EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011CJ0055

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 12ης Ιουλίου 2012.
Vodafone España SA κατά Ayuntamiento de Santa Amalia (C‑55/11), Ayuntamiento de Tudela (C‑57/11), και France Telecom España SA κατά Ayuntamiento de Torremayor (C‑58/11).
Αιτήσεις του Tribunal Supremo για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Οδηγία 2002/20/ΕΚ — Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών — Αδειοδότηση — Άρθρο 13 — Τέλη για δικαιώματα χρήσεως και δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑55/11, C‑57/11 και C‑58/11.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2012:446

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 12ης Ιουλίου 2012 ( *1 )

«Οδηγία 2002/20/ΕΚ — Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών — Αδειοδότηση — Άρθρο 13 — Τέλη για δικαιώματα χρήσεως και δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-55/11, C-57/11 και C-58/11,

με αντικείμενο αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ισπανία), με αποφάσεις, αντιστοίχως, της 28ης και 29ης Οκτωβρίου καθώς και της 3ης Νοεμβρίου 2010, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 7 Φεβρουαρίου 2011, στο πλαίσιο των δικών

Vodafone España SA

κατά

Ayuntamiento de Santa Amalia (C-55/11),

Ayuntamiento de Tudela (C-57/11),

και

France Telecom España SA

κατά

Ayuntamiento de Torremayor (C-58/11),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, K. Schiemann, L. Bay Larsen, C. Toader και E. Jarašiūnas (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Ιανουαρίου 2012,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Vodafone España SA, εκπροσωπούμενη από τη M. Muñoz de Juan και τους E. Gardeta González, J. Viloria Gutiérrez και J. Buendía Sierra, abogados,

η France Telecom España SA, εκπροσωπούμενη από τις E. Zamarriego Santiago και M. Muñoz de Juan και τον J. Buendía Sierra, abogados,

το Ayuntamiento de Tudela, εκπροσωπούμενο από τους T. Quadra-Salcedo Fernández del Castillo και J. Zornoza Pérez, abogados,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Muñoz Pérez και τη S. Centeno Huerta,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Szpunar,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Braun και F. Jimeno Fernández,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 22ας Μαρτίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 13 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (ΕΕ L 108, σ. 21).

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο τριών διαφορών μεταξύ, αφενός, της Vodafone España SA (στο εξής: Vodafone España) και των Ayuntamientos de Santa Amalia (C-55/11) και de Tudela (C-57/11), καθώς και, αφετέρου, της France Telecom España SA (στο εξής: France Telecom España) και του Ayuntamiento de Torremayor (C-58/11), οι οποίες αφορούσαν τέλη που επιβλήθηκαν στις δύο αυτές εταιρίες για την αποκλειστική χρήση και την ιδιαίτερη εκμετάλλευση των δημοτικών κοινόχρηστων χώρων και του υπεδάφους αυτών.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Η οδηγία 97/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1997, σχετικά με κοινό πλαίσιο γενικών και ειδικών αδειών στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (ΕΕ L 117, σ. 15), προέβλεπε στο άρθρο 11 αυτής τα ακόλουθα:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα τέλη που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις ως μέρος των διαδικασιών χορήγησης αδειών αποσκοπούν αποκλειστικά στην κάλυψη των διοικητικών δαπανών που συνεπάγεται η έκδοση, [η] διαχείριση, [ο] έλεγχος και [η] εκτέλεση της εκάστοτε ειδικής αδείας. Τα τέλη των ειδικών αδειών είναι ανάλογα προς τις σχετικές εργασίες και δημοσιεύονται κατά ενδεδειγμένο και επαρκώς λεπτομερή τρόπο ώστε οι εν λόγω πληροφορίες να είναι ευχερώς προσιτές.

2.   Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 1, όταν χρησιμοποιούνται πόροι εν ανεπαρκεία, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στις εθνικές κανονιστικές αρχές τους να επιβάλλουν πρόσθετα τέλη που αντανακλούν την ανάγκη βελτίστης χρήσης των πόρων αυτών. Τα τέλη δεν εισάγουν διακρίσεις ενώ δι’ αυτών λαμβάνεται ιδίως υπόψιν η ανάγκη παροχής κινήτρων ανάπτυξης καινοτόμων υπηρεσιών και του ανταγωνισμού.»

4

Η οδηγία 97/13 καταργήθηκε από το άρθρο 26 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ L 108, σ. 33, στο εξής: οδηγία-πλαίσιο).

5

Το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας-πλαισίου έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, όταν μια αρμόδια αρχή εξετάζει:

αίτηση για την παραχώρηση δικαιωμάτων εγκατάστασης ευκολιών επί, υπεράνω ή υποκάτω δημόσιου ή ιδιωτικού ακινήτου, σε επιχείρηση στην οποία επιτρέπεται να παρέχει δημόσια δίκτυα επικοινωνιών, ή

[...]

η αρμόδια αρχή:

ενεργεί βάσει διαφανών και προσιτών στο κοινό διαδικασιών που εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις και χωρίς καθυστέρηση, και

ακολουθεί τις αρχές της διαφάνειας και της αμεροληψίας κατά τον καθορισμό των προϋποθέσεων για τα δικαιώματα αυτά.

[…]»

6

Το άρθρο 12 της οδηγίας-πλαισίου ορίζει τα εξής:

«1.   Όταν μια επιχείρηση παροχής δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχει το δικαίωμα, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, να εγκαθιστά ευκολίες επί, υπεράνω ή υποκάτω δημόσιου ή ιδιωτικού ακινήτου, ή δύναται να επωφελείται διαδικασίας για την απαλλοτρίωση ή τη χρήση ακινήτου, οι εθνικές κανονιστικές αρχές ενθαρρύνουν την από κοινού χρήση των ευκολιών ή του ακινήτου αυτού.

2.   Ειδικότερα, όταν οι επιχειρήσεις στερούνται πρόσβασης σε άλλες βιώσιμες δυνατότητες λόγω της ανάγκης προστασίας του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας ή της δημόσιας ασφάλειας, ή της επίτευξης πολεοδομικών ή χωροταξικών στόχων της, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν την από κοινού χρήση των ευκολιών ή ακινήτων (συμπεριλαμβανομένης της φυσικής συνεγκατάστασης), σε επιχείρηση που εκμεταλλεύεται δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή να λαμβάνουν μέτρα για να διευκολύνουν τον συντονισμό των δημόσιων έργων, μόνο έπειτα από κατάλληλη περίοδο δημόσιας διαβούλευσης, κατά τη διάρκεια της οποίας όλοι οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εκφράζουν τις απόψεις τους. Οι ρυθμίσεις αυτές για από κοινού χρήση ή συντονισμό μπορούν να περιλαμβάνουν κανόνες για την κατανομή των δαπανών της από κοινού χρήσης ευκολιών ή ακινήτου.»

7

Οι αιτιολογικές σκέψεις 30 έως 32 της οδηγίας για την αδειοδότηση έχουν ως εξής:

«(30)

Είναι δυνατόν να επιβάλλονται διοικητικές επιβαρύνσεις σε παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της εθνικής κανονιστικής αρχής όσον αφορά τη διαχείριση του συστήματος αδειοδότησης και για τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης. Αυτές οι επιβαρύνσεις θα πρέπει να περιορίζονται στην κάλυψη των πραγματικών διοικητικών δαπανών για τις εν λόγω δραστηριότητες. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να υπάρχει διαφάνεια όσον αφορά τα έσοδα και τις δαπάνες των εθνικών κανονιστικών αρχών με την υποβολή ετήσιων εκθέσεων σχετικά με το συνολικό ποσό των επιβαρύνσεων που συγκεντρώνονται και των πραγματοποιηθεισών διοικητικών δαπανών. Αυτό θα επιτρέπει στις επιχειρήσεις να επαληθεύουν εάν οι διοικητικές δαπάνες και οι επιβαρύνσεις είναι ισορροπημένες.

(31)

Τα συστήματα διοικητικών επιβαρύνσεων δεν θα πρέπει να στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό ούτε να εμποδίζουν την είσοδο στην αγορά. Με ένα σύστημα γενικών αδειών, δεν θα είναι πλέον δυνατόν να κατανέμονται διοικητικές δαπάνες και, συνεπώς, επιβαρύνσεις σε επιμέρους επιχειρήσεις, παρά μόνον για τη χορήγηση δικαιώματος χρήσης αριθμών, ραδιοσυχνοτήτων και δικαιωμάτων εγκατάστασης ευκολιών. Οι τυχόν εφαρμοστέες διοικητικές επιβαρύνσεις θα πρέπει να είναι σύμφωνες προς τις αρχές του συστήματος γενικών αδειών. Αντί αυτών των κριτηρίων κατανομής των επιβαρύνσεων, μια δίκαιη, απλή και διαφανής εναλλακτική μέθοδος θα μπορούσε να είναι, π.χ., μια κλείδα κατανομής βάσει του κύκλου εργασιών. Όταν οι διοικητικές επιβαρύνσεις είναι πολύ χαμηλές, ένα κατάλληλο σύστημα θα ήταν οι κατ’ αποκοπήν επιβαρύνσεις ή συνδυασμός κατ’ αποκοπή επιβαρύνσεων με ένα στοιχείο βασιζόμενο στον κύκλο εργασιών.

(32)

Εκτός από τις διοικητικές επιβαρύνσεις, είναι δυνατόν να επιβάλλονται τέλη χρήσης για χρήση ραδιοσυχνοτήτων και αριθμών, ως μέσο για τη διασφάλιση της βέλτιστης χρήσης των εν λόγω πόρων. Τα εν λόγω τέλη δεν θα πρέπει να παρεμποδίζουν την ανάπτυξη καινοτόμων υπηρεσιών και ανταγωνισμού στην αγορά. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του σκοπού για τον οποίον χρησιμοποιούνται τα τέλη για δικαιώματα χρήσης. Τα τέλη αυτά μπορούν, π.χ., να χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων των εθνικών κανονιστικών αρχών, οι οποίες δεν μπορούν να καλύπτονται από διοικητικές επιβαρύνσεις. Στις περιπτώσεις που, μέσω διαδικασιών ανταγωνιστικής ή συγκριτικής επιλογής, τα τέλη για τη χρήση ραδιοσυχνοτήτων συνίστανται, εν όλω ή εν μέρει, σε κατ’ αποκοπήν ποσό, οι ρυθμίσεις πληρωμής θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η επιβολή των τελών αυτών δεν οδηγεί, στην πράξη, σε επιλογή βασιζόμενη σε κριτήρια άσχετα με τον στόχο της εξασφάλισης της βέλτιστης χρήσης των ραδιοσυχνοτήτων. Η Επιτροπή μπορεί να δημοσιεύει, σε τακτική βάση, συγκριτικές μελέτες σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές της παραχώρησης ραδιοσυχνοτήτων, αριθμοδότησης ή χορήγησης δικαιωμάτων διέλευσης.»

8

Το άρθρο 13 της ίδιας οδηγίας, που φέρει τον τίτλο «Τέλη για δικαιώματα χρήσεως και δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή να επιβάλει τέλη για δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών ή δικαιώματα εγκατάστασης διευκολύνσεων υπεράνω ή υποκάτω, δημοσίου ή ιδιωτικού ακινήτου, τα οποία αντανακλούν την ανάγκη διασφάλισης της βέλτιστης χρήσης των πόρων αυτών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω τέλη είναι αντικειμενικά, διαφανή, αμερόληπτα και αναλογικά προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και λαμβάνουν υπόψη τους στόχους του άρθρου 8 της [οδηγίας-πλαισίου].»

9

Η οδηγία 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση) (ΕΕ L 108, σ. 7), ορίζει στο άρθρο 12, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, αυτής τα ακόλουθα:

«Η εθνική κανονιστική αρχή δύναται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, να επιβάλλει, σε φορείς εκμετάλλευσης, υποχρεώσεις να ικανοποιούν εύλογες αιτήσεις για πρόσβαση ή χρήση ειδικών στοιχείων του δικτύου και συναφών ευκολιών, μεταξύ άλλων σε περιπτώσεις όπου η εθνική κανονιστική αρχή κρίνει ότι η άρνηση πρόσβασης ή οι παράλογοι όροι και προϋποθέσεις με ανάλογο αποτέλεσμα θα δυσχέραιναν τη δημιουργία βιώσιμης ανταγωνιστικής αγοράς, σε επίπεδο λιανικού εμπορίου, ή ότι δεν θα ήταν προς το συμφέρον των τελικών χρηστών.»

Το ισπανικό δίκαιο

10

Ο νόμος 32/2003, περί γενικής ρυθμίσεως των τηλεπικοινωνιών (Ley 32/2003 General de Telecomunicaciones), της 3ης Νοεμβρίου 2003 (BOE αριθ. 264, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σ. 38890), όπως προκύπτει από το προοίμιό του, μετέφερε στο ισπανικό δίκαιο τις οδηγίες περί τηλεπικοινωνιών που είχαν εκδοθεί το 2002, μεταξύ των οποίων και την οδηγία για την αδειοδότηση.

11

Το άρθρο 49 του εν λόγω νόμου έχει ως εξής:

«1.   Οι εκμεταλλευόμενοι δικαιώματα χρήσεως του δημόσιου ραδιοφάσματος ή αριθμοδοτικών πόρων, καθώς και οι κάτοχοι τέτοιων δικαιωμάτων, καταβάλλουν τα κατά τον νόμο προβλεπόμενα τέλη.

2.   Τα τέλη αυτά καλύπτουν:

a)

τις διοικητικές δαπάνες που συνεπάγονται οι ρυθμιστικές εργασίες για την προπαρασκευή και θέση σε εφαρμογή του παραγώγου κοινοτικού δικαίου και διοικητικών πράξεων, όπως οι σχετικές με τη διασύνδεση και την πρόσβαση·

b)

τις δαπάνες που συνεπάγεται η διαχείριση, ο έλεγχος και η εφαρμογή του συστήματος που καθιερώνει ο παρών νόμος·

c)

τις δαπάνες που συνεπάγεται η διαχείριση, ο έλεγχος και η εφαρμογή των δικαιωμάτων καταλήψεως των κοινοχρήστων χώρων και των δικαιωμάτων χρήσεως του δημόσιου ραδιοφάσματος και της αριθμοδοτήσεως·

d)

τη διεκπεραίωση των κατά το άρθρο 6 του παρόντος νόμου κοινοποιήσεων·

e)

τις δαπάνες για τη διεθνή συνεργασία, εναρμόνιση και τυποποίηση, καθώς και την ανάλυση αγοράς.

3.   Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2, τα τέλη που επιβάλλονται για τη χρήση του δημόσιου ραδιοφάσματος, την αριθμοδότηση και για τους αναγκαίους κοινόχρηστους χώρους για την εγκατάσταση δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών υπηρετούν την ανάγκη βέλτιστης χρήσεως των πόρων αυτών, λαμβανομένης υπόψη της αξίας και της σπανιότητας του αγαθού του οποίου παραχωρείται η χρήση. Τα εν λόγω τέλη πρέπει να μην εισάγουν διακρίσεις, να είναι διαφανή, να δικαιολογούνται αντικειμενικά και να τελούν σε αναλογία προς τον σκοπό τους. Επιπλέον, πρέπει να προάγουν την εκπλήρωση των σκοπών και την τήρηση των αρχών που θεσπίζονται στο άρθρο 3, υπό τους όρους που προβλέπονται από τη νομοθεσία.

4.   Τα τέλη στα οποία αναφέρονται οι προηγούμενες παράγραφοι επιβάλλονται κατ’ αντικειμενικό, διαφανή και αναλογικό τρόπο, έτσι ώστε να ελαχιστοποιούνται οι πρόσθετες διοικητικές δαπάνες και οι συναφείς επιβαρύνσεις.

5.   Το Ministerio de Ciencia y Tecnología [Υπουργείο Επιστήμης και Τεχνολογίας], η Comisión del Mercado de las Telecomunicaciones [Επιτροπή Τηλεπικοινωνιακής Αγοράς] και η Agencia Estatal de Radiocomunicaciones [Κρατική Υπηρεσία Ραδιοεπικοινωνιών], καθώς και οι περιφερειακές διοικητικές αρχές οι οποίες διαχειρίζονται και εκκαθαρίζουν τέλη που εμπίπτουν στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, δημοσιεύουν ετήσια επισκόπηση στην οποία απεικονίζουν τις διοικητικές δαπάνες οι οποίες δικαιολογούν την επιβολή των τελών αυτών, καθώς και το συνολικό ύψος των εισπραττόμενων τελών.»

12

Το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 2/2004, με το οποίο εγκρίθηκε το κωδικοποιημένο κείμενο του νόμου περί ρυθμίσεως των οικονομικών της τοπικής αυτοδιοικήσεως (Real Decreto Legislativo 2/2004, por el que se aprobó el texto refundido de la Ley reguladora de las Haciendas Locales), της 5ης Μαρτίου 2004 (BOE αριθ. 59, της 9ης Μαρτίου 2004, σ. 10284), προβλέπει, στο άρθρο 20, παράγραφοι 1 και 3, αυτού, το δικαίωμα των δημοτικών αρχών να επιβάλλουν τέλη για την αποκλειστική χρήση ή την ιδιαίτερη εκμετάλλευση των δημοτικών κοινοχρήστων χώρων, και ιδίως των δημοσίων οδών ιδιοκτησίας των δήμων, του υπεδάφους τους και του υπερκείμενου αέρα.

Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13

Από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά την ισπανική νομοθεσία, διάφοροι Δήμοι του Βασιλείου της Ισπανίας, μεταξύ των οποίων και τα Ayuntamientos de Santa Amalia, de Tudela και de Torremayor, εξέδωσαν κανονιστικές αποφάσεις περί δημοτικών τελών με τις οποίες επιβάλλουν τέλη στις επιχειρήσεις για την αποκλειστική χρήση ή την ιδιαίτερη εκμετάλλευση των δημοτικών κοινοχρήστων χώρων με σκοπό την παροχή υπηρεσιών εφοδιασμού κοινής ωφελείας, ανεξαρτήτως του αν οι επιχειρήσεις αυτές είναι ή όχι ιδιοκτήτριες των εγκαταστάσεων που απαιτούνται γι’ αυτήν την παροχή υπηρεσιών και οι οποίες καταλαμβάνουν τους ως άνω χώρους. Η παροχή υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας περιλαμβάνεται μεταξύ των υπηρεσιών που υπόκεινται σε τέλη κατ’ εφαρμογήν αυτών των κανονιστικών αποφάσεων.

14

Η Vodafone España και η France Telecom España είναι τηλεπικοινωνιακές επιχειρήσεις οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας στο ισπανικό έδαφος.

15

Κατά των κανονιστικών αποφάσεων περί επιβολής δημοτικών τελών που είχαν εκδοθεί από τα Ayuntamientos de Tudela και de Santa Amalia, η Vodafone España άσκησε προσφυγές, αντιστοίχως, ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de Navarra (Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυτόνομης Κοινότητας της Ναβάρρα) και του Tribunal Superior de Justicia de Extremadura (Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυτόνομης Κοινότητας της Εστρεμαδούρα). Η France Telecom España άσκησε προσφυγή ενώπιον του τελευταίου αυτού δικαστηρίου κατά της κανονιστικής αποφάσεως περί επιβολής δημοτικών τελών που είχε εκδοθεί από το Ayuntamiento de Torremayor. Στο πλαίσιο των προσφυγών αυτών, οι ως άνω επιχειρήσεις αμφισβήτησαν το συμβατό αυτών των δημοτικών κανονιστικών αποφάσεων με το δίκαιο της Ένωσης. Οι εν λόγω προσφυγές απορρίφθηκαν με την από 30 Δεκεμβρίου 2008 απόφαση του Tribunal Superior de Justicia de Navarra και τις από 12 και 29 Ιουνίου 2009 αποφάσεις του Tribunal Superior de Justicia de Extremadura.

16

Η Vodafone España άσκησε κατόπιν αυτού αναίρεση ενώπιον του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) κατά της από 30 Δεκεμβρίου 2008 αποφάσεως του Tribunal Superior de Justicia de Navarra και της από 12 Ιουνίου 2009 αποφάσεως του Tribunal Superior de Justicia de Extremadura. Η France Telecom España άσκησε αναίρεση κατά της από 29 Ιουνίου 2009 αποφάσεως του Tribunal Superior de Justicia de Extremadura.

17

Με τις αποφάσεις περί παραπομπής, το Tribunal Supremo, προβαίνοντας, πρώτον, σε ανάλυση των άρθρων 12 και 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση, εκφράζει αμφιβολίες ως προς την αρμοδιότητα των κρατών μελών να επιβάλλουν τέλη για δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων όχι μόνον στην επιχείρηση που είναι ιδιοκτήτρια του δικτύου ηλεκτρονικών τηλεπικοινωνιών, αλλά και στις επιχειρήσεις που λαμβάνουν απλώς υπηρεσίες διασυνδέσεως και οι οποίες, ως εκ τούτου, περιορίζονται στην πρόσβαση στο εν λόγω δίκτυο και στη χρήση του.

18

Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν τα επίμαχα τέλη ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του άρθρου 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση.

19

Τρίτον, το Tribunal Supremo εκτιμά ότι πρέπει επιπλέον να εξακριβωθεί αν το άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση πληροί τους όρους που τάσσονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου ώστε να έχει άμεσο αποτέλεσμα. Επισημαίνει ότι η νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/13 φαίνεται να συνηγορεί υπέρ αυτής της λύσεως.

20

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Tribunal Supremo αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία διατυπώνονται κατά τον ίδιο τρόπο και στις τρεις υποθέσεις C-55/11, C-57/11 και C-58/11:

«1)

Έχει το άρθρο 13 της [οδηγίας για την αδειοδότηση] την έννοια ότι αντιβαίνει προς αυτό εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει να επιβαρύνονται με τέλος για δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων σε κοινόχρηστους χώρους που ανήκουν στους Δήμους οι επιχειρήσεις οι οποίες, χωρίς να είναι ιδιοκτήτριες του δικτύου, το χρησιμοποιούν για την παροχή υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας;

2)

Για την περίπτωση που το τέλος αυτό θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με το ως άνω άρθρο 13 της [οδηγίας για την αδειοδότηση], ανταποκρίνονται οι όροι επιβολής του τέλους βάσει της επίδικης [δημοτικής] κανονιστικής αποφάσεως […] στις απαιτήσεις αντικειμενικότητας, αναλογικότητας και μη εισαγωγής διακρίσεων που θέτει η εν λόγω διάταξη, καθώς και στην ανάγκη να εξασφαλισθεί η βέλτιστη χρήση των επίμαχων πόρων;

3)

Μπορεί να αναγνωρισθεί άμεσο αποτέλεσμα στο ως άνω άρθρο 13 της [οδηγίας για την αδειοδότηση];»

21

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Μαρτίου 2011, οι υποθέσεις C-55/11, C-57/11 και C-58/11 συνενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί του αιτήματος για την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας

22

Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Απριλίου 2012, το Ayuntamiento de Tudela ζήτησε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας υποστηρίζοντας ότι οι προτάσεις τις οποίες ανέπτυξε η γενική εισαγγελέας στις 22 Μαρτίου 2012 βασίζονται σε εσφαλμένες προκείμενες.

23

Συναφώς, αποτελεί πάγια νομολογία ότι το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Κανονισμού Διαδικασίας του, εφόσον κρίνει ότι δεν έχει διαφωτισθεί επαρκώς ή ότι η υπόθεση πρέπει να εξετασθεί βάσει επιχειρήματος επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 2008, C-284/06, Burda, Συλλογή 2008, σ. I-4571, σκέψη 37, καθώς και της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, C-323/09, Interflora και Interflora British Unit, Συλλογή 2011, σ. Ι-8625, σκέψη 22).

24

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο κρίνει ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να απαντήσει στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου και ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται να εξετασθεί βάσει επιχειρήματος το οποίο δεν συζητήθηκε ενώπιόν του.

25

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα του Ayuntamiento de Tudela για την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

26

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν εθνική κανονιστική ρύθμιση που επιβάλλει τέλη για τη χρήση των δημοτικών κοινοχρήστων χώρων όχι μόνον στις επιχειρήσεις που είναι ιδιοκτήτριες των εγκατεστημένων στους χώρους αυτούς τηλεφωνικών δικτύων, αλλά και στις επιχειρήσεις που είναι κάτοχοι δικαιωμάτων χρήσεως, προσβάσεως ή διασυνδέσεως στα εν λόγω δίκτυα, καλύπτεται από τη δυνατότητα, την οποία παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση, επιβολής τελών για «δικαιώματα εγκατάστασης διευκολύνσεων υπεράνω ή υποκάτω, δημοσίου ή ιδιωτικού ακινήτου» τα οποία αντανακλούν την ανάγκη διασφαλίσεως της βέλτιστης κατανομής των διευκολύνσεων αυτών.

27

Ειδικότερα, το ως άνω δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο ως προς το αν το τέλη αυτά μπορούν να επιβληθούν όχι μόνο σε επιχειρηματία ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας-πλαισίου, είναι κάτοχος δικαιωμάτων για την εγκατάσταση διευκολύνσεων επί, υπεράνω ή υποκάτω δημόσιου ακινήτου και ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας αυτής, καθώς και το άρθρο 12 της οδηγίας για την πρόσβαση, μπορεί να υποχρεωθεί να μοιρασθεί τη χρήση των διευκολύνσεων αυτών, αλλά και στις επιχειρήσεις οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας χρησιμοποιώντας τις εν λόγω διευκολύνσεις.

28

Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο της οδηγίας για την αδειοδότηση, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν άλλες επιβαρύνσεις ή τέλη για την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών πέραν εκείνων που προβλέπονται στην ως άνω οδηγία (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2006, C-339/04, Nuova società di telecomunicazioni, Συλλογή 2006, σ. I-6917, σκέψη 35, και της 10ης Μαρτίου 2011, C-85/10, Telefónica Móviles España, Συλλογή 2011, σ. Ι-1575, σκέψη 21).

29

Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 30 έως 32 καθώς από τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση, τα κράτη μέλη έχουν έτσι μόνο την εξουσία να επιβάλλουν είτε διοικητικές επιβαρύνσεις προορισμένες να καλύψουν συνολικά τις διοικητικές δαπάνες που προκύπτουν από τη διαχείριση, τον έλεγχο και την επιβολή του γενικού συστήματος αδειών, είτε τέλη για τα δικαιώματα χρήσεως των ραδιοσυχνοτήτων ή των αριθμών ή για τα δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων υπεράνω ή υποκάτω, δημοσίου ή ιδιωτικού ακινήτου.

30

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να ξεκινά από το αξίωμα ότι τα επίμαχα τέλη δεν εμπίπτουν ούτε στο άρθρο 12 της εν λόγω οδηγίας ούτε στην έννοια των τελών για τα δικαιώματα χρήσεως των ραδιοσυχνοτήτων ή των αριθμών κατά την έννοια του άρθρου 13 της ίδιας οδηγίας. Το ερώτημα επομένως αφορά μόνο το αν η δυνατότητα που έχουν τα κράτη μέλη να επιβάλλουν τέλη για τα «δικαιώματα εγκατάστασης διευκολύνσεων υπεράνω ή υποκάτω, δημοσίου ή ιδιωτικού ακινήτου» δυνάμει του εν λόγω άρθρου 13 επιτρέπει την εφαρμογή τελών όπως τα επίδικα στην κύρια δίκη, κατά το μέτρο που τα τέλη αυτά εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις οι οποίες, χωρίς να είναι ιδιοκτήτριες των ως άνω διευκολύνσεων, τις χρησιμοποιούν για την παροχή υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας και εκμεταλλεύονται κατ’ αυτόν τον τρόπο τους κοινόχρηστους αυτούς χώρους.

31

Μολονότι η οδηγία για την αδειοδότηση δεν δίνει τον καθαυτό ορισμό ούτε της έννοιας της εγκαταστάσεως διευκολύνσεων υπεράνω ή υποκάτω δημοσίου ή ιδιωτικού ακινήτου ούτε του οφειλέτη των τελών για τα δικαιώματα που αφορούν την εγκατάσταση αυτή, επισημαίνεται, αφενός, ότι από το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας-πλαισίου προκύπτει ότι τα δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων επί, υπεράνω ή υποκάτω δημόσιου ή ιδιωτικού ακινήτου απονέμονται στην επιχείρηση στην οποία επιτρέπεται να παρέχει δημόσια δίκτυα επικοινωνιών, δηλαδή στην επιχείρηση εκείνη που έχει το δικαίωμα να εγκαθιστά τις αναγκαίες διευκολύνσεις στο έδαφος, στο υπέδαφος ή στον υπερκείμενο αέρα.

32

Αφετέρου, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 52 και 54 των προτάσεών της, οι όροι «διευκολύνσεις» και «εγκατάσταση» σημαίνουν, αντιστοίχως, τις υλικές υποδομές για την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τη φυσική τοποθέτηση των υποδομών αυτών στα οικεία δημόσια ή ιδιωτικά ακίνητα.

33

Εξ αυτού συνάγεται ότι οφειλέτης των τελών για δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση, μπορεί να είναι μόνο ο κάτοχος των εν λόγω δικαιωμάτων, ο οποίος είναι ταυτοχρόνως ιδιοκτήτης των διευκολύνσεων που είναι εγκατεστημένες υπεράνω ή υποκάτω των οικείων δημοσίων ή ιδιωτικών ακινήτων.

34

Δεν μπορεί κατά συνέπεια να γίνει δεκτό να επιβάλλονται, ως «τέλη για τα δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων υπεράνω ή υποκάτω δημοσίου ή ιδιωτικού ακινήτου» κατά την έννοια του άρθρου 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση, τέλη όπως τα επίδικα στην κύρια δίκη, κατά το μέτρο που αυτά εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις οι οποίες, χωρίς να είναι ιδιοκτήτριες των ως άνω διευκολύνσεων, τις χρησιμοποιούν για την παροχή υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας και εκμεταλλεύονται κατ’ αυτόν τον τρόπο τους κοινόχρηστους αυτούς χώρους.

35

Βάσει του συνόλου των ως άνω σκέψεων, πρέπει να δοθεί στο πρώτο ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση έχει την έννοια ότι απαγορεύει την εφαρμογή τελών για δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων υπεράνω ή υποκάτω δημοσίου ή ιδιωτικού ακινήτου στις επιχειρήσεις οι οποίες, χωρίς να είναι ιδιοκτήτριες των ως άνω διευκολύνσεων, τις χρησιμοποιούν για την παροχή υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας.

Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

36

Δεδομένης της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, χρειάζεται απάντηση μόνο στο τρίτο ερώτημα το οποίο θέτει το αιτούν δικαστήριο και με το οποίο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινισθεί αν το άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση έχει άμεσο αποτέλεσμα, ούτως ώστε, υπό περιστάσεις όπως αυτές των υποθέσεων των κυρίων δικών, να μπορεί ένας ιδιώτης να επικαλείται το άρθρο αυτό ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

37

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σε κάθε περίπτωση που οι διατάξεις μιας οδηγίας είναι, από άποψη περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως σαφείς, οι ιδιώτες μπορούν να τις επικαλούνται έναντι του κράτους ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, είτε όταν το κράτος παραλείπει να μεταφέρει εμπροθέσμως την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο είτε όταν προβαίνει σε πλημμελή μεταφορά της (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2004, C-397/01 έως C-403/01, Pfeiffer κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. I-8835, σκέψη 103· της 17ης Ιουλίου 2008, C-152/07 έως C-154/07, Arcor κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I-5959, σκέψη 40, και της 24ης Ιανουαρίου 2012, C-282/10, Dominguez, σκέψη 33).

38

Εν προκειμένω, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στα σημεία 48, 97 και 98 των προτάσεών της, το άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση πληροί τα κριτήρια αυτά. Ειδικότερα, η διάταξη αυτή προβλέπει, σαφώς και άνευ αιρέσεων, ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν τέλη για δικαιώματα σε τρεις συγκεκριμένες περιπτώσεις, δηλαδή για δικαιώματα χρήσεως ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών ή για δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων υπεράνω ή υποκάτω δημοσίου ή ιδιωτικού ακινήτου.

39

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13 της οδηγίας για την αδειοδότηση έχει άμεσο αποτέλεσμα, με συνέπεια να παρέχει στους ιδιώτες το δικαίωμα για άμεση επίκλησή του, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, κατά της εφαρμογής αποφάσεως δημόσιας αρχής η οποία δεν συμβιβάζεται με το άρθρο αυτό.

Επί των δικαστικών εξόδων

40

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 13 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση), έχει την έννοια ότι απαγορεύει την εφαρμογή τελών για δικαιώματα εγκαταστάσεως διευκολύνσεων υπεράνω ή υποκάτω δημοσίου ή ιδιωτικού ακινήτου στις επιχειρήσεις οι οποίες, χωρίς να είναι ιδιοκτήτριες των ως άνω διευκολύνσεων, τις χρησιμοποιούν για την παροχή υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας.

 

2)

Το άρθρο 13 της οδηγίας 2002/20 έχει άμεσο αποτέλεσμα, με συνέπεια να παρέχει στους ιδιώτες το δικαίωμα για άμεση επίκλησή του, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, κατά της εφαρμογής αποφάσεως δημόσιας αρχής η οποία δεν συμβιβάζεται με το άρθρο αυτό.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

Top