EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011CJ0036

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 6ης Σεπτεμβρίου 2012.
Pioneer Hi Bred Italia Srl κατά Ministero delle Politiche agricole alimentari e forestali.
Αίτηση του Consiglio di Stato για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Γεωργία — Γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί — Οδηγία 2002/53/ΕΚ — Κοινός κατάλογος ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτικών ειδών — Γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί που περιλαμβάνονται στον κοινό κατάλογο — Κανονισμός (ΕΚ) 1829/2003 — Άρθρο 20 — Υφιστάμενα προϊόντα — Οδηγία 2001/18/ΕΚ — Άρθρο 26α — Μέτρα για την πρόληψη της τυχαίας παρουσίας γενετικά τροποποιημένων οργανισμών σε άλλα προϊόντα — Εθνικά μέτρα απαγόρευσης της έναρξης καλλιέργειας γενετικά τροποποιημένων οργανισμών που έχουν περιληφθεί στον κοινό κατάλογο και έχουν επιτραπεί ως υφιστάμενα προϊόντα μέχρι τη θέσπιση μέτρων βάσει του άρθρου 26α της οδηγίας 2001/18/ΕΚ.
Υπόθεση C‑36/11.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2012:534

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 6ης Σεπτεμβρίου 2012 ( *1 )

«Γεωργία — Γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί — Οδηγία 2002/53/ΕΚ — Κοινός κατάλογος ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτικών ειδών — Γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί που περιλαμβάνονται στον κοινό κατάλογο — Κανονισμός (ΕΚ) 1829/2003 — Άρθρο 20 — Υφιστάμενα προϊόντα — Οδηγία 2001/18/ΕΚ — Άρθρο 26α — Μέτρα για την πρόληψη της τυχαίας παρουσίας γενετικά τροποποιημένων οργανισμών σε άλλα προϊόντα — Εθνικά μέτρα απαγόρευσης της έναρξης καλλιέργειας γενετικά τροποποιημένων οργανισμών που έχουν περιληφθεί στον κοινό κατάλογο και έχουν επιτραπεί ως υφιστάμενα προϊόντα μέχρι τη θέσπιση μέτρων βάσει του άρθρου 26α της οδηγίας 2001/18/ΕΚ»

Στην υπόθεση C-36/11,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Consiglio di Stato (Ιταλία) με απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Ιανουαρίου 2011, στο πλαίσιο της δίκης

Pioneer Hi Bred Italia Srl

κατά

Ministero delle Politiche agricole alimentari e forestali,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, A. Prechal, L. Bay Larsen (εισηγητή), C. Toader και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Μαρτίου 2012,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Pioneer Hi Bred Italia Srl, εκπροσωπούμενη από τους A. Police και F. Degni, avvocati,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τους S. Varone και G. Aiello, avvocati dello Stato,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Rubio González,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον D. Bianchi και τη L. Pignataro-Nolin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Απριλίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 26α της οδηγίας 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και την κατάργηση της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 106, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2008 (ΕΕ L 81, σ. 45, στο εξής: οδηγία 2001/18), σε συνδυασμό με τη σύσταση 2003/556/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 2003, για τη θέσπιση κατευθυντήριων γραμμών για την ανάπτυξη εθνικών στρατηγικών και βέλτιστων πρακτικών προκειμένου να διασφαλιστεί η συνύπαρξη γενετικά τροποποιημένων, συμβατικών και βιολογικών καλλιεργειών (ΕΕ L 189, σ. 36, στο εξής: σύσταση της 23ης Ιουλίου 2003), και με τη σύσταση της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2010, σχετικά με κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη εθνικών μέτρων συνύπαρξης για την αποφυγή της [τυχαίας] παρουσίας ΓΤΟ σε συμβατικές και βιολογικές καλλιέργειες (ΕΕ C 200, σ. 1, στο εξής: σύσταση της 13ης Ιουλίου 2010).

2

Η εν λόγω αίτηση έχει υποβληθεί στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Pioneer Hi Bred Italia Srl (στο εξής: Pioneer) και του Ministero delle Politiche agricole alimentari e forestali (Υπουργείου Γεωργικών και Δασικών Πολιτικών), αντικείμενο της οποίας είναι η νομιμότητα του εγγράφου με το οποίο το εν λόγω Υπουργείο πληροφόρησε την Pioneer ότι, μέχρι να θεσπιστούν από τις περιφερειακές αρχές κανόνες κατάλληλοι να διασφαλίζουν τη συνύπαρξη των συμβατικών, των βιολογικών και των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών, δεν μπορούσε να προχωρήσει στην εξέταση της αίτησής της να της χορηγηθεί άδεια έναρξης της καλλιέργειας γενετικά τροποποιημένων υβριδίων αραβοσίτου που έχουν ήδη καταχωριστεί στον κοινό κατάλογο ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτικών ειδών (στο εξής: κοινός κατάλογος).

Το νομικό πλαίσιο

Η νομοθεσία της Ένωσης

Η οδηγία 2001/18

3

Η οδηγία 2001/18 ρυθμίζει τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (ΓΜΟ) στο περιβάλλον και τη διάθεση των ΓΜΟ στην αγορά ως προϊόντων ή εντός προϊόντων.

4

Το άρθρο 34 της οδηγίας 2001/18 προβλέπει ως καταληκτική ημερομηνία για τη μεταφορά της στα εθνικά δίκαια τη 17η Οκτωβρίου 2002. Το άρθρο 36 καταργεί από τις 17 Οκτωβρίου 2002 την οδηγία 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 1990, για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον (ΕΕ L 117, σ. 15), και ορίζει ότι κάθε αναφορά στην καταργούμενη αυτή οδηγία θεωρείται ότι γίνεται στην οδηγία 2001/18, σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που περιέχεται σε παράρτημά της.

5

Σύμφωνα με τη δέκατη όγδοη και την εικοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/18, η εν λόγω οδηγία, όπως και η προγενέστερη οδηγία 90/220, θεσπίζει εναρμονισμένες διαδικασίες και εναρμονισμένα κριτήρια για την κατά περίπτωση αξιολόγηση των κινδύνων που ενδέχεται να προκύψουν από τη σκόπιμη ελευθέρωση ΓΤΟ στο περιβάλλον, καθώς και κοινοτική διαδικασία έγκρισης για τη διάθεση στην αγορά των οικείων προϊόντων, εφόσον η χρήση για την οποία προορίζονται τα προϊόντα αυτά προϋποθέτουν τη σκόπιμη ελευθέρωση των οργανισμών αυτών στο περιβάλλον.

6

Η πεντηκοστή, η πεντηκοστή πρώτη και η πεντηκοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας προβλέπουν τα εξής:

«(50)

Οι υφιστάμενες [άδειες], που έχουν χορηγηθεί δυνάμει της οδηγίας 90/220 […], πρέπει να ανανεωθούν ώστε να αποφευχθούν διακρίσεις μεταξύ [αδειών] που έχουν χορηγηθεί δυνάμει της ανωτέρω οδηγίας και [αδειών] που χορηγούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και να ληφθούν πλήρως υπόψη οι όροι [χορήγησης αδειών] δυνάμει της […] οδηγίας [90/220].

(51)

Για την ανανέωση αυτή, απαιτείται μεταβατική περίοδος κατά την οποία δεν θίγονται οι [άδειες] που έχουν χορηγηθεί δυνάμει της οδηγίας 90/220 […].

(52)

Όταν ανανεώνεται μια [άδεια], θα πρέπει να είναι δυνατόν να αναθεωρούνται όλοι οι όροι της αρχικής [άδειας], συμπεριλαμβανομένων των όρων που αφορούν την παρακολούθηση και τον χρονικό περιορισμό της [άδειας].»

7

Όσον αφορά τους ΓΤΟ που διατίθενται στην αγορά ως προϊόντα ή εντός προϊόντων, τα άρθρα 13 έως 24 της οδηγίας 2001/18 ρυθμίζουν κυρίως τη διαδικασία αξιολόγησης και χορήγησης άδειας για νέα προϊόντα, την ανανέωση της άδειας για υφιστάμενα προϊόντα, την παρακολούθηση των προϊόντων για τα οποία έχει χορηγηθεί άδεια, την επισήμανσή τους και τη ρήτρα διασφάλισης που επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν περιοριστικά μέτρα σε περίπτωση κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον.

8

Όσον αφορά, ειδικότερα, την ανανέωση πριν από τις 17 Οκτωβρίου 2006 των αδειών που χορηγήθηκαν πριν από τις 17 Οκτωβρίου 2002 δυνάμει της οδηγίας 90/220, ο τρόπος ανανέωσης ρυθμίζεται από το άρθρο 17 της οδηγίας 2001/18, το οποίο επιγράφεται «Ανανέωση [άδειας]». Κατά την παράγραφο 9 του άρθρου αυτού, ο ενδιαφερόμενος επιχειρηματίας, ο οποίος προέβη πριν από τις 17 Οκτωβρίου 2002 σε κοινοποίηση για την ανανέωση μιας άδειας, μπορεί να εξακολουθήσει να διαθέτει τους ΓΤΟ στην αγορά υπό τους όρους που ορίζονται στην άδεια αυτή μέχρις ότου ληφθεί οριστική απόφαση ως προς την ανανέωση της άδειας.

9

Το άρθρο 26α της οδηγίας 2001/18, το οποίο επιγράφεται «Μέτρα για την πρόληψη της [τυχαίας] παρουσίας ΓΤΟ», έχει ως εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη της [τυχαίας] παρουσίας ΓΤΟ σε άλλα προϊόντα.

2.   Η Επιτροπή συγκεντρώνει και συντονίζει τις πληροφορίες που βασίζονται σε μελέτες σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο, παρακολουθεί τις εξελίξεις σχετικά με τη συνύπαρξη των γενετικώς τροποποιημένων καλλιεργειών με τις συμβατικές και οργανικές καλλιέργειες στα κράτη μέλη και, βάσει των πληροφοριών και των παρατηρήσεων, καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για τη συνύπαρξη.»

Η σύσταση της 23ης Ιουλίου 2003

10

Η τέταρτη αιτιολογική σκέψη της σύστασης της 23ης Ιουλίου 2003 έχει ως εξής:

«Ειδικά μέτρα για τη συνύπαρξη τα οποία αποβλέπουν στην προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας, εφόσον απαιτούνται, περιλαμβάνονται στη [διαδικασία οριστικής χορήγησης άδειας] σύμφωνα με την οδηγία 2001/18 […] και συνοδεύονται από τη νομική υποχρέωση εφαρμογής τους.»

11

Στο σημείο 1.1 των κατευθυντήριων γραμμών που περιλαμβάνονται σε παράρτημα της σύστασης της 23ης Ιουλίου 2003, το οποίο επιγράφεται «Η έννοια της συνύπαρξης», προβλέπει τα εξής:

«Η καλλιέργεια [ΓΤΟ] στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πιθανόν να έχει επιπτώσεις στην οργάνωση της γεωργικής παραγωγής. Η δυνατότητα συμπτωματικής (ανεπιθύμητης) παρουσίας γενετικώς τροποποιημένων (ΓΤ) καλλιεργειών σε συμβατικές καλλιέργειες, και αντιστρόφως, θέτει το ερώτημα της διασφάλισης της ελεύθερης επιλογής των παραγωγών όσον αφορά τους διάφορους τύπους παραγωγής. Καταρχήν, οι γεωργοί θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέξουν τον τύπο γεωργικής παραγωγής που επιθυμούν, είτε πρόκειται για γενετικώς τροποποιημένες είτε για συμβατικές ή βιολογικές καλλιέργειες. Καμία απ’ αυτές τις μορφές γεωργίας δεν θα πρέπει να αποκλείεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Εξάλλου, το θέμα συνδέεται επίσης με την επιλογή των καταναλωτών. Η δυνατότητα μιας πραγματικής επιλογής για τους Ευρωπαίους καταναλωτές μεταξύ τροφίμων με ΓΤΟ και τροφίμων χωρίς ΓΤΟ εξαρτάται όχι μόνο από την ύπαρξη αποτελεσματικού συστήματος ανιχνευσιμότητας και επισήμανσης, αλλά και από την ικανότητα του γεωργικού τομέα να προσφέρει τους διάφορους τύπους προϊόντων. Η ικανότητα της βιομηχανίας τροφίμων να διασφαλίσει σε υψηλό βαθμό τις επιλογές των καταναλωτών συνδέεται με την ικανότητα του γεωργικού τομέα να διατηρεί διαφορετικά συστήματα παραγωγής

Η συνύπαρξη αναφέρεται στην ικανότητα των γεωργών να επιλέγουν μεταξύ γενετικώς τροποποιημένων, βιολογικών και συμβατικών καλλιεργειών, σύμφωνα πάντα με τις νομικές υποχρεώσεις όσον αφορά την επισήμανση ή/και τα πρότυπα καθαρότητας.

Η συμπτωματική παρουσία ΓΤΟ σε ποσοστό που υπερβαίνει το όριο ανοχής που προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία καθιστά υποχρεωτική την επισήμανση της παρουσίας ΓΤΟ στην ετικέτα των προϊόντων. Η κατάσταση αυτή είναι δυνατόν να οδηγήσει σε απώλεια εισοδήματος, λόγω της πώλησης του προϊόντος σε χαμηλότερη τιμή ή [δυσχερειών] όσον αφορά την πώλησή του. Επιπλέον, οι γεωργοί ενδέχεται να αντιμετωπίσουν πρόσθετες δαπάνες, αν θα πρέπει να υιοθετήσουν συστήματα παρακολούθησης και να λάβουν μέτρα για τον περιορισμό των προσμείξεων. Η συνύπαρξη θέτει λοιπόν το πρόβλημα των οικονομικών επιπτώσεων που μπορεί να έχει η σύμμειξη καλλιεργειών με και χωρίς ΓΤΟ, της εξεύρεσης εφικτών μέτρων διαχείρισης για τον περιορισμό του κινδύνου της σύμμειξης και του κόστους των εν λόγω μέτρων.

[…]»

Η σύσταση της 13ης Ιουλίου 2010

12

Η σύσταση της 13ης Ιουλίου 2010 καταργεί και αντικαθιστά τη σύσταση της 23ης Ιουλίου 2003.

13

Οι κατευθυντήριες γραμμές που περιλαμβάνονται σε παράρτημα της σύστασης της 13ης Ιουλίου 2010 επαναλαμβάνουν και αναπτύσσουν το περιεχόμενο των κατευθυντήριων γραμμών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα της σύστασης της 23ης Ιουλίου 2003.

Η οδηγία 2002/53/ΕΚ

14

Η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/53/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, περί του κοινού καταλόγου ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτικών ειδών (ΕΕ L 193, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1829/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003 (ΕΕ L 268, σ. 1) (στο εξής: οδηγία 2002/53), προβλέπει τα εξής:

«Για τους σπόρους που υπάγονται στην παρούσα οδηγία, είναι απαραίτητο να καταστεί δυνατή η ελεύθερη εμπορία τους μέσα στην Κοινότητα από τη δημοσίευσή τους στον κοινό κατάλογο.»

15

Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία αφορά την αποδοχή των ποικιλιών [μεταξύ άλλων, σιτηρών] σε κοινό κατάλογο.

2.   Ο κοινός κατάλογος […] καταρτίζεται βάσει των εθνικών καταλόγων των κρατών μελών.»

16

Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε μια ποικιλία να είναι αποδεκτή μόνον αν είναι σαφώς διακρινόμενη, σταθερή και επαρκώς ομοιόμορφη. Η ποικιλία πρέπει να έχει καλλιεργητική αξία και ικανοποιητική χρησιμότητα.

[…]

4.   Οι γενετικώς τροποποιημένες ποικιλίες […] γίνονται αποδεκτές μόνον εάν είναι ασφαλείς για την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον, κατόπιν λήψεως όλων των κατάλληλων μέτρων.

5.   Περαιτέρω, όταν υλικό που προέρχεται από μια φυτική ποικιλία προορίζεται να χρησιμοποιηθεί σε [τρόφιμα ή σε ζωοτροφές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1829/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και ζωοτροφές (ΕΕ L 268, σ. 1)], η ποικιλία είναι αποδεκτή μόνον εάν έχει εγκριθεί σύμφωνα με τον ανωτέρω κανονισμό.

[…]»

17

Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 4, προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν ότι η αποδοχή ποικιλιών είναι το αποτέλεσμα επίσημων εξετάσεων που πραγματοποιούνται ιδίως κατά την καλλιέργεια και αφορούν επαρκή αριθμό χαρακτηριστικών ώστε να καταστεί δυνατή η περιγραφή της ποικιλίας. […]

[…]

4.   α) Στην περίπτωση γενετικώς τροποποιημένης ποικιλίας που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 4, διενεργείται εκτίμηση του περιβαλλοντικού κινδύνου όμοια με εκείνη που ορίζεται στην οδηγία 90/220 […].

β) Οι διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι η εκτίμηση του περιβαλλοντικού κινδύνου και άλλα στοιχεία είναι ισοδύναμα με εκείνη που ορίζεται στην οδηγία 90/220 […] θεσπίζονται, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, με κανονισμό του Συμβουλίου που βασίζεται στην κατάλληλη νομική βάση της Συνθήκης. Μέχρις ότου αρχίσει να ισχύει ο εν λόγω κανονισμός, οι γενετικά τροποποιημένες ποικιλίες θα εγκρίνονται προς υπαγωγή σε εθνικό κατάλογο μόνον αφού θα έχουν εγκριθεί για την εμπορία σύμφωνα με την οδηγία 90/220 […].

[…]»

18

Το άρθρο 16 ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, από τη δημοσίευση που αναφέρεται στο άρθρο 17, οι σπόροι ποικιλιών που έχουν γίνει αποδεκτές σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας ή σύμφωνα με τις αρχές που αντιστοιχούν στις αρχές της παρούσας οδηγίας δεν υπόκεινται σε κανένα περιορισμό εμπορίας ως προς την ποικιλία.

2.   Μπορεί να επιτρέπεται σε ένα κράτος μέλος, ύστερα από αίτησή του, […] να απαγορεύει, στο σύνολο ή σε τμήμα της επικράτειάς του, τη χρήση της ποικιλίας ή να ορίζει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την καλλιέργεια της ποικιλίας και, στην περίπτωση που προβλέπεται στο στοιχείο γʹ, προϋποθέσεις για τη χρήση των προϊόντων που προέρχονται από την καλλιέργειά της:

α)

αν αποδειχθεί ότι η καλλιέργεια της ποικιλίας αυτής θα μπορούσε να βλάψει, από φυτοϋγειονομική άποψη, την καλλιέργεια άλλων ποικιλιών ή ειδών ή

[…]

γ)

αν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι, εκτός εκείνων που έχουν αναφερθεί ήδη και όσων έχουν αναφερθεί ενδεχομένως κατά τη διαδικασία [εγγραφής στον εθνικό κατάλογο ποικιλιών], να πιστεύεται ότι η ποικιλία ενέχει κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου ή για το περιβάλλον.»

19

Το άρθρο 17 προβλέπει τα εξής:

«Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέχονται από τα κράτη μέλη και στο μέτρο που περιέρχονται στην Επιτροπή, αυτή εξασφαλίζει τη δημοσίευση [στον κοινό κατάλογο] όλων των ποικιλιών των οποίων οι σπόροι προς σπορά και προς φύτευση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16, δεν υπόκεινται σε κανέναν περιορισμό εμπορίας ως προς την ποικιλία. Η δημοσίευση αναφέρει τα κράτη μέλη τα οποία έτυχαν αδείας κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, ή το άρθρο 18.

[…]

Η δημοσίευση αναφέρει σαφώς τις γενετικώς τροποποιημένες ποικιλίες.»

20

Το άρθρο 18 ορίζει τα εξής:

«Αν διαπιστωθεί ότι, σε ένα κράτος μέλος, η καλλιέργεια μιας ποικιλίας, εγγεγραμμένης στον κοινό κατάλογο ποικιλιών, είναι δυνατόν να βλάψει, από φυτοϋγειονομική άποψη, την καλλιέργεια άλλων ποικιλιών ή ειδών ή ενέχει κινδύνους για το περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία, μπορεί να επιτραπεί στο εν λόγω κράτος μέλος, κατόπιν αιτήσεώς του, […] να απαγορεύει την εμπορία των σπόρων ή του πολλαπλασιαστικού υλικού της εν λόγω ποικιλίας στο σύνολο ή σε τμήμα της επικράτειάς του. Αν υπάρχει άμεσος κίνδυνος διάδοσης επιβλαβών οργανισμών ή άμεσος κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να προβεί στην απαγόρευση αυτή συγχρόνως με την κατάθεση της αιτήσεώς του και μέχρι την οριστική απόφαση η οποία πρέπει να ληφθεί εντός τριών μηνών […]»

Ο κανονισμός 1829/2003

21

Σύμφωνα με την έβδομη και την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1829/2003, ο κανονισμός αυτός, ο οποίος, βάσει του άρθρου του 49, έχει εφαρμογή από τις 18 Απριλίου 2004, εισάγει ενιαία κοινοτική διαδικασία χορήγησης αδειών, η οποία έχει εφαρμογή, μεταξύ άλλων, στις ζωοτροφές που περιέχουν ΓΤΟ ή αποτελούνται ή παράγονται από τέτοιους οργανισμούς καθώς και στους ΓΤΟ που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη για την παραγωγή τέτοιων ζωοτροφών.

22

Το άρθρο 16, παράγραφοι 1, 2 και 7, του κανονισμού 1829/2003 ορίζει τα εξής:

«1.   Οι ζωοτροφές που εμπίπτουν [στον κανονισμό 1829/2003]:

α)

δεν πρέπει να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων, στην υγεία των ζώων ή στο περιβάλλον,

[...]

2.   Απαγορεύεται η διάθεση στην αγορά, η χρήση ή η μεταποίηση [γενετικά τροποποιημένης ζωοτροφής που εμπίπτει στον κανονισμό 1829/2003], εάν δεν καλύπτεται από έγκριση που χορηγείται σύμφωνα με το παρόν τμήμα και εάν δεν πληρούνται οι σχετικοί όροι της έγκρισης.

[…]

7.   Η έγκριση που χορηγείται δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν θίγει τις διατάξεις [μεταξύ άλλων] της οδηγίας 2000/53 […]»

23

Το άρθρο 20 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Καθεστώς των υφιστάμενων προϊόντων», προβλέπει τα εξής:

«1.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 16, παράγραφος 2, τα προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος τμήματος και έχουν διατεθεί νομίμως στην αγορά της Κοινότητας πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού μπορεί να συνεχίσουν να διατίθενται στην αγορά, να χρησιμοποιούνται και να υφίστανται επεξεργασία, αν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

στην περίπτωση προϊόντων που έχουν διατεθεί στην αγορά δυνάμει [της οδηγίας 90/220] ή [της οδηγίας 2001/18], […] οι υπεύθυνοι για τη διάθεση στην αγορά των εν λόγω προϊόντων κοινοποιούν στην Επιτροπή την ημερομηνία κατά την οποία τα προϊόντα ετέθησαν για πρώτη φορά σε κυκλοφορία στην Κοινότητα, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού,

[…]

2.   Η κοινοποίηση της παραγράφου 1 συνοδεύεται από τα στοιχεία [των οποίων η προσκόμιση απαιτείται κατά τον κανονισμό 1829/2003 κατά την υποβολή της αρχικής αίτησης για έγκριση που στηρίζεται στον εν λόγω κανονισμό] [...]

[...]

4.   Εντός εννέα ετών από την ημερομηνία κατά την οποία τα προϊόντα περί των οποίων η παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, διετέθησαν για πρώτη φορά στην αγορά, αλλά οπωσδήποτε πριν την παρέλευση τριών ετών από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, οι υπεύθυνοι για τη διάθεσή τους στην αγορά υποβάλλουν αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 23, που εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.

[…]

5.   Τα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι ζωοτροφές που τα περιέχουν ή παράγονται από αυτά υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, ιδίως [του άρθρου 34, το οποίο εφαρμόζεται] κατ’ αναλογία.

[…]»

24

Το άρθρο 23, το οποίο επιγράφεται «Ανανέωση των εγκρίσεων», προβλέπει ειδικότερα την κατ’ αναλογία εφαρμογή αφενός του άρθρου 17, παράγραφος 2, το οποίο αφορά τον τρόπο διεκπεραίωσης από την αρμόδια εθνική αρχή και την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (στο εξής: Αρχή) των αρχικών αιτήσεων για έγκριση που στηρίζονται στον κανονισμό 1829/2003, και αφετέρου των άρθρων 18 και 19, τα οποία καθορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αφενός η Αρχή γνωμοδοτεί επί της αίτησης και αφετέρου εκδίδεται απόφαση σε κοινοτικό επίπεδο. Το άρθρο 18, παράγραφος 3, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η Αρχή εξακριβώνει, ενόψει της γνωμοδότησής της, αν η ζωοτροφή πληροί τα κριτήρια του άρθρου 16, παράγραφος 1, δηλαδή ότι δεν έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων, στην υγεία των ζώων ή στο περιβάλλον.

25

Το άρθρο 24, το οποίο επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής» και περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 του κανονισμού («Επισήμανση»), ορίζει τα εξής:

«1.   Το παρόν τμήμα εφαρμόζεται στις […] ζωοτροφές [που εμπίπτουν στον κανονισμό 1829/2003].

2.   Το παρόν τμήμα δεν εφαρμόζεται στις ζωοτροφές που περιέχουν υλικό που περιέχει, αποτελείται ή παράγεται από ΓΤΟ σε ποσοστό όχι μεγαλύτερο από 0,9 % της ζωοτροφής και κάθε ζωοτροφής από την οποία συντίθεται, υπό την προϋπόθεση ότι η παρουσία αυτή είναι τυχαία ή τεχνικώς αναπόφευκτη.

[...]»

26

Το άρθρο 34, το οποίο επιγράφεται «Μέτρα έκτακτης ανάγκης», ορίζει τα εξής:

«Όταν είναι προφανές ότι προϊόντα που έχουν εγκριθεί από τον παρόντα κανονισμό ή δυνάμει αυτού είναι πιθανό να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του ανθρώπου, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον […], λαμβάνονται μέτρα σύμφωνα με τις διαδικασίες των άρθρων 53 και 54 του [κανονισμού (ΕΚ) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31, σ. 1)].»

Ο κανονισμός 178/2002

27

Το άρθρο 53 του κανονισμού 178/2002, το οποίο επιγράφεται «Μέτρα έκτακτης ανάγκης για τρόφιμα και ζωοτροφές που προέρχονται από την Κοινότητα ή εισάγονται από τρίτη χώρα», έχει ως εξής:

«1.   Όταν είναι προφανές ότι τα τρόφιμα ή οι ζωοτροφές που προέρχονται από την Κοινότητα ή εισάγονται από τρίτη χώρα είναι πιθανό να αποτελέσουν σοβαρό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον και ο κίνδυνος αυτός δεν μπορεί να περιορισθεί ικανοποιητικά με τα μέτρα που λαμβάνει(-ουν) το(τα) [ενδιαφερόμενο(-α)] κράτος(-η) μέλος(-η), η Επιτροπή […] θεσπίζει αμέσως ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα, ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης:

[αναστολή της διάθεσης στην αγορά ή της χρήσης των τροφίμων ή ζωοτροφών κοινοτικής προέλευσης, αναστολή των εισαγωγών των εν λόγω τροφίμων ή ζωοτροφών από την τρίτη χώρα, επιβολή ειδικών όρων ή κάθε άλλου κατάλληλου προσωρινού μέτρου για τα τρόφιμα ή τις ζωοτροφές κοινοτικής προέλευσης ή προέλευσης τρίτης χώρας].

2.   Εντούτοις, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, η Επιτροπή δύναται να λαμβάνει προσωρινά τα μέτρα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1, αφού διαβουλευθεί με τα [ενδιαφερόμενα κράτη μέλη] και ενημερώσει τα υπόλοιπα κράτη μέλη.

Το συντομότερο δυνατό, και το αργότερο εντός 10 εργάσιμων ημερών, τα ληφθέντα μέτρα επικυρώνονται, τροποποιούνται, καταργούνται ή παρατείνονται […] και κοινοποιούνται χωρίς καθυστέρηση οι λόγοι που οδήγησαν στην απόφαση της Επιτροπής.»

28

Το άρθρο 54 του ίδιου κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Άλλα μέτρα έκτακτης ανάγκης», έχει διατυπωθεί ως εξής:

«1.   Όταν ένα κράτος μέλος πληροφορεί επίσημα την Επιτροπή για την ανάγκη λήψης μέτρων έκτακτης ανάγκης και η Επιτροπή δεν έχει ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 53, το κράτος μέλος μπορεί να εγκρίνει προσωρινά μέτρα προστασίας. Στην περίπτωση αυτή ενημερώνει αμέσως τα λοιπά κράτη μέλη και την Επιτροπή.

2.   Εντός 10 εργάσιμων ημερών, η Επιτροπή παραπέμπει το θέμα στη [μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων], με σκοπό την παράταση, τροποποίηση ή κατάργηση των εθνικών προσωρινών μέτρων προστασίας.

3.   Το κράτος μέλος μπορεί να διατηρήσει τα εθνικά προσωρινά μέτρα προστασίας που έχει λάβει έως ότου θεσπιστούν τα κοινοτικά μέτρα.»

Ο κανονισμός (ΕΚ) 641/2004

29

Το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) 641/2004 της Επιτροπής, της 6ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 1829/2003 όσον αφορά την αίτηση για έγκριση νέων γενετικώς τροποποιημένων τροφίμων και ζωοτροφών, την κοινοποίηση υφιστάμενων προϊόντων και την τυχαία ή τεχνικώς αναπόφευκτη παρουσία γενετικώς τροποποιημένου υλικού που έτυχε ευνοϊκής αξιολόγησης κινδύνου (ΕΕ L 102, σ. 14), το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Πρόσθετες προϋποθέσεις για κοινοποιήσεις ορισμένων προϊόντων που διατέθηκαν στην αγορά πριν από τις 18 Απριλίου 2004», ορίζει τα εξής:

«1.   […] οι κοινοποιήσεις ΓΤΟ που διατέθηκαν στην αγορά σύμφωνα με το μέρος Γ της οδηγίας [90/220] ή το μέρος Γ της οδηγίας [2001/18] περιλαμβάνουν αντίγραφο της σχετικής [άδειας] που χορηγήθηκε δυνάμει των εν λόγω οδηγιών.

2.   Η ημερομηνία δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της απόφασης για τη χορήγηση [άδειας] δυνάμει της οδηγίας [90/220] ή της οδηγίας [2001/18] θεωρείται ότι είναι η ημερομηνία κατά την οποία το προϊόν διατέθηκε για πρώτη φορά στην αγορά, εκτός εάν ο κοινοποιών παράσχει επαληθεύσιμη απόδειξη ότι το προϊόν διατέθηκε για πρώτη φορά στην αγορά σε μεταγενέστερη ημερομηνία.»

Η εθνική νομοθεσία

30

Το άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος 212, της 24ης Απριλίου 2001 [GURI (Εφημερίδα της Κυβέρνησης της Ιταλίας) αριθ. φύλλου 131, της 8ης Ιουνίου 2001, στο εξής: ν.δ. 212/2001], προβλέπει τα εξής:

«[…]

«2.   […] Προϋπόθεση για την έναρξη καλλιέργειας σπόρων προς σπορά […] είναι η χορήγηση άδειας με πράξη του Υπουργού Γεωργικών και Δασικών Πολιτικών, η οποία εκδίδεται με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Περιβάλλοντος και του Υπουργού Υγείας, κατόπιν γνωμοδότησης της [επιτροπής για τους σπόρους των γενετικά τροποποιημένων ποικιλιών οι οποίοι προορίζονται προς σπορά], και η οποία προβλέπει μέτρα που διασφαλίζουν ότι οι καλλιέργειες που προέρχονται από σπόρους γενετικά τροποποιημένων ποικιλιών δεν θα έρχονται σε επαφή με τις καλλιέργειες που προέρχονται από συμβατικούς σπόρους και δεν θα προκαλούν βιολογική βλάβη στο άμεσο περιβάλλον, αν ληφθούν υπόψη οι γεωργο-οικολογικές, οι περιβαλλοντικές και οι κλιματικές και εδαφικές συνθήκες.

[…]

5.   Όποιος σπέρνει σπόρους γενετικά τροποποιημένων ποικιλιών χωρίς να έχει την άδεια που προβλέπεται στην παράγραφο 2 τιμωρείται με φυλάκιση έξι μηνών έως τριών ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι 100 εκατ. ιταλικές λίρες. Η ίδια ποινή επιβάλλεται και σε περίπτωση ανάκλησης ή αναστολής της άδειας.

[…]»

31

Σκοπός του νομοθετικού διατάγματος 279, της 22ας Νοεμβρίου 2004 (GURI αριθ. φύλλου 280, της 29ης Νοεμβρίου 2004), το οποίο μετατράπηκε, κατόπιν τροποποίησης, στον νόμο αριθ. 5, της 28ης Ιανουαρίου 2005 (GURI αριθ. φύλλου 22, της 28ης Ιανουαρίου 2005, στο εξής: ν.δ. 279/2004), είναι η θέσπιση μέτρων συνύπαρξης σύμφωνα με τη σύσταση της 23ης Ιουλίου 2003.

32

Το άρθρο 3 του νομοθετικού αυτού διατάγματος προβλέπει τη θέσπιση αυτών των μέτρων συνύπαρξης με απόφαση, μη κανονιστικής φύσης, του Υπουργού Γεωργικών και Δασικών Πολιτικών, η οποία εκδίδεται κατόπιν διαβούλευσης με τη μόνιμη επιτροπή για τις σχέσεις μεταξύ του κεντρικού κράτους, των Περιφερειών και των Αυτόνομων Επαρχιών του Trento και του Bolzano και δημοσιεύεται κατόπιν γνωμοδότησης των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών.

33

Δυνάμει αυτού του άρθρου 3 και του άρθρου 4 του ν.δ. 279/2004, η μέλλουσα να εκδοθεί μη κανονιστικής φύσης απόφαση αυτή θα καθορίσει το γενικό πλαίσιο για τη συνύπαρξη, εντός του οποίου οι Περιφέρειες θα εγκρίνουν τα δικά τους σχέδια συνύπαρξης, εκδίδοντας ειδικές προς τούτο πράξεις.

34

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του ν.δ. 279/2004, το σχέδιο συνύπαρξης καταρτίζεται με πράξη της οικείας Περιφέρειας ή Αυτόνομης Επαρχίας και περιλαμβάνει τους τεχνικούς κανόνες για τη συνύπαρξη, προβλέποντας μέτρα που να διασφαλίζουν τη συνεργασία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης βάσει των αρχών της επικουρικότητας, της διαφοροποίησης και της καταλληλότητας.

35

Το άρθρο 8 του ίδιου αυτού νομοθετικού διατάγματος προβλέπει ότι, ενόσω δεν έχουν καταρτιστεί τα διάφορα σχέδια συνύπαρξης, δεν επιτρέπονται οι καλλιέργειες γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών, εκτός από αυτές που έχουν επιτραπεί για ερευνητικούς και πειραματικούς σκοπούς.

36

Το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο της Ιταλίας), με την υπ’ αριθ. 116 απόφαση της 17ης Μαρτίου 2006, την οποία εξέδωσε κατόπιν προσφυγής της Περιφέρειας Μάρκε (Marche), κήρυξε αντισυνταγματικά, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 3, 4 και 8 του ν.δ. 279/2004.

37

Όσον αφορά ειδικότερα το άρθρο 4, το Corte costituzionale έκρινε ότι έθιγε τη νομοθετική αρμοδιότητα των Περιφερειών στον τομέα της γεωργίας, καθόσον οι Περιφέρειες ασκούν την εξουσία ρύθμισης των τρόπων εφαρμογής της αρχής της συνύπαρξης στις διάφορες περιοχές των περιφερειών, οι οποίες είναι παγκοίνως γνωστό ότι εμφανίζουν πολλές διαφορές τόσο από την άποψη της μορφολογίας όσο και από την άποψη της παραγωγής.

38

Όσον αφορά ειδικότερα το άρθρο 8, το Corte costituzionale το κήρυξε αντισυνταγματικό, διότι ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με τις άλλες διατάξεις που είχε κρίνει παράνομες.

39

Κατά συνέπεια, εξακολουθούν να ισχύουν τα άρθρα 1 και 2 του ν.δ. 279/2004, από τα οποία συνάγεται ότι ο εθνικός νομοθέτης θέλησε να κάνει χρήση της ευχέρειας λήψης των κατάλληλων μέτρων για την πρόληψη της τυχαίας παρουσίας ΓΤΟ σε άλλες καλλιέργειες, όπως είναι οι συμβατικές ή οι βιολογικές καλλιέργειες.

40

Κατόπιν της έκδοσης της δικαστικής απόφασης υπ’ αριθ. 116, της 17ης Μαρτίου 2006, ο Υπουργός Γεωργικών και Δασικών Πολιτικών εξέδωσε την εγκύκλιο 269, της 31ης Μαρτίου 2006, με την οποία επισήμανε ότι η εν λόγω δικαστική απόφαση δεν αναιρεί τη νομιμότητα της απαγόρευσης της καλλιέργειας ΓΤΟ μέχρι να θεσπιστούν σχέδια συνύπαρξης και ότι η κήρυξη του άρθρου 8 του ν.δ. 279/2004 ως αντισυνταγματικού έχει την έννοια ότι, μολονότι εξακολουθεί να ισχύει η απαγόρευση καλλιέργειας ΓΤΟ, πρέπει να προβλεφθεί η άσκηση από τις περιφερειακές ή επαρχιακές αρχές της αρμοδιότητάς τους στον εν λόγω τομέα.

41

Στο σημείο 4 της εγκυκλίου αυτής τονίζεται ότι, αφού οι Περιφέρειες και οι Αυτόνομες Επαρχίες θεσπίσουν τις διατάξεις τους σχετικά με τη συνύπαρξη, πρέπει επιπλέον να περατωθεί επιτυχώς η σύνθετη διαδικασία έγκρισης των ΓΤΟ προς τον σκοπό της καλλιέργειάς τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 212/2001, κατά τις οποίες απαιτείται η έκδοση υπουργικής άδειας.

42

Ο Υπουργός καταλήγει, στο σημείο 5 της εγκυκλίου, στο συμπέρασμα ότι η καλλιέργεια ΓΤΟ εξακολουθεί να απαγορεύεται μέχρι να θεσπιστούν από τις αρχές των Περιφερειών οι κανονιστικές διατάξεις που θα καθιστούν δυνατή τη συνύπαρξη των συμβατικών, των βιολογικών και των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών και μέχρι να εξευρεθούν οι κατάλληλες λύσεις μεταξύ γειτονικών Περιφερειών και ότι η μη τήρηση της απαγόρευσης αυτής συνεπάγεται την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 5, του ν.δ. 212/2001.

Η διαφορά της υπόθεσης της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

43

Η Επιτροπή, με την απόφαση 98/294/ΕΚ, της 22ας Απριλίου 1998, για τη διάθεση στην αγορά γενετικώς τροποποιημένου αραβοσίτου (Zea mays L. σειρά ΜΟΝ 810) σύμφωνα με την οδηγία 90/220 (ΕΕ L 131, σ. 32), επέτρεψε, κατόπιν αίτησης της Monsanto Europe SA (στο εξής: Monsanto Europe), τη διάθεση στην αγορά ομομεικτικών σειρών και υβριδίων από τον αραβόσιτο της σειράς MON 810, βάσει της οδηγίας 90/220.

44

Στις 11 Ιουλίου 2004 η εταιρία Monsanto Europe κοινοποίησε στην Επιτροπή, κατ’ εφαρμογή, μεταξύ άλλων, του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1829/2003, τις ποικιλίες του αραβοσίτου MON 810 ως «υφιστάμενα προϊόντα».

45

Στις 8 Σεπτεμβρίου 2004 η Επιτροπή ενέκρινε την εγγραφή 17 ποικιλιών αραβοσίτου MON 810 στον κοινό κατάλογο.

46

Η Monsanto Europe δεν προέβη πριν από τις 17 Οκτωβρίου 2006 σε κοινοποίηση προς την αρμόδια εθνική αρχή βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/18.

47

Στις 4 Μαΐου 2007 η Monsanto Europe ζήτησε, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1829/2003, την ανανέωση της άδειας για τη διάθεση των ποικιλιών αραβοσίτου MON 810 στην αγορά.

48

Η Pioneer είναι εταιρία παραγωγής και εμπορίας συμβατικών και γενετικά τροποποιημένων σπόρων, η οποία αναπτύσσει τις δραστηριότητές της παγκοσμίως.

49

Η εταιρία αυτή προτίθεται να καλλιεργήσει τις ποικιλίες του αραβοσίτου MON 810 που έχουν περιληφθεί στον κοινό κατάλογο.

50

Στις 18 Οκτωβρίου 2006 η Pioneer υπέβαλε στο Ministero delle Politiche agricole alimentari e forestali αίτηση για να της χορηγηθεί άδεια καλλιέργειας των ποικιλιών αυτών βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του ν.δ. 212/2001.

51

Με το έγγραφο υπ’ αριθ. 3734, της 12ης Μαΐου 2008, το Ministero delle politiche di sviluppo economico e rurale (Υπουργείο Οικονομικής και Αγροτικής Ανάπτυξης) ανακοίνωσε στην Pioneer ότι δεν μπορούσε να προχωρήσει στην εξέταση της αίτησής της να της χορηγηθεί άδεια έναρξης της καλλιέργειας γενετικώς τροποποιημένων υβριδίων αραβοσίτου που περιλαμβάνονταν ήδη στον κοινό κατάλογο, «έως ότου θεσπιστούν από τις Περιφέρειες οι κατάλληλοι κανόνες, που θα διασφαλίζουν τη συνύπαρξη συμβατικών, βιολογικών και γενετικώς τροποποιημένων καλλιεργειών, όπως προβλέπεται στην εγκύκλιο [269] του Mipaaf [Ministero delle Politiche agricole alimentari e forestali] της 31ης Μαρτίου 2006».

52

Η Pioneer, με την αίτηση ακύρωσης που έχει υποβάλει κατά του ανωτέρω εγγράφου, αμφισβητεί τη νομιμότητα της υποχρέωσης κατοχής εθνικής άδειας για την έναρξη της καλλιέργειας ΓΤΟ που περιλαμβάνονται στον κοινό κατάλογο.

53

Η εταιρία αυτή βάλλει εξάλλου κατά της ερμηνείας του άρθρου 26α της οδηγίας 2001/18 κατά την οποία δεν επιτρέπεται η καλλιέργεια ΓΤΟ στην Ιταλία έως ότου θεσπιστούν από τις Περιφέρειες οι κανονιστικές ρυθμίσεις για την εκτέλεση των μέτρων που θα διασφαλίζουν τη συνύπαρξη των γενετικώς τροποποιημένων, των συμβατικών και των βιολογικών καλλιεργειών.

54

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Consiglio di Stato αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Σε περίπτωση που το κράτος μέλος έχει αποφασίσει να επιβάλει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση της άδειας για καλλιέργειες ΓΤΟ, ακόμη και αν πρόκειται για ΓΤΟ που έχουν καταχωριστεί στον [κοινό κατάλογο], την ύπαρξη γενικών μέτρων που να είναι κατάλληλα να διασφαλίζουν τη συνύπαρξη με συμβατικές ή βιολογικές καλλιέργειες, έχει το άρθρο 26α της οδηγίας 2001/18 […], ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με τη [σύσταση της 23ης Ιουλίου 2003] και τη [σύσταση της 13ης Ιουλίου 2010], την έννοια ότι κατά τον χρόνο πριν από τη θέσπιση των γενικών μέτρων:

α)

η χορήγηση της άδειας είναι υποχρεωτική, εφόσον αφορά ΓΤΟ που έχουν καταχωριστεί στον […] κοινό κατάλογο, ή

β)

η εξέταση της αίτησης χορήγησης άδειας πρέπει να αναστέλλεται μέχρις ότου εκδοθούν τα γενικά μέτρα, ή

γ)

η χορήγηση της άδειας είναι υποχρεωτική, με ταυτόχρονη επιβολή των κατάλληλων όρων για την αποφυγή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της έστω και τυχαίας επαφής των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών για τις οποίες χορηγείται η άδεια με τις διπλανές συμβατικές ή βιολογικές καλλιέργειες;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

55

Για να προσδιοριστεί το περιεχόμενο του προδικαστικού ερωτήματος, πρέπει ευθύς εξαρχής να οριοθετηθεί το νομικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης.

56

Επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι για τις ποικιλίες αραβοσίτου MON 810 δεν έχει γίνει κοινοποίηση ανανέωσης της άδειάς τους πριν από τις 17 Οκτωβρίου 2006, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/18.

57

Στη συνέχεια διαπιστώνεται ότι η χρήση και η εμπορία σπόρων των ποικιλιών αραβοσίτου MON 810 επιτρέπονται για δύο λόγους.

58

Ο πρώτος είναι ότι οι επίμαχες ποικιλίες αποτελούν «υφιστάμενα προϊόντα» κατά την έννοια του άρθρου 20 του κανονισμού 1829/2003, αφού αφενός κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή ως υφιστάμενα προϊόντα, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1, στοιχείο αʹ, και 4 του εν λόγω άρθρου, στις 11 Ιουλίου 2004, δηλαδή πριν από τις 18 Οκτωβρίου 2004, και αφετέρου υποβλήθηκε γι’ αυτά αίτηση ανανέωσης της άδειας στις 4 Μαΐου 2007, δηλαδή εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των εννέα ετών, η οποία είχε αρχίσει να τρέχει στις 5 Μαΐου 1998, δηλαδή την ημέρα της δημοσίευσης της απόφασης 98/294 στην Επίσημη Εφημερίδα, και έληγε στις 5 Μαΐου 2007, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 641/2004.

59

Η χρήση και η εμπορία σπόρων των ποικιλιών αραβοσίτου MON 810 επιτρέπονται επίσης για τον λόγο ότι οι ποικιλίες αυτές έχουν περιληφθεί στον κοινό κατάλογο που διέπεται από την οδηγία 2002/53.

60

Επισημαίνεται πάντως ότι το γεγονός ότι οι ποικιλίες του αραβοσίτου MON 810 επιτρέπονται δυνάμει του άρθρου 20 του κανονισμού 1829/2003 και έχουν περιληφθεί στον κοινό κατάλογο κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2002/53 δεν σημαίνει ότι το άρθρο 26α της οδηγίας αυτής δεν έχει εφαρμογή.

61

Τέλος, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι μόνο η σύσταση της 23ης Ιουλίου 2003 είναι λυσιτελής κατά χρόνο για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

62

Κατόπιν της ανωτέρω οριοθέτησης του νομικού πλαισίου του προδικαστικού ερωτήματος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το αιτούν δικαστήριο θέτει κατ’ ουσία το ζήτημα αν η έναρξη της καλλιέργειας ΓΤΟ, όπως είναι οι ποικιλίες του αραβοσίτου MON 810, επιτρέπεται να υπόκειται σε διαδικασία χορήγησης άδειας προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία, αν η χρήση και η εμπορία των ποικιλιών αυτών επιτρέπονται δυνάμει του άρθρου 20 του κανονισμού 1829/2003 και οι ποικιλίες αυτές έχουν περιληφθεί στον κοινό κατάλογο που προβλέπεται στην οδηγία 2002/53. Το αιτούν δικαστήριο θέτει επίσης το ζήτημα αν το άρθρο 26α της οδηγίας 2001/18 επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την έναρξη της καλλιέργειας τέτοιων ΓΤΟ στο έδαφός τους μέχρι τη θέσπιση μέτρων συνύπαρξης που να αποσκοπούν στην πρόληψη της τυχαίας παρουσίας ΓΤΟ σε άλλες καλλιέργειες.

Επί της υποχρέωσης υποβολής αίτησης για εθνική άδεια

63

Κατά την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1829/2003, η ελεύθερη κυκλοφορία ασφαλών και υγιεινών τροφίμων και ζωοτροφών είναι θεμελιώδης πτυχή της εσωτερικής αγοράς. Κατά το άρθρο 19, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, η άδεια που χορηγείται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει ο κανονισμός αυτός ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση.

64

Κατά την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/53, για τους σπόρους που υπάγονται στην εν λόγω οδηγία είναι απαραίτητο να καθίσταται δυνατή η ελεύθερη εμπορία τους μέσα στην Ένωση από τη δημοσίευσή τους στον κοινό κατάλογο. Το άρθρο 16, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας επιβάλλει συνακόλουθα στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεριμνούν ώστε, από τη δημοσίευση στον κοινό κατάλογο, οι σπόροι των ποικιλιών που έχουν γίνει αποδεκτές σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας αυτής να μην υπόκεινται σε κανένα περιορισμό εμπορίας ως προς την ποικιλία.

65

Είναι συνεπώς σαφές ότι ο σκοπός τόσο του κανονισμού 1829/2003 όσο και της οδηγίας 2002/53 είναι να καθίστανται δυνατές η ελεύθερη χρήση και η ελεύθερη εμπορία σε ολόκληρη την Ένωση των ΓΤΟ για τους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό και οι οποίοι έχουν περιληφθεί στον κοινό κατάλογο κατ’ εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας.

66

Εξάλλου, αν ληφθούν υπόψη η ένατη, η τριακοστή τρίτη και η τριακοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1829/2003 και τα άρθρα 4, παράγραφοι 4 και 5, και 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2002/53, προκύπτει σαφώς ότι οι προϋποθέσεις που θέτουν οι δύο αυτές νομικές πράξεις αφενός για τη χορήγηση της άδειας και αφετέρου για την εγγραφή στον κοινό κατάλογο ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις προστασίας της υγείας και του περιβάλλοντος.

67

Όσον αφορά τα υφιστάμενα προϊόντα των οποίων η χρήση και η εμπορία επιτρέπονται δυνάμει του άρθρου 20 του κανονισμού 1829/2003, ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ουσιαστικά ότι οι απαιτήσεις αυτές πληρούνταν προσωρινά κατά την κοινοποίηση των προϊόντων αυτών, λόγω της αξιολόγησης που είχε γίνει κατά τη φάση της προγενέστερης χορήγησης άδειας κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 90/220 ή της οδηγίας 2001/18.

68

Ο εν λόγω νομοθέτης εξομοίωσε εξάλλου, αφού το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1829/2003 παραπέμπει στο άρθρο 23 και, μέσω του άρθρου αυτού, στα άρθρα 18 και 19 του ίδιου αυτού κανονισμού, τα υφιστάμενα προϊόντα με προϊόντα για τα οποία είχε χορηγηθεί αρχικά άδεια βάσει του κανονισμού 1829/2003, όσον αφορά την αξιολόγηση των κινδύνων για την υγεία και το περιβάλλον στη φάση των αιτήσεων ανανέωσης των αδειών.

69

Από τις διαπιστώσεις αυτές προκύπτει ότι, κατά το παρόν στάδιο της εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη δεν έχουν την εξουσία να επιβάλλουν ως προϋπόθεση για την έναρξη καλλιέργειας ΓΤΟ για τους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια σύμφωνα με τον κανονισμό 1829/2003 και οι οποίοι έχουν περιληφθεί στον κοινό κατάλογο κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2002/53 την κατοχή άδειας που χορηγείται κατά την εθνική νομοθεσία με βάση εκτιμήσεις προστασίας της υγείας ή του περιβάλλοντος.

70

Αντίθετα, τα κράτη μέλη μπορούν να απαγορεύουν ή να περιορίζουν την καλλιέργεια του σχετικού προϊόντος στις περιπτώσεις που προβλέπει ρητά το δίκαιο της Ένωσης.

71

Μεταξύ των εξαιρέσεων αυτών καταλέγονται αφενός τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 34 του κανονισμού 1829/2003 και τα μέτρα που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 16, παράγραφος 2, ή 18 της οδηγίας 2002/53, δηλαδή διατάξεων που δεν είναι κρίσιμες για τη διαφορά στην υπόθεση της κύριας δίκης, και αφετέρου τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 26α της οδηγίας 2001/18.

Επί της απαγόρευσης έναρξης της καλλιέργειας ΓΤΟ μέχρι τη θέσπιση μέτρων συνύπαρξης

72

Ευθύς εξαρχής επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως τονίζουν η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, το άρθρο 26α της οδηγίας 2001/18 προβλέπει την ευχέρεια απλώς των κρατών μελών να θεσπίζουν μέτρα συνύπαρξης.

73

Κατά συνέπεια, αν υποτεθεί ότι ένα κράτος μέλος απόσχει από οποιαδήποτε ενέργεια στον σχετικό τομέα, η απαγόρευση έναρξης της καλλιέργειας ΓΤΟ θα μπορούσε να παραταθεί επ’ αόριστο και να αποτελεί μέσο καταστρατήγησης των διαδικασιών που προβλέπονται στα άρθρα 34 του κανονισμού 1829/2003 και 16, παράγραφος 2, και 18 της οδηγίας 2002/53.

74

Η ερμηνεία του άρθρου 26α της οδηγίας 2001/18 που θα επέτρεπε στα κράτη μέλη να επιβάλλουν τέτοια απαγόρευση θα ήταν επομένως αντίθετη με το σύστημα που καθιέρωσαν ο κανονισμός 1829/2003 και η οδηγία 2002/53 και το οποίο αποσκοπεί στην άμεση διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προϊόντων για τα οποία έχει χορηγηθεί άδεια σε κοινοτικό επίπεδο και τα οποία έχουν εγγραφεί στον κοινό κατάλογο, αφού οι απαιτήσεις προστασίας της υγείας και του περιβάλλοντος έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά τη διάρκεια των διαδικασιών χορήγησης της άδειας και εγγραφής στον κοινό κατάλογο.

75

Σε τελική ανάλυση, η επιβολή περιορισμών ή ακόμη και γεωγραφικά περιορισμένων απαγορεύσεων μπορεί να στηριχτεί στο άρθρο 26α της οδηγίας 2001/18 μόνο αν είναι αποτέλεσμα μέτρων συνύπαρξης που να έχουν θεσπιστεί πράγματι σύμφωνα με τους σκοπούς της οδηγίας αυτής. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν μέτρα που, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο, επιβάλλουν γενική απαγόρευση, μέχρι να θεσπιστούν μέτρα συνύπαρξης, της έναρξης της καλλιέργειας ΓΤΟ για τους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης και οι οποίοι έχουν περιληφθεί στον κοινό κατάλογο.

76

Κατόπιν όλων των ανωτέρω παρατηρήσεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η εξής απάντηση:

Η έναρξη της καλλιέργειας ΓΤΟ, όπως είναι οι ποικιλίες του αραβοσίτου MON 810, δεν επιτρέπεται να υπόκειται σε διαδικασία χορήγησης άδειας προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία, αν η χρήση και η εμπορία των ποικιλιών αυτών επιτρέπονται δυνάμει του άρθρου 20 του κανονισμού 1829/2003 και οι ποικιλίες αυτές έχουν περιληφθεί στον κοινό κατάλογο που προβλέπεται στην οδηγία 2002/53.

Το άρθρο 26α της οδηγίας 2001/18 δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν γενική απαγόρευση της έναρξης καλλιέργειας τέτοιων ΓΤΟ στο έδαφός τους μέχρι τη θέσπιση μέτρων συνύπαρξης που να αποσκοπούν στην πρόληψη της τυχαίας παρουσίας ΓΤΟ σε άλλες καλλιέργειες.

Επί των δικαστικών εξόδων

77

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Η έναρξη της καλλιέργειας γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, όπως είναι οι ποικιλίες του αραβοσίτου MON 810, δεν επιτρέπεται να υπόκειται σε διαδικασία χορήγησης άδειας προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία, αν η χρήση και η εμπορία των ποικιλιών αυτών επιτρέπονται δυνάμει του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) 1829/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και ζωοτροφές, και οι ποικιλίες αυτές έχουν περιληφθεί στον κοινό κατάλογο ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτικών ειδών που προβλέπεται στην οδηγία 2002/53/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, περί του κοινού καταλόγου ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτικών ειδών, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 1829/2003.

 

Το άρθρο 26α της οδηγίας 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και την κατάργηση της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2008, δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν γενική απαγόρευση της έναρξης καλλιέργειας τέτοιων γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο έδαφός τους μέχρι τη θέσπιση μέτρων συνύπαρξης που να αποσκοπούν στην πρόληψη της τυχαίας παρουσίας γενετικά τροποποιημένων οργανισμών σε άλλες καλλιέργειες.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top