα παρασκευάσματα για ποτά». Το σήμα αυτό απεικονίζεται κατωτέρω:

Image

7

Η προσφεύγουσα, κληθείσα να προσκομίσει αποδείξεις σχετικά με τη χρήση του προγενέστερου σήματος, διευκρίνισε, στις 31 Μαρτίου 2009, ότι ενέμενε στην ανακοπή της μόνον όσον αφορά το γερμανικό μέρος της διεθνούς καταχωρίσεως και προσκόμισε διάφορα έγγραφα προς απόδειξη της χρήσεως στην Ελβετία. Συναφώς, επικαλέστηκε το άρθρο 5 της Συμβάσεως της 13ης Απριλίου 1892 μεταξύ της Ελβετίας και της Γερμανίας για την αμοιβαία προστασία των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σχεδίων, υποδειγμάτων και εμπορικών σημάτων (στο εξής: σύμβαση του 1892). Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, η χρήση στην Ελβετία ισοδυναμεί με χρήση στη Γερμανία.

8

Με απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2010, το τμήμα ανακοπών, ελλείψει αποδείξεως όσον αφορά τη χρήση του προγενέστερου σήματος, απέρριψε την ανακοπή. Διαπίστωσε ότι από τα προσκομισθέντα στοιχεία προέκυπτε ότι το προβληθέν προς στήριξη της ανακοπής σήμα χρησιμοποιούνταν μόνο στην Ελβετία και δεν δέχθηκε την εφαρμογή της συμβάσεως του 1892.

9

Στις 7 Απριλίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

10

Με απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2011 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή με το σκεπτικό ότι η απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος, της οποίας έγινε επίκληση προς στήριξη της ανακοπής, αφορούσε μόνο την Ελβετία. Το ως άνω τμήμα έκρινε ότι το μόνο νομικό πλαίσιο που μπορούσε να τύχει εφαρμογής ήταν οι διατάξεις του κανονισμού 207/2009 και ειδικότερα το άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού αυτού, σύμφωνα με το οποίο απαιτείται να έχει γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος εντός του κράτους μέλους όπου αυτό προστατεύεται.

Αιτήματα των διαδίκων

11

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

12

Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

13

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει ένα μοναδικό λόγο ακυρώσεως, αντλούμενο από την παράβαση του άρθρου 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009.

14

Προκαταρκτικώς, πρώτον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν αμφισβητείται ότι το αίτημα της παρεμβαίνουσας με το οποίο ζητείται να αποδειχθεί η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος διατυπώθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής.

15

Δεύτερον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το προγενέστερο σήμα είχε χρησιμοποιηθεί στη Γερμανία, καθόσον οι αποδείξεις περί της χρήσεως του σήματος αφορούν αποκλειστικά την Ελβετία.

16

Ωστόσο, η προσφεύγουσα εκτιμά, συναφώς, ότι η απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος στην Ελβετία αρκεί προς στήριξη της ανακοπής κατά του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση.

17

Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα παραπέμπει στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της συμβάσεως του 1892, κατά το οποίο «[ο]ι επιζήμιες συνέπειες οι οποίες, κατά το δίκαιο των συμβαλλομένων χωρών, απορρέουν από το γεγονός ότι μια εφεύρεση δεν έτυχε εφαρμογής, ένα σχέδιο ή υπόδειγμα δεν αναπαρήχθη ή ένα βιομηχανικό ή εμπορικό σήμα δεν χρησιμοποιήθηκε εντός ορισμένης προθεσμίας, δεν επέρχονται αν η εφαρμογή, αναπαραγωγή ή χρήση έχουν γίνει στο έδαφος της αντισυμβαλλομένης χώρας».

18

Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τη σύμβαση του 1892, το γερμανικό μέρος της διεθνούς καταχωρίσεως θεωρείται ότι «χρησιμοποιείται» στη Γερμανία εφόσον «χρησιμοποιείται» στην Ελβετία.

19

Δεδομένου ότι η σύμβαση του 1892 αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του γερμανικού δικαίου, το διεθνές σήμα του οποίου η προστασία εκτείνεται στη Γερμανία πρέπει να εκτιμάται μόνο σύμφωνα με το δίκαιο αυτό. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, όσον αφορά την εκτίμηση της αποδείξεως της χρήσεως, η εδαφική περιοχή που πρέπει να ληφθεί υπόψη περιλαμβάνει και την Ελβετία.

20

Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα αμφισβητεί επίσης τη δυνατότητα να ζητηθεί η απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009 όσον αφορά ένα διεθνές σήμα.

21

Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η ουσιαστική χρήση του προβαλλόμενου προς στήριξη της ανακοπής σήματος στην Ελβετία δεν αμφισβητείται εν προκειμένω. Ως εκ τούτου, σκόπιμο είναι να εξεταστεί, καταρχάς, το κρίσιμο ζήτημα της υπό κρίση υποθέσεως, ήτοι το ζήτημα που συνδέεται με την εδαφική πτυχή της ουσιαστικής χρήσεως και, κατά δεύτερον, το ζήτημα της αμφιβολίας την οποία εκφράζει η προσφεύγουσα όσον αφορά τη δυνατότητα να ζητηθεί απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009 όσον αφορά ένα διεθνές σήμα.

22

Όσον αφορά, πρώτον, την εδαφική πτυχή της χρήσεως των σημάτων και ειδικότερα το ζήτημα του εδάφους που πρέπει να καλύπτει η απόδειξη της χρήσεως του προγενέστερου σήματος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, πρόκειται για κοινοτική διαδικασία ανακοπής. Ως εκ τούτου, στην εν λόγω διαδικασία έχουν εφαρμογή οι συναφείς διατάξεις του κανονισμού 207/2009 καθώς και οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.

23

Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 ορίζει ότι:

«Μετά από αίτηση του καταθέτη, ο ανακόπτων δικαιούχος προγενέστερου κοινοτικού σήματος οφείλει να αποδείξει ότι, κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγήθηκαν της δημοσίευσης της αίτησης κοινοτικού σήματος, είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου κοινοτικού σήματος στην Κοινότητα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίσθηκε και επί των οποίων βασίζεται η ανακοπή του ή ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση, εφόσον, κατά την ημερομηνία αυτή, το προγενέστερο σήμα ήταν από πενταετίας τουλάχιστον καταχωρισμένο. Αν δεν αποδειχθούν τα ανωτέρω, η ανακοπή απορρίπτεται.»

24

Επιπλέον, κατά το άρθρο 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, «[η] παράγραφος 2 εφαρμόζεται στα προγενέστερα εθνικά σήματα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, υπό τον όρο ότι η χρήση στην Κοινότητα αντικαθίσταται από τη χρήση στο κράτος μέλος στο οποίο προστατεύεται το προγενέστερο εθνικό σήμα».

25

Εξάλλου, σύμφωνα με τον κανόνα 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, η απόδειξη της χρήσεως πρέπει να αφορά τον τόπο, τον χρόνο, την έκταση και τη φύση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος.

26

Από τις προμνησθείσες διατάξεις προκύπτει ότι τα ζητήματα που άπτονται της αποδείξεως που πρέπει να προσκομίζεται προς στήριξη της ανακοπής κατά αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος και τα ζητήματα που άπτονται της εδαφικής πτυχής της χρήσεως των σημάτων διέπονται από τις συναφείς διατάξεις του κανονισμού 207/2009, χωρίς να απαιτείται παραπομπή σε οποιαδήποτε διάταξη εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών.

27

Το γεγονός ότι είναι δυνατή η επίκληση προγενέστερων εθνικών ή διεθνών σημάτων προς στήριξη ανακοπής κατά της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικών σημάτων δεν συνεπάγεται, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, ότι το εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται στο προγενέστερο σήμα του οποίου γίνεται επίκληση προς στήριξη της ανακοπής είναι το εφαρμοστέο δίκαιο όσον αφορά την κοινοτική διαδικασία ανακοπής.

28

Ασφαλώς, ελλείψει συναφών διατάξεων στον κανονισμό 207/2009 ή, ενδεχομένως, στην οδηγία 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 299, σ. 25), το εθνικό δίκαιο χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς.

29

Αυτό ισχύει όσον αφορά την ημερομηνία καταχωρίσεως ενός προγενέστερου σήματος του οποίου γίνεται επίκληση στο πλαίσιο κοινοτικής διαδικασίας ανακοπής. Ο κανονισμός 207/2009 δεν καθιστά δυνατό τον καθορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία γίνεται δεκτό ότι τα προγενέστερα εθνικά σήματα έχουν καταχωριστεί εντός εκάστου των κρατών μελών, οπότε το ζήτημα αυτό διέπεται από το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους. Εξάλλου, μολονότι τα εθνικά δίκαια εναρμονίσθηκαν με την οδηγία 2008/95, από την απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουνίου 2007, C-246/05, Häupl (Συλλογή 2007, σ. I-4673, σκέψεις 26 έως 31), προκύπτει ότι με την εν λόγω οδηγία δεν υπήρξε εναρμόνιση όσον αφορά διαδικασίες της καταχωρίσεως σημάτων, οπότε εναπόκειται στο κράτος μέλος για το οποίο κατατέθηκε η αίτηση καταχωρίσεως να καθορίσει το χρονικό σημείο περατώσεως της διαδικασίας καταχωρίσεως αναλόγως των δικών του διαδικαστικών κανόνων [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2011, T-466/08, Lancôme κατά ΓΕΕΑ - Focus Magazin Verlag (ACNO FOCUS), Συλλογή 2011, σ. ΙΙ-1831, σκέψεις 30 και 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία] .

30

Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, αυτό δεν ισχύει όσον αφορά τον καθορισμό της εδαφικής περιοχής σε σχέση προς την οποία πρέπει να αποδειχθεί η χρήση του προγενέστερου σήματος. Το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται από τον κανονισμό 207/2009 κατά τρόπο εξαντλητικό, χωρίς να απαιτείται παραπομπή στο εθνικό δίκαιο.

31

Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος, ανεξαρτήτως του αν αυτό είναι κοινοτικό, εθνικό ή διεθνές, πρέπει να αποδεικνύεται σε σχέση προς την Ένωση ή το συγκεκριμένο κράτος μέλος.

32

Συνεπώς, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να λάβει υπόψη του το άρθρο 26 του Gesetz über den Schutz von Marken und sonstigen Kennzeichen (Markengesetz, γερμανικού νόμου περί προστασίας σημάτων και λοιπών σημείων) είναι απορριπτέο.

33

Εξάλλου, επισημαίνεται ότι το εναρμονισμένο δίκαιο περί σημάτων των κρατών μελών προϋποθέτει επίσης την υποχρεωτική χρήση εντός του οικείου κράτους μέλους (βλ. άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/95). Επισημαίνεται επίσης ότι ο όρος της υπάρξεως ουσιαστικής χρήσεως, επ’ απειλή της επιβολής των κυρώσεων που προβλέπονται από την εν λόγω οδηγία, μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο (άρθρο 26 του Markengesetz). Πάντως, το γεγονός ότι, στην εσωτερική έννομη τάξη της, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εφαρμόζει, ενδεχομένως, το άρθρο 5 της συμβάσεως του 1892, διμερούς συμβάσεως η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 351 ΣΛΕΕ, δεν δεσμεύει την Ένωση, δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση περίπτωση.

34

Έτσι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, C-234/06 P, Il Ponte Finanziaria κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2007, σ. I-7333, σκέψεις 101 έως 103), το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είναι συμβατή με το άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009 η άποψη ότι ο δικαιούχος εθνικής καταχωρίσεως που ασκεί ανακοπή κατά αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος μπορεί να επικαλεστεί προγενέστερο σήμα του οποίου η χρήση δεν αποδείχθηκε με το επιχείρημα ότι, δυνάμει εθνικής νομοθεσίας, πρόκειται για σήμα αμυντικού χαρακτήρα.

35

Δεδομένου ότι το εθνικό δίκαιο δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή, η παραπομπή, εκ μέρους της προσφεύγουσας, στην εισηγητική έκθεση της τροποποιήσεως του Patentgesetz (γερμανικού νόμου περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας), του Markengesetz και άλλων νόμων, όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της συμβάσεως του 1892 καθώς και η μεταφορά της οδηγίας περί σημάτων στο γερμανικό δίκαιο δεν ασκούν επιρροή στη λύση της υπό κρίση διαφοράς. Το αυτό ισχύει και όσον αφορά τη νομολογία του Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία) σχετικά με νομικές ερμηνείες των εθνικών δικαστηρίων.

36

Τέλος, κατά την προσφεύγουσα, η μη εφαρμογή της συμβάσεως του 1892 θα έθιγε τον ενιαίο χαρακτήρα του κοινοτικού σήματος στο πλαίσιο του άρθρου 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009, στην περίπτωση που θα ζητούσε, ενώπιον του γερμανικού δικαστηρίου, την απαγόρευση της χρήσεως στη Γερμανία του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση, δεδομένου ότι το γερμανικό δίκαιο, στο οποίο περιλαμβάνεται και η σύμβαση του 1892, εξακολουθεί να έχει εφαρμογή. Στο μέτρο που η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η εκ μέρους του τμήματος προσφυγών προσέγγιση συνιστά παραβίαση της αρχής του ενιαίου χαρακτήρα του κοινοτικού σήματος, αρκεί η παραπομπή στην τέταρτη και στην έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 207/2009. Από τις σκέψεις αυτές προκύπτει ότι τα εθνικά συστήματα συνυπάρχουν με το κοινοτικό σύστημα. Εξάλλου, όπως αναγνωρίζει η ίδια η προσφεύγουσα παραπέμποντας στα άρθρα 111 και 165 του κανονισμού 207/2009, από την τρίτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι η αρχή αυτή δεν είναι απόλυτη.

37

Όσον αφορά, δεύτερον, τη δυνατότητα να ζητηθεί η απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως προκειμένου για διεθνές σήμα, στο μέτρο που η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η εν λόγω δυνατότητα δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής λόγω του ότι το άρθρο 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 αναφέρεται μόνο στα εθνικά σήματα, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 διευκρινίζει την έννοια του «προγενέστερου σήματος». Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση iii, συνιστούν προγενέστερα σήματα, μεταξύ άλλων, τα σήματα που έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς καταχωρίσεως η οποία ισχύει σε ένα κράτος μέλος και των οποίων η ημερομηνία καταθέσεως είναι προγενέστερη της ημερομηνίας της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

38

Ομοίως, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του Διακανονισμού της Μαδρίτης για τη διεθνή καταχώριση των σημάτων, της 14ης Απριλίου 1891, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, καθώς και το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο a, του πρωτοκόλλου περί του Διακανονισμού της Μαδρίτης, ορίζουν ότι η προστασία του σήματος εντός εκάστου των ενδιαφερομένων συμβαλλομένων μερών είναι η ίδια ως εάν το σήμα αυτό είχε κατατεθεί απευθείας στο Γραφείο αυτού του συμβαλλόμενου μέρους.

39

Ως εκ τούτου, με την παραπομπή του άρθρου 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 στο άρθρο 8, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού πρέπει να νοείται ότι τα «σήματα που έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς καταχώρισης, η οποία ισχύει σε ένα κράτος μέλος» πρέπει να εξομοιώνονται προς «εθνικά σήματα».

40

Συνεπώς, η αμφιβολία την οποία εξέφρασε η προσφεύγουσα όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 στα διεθνή σήματα δεν είναι δικαιολογημένη.

41

Ως εκ τούτου, πρέπει να συναχθεί ότι το τμήμα προσφυγών νομίμως απέρριψε την ανακοπή, εφόσον δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος στη Γερμανία, σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009.

42

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί όπως και, κατά συνέπεια, η προσφυγή στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

43

Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΓΕΕΑ και της παρεμβαίνουσας.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει τη Rivella International AG στα δικαστικά έξοδα.

 

Kanninen

Wahl

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Ιουλίου 2012.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top

Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Διάδικοι

Στην υπόθεση T-170/11,

Rivella International AG, με έδρα το Rothrist (Ελβετία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους C. Spintig, U. Sander και H. Förster και, στη συνέχεια, από τους Spintig, S. Pietzcker και R. Jacobs, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπουμένου από την R. Manea και τον G. Schneider,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Baskaya di Baskaya Alim e C. Sas, με έδρα το Grosseto (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον H. Vogler, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τέταρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 10ης Ιανουαρίου 2011 (υπόθεση R 534/2010-4), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ Rivella International AG και Baskaya di Baskaya Alim e C. Sas,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, N. Wahl (εισηγητή) και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη

το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Μαρτίου 2011,

το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιουλίου 2011,

το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Ιουνίου 2011,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Μαΐου 2012, στην οποία μετέσχαν η προσφεύγουσα και το ΓΕΕΑ,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης

Ιστορικό της διαφοράς

1. Στις 25 Οκτωβρίου 2007, η παρεμβαίνουσα, Baskaya di Baskaya Alim e C. Sas, υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [ο οποίος έχει αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2. Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το εξής εικονιστικό σημείο:

>image>5

3. Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση υπάγονται στις κλάσεις 29, 30 και 32 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

– κλάση 29: «Κρέατα, ψάρια, πουλερικά και κυνήγια· εκχυλίσματα κρέατος· φρούτα και λαχανικά διατηρημένα (κονσέρβες), αποξηραμένα και μαγειρεμένα· ζελέ, μαρμελάδες, κομπόστες (σάλτσες από φρούτα)· αυγά, γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα· έλαια και λίπη βρώσιμα»·

– κλάση 30: «Καφές, τσάι, κακάο, ζάχαρη, ρύζι, ταπιόκα, σάγο (αλεύρι κολαρίσματος), υποκατάστατα καφέ· άλευρα και παρασκευάσματα από δημητριακά, άρτος, γλυκά και ζαχαρώδη, παγωτά· μέλι, σιρόπι μελάσσας· μαγιά, μπέϊκιν πάουντερ· αλάτι, μουστάρδα· ξίδι, σάλτσες (καρυκεύματα)· μπαχαρικά· πάγος»·

– κλάση 32: «Ζύθος· ύδατα μεταλλικά και αεριούχα και άλλα ποτά μη οινοπνευματώδη· ποτά και χυμοί φρούτων· σιρόπια και άλλα παρασκευάσματα για ποτά».

4. Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 13/2008 της 31ης Μαρτίου 2008.

5. Στις 30 Ιουνίου 2008, η προσφεύγουσα, Rivella International AG, άσκησε ανακοπή δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009) κατά της καταχωρίσεως του ζητουμένου σήματος, επικαλούμενη κίνδυνο συγχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009).

6. Η ανακοπή στηριζόταν στο προγενέστερο εικονιστικό διεθνές σήμα που καταχωρίστηκε στις 30 Ιουνίου 1992 με αριθμό 470542 και του οποίου η ισχύς παρατάθηκε έως τις 30 Ιουνίου 2012, και το οποίο παρήγε αποτελέσματα στη Γερμανία, στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Αυστρία και στις χώρες της Μπενελούξ για τα ακόλουθα προϊόντα της κλάσεως 32: «Ζύθος, έιλ και πόρτερ· ύδατα μεταλλικά και αεριούχα και άλλα ποτά μη οινοπνευματώδη· σιρόπια και άλλα παρασκευάσματα για ποτά». Το σήμα αυτό απεικονίζεται κατωτέρω:

>image>6

7. Η προσφεύγουσα, κληθείσα να προσκομίσει αποδείξεις σχετικά με τη χρήση του προγενέστερου σήματος, διευκρίνισε, στις 31 Μαρτίου 2009, ότι ενέμενε στην ανακοπή της μόνον όσον αφορά το γερμανικό μέρος της διεθνούς καταχωρίσεως και προσκόμισε διάφορα έγγραφα προς απόδειξη της χρήσεως στην Ελβετία. Συναφώς, επικαλέστηκε το άρθρο 5 της Συμβάσεως της 13ης Απριλίου 1892 μεταξύ της Ελβετίας και της Γερμανίας για την αμοιβαία προστασία των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σχεδίων, υποδειγμάτων και εμπορικών σημάτων (στο εξής: σύμβαση του 1892). Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, η χρήση στην Ελβετία ισοδυναμεί με χρήση στη Γερμανία.

8. Με απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2010, το τμήμα ανακοπών, ελλείψει αποδείξεως όσον αφορά τη χρήση του προγενέστερου σήματος, απέρριψε την ανακοπή. Διαπίστωσε ότι από τα προσκομισθέντα στοιχεία προέκυπτε ότι το προβληθέν προς στήριξη της ανακοπής σήμα χρησιμοποιούνταν μόνο στην Ελβετία και δεν δέχθηκε την εφαρμογή της συμβάσεως του 1892.

9. Στις 7 Απριλίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

10. Με απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2011 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή με το σκεπτικό ότι η απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος, της οποίας έγινε επίκληση προς στήριξη της ανακοπής, αφορούσε μόνο την Ελβετία. Το ως άνω τμήμα έκρινε ότι το μόνο νομικό πλαίσιο που μπορούσε να τύχει εφαρμογής ήταν οι διατάξεις του κανονισμού 207/2009 και ειδικότερα το άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού αυτού, σύμφωνα με το οποίο απαιτείται να έχει γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος εντός του κράτους μέλους όπου αυτό προστατεύεται.

Αιτήματα των διαδίκων

11. Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

– να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

– να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

12. Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

– να απορρίψει την προσφυγή·

– να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

13. Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει ένα μοναδικό λόγο ακυρώσεως, αντλούμενο από την παράβαση του άρθρου 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009.

14. Προκαταρκτικώς, πρώτον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν αμφισβητείται ότι το αίτημα της παρεμβαίνουσας με το οποίο ζητείται να αποδειχθεί η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος διατυπώθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής.

15. Δεύτερον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το προγενέστερο σήμα είχε χρησιμοποιηθεί στη Γερμανία, καθόσον οι αποδείξεις περί της χρήσεως του σήματος αφορούν αποκλειστικά την Ελβετία.

16. Ωστόσο, η προσφεύγουσα εκτιμά, συναφώς, ότι η απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος στην Ελβετία αρκεί προς στήριξη της ανακοπής κατά του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση.

17. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα παραπέμπει στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της συμβάσεως του 1892, κατά το οποίο «[ο]ι επιζήμιες συνέπειες οι οποίες, κατά το δίκαιο των συμβαλλομένων χωρών, απορρέουν από το γεγονός ότι μια εφεύρεση δεν έτυχε εφαρμογής, ένα σχέδιο ή υπόδειγμα δεν αναπαρήχθη ή ένα βιομηχανικό ή εμπορικό σήμα δεν χρησιμοποιήθηκε εντός ορισμένης προθεσμίας, δεν επέρχονται αν η εφαρμογή, αναπαραγωγή ή χρήση έχουν γίνει στο έδαφος της αντισυμβαλλομένης χώρας».

18. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τη σύμβαση του 1892, το γερμανικό μέρος της διεθνούς καταχωρίσεως θεωρείται ότι «χρησιμοποιείται» στη Γερμανία εφόσον «χρησιμοποιείται» στην Ελβετία.

19. Δεδομένου ότι η σύμβαση του 1892 αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του γερμανικού δικαίου, το διεθνές σήμα του οποίου η προστασία εκτείνεται στη Γερμανία πρέπει να εκτιμάται μόνο σύμφωνα με το δίκαιο αυτό. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, όσον αφορά την εκτίμηση της αποδείξεως της χρήσεως, η εδαφική περιοχή που πρέπει να ληφθεί υπόψη περιλαμβάνει και την Ελβετία.

20. Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα αμφισβητεί επίσης τη δυνατότητα να ζητηθεί η απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009 όσον αφορά ένα διεθνές σήμα.

21. Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η ουσιαστική χρήση του προβαλλόμενου προς στήριξη της ανακοπής σήματος στην Ελβετία δεν αμφισβητείται εν προκειμένω. Ως εκ τούτου, σκόπιμο είναι να εξεταστεί, καταρχάς, το κρίσιμο ζήτημα της υπό κρίση υποθέσεως, ήτοι το ζήτημα που συνδέεται με την εδαφική πτυχή της ουσιαστικής χρήσεως και, κατά δεύτερον, το ζήτημα της αμφιβολίας την οποία εκφράζει η προσφεύγουσα όσον αφορά τη δυνατότητα να ζητηθεί απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009 όσον αφορά ένα διεθνές σήμα.

22. Όσον αφορά, πρώτον, την εδαφική πτυχή της χρήσεως των σημάτων και ειδικότερα το ζήτημα του εδάφους που πρέπει να καλύπτει η απόδειξη της χρήσεως του προγενέστερου σήματος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, πρόκειται για κοινοτική διαδικασία ανακοπής. Ως εκ τούτου, στην εν λόγω διαδικασία έχουν εφαρμογή οι συναφείς διατάξεις του κανονισμού 207/2009 καθώς και οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.

23. Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 ορίζει ότι:

«Μετά από αίτηση του καταθέτη, ο ανακόπτων δικαιούχος προγενέστερου κοινοτικού σήματος οφείλει να αποδείξει ότι, κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγήθηκαν της δημοσίευσης της αίτησης κοινοτικού σήματος, είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου κοινοτικού σήματος στην Κοινότητα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίσθηκε και επί των οποίων βασίζεται η ανακοπή του ή ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση, εφόσον, κατά την ημερομηνία αυτή, το προγενέστερο σήμα ήταν από πενταετίας τουλάχιστον καταχωρισμένο. Αν δεν αποδειχθούν τα ανωτέρω, η ανακοπή απορρίπτεται.»

24. Επιπλέον, κατά το άρθρο  42, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, «[η] παράγραφος 2 εφαρμόζεται στα προγενέστερα εθνικά σήματα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, υπό τον όρο ότι η χρήση στην Κοινότητα αντικαθίσταται από τη χρήση στο κράτος μέλος στο οποίο προστατεύεται το προγενέστερο εθνικό σήμα».

25. Εξάλλου, σύμφωνα με τον κανόνα 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, η απόδειξη της χρήσεως πρέπει να αφορά τον τόπο, τον χρόνο, την έκταση και τη φύση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος.

26. Από τις προμνησθείσες διατάξεις προκύπτει ότι τα ζητήματα που άπτονται της αποδείξεως που πρέπει να προσκομίζεται προς στήριξη της ανακοπής κατά αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος και τα ζητήματα που άπτονται της εδαφικής πτυχής της χρήσεως των σημάτων διέπονται από τις συναφείς διατάξεις του κανονισμού 207/2009, χωρίς να απαιτείται παραπομπή σε οποιαδήποτε διάταξη εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών.

27. Το γεγονός ότι είναι δυνατή η επίκληση προγενέστερων εθνικών ή διεθνών σημάτων προς στήριξη ανακοπής κατά της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικών σημάτων δεν συνεπάγεται, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, ότι το εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται στο προγενέστερο σήμα του οποίου γίνεται επίκληση προς στήριξη της ανακοπής είναι το εφαρμοστέο δίκαιο όσον αφορά την κοινοτική διαδικασία ανακοπής.

28. Ασφαλώς, ελλείψει συναφών διατάξεων στον κανονισμό 207/2009 ή, ενδεχομένως, στην οδηγία 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 299, σ. 25), το εθνικό δίκαιο χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς.

29. Αυτό ισχύει όσον αφορά την ημερομηνία καταχωρίσεως ενός προγενέστερου σήματος του οποίου γίνεται επίκληση στο πλαίσιο κοινοτικής διαδικασίας ανακοπής. Ο κανονισμός 207/2009 δεν καθιστά δυνατό τον καθορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία γίνεται δεκτό ότι τα προγενέστερα εθνικά σήματα έχουν καταχωριστεί εντός εκάστου των κρατών μελών, οπότε το ζήτημα αυτό διέπεται από το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους. Εξάλλου, μολονότι τα εθνικά δίκαια εναρμονίσθηκαν με την οδηγία 2008/95, από την απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουνίου 2007, C-246/05, Häupl (Συλλογή 2007, σ. I-4673, σκέψεις 26 έως 31), προκύπτει ότι με την εν λόγω οδηγία δεν υπήρξε εναρμόνιση όσον αφορά διαδικασίες της καταχωρίσεως σημάτων, οπότε εναπόκειται στο κράτος μέλος για το οποίο κατατέθηκε η αίτηση καταχωρίσεως να καθορίσει το χρονικό σημείο περατώσεως της διαδικασίας καταχωρίσεως αναλόγως των δικών του διαδικαστικών κανόνων [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2011, T-466/08, Lancôme κατά ΓΕΕΑ — Focus Magazin Verlag (ACNO FOCUS), Συλλογή 2011, σ. ΙΙ-1831, σκέψεις 30 και 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία] .

30. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, αυτό δεν ισχύει όσον αφορά τον καθορισμό της εδαφικής περιοχής σε σχέση προς την οποία πρέπει να αποδειχθεί η χρήση του προγενέστερου σήματος. Το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται από τον κανονισμό 207/2009 κατά τρόπο εξαντλητικό, χωρίς να απαιτείται παραπομπή στο εθνικό δίκαιο.

31. Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος, ανεξαρτήτως του αν αυτό είναι κοινοτικό, εθνικό ή διεθνές, πρέπει να αποδεικνύεται σε σχέση προς την Ένωση ή το συγκεκριμένο κράτος μέλος.

32. Συνεπώς, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να λάβει υπόψη του το άρθρο 26 του Gesetz über den Schutz von Marken und sonstigen Kennzeichen (Markengesetz, γερμανικού νόμου περί προστασίας σημάτων και λοιπών σημείων) είναι απορριπτέο.

33. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι το εναρμονισμένο δίκαιο περί σημάτων των κρατών μελών προϋποθέτει επίσης την υποχρεωτική χρήση εντός του οικείου κράτους μέλους (βλ. άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/95). Επισημαίνεται επίσης ότι ο όρος της υπάρξεως ουσιαστικής χρήσεως, επ’ απειλή της επιβολής των κυρώσεων που προβλέπονται από την εν λόγω οδηγία, μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο (άρθρο 26 του Markengesetz). Πάντως, το γεγονός ότι, στην εσωτερική έννομη τάξη της, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εφαρμόζει, ενδεχομένως, το άρθρο 5 της συμβάσεως του 1892, διμερούς συμβάσεως η οποία, σύμφωνα με το άρθρο  351 ΣΛΕΕ, δεν δεσμεύει την Ένωση, δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση περίπτωση.

34. Έτσι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, C-234/06 P, Il Ponte Finanziaria κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2007, σ. I-7333, σκέψεις 101 έως 103), το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είναι συμβατή με το άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009 η άποψη ότι ο δικαιούχος εθνικής καταχωρίσεως που ασκεί ανακοπή κατά αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος μπορεί να επικαλεστεί προγενέστερο σήμα του οποίου η χρήση δεν αποδείχθηκε με το επιχείρημα ότι, δυνάμει εθνικής νομοθεσίας, πρόκειται για σήμα αμυντικού χαρακτήρα.

35. Δεδομένου ότι το εθνικό δίκαιο δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή, η παραπομπή, εκ μέρους της προσφεύγουσας, στην εισηγητική έκθεση της τροποποιήσεως του Patentgesetz (γερμανικού νόμου περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας), του Markengesetz και άλλων νόμων, όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της συμβάσεως του 1892 καθώς και η μεταφορά της οδηγίας περί σημάτων στο γερμανικό δίκαιο δεν ασκούν επιρροή στη λύση της υπό κρίση διαφοράς. Το αυτό ισχύει και όσον αφορά τη νομολογία του Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία) σχετικά με νομικές ερμηνείες των εθνικών δικαστηρίων.

36. Τέλος, κατά την προσφεύγουσα, η μη εφαρμογή της συμβάσεως του 1892 θα έθιγε τον ενιαίο χαρακτήρα του κοινοτικού σήματος στο πλαίσιο του άρθρου 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009, στην περίπτωση που θα ζητούσε, ενώπιον του γερμανικού δικαστηρίου, την απαγόρευση της χρήσεως στη Γερμανία του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση, δεδομένου ότι το γερμανικό δίκαιο, στο οποίο περιλαμβάνεται και η σύμβαση του 1892, εξακολουθεί να έχει εφαρμογή. Στο μέτρο που η προσφεύγου σα εκτιμά ότι η εκ μέρους του τμήματος προσφυγών προσέγγιση συνιστά παραβίαση της αρχής του ενιαίου χαρακτήρα του κοινοτικού σήματος, αρκεί η παραπομπή στην τέταρτη και στην έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 207/2009. Από τις σκέψεις αυτές προκύπτει ότι τα εθνικά συστήματα συνυπάρχουν με το κοινοτικό σύστημα. Εξάλλου, όπως αναγνωρίζει η ίδια η προσφεύγουσα παραπέμποντας στα άρθρα 111 και 165 του κανονισμού 207/2009, από την τρίτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι η αρχή αυτή δεν είναι απόλυτη.

37. Όσον αφορά, δεύτερον, τη δυνατότητα να ζητηθεί η απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως προκειμένου για διεθνές σήμα, στο μέτρο που η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η εν λόγω δυνατότητα δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής λόγω του ότι το άρθρο 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 αναφέρεται μόνο στα εθνικά σήματα, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 διευκρινίζει την έννοια του «προγενέστερου σήματος». Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση iii, συνιστούν προγενέστερα σήματα, μεταξύ άλλων, τα σήματα που έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς καταχωρίσεως η οποία ισχύει σε ένα κράτος μέλος και των οποίων η ημερομηνία καταθέσεως είναι προγενέστερη της ημερομηνίας της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

38. Ομοίως, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του Διακανονισμού της Μαδρίτης για τη διεθνή καταχώριση των σημάτων, της 14ης Απριλίου 1891, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, καθώς και το άρθρο  4, παράγραφος 1, στοιχείο a, του πρωτοκόλλου περί του Διακανονισμού της Μαδρίτης, ορίζουν ότι η προστασία του σήματος εντός εκάστου των ενδιαφερομένων συμβαλλομένων μερών είναι η ίδια ως εάν το σήμα αυτό είχε κατατεθεί απευθείας στο Γραφείο αυτού του συμβαλλόμενου μέρους.

39. Ως εκ τούτου, με την παραπομπή του άρθρου 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 στο άρθρο 8, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού πρέπει να νοείται ότι τα «σήματα που έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς καταχώρισης, η οποία ισχύει σε ένα κράτος μέλος» πρέπει να εξομοιώνονται προς «εθνικά σήματα».

40. Συνεπώς, η αμφιβολία την οποία εξέφρασε η προσφεύγουσα όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 στα διεθνή σήματα δεν είναι δικαιολογημένη.

41. Ως εκ τούτου, πρέπει να συναχθεί ότι το τμήμα προσφυγών νομίμως απέρριψε την ανακοπή, εφόσον δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος στη Γερμανία, σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009.

42. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί όπως και, κατά συνέπεια, η προσφυγή στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

43. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΓΕΕΑ και της παρεμβαίνουσας.

Διατακτικό

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την προσφυγή.

2) Καταδικάζει τη Rivella International AG στα δικαστικά έξοδα.

Top