Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011CC0135

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón της 1ης Μαρτίου 2012.
    IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds gGmbH κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως — Πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα των οργάνων — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Άρθρο 4, παράγραφος 5 — Περιεχόμενο — Έγγραφα προερχόμενα από κράτος μέλος — Εναντίωση του εν λόγω κράτους μέλους στη δημοσιοποίηση των οικείων εγγράφων — Έκταση του εκ μέρους του οργάνου και του δικαστή της Ένωσης ελέγχου των αντιρρήσεων που προβάλλει το κράτος μέλος — Προσκόμιση του επίδικου εγγράφου ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.
    Υπόθεση C‑135/11 P.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2012:118

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

    PEDRO CRUZ VILLALÓN

    της 1ης Μαρτίου 2012 ( 1 )

    Υπόθεση C-135/11 P

    IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds gGmbH

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    «Αίτηση αναιρέσεως — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των οργάνων — Έγγραφα προερχόμενα από κράτος μέλος — Εναντίωση του εν λόγω κράτους μέλους στη δημοσιοποίηση των εγγράφων αυτών — Έκταση του εκ μέρους των οργάνων ελέγχου της εναντιώσεως του κράτους μέλους — Έκταση του δικαστικού ελέγχου και πρόσβαση του Γενικού Δικαστηρίου στα επίμαχα έγγραφα»

    1. 

    Με τον πρώτο από τους δύο λόγους στους οποίους στηρίζεται η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιανουαρίου 2011, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής ( 2 ), ζητείται από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τη νομολογία η οποία έχει ως αφετηρία την απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής, όσον αφορά την πρόσβαση στα προερχόμενα από κράτος μέλος έγγραφα ( 3 ). Σχηματικώς μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτή η αίτηση αναιρέσεως αποτελεί περίπτωση εφαρμογής της αποφάσεως Σουηδία κατά Επιτροπής και παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασχοληθεί με το ευαίσθητο ζήτημα της ερμηνείας του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού (EΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής ( 4 ).

    2. 

    Ο δεύτερος από τους λόγους αναιρέσεως παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί επί δύο γενικών ζητημάτων: αφενός, επί της εκτάσεως του δικαστικού ελέγχου των πράξεων της Ένωσης των οποίων το ουσιαστικό περιεχόμενο καθορίσθηκε μέχρι ενός βαθμού βάσει εγγράφων συνεκτιμηθέντων κατά τη διαδικασία θεσπίσεως των εν λόγω πράξεων και, αφετέρου, επί του βαθμού αμεσότητας που χαρακτηρίζει τον δικαστικό έλεγχο εγγράφου του οποίου η δημοσιοποίηση αποτελεί αντικείμενο αμφισβητήσεων.

    I – Νομικό πλαίσιο

    3.

    Το άρθρο 2 του κανονισμού 1049/2001 ορίζει τα εξής:

    «1.   Κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών οργάνων, υπό την επιφύλαξη των αρχών, όρων και περιορισμών που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

    […]

    3.   Ο παρών κανονισμός έχει εφαρμογή σε όλα τα έγγραφα εις χείρας θεσμικού οργάνου, δηλαδή σε όσα συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    […]»

    4.

    Το άρθρο 3 του κανονισμού 1049/2001 περιλαμβάνει τους εξής ορισμούς:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

    α)

    “έγγραφο”: οποιοδήποτε περιεχόμενο, ανεξάρτητα από το χρησιμοποιηθέν υπόθεμα (γραμμένο σε χαρτί ή αποθηκευμένο υπό ηλεκτρονική μορφή ή με ηχητική, οπτική ή οπτικοακουστική εγγραφή), που αφορά τις πολιτικές, τις δράσεις και τις αποφάσεις αρμοδιότητας του θεσμικού οργάνου,

    β)

    “τρίτος”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οντότητα εκτός του αρμόδιου θεσμικού οργάνου, περιλαμβανομένων των κρατών μελών, άλλων κοινοτικών ή εξωκοινοτικών θεσμών και φορέων και των τρίτων κρατών.»

    5.

    Βάσει του άρθρου 4 του ίδιου κανονισμού 1049/2001, στο πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως αυτής εμπίπτουν οι ακόλουθες εξαιρέσεις:

    «1.   Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σ’ ένα έγγραφο, η δημοσιοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

    α)

    του δημόσιου συμφέροντος, όσον αφορά:

    της δημόσιας ασφάλειας·

    την άμυνα και τις στρατιωτικές υποθέσεις·

    τις διεθνείς σχέσεις·

    τη δημοσιονομική, νομισματική ή οικονομική πολιτική της Κοινότητας ή ενός κράτους μέλους·

    […]

    3.   […]

    Ένα θεσμικό όργανο αρνείται την πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν απόψεις για εσωτερική χρήση, ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός του σχετικού θεσμικού οργάνου, ακόμη και αφού έχει ληφθεί η απόφαση, εάν η δημοσιοποίηση του εγγράφου θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψεως αποφάσεων, εκτός εάν για τη δημοσιοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

    4.   Στην περίπτωση εγγράφων τρίτων, το θεσμικό όργανο διαβουλεύεται με τον τρίτο προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον μπορεί να εφαρμοσθεί η εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή 2, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο θα δημοσιοποιηθεί ή όχι.

    5.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να μην δημοσιοποιήσει ένα έγγραφο προερχόμενο από αυτό χωρίς προηγούμενη συμφωνία του.

    6.   Εάν μόνον μέρη του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από οιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα.

    7.   Οι εξαιρέσεις που περιέχονται στις παραγράφους 1 έως 3 εφαρμόζονται μόνον ενόσω η προστασία δικαιολογείται ως εκ του περιεχομένου του εγγράφου. Οι εξαιρέσεις μπορούν να εφαρμοστούν για μέγιστη περίοδο 30 ετών. Στην περίπτωση εγγράφων που καλύπτονται από τις εξαιρέσεις οι οποίες σχετίζονται με το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής ή τα εμπορικά συμφέροντα, και στην περίπτωση ευαίσθητων εγγράφων, οι εξαιρέσεις μπορούν εν ανάγκη να εξακολουθήσουν και μετά την περίοδο αυτή.»

    II – Ιστορικό της διαφοράς

    Α – Πρώτη αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα κράτους μέλους περιλαμβανόμενα σε φάκελο της Επιτροπής

    6.

    Η IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds gGmbH (στο εξής: IFAW) είναι μη κυβερνητική οργάνωση η δράση της οποίας αποσκοπεί στη διασφάλιση καλών συνθηκών διαβιώσεως για τα ζώα και στην προστασία της φύσης.

    7.

    Κατόπιν αιτήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ ( 5 ), η Επιτροπή εξέδωσε στις 19 Απριλίου 2000 θετική γνωμοδότηση για την υλοποίηση βιομηχανικού σχεδίου στην τοποθεσία Mühlenberger Loch, ζώνη προστατευόμενη βάσει της οδηγίας. Το σχέδιο αυτό συνίστατο στην επέκταση του εργοστασίου της εταιρίας D. για την τελική κατασκευή του Airbus A3XX.

    8.

    Με έγγραφο που απηύθυνε στις 20 Δεκεμβρίου 2001 στην Επιτροπή, η αναιρεσείουσα ζήτησε πρόσβαση σε διάφορα έγγραφα που περιήλθαν στην κατοχή του εν λόγω οργάνου στο πλαίσιο της εξετάσεως του προαναφερθέντος βιομηχανικού σχεδίου και συγκεκριμένα σε επιστολές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Δήμου του Αμβούργου και του Γερμανού Καγκελαρίου.

    9.

    Η Επιτροπή, κρίνοντας ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 της απαγόρευε τη δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων, αρνήθηκε στην αναιρεσείουσα, με απόφαση της 26ης Μαρτίου 2002, την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα.

    10.

    Η προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η IFAW κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε από το τότε Πρωτοδικείο με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2004 ( 6 ).

    11.

    Το Βασίλειο της Σουηδίας, παρεμβαίνον στη διαδικασία εκδικάσεως της προσφυγής ακυρώσεως, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου αναίρεση κατά της αποφάσεως του νυν Γενικού Δικαστηρίου.

    12.

    Με την προαναφερθείσα απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Πρωτοδικείου και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής της 26ης Μαρτίου 2002. Κατά το Δικαστήριο, «εφόσον κράτος μέλος έκανε χρήση της ευχέρειας που του αναγνωρίζει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 να ζητήσει συγκεκριμένο έγγραφο, προερχόμενο από το ίδιο, να μη δημοσιοποιηθεί χωρίς την προηγούμενη συμφωνία του, η τυχόν δημοσιοποίηση του εγγράφου από το θεσμικό όργανο απαιτεί […] την εκ των προτέρων συγκατάθεση του οικείου κράτους μέλους» (σκέψη 50). Το Δικαστήριο έκρινε, περαιτέρω, ότι «τυχόν ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 υπό την έννοια ότι αναγνωρίζεται στο κράτος μέλος γενικό και ανεπιφύλακτο δικαίωμα αρνησικυρίας συνιστάμενο στην εναντίωσή του, κατά τρόπο όλως αυτόβουλο και χωρίς αιτιολόγηση της σχετικής αποφάσεως, για τη δημοσιοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου ευρισκόμενου στην κατοχή κοινοτικού θεσμικού οργάνου αποκλειστικά και μόνο λόγω του γεγονότος ότι το έγγραφο αυτό προέρχεται από το οικείο κράτος μέλος, δεν συμβιβάζεται προς τους [σκοπούς] του κανονισμού 1049/2001» (σκέψη 58). Ως εκ τούτου, η εναντίωση του κράτους μέλους πρέπει να στηρίζεται σε μία από τις ουσιαστικές εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001, οπότε «εναπόκειται στην αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή να ελέγξει, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου στον οποίο αντιτάχθηκε άρνηση προσβάσεως εκ μέρους του θεσμικού οργάνου στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, αν η σχετική άρνηση είχε εγκύρως ως θεμέλιο τις ανωτέρω εξαιρέσεις, και τούτο ανεξάρτητα από το αν η σχετική άρνηση προέρχεται από την αξιολόγησή τους εκ μέρους του ιδίου του θεσμικού οργάνου ή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους», χωρίς «η παρέμβαση του κράτους μέλους [να] επηρεάζει, έναντι του ενδιαφερομένου, τον κοινοτικό χαρακτήρα της αποφάσεως την οποία του απευθύνει μεταγενέστερα το θεσμικό όργανο σε απάντηση της αιτήσεως προσβάσεως της οποίας αυτό επελήφθη όσον αφορά έγγραφο ευρισκόμενο στην κατοχή του» (σκέψη 94).

    Β – Νέα αίτηση προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα

    13.

    Μετά την έκδοση της αποφάσεως Σουηδία κατά Επιτροπής, η IFAW υπέβαλε εκ νέου αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα των γερμανικών αρχών που περιήλθαν στην κατοχή της Επιτροπής στο πλαίσιο της εξετάσεως του σχεδίου Mühlenberger Loch.

    14.

    Κατόπιν ανταλλαγής σειράς επιστολών, η Επιτροπή δημοσιοποίησε, με απόφαση της 19ης Ιουνίου 2008, όλα τα έγγραφα στα οποία ζήτησε πρόσβαση η αναιρεσείουσα, πλην ενός εγγράφου της 15ης Μαρτίου 2000 που απηύθυνε ο Γερμανός Καγκελάριος στον Πρόεδρο της Επιτροπής (στο εξής: έγγραφο του Γερμανού Καγκελαρίου), με τη δημοσιοποίηση του οποίου δεν συμφωνούσαν οι γερμανικές αρχές ( 7 ).

    15.

    Με την απόφαση της 19ης Ιουνίου 2008, οι γερμανικές αρχές είχαν δηλώσει ότι η δημοσιοποίηση του εγγράφου του Γερμανού Καγκελαρίου θα έθιγε την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις και την οικονομική πολιτική της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη και τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

    16.

    Εξάλλου, οι γερμανικές αρχές είχαν επισημάνει ότι η δημοσιοποίηση του εγγράφου του Γερμανού Καγκελαρίου θα προσέκρουε στον σκοπό περί διασφαλίσεως της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

    17.

    Η IFAW άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της 19ης Ιουνίου 2008, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Η εν λόγω προσφυγή στηριζόταν σε παράβαση του άρθρου 4, παράγραφοι 1, στοιχείο αʹ, τρίτη και τέταρτη περίπτωση, και 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

    Γ – Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου

    18.

    Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το περιεχόμενο των αντιρρήσεων που προέβαλαν οι γερμανικές αρχές δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, τονίζοντας ότι η διάταξη αυτή θέτει ως αναγκαία προϋπόθεση για τη δημοσιοποίηση του επίμαχου εγγράφου την προηγούμενη συγκατάθεση του κράτους μέλους, μολονότι, σύμφωνα με τη νομολογία που έχει ως αφετηρία την απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 δεν παρέχει στο οικείο κράτος μέλος γενικό και ανεπιφύλακτο δικαίωμα αρνησικυρίας συνιστάμενο στην εναντίωσή του, κατά τρόπο όλως αυτόβουλο και χωρίς αιτιολόγηση της σχετικής αποφάσεως, στη δημοσιοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου ευρισκόμενου στην κατοχή οργάνου αποκλειστικώς και μόνο λόγω του γεγονότος ότι το έγγραφο αυτό προέρχεται από το οικείο κράτος μέλος.

    19.

    Εφαρμόζοντας στην προκειμένη περίπτωση τη νομολογία αυτή (υπενθυμίζεται ότι βάσει της εν λόγω νομολογίας ο αιτών τις πληροφορίες απευθύνεται σε όργανο της Ένωσης και ως εκ τούτου ζητεί την έκδοση κοινοτικής πράξεως), το Γενικό Δικαστήριο επεκτάθηκε στο περιεχόμενο της αιτιολογίας που πρέπει να παρέχει το κράτος και στο εύρος των εξουσιών ελέγχου της αιτιολογίας αυτής από την Ένωση, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης δεν περιορίζεται σε έλεγχο εκ πρώτης όψεως και ότι τίποτα δεν τον εμποδίζει να πραγματοποιήσει πλήρη έλεγχο επί της απορριπτικής αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία πρέπει, μεταξύ άλλων, να τηρεί την υποχρέωση αιτιολογήσεως και να στηρίζεται σε ουσιαστική εκτίμηση, εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους, της δυνατότητας εφαρμογής των εξαιρέσεων του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001.

    20.

    Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε ακολούθως τον λόγο αρνήσεως προσβάσεως ο οποίος στηρίζεται στη σχετική με την προστασία του δημοσίου συμφέροντος εξαίρεση στο πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής κράτους μέλους, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τέταρτη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού, κρίνοντας ότι, εν προκειμένω, έπρεπε να αναγνωρισθεί, επί του σημείου αυτού, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως και ότι ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης έπρεπε να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογήσεως, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών και της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας.

    21.

    Όσον αφορά τη σχετική με την προστασία του δημοσίου συμφέροντος εξαίρεση στο πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής κράτους μέλους, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, καίτοι λακωνική, η αιτιολογία που προέβαλαν οι γερμανικές αρχές αρκούσε για την εκ μέρους της IFAW εκτίμηση των λόγων αρνήσεως προσβάσεως στο επίμαχο έγγραφο και για την εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης άσκηση του ελέγχου νομιμότητας με τον οποίο είναι επιφορτισμένος.

    22.

    Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εξέταση της αιτήσεως προσβάσεως στα οικεία έγγραφα πραγματοποιήθηκε για κάθε έγγραφο που αφορούσε η εν λόγω αίτηση. Όπως τονίζει, ειδικότερα, ο χρόνος που παρήλθε δεν ασκεί επιρροή στους λόγους εμπιστευτικότητας που προέβαλαν οι γερμανικές αρχές.

    III – Η αίτηση αναιρέσεως: η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

    23.

    Στις 18 Μαρτίου 2011 η IFAW άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Η αίτησή της αναιρέσεως περιλαμβάνει δύο λόγους αναιρέσεως:

    α)

    πλάνη περί το δίκαιο, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ότι η Επιτροπή έπρεπε να είχε εξετάσει εξαντλητικώς την αρνητική απάντηση της Γερμανίας στην αίτηση προσβάσεως στο επίμαχο έγγραφο, προκειμένου να εξακριβώσει αν οι προβληθέντες λόγοι αρνήσεως εμπίπτουν τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού1049/2001, και

    β)

    πλάνη περί το δίκαιο ως προς τη φύση και το περιεχόμενο του ελέγχου που το Γενικό Δικαστήριο αυτό καθαυτό πρέπει να πραγματοποιήσει επί της αρνητικής απαντήσεως του κράτους μέλους. Αυτός ο λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη τα οποία αφορούν: 1) την ακαταλληλότητα ενός περιορισμένου ελέγχου ο οποίος καλύπτει μόνον τους κανόνες διαδικασίας, την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, την ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών και την απουσία πρόδηλης πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας και 2) την ανάγκη άμεσης προσβάσεως του Γενικού Δικαστηρίου στο επίδικο έγγραφο.

    24.

    Η IFAW υποστηρίζει, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε προσηκόντως υπόψη το συμπέρασμα που συνήγαγε το Δικαστήριο με τη σκέψη 76 της αποφάσεως Σουηδία κατά Επιτροπής, ότι δηλαδή το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 περιορίζεται στην αναγνώριση στο κράτος μέλος «εξουσία[ς] συμμετοχής στην κοινοτική απόφαση», τονίζοντας ότι η απόφαση συνιστά εν τέλει απόφαση της Ένωσης. Για την IFAW, η απόφαση αυτή πρέπει να ληφθεί, βάσει της νομολογίας Σουηδία κατά Επιτροπής, βάσει του ακόλουθου σχήματος: α) διενέργεια ειλικρινούς διαλόγου μεταξύ του οργάνου και του οικείου κράτους μέλους, β) συμφωνία με το οικείο κράτος μέλος ή εναντίωση βασιζόμενη στις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001, γ) περάτωση του ειλικρινούς διαλόγου, δ) επαλήθευση από το όργανο των προβληθέντων ισχυρισμών στους οποίους παραπέμπει η τελική απόφαση και ε) έκδοση της τελικής αποφάσεως. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, όπως υποστηρίζει περαιτέρω η IFAW, το Δικαστήριο απαιτεί από το όργανο να εξετάσει εξαντλητικώς και πλήρως τις βάσιμες αντιρρήσεις του κράτους μέλους. Η εξέταση αυτή περιλαμβάνει τρία στάδια: α) εξακρίβωση της καλύψεως των αντιρρήσεων από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, β) εξακρίβωση της εκ μέρους του κράτους μέλους αιτιολογήσεως της απόψεώς του και γ) εκτίμηση της δυνατότητας εφαρμογής των εξαιρέσεων και τω προβληθέντων λόγων στο οικείο έγγραφο.

    25.

    Το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε το τρίτο και το τέταρτο στάδιο και κατέληξε, αντιθέτως προς την εκτίμηση του Δικαστηρίου, στο συμπέρασμα ότι «δεν είναι αναγκαίο να επιλυθεί το ζήτημα αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη […] να ελέγξει εκ πρώτης όψεως ή πλήρως τους λόγους της εναντίωσης που είχε προβάλει το κράτος μέλος» (σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την IFAW, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα την απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου, εισάγοντας εμμέσως με τον τρόπο αυτό το δικαίωμα αρνησικυρίας του κράτους μέλους στο οποίο απόκειται εν τέλει να αποφασίσει τη μη δημοσιοποίηση του επίμαχου εγγράφου.

    26.

    Κατά την άποψη της IFAW, ελλείψει πλήρους ελέγχου, ελλοχεύει ο κίνδυνος να μην επιτρέψει το όργανο την πρόσβαση του κοινού σε έγγραφα ενδεχομένως μη καλυπτόμενα από τις εξαιρέσεις που επικαλείται το κράτος μέλος. Κατά την αναιρεσείουσα, η περίπτωση αυτή συντρέχει στην προσβαλλόμενη απόφαση, στην οποία η στηριζόμενη στις «διεθνείς σχέσεις» εξαίρεση που επικαλέστηκε το κράτος μέλος και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν συντρέχει, καθόσον κανένα τρίτο κράτος δεν ενεπλάκη στις διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο των οποίων εκδόθηκε το επίμαχο έγγραφο.

    27.

    Επικουρικώς, η IFAW υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να πραγματοποιήσει πλήρη και νομότυπο έλεγχο. Κατά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το ουσιαστικό ζήτημα που τίθεται δεν αφορά «το είδος του ελέγχου που είχε την εξουσία να διενεργήσει η Επιτροπή», αλλά το «είδος ελέγχου […] τον οποίο έχει την εξουσία να διενεργήσει ο δικαστής της Ένωσης σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής να μην επιτρέψει την πρόσβαση στο οικείο έγγραφο» (σκέψη 86). Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, όπως επισημαίνει η IFAW, ότι, αν η Επιτροπή δεν διενεργήσει πλήρη έλεγχο της εναντιώσεως του κράτους μέλους, νομιμοποιείται να τον διενεργήσει το ίδιο το κράτος αυτό. Αν γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να πραγματοποιήσει τον πλήρη αυτό έλεγχο (στοιχείο που αρνείται η IFAW), το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να εκτελέσει τα τρία στάδια που αναφέρθηκαν στο σημείο 24. Τούτο συνεπάγεται κατ’ ανάγκη υποχρέωση του Γενικού Δικαστηρίου να δώσει εντολή να περιληφθεί το εν λόγω έγγραφο στον φάκελο της υποθέσεως, προκειμένου να εξακριβωθεί από το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο η συνδρομή και, ως εκ τούτου, η δυνατότητα εφαρμογής των εξαιρέσεων που προέβαλε το όργανο και που αρχικώς επικαλέστηκε το κράτος μέλος.

    28.

    Κατά την IFAW, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο είναι το μοναδικό όργανο που καλείται να πραγματοποιήσει πλήρη έλεγχο, οφείλει μεν να εξασφαλίσει τη νομιμότητα και την αυθεντικότητα της αποφάσεως της Επιτροπής, δεν μπορεί δε να εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή χωρίς να έχει λάβει γνώση ή χωρίς να αναλύσει το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου.

    29.

    Η IFAW υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε απλώς ότι δεν ήταν αναγκαία η εκ μέρους του εντολή να περιληφθεί το εν λόγω έγγραφο στον φάκελο της υποθέσεως, αλλά επιπλέον υπέπεσε σε αντιφάσεις. Συγκεκριμένα, αφού έκρινε ότι είναι το μοναδικό αρμόδιο όργανο για την πραγματοποίηση πλήρους ελέγχου, υπαναχώρησε δηλώνοντας ότι, σε περίπτωση αρνήσεως κράτους μέλους να παράσχει πρόσβαση σε έγγραφο, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που το κράτος αυτός διαθέτει, περιορίζοντας το εύρος του ελέγχου του στην εξακρίβωση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθώς και στην επαλήθευση των πραγματικών περιστατικών και της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας. Εν κατακλείδι, αυτή η πρακτική συνεπάγεται αναγνώριση στο κράτος μέλος δικαιώματος αρνησικυρίας.

    30.

    Η αναιρεσείουσα ζητεί, συνεπώς, την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, καθώς και την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα.

    31.

    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή επισημαίνει καταρχάς ότι δεν εναντιώνεται στην ανάλυση που πραγματοποίησε η IFAW στο πλαίσιο της αποφάσεως Σουηδία κατά Επιτροπής όσον αφορά τις υποχρεώσεις ελέγχου που υπέχει η Επιτροπή, αλλά, ως προς τα τρία στάδια της διαδικασίας ελέγχου, η Επιτροπή εμμένει στην άποψη που είχε διατυπώσει ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι δηλαδή α) συμβουλεύθηκε τις εθνικές αρχές, οι οποίες β) εναντιώθηκαν επικαλούμενες ορισμένες εξαιρέσεις του κανονισμού 1049/2001 και ότι γ) η Επιτροπή, αφού εξέτασε την εκ πρώτης όψεως ορθότητα των προβληθεισών εξαιρέσεων και της σχετικής αιτιολογίας, εξέδωσε αιτιολογημένη απόφαση.

    32.

    Όσον αφορά την αιτίαση ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε το τρίτο στάδιο της διαδικασίας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη και καταδεικνύει ότι η αναιρεσείουσα δεν αντελήφθη ορθώς την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου. Για την Επιτροπή, η εκτίμηση αυτή συνάδει με την απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής.

    33.

    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, με τη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «[ε]φόσον η Επιτροπή δεν αντιτίθεται στη δημοσιοποίηση του οικείου εγγράφου και παραθέτει στην απόφασή της τους λόγους που έχει επικαλεστεί το κράτος μέλος, το αντικείμενο της εξέτασης στην οποία θα προβεί ο δικαστής της Ένωσης αποτελούν οι λόγοι τους οποίους έχει προβάλει το κράτος μέλος και οι οποίοι περιλαμβάνονται στην εν λόγω απόφαση». Για τον λόγο αυτό, η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι «δεν είναι αναγκαίο να επιλυθεί το ζήτημα αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη […] να ελέγξει εκ πρώτης όψεως ή πλήρως τους λόγους της εναντίωσης που είχε προβάλει το κράτος μέλος» (σκέψη 84) ή ότι πρόκειται για το «κρίσιμο» ζήτημα δεν σημαίνει στην πραγματικότητα ότι το Γενικό Δικαστήριο αναγνωρίζει δικαίωμα αρνησικυρίας, αλλά ότι η απόφαση του οργάνου πρέπει να στηρίζεται στις εξαιρέσεις του κανονισμού 1049/2001, ανεξαρτήτως του αν οι εξαιρέσεις αυτές στηρίζονται σε εκτίμηση πραγματοποιηθείσα από το όργανο αυτό καθαυτό ή από το οικείο κράτος μέλος. Όταν το όργανο εξετάζει («εξακριβώνει») αν οι εξαιρέσεις και οι προβληθέντες από το κράτος μέλος δικαιολογητικοί λόγοι είναι εκ πρώτης όψεως ορθοί, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της προκειμένης περιπτώσεως, και περιλαμβάνει τους λόγους αυτούς στην τελική απόφαση περί αρνήσεως προσβάσεως, τότε οι λόγοι αυτοί αποτελούν ισχυρισμούς του οικείου οργάνου και μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, ανεξαρτήτως της προελεύσεώς τους. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο διατύπωσε μια κλασική άποψη κρίνοντας ότι το όργανο οφείλει να διευκρινίσει, στο πλαίσιο της αποφάσεώς του, τους λόγους αρνήσεως και ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να τους εξετάσει. Η απόφαση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου συνάδει με τις αρχές που έθεσε η απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής.

    34.

    Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι βασίζεται σε παρεξήγηση. Κατά την άποψή της, η αναιρεσείουσα συγχέει την έννοια του «ελέγχου» με την έννοια της «δημοσιοποιήσεως». Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνει ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να προβεί σε πλήρη έλεγχο χωρίς να εξετάσει τα οικεία έγγραφα. Ανεξαρτήτως του φόρτου εργασίας που η εν λόγω πρακτική συνεπάγεται για τον δικαστή της Ένωσης και του γεγονότος ότι η διαπίστωση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη τη διακριτική ευχέρεια που προσιδιάζει στην εξουσία λήψεως αποφάσεων μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της προσκομίσεως εγγράφων, η Επιτροπή εκτιμά ότι η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται παραποίηση της φύσεως της ακυρωτικής πράξεως και του ελέγχου που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης από πλευράς των διατάξεων του άρθρου 263 της Συνθήκης. Ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως επιβάλλει κατ’ ουσίαν στον δικαστή της Ένωσης την υποχρέωση να υπεισέρχεται συστηματικώς στη θέση του οργάνου που έχει εξουσία για τη λήψη της σχετικής αποφάσεως.

    35.

    Λαμβανομένης υπόψη της φύσεως του ελέγχου εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή κρίνει ότι η αναιρεσείουσα παρανόησε την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ότι υποχρεούται να διενεργήσει περιορισμένο μόνον έλεγχο, εξασφαλίζοντας το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 87 και 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επ’ ουδενί εκτιμά ότι δεν δικαιούται να διενεργήσει πλήρη έλεγχο.

    36.

    Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εξαίρεση στην οποία στηρίζεται η απόφαση περί αρνήσεως προσβάσεως, η οποία εξετάστηκε από το Γενικό Δικαστήριο, είναι η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001, ήτοι η σχετική με: «τη δημοσιονομική, νομισματική ή οικονομική πολιτική της Κοινότητας ή ενός κράτους μέλους». Το Δικαστήριο έκρινε, στο πλαίσιο της υποθέσεως Sisón κατά Συμβουλίου ( 8 ) που αφορούσε την άρνηση του Συμβουλίου να γνωστοποιήσει το περιεχόμενο εγγράφου βάσει εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, «ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει αν η δημοσιοποίηση εγγράφων σχετικών με τομείς καλυπτόμενους από τις εξαιρέσεις αυτές ενδέχεται να θίξει το δημόσιο συμφέρον» (σκέψη 34), διαπιστώνοντας ακολούθως ότι ο εκ μέρους του σχετικός έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στην τήρηση των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογήσεως, στην επαλήθευση των πραγματικών περιστατικών και στην απουσία πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας. Ακριβώς στη διαπίστωση αυτή αναφέρεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με τις σκέψεις 104 και 105. Συνεπώς, ακριβώς λόγω της φύσεως της προβληθείσας εξαιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε το ευρύ περιθώριο χειρισμών που αναγνωρίζεται στο κράτος μέλος. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή εκτιμά ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι επίσης απορριπτέος.

    37.

    Για τους ανωτέρω λόγους, η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα.

    IV – Ανάλυση

    38.

    Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως θέτει κατ’ ουσίαν ένα ζήτημα ελέγχου της διοικητικής δραστηριότητας από δύο διαφορετικές προοπτικές. Η πρώτη (πρώτος λόγος αναιρέσεως) αφορά τον «έλεγχο» που τα όργανα της Ένωσης μπορούν ή πρέπει να πραγματοποιούν επί αποφάσεων των κρατών μελών σχετικών με την πρόσβαση στα έγγραφά τους που βρίσκονται στην κατοχή οργάνων της Ένωσης. Η δεύτερη (δεύτερος λόγος αναιρέσεως) αφορά τον δικαστικό έλεγχο που ο δικαστής της Ένωσης μπορεί ή πρέπει να ασκήσει επί της τελικής αποφάσεως που δίδεται στο υποβαλλόμενο στα όργανα της Ένωσης αίτημα προσβάσεως στα οικεία έγγραφα.

    Α – Πρώτος λόγος αναιρέσεως: φύση και περιεχόμενο του ελέγχου της Επιτροπής επί της εναντιώσεως του οικείου κράτους μέλος στη δημοσιοποίηση του οικείου εγγράφου

    39.

    Όπως επισημάνθηκε με το σημείο 23, στοιχείο αʹ, η IFAW προβάλλει ως πρώτο λόγο αναιρέσεως πλάνη περί το δίκαιο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, λόγω του ότι δεν έκρινε ότι η Επιτροπή έπρεπε να είχε πραγματοποιήσει εξαντλητικό έλεγχο επί της αποφάσεως της Γερμανίας να αρνηθεί την πρόσβαση στο οικείο έγγραφο, προκειμένου να εξακριβώσει αν οι λόγοι αρνήσεως καλύπτονταν από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001.

    40.

    Πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο του κανονισμού 1049/2001, στο μέτρο που πρόκειται για έγγραφα των οργάνων της Ένωσης, τα όργανα αυτά είναι τα μόνα αρμόδια να εξακριβώσουν τη συνδρομή, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, των εξαιρέσεων του άρθρου 4 του κανονισμού. Αντιθέτως, όσον αφορά τα «έγγραφα τρίτων», το άρθρο 4, παράγραφος 4, αναγνωρίζει στους δικαιούχους δικαίωμα διαβουλεύσεως «προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον μπορεί να εφαρμοσθεί η εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή 2 [του άρθρου 4]».

    41.

    Τέλος, αν ο εν λόγω τρίτος είναι κράτος μέλος, το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού του αναγνωρίζει τη δυνατότητα «να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να μην δημοσιοποιήσει […] χωρίς προηγούμενη συμφωνία του» το έγγραφο που το όργανο έχει στην κατοχή του. Η ερμηνεία αυτής ακριβώς της ειδικής διατάξεως αποτελεί εκ νέου το αντικείμενο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

    42.

    Το Δικαστήριο ασχολήθηκε με μεγάλο μέρος των ακανθωδών ζητημάτων που εγείρει η παράγραφος αυτή στο πλαίσιο της αποφάσεως Σουηδία κατά Επιτροπής της 18ης Δεκεμβρίου 2007, στην οποία στηρίχθηκε άμεσα η αναιρεσιβαλλόμενη εν προκειμένω απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Είναι αδύνατο να προβλεφθεί αν, στην περίπτωση που το Δικαστήριο εξέταζε όλα τα σχετικά ζητήματα, θα τα είχε επιλύσει κατά τον ίδιο τρόπο, δεδομένων των σοβαρών ερμηνευτικών δυσκολιών που παρουσιάζει η επίμαχη διάταξη ( 9 ).

    43.

    Το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 παρέχει στο κράτος μέλος τη δυνατότητα να ζητήσει να μη γνωστοποιηθεί ένα έγγραφό του χωρίς τη συγκατάθεσή του. Εκ πρώτης όψεως, ο κανόνας αυτός έχει νόημα μόνο στο μέτρο που αφορά δύο δυνητικές συμπεριφορές οι οποίες, κατά τα λοιπά, αλληλοαποκλείονται: A) όταν πρόκειται για απλό αίτημα το οποίο μπορεί ή όχι να εκπληρωθεί, ή B) όταν πρόκειται για αξίωση που επιβάλλεται αφ’ εαυτής ως δικαίωμα αρνησικυρίας και για την άσκηση της οποίας δεν είναι αναγκαία άλλη βούληση πέραν εκείνης του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

    44.

    Κατά την άποψή μου, η απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής επιδίωξε να προχωρήσει πέραν αυτής της εναλλακτικής. Ωστόσο, και αυτή η επιδίωξη προσκρούει επίσης σε ερμηνευτικές δυσκολίες. Ανεξαρτήτως αυτού, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η επίμαχη απόφαση ήταν καινοτόμος όσον αφορά τον εξορθολογισμό του δικαίου της Ένωσης στον τομέα αυτό ( 10 ). Κύρια επιδίωξη του Δικαστηρίου ήταν να αντλήσει από το πνεύμα του κανονισμού 1049/2001 την αναγκαία κανονιστική και εννοιολογική βάση προς εύρεση, μολαταύτα, μιας τρίτης λύσεως, ικανής να εξαλείψει αυτή την αντίφαση.

    45.

    Αναγνωρίζοντας ότι πρόκειται περί ιδιαιτέρως φιλόδοξης απόπειρας, εκτιμώ ωστόσο ότι το Δικαστήριο εισήγαγε με την απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής μια θεωρία η οποία μπορεί σε γενικές γραμμές να συνοψιστεί ως εξής.

    46.

    Πρώτον, το Δικαστήριο αντιλαμβάνεται την έννοια της διατάξεως ως θεσπίζουσα κανόνα διαδικασίας και όχι κατανομής αρμοδιοτήτων (σκέψη 93). Συγκεκριμένα, πρόκειται για μια διαδικασία στην οποία «μετέχουν» το κράτος μέλος και η Επιτροπή (σκέψη 93). Πρέπει όμως να τονιστεί ότι η ενδεχόμενη άρνηση προσβάσεως στο έγγραφο αποτελεί πράξη αυστηρά καταλογιστέα στην Επιτροπή (σκέψη 94).

    47.

    Δεύτερον και σε εύλογη ακολουθία προς το πρώτο, το «αίτημα» του κράτους μέλους δεν έχει τον χαρακτήρα «γενικού και ανεπιφύλακτου» δικαιώματος αρνησικυρίας (σκέψη 75). Συνεπώς, απαιτείται κυρίως από το κράτος μέλος να «αιτιολογήσει» την ενδεχόμενη άρνησή του (σκέψη 87). Επιπλέον, η άρνηση αυτή πρέπει ακριβώς να αιτιολογηθεί βάσει μιας εκ των εξαιρέσεων του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 (σκέψη 88).

    48.

    Το τρίτο και πλέον ευαίσθητο σημείο του υπό εξέταση λόγου αναιρέσεως αφορά το γεγονός ότι το Δικαστήριο περιόρισε τη συμμετοχή της Επιτροπής στην «εξακρίβωση» (σκέψη 89) των επιβαλλόμενων στο κράτος μέλος προϋποθέσεων. Με άλλα λόγια, πρέπει να εξακριβώνεται ότι η αιτιολογία υφίσταται, ότι έχει διατυπωθεί και ότι στηρίζεται στις προβλεπόμενες εξαιρέσεις. Βεβαίως, η Επιτροπή καλείται να προβάλει τη δική της αιτιολογία, αλλά, εν τέλει, η αιτιολογία αυτή δεν μπορεί ή δεν πρέπει να διαφέρει από εκείνη που της υποβάλλει το κράτος μέλος (σκέψη 90).

    49.

    Τέταρτο και τελευταίο, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η απόφαση της Επιτροπής δύναται να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου (σκέψεις 89 και 90). Το τελευταίο αυτό στοιχείο εμπίπτει ωστόσο στον δεύτερο λόγο αναιρέσεως.

    50.

    Η IFAW υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου εισάγει εκ νέου δικαίωμα αρνησικυρίας το οποίο έπρεπε εντούτοις να θεωρηθεί ως παρωχημένο κατόπιν της ανακλήσεως του «κανόνα του συντάκτη» βάσει του οποίου τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός 1049/2001, όπως ρητώς αναφέρεται στη σκέψη 59 της αποφάσεως Σουηδία κατά Επιτροπής. Κατά την IFAW, αυτή η διαπίστωση απορρέει από το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο εκ μέρους της Επιτροπής «έλεγχος» της δημοσιοποιήσεως ιδίου εγγράφου μπορεί ασφαλώς να περιοριστεί στην εξέταση των τυπικών και διαδικαστικών ζητημάτων, χωρίς κατ’ ανάγκη να μετατραπεί σε εξαντλητικό και σχολαστικό έλεγχο των λόγων στους οποίους στηρίχθηκε η άρνηση προσβάσεως υπό το πρίσμα των εξαιρέσεων του κανονισμού 1049/2001.

    51.

    Κατά την εκτίμησή μου, η οποία συμπίπτει επί του σημείου αυτού με εκείνη της Επιτροπής, το ως άνω συμπέρασμα απορρέει από εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, ο αιτών απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στην εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι «δεν είναι αναγκαίο να επιλυθεί το ζήτημα αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη […] να ελέγξει εκ πρώτης όψεως ή πλήρως τους λόγους της εναντίωσης που είχε προβάλει το κράτος μέλος» (σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), στοιχείο από το οποίο η IFAW συνάγει ότι, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξακριβώσει αν οι εξαιρέσεις του κανονισμού 1049/2001 τις οποίες επικαλείται το κράτος μέλος πράγματι συντρέχουν εν προκειμένω.

    52.

    Κατά την άποψή μου, δεν μπορεί να συναχθεί αυτό το συμπέρασμα από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    53.

    Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει καταρχάς, με τη σκέψη 79 της αποφάσεώς του, ότι «[η] Επιτροπή, ως συντάκτης της απόφασης με την οποία απορρίπτεται η αίτηση πρόσβασης στο έγγραφο, έχει την ευθύνη της νομιμότητας της απόφασης αυτής».

    54.

    Η εν λόγω νομιμότητα εξαρτάται από την προσηκόντως αιτιολογημένη συνδρομή μιας εκ των εξαιρέσεων που προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001. Είναι πρόδηλον ότι απόκειται στην Επιτροπή, ως «συντάκτη» της αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως, να εξακριβώσει την πραγματική συνδρομή των εν λόγω εξαιρέσεων. Προς τούτο, αντί να οικειοποιηθεί την εκτίμηση του οικείου κράτους μέλους, μπορεί κάλλιστα να προβεί σε ίδια εκτίμηση. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, είναι προφανές ότι, ανεξαρτήτως της προελεύσεώς τους, οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η απόφαση περί αρνήσεως προσβάσεως πρέπει να αρκούν για την αιτιολόγηση αποφάσεως καταλογιστέας σε όργανο της Ένωσης. Ακριβώς στο σημείο αυτό επικεντρώθηκε το Γενικό Δικαστήριο, τονίζοντας ότι, σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη, στις οποίες η Επιτροπή έχει οικειοποιηθεί τους προβληθέντες από το κράτος μέλος λόγους, υποχρεούται να τους εκθέσει στο πλαίσιο της αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως.

    55.

    Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο ενήργησε απολύτως σύμφωνα με την απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως Σουηδία κατά Επιτροπής.

    56.

    Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε σαφώς, με τη σκέψη 88 της αποφάσεως Σουηδία κατά Επιτροπής, ότι, κατόπιν του ειλικρινούς διαλόγου μεταξύ θεσμικού οργάνου και κράτους μέλους όσον αφορά την ενδεχόμενη εφαρμογή των εξαιρέσεων του κανονισμού, «[τ]ο θεσμικό όργανο δεν μπορεί να δώσει συνέχεια στη διατυπωθείσα από κράτος μέλος εναντίωση ως προς τη δημοσιοποίηση εγγράφου το οποίο προέρχεται από το ίδιο αν η εναντίωση αυτή στερείται οποιασδήποτε αιτιολογίας ή αν η προβληθείσα αιτιολογία δεν ανάγεται στις απαριθμούμενες στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001. Εφόσον, παρά τη ρητή πρόσκληση του θεσμικού οργάνου προς το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να το πράξει, το κράτος μέλος εξακολουθεί να μην προβαίνει στη σχετική αιτιολόγηση, το θεσμικό όργανο οφείλει, εφόσον εκτιμά ότι δεν εφαρμόζεται καμία από τις ανωτέρω εξαιρέσεις, να επιτρέψει την πρόσβαση στο [επίμαχο] έγγραφο».

    57.

    Κατά τη σκέψη 89 της αποφάσεως Σουηδία κατά Επιτροπής, «το θεσμικό όργανο οφείλει να αιτιολογήσει την απόφαση περί απορρίψεως την οποία απευθύνει στον αιτούμενο την πρόσβαση». Τούτο σημαίνει ότι η άρνηση πρέπει οπωσδήποτε να είναι αιτιολογημένη. Ωστόσο, αν οι λόγοι στους οποίους κατεξοχήν στηρίζεται η άρνηση συμπίπτουν με τους προβληθέντες από το κράτος μέλος λόγους, πρέπει «το θεσμικό όργανο [να] αναφέρει με την απόφασή του όχι μόνον την εκδηλωθείσα εναντίωση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους στη δημοσιοποίηση του [επίμαχου] εγγράφου, αλλά και τους λόγους που επικαλέστηκε το οικείο κράτος μέλος προκειμένου να συναγάγει ότι εφαρμόζεται μία από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού εξαιρέσεις. Πράγματι, παρόμοιες ενδείξεις είναι ικανές να παράσχουν στον αιτούντα τη δυνατότητα να κατανοήσει την προέλευση και τους προβαλλόμενους λόγους της αρνήσεως, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει, ενδεχομένως, τον έλεγχο που του έχει ανατεθεί» (loc. cit.).

    58.

    Τούτο σημαίνει ότι για την αιτιολογία της αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως απαιτείται αλλά και αρκεί το όργανο να εκθέσει τους λόγους που το κράτος μέλος προέβαλε για να δικαιολογήσει τη συνδρομή μιας εκ των εξαιρέσεων του κανονισμού 1049/2001. Η περίπτωση αυτή συντρέχει εν προκειμένω, καθόσον η Επιτροπή έλαβε υπόψη τους λόγους που επικαλέστηκε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλοντάς τους ως ιδίους λόγους και αρκούντες για να δικαιολογήσουν την τελική απόφαση περί αρνήσεως προσβάσεως, υπεύθυνη για την οποία είναι, όσον αφορά πράξη της Ένωσης, η Επιτροπή.

    59.

    Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο πρέπει να ερμηνευθεί η περιλαμβανόμενη στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκτίμηση ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της προκειμένης περιπτώσεως, σημασία δεν έχει τόσο το είδος ελέγχου που πραγματοποιεί η Επιτροπή επί της προβαλλόμενης από κράτος μέλος αιτιολογίας, αλλά ο επί της ουσίας δικαστικός έλεγχος της αιτιολογίας αυτής.

    60.

    Εν κατακλείδι, θεωρώ σαφές ότι η Επιτροπή ενήργησε σύμφωνα με τη νομολογία Σουηδία κατά Επιτροπής όταν, στο πλαίσιο της αποφάσεώς της περί αρνήσεως προσβάσεως, οικειοποιήθηκε την προβληθείσα από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αιτιολογία, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό «στον [μεν] αιτούντα τη δυνατότητα να κατανοήσει την προέλευση και τους προβαλλόμενους λόγους της αρνήσεως, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει, ενδεχομένως, τον έλεγχο που του έχει ανατεθεί», σύμφωνα με την προπαρατεθείσα σκέψη 89 της αποφάσεως Σουηδία κατά Επιτροπής.

    61.

    Φρονώ, συνεπώς, ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της IFAW, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή είχε ενεργήσει κατά νόμον όταν εξέθεσε τους προβληθέντες από το οικείο κράτος μέλος λόγους για να αρνηθεί την πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο, εφάρμοσε τη νομολογία Σουηδία κατά Επιτροπής, η οποία ενσωματώνει στην εν λόγω έκθεση αιτιολογίας το καθήκον που υπέχει η Επιτροπή, στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, να μη λαμβάνει υπόψη άλλους λόγους πλην των στηριζόμενων στις εξαιρέσεις που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός.

    Β – Δεύτερος λόγος αναιρέσεως: φύση και περιεχόμενο του δικαστικού ελέγχου

    62.

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα επικαλείται πλάνη περί το δίκαιο ως προς τη φύση και το περιεχόμενο του ελέγχου τον οποίο πρέπει να πραγματοποιήσει το Γενικό Δικαστήριο επί της αρνήσεως του κράτους μέλους να παράσχει πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο. Το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού αφορά τον περιορισμένο χαρακτήρα του ελέγχου που πραγματοποιεί το Γενικό Δικαστήριο επί της αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως, ο οποίος κακώς, κατά την άποψη της IFAW, περιορίστηκε στις τυπικές πτυχές της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων και στην εκτίμηση ότι η αιτιολογία ήταν προσαρμοσμένη στα πραγματικά περιστατικά και δεν έπασχε πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας.

    63.

    Η απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής έχει ήδη εξαλείψει κάθε πιθανή αμφιβολία όσον αφορά την έννομη προστασία που εξασφαλίζεται στον αιτούντα πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου η αίτηση απορρίφθηκε από όργανο της Ένωσης. Το τμήμα μείζονος συνθέσεως πράγματι διευκρίνισε, με τη σκέψη 90 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, «σε περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος αρνείται αιτιολογημένα να επιτρέψει την πρόσβαση στο επίδικο έγγραφο, οπότε, συνακόλουθα, το θεσμικό όργανο είναι υποχρεωμένο να απορρίψει την αίτηση προσβάσεως, ο [αιτών] απολαύει ένδικης προστασίας, σε αντίθεση προς τους διατυπωθέντες μεταξύ άλλων από την IFAW ενδοιασμούς».

    64.

    Ως έννομη προστασία σύμφωνη προς το περιεχόμενο του δικαιώματος προσφυγής σε αποτελεσματική δικαστική προστασία το οποίο κατοχυρώνει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η προστασία αυτή περιλαμβάνει μια υλική και ουσιαστική εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως ή διατάξεως, η οποία επιβεβαιώνεται εξάλλου από την επισήμανση του τμήματος μείζονος συνθέσεως ότι η απόφαση περί αρνήσεως προσβάσεως αποτελεί επίσης, εν τέλει, πράξη της Ένωσης και, ως εκ τούτου, διέπεται εν πάση περιπτώσει από το δίκαιο της Ένωσης.

    65.

    Σε αυτό ακριβώς το συμπέρασμα καταλήγει το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία, «[ό]σον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας μιας τέτοιας αρνητικής αποφάσεως, από τη σκέψη 94 της […] απόφασης Σουηδία κατά Επιτροπής προκύπτει ότι εναπόκειται στην αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή να ελέγξει, κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου του οποίου η αίτηση πρόσβασης απορρίφθηκε από το θεσμικό όργανο, αν αυτή η άρνηση πρόσβασης στηρίχθηκε εγκύρως [ ( 11 ) ] στις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001, και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν η άρνηση αυτή οφείλεται στην αξιολόγηση των εξαιρέσεων αυτών εκ μέρους του ίδιου του θεσμικού οργάνου ή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους».

    66.

    Κατά συνέπεια, αντίθετα από ό,τι ισχυρίζεται η Επιτροπή, λόγω της εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης δεν περιορίζεται σε έναν εκ πρώτης όψεως έλεγχο. Η εφαρμογή της διάταξης αυτής δεν τον εμποδίζει συνεπώς να προβεί σε πλήρη έλεγχο της αρνητικής απόφασης της Επιτροπής, για την οποία πρέπει να έχει τηρηθεί, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση παράθεσης αιτιολογιών και η οποία στηρίζεται στην εκ μέρους του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους επί της ουσίας εκτίμηση της δυνατότητας εφαρμογής των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001.»

    67.

    Κατόπιν των ανωτέρω, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η εκτίμηση της IFAW ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο εκ μέρους του δικαστικός έλεγχος της αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως δεν ήταν τόσο ενδελεχής και εκτενής όσο ο έλεγχος οποιασδήποτε πράξεως ή διατάξεως της Ένωσης που υπόκειται στην κρίση του. Στην αντίθετη περίπτωση, η υπεροχή του θεμελιώδους δικαιώματος δεν θα μπορούσε πράγματι να διασφαλισθεί, καθόσον δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι το δικαίωμα προσφυγής κατά διοικητικής πράξεως αποτελεί, από κοινού με την αρχή της νομιμότητας, έναν από τους θεμελιώδεις πυλώνες της ιστορικής διαδικασίας αναγνωρίσεως του κράτους δικαίου, του οποίου η παράδοση και οι αρχές αποτελούν επίσης θεμέλιο της Ένωσης (άρθρο 2 ΣΕΕ).

    68.

    Ένα άλλο ζήτημα, διαφορετικό από το προεκτεθέν, είναι το αν εν προκειμένω το Γενικό Δικαστήριο όντως πραγματοποίησε ουσιαστικό δικαστικό έλεγχο, ως στοιχείο του δικαίου προσφυγής που κατοχυρώνεται από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Πρόκειται για το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που προϋποθέτει την εξέταση ενός άλλου ζητήματος, ήτοι του σχετικού με την αναγκαιότητα άμεσης προσβάσεως του Γενικού Δικαστηρίου στο επίδικο έγγραφο.

    69.

    Επί του σημείου αυτού, εκτιμώ ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή.

    70.

    Κατά την άποψή μου, η IFAW ορθώς υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να διατάξει να περιληφθεί το επίδικο έγγραφο στον φάκελο της υποθέσεως και να εξετασθεί κεκλεισμένων των θυρών, προκειμένου να εξακριβωθεί αν συντρέχουν και αν έχουν εφαρμογή οι προβληθείσες από το όργανο εξαιρέσεις τις οποίες αρχικώς επικαλέστηκε το κράτος μέλος.

    71.

    Συναφώς, το ζήτημα που τίθεται δεν είναι αν, όπως ισχυρίζεται η IFAW, ο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου έλεγχος έπρεπε να είναι εξαντλητικός ή αν, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, πρέπει, υπό συνθήκες όπως αυτές της υπό κρίση διαφοράς, να αναγνωρίζεται στο οικείο κράτος μέλος ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την προβολή σχετικών με τη δημοσιοποίηση εγγράφου εξαιρέσεων. Το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω προηγείται αυτών των εκτιμήσεων.

    72.

    Συγκεκριμένα, χωρίς να χρειάζεται να προσδιορισθεί ο βαθμός του δικαστικού ελέγχου της αποφάσεως περί αρνήσεως, είναι πρόδηλον ότι, ακόμη και αν ο έλεγχος αυτός είναι πράγματι περιορισμένος, πρέπει να ασκείται πάντα υπό το πρίσμα του επίμαχου εγγράφου. Στην αντίθετη περίπτωση, θα ήταν αδύνατο να εξακριβωθεί, ακόμη και αν η εκτίμηση ήταν ιδιαιτέρως επιεικής, αν οι λόγοι που προέβαλε το οικείο κράτος μέλος αντιστοιχούν σε μεγάλο βαθμό στο πραγματικό περιεχόμενο του εγγράφου του οποίου τη δημοσιοποίηση αρνήθηκε το οικείο όργανο.

    73.

    Ο δικαστικός έλεγχος της αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως στα οικεία έγγραφα πρέπει να καλύπτει την αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως. Αν η αιτιολογία αυτή στηρίζεται στη στάθμιση των δυνητικών αποτελεσμάτων της δημοσιοποιήσεως του εγγράφου για ορισμένα αγαθά, αξίες ή συμφέροντα, ο έλεγχος αυτός θα είναι εφικτός μόνο στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο θα μπορέσει να αποφανθεί επί του ουσιαστικού περιεχομένου του εγγράφου. Μόνον αν γνωρίζει το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, θα μπορέσει το Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει επί της ουσίας τους λόγους που προέβαλαν η Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος για να αποτρέψουν τη δημοσιοποίησή του. Στην αντίθετη περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο θα εξέδιδε απόφαση επαφιόμενο στην εκτίμηση διαδίκου και, σε τελική ανάλυση, στην κυρίαρχη κρίση ενός οργάνου του οποίου οι αποφάσεις πρέπει ωστόσο να υπόκεινται σε ουσιαστικό δικαστικό έλεγχο.

    74.

    Αφ’ ης στιγμής το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας υπόψη το οικείο έγγραφο, αποφανθεί επί του περιεχομένου των δυνητικών συνεπειών της δημοσιοποιήσεώς του, θα μπορέσει να εξετάσει και να σταθμίσει τους λόγους που προέβαλαν η Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος για να αποτρέψουν τη δημοσιοποίησή του. Κατόπιν αυτού θα μπορεί να εξετασθεί αν το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να αναγνωρίσει κάποιου βαθμού περιθώριο εκτιμήσεως, αν δηλαδή πρέπει εν τέλει να επικρατήσει η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ή εκείνη της Επιτροπής. Αυτή είναι η κατεξοχήν εναλλακτική σε κάθε διαδικασία δικαστικού ελέγχου διοικητικής πράξεως ( 12 ). Ωστόσο, για να τύχει εφαρμογής η εναλλακτική αυτή, είναι πρόδηλον ότι πρέπει να υφίστανται δύο αυτοτελείς εκτιμήσεις: εκείνη του δικαιοδοτικού οργάνου και εκείνη της δημόσιας αρχής που εξέδωσε την υπό εξέταση πράξη. Αμφότερες οι εκτιμήσεις στηρίζονται στην άμεση και απευθείας εξέταση της πράξεως ή της συμπεριφοράς της οποίας οι συνέπειες προβάλλονται προς δικαιολόγηση του περιεχομένου της υποκείμενης σε δικαστικό έλεγχο έννομης πράξεως.

    75.

    Θεωρώ, συνεπώς, αλυσιτελή τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η επιβολή στο Γενικό Δικαστήριο υποχρεώσεως άμεσης εξετάσεως του εγγράφου δεν επιβαρύνει απλώς το όργανο αυτό με αδικαιολόγητο φόρτο εργασίας, στερώντας του τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει κατά την άσκηση των εξουσιών του λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, αλλά επιπλέον συνεπάγεται «παραποίηση της φύσεως ακυρωτικής πράξεως [η οποία υποχρεώνει] τον δικαστή της Ένωσης να υπεισέρχεται συστηματικώς στη θέση του οργάνου που έχει εξουσία λήψεως της σχετικής αποφάσεως» (σημείο 10 του υπομνήματος απαντήσεως της Επιτροπής).

    76.

    Η περίπτωση αυτή δεν συντρέχει για τους ακόλουθους λόγους. Πρώτον, διότι το επιχείρημα περί φόρτου εργασίας δεν μπορεί να μετριάσει την υποχρέωση ορθής ασκήσεως της δικαστικής λειτουργίας. Δεύτερον, διότι δεν πρόκειται, στην περίπτωση αυτή, περί μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας συνιστάμενου στην προσκόμιση εγγράφου αναγκαίου για την έκδοση αποφάσεως επί των απόψεων των διαδίκων επί του αντικειμένου της διαφοράς, αλλά περί μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας αναγκαίου για να διευκρινιστεί το αντικείμενο αυτό καθαυτό της διαφωνίας των διαδίκων. Τέλος, διότι η «φύση» της προσφυγής ακυρώσεως επιβάλλει να υπόκειται στον έλεγχο του δικαιοδοτικού οργάνου η νομιμότητα αποφάσεως της Ένωσης, η οποία θα διερευνηθεί βάσει εξετάσεως της αιτιολογίας της αποφάσεως αυτής. Η εν λόγω εξέταση είναι δυνατή, εν προκειμένω, μόνον εφόσον το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να διατυπώσει κρίση επί του περιεχομένου του επίδικου εγγράφου, καθόσον μόνο βάσει της κρίσεως αυτής θα μπορέσει να εκτιμήσει τη βασιμότητα των λόγων που προέβαλε το όργανο για να αποτρέψει τη δημοσιοποίηση του εν λόγω εγγράφου.

    77.

    Συνεπώς, φρονώ ότι το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

    V – Επί της δυνατότητας να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο οριστικώς επί της διαφοράς

    78.

    Κατά το άρθρο 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, «εάν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου» και μπορεί «είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει».

    79.

    Κατά την εκτίμησή μου, δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση στην οποία το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς. Λαμβανομένων υπόψη των όρων υπό τους οποίους προτείνω να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπεμφθεί η υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να αποφανθεί κατόπιν άμεσης εξετάσεως του επίδικου εγγράφου.

    VI – Δικαστικά έξοδα

    80.

    Δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

    VII – Πρόταση

    81.

    Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

    να δεχθεί εν μέρει την αίτηση αναιρέσεως και συγκεκριμένα το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 και,

    κατά συνέπεια:

    να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιανουαρίου 2011, Τ-362/08, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή ακυρώσεως της από 19 Ιουνίου 2008 αποφάσεως της Επιτροπής, περί απορρίψεως της αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφο που διαβίβασαν στην Επιτροπή οι γερμανικές αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας αποχαρακτηρισμού ενός προστατευόμενου τόπου δυνάμει της οδηγίας 92/43·

    να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί κατόπιν άμεσης εξετάσεως του επίδικου εγγράφου·

    κάθε διάδικος να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.

    ( 2 ) Υπόθεση T-362/08 (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ-11).

    ( 3 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C-64/05 (Συλλογή 1994, σ. I-11389).

    ( 4 ) ΕΕ L 145, σ. 43.

    ( 5 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206, σ. 7).

    ( 6 ) Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2004, T-168/02, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. II-4135).

    ( 7 ) Πρόκειται για οκτώ συνολικώς έγγραφα προερχόμενα από τον Δήμο του Αμβούργου και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

    ( 8 ) Απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, C-266/05 (Συλλογή 2007, σ. Ι-1233).

    ( 9 ) Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Poiares Maduro με το σημείο 32 των προτάσεών του στην υπόθεση Σουηδία κατά Επιτροπής, η Δανική Κυβέρνηση ορθώς χαρακτήρισε την ανυπέρβλητη αμφισημία του γράμματος του άρθρου 4, παράγραφος 5, ως «εποικοδομητικό διφορούμενο» η προσφυγή στο οποίο κατέστη αναγκαία για τη θέσπιση της διατάξεως αυτής από τον κοινοτικό νομοθέτη. Μολονότι η αναγκαιότητα αυτή αρκεί για να δικαιολογήσει την «πολιτική» ερμηνεία της έννοιας της διατάξεως, εντούτοις δεν αρκεί για τη νομική ερμηνεία της, τη μοναδική ερμηνεία που αναμένεται από ένα δικαστήριο. Κατά τα λοιπά, οι θεωρητικοί του δικαίου κατά γενική ομολογία αναγνωρίζουν τις ερμηνευτικές δυσκολίες της εν λόγω διατάξεως. Πέραν της παραπομπής του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro στην υποσημείωση 20 των προτάσεών του [Heliskoski, J., και Leino, P., Darkness at the break of noon: the case law on Regulation no 1049/2001 on access to documents, CMLR, τόμος 43 (2006), σ. 735 επ.], βλ. επίσης Guichot, E., Transparencia y acceso a la información en el Derecho Europeo, Cuadernos Universitarios de Derecho Administrativo, 2011, σ. 123 επ., που αναφέρεται επίσης στις προοπτικές μεταρρυθμίσεως της ισχύουσας νομοθεσίας. Υπό την ίδια έννοια, βλ. Leino, P., Case C-64/05 P, Kingdom of Sweden v. Comisión of the European Communities and Others, Judgment of the European Court of Justice (Grand Chamber) of 18 December 2007, CMLR, τόμος 45 (2008), σ. 1469 επ.

    ( 10 ) Η απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής αποτέλεσε αντικείμενο εκτενών σχολιασμών, στο πλαίσιο των οποίων αναπτύχθηκε και αναλύθηκε η λύση που επέλεξε το Δικαστήριο στην προκείμενη υπόθεση. Στα προαναφερθέντα στην προηγούμενη υποσημείωση άρθρα μπορούν επίσης να προστεθούν τα ακόλουθα: Διαμαντούρος, N., Openness and Acces to Documents, EStAL, 4/2008· Schadtle, K., Informationsfreiheit und Verwaltungtransparenz in Europa: Das Recht auf Zugang zu Dokumenten aus den EG-Mitgliedstaaten auf dem Prüfstand – Zugleich eine Besprechung des Urteils des Europäischen Gerichtshofs vom 18. Dezember 2007, Rs. C-64/05 P, DöV (2008), σ. 455 επ., και Wegener, W. B., Art. 15, Rn. 19-22, Callies/Ruffert, EUV. EGV Kommentar, C.H. Beck, Μόναχο, 4η έκδ., 2011.

    ( 11 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 12 ) Βλ., για παράδειγμα, Santamaría Pastor, J. A., Principios de Derecho Administrativo General, τόμος II, 2η έκδ., Iustel, Μαδρίτη, 2009, σ. 686 επ.

    Top