Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011CJ0204

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 18ης Ιουλίου 2013.
    Fédération internationale de football association (FIFA) κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως — Τηλεοπτικές εκπομπές — Οδηγία 89/552/ΕΟΚ — Άρθρο 3α — Μέτρα που έλαβε το Βασίλειο του Βελγίου όσον αφορά τις εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία αυτού του κράτους μέλους — Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου — Απόφαση κρίνουσα τα μέτρα συμβατά με το δίκαιο της Ένωσης — Αιτιολογία — Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ — Δικαίωμα ιδιοκτησίας.
    Υπόθεση C‑204/11 P.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2013:477

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 18ης Ιουλίου 2013 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως — Τηλεοπτικές εκπομπές — Οδηγία 89/552/ΕΟΚ — Άρθρο 3α — Μέτρα που έλαβε το Βασίλειο του Βελγίου όσον αφορά τις εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία αυτού του κράτους μέλους — Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου — Απόφαση κρίνουσα τα μέτρα συμβατά με το δίκαιο της Ένωσης — Αιτιολογία — Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ — Δικαίωμα ιδιοκτησίας»

    Στην υπόθεση C-204/11 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 27 Απριλίου 2011,

    Fédération internationale de football association (FIFA), εκπροσωπούμενη από τους A. Barav και D. Reymond, avocats,

    αναιρεσείουσα,

    όπου οι έτεροι διάδικοι είναι:

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις E. Montaguti και N. Yerrell, επικουρούμενες από τη M. Gray, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθής πρωτοδίκως,

    το Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από την C. Pochet και τον J.-C. Halleux, επικουρούμενους από τους A. Joachimowicz και J. Stuyck, advocaten,

    το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον S. Ossowski και την J. Beeko, επικουρούμενους από τον T. de la Mare, QC,

    παρεμβαίνοντα πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τη R. Silva de Lapuerta, προεδρεύουσα του τρίτου τμήματος, και τους K. Lenaerts, E. Juhász, J. Malenovský (εισηγητή) και D. Šváby, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

    γραμματέας: A. Impellizzeri, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Σεπτεμβρίου 2012,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Δεκεμβρίου 2012,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Fédération internationale de football association (FIFA) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Φεβρουαρίου 2011, T-385/07, FIFA κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. II-205, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της νυν αναιρεσείουσας περί μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/479/ΕΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουνίου 2007, για τη συμβατότητα με το κοινοτικό δίκαιο των μέτρων που προτίθεται να λάβει το Βέλγιο σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 180, σ. 24, στο εξής: επίμαχη απόφαση).

    Το νομικό πλαίσιο

    2

    Η οδηγία 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 298, σ. 23), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997 (ΕΕ L 202, σ. 60, στο εξής: οδηγία 89/552), περιελάμβανε το άρθρο 3α, το οποίο προστέθηκε με τη δεύτερη αυτή οδηγία και το οποίο όριζε ότι:

    «1.   Κάθε κράτος μέλος μπορεί να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο για να εξασφαλίζει ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί που υπάγονται στη δικαιοδοσία του δεν μεταδίδουν αποκλειστικά εκδηλώσεις οι οποίες θεωρούνται από το εν λόγω κράτος μέλος ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία, κατά τρόπον ώστε μια σημαντική μερίδα του κοινού στο εν λόγω κράτος μέλος να εμποδίζεται να παρακολουθήσει τις εκδηλώσεις αυτές [σε απευθείας ή μαγνητοσκοπημένη μετάδοση μέσω δωρεάν τηλεοπτικού προγράμματος]. Σε περίπτωση που πράξει κάτι τέτοιο, το οικείο κράτος μέλος καταρτίζει κατάλογο των εθνικών ή μη εθνικών εκδηλώσεων τις οποίες θεωρεί ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία. Πράττει τούτο με σαφή και διαφανή τρόπο, εγκαίρως. Επίσης, το οικείο κράτος μέλος καθορίζει εάν οι εκδηλώσεις αυτές θα πρέπει [να μεταδίδονται απευθείας, στο σύνολό τους ή εν μέρει] ή, όπου είναι αναγκαίο ή σκόπιμο για αντικειμενικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, [να μεταδίδονται, στο σύνολό τους ή εν μέρει, σε μαγνητοσκόπηση].

    2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή τα τυχόν μέτρα που έχουν λάβει ή που πρόκειται να λάβουν δυνάμει της παραγράφου 1. Εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση, η Επιτροπή επαληθεύει ότι τα μέτρα είναι συμβατά με την κοινοτική νομοθεσία και τα γνωστοποιεί στα άλλα κράτη μέλη. Ζητεί τη γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 23α. Δημοσιεύει αμέσως τα ληφθέντα μέτρα στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άπαξ τουλάχιστον του έτους ενοποιημένο κατάλογο των μέτρων που έχουν ληφθεί από τα κράτη μέλη.

    3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν με κατάλληλα μέσα, στο πλαίσιο της νομοθεσίας τους, ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους δεν ασκούν αποκλειστικά δικαιώματα τα οποία έχουν αποκτήσει μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας οδηγίας κατά τρόπον ώστε μια σημαντική μερίδα του κοινού σε άλλο κράτος μέλος να εμποδίζεται να παρακολουθήσει εκδηλώσεις οι οποίες έχουν καθοριστεί από το άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, [σε απευθείας, συνολικά ή εν μέρει, μετάδοση] ή, όπου είναι αναγκαίο ή σκόπιμο για αντικειμενικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, [σε μαγνητοσκοπημένη, συνολικά ή εν μέρει, μετάδοση μέσω δωρεάν τηλεοπτικού προγράμματος] όπως ορίζεται από το εν λόγω άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με την παράγραφο 1.»

    3

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 18 έως 22 της οδηγίας 97/36 είχαν ως εξής:

    «(18)

    [εκτιμώντας] ότι είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να είναι σε θέση να προστατεύουν το δικαίωμα στην ενημέρωση και να εξασφαλίζουν την ευρεία πρόσβαση του κοινού στην τηλεοπτική κάλυψη εθνικών ή μη εθνικών εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία, όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες, το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου και το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου· ότι, προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να λαμβάνουν μέτρα σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο με στόχο τη ρύθμιση της άσκησης εκ μέρους ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, οι οποίοι υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, αποκλειστικών ραδιοτηλεοπτικών δικαιωμάτων όσον αφορά τις ανωτέρω εκδηλώσεις·

    (19)

    [εκτιμώντας] ότι είναι ανάγκη να θεσπιστούν ρυθμίσεις σε κοινοτικό πλαίσιο ώστε να αποφευχθούν η ενδεχόμενη νομική αβεβαιότητα και οι στρεβλώσεις της αγοράς και να συγκερασθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των τηλεοπτικών υπηρεσιών με την ανάγκη πρόληψης της ενδεχόμενης καταστρατήγησης των εθνικών μέτρων που προστατεύουν ένα έννομο γενικό συμφέρον·

    (20)

    [εκτιμώντας] ότι, ιδίως, με την παρούσα οδηγία είναι σκόπιμο να θεσπιστούν διατάξεις για την άσκηση, εκ μέρους των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, των αποκλειστικών δικαιωμάτων που έχουν ενδεχομένως αποκτήσει για τη μετάδοση εκδηλώσεων που θεωρούνται ότι ενέχουν μείζονα σημασία για την κοινωνία σε ένα κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο που έχει δικαιοδοσία επί των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών […]·

    (21)

    [εκτιμώντας] ότι οι εκδηλώσεις “μείζονος σημασίας για την κοινωνία” θα πρέπει, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, να πληρούν ορισμένα κριτήρια, δηλαδή να αποτελούν σημαντικά συμβάντα τα οποία παρουσιάζουν ενδιαφέρον στο γενικό κοινό, στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε ένα κράτος μέλος ή σε σημαντικό τμήμα κράτους μέλους και προγραμματίζονται εκ των προτέρων από υπεύθυνο ο οποίος μπορεί να πωλήσει νομίμως τα δικαιώματα που αναφέρονται στην εν λόγω εκδήλωση·

    (22)

    [εκτιμώντας] ότι, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, “δωρεάν τηλεοπτικό πρόγραμμα” σημαίνει μετάδοση σε ένα δίαυλο, δημόσιο ή εμπορικό, προγραμμάτων στα οποία έχει πρόσβαση το κοινό χωρίς επιπλέον καταβολή τέλους εκτός από τους [πλέον διαδεδομένους εντός κάθε κράτους μέλους] τρόπους χρηματοδότησης των εκπομπών, (όπως η εισφορά ή/και η βασικ[ή] συνδρομή σε καλωδιακό δίκτυο)».

    Ιστορικό της διαφοράς

    4

    Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς εκτίθενται στις σκέψεις 5 έως 17 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

    «5 Η [FIFA] είναι ένωση που απαρτίζεται από 208 εθνικές ομοσπονδίες ποδοσφαίρου και αποτελεί τον παγκόσμιο φορέα που ρυθμίζει τα σχετικά με το ποδόσφαιρο ζητήματα. Σκοπός της είναι, μεταξύ άλλων, η προώθηση του ποδοσφαίρου σε παγκόσμια κλίμακα και η κατάστρωση των διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεών της. Η πώληση των δικαιωμάτων της FIFA για την τηλεοπτική μετάδοση της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου (στο εξής: [τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου]), για τη διοργάνωση του οποίου είναι υπεύθυνη, συνιστά την κύρια πηγή εισοδήματός της.

    6 Στο Βέλγιο, η Φλαμανδική Κοινότητα και η Γαλλική Κοινότητα είναι αρμόδιες για τη θέσπιση μέτρων κατά την έννοια του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552. Έτσι, οι αρχές της κάθε κοινότητας θέσπισαν χωριστά μέτρα, τα οποία στη συνέχεια κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από τις βελγικές ομοσπονδιακές αρχές.

    7 Κατά το άρθρο 76, παράγραφος 1, των διαταγμάτων σχετικά με τη ραδιοφωνία και την τηλεόραση, τα οποία κωδικοποιήθηκαν στις 25 Ιανουαρίου 1995 και εγκρίθηκαν από το Φλαμανδικό Συμβούλιο (Moniteur belge της 30ής Μαΐου 1995, σ. 15092), “[η] Φλαμανδική Κυβέρνηση συντάσσει κατάλογο εκδηλώσεων που θεωρούνται μείζονος ενδιαφέροντος για το κοινό και που, για τον λόγο αυτό, δεν μπορούν να μεταδοθούν κατ’ αποκλειστικότητα κατά τρόπο που εμποδίζει σημαντική μερίδα του κοινού στη Φλαμανδική Κοινότητα να παρακολουθεί τις εν λόγω εκδηλώσεις σε δωρεάν, απευθείας ή μαγνητοσκοπημένη, μετάδοση”.

    8 Με κανονιστική απόφαση της 28ης Μαΐου 2004 (Moniteur belge της 19ης Αυγούστου 2004, σ. 62207), η Φλαμανδική Κυβέρνηση προσδιόρισε τις εκδηλώσεις που πρέπει να θεωρούνται ότι ενέχουν μείζονα σημασία για την κοινωνία, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η [τελική φάση του] Παγκοσμίου Κυπέλλου. Προκειμένου μια εκδήλωση να είναι επιλέξιμη ώστε να περιληφθεί στον κατάλογο των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία, πρέπει να εκπληρώνει, κατά την ίδια απόφαση, τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα κριτήρια:

    να παρουσιάζει σημαντική αξία από απόψεως επικαιρότητας και να προσελκύει ευρέως το ενδιαφέρον του κοινού·

    να πραγματοποιείται στο πλαίσιο σημαντικής διεθνούς αθλητικής διοργανώσεως ή να πρόκειται για αγώνα στον οποίο συμμετέχει η εθνική ομάδα, μια βελγική ομάδα ή ένας ή περισσότεροι Βέλγοι αθλητές/αθλήτριες·

    να αφορά σημαντικό άθλημα και να έχει σημαντική πολιτιστική αξία για τη Φλαμανδική Κοινότητα·

    να μεταδίδεται κατά παράδοση από τηλεοπτικό σταθμό ελεύθερης προσβάσεως και να έχει υψηλό δείκτη ακροαματικότητας στην κατηγορία της.

    9 Κατά το άρθρο 1 της κανονιστικής αποφάσεως της 28ης Μαΐου 2004, ορισμένες εκδηλώσεις που αναγράφονται στον ως άνω κατάλογο, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται [η τελική φάση του] Παγκοσμίου Κυπέλλου, πρέπει να μεταδίδονται με πλήρη παρουσίαση, σε απευθείας μετάδοση. Δυνάμει του άρθρου 2 της ίδιας αποφάσεως, τα αποκλειστικά δικαιώματα για τις εκδηλώσεις που περιλαμβάνονται στον ως άνω κατάλογο δεν επιτρέπεται να ασκούνται κατά τρόπο που να αποκλείει σημαντική μερίδα του πληθυσμού από την παρακολούθηση των εκδηλώσεων αυτών σε τηλεοπτικό σταθμό ελεύθερης προσβάσεως. Επιπλέον, κατά το δεύτερο εδάφιο της ίδιας διατάξεως, σημαντική μερίδα του πληθυσμού της Φλαμανδικής Κοινότητας θεωρείται ότι μπορεί να παρακολουθεί εκδήλωση μείζονος ενδιαφέροντος για την κοινωνία σε τηλεοπτικό σταθμό ελεύθερης προσβάσεως, εφόσον η εκδήλωση μεταδίδεται από τηλεοπτικό φορέα ο οποίος εκπέμπει στα ολλανδικά και του οποίου η λήψη εξασφαλίζεται τουλάχιστον για το 90 % του πληθυσμού χωρίς άλλη πληρωμή πέραν της τιμής της συνδρομής που αφορά την καλωδιακή διανομή του τηλεοπτικού σήματος.

    10 Δυνάμει του άρθρου 3 της κανονιστικής αποφάσεως της 28ης Μαΐου 2004, οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί οι οποίοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως και οι οποίοι αποκτούν αποκλειστικά δικαιώματα μεταδόσεως για την ολλανδόφωνη περιφέρεια και τη δίγλωσση περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης όσον αφορά τις εκδηλώσεις που περιλαμβάνονται στον ως άνω κατάλογο δεν επιτρέπεται να ασκούν τα δικαιώματα αυτά εκτός αν είναι σε θέση να εγγυηθούν, μέσω συμβάσεων που έχουν συνάψει, ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν θα αποκλείεται από την παρακολούθηση των εν λόγω εκδηλώσεων σε τηλεοπτικό σταθμό ελεύθερης προσβάσεως. Προς τούτο, οι εν λόγω ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί μπορούν να χορηγούν επιμέρους άδειες εκμεταλλεύσεως, σε εύλογες τιμές της αγοράς, σε ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς που πληρούν τις εν λόγω προϋποθέσεις. Ωστόσο, εάν κανένας από τους πληρούντες τις προϋποθέσεις αυτές ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός δεν εκδηλώσει ενδιαφέρον για την απόκτηση τέτοιων επιμέρους αδειών εκμεταλλεύσεως, ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός που έχει αποκτήσει τα αποκλειστικά δικαιώματα μπορεί να κάνει χρήση των δικαιωμάτων αυτών.

    11 Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του διατάγματος της 27ης Φεβρουαρίου 2003 (Moniteur belge της 17ης Απριλίου 2003, σ. 19637), που εγκρίθηκε από το κοινοβούλιο της Γαλλικής Κοινότητας, η Κυβέρνηση της Γαλλικής Κοινότητας μπορεί, κατόπιν γνωμοδοτήσεως του ανωτάτου ραδιοτηλεοπτικού συμβουλίου, να καταρτίσει κατάλογο των εκδηλώσεων που θεωρεί ως μείζονος σημασίας για το κοινό της εν λόγω κοινότητας. Οι εκδηλώσεις αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ασκήσεως αποκλειστικών δικαιωμάτων εκ μέρους ενός φορέα που παρέχει υπηρεσίες τηλεοπτικής μεταδόσεως ή εκ μέρους της RTBF [βελγικού γαλλόφωνου ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού], κατά τρόπον ώστε σημαντική μερίδα του κοινού αυτής της κοινότητας να στερείται προσβάσεως στις εν λόγω εκδηλώσεις μέσω μεταδόσεως από τηλεοπτικό σταθμό ελεύθερης προσβάσεως.

    12 Προκειμένου μια εκδήλωση να είναι επιλέξιμη ώστε να περιληφθεί στον κατάλογο των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία, πρέπει να πληροί, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, του διατάγματος της 27ης Φεβρουαρίου 2003, τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα κριτήρια:

    να έχει ιδιαίτερη απήχηση στο κοινό της Γαλλικής Κοινότητας εν γένει και όχι μόνο στο κοινό που παρακολουθεί συνήθως ανάλογες εκδηλώσεις·

    να έχει πολιτιστική σημασία γενικά αναγνωρισμένη από το κοινό της Γαλλικής Κοινότητας και να διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο για την πολιτιστική της ταυτότητα·

    να συμμετέχει στην εν λόγω εκδήλωση μια προσωπικότητα εθνικού βεληνεκούς ή η εθνική ομάδα στο πλαίσιο διεθνούς αγώνα ή διεθνούς αθλητικής διοργανώσεως μείζονος σημασίας·

    να μεταδίδεται κατά παράδοση μέσω τηλεοπτικού σταθμού ελεύθερης προσβάσεως στη Γαλλική Κοινότητα και να ενδιαφέρει ευρύ κοινό.

    13 Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, του ίδιου διατάγματος, μια υπηρεσία τηλεοπτικής μεταδόσεως θεωρείται ότι παρέχεται μέσω τηλεοπτικού σταθμού ελεύθερης προσβάσεως εφόσον η μετάδοση γίνεται στη γαλλική γλώσσα και μπορεί να τη λαμβάνει ποσοστό 90 % των νοικοκυριών που διαθέτουν εγκατάσταση λήψεως τηλεοπτικού σήματος και κατοικούν στη γαλλόφωνη περιφέρεια και στη δίγλωσση περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης. Εκτός από το τεχνικό κόστος, η λήψη της εν λόγω υπηρεσίας δεν υπόκειται σε καμία άλλη πληρωμή πλην του τυχόν τέλους συνδρομής στη βασική δέσμη υπηρεσιών καλωδιακής διανομής.

    14 Κατά το άρθρο 2 της κανονιστικής αποφάσεως της 8ης Ιουνίου 2004 (Moniteur belge της 6ης Σεπτεμβρίου 2004, σ. 65247), της Κυβερνήσεως της Γαλλικής Κοινότητας, “ο φορέας που παρέχει υπηρεσίες τηλεοπτικής μεταδόσεως εντός της Γαλλικής Κοινότητας και ο οποίος προτίθεται να ασκήσει αποκλειστικό δικαίωμα μεταδόσεως εκδηλώσεως μείζονος ενδιαφέροντος υποχρεούται να την μεταδίδει μέσω τηλεοπτικού σταθμού ελεύθερης προσβάσεως και σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας αποφάσεως”.

    15 Το παράρτημα της κανονιστικής αποφάσεως της 8ης Ιουνίου 2004 καθώς και ο ενοποιημένος κατάλογος των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για το Βασίλειο του Βελγίου συμπεριλαμβάνουν [την τελική φάση του] Παγκοσμίου Κυπέλλου, σε απευθείας και πλήρη μετάδοση.

    16 Με έγγραφα της 15ης Ιανουαρίου 2001 και της 16ης Μαΐου 2002, η FIFA υπέβαλε στο Υπουργείο της Φλαμανδικής Κοινότητας τις παρατηρήσεις της σχετικά με την ενδεχόμενη αναγραφή της [τελικής φάσεως] του Παγκοσμίου Κυπέλλου σε κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για τη βελγική κοινωνία και αντιτάχθηκε στην αναγραφή του συνόλου των αγώνων της εν λόγω διοργανώσεως σε έναν τέτοιο κατάλογο.

    17 Με έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2003, το Βασίλειο του Βελγίου γνωστοποίησε στην Επιτροπή τα μέτρα που έλαβε στο πλαίσιο του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552.»

    Η επίμαχη απόφαση

    5

    Στις 25 Ιουνίου 2007 η Επιτροπή εξέδωσε την επίμαχη απόφαση, της οποίας το άρθρο 1 ορίζει ότι «[τ]α μέτρα που διακοινώθηκαν από το [Βασίλειο του Βελγίου] στην Επιτροπή στις 10 Δεκεμβρίου 2003 σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας [89/552], όπως δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 158 της 29ης Ιουνίου 2005, είναι συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο».

    6

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 6, 8, 16 έως 18 και 22 της επίδικης αποφάσεως έχουν ως εξής:

    «(3)

    Στο πλαίσιο της σχετικής εξέτασης, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα διαθέσιμα δεδομένα για την κατάσταση των [ραδιοτηλεοπτικών] μέσων στο Βέλγιο.

    (4)

    Ο κατάλογος των εκδηλώσεων μείζονος κοινωνικού ενδιαφέροντος που περιλαμβάνεται στα μέτρα [του Βασιλείου του Βελγίου] καταρτίστηκε με σαφήνεια και διαφάνεια, ενώ είχε δρομολογηθεί στο Βέλγιο εκτεταμένη διαδικασία διαβούλευσης.

    (5)

    Η Επιτροπή διαπιστώνει με ικανοποίηση ότι οι εκδηλώσεις που παρατίθενται στα κοινοποιημένα μέτρα [του Βασιλείου του Βελγίου] πληρούν δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα κριτήρια, τα οποία θεωρούνται αξιόπιστοι δείκτες της σημασίας που έχουν οι εκάστοτε εκδηλώσεις για την κοινωνία: i) ιδιαίτερη [γενική] απήχηση εντός του κράτους μέλους και όχι απλώς σπουδαιότητα για όσους κατά κανόνα παρακολουθούν το εκάστοτε άθλημα ή δραστηριότητα· ii) [γενικά] αναγνωρισμένη, διακριτή πολιτιστική σημασία για τον πληθυσμό του κράτους μέλους, με καταλυτικό ρόλο στην πολιτιστική του ταυτότητα· iii) συμμετοχή της εθνικής ομάδας στην εκάστοτε εκδήλωση στο πλαίσιο αγώνα ή διοργάνωσης διεθνούς σημασίας· και iv) η εκδήλωση μεταδίδεται συνήθως στο πλαίσιο δωρεάν τηλεοπτικού προγράμματος και έχει μεγάλη τηλεθέαση.

    (6)

    Ορισμένες από τις εκδηλώσεις που απαριθμούνται στα μέτρα που κοινοποίησε το [Βασίλειο του Βελγίου], συμπεριλαμβανομένων των θερινών και χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων, [των αγώνων της τελικής φάσης] του Παγκοσμίου Κυπέλλου [ποδοσφαίρου] και [των αγώνων της τελικής φάσης] του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος ποδοσφαίρου εμπίπτουν στην κατηγορία των εκδηλώσεων που κατά παράδοση θεωρούνται μείζονος σημασίας για την κοινωνία [κοινωνικού ενδιαφέροντος], όπως αναφέρεται ρητά στην αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας [97/36]. Οι εν λόγω εκδηλώσεις έχουν [ιδιαίτερη γενική] απήχηση στο Βέλγιο, δεδομένου ότι είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στο ευρύ κοινό και όχι μόνο σε όσους παρακολουθούν τακτικά αθλητικές εκδηλώσεις.

    […]

    (8)

    Οι απαριθμούμενες ποδοσφαιρικές εκδηλώσεις όπου συμμετέχουν εθνικές ομάδες έχουν ιδιαίτερη γενική απήχηση στο Βέλγιο καθώς παρέχουν σε βελγικές ομάδες ευκαιρία προώθησης του βελγικού ποδοσφαίρου σε διεθνές επίπεδο.

    […]

    (16)

    Οι απαριθμούμενες εκδηλώσεις, συμπεριλαμβανομένων όσων θεωρούνται ως σύνολο και όχι ως σειρά μεμονωμένων εκδηλώσεων, εκπέμπονταν κατά παράδοση σε ελεύθερη (δωρεάν) εκπομπή επιτυγχάνοντας μεγάλη ακροαματικότητα. Όπου, κατ’ εξαίρεση, δεν διατίθενται συγκεκριμένα δεδομένα τηλεθέασης (διοργανώσεις των τελικών του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου), η συμπερίληψη της εκδήλωσης αιτιολογείται περαιτέρω από την γενικά αναγνωριζόμενη σαφή πολιτιστική σημασία της για τον βελγικό πληθυσμό, δεδομένης της σημαντικής συνεισφοράς της στην αμοιβαία κατανόηση των λαών, καθώς και της σημασίας του ποδοσφαίρου για την βελγική κοινωνία ως σύνολο και για την εθνική υπερηφάνεια, δεδομένου ότι προσφέρει σε κορυφαίους Βέλγους αθλητές ευκαιρία επιτυχίας στη σημαντική αυτή διοργάνωση.

    (17)

    Τα μέτρα [του Βασιλείου του Βελγίου] εμφανίζονται αναλογικά ώστε να δικαιολογείται παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που θεσπίζεται στη Συνθήκη ΕΚ εξαιτίας επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος, για τη διασφάλιση ευρείας πρόσβασης του κοινού στις τηλεοπτικές μεταδόσεις εκδηλώσεων μείζονος κοινωνικού ενδιαφέροντος.

    (18)

    Τα μέτρα που κοινοποίησε το [Βασίλειο του Βελγίου] είναι συμβατά με τους κανόνες ανταγωνισμού της [Ευρωπαϊκής Κοινότητας], διότι ο προσδιορισμός των κατάλληλων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών για την τηλεοπτική μετάδοση των εκδηλώσεων που παρατίθενται στον κατάλογο βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν πραγματικό και δυνητικό ανταγωνισμό για την απόκτηση των δικαιωμάτων μετάδοσης αυτών των εκδηλώσεων. Επιπλέον, ο αριθμός των εκδηλώσεων του καταλόγου δεν είναι δυσανάλογος ώστε να στρεβλώνει τον ανταγωνισμό στις αγορές που προηγούνται αυτών της τηλεόρασης ελεύθερης πρόσβασης και της συνδρομητικής τηλεόρασης.

    […]

    (22)

    Όπως προκύπτει από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2005, T-33/01, Infront WM κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. ΙΙ-5897], η [κρίση περί του] ότι μέτρα που ελήφθησαν σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας [89/552] είναι συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο συνιστά απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 249 [ΕΚ], η οποία πρέπει επομένως να εκδοθεί από την Επιτροπή. Συνεπώς, πρέπει να δηλωθεί με την παρούσα απόφαση ότι τα μέτρα που κοινοποιήθηκαν από το [Βασίλειο του Βελγίου] είναι συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο. Τα μέτρα, όπως τελικώς ελήφθησαν από το [Βασίλειο του Βελγίου] και παρατίθενται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης, πρέπει να δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα, σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας [89/552].»

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    7

    Η FIFA άσκησε προσφυγή κατά της επίμαχης αποφάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, για τον λόγο ότι, με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή ενέκρινε τον χαρακτηρισμό του συνόλου της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως εκδηλώσεως μείζονος σημασίας και δέχθηκε, ως εκ τούτου, την καταχώριση όλων των αγώνων της διοργανώσεως αυτής στον κατάλογο των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας, τον οποίο κατήρτισαν οι αρχές του Βασιλείου του Βελγίου. Κατά τη FIFA, το ως άνω κράτος μέλος έπρεπε να χαρακτηρίσει ως τέτοιες εκδηλώσεις μόνον τους αγώνες «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» ή «εξαιρετικού ενδιαφέροντος», δηλαδή τον τελικό, τους ημιτελικούς και τους αγώνες της εθνικής ομάδας του ως άνω κράτους (στο εξής: αγώνες «εξαιρετικού ενδιαφέροντος»). Επομένως, ο κατάλογος αυτός δεν έπρεπε να συμπεριλαμβάνει τους λοιπούς αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου (στο εξής: αγώνες «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος»).

    8

    Προς στήριξη του αιτήματός της περί μερικής ακυρώσεως της επίμαχης αποφάσεως, η FIFA προέβαλε έξι λόγους ακυρώσεως. Οι λόγοι αυτοί αντλούνταν, πρώτον, από παράβαση του άρθρου 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/552, καθόσον η Επιτροπή αποφάνθηκε πεπλανημένως ότι τα βελγικά μέτρα ήταν συμβατά με το άρθρο 49 ΕΚ, δεύτερον, από παράβαση του άρθρου 49 ΕΚ, τρίτον, από παράβαση του άρθρου 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/552, καθόσον κακώς έκρινε η Επιτροπή ότι τα βελγικά μέτρα ήταν συμβατά με το άρθρο 43 ΕΚ, τέταρτον, από παράβαση του άρθρου 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/552, καθόσον κακώς δέχθηκε η Επιτροπή ότι τα βελγικά μέτρα ήταν συμβατά με το δικαίωμα ιδιοκτησίας της FIFA, πέμπτον, από παράβαση του άρθρου 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/552, καθόσον κακώς έκρινε η Επιτροπή ότι η διαδικασία λήψεως των βελγικών μέτρων ήταν σαφής και διαφανής, καθώς και, έκτον, από έλλειψη αιτιολογίας της επίμαχης αποφάσεως.

    9

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε καθέναν από τους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής της FIFA, καθώς και την προσφυγή αυτή στο σύνολό της.

    10

    Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επίσης αίτημα περί λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που είχε υποβάλει η FIFA, προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει πλείονα έγγραφα.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    11

    Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, με το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552, ο νομοθέτης της Ένωσης επέτρεψε στα κράτη μέλη να χαρακτηρίσουν ορισμένες εκδηλώσεις ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία του οικείου κράτους μέλους (στο εξής: εκδήλωση μείζονος σημασίας) και, ως εκ τούτου, δέχθηκε ρητώς, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως που του παρέχει η Συνθήκη, τους περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, της ελευθερίας εγκαταστάσεως, του ελεύθερου ανταγωνισμού και του δικαιώματος ιδιοκτησίας τους οποίους συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ο χαρακτηρισμός αυτός. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 97/36, ο νομοθέτης εκτίμησε ότι οι περιορισμοί αυτοί δικαιολογούνται από τον σκοπό της προστασίας του δικαιώματος στην ενημέρωση και της διασφαλίσεως ευρείας προσβάσεως του κοινού στην τηλεοπτική κάλυψη των εκδηλώσεων αυτών.

    12

    Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι ένας τέτοιος σκοπός επιδιώκεται θεμιτώς, επισημαίνοντας ότι η κατ’ αποκλειστικό χαρακτήρα εμπορική εκμετάλλευση γεγονότων που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για το κοινό δύναται να περιορίσει ουσιωδώς την πρόσβαση του κοινού στην ενημέρωση όσον αφορά τα γεγονότα αυτά. Ωστόσο, στο πλαίσιο δημοκρατικής και πλουραλιστικής κοινωνίας, το δικαίωμα στην ενημέρωση έχει ιδιαίτερη σημασία, η οποία καθίσταται κατά μείζονα λόγο προφανής στην περίπτωση τέτοιων γεγονότων (βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2013, C-283/11, Sky Österreich, σκέψεις 51 και 52).

    13

    Δεύτερον, πρέπει να διευκρινισθεί ότι, κατά το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552, ο καθορισμός των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας απόκειται αποκλειστικώς στα κράτη μέλη, τα οποία απολαύουν, συναφώς, σημαντικού περιθωρίου εκτιμήσεως.

    14

    Συγκεκριμένα, η οδηγία 89/552, αντί να προβεί σε εναρμόνιση του καταλόγου των εκδηλώσεων αυτών, στηρίζεται στην παραδοχή ότι εντός της Ένωσης υφίστανται σημαντικές αποκλίσεις κοινωνικής και πολιτιστικής φύσεως όσον αφορά τη σημασία των εν λόγω εκδηλώσεων για το ευρύ κοινό. Κατά συνέπεια, το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος καταρτίζει κατάλογο των εκδηλώσεων «τις οποίες θεωρεί ως μείζονος σημασίας» για την κοινωνία του. Με την αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 97/36 επισημαίνεται, επίσης, αυτή η εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών, δεδομένου ότι υπογραμμίζεται ότι είναι «σημαντικό» τα κράτη μέλη να μπορούν να προστατεύουν το δικαίωμα στην ενημέρωση και να διασφαλίζουν την ευρεία πρόσβαση του κοινού στις τηλεοπτικές μεταδόσεις εκδηλώσεων μείζονος σημασίας.

    15

    Η σημασία του ως άνω περιθωρίου εκτιμήσεως συνάγεται επίσης από το ότι οι οδηγίες 89/552 και 97/36 δεν πλαισιώνουν μέσω συγκεκριμένων διατάξεων την άσκησή του. Συγκεκριμένα, τα μόνα κριτήρια που καθορίζονται με τις οδηγίες αυτές προκειμένου το οικείο κράτος μέλος να μπορεί να χαρακτηρίζει εκδήλωση ως μείζονος σημασίας μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 97/36, κατά την οποία η εκδήλωση αυτή πρέπει να αποτελεί σημαντικό γεγονός το οποίο παρουσιάζει ενδιαφέρον για το ευρύ κοινό, εντός της Ένωσης ή εντός συγκεκριμένου κράτους μέλους ή σε σημαντικό τμήμα ενός συγκεκριμένου κράτους μέλους, και το οποίο διοργανώνεται εκ των προτέρων από υπεύθυνο ο οποίος νομιμοποιείται να μεταβιβάσει τα σχετικά με την εκδήλωση αυτή δικαιώματα.

    16

    Λαμβανομένης υπόψη της σχετικής ασάφειας των ως άνω κριτηρίων, απόκειται σε κάθε κράτος μέλος να προσδώσει σ’ αυτά συγκεκριμένο χαρακτήρα και να αξιολογήσει το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι σχετικές εκδηλώσεις για το ευρύ κοινό με γνώμονα τις κοινωνικές και τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες της κοινωνίας του.

    17

    Τρίτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, βάσει του άρθρου 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/552, η Επιτροπή διαθέτει εξουσία ελέγχου της νομιμότητας των εθνικών μέτρων περί καθορισμού των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας, η οποία της παρέχει τη δυνατότητα να απορρίπτει τα μέτρα που είναι ασύμβατα με το δίκαιο της Ένωσης.

    18

    Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, η Επιτροπή οφείλει, ιδίως, να διακριβώσει αν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    η οικεία εκδήλωση περιελήφθη στον προβλεπόμενο από το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552 κατάλογο σύμφωνα με διαδικασία που διέπεται από σαφήνεια και διαφάνεια, ευκαίρως και εγκαίρως·

    μια τέτοια εκδήλωση μπορεί βασίμως να χαρακτηρισθεί ως μείζονος σημασίας·

    ο χαρακτηρισμός της οικείας εκδηλώσεως ως μείζονος σημασίας είναι συμβατός με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι οι αρχές της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, με τα θεμελιώδη δικαιώματα, με τις αρχές της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως, καθώς και με τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού.

    19

    Τούτου δοθέντος, αυτή η εξουσία ελέγχου είναι περιορισμένη, τούτο δε ιδίως όσον αφορά τον έλεγχο της δεύτερης και της τρίτης προϋποθέσεως που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη.

    20

    Αφενός, από τη σπουδαιότητα του μνημονευθέντος στη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη συνάγεται πράγματι ότι η εξουσία ελέγχου της Επιτροπής πρέπει να περιορίζεται στη διερεύνηση περιπτώσεων πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσαν τα κράτη μέλη κατά τον χαρακτηρισμό των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας. Προκειμένου να διακριβωθεί αν υφίσταται τέτοια περίπτωση πλάνη εκτιμήσεως, η Επιτροπή οφείλει, επομένως, να ελέγχει ιδίως κατά πόσον το οικείο κράτος μέλος εξέτασε, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως, στοιχεία επί των οποίων στηρίζονται τα συναχθέντα συμπεράσματα (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I-5469, σκέψη 14, και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C-77/09, Gowan Comércio Internacional e Serviços, Συλλογή 2010, σ. I-13533, σκέψεις 56 και 57).

    21

    Αφετέρου, όσον αφορά ειδικότερα, την τρίτη προϋπόθεση που μνημονεύθηκε στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, δεν πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι ο βάσιμος χαρακτηρισμός εκδηλώσεως ως μείζονος σημασίας συνεπάγεται αναπόφευκτα περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, της ελευθερίας εγκαταστάσεως, του ελεύθερου ανταγωνισμού και του δικαιώματος ιδιοκτησίας, τους οποίους έλαβε υπόψη ο νομοθέτης της Ένωσης κρίνοντάς τους, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 11 της παρούσας αποφάσεως, δικαιολογημένους βάσει του σκοπού γενικού συμφέροντος με τον οποίο επιδιώκεται η προστασία του δικαιώματος στην ενημέρωση και η διασφάλιση ευρείας προσβάσεως του κοινού στις τηλεοπτικές μεταδόσεις των εκδηλώσεων αυτών.

    22

    Επομένως, για να διασφαλισθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552, διαπιστώνεται ότι, εφόσον το οικείο κράτος μέλος έχει βασίμως χαρακτηρίσει εκδήλωση ως μείζονος σημασίας, η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει μόνον εκείνα τα αποτελέσματα του χαρακτηρισμού αυτού ως προς την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, την ελευθερία εγκαταστάσεως, τον ελεύθερο ανταγωνισμό και το δικαίωμα ιδιοκτησίας, τα οποία βαίνουν πέραν των αποτελεσμάτων που συνδέονται αναπόσπαστα με την καταχώριση της εκδηλώσεως αυτής στον προβλεπόμενο από την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου 3α κατάλογο.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    23

    Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, έξι σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, η FIFA διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο προέκρινε σκεπτικό στερούμενο συνοχής όσον αφορά την πραγματική, κατ’ αυτό, φύση της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

    24

    Με το δεύτερο σκέλος του ιδίου αυτού λόγου αναιρέσεως, υποστηρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δέχεται κατά τα φαινόμενα κρίσεις στερούμενες συνοχής και αντιφατικές μεταξύ τους, αποφαινόμενο, αφενός, ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο συνιστά ενιαία εκδήλωση και κρίνοντας, αφετέρου, ότι ορισμένα ειδικά στοιχεία δύνανται να καταδείξουν ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο.

    25

    Το τρίτο σκέλος του λόγου αυτού αναιρέσεως αφορά τη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία το κράτος μέλος που κοινοποιεί μέτρα δεν υποχρεούται να εκθέσει ειδικούς λόγους για να συμπεριλάβει το σύνολο της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου στον κατάλογο των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας. Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρεμποδίζει ιδίως την Επιτροπή να προβεί σε διεξοδικό έλεγχο και σε ενδελεχή εξέταση του ζητήματος αν τα κοινοποιηθέντα μέτρα είναι συμβατά με το δίκαιο της Ένωσης.

    26

    Στο πλαίσιο του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως που προέβαλε, η FIFA διατείνεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απόκειται στην Επιτροπή να δικαιολογήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου την κρίση της περί του ότι το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου αποτελεί ενιαία εκδήλωση μείζονος σημασίας. Συνεπώς, δεν απόκειται ούτε στη FIFA ούτε σε κανένα άλλο ενδιαφερόμενο μέρος να αποδείξει, βάσει ειδικών στοιχείων, ότι τούτο δεν ισχύει εν προκειμένω.

    27

    Με το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η FIFA διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, παραθέτοντας λόγους που δεν περιλαμβάνονταν στην επίδικη απόφαση, υπερέβη τα όρια του δικαστικού ελέγχου τον οποίο είναι αρμόδιο να ασκεί.

    28

    Κατά το έκτο σκέλος του λόγου αυτού αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμώντας ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς την καταχώριση του συνόλου της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου στον βελγικό κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας.

    29

    Η Επιτροπή, το Βασίλειο του Βελγίου και το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητούν ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η FIFA προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως είναι βάσιμος.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    30

    Λαμβανομένης υπόψη της σπουδαιότητας που έχουν για το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου οι διαλαμβανόμενες στη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως διαπιστώσεις, πρέπει να εξετασθεί καταρχάς το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

    – Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    31

    Πρέπει να επισημανθεί καταρχάς ότι το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε, στη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο αποτελεί διοργάνωση που μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ενιαία εκδήλωση και όχι συμπίλημα μεμονωμένων εκδηλώσεων που διακρίνονται σε αγώνες «εξαιρετικού» και «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος». Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 5 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέλαβε την έννοια του «Παγκοσμίου Κυπέλλου», στο οποίο παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 97/36, ως περιλαμβάνουσα μόνον την τελική φάση της εν λόγω διοργανώσεως.

    32

    Ωστόσο, ούτε η εν λόγω αιτιολογική σκέψη ούτε κανένα άλλο στοιχείο των οδηγιών 85/552 ή 97/36 δεν περιέχει ένδειξη βάσει της οποίας θα μπορούσε να συναχθεί ότι ο όρος «Παγκόσμιο Κύπελλο» αφορά αποκλειστικώς την τελική φάση της διοργανώσεως αυτής. Επομένως, ο όρος αυτός πρέπει, καταρχήν, να περιλαμβάνει και την αρχική φάση του πρωταθλήματος αυτού, δηλαδή το σύνολο των προκριματικών αγώνων. Δεν αμφισβητείται, όμως, ότι οι προκριματικοί αγώνες, οι οποίοι προηγούνται της τελικής φάσεως, δεν μπορούν κατά κανόνα να προκαλέσουν στο ευρύ κοινό κράτους μέλους ενδιαφέρον παρεμφερές αυτού που εκδηλώνει το εν λόγω κοινό κατά τη διάρκεια της τελικής φάσεως. Πράγματι, μόνον ορισμένοι αγώνες της προκριματικής φάσεως, ιδίως δε αυτοί της εθνικής ομάδας του οικείου κράτους μέλους ή αυτοί των λοιπών ομάδων του προκριματικού ομίλου στον οποίο μετέχει η ομάδα αυτή, μπορούν να προκαλέσουν τέτοιο ενδιαφέρον.

    33

    Εξάλλου, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ευλόγως ότι η σημασία των αγώνων «εξαιρετικού ενδιαφέροντος» αποδεικνύεται, κατά κανόνα, υπέρτερη εκείνης που αποδίδεται στους αγώνες της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου που προηγούνται των εν λόγω αγώνων «εξαιρετικού ενδιαφέροντος», δηλαδή στους αγώνες επιλογής στο πλαίσιο των ομίλων. Επομένως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί εκ των προτέρων ότι η σημασία που αποδίδεται στην τελευταία αυτή κατηγορία αγώνων είναι ισοδύναμη με αυτήν που αποδίδεται στην πρώτη κατηγορία αγώνων και ότι, ως εκ τούτου, όλοι οι αγώνες επιλογής στο πλαίσιο των ομίλων θεωρούνται αδιακρίτως ότι αποτελούν μέρος ενιαίας εκδηλώσεως μείζονος σημασίας όπως οι αγώνες «εξαιρετικού ενδιαφέροντος». Επομένως, ο χαρακτηρισμός εκάστου αγώνος ως εκδηλώσεως μείζονος σημασίας μπορεί να διαφέρει από ένα κράτος μέλος σε άλλο.

    34

    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν προετίθετο να επισημάνει ότι το «Παγκόσμιο Κύπελλο», κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψεως 18 της οδηγίας 97/36, περιορίζεται μόνο στην τελική φάση του και ότι αποτελεί ενιαία και αδιαίρετη εκδήλωση. Αντιθέτως, το Παγκόσμιο Κύπελλο πρέπει να θεωρείται ως εκδήλωση που διαιρείται, καταρχήν, σε διάφορους αγώνες ή σε διάφορες φάσεις, εκ των οποίων δεν μπορούν κατ’ ανάγκη να χαρακτηρίζονται όλοι ως εκδηλώσεις μείζονος σημασίας.

    35

    Πρέπει να διευκρινισθεί, πάντως, ότι μια τέτοια πεπλανημένη, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψεως 18 της οδηγίας 97/36 και ειδικότερα της έννοιας του Παγκοσμίου Κυπέλλου δεν είχε επίπτωση στην υπό κρίση υπόθεση.

    36

    Όσον αφορά, καταρχάς, τον αποκλεισμό των προκριματικών αγώνων από τον ορισμό του Παγκοσμίου Κυπέλλου, αρκεί να υπομνησθεί ότι οι βελγικές αρχές δεν περιέλαβαν τους αγώνες αυτούς στον κατάλογο των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας και ότι, ως εκ τούτου, η επίμαχη απόφαση δεν αφορά τέτοιους αγώνες.

    37

    Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 102 έως 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, βάσει των στοιχείων που παρέσχε η FIFA και λαμβάνοντας υπόψη τη συγκεκριμένη αντίληψη του κοινού στη Φλαμανδική Κοινότητα και στη Γαλλική Κοινότητα, αν όλοι οι αγώνες της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου προκαλούσαν πράγματι, στο κοινό αυτό, επαρκές ενδιαφέρον για να μπορούν να αποτελούν μέρος εκδηλώσεως μείζονος σημασίας (βλ. σκέψεις 55 έως 57 της παρούσας αποφάσεως). Κρίνοντας ότι τούτο συμβαίνει εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε βασίμως ότι το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου μπορούσε να θεωρηθεί, στη Φλαμανδική Κοινότητα και στη Γαλλική Κοινότητα, ενιαία εκδήλωση μείζονος σημασίας. Επομένως, η εκτίμησή του ήταν, εν τοις πράγμασι, σύμφωνη προς ό,τι απορρέει από τη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως.

    38

    Τέλος, από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 66 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η πεπλανημένη ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψεως 18 της οδηγίας 97/36 δεν επηρέασε την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως πληροί τις προϋποθέσεις τις οποίες θέτει το άρθρο 253 ΕΚ.

    39

    Τούτου δοθέντος, το Γενικό Δικαστήριο, βάσει του σκεπτικού που εκτέθηκε στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, έκρινε, όπως εκτίθεται στη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι κανένα κράτος μέλος δεν υποχρεούται να κοινοποιεί στην Επιτροπή τους ειδικούς λόγους για τους οποίους η τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου χαρακτηρίζεται, στο σύνολό της, ως ενιαία εκδήλωση μείζονος σημασίας στο οικείο κράτος μέλος.

    40

    Πάντως, δεδομένου ότι η τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου δεν μπορεί βασίμως να περιληφθεί, στο σύνολό της, σε κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας ανεξαρτήτως του ενδιαφέροντος που προκαλούν οι αγώνες εντός του οικείου κράτους μέλους, το κράτος μέλος αυτό δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του να κοινοποιεί στην Επιτροπή τους λόγους που παρέχουν τη δυνατότητα να γίνει δεκτό ότι, ειδικώς στο πλαίσιο της κοινωνίας του κράτους αυτού, η τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου αποτελεί ενιαία εκδήλωση που πρέπει να χαρακτηρισθεί, στο σύνολό της, ως εκδήλωση μείζονος σημασίας για την εν λόγω κοινωνία και όχι ως συμπίλημα μεμονωμένων εκδηλώσεων που διακρίνονται σε αγώνες διαφόρων βαθμών ενδιαφέροντος.

    41

    Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι η καταχώριση αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, για τον λόγο ότι το οικείο κράτος μέλος δεν της κοινοποίησε τους ειδικούς λόγους που τους καθιστούν εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία αυτού του κράτους.

    42

    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξετασθεί αν, υπό το πρίσμα της ως άνω πλάνης, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί.

    43

    Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει συναφώς ότι η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται να επισύρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εφόσον το διατακτικό της αποφάσεως αυτής είναι βάσιμο δυνάμει άλλου σκεπτικού (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 47, καθώς και της 29ης Μαρτίου 2011, C-352/09 P, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I-2359, σκέψη 136).

    44

    Στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι, για να καταστεί δυνατόν να ασκήσει η Επιτροπή την εξουσία ελέγχου που διαθέτει, η αιτιολογία βάσει της οποίας ένα κράτος μέλος χαρακτήρισε εκδήλωση ως μείζονος σημασίας μπορεί να είναι συνοπτική, υπό την προϋπόθεση ότι να είναι λυσιτελής. Επομένως, δεν μπορεί να απαιτείται, μεταξύ άλλων, να παραθέτει το κράτος μέλος, στην ίδια την κοινοποίηση των οικείων μέτρων, λεπτομερή και αριθμητικά στοιχεία όσον αφορά κάθε στοιχείο ή τμήμα της εκδηλώσεως που αποτέλεσε αντικείμενο κοινοποιήσεως στην Επιτροπή.

    45

    Διευκρινίζεται συναφώς ότι, εφόσον η Επιτροπή διατηρεί αμφιβολίες, βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό εκδηλώσεως ως μείζονος σημασίας, οφείλει να ζητήσει διευκρινίσεις από το κράτος μέλος που προέβη στον χαρακτηρισμό αυτόν (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, C-505/09 P, Επιτροπή κατά Εσθονίας, σκέψη 67).

    46

    Εν προκειμένω, από το έγγραφο κοινοποιήσεως των μέτρων που έλαβε η Επιτροπή από το Βασίλειο του Βελγίου στις 10 Δεκεμβρίου 2003 και το οποίο μνημονεύθηκε στην αιτιολογική σκέψη 1 της επίμαχης αποφάσεως και επισυνάφθηκε σε παράρτημα του κατατεθέντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υπομνήματος αντικρούσεως, προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η Φλαμανδική Κυβέρνηση χαρακτήρισε το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως εκδήλωση μείζονος σημασίας, για τον λόγο ότι αυτό το σύνολο αγώνων μετεδίδετο κατά παράδοση μέσω τηλεοπτικών σταθμών ελεύθερης προσβάσεως και είχε πολύ υψηλά ποσοστά τηλεθεάσεως. Παραδείγματος χάριν, η ως άνω κοινοποίηση καταδεικνύει ότι οι περιλαμβάνουσες τους διάφορους αγώνες της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002 εκπομπές είχαν, στη Φλαμανδική Κοινότητα, ποσοστά τηλεθεάσεως που κυμαίνονταν μεταξύ 1,8 % και 9,9 % των τηλεθεατών, ήτοι 101200 και 546800 τηλεθεατές, αντιστοίχως, το δε μερίδιό τους αγοράς κυμαινόταν μεταξύ 22,9 % και 86,6 %.

    47

    Παράλληλα, η Κυβέρνηση της Γαλλικής Κοινότητας χαρακτήρισε, σύμφωνα με την κοινοποίηση της 10ης Δεκεμβρίου 2003, το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως εκδήλωση μείζονος σημασίας, για τον λόγο ότι αυτό το σύνολο αγώνων ήταν ιδιαιτέρως δημοφιλές για το ευρύ κοινό της ως άνω κοινότητας και όχι μόνον για εκείνους που παρακολουθούν συνήθως τις ποδοσφαιρικές διοργανώσεις. Επιπλέον, το εν λόγω σύνολο αγώνων μετεδίδετο κατά παράδοση μέσω τηλεοπτικών σταθμών ελεύθερης προσβάσεως και τα ποσοστά τηλεθεάσεως των μεταδόσεων αυτών ήσαν πολύ υψηλά. Συναφώς, η ως άνω κοινοποίηση αναφέρεται, επίσης, στις περιλαμβάνουσες τους διάφορους αγώνες της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002 εκπομπές, οι οποίες είχαν, στη Γαλλική Κοινότητα, ποσοστά τηλεθεάσεως που κυμαίνονταν μεταξύ 4,7 % και 30,1 % των τηλεθεατών, το δε μερίδιό τους αγοράς κυμαινόταν, αντιστοίχως, μεταξύ 50,8 % και 63,4 %.

    48

    Τα στοιχεία αυτά, τα οποία κοινοποιήθηκαν από το Βασίλειο του Βελγίου σύμφωνα με όσα επιτάσσει το άρθρο 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/552, καθιστούσαν δυνατή στην Επιτροπή την εκ μέρους της άσκηση ελέγχου, της παρείχαν δε τη δυνατότητα να ζητήσει, εφόσον το έκρινε αναγκαίο ή σκόπιμο, συμπληρωματικές διευκρινίσεις από το εν λόγω κράτος μέλος ή την προσκόμιση στοιχείων πέραν αυτών που περιέχονταν στην κοινοποίηση στην οποία προέβη το οικείο κράτος μέλος.

    49

    Δεύτερον, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν άσκησε έναν τέτοιο έλεγχο, ο οποίος έχει περιορισμένο χαρακτήρα, και ότι δεν εξέτασε, με γνώμονα τους λόγους που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 46 και 47 της παρούσας αποφάσεως, αν οι βελγικές αρχές υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως χαρακτηρίζοντας το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως εκδήλωση μείζονος σημασίας.

    50

    Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 6 της επίμαχης αποφάσεως προκύπτει καταρχάς ότι η Επιτροπή ήλεγξε πράγματι αν το σύνολο της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου, περιλαμβανομένων, επομένως, και των αγώνων «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος», είχε ιδιαίτερη απήχηση στη Φλαμανδική Κοινότητα και στη Γαλλική Κοινότητα, δηλαδή αν οι αγώνες της διοργανώσεως αυτής ήταν ιδιαιτέρως δημοφιλείς στο ευρύ κοινό και όχι μόνον στους τηλεθεατές που παρακολουθούν συνήθως ποδοσφαιρικούς αγώνες στην τηλεόραση. Ομοίως, από την αιτιολογική σκέψη 16 της αποφάσεως αυτής συνάγεται ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η εν λόγω διοργάνωση, στο σύνολό της και περιλαμβανομένων, επομένως, και των αγώνων «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος», μεταδιδόταν κατά παράδοση από τηλεοπτικούς σταθμούς ελεύθερης προσβάσεως και είχε υψηλή τηλεθέαση.

    51

    Εν συνεχεία, η κοινοποίηση που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 46 και 47 της παρούσας αποφάσεως παρείχε τη δυνατότητα στην Επιτροπή να διαπιστώσει, ιδίως, ποια ήταν τα ποσοστά τηλεθεάσεως και τα μερίδια αγοράς όσον αφορά τις εκπομπές που περιελάμβαναν τους λιγότερο δημοφιλείς αγώνες της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου, λαμβανομένου υπόψη ότι οι εν λόγω λιγότερο δημοφιλείς αγώνες ήταν, στο σύνολό τους, αγώνες «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος». Επιπλέον, η κοινοποίηση της 10ης Δεκεμβρίου 2003 αποσαφήνιζε τους λόγους για τους οποίους τα ποσοστά τηλεθεάσεως ορισμένων από τους αγώνες αυτούς ήταν δυνατό να εμφανίζονται χαμηλά, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ακόμη και οι αγώνες αυτοί προκαλούσαν επαρκές ενδιαφέρον ώστε να μπορούν να αποτελούν μέρος εκδηλώσεως μείζονος σημασίας.

    52

    Η FIFA, πάντως, δεν αμφισβήτησε ότι η επίμαχη απόφαση στηρίχθηκε στην κοινοποίηση αυτή.

    53

    Τέλος, η FIFA δεν μπορεί να υποστηρίξει λυσιτελώς ότι ο, κατ’ αυτήν, πλημμελής έλεγχος που άσκησε η Επιτροπή οφείλεται στο ότι η Επιτροπή διενήργησε τον εκ μέρους της έλεγχο λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που υφίσταντο κατά το χρονικό σημείο της παραλαβής της κοινοποιήσεως στην οποία προέβη το Βασίλειο του Βελγίου στις 10 Δεκεμβρίου 2003 και ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα μεταγενέστερα στοιχεία, όπως αυτά που ήσαν διαθέσιμα κατά την ημερομηνία εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως.

    54

    Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι η αιτίαση αυτή δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως. Συγκεκριμένα, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η FIFA περιορίστηκε να διατυπώσει επικρίσεις ως προς την αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση αυτή δεν περιείχε ένδειξη ως προς τη φύση και τον χρόνο των στοιχείων σχετικά με την κατάσταση των ραδιοτηλεοπτικών μέσων στο Βέλγιο που έλαβε υπόψη η Επιτροπή. Επομένως, η FIFA δεν επέκρινε τον πλημμελή κατ’ αυτήν έλεγχο που άσκησε η Επιτροπή, δεδομένου ότι μια τέτοια αιτίαση αφορά την ουσία της διαφοράς. Κατά πάγια νομολογία, όμως, εάν επιτρεπόταν στους διαδίκους να προβάλουν για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου επιχείρημα που δεν είχαν προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τούτο θα είχε ως συνέπεια να υποβάλλεται στην κρίση του Δικαστηρίου διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από εκείνη της οποίας είχε επιληφθεί το Γενικό Δικαστήριο. Κατά την αναιρετική διαδικασία, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται καταρχήν στον έλεγχο της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτιμήσεως των λόγων και ισχυρισμών που συζητήθηκαν κατ’ αντιμωλία ενώπιόν του (βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, C-628/10 P και C-14/11 P, Alliance One International και Standard Commercial Tobacco κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Alliance One International κ.λπ., σκέψη 111 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, η προμνημονευθείσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

    55

    Τρίτον, η FIFA είχε τη δυνατότητα να αποδείξει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή έπρεπε να αποφανθεί ότι οι βελγικές αρχές υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως χαρακτηρίζοντας το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως εκδήλωση μείζονος σημασίας.

    56

    Προς τούτο, πάντως, η FIFA προσκόμισε, μεταξύ άλλων, στο Γενικό Δικαστήριο τα στοιχεία σχετικά με τα ποσοστά τηλεθεάσεως των τελικών φάσεων του Παγκοσμίου Κυπέλλου από το 1998 έως το 2006, υποστηρίζοντας ότι τα στοιχεία αυτά κατεδείκνυαν ότι οι αγώνες «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος» δεν είχαν, στη Φλαμανδική Κοινότητα και στη Γαλλική Κοινότητα, ιδιαίτερη απήχηση στους τηλεθεατές που δεν παρακολουθούν τακτικά ποδοσφαιρικούς αγώνες.

    57

    Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα στοιχεία αυτά στις σκέψεις 102 έως 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πλην όμως δεν δέχθηκε την ανάλυση που πρότεινε η FIFA. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε ότι η FIFA δεν είχε αποδείξει ότι οι διαλαμβανόμενες στις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 18 της επίμαχης αποφάσεως διαπιστώσεις, οι οποίες μνημονεύθηκαν στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως, ενέχουν πλάνη ούτε ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή όφειλε να κρίνει ότι οι βελγικές αρχές υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως χαρακτηρίζοντας το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως εκδήλωση μείζονος σημασίας.

    58

    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, όπως αυτή διαπιστώθηκε στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, δεν δύναται να επισύρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διότι το διατακτικό της είναι βάσιμο δυνάμει άλλου σκεπτικού. Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

    – Επί των λοιπών σκελών του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    59

    Όσον αφορά το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι το ζήτημα αν το σκεπτικό αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου στερείται συνοχής αποτελεί, βεβαίως, νομικό ζήτημα το οποίο μπορεί να προβληθεί κατ’ αναίρεση, δεδομένου ότι η αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο από το σκεπτικό της αποφάσεως (βλ., σχετικώς, διάταξη της 29ης Νοεμβρίου 2011, C-235/11 P, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψεις 29 και 30, καθώς και απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, C-314/11 P, Επιτροπή κατά Planet, σκέψεις 63 και 64).

    60

    Εντούτοις, αυτή η υποχρέωση περί συνοχής του σκεπτικού δεν συνιστά αυτοσκοπό, αλλά σκοπεί ιδίως να καταστήσει δυνατό στους ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η εκδοθείσα απόφαση (βλ., σχετικώς, προμνημονευθείσα διάταξη Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 30, και προμνημονευθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Planet, σκέψη 64).

    61

    Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι τα επικρινόμενα στο πλαίσιο του πρώτου και του δευτέρου σκέλους του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως σημεία του σκεπτικού θεωρούνται ότι τεκμηριώνουν, εντός της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις διαπιστώσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 72 και 95 της αποφάσεως αυτής. Πάντως, το Δικαστήριο, αφού αποφάνθηκε, στις σκέψεις 31 έως 41 της παρούσας αποφάσεως, ότι οι ως άνω διαπιστώσεις ήταν πεπλανημένες, προέβη σε αντικατάσταση ορισμένων σημείων του σκεπτικού, δυνάμενη να δικαιολογήσει την εκδοθείσα απόφαση.

    62

    Επομένως, δεδομένου ότι τα εν λόγω σημεία του σκεπτικού αποτελούν παρεπόμενα στοιχεία διαπιστώσεων που κρίθηκαν πεπλανημένες από το Δικαστήριο και δεδομένου ότι το Δικαστήριο προέβη σε αντικατάσταση του σκεπτικού, αυτά δεν αποτελούν πλέον τη βάση της εκδοθείσας αποφάσεως, οπότε παρέλκει πλέον η εξέταση της αιτιάσεως περί ελλείψεως συνοχής τους.

    63

    Προκειμένου το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι στην από 10 Δεκεμβρίου 2003 κοινοποίηση, στην οποία προέβη το Βασίλειο του Βελγίου, και στην επίμαχη απόφαση παρατέθηκαν οι λόγοι για τους οποίους το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου χαρακτηρίσθηκε ως εκδήλωση μείζονος σημασίας. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του τεκμηρίου νομιμότητας υπέρ των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C-177/06, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2007, σ. I-7689, σκέψη 36), και λαμβανομένου υπόψη του ότι ο έλεγχος που ασκούν η Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο είναι περιορισμένος, στη FIFA απέκειτο να θέσει εν αμφιβόλω τους λόγους αυτούς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και να αποδείξει ότι η Επιτροπή έπρεπε να αποφανθεί ότι οι βελγικές αρχές είχαν υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον είχαν συμπεριλάβει το ως άνω σύνολο αγώνων στον κατάλογο των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας. Η FIFA, άλλωστε, επιχείρησε, εις μάτην, να αμφισβητήσει τους λόγους αυτούς (βλ. σκέψεις 55 έως 57 της παρούσας αποφάσεως).

    64

    Ως εκ τούτου, το τέταρτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    65

    Όσον αφορά το πέμπτο σκέλος του ιδίου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι η FIFA δεν εξέθεσε επακριβώς τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη τα όρια του δικαστικού ελέγχου τον οποίο είναι αρμόδιο να ασκεί. Επιπλέον, η FIFA δεν προσδιόρισε επαρκώς τις συγκεκριμένες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες περιέχονται τα επικρινόμενα σημεία του σκεπτικού. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, αυτό το σκέλος του λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο (βλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, C-202/07 P, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I-2369, σκέψη 55, και διάταξη της 2ας Φεβρουαρίου 2012, C-404/11 P, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 15).

    66

    Όσον αφορά το έκτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, από τις γενικής φύσεως εκτιμήσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 107 έως 111 της σημερινής αποφάσεως η οποία εκδόθηκε επί της υποθέσεως C-201/11 P, UEFA κατά Επιτροπής, προκύπτει ότι η αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 253 ΕΚ. Συγκεκριμένα, με γνώμονα τις εκτιμήσεις αυτές, αρκεί ότι με τις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 16 της επίδικης αποφάσεως εκτίθενται συνοπτικά οι λόγοι για τους οποίους έκρινε η Επιτροπή ότι όλοι οι αγώνες της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου μπορούσαν βασίμως να περιληφθούν στον κατάλογο των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για τη βελγική κοινωνία, δεδομένου ότι οι λόγοι αυτοί παρέχουν τη δυνατότητα στη μεν FIFA να λάβει γνώση της αιτιολογίας του ληφθέντος μέτρου, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο περί του αν η εκτίμηση αυτή είναι βάσιμη.

    67

    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως απαράδεκτος και εν μέρει ως αβάσιμος.

    Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    68

    Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τέσσερα σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, η FIFA υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε το επιχείρημά της σχετικά με τη μνεία, στην επίμαχη απόφαση, του είδους των στοιχείων που έλαβε υπόψη η Επιτροπή προκειμένου να εκδώσει την απόφαση αυτή και του χρόνου τον οποίο αφορούν τα στοιχεία αυτά. Συγκεκριμένα, κατά τη FIFA, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να θεωρήσει ότι η ασαφής έκφραση «διαθέσιμα στοιχεία για την κατάσταση των [ραδιοτηλεοπτικών] μέσων στο Βέλγιο», η οποία μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 3 της ως άνω αποφάσεως, δεν πληρούσε την απαίτηση επαρκούς αιτιολογήσεως. Ειδικότερα, εφόσον μια διοργάνωση Παγκοσμίου Κυπέλλου έλαβε χώρα κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 7ης Απριλίου 2004 και πριν την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως, η οποία αντικατέστησε την ως άνω απόφαση της 7ης Απριλίου 2004 κατόπιν της προμνημονευθείσας αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου επί της υποθέσεως Infront WM κατά Επιτροπής, η Επιτροπή όφειλε να μνημονεύσει ποια ποσοστά τηλεθεάσεως και ποιες διοργανώσεις Παγκοσμίου Κυπέλλου είχαν εξετασθεί και είχαν ληφθεί υπόψη.

    69

    Με το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 71 έως 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στηρίχθηκε σε σκεπτικό το οποίο ουδόλως περιλαμβάνεται στην επίμαχη απόφαση, κρίνοντας ότι το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου μπορεί να θεωρηθεί ενιαία εκδήλωση και ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εκθέσει άλλους λόγους προς αιτιολόγηση της αποφάσεώς της να εγκρίνει την καταχώριση της διοργανώσεως αυτής στον βελγικό κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας.

    70

    Με το τρίτο σκέλος του ιδίου λόγου αναιρέσεως, η FIFA προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, αρνούμενο να αποδώσει την παραμικρή σημασία στην πρακτική που ακολουθούν τα άλλα κράτη μέλη, τα οποία δεν περιέλαβαν τους αγώνες «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος» στον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας.

    71

    Το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή των κριτηρίων βάσει των οποίων διαπιστώθηκε η μείζων σημασία του συνόλου των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Η FIFA φρονεί, αφενός, ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς δέχθηκε τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι, στο Βέλγιο, το σύνολο αυτό αγώνων πληροί το κριτήριο περί «ιδιαίτερης απηχήσεως» και ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς επίσης έκρινε ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς και προσηκόντως τη διαπίστωση αυτή. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο εξομοίωσε, ιδίως, το κριτήριο της «ιδιαίτερης απηχήσεως» εκδηλώσεως με αυτό της δημοτικότητάς της. Η «δημοτικότητα» εκδηλώσεως, όμως, δεν αποτελεί κριτήριο που ασκεί επιρροή και δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι πρόκειται περί «σημαντικού [γεγονότος]», κατά την αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 97/36. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν εφήρμοσε προσηκόντως το άρθρο 253 ΕΚ, κρίνοντας ότι η Επιτροπή είχε αιτιολογήσει επαρκώς και δεόντως τη διαπίστωσή της σχετικά με το κριτήριο της «ιδιαίτερης απηχήσεως».

    72

    Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη δεχόμενο τις διαπιστώσεις της Επιτροπής περί του ότι το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου πληροί τις απαιτήσεις του κριτηρίου που διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 16 της επίμαχης αποφάσεως και το οποίο αφορά την κατά παράδοση τηλεοπτική μετάδοση αυτού του συνόλου αγώνων κατά το παρελθόν και με τον μεγάλο αριθμό τηλεθεατών που ενδιαφέρονται να παρακολουθήσουν τους αγώνες «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος». Κατά τη FIFA, οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου στερούνται ερείσματος και αντικρούονται από τα πραγματικά περιστατικά. Επιπλέον, κακώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς και προσηκόντως τη διαπίστωσή της ότι τηρήθηκαν οι απαιτήσεις αυτές.

    73

    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε μεταξύ άλλων ποσοστά τηλεθεάσεως μη αντιπροσωπευτικού δείγματος των αγώνων αυτών, αποκρύβοντας τους αγώνες με χαμηλότερο ποσοστό τηλεθεάσεως. Επιπλέον, έπρεπε να διαπιστώσει ότι το μέσο ποσοστό τηλεθεάσεως στο Βέλγιο των αγώνων «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος» δεν αντιστοιχεί σε «ιδιαιτέρως υψηλή τηλεθέαση». Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά την εξήγηση των χαμηλών ποσοστών τηλεθεάσεως ορισμένων αγώνων «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος».

    74

    Τέλος, η FIFA βάλλει κατά της σκέψεως 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί των επιχειρημάτων της νυν αναιρεσείουσας με τα οποία τίθεται εν αμφιβόλω η αναλογικότητα της καταχωρίσεως του συνόλου των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου στον βελγικό κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας. Η FIFA διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι τα ποσοστά τηλεθεάσεως επιβεβαίωναν ότι η διοργάνωση αυτή μπορούσε βασίμως να θεωρηθεί ως ενιαία εκδήλωση μείζονος σημασίας και ότι, κατά συνέπεια, η αναλογικότητα των κοινοποιηθέντων μέτρων ήταν αποδεδειγμένη ipso facto.

    75

    Κατά την Επιτροπή, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αλυσιτελής. Επιπλέον, ο λόγος αυτός στερείται ερείσματος στο σύνολό του, άποψη με την συμφωνούν το Βασίλειο του Βελγίου και το Ηνωμένο Βασίλειο.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    76

    Όσον αφορά τη μνεία του είδους των στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη στην επίδικη απόφαση και του χρόνου τον οποίο αφορούν τα στοιχεία αυτά, από τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 66 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να διευκρινίσει, με την απόφαση αυτή, το είδος των στοιχείων αυτών και τον χρόνο τον οποίο αφορούν.

    77

    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν απαιτείται πλέον να εξετασθεί, όπως κρίθηκε και με τις σκέψεις 59 έως 62 της παρούσας αποφάσεως, αν το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε επαρκώς το επιχείρημα της FIFA που αφορά την επισήμανση του είδους των εν λόγω στοιχείων και του χρόνου τον οποίο αυτά αφορούν.

    78

    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    79

    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο του κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ ελέγχου νομιμότητας, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αντικαταστήσει με το δικό του σκεπτικό την αιτιολογία του συντάκτη της προσβαλλομένης πράξεως και δεν μπορεί να συμπληρώσει, με το δικό του σκεπτικό, τυχόν κενό στην αιτιολογία της πράξεως αυτής, έτσι ώστε η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εξέταση να μην συναρτάται με καμία από τις εκτιμήσεις που περιέχει η εν λόγω πράξη (βλ., σχετικώς, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, C-73/11 P, Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψεις 87 έως 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    80

    Εν προκειμένω, πάντως, όσα διαλαμβάνονται στις σκέψεις 71 έως 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν συμπληρώνουν κενό στην αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως, αλλά σκοπούν στον προσδιορισμό του απαιτούμενου επιπέδου της αιτιολογίας αυτής με γνώμονα τις απαιτήσεις της εφαρμοστέας στον τομέα αυτό νομοθεσίας της Ένωσης. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν αντικατέστησε με το σκεπτικό του την αιτιολογία του συντάκτη της προσβαλλομένης πράξεως, αλλά απλώς διενήργησε έλεγχο νομιμότητας της πράξεως αυτής, σύμφωνα με την αρμοδιότητα που του έχει ανατεθεί.

    81

    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    82

    Όσον αφορά το τρίτο σκέλος του ιδίου λόγου αναιρέσεως, επισημαίνεται ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η FIFA δεν προέβαλε κανένα λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από το ότι, για να εκτιμηθεί αν οι αγώνες «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος» μπορούν να χαρακτηρισθούν ως εκδήλωση μείζονος σημασίας για τη βελγική κοινωνία, έπρεπε να ληφθεί υπόψη η πρακτική των λοιπών κρατών μελών. Στο δικόγραφο της προσφυγής της, η FIFA απλώς μνημόνευσε την πρακτική αυτή χωρίς να υποστηρίξει ότι η επίμαχη απόφαση δεν ήταν νόμιμη για τον λόγο ότι οι βελγικές αρχές και η Επιτροπή δεν απέδωσαν καμία σημασία στην πρακτική αυτή.

    83

    Κατά τη μνημονευθείσα στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, το εν λόγω τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

    84

    Στο πλαίσιο του τετάρτου σκέλους αυτού του λόγου αναιρέσεως, η FIFA προέβαλε καταρχάς σειρά επιχειρημάτων με τα οποία επιδιώκει να αποδείξει ότι οι σχετικές με τους αγώνες «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος» παράμετροι δεν πληρούσαν τα κριτήρια τα οποία εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 16 της επίμαχης αποφάσεως και τα οποία έχουν καθορισθεί από τις βελγικές αρχές προκειμένου να προσδιορισθούν οι εκδηλώσεις μείζονος σημασίας.

    85

    Με τα επιχειρήματα αυτά, όμως, η FIFA ζητεί στην πραγματικότητα από το Δικαστήριο να αντικαταστήσει την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου περί των πραγματικών περιστατικών με τη δική του, χωρίς να αποδείξει την ύπαρξη παραμορφώσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που υποβλήθηκαν στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου. Κατά πάγια νομολογία, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα (βλ. αποφάσεις της 18ης Μαΐου 2006, C-397/03 P, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-4429, σκέψη 85, και ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 180).

    86

    Όσον αφορά, εν συνεχεία, το επιχείρημα που αντλείται από την προβαλλόμενη εξομοίωση του κριτηρίου της «ιδιαίτερης απηχήσεως» εκδηλώσεως με αυτό της δημοτικότητάς της, επισημαίνεται ότι η FIFA δεν προέβαλε τέτοιο λόγο ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Κατά τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

    87

    Όσον αφορά τις αιτιάσεις περί ανεπαρκούς τυπικής αιτιολογίας της επίμαχης αποφάσεως, αυτές συμπίπτουν στην πράξη με το έκτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν για τους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 66 της παρούσας αποφάσεως.

    88

    Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι το επιχείρημα σχετικά με την αναλογικότητα της καταχωρίσεως του συνόλου των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου στον κατάλογο των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για τη βελγική κοινωνία στηρίζεται σε πεπλανημένη ερμηνεία της σκέψεως 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω σκέψη 117, το Γενικό Δικαστήριο δεν απέρριψε το επιχείρημα αυτό στηριζόμενο στο ότι η αναλογικότητα των κοινοποιηθέντων μέτρων ήταν αποδεδειγμένη ipso facto καθότι το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου μπορούσε βασίμως να χαρακτηρισθεί ως ενιαία εκδήλωση μείζονος σημασίας. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε αυτόν τον λόγο ακυρώσεως διότι στηριζόταν σε πεπλανημένη μείζονα πρόταση συλλογισμού, καθόσον αντλείτο από το ότι τα μέτρα που έλαβαν οι βελγικές αρχές δεν ήσαν αναλογικά στο μέτρο που οι αγώνες «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος» δεν ήσαν μείζονος σημασίας. Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, βασίμως αποφάνθηκε κατά τον ως άνω τρόπο, καθόσον είχε κρίνει, στις σκέψεις 98 έως 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι αυτό το σύνολο αγώνων μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε μείζονα σημασία για τη βελγική κοινωνία.

    89

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το εν λόγω επιχείρημα της FIFA δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    90

    Κατόπιν των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και ως εν μέρει αβάσιμος.

    Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    91

    Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, επτά σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, η FIFA υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη, στις σκέψεις 129 και 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας, βάσει του σκεπτικού που το ίδιο εξέθεσε, ότι με την επίμαχη απόφαση αποδείχθηκε η αναλογικότητα των περιορισμών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και του δικαιώματος εγκαταστάσεως, οι οποίοι οφείλονται στα κοινοποιηθέντα μέτρα. Πλην όμως, κατά τη FIFA, απέκειτο στην Επιτροπή και όχι στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει τους περιορισμούς αυτούς. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε, κατά την αναιρεσείουσα, να αποφανθεί ότι, καθόσον η τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου έχει «τον χαρακτήρα ενιαίας εκδηλώσεως», η Επιτροπή, η οποία δεν στηρίχθηκε στον προβαλλόμενο αυτό χαρακτήρα της εν λόγω διοργανώσεως, θα απαλλασσόταν από την υποχρέωση να αποδείξει ότι οι οφειλόμενοι στην επίμαχη απόφαση περιορισμοί ήταν αναγκαίοι, κατάλληλοι και ανάλογοι.

    92

    Κατά το δεύτερο σκέλος του ιδίου λόγου αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη, καθόσον αποφάνθηκε, στις σκέψεις 55, 56 και 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο σκοπός της διασφαλίσεως της ευρείας προσβάσεως του κοινού στις τηλεοπτικές μεταδόσεις εκδηλώσεων μείζονος σημασίας και το δικαίωμα στην ενημέρωση δικαιολογούσαν τους περιορισμούς που συνεπάγεται η επίμαχη απόφαση. Συγκεκριμένα, η ευρεία πρόσβαση του κοινού δεν πρέπει να συγχέεται με την απεριόριστη. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα στην ενημέρωση δεν συνεπάγεται το δικαίωμα παρακολουθήσεως σε τηλεοπτικούς σταθμούς ελεύθερης προσβάσεως όλων των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου και δεν δικαιολογεί την απαγόρευση της κατ’ αποκλειστικότητα μεταδόσεως ενός από τους αγώνες αυτούς μέσω τηλεοπτικού οργανισμού διαφορετικού από αυτούς που εκμεταλλεύονται σταθμούς ελεύθερης προσβάσεως.

    93

    Με το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, η FIFA διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να εξετάσει το ζήτημα αν μέτρα λιγότερο περιοριστικά από αυτά που εγκρίθηκαν με την επίμαχη απόφαση παρείχαν τη δυνατότητα να διασφαλισθεί η επίτευξη του επιδιωκόμενου με το άρθρο 3α της οδηγίας 89/552 σκοπού.

    94

    Με το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η FIFA υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να διενεργήσει περιορισμένο έλεγχο του συμβατού χαρακτήρα των κοινοποιηθέντων μέτρων προς το δίκαιο της Ένωσης. Κατά τη FIFA, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να αποφανθεί ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να διενεργήσει διεξοδικό έλεγχο και να προβεί σε ενδελεχή εξέταση.

    95

    Κατά το πέμπτο σκέλος του ιδίου λόγου αναιρέσεως, κακώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι η Επιτροπή είχε αιτιολογήσει επαρκώς την κρίση της περί του αναλογικού χαρακτήρα των περιορισμών της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών.

    96

    Με το έκτο σκέλος αυτού του λόγου αναιρέσεως, η FIFA υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να αποφανθεί ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει αν μέτρα που θίγουν σε μικρότερο βαθμό το δικαίωμα ιδιοκτησίας από αυτά που εγκρίθηκαν με την επίμαχη απόφαση καθιστούσαν δυνατό να διασφαλισθεί η επίτευξη του επιδιωκόμενου με το άρθρο 3α της οδηγίας 89/552 σκοπού. Συγκεκριμένα, οσάκις θίγονται δύο θεμελιώδη δικαιώματα, οι περιορισμοί της ασκήσεως του ενός από τα δικαιώματα αυτά θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο σταθμίσεως των οικείων δικαιωμάτων, στην οποία δεν προέβη η Επιτροπή με την απόφασή της και της οποίας το ενδεχόμενο δεν εξέτασε ούτε και το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    97

    Με το έβδομο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η FIFA διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε ανεπαρκώς την κρίση του ότι οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, της ελευθερίας εγκαταστάσεως και του δικαιώματος ιδιοκτησίας ήταν δικαιολογημένα.

    98

    Κατά την Επιτροπή, το Βασίλειο του Βελγίου και το Ηνωμένο Βασίλειο, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στερείται ερείσματος.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    99

    Το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως στηρίζεται σε πεπλανημένη ερμηνεία των σκέψεων 129 και 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ότι με την επίμαχη απόφαση αποδείχθηκε η αναλογικότητα των περιορισμών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και του δικαιώματος εγκαταστάσεως, οι οποίοι οφείλονταν στα μέτρα που κοινοποίησε το Βασίλειο του Βελγίου. Όπως και στην περίπτωση του επιχειρήματος που εκτέθηκε στη σκέψη 88 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον προβληθέντα από τη FIFA λόγο ακυρώσεως διότι στηριζόταν σε πεπλανημένη μείζονα πρόταση συλλογισμού, καθόσον αντλείτο από το ότι, για να είναι αναλογικός, ο κατάλογος των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας έπρεπε να περιλαμβάνει μόνο τους αγώνες «εξαιρετικού ενδιαφέροντος», επειδή είναι οι μόνοι που έχουν μείζονα σημασία για τη βελγική κοινωνία. Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, βασίμως αποφάνθηκε κατά τον ως άνω τρόπο, καθόσον είχε κρίνει, στις σκέψεις 98 έως 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου μπορούσε να γίνει δεκτό ότι έχει μείζονα σημασία για τη βελγική κοινωνία.

    100

    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    101

    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του ως άνω λόγου αναιρέσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι, στις σκέψεις 54 έως 58 και 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ότι ο σκοπός που συνίσταται στο να διασφαλισθεί η ευρεία πρόσβαση του κοινού στις τηλεοπτικές μεταδόσεις εκδηλώσεων μείζονος σημασίας και το δικαίωμα στην ενημέρωση δικαιολογούν τους ειδικούς περιορισμούς που συνεπαγόταν η επίμαχη απόφαση. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί του ζητήματος αυτού εντός γενικού πλαισίου, διαπιστώνοντας ότι, καθόσον τα προβλεπόμενα από το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552 μέτρα αφορούν εκδηλώσεις μείζονος σημασίας, μπορούν να δικαιολογηθούν από τον ως άνω σκοπό και από το δικαίωμα στην ενημέρωση, υπό την προϋπόθεση ότι είναι κατάλληλα για να διασφαλισθεί η επίτευξή τους και ότι δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξή τους μέτρο. Πάντως, λαμβανομένων υπόψη των αρχών των οποίων έγινε μνεία στις σκέψεις 11 και 12 της παρούσας αποφάσεως, η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο επικρίσεως.

    102

    Επιπλέον, από τα διαλαμβανόμενα στις σκέψεις 11, 21 και 22 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η FIFA, το Γενικό Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να συμβιβάσει τους σκοπούς αυτούς με τις απαιτήσεις που άπτονται της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

    103

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    104

    Όσον αφορά το τρίτο σκέλος του ιδίου λόγου αναιρέσεως, από την αιτιολογική σκέψη 17 της επίμαχης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε αν τα μέτρα που κοινοποίησε το Βασίλειο του Βελγίου ήταν αναλογικά. Πάντως, ο έλεγχος αυτός της αναλογικότητας προϋποθέτει κατ’ ανάγκη τη διακρίβωση του αν οι σκοποί γενικού συμφέροντος μπορούσαν να επιτευχθούν με μέτρα λιγότερο περιοριστικά για τις εν λόγω ελευθερίες κυκλοφορίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η FIFA δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η Επιτροπή παρέλειψε εντελώς να διακριβώσει αν υπήρχε δυνατότητα να γίνει χρήση τέτοιων μέτρων. Συναφώς, στερείται σημασίας το γεγονός ότι στην ως άνω αιτιολογική σκέψη μνημονεύεται μόνον η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, εφόσον ο μεν έλεγχος της αναλογικότητας δεν διαφέρει ουσιωδώς όσον αφορά τους περιορισμούς της ελευθερίας εγκαταστάσεως τους οποίους συνεπάγονται τα κοινοποιηθέντα μέτρα, τα δε μέτρα αυτά θίγουν κατ’ εξαίρεση μόνο την εν λόγω ελευθερία.

    105

    Επιπλέον, στη σκέψη 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα προτεινόμενα από τη FIFA λιγότερο περιοριστικά μέτρα και διαπίστωσε ότι τα εν λόγω μέτρα δεν ήταν συμβατά με τον ορισμό του δωρεάν τηλεοπτικού προγράμματος, ο οποίος περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 97/36. Επομένως, τέτοια μέτρα δεν παρείχαν τη δυνατότητα να διασφαλισθεί η υλοποίηση των σκοπών γενικού συμφέροντος κατά τρόπο εξίσου αποτελεσματικό με τα μέτρα που κοινοποιήθηκαν από τις βελγικές αρχές. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει τέτοια μέτρα πριν αποφανθεί επί της αναλογικότητας της καταχωρίσεως του συνόλου των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου στον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για τη βελγική κοινωνία.

    106

    Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του ως άνω λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    107

    Όσον αφορά το τέταρτο σκέλος του ιδίου λόγου αναιρέσεως, από τις σκέψεις 19 και 22 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι απόκειται στην Επιτροπή να διενεργεί περιορισμένο έλεγχο οσάκις εγκρίνει εθνικά μέτρα περί καθορισμού των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας. Ως εκ τούτου, κακώς φρονεί η FIFA ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να κρίνει ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε «διεξοδικό» έλεγχο και «ενδελεχή εξέταση» του αν τα κοινοποιηθέντα μέτρα είναι συμβατά με το δίκαιο της Ένωσης.

    108

    Επομένως, το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    109

    Όσον αφορά το πέμπτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των γενικής φύσεως εκτιμήσεων που διαλαμβάνονται στις σκέψεις 107 έως 111 της προμνημονευθείσας αποφάσεως UEFA κατά Επιτροπής, η επίμαχη απόφαση είχε αιτιολογηθεί επαρκώς, οπότε και το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    110

    Όσον αφορά το έκτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, από τα όσα εκτίθενται στις σκέψεις 11, 21 και 22 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει, αφενός, ότι η προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας της FIFA απορρέει ήδη από το άρθρο 3α της οδηγίας 85/552 και ότι η προσβολή αυτή μπορεί, κατ’ αρχήν, να δικαιολογηθεί από τον σκοπό της προστασίας του δικαιώματος στην ενημέρωση και της διασφαλίσεως ευρείας προσβάσεως του κοινού στις τηλεοπτικές μεταδόσεις εκδηλώσεων μείζονος σημασίας. Αφετέρου, δεδομένου ότι το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου έχει βασίμως χαρακτηρισθεί από τις βελγικές αρχές ως εκδήλωση μείζονος σημασίας, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει μόνον τα αποτελέσματα του χαρακτηρισμού αυτού, όσον αφορά το δικαίωμα ιδιοκτησίας της FIFA, τα οποία έβαιναν πέραν αυτών που συνδέονται αναπόσπαστα με την καταχώριση της εν λόγω εκδηλώσεως στον κατάλογο των εκδηλώσεων που καθορίσθηκαν από τις αρχές αυτές.

    111

    Εν προκειμένω, όμως, η FIFA δεν προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο κανένα στοιχείο που να καθιστά δυνατό σε αυτό να διαπιστώσει ότι τα αποτελέσματα που είχε ως προς το δικαίωμα ιδιοκτησίας της FIFA ο χαρακτηρισμός του συνόλου των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως εκδηλώσεως μείζονος σημασίας είχαν τέτοιο υπερβολικό χαρακτήρα.

    112

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το έκτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    113

    Τέλος, όσον αφορά το έβδομο σκέλος του ιδίου λόγου αναιρέσεως, αρκεί να επισημανθεί ότι, στις σκέψεις 125 έως 130 και 136 έως 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε επαρκή αιτιολογία που παρέχει τη δυνατότητα στη μεν FIFA να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά της, στο δε Δικαστήριο να έχει στη διάθεσή του επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον εκ μέρους του δικαστικό έλεγχο.

    114

    Συνεπώς, το υπό κρίση σκέλος αυτού του λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    115

    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως απαράδεκτος και εν μέρει ως αβάσιμος.

    116

    Δεδομένου ότι κανείς από τους τρεις λόγους αναιρέσεως τους οποίους προέβαλε η FIFA προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    117

    Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση κατά την οποία η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η FIFA ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας αυτής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

     

    2)

    Καταδικάζει τη Fédération internationale de football association (FIFA) στα δικαστικά έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top