EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011CC0041

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 8ης Δεκεμβρίου 2011.
Inter-Environnement Wallonie ASBL και Terre wallonne ASBL κατά Région wallonne.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Conseil d'État - Βέλγιο.
Προστασία του περιβάλλοντος - Οδηγία 2001/42/EΚ - Άρθρα 2 και 3 - Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων - Προστασία των υδάτων κατά της νιτρορυπάνσεως γεωργικής προελεύσεως - Σχέδιο ή πρόγραμμα - Παράλειψη προηγούμενης εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων - Ακύρωση σχεδίου ή προγράμματος - Δυνατότητα διατηρήσεως των εννόμων αποτελεσμάτων του σχεδίου ή του προγράμματος - Προϋποθέσεις.
Υπόθεση C-41/11.

Συλλογή της Νομολογίας 2012 -00000

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2011:822

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 8ης Δεκεμβρίου 2011 ( 1 )

Υπόθεση C-41/11

Inter-Environnement Wallonie ASBLκαι

Terre wallonne ASBL

κατά

Région wallonne

[αίτηση του Conseil d’État (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προστασία του περιβάλλοντος — Οδηγία 2001/42/ΕΚ — Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων — Οδηγία 91/676/ΕΟΚ — Προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προελεύσεως — Προγράμματα δράσης όσον αφορά τις χαρακτηρισμένες ευπρόσβλητες περιοχές — Κατάργηση εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία θεσπίσθηκε κατά τρόπο αντίθετο προς την οδηγία 2001/42/ΕΚ — Δυνατότητα βραχύχρονης διατηρήσεως της ισχύος αυτής της ρυθμίσεως»

I – Εισαγωγή

1.

Συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης η διατήρηση της ισχύος περιβαλλοντικού προγράμματος δράσης, το οποίο εκδόθηκε κατά τρόπο αντίθετο προς οδηγία διαδικαστικού χαρακτήρα, έως τη θέσπιση μέτρου αντικαταστάσεως, εφόσον το εν λόγω πρόγραμμα μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη το περιεχόμενο άλλης οδηγίας; Αυτό είναι, κατ’ ουσία, το ζήτημα το οποίο καλείται να διευκρινίσει το Δικαστήριο στην προκειμένη διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

2.

Συγκεκριμένα, το βελγικό Conseil d’État υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα το οποίο αφορά τις συνέπειες της παραβάσεως διατάξεων της οδηγίας σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων ( 2 ) (στο εξής: οδηγία ΣΕΠΕ, όπου ΣΕΠΕ είναι τα αρχικά των λέξεων: στρατηγική εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων).

3.

Στην κύρια δίκη, δύο βελγικές ΜΚΟ, η Inter-Environnement Wallonie και η Terre wallonne, διαφωνούν με την Περιφέρεια της Βαλλονίας σχετικά με την ισχύ προγράμματος δράσης, το οποίο θέσπισε η Περιφέρεια προκειμένου να μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία περί νιτρορύπανσης ( 3 ).

4.

Η οδηγία για τα νιτρικά και τα προγράμματα δράσεως που εκδίδονται βάσει της οδηγίας αυτής ρυθμίζουν την ενίσχυση των γεωργικών εκτάσεων με λίπασμα. Οι γεωργοί ενισχύουν τα εδάφη τους με λίπασμα όχι μόνον προκειμένου να υποβοηθήσουν την αύξηση των καλλιεργειών τους, αλλά και για να απομακρύνουν επίσης τις κοπριές των ζώων. Όταν μια εκμετάλλευση ρίχνει περισσότερη κοπριά από αυτήν που μπορούν να αξιοποιήσουν οι καλλιέργειες, τούτο έχει ως συνέπεια την υπερλίπανση, η οποία κατά κανόνα επιβαρύνει τους υδάτινους πόρους ( 4 ).

5.

Σε προγενέστερη διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι πρόγραμμα δράσης αυτού του είδους πρέπει να υποβάλλεται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά την οδηγία ΣΕΠΕ ( 5 ).

6.

Δεδομένου ότι το επίμαχο, εν προκειμένω, πρόγραμμα δράσης της Περιφέρειας της Βαλλονίας εκδόθηκε χωρίς να υποβληθεί στη σχετική εκτίμηση, το Conseil d’État καλείται να αποφασίσει αν το πρόγραμμα πρέπει να καταργηθεί. Κατά την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, η αναδρομική κατάργηση του προγράμματος δράσης θα ήταν η κανονική κύρωση για την παράβαση των διατάξεων της οδηγίας ΣΕΠΕ. Ωστόσο, τούτο θα είχε κατ’ ανάγκη ως αποτέλεσμα τη μη πλήρη μεταφορά της οδηγίας περί νιτρορύπανσης στην έννομη τάξη της Βαλλονίας. Στην πράξη, θα μπορούσαν να αρθούν οι περιορισμοί της χρήσεως λιπασμάτων, αλλά ενδεχομένως και τα δικαιώματα των γεωργών όσον αφορά την ενίσχυση των γεωργικών εκτάσεων τους με λίπασμα.

7.

Το αποτέλεσμα της καταργήσεως θα ήταν χρονικά περιορισμένο, καθόσον η Βαλλονία εξέδωσε, στο μεταξύ, νέο πρόγραμμα δράσης ( 6 ) ως προς το οποίο τηρήθηκαν οι διατάξεις της οδηγίας ΣΕΠΕ, όπως ισχυρίζεται τόσο το Βέλγιο όσο και η Επιτροπή. Επομένως, τίθεται το ζήτημα αν το προγενέστερο πρόγραμμα δράσης της Περιφέρειας της Βαλλονίας πρέπει να καταργηθεί αναδρομικώς όσον αφορά την περίοδο από την 15η Φεβρουαρίου 2007 έως την 6η Μαΐου 2011, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του νέου προγράμματος.

II – Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως

8.

Το Conseil d’État ζητεί να διευκρινισθεί εάν

επιληφθέν αιτήσεως ακυρώσεως κατά του διατάγματος της Κυβερνήσεως της Βαλλονίας, της 15ης Φεβρουαρίου 2007, περί τροποποιήσεως του κώδικα περιβάλλοντος, ο τίτλος II του οποίου περιλαμβάνει τον κώδικα υδάτινων πόρων, όσον αφορά την αειφόρο διαχείριση του αζώτου στη γεωργία,

επειδή διαπίστωσε ότι το διάταγμα αυτό εκδόθηκε χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία που επιβάλλει η οδηγία ΣΕΠΕ και, για τον λόγο αυτόν, είναι αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης και πρέπει να ακυρωθεί,

επειδή όμως διαπίστωσε επίσης ότι με την προσβαλλόμενη πράξη διασφαλίζεται σε ικανοποιητικό βαθμό η εκτέλεση της οδηγίας περί νιτρορύπανσης,

δύναται να αποφασίσει ότι η δικαστική ακύρωση της πράξεως αρχίζει να παράγει συνέπειες μετά παρέλευση σύντομου χρονικού διαστήματος αναγκαίου για την τροποποίηση της ακυρωθείσας πράξεως προκειμένου να διασφαλισθεί η άνευ διακοπής συνέχιση μιας ορισμένης εν τοις πράγμασι εφαρμογής του δικαίου περιβάλλοντος της Ένωσης;

9.

Η Inter-Environnement Wallonie ASBL, η Terre wallonne ASBL, το Βασίλειο του Βελγίου, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Πλην της Terre wallonne, οι μετέχοντες στη διαδικασία παρέστησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Νοεμβρίου 2011.

III – Το νομικό πλαίσιο

10.

Οι σκοποί της οδηγίας ΣΕΠΕ καθορίζονται μεταξύ άλλων στο άρθρο 1:

«Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η υψηλού επιπέδου προστασία του περιβάλλοντος και η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών ζητημάτων στην προετοιμασία και θέσπιση σχεδίων και προγραμμάτων με σκοπό την προώθηση βιώσιμης ανάπτυξης, εξασφαλίζοντας ότι, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, θα γίνεται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων για ορισμένα σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.»

11.

Κατά την τέταρτη και την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας ΣΕΠΕ:

«(4)

Η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι σημαντικό μέσο για την ενσωμάτωση περιβαλλοντικών διαστάσεων στην προετοιμασία και έγκριση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που ενδέχεται να έχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις στα κράτη μέλη, διότι εξασφαλίζει ότι οι ενδεχόμενες περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την εφαρμογή των σχεδίων και προγραμμάτων λαμβάνονται υπόψη κατά την εκπόνησή τους και πριν από την έγκρισή τους.

(5)

Η έγκριση διαδικασιών εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων στο επίπεδο του σχεδιασμού και του προγραμματισμού θα πρέπει να αποβεί επωφελής για τις επιχειρήσεις, παρέχοντας σαφέστερο πλαίσιο για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους με το να συμπεριληφθούν οι σχετικές περιβαλλοντικές πληροφορίες κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Η εκτίμηση μιας ευρύτερης δέσμης παραγόντων κατά τη λήψη αποφάσεων θα πρέπει να συμβάλει σε πιο βιώσιμες και πιο αποτελεσματικές λύσεις.»

IV – Νομική εκτίμηση

Α — Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

12.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι παρέλκει πλέον η απάντηση στην αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως κατόπιν της δημοσιεύσεως του νέου προγράμματος δράσης της Βαλλονίας. Εφόσον, δηλαδή, το Δικαστήριο δεν δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα υποθετικής φύσεως ( 7 ), στην προκειμένη περίπτωση η αίτηση θα έπρεπε να κριθεί απαράδεκτη.

13.

Εντούτοις, μετά από σχετικό ερώτημα του Δικαστηρίου, το Conseil d’État επισήμανε ότι η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα είναι αναγκαία προκειμένου να αποφανθεί επί της ενώπιον αυτού εκκρεμούς διαφοράς. Το νέο πρόγραμμα δράσης δεν έχει αναδρομική ισχύ. Συνεπώς, το Conseil d’État πρέπει να αποφασίσει αν θα κηρύξει άκυρο το προγενέστερο πρόγραμμα δράσης όσον αφορά τη χρονική περίοδο από την έκδοσή του έως την κατάργησή του από το νέο πρόγραμμα.

14.

Αυτά τα δεδομένα της συγκεκριμένης διαφοράς διακρίνουν την προκειμένη διαδικασία, ιδίως, από την υπόθεση Fluxys . Το αντικείμενο εκείνης της υποθέσεως αφορούσε το αν συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης συγκεκριμένες κανονιστικές ρυθμίσεις εσωτερικού δικαίου ( 8 ). Συναφώς, όμως, το Δικαστήριο διαπίστωσε μόνον ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις είχαν καταργηθεί αναδρομικώς με σχετική απόφαση του βελγικού συνταγματικού δικαστηρίου ( 9 ) και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν πλέον να τύχουν εφαρμογής στην κύρια δίκη. Αντιθέτως, εν προκειμένω, το Conseil d’État πρέπει να αποφασίσει αν το προγενέστερο πρόγραμμα δράσης πρέπει να κηρυχθεί άκυρο αναδρομικώς.

15.

Επομένως, πρέπει να δοθεί απάντηση στην αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

Β — Επί του ερωτήματος του Conseil d’État

16.

Το Conseil d’État ζητεί να διευκρινισθεί εάν δύναται να διατάξει τη συνέχιση της εφαρμογής του προγράμματος δράσης της Βαλλονίας, το οποίο μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη την οδηγία περί νιτρορύπανσης, αλλά εκδόθηκε κατά τρόπο αντίθετο προς την οδηγία ΣΕΠΕ, έως τη θέσπιση μέτρου αντικαταστάσεως.

1. Επί της αποφάσεως Winner Wetten

17.

Συναφώς, το Conseil d’État και οι μετέχοντες στη διαδικασία εξετάζουν επισταμένως την απόφαση Winner Wetten ( 10 ). Στην εν λόγω υπόθεση το ζήτημα ήταν αν τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να διατάξουν την προσωρινή συνέχιση της εφαρμογής εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως περί τυχηρών παιγνίων, η οποία αντιβαίνει στις θεμελιώδεις ελευθερίες.

18.

Κατά κανόνα, λόγω της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις εσωτερικού δικαίου οι οποίες δεν συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης ( 11 ). Κατά την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, οι ιδιώτες μπορούν να προβάλλουν αυτήν την υπεροχή και ενώπιον δικαστηρίου ( 12 ).

19.

Μόνον κατ’ εξαίρεση μπορεί το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου που είναι συμφυής με την έννομη τάξη της Ένωσης, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας που έχει κάθε ενδιαφερόμενος να επικαλεσθεί μια διάταξη που αυτό έχει ερμηνεύσει προκειμένου να τεθούν υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που έχουν συναφθεί καλοπίστως. Παρόμοιος περιορισμός επιτρέπεται μόνο διά της αποφάσεως με την οποία το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της αιτηθείσας ερμηνείας ( 13 ).

20.

Τα κράτη μέλη τα οποία μετείχαν στη διαδικασία σχετικά με την υπόθεση Winner Wetten υποστήριξαν, κατ’ ουσίαν, ότι η αναγνώριση μιας αρχής που επιτρέπει, σε εξαιρετικές περιστάσεις, την προσωρινή διατήρηση των αποτελεσμάτων ενός εθνικού κανόνα ο οποίος κρίνεται ως αντίθετος προς κανόνα του δικαίου της Ένωσης έχοντα άμεση εφαρμογή δικαιολογείται, κατ’ αναλογίαν, ενόψει της νομολογίας που έχει αναπτύξει το Δικαστήριο επί τη βάσει του άρθρου 264, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, για την προσωρινή διατήρηση των αποτελεσμάτων των πράξεων του δικαίου της Ένωσης, τις οποίες κήρυξε άκυρες δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ ή των οποίων διαπίστωσε το ανίσχυρο δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ ( 14 ).

21.

Εντούτοις, στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε αν μπορεί να ανασταλεί το αποτέλεσμα της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης λόγω άλλων υπέρτερων συμφερόντων, καθόσον στην περίπτωση Winner Wetten απουσίαζαν οι επιτακτικοί λόγοι ασφάλειας δικαίου, οι οποίοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν αυτήν την αναστολή. Ωστόσο, τόνισε ότι μόνον το Δικαστήριο θα μπορούσε να καθορίσει τις προϋποθέσεις αυτής της αναστολής ( 15 ).

22.

Από τις επισημάνσεις αυτές στην απόφαση Winner Wetten το Βέλγιο, η Γαλλία και η Επιτροπή συνάγουν, εν προκειμένω, το συμπέρασμα ότι η απόφαση σχετικά με την προσωρινή συνέχιση της εφαρμογής του προγενέστερου προγράμματος δράσης μπορεί να στηριχθεί σε συγκριτική εκτίμηση.

23.

Εντούτοις, η απάντηση στο ερώτημα του Conseil d’État δεν προκύπτει από την απόφαση Winner Wetten και από τις παρόμοιες υποθέσεις ( 16 ). Εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία αντιβαίνει σε θεμελιώδεις ελευθερίες —ή σε οποιονδήποτε άλλον κανόνα του δικαίου της Ένωσης— παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης με κάθε νέα εφαρμογή του. Καταρχήν, λοιπόν, δεν επιτρέπεται να εφαρμοσθεί, καθόσον σε αντίθετη περίπτωση θα έθετε σε κίνδυνο την (ενιαία) εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

24.

Απεναντίας, η αποτυχία διενέργειας της απαιτούμενης εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων συνιστά, κατ’ αρχάς, ολοκληρωμένη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, η οποία δεν θα συνεχισθεί (υποχρεωτικώς) εάν εφαρμοσθεί το σχέδιο ή το πρόγραμμα. Εξάλλου, θα μπορούσε ενδεχομένως να θεσπισθεί το ίδιο ακριβώς μέτρο και μετά τη διενέργεια της σχετικής εκτιμήσεως.

25.

Κατά συνέπεια και αντιθέτως προς την άποψη ορισμένων μετεχόντων στη διαδικασία, δεν τίθεται ζήτημα υπεροχής μιας οδηγίας έναντι κάποιας άλλης ή κατά προτίμηση παραβάσεως των διατάξεων μίας εκ των δύο οδηγιών. Η παράβαση των διατάξεων της οδηγίας ΣΕΠΕ υφίσταται ήδη. Μόνον οι συνέπειές της μπορούν να περιορισθούν. Εάν όμως το προγενέστερο πρόγραμμα δράσης της Βαλλονίας, το οποίο μεταφέρει την οδηγία περί νιτρορύπανσης στην εσωτερική έννομη τάξη, κηρυσσόταν άκυρο ως αντίθετο προς την οδηγία ΣΕΠΕ, θα υφίστατο επιπροσθέτως και η παράβαση των διατάξεων άλλης οδηγίας.

26.

Γι’ αυτόν τον λόγο, τόσο η απόφαση Winner Wetten όσο και η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης δεν συνιστούν την κατάλληλη βάση προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα του Conseil d’État.

2. Επί των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας

27.

Αντιθέτως, πρέπει να χρησιμοποιηθούν οι αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας.

28.

Η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης ρυθμίζει τις έννομες συνέπειες της συγκρούσεως κανόνων δικαίου επιβάλλοντας την απαγόρευση εφαρμογής του εθνικού δικαίου ( 17 ).

29.

Τουναντίον, το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει συγκεκριμένη διαδικασία όσον αφορά ρύθμιση η οποία θεσπίσθηκε χωρίς να έχει υποβληθεί στην απαιτούμενη κατά την οδηγία ΣΕΠΕ εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αλλά δεν αντιβαίνει σε κανέναν κανόνα του δικαίου της Ένωσης από απόψεως περιεχομένου.

30.

Τόσο η οδηγία ΣΕΠΕ όσο και η οδηγία περί νιτρορύπανσης δεν περιλαμβάνουν ρυθμίσεις, ιδίως, όσον αφορά τις συνέπειες σφαλμάτων της διαδικασίας εκπονήσεως προγραμμάτων δράσης.

31.

Ωστόσο, σε σχέση με την οδηγία ΕΠΕΕ ( 18 ), το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι, δυνάμει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξαλείφουν τις παράνομες συνέπειες της παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης ( 19 ). Η ίδια επισήμανση πρέπει να ισχύει και ως προς την οδηγία ΣΕΠΕ.

32.

Εφόσον δεν υφίσταται σχετική ρύθμιση στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, απόκειται στο εσωτερικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους να καθορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να ρυθμίσει τις δικονομικές λεπτομέρειες των ενδίκων προσφυγών που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης. Αυτοί οι διαδικαστικοί κανόνες δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) ( 20 ).

33.

Η αρχή της ισοδυναμίας δεν θίγεται εν προκειμένω, καθόσον το Conseil d’État δύναται, όπως δηλώνει, να διατάξει την προσωρινή διατήρηση διατάξεων τις οποίες έχει κηρύξει ήδη άκυρες και σε υποθέσεις που άπτονται αμιγώς του εσωτερικού δικαίου ( 21 ).

34.

Εντούτοις, η αρχή της αποτελεσματικότητας θα μπορούσε να αποκλείει την προσωρινή συνέχιση της εφαρμογής του προγράμματος δράσης της Βαλλονίας. Κάθε περίπτωση στο πλαίσιο της οποίας τίθεται το ζήτημα αν ο εθνικός δικονομικός κανόνας καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να αναλύεται λαμβάνοντας υπόψη τη θέση της διατάξεως αυτής στο σύνολο της διαδικασίας, την εξέλιξη και τις ιδιαιτερότητες της διαδικασίας ενώπιον των διαφόρων εθνικών Αρχών ( 22 ). Συναφώς, πρόκειται απλώς για το αποτέλεσμα ανά περίπτωση εκτιμήσεων, κατόπιν εξετάσεως όλου του ιδιαιτέρου πραγματικού και νομικού πλαισίου κάθε υποθέσεως, οι οποίες δεν μπορούν να μεταφερθούν αυτομάτως σε διαφορετικούς τομείς από τους τομείς εντός των οποίων εκδόθηκαν ( 23 ).

35.

Εν προκειμένω δεν καθίσταται αδύνατη η εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης: εάν εκδοθεί νέο πρόγραμμα δράσης τηρουμένης της οδηγίας ΣΕΠΕ, η άσκηση του δικαιώματος εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων με συμμετοχή του κοινού θα εξασφαλισθεί σε περίπτωση προσωρινής συνέχισης της εφαρμογής του προγενέστερου προγράμματος.

36.

Πρέπει όμως να εξετασθεί αν η προσωρινή συνέχιση της εφαρμογής του προγενέστερου προγράμματος δράσης θα καθιστούσε υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

37.

Το δικαίωμα εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν συνιστά απλώς διαδικαστικό στάδιο, αλλά, κατά το άρθρο 1 καθώς και την τέταρτη και πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας ΣΕΠΕ, πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την εφαρμογή των σχεδίων και προγραμμάτων θα λαμβάνονται υπόψη κατά την εκπόνησή τους. Η εκτίμηση μιας ευρύτερης δέσμης παραγόντων κατά τη λήψη αποφάσεων θα συμβάλλει, κατά κανόνα, σε πιο βιώσιμες και πιο αποτελεσματικές λύσεις.

38.

Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το μέτρο το οποίο θεσπίσθηκε θα είχε πανομοιότυπο περιεχόμενο, εάν είχε υποβληθεί στην απαιτούμενη εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Αντιθέτως, μπορεί να θεωρηθεί ότι μέτρο το οποίο έχει υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι ευνοϊκότερο για την προστασία του περιβάλλοντος σε σύγκριση με μέτρο ως προς το οποίο έχει παραληφθεί η σχετική εκτίμηση. Το μέτρο αυτό θα είχε, ιδίως, λιγότερες δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον.

39.

Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, κατά την έκδοση προγραμμάτων δράσης βάσει της οδηγίας περί νιτρορύπανσης υφίστανται σχετικές δυνατότητες, καθόσον τα κράτη μέλη διαθέτουν ευχέρεια διαμορφώσεως όσον αφορά την εμβέλεια των μέτρων τα οποία πρέπει να θεσπίσουν. Κατά τη χρήση αυτής της ευχέρειας μπορούν να τύχουν εφαρμογής τα αποτελέσματα της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

40.

Η άποψη ότι το μέτρο το οποίο έχει υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι ευνοϊκότερο για το περιβάλλον, συνηγορεί, κατ’ αρχάς, υπέρ της αναστολής εφαρμογής μέτρου το οποίο δεν πληροί αυτήν την προϋπόθεση, τουλάχιστον, μέχρι το μέτρο αυτό να υποβληθεί στη σχετική εκτίμηση. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι, παραδείγματος χάρη, η ανάκληση ή η αναστολή ήδη χορηγηθείσας αδείας προκειμένου να πραγματοποιηθεί (παραληφθείσα) αξιολόγηση των επιπτώσεων του οικείου σχεδίου στο περιβάλλον όπως προβλέπεται από την οδηγία ΕΠΕΕ, συνιστούν κατάλληλα μέτρα θεραπείας όσον αφορά την παράβαση των διατάξεων αυτής της οδηγίας ( 24 ).

41.

Αντίστοιχα με άλλες διαπιστώσεις οι οποίες αφορούν την οδηγία ΕΠΕΕ ( 25 ), η ανωτέρω επισήμανση μπορεί να εφαρμοσθεί και ως προς τα σχέδια και προγράμματα που συνιστούν προϋπόθεση για την εκτέλεση έργων τα οποία ενδέχεται να προκαλέσουν δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον. Όπως και στην περίπτωση αδείας σχεδίου [κατά την οδηγία ΕΠΕΕ], η ανάκληση ή η αναστολή σχεδίου ή προγράμματος θα απέτρεπε προσωρινώς την εκτέλεση έργων. Επομένως, τα έργα αυτά δεν θα μπορούσαν να προκαλέσουν δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον.

42.

Εντούτοις, αντιθέτως προς τις άδειες σχεδίων [κατά την οδηγία ΕΠΕΕ], τα σχέδια και τα προγράμματα μπορούν να συνιστούν τμήμα ιεραρχικής ακολουθίας ρυθμίσεων ή να αντικαθιστούν παλαιότερες ρυθμίσεις. Τα μέτρα αυτού του είδους υποκαθίστανται από γενικότερες ή παλαιότερες ρυθμίσεις σε περίπτωση που ανακληθούν ή ανασταλούν. Αυτές οι ρυθμίσεις όμως ενδέχεται να έχουν βαρύτερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις ( 26 ) από το μέτρο το οποίο θεσπίσθηκε κατά τρόπο παράτυπο. Εάν υφίσταται κίνδυνος πρόκλησης τέτοιων επιπτώσεων, η ανάκληση ή η αναστολή του επίμαχου μέτρου θα ήταν αντίθετη προς τους σκοπούς της οδηγίας ΣΕΠΕ.

43.

Συνεπώς, κατά τη δικαστική κρίση σχεδίων και προγραμμάτων τα οποία εκδόθηκαν χωρίς να υποβληθούν στην απαιτούμενη εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, πρέπει να εξετάζονται οι ρυθμίσεις οι οποίες θα τα υποκαταστήσουν σε περίπτωση ανακλήσεως ή αναστολής τους. Εάν οι ρυθμίσεις αυτές είναι δυσμενέστερες για το περιβάλλον από το επίμαχο μέτρο, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσωρινή συνέχιση της εφαρμογής του υφιστάμενου μέτρου έως τη θέσπιση μέτρου αντικαταστάσεως υποβληθέντος σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, χωρίς τούτη η απόφαση να συνιστά παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας.

44.

Ασφαλώς, η εν λόγω απόφαση προϋποθέτει ότι το εθνικό δικαστήριο είναι εν γένει αρμόδιο να διατάξει τη συνέχιση της εφαρμογής ρυθμίσεων οι οποίες θεσπίσθηκαν κατά τρόπο παράτυπο από διαδικαστικής απόψεως. Συναφώς, μπορεί να τεθεί το ζήτημα αν η αρμοδιότητα αυτή επιβάλλεται κατά το δίκαιο της Ένωσης, όταν το επίμαχο μέτρο άπτεται του δικαίου της Ένωσης. Ωστόσο, εν προκειμένω, παρέλκει η εξέταση αυτού του ζητήματος από το Δικαστήριο. Εξάλλου, το Conseil d’État διαθέτει την αναγκαία αρμοδιότητα ( 27 ).

45.

Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη, επίσης, ότι η προσωρινή συνέχιση της εφαρμογής προγενέστερου, παρατύπως θεσπισθέντος μέτρου μπορεί να ελαττώσει την πίεση όσον αφορά την αντικατάστασή του με νεότερο, το οποίο θα έχει υποβληθεί στην κατάλληλη εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Ασφαλώς, η αρχή της αποτελεσματικότητας θα θιγόταν, αν η θέσπιση μέτρου υποβληθέντος στην κατάλληλη εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων καθυστερούσε αδικαιολογήτως λόγω της συνέχισης της εφαρμογής του προγενέστερου μέτρου. Εν προκειμένω, παρέλκει επίσης η εξέταση των σχετικών κυρώσεων οι οποίες θα επιβάλλονταν κατά το δίκαιο της Ένωσης στην περίπτωση αυτή. Άλλωστε, είναι δεδομένο ότι έχει θεσπισθεί ήδη μέτρο αντικαταστάσεως, το οποίο, κατά το Βέλγιο και την Επιτροπή, έχει υποβληθεί στη δέουσα εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

46.

Στην προκειμένη περίπτωση επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι διατάξεις οι οποίες ίσχυαν πριν από την έκδοση του προγράμματος δράσης δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις της οδηγίας περί νιτρορύπανσης ( 28 ). Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, το προγενέστερο πρόγραμμα ήταν σύμφωνο προς τις σχετικές απαιτήσεις της οδηγίας περί νιτρορύπανσης. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η συνέχιση της εφαρμογής του προγενέστερου προγράμματος δράσης συμβάλλει περισσότερο στην προστασία του περιβάλλοντος από τα νιτρικά κατάλοιπα σε σύγκριση με την κήρυξη της ακυρότητας του οικείου προγράμματος.

47.

Εντούτοις, μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου μπορεί να διαπιστωθεί αν υφίστανται πράγματι τα ως άνω εκτιμώμενα πλεονεκτήματα, ιδίως, εάν υποβληθούν αιτιολογημένες ενστάσεις κατά των ρυθμίσεων του προγενέστερου προγράμματος δράσης.

V – Πρόταση

48.

Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στην αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την ακόλουθη απάντηση:

Σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο κρίνει σχέδιο ή πρόγραμμα το οποίο εκδόθηκε χωρίς να υποβληθεί στην απαιτούμενη κατά την οδηγία 2001/42/ΕΚ εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, πρέπει να εξετάζει τις ρυθμίσεις οι οποίες θα υποκαταστήσουν το επίμαχο μέτρο σε περίπτωση ανακλήσεως ή αναστολής του. Εάν οι ρυθμίσεις αυτές είναι δυσμενέστερες για το περιβάλλον από το επίμαχο μέτρο, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσωρινή συνέχιση της εφαρμογής του υφιστάμενου μέτρου έως τη θέσπιση μέτρου αντικαταστάσεως υποβληθέντος σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, χωρίς αυτή η απόφαση να συνιστά παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας.

Όσον αφορά τα προγράμματα δράσης βάσει της οδηγίας 91/676/ΕΟΚ, πρέπει κατά κανόνα να προτιμάται, αντί της άμεσης καταργήσεως, η προσωρινή συνέχιση της εφαρμογής προγράμματος το οποίο εκδόθηκε χωρίς να υποβληθεί σε εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και για το οποίο δεν εγείρεται καμία άλλη αμφιβολία.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2001 (ΕΕ L 197, σ. 30).

( 3 ) Οδηγία 91/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης (ΕΕ L 375, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, περί προσαρμογής στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου των διατάξεων των σχετικών με τις επιτροπές που επικουρούν την Επιτροπή στην άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της, οι οποίες προβλέπονται από πράξεις υποκείμενες στη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 284, σ. 1).

( 4 ) Βλ. σχετικά με τις απαιτήσεις της οδηγίας περί νιτρορύπανσης, τις αποφάσεις της 8ης Μαρτίου 2001, C-266/00, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 2001, σ. I-2073), της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-322/00, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 2003, σ. I-11267), της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, C-221/03, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2005, σ. I-8307) και της 29ης Ιουνίου 2010, C-526/08, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου ( Συλλογή 2010, σ. Ι-6151).

( 5 ) Απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, C-105/09 και C-110/09, Terre wallonne και Inter-Environnement Wallonie (Συλλογή 2010, σ. Ι-5611).

( 6 ) Arrêté du Gouvernement wallon du 31 mars 2011 modifiant le Livre II du Code de l’Environnement contenant le Code de l’Eau en ce qui concerne la gestion durable de l’azote en agriculture (Moniteur Belge της 26ης Απριλίου 2011, σ. 25217).

( 7 ) Βλ., παραδείγματος χάρη, την απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, C-483/09 και C-1/10, Gueye και Salmerón Sánchez (Συλλογή 2011, σ. Ι-8263, σκέψη 40).

( 8 ) Βλ., σχετικά, τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak της 28ης Σεπτεμβρίου 2010, C-241/09, Fluxys (απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, Συλλογή 2010, σ. Ι-12773).

( 9 ) Απόφαση Fluxys (προπαρατεθείσα, σκέψεις 32 επ.).

( 10 ) Απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, C-409/06, ( Συλλογή 2010, σ. Ι-8015, σκέψεις 53 έως 69).

( 11 ) Απόφαση Winner Wetten (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψεις 53 έως 57).

( 12 ) Απόφαση Winner Wetten (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 58).

( 13 ) Απόφαση της 6ης Μαρτίου 2007, C-292/04, Meilicke κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I-1835, σκέψεις 35 και 36 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 14 ) Απόφαση Winner Wetten (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 63).

( 15 ) Απόφαση Winner Wetten (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 67).

( 16 ) Απόφαση Meilicke κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 36 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 17 ) Αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1964, 6/64, Costa (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1191), της 9ης Μαρτίου 1978, 106/77, Simmenthal (Συλλογή τόμος 1978, σ. 239, σκέψεις 21 έως 24), της 19ης Ιουνίου 1990, C-213/89, Factortame (Συλλογή 1990, σ. I-2433, σκέψεις 19 έως 21), και της 22ας Ιουνίου 2010, C-188/10 και C-189/10, Melki και Abdeli (Συλλογή 2010, σ. Ι-5667, σκέψη 44).

( 18 ) Οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175, σ. 40).

( 19 ) Απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-201/02, Wells (Συλλογή 2004, σ. I-723, σκέψη 64).

( 20 ) Αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, C-212/04, Adeneler κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I-6057, σκέψη 95), της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C-300/04, Eman και Sevinger (Συλλογή 2006, σ. I-8055, σκέψη 67), και της 12ης Μαΐου 2011, C-115/09, Trianel Kohlekraftwerk Lünen (Συλλογή 2011, σ. Ι-3673, σκέψη 43).

( 21 ) Το Conseil d’État αναφέρεται στο άρθρο 14b των Lois coordonnées για το Conseil d’État.

( 22 ) Αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-312/93, Peterbroeck (Συλλογή 1995, σ. I-4599, σκέψη 14), της 13ης Μαρτίου 2007, C-432/05, Unibet (Συλλογή 2007, σ. I-2271, σκέψη 54) και της 8ης Ιουλίου 2010, C-246/09, Bulicke ( Συλλογή 2010, σ. Ι-7003, σκέψη 35).

( 23 ) Απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2002, C-473/00, Cofidis (Συλλογή 2002, σ. I-10875, σκέψη 37).

( 24 ) Απόφαση Wells (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 65).

( 25 ) Βλ., για παράδειγμα, την απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, C-295/10, Valčiukienė κ.λπ. ( Συλλογή 2011, σ. Ι-8819, σκέψη 47), καθώς και τις προτάσεις μου της 4ης Μαρτίου 2010, στην υπόθεση C-105/09 και C-110/09, Terre wallonne (απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Συλλογή 2010, σ. Ι-5611, σημείο 30), της 13ης Οκτωβρίου 2011 στην υπόθεση C-43/10, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αιτωλοακαρνανίας κ.λπ. (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2012, σκέψεις 162 επ. και 175), και ανωτέρω, σημείο 31.

( 26 ) Εκτός από την προκειμένη περίπτωση, είναι διαφωτιστικές και οι προτάσεις μου της 17ης Νοεμβρίου 2011 στην εκκρεμή υπόθεση C-567/10, Inter-Environnement Bruxelles κ.λπ. (σκέψεις 40 επ.).

( 27 ) Βλ. υποσημείωση 21.

( 28 ) Απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4.

Top