Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010CP0296

Γνώμη του γενικού εισαγγελέα Jääskinen της 4ης Οκτωβρίου 2010.
Bianca Purrucker κατά Guillermo Vallés Pérez.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Amtsgericht Stuttgart - Γερμανία.
Δικαστική συνεργασία επί αστικών υποθέσεων - Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας - Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003- Εκκρεμοδικία - Διαδικασία επί της ουσίας σχετικά με το δικαίωμα επιμέλειας τέκνου και αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων σχετικά με το δικαίωμα επιμέλειας του ίδιου τέκνου.
Υπόθεση C-296/10.

Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-11163

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2010:578

ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NIILO JÄÄSKINEN

της 4ης Οκτωβρίου 2010 1(1)

Υπόθεση C‑296/10

Bianca Purrucker

κατά

Guillermo Vallés Pérez

[αίτηση του Amtsgericht Stuttgart (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Δικαστική συνεργασία επί αστικών υποθέσεων – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε διαφορές γονικής μέριμνας – Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 – Εκκρεμοδικία – Έννοια του “πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου” – Δικαστήριο κράτους μέλους επιλαμβανόμενο αγωγής ουσίας σχετικής με το δικαίωμα επιμέλειας – Δικαστήριο άλλου κράτους μέλους προηγουμένως επιληφθέν αιτήσεως λήψεως προσωρινών μέτρων σχετικών με το δικαίωμα επιμέλειας του ίδιου τέκνου – Αναγνώριση και εκτέλεση – Δεδικασμένο»





I –    Εισαγωγή

1.        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (2), γνωστού ως «Κανονισμού Βρυξέλλες IIα».

2.        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας που κίνησε στη Γερμανία η Βianca Purrucker κατά του Guillermo Vallés Pérez σχετικά με το δικαίωμα επιμέλειας των δύο δίδυμων τέκνων τους M. και S. Vallés Purrucker, μερικά από τα στοιχεία της οποίας περιγράφονται στις σκέψεις 41 έως 43 της αποφάσεως που εκδόθηκε στις 15 Ιουλίου 2010 επί της υποθέσεως C‑256/09 (3) (στο εξής: απόφαση Purrucker I).

3.        Με την εν λόγω απόφαση, απαντώντας σε προδικαστικό ερώτημα που είχε υποβάλει το Bundesgerichtshof (Γερμανία), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις των άρθρων 21 επ. του κανονισμού 2201/2003, σχετικά με την αναγνώριση αποφάσεως εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος, δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση εκτελεστών προσωρινών μέτρων που αφορούν το δικαίωμα της επιμέλειας και που εμπίπτουν στο άρθρο 20 του κανονισμού αυτού.

4.        Η εξεταζόμενη υπόθεση αφορά τους ίδιους διαδίκους και το δικαίωμα επιμέλειας των ίδιων τέκνων, αλλά, εν προκειμένω, το Amtsgericht Stuttgart (Γερμανία) ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί των κριτηρίων προσδιορισμού του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2201/2003. Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι ουσιώδης, καθώς από αυτόν προκύπτει ένα είδος ιεραρχίας μεταξύ των εν δυνάμει αρμόδιων δικαστηρίων, σύμφωνα με την οποία αναγνωρίζεται προτεραιότητα σε εκείνο που επελήφθη πρώτο έναντι εκείνου που επελήφθη δεύτερο.

5.        Στην αίτησή του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι οι διάδικοι της κύριας δίκης διαφωνούν ως προς το αν το γερμανικό δικαστήριο, στο οποίο προσέφυγε η Β. Purrucker στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, προκειμένου να ζητήσει την επί της ουσίας ρύθμιση του δικαιώματος επιμέλειας του γιου της M., είναι «το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο», κατά την έννοια του άρθρου 19 του κανονισμού 2201/2003, σε σχέση με το ισπανικό δικαστήριο στο οποίο ο G. Vallés Pérez υπέβαλε μεμονωμένη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στις 28 Ιουνίου 2007, ζητώντας τη λήψη προσωρινών μέτρων όσον αφορά το δικαίωμα επιμέλειας, και ενώπιον του οποίου άσκησε, στη συνέχεια, αγωγή, τον Ιανουάριο του 2008.

6.        Η υπόθεση αυτή καταδεικνύει ότι, μολονότι το άρθρο 19 του κανονισμού 2201/2003 ορίζει το νομικό καθεστώς της εκκρεμοδικίας μεταξύ των δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, δεν προσδιορίζει ποια είδη συγκρούσεων διαδικασιών εμπίπτουν στις διατάξεις αυτές. Το Δικαστήριο καλείται, για πρώτη, εξ όσων γνωρίζω, φορά, να αποφανθεί επί της έννοιας της «εκκρεμοδικίας», κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, σε περίπτωση εκδικάσεως αιτήσεως προσωρινών μέτρων και ταυτόχρονης εκδικάσεως αγωγής, που αφορούν αμφότερες τη γονική μέριμνα. Αμφιβολία ανακύπτει, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίον οι αυτοτελείς έννοιες που περιέχονται στον εν λόγω κανονισμό συνδέονται με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι διακρίνουν μεταξύ των διαφόρων ειδών ένδικων βοηθημάτων που σκοπούν στη λήψη μέτρων προσωρινού χαρακτήρα και εκείνων με τα οποία ζητείται η έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας της υποθέσεως. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με την αλληλεπίδραση των διατάξεων του άρθρου 19 και εκείνων των άρθρων 20 και 21 του κανονισμού 2201/2003.

II – Το νομικό πλαίσιο

7.        Πριν τεθεί σε ισχύ ο κανονισμός 2201/2003 (4), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε καταρτίσει με πράξη της 28ης Μαΐου 1998, βάσει του άρθρου K.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Σύμβαση σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές (5) (στο εξής: Σύμβαση «Βρυξέλλες ΙΙ»). Η Σύμβαση αυτή ουδέποτε τέθηκε σε ισχύ. Κατά το μέτρο όμως που ο κανονισμός 2201/2003 στηρίχθηκε στις διατάξεις της, η σχετική με την εν λόγω Σύμβαση εισηγητική έκθεση (6), την οποία συνέταξε η A. Borrás (στο εξής: έκθεση Borrás), χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για την ερμηνεία του κανονισμού αυτού.

8.        Ο κανονισμός 2201/2003 διαδέχθηκε τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί της διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας έναντι των κοινών τέκνων των συζύγων (7). Ο κανονισμός 1347/2000 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 2201/2003, ο οποίος έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής.

9.        Η δωδέκατη και η δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2201/2003 έχουν ως εξής:

«(12)          Οι κανόνες αρμοδιότητας που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού περί γονικής μέριμνας επιλέγονται υπό το πρίσμα του συμφέροντος του παιδιού, ειδικότερα δε του κριτηρίου της εγγύτητας. Αυτό σημαίνει ότι κατά πρώτο λόγο θα πρέπει να είναι αρμόδια τα δικαστήρια του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις μεταβολής της διαμονής του παιδιού ή ύστερα από συμφωνία μεταξύ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας.

[…]

(16)      Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα δικαστήρια κράτους μέλους να λαμβάνουν προσωρινά ή ασφαλιστικά μέτρα, σε επείγουσες περιπτώσεις, σχετικά με πρόσωπα ή περιουσιακά στοιχεία, τα οποία ευρίσκονται σε αυτό το κράτος.»

10.      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 2201/2003, που προσδιορίζει το πεδίο εφαρμογής του, ορίζει ότι ο κανονισμός αυτός «εφαρμόζεται, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου, σε αστικές υποθέσεις που αφορούν [...] την ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτο, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας». Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού διευκρινίζει ότι οι υποθέσεις αυτές «αφορούν:

α)      το δικαίωμα επιμέλειας και το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας·

β)      την επιτροπεία, την κηδεμονία και ανάλογους θεσμούς·

γ)      τον διορισμό και τα καθήκοντα προσώπων ή οργανώσεων στα οποία ανατίθεται η επιμέλεια του προσώπου ή η διοίκηση της περιουσίας του παιδιού, η εκπροσώπησή του ή η φροντίδα του· 

δ)      την τοποθέτηση του παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια ή σε ίδρυμα·

ε)      τα μέτρα προστασίας του παιδιού που συνδέονται με τη διοίκηση, τη συντήρηση ή τη διάθεση της περιουσίας του.»

11.      Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού 2201/2003, με τίτλο «Ορισμοί»:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)      Ο όρος “δικαστήριο” καλύπτει όλες τις αρχές των κρατών μελών που έχουν διεθνή δικαιοδοσία για τα ζητήματα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 1.

[…]

4)      Ο όρος “απόφαση” περιλαμβάνει κάθε απόφαση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου, καθώς και κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, που εκδίδεται από δικαστήριο κράτους μέλους, ασχέτως ονομασίας της, όπως “διαταγή”, “διάταξη” ή “απόφαση”.

[…]

7)      Ο όρος “γονική μέριμνα” περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που παρέχονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με δικαστική απόφαση, απευθείας από το νόμο ή με ισχύουσα συμφωνία όσον αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού. Ειδικότερα ο όρος περιλαμβάνει το δικαίωμα επιμέλειας και το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας.

[…]

9)      Ο όρος “δικαίωμα επιμέλειας” περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αφορούν τη φροντίδα για το πρόσωπο του παιδιού, και ειδικότερα το δικαίωμα απόφασης καθορισμού του τόπου διαμονής του.

[…]»

12.      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, που αφορά τη «Γενική δικαιοδοσία» ως προς τη γονική μέριμνα, προβλέπει τα εξής:

«Τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της άσκησης της προσφυγής.»

13.      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού προβλέπει τη «Διατήρηση της αρμοδιότητας της προγενέστερης συνήθους διαμονής του παιδιού» υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

«Όταν ένα παιδί μετοικεί νομίμως από ένα κράτος μέλος σε άλλο και αποκτά σε αυτό νέα συνήθη διαμονή, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού διατηρούν την αρμοδιότητά τους, κατά παρέκκλιση του άρθρου 8, για περίοδο τριών μηνών μετά τη μετοικεσία, προκειμένου να τροποποιήσουν απόφαση η οποία αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας εκδοθείσα σε αυτό το κράτος μέλος πριν από τη μετοικεσία του παιδιού, εφόσον ο δικαιούχος του δικαιώματος επικοινωνίας δυνάμει της αποφάσεως που αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας εξακολουθεί να διαμένει συνήθως στο κράτος μέλος της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού.»

14.      Το άρθρο 10 του ίδιου κανονισμού, το οποίο αφορά την «Αρμοδιότητα σε περίπτωση απαγωγής παιδιού», ορίζει ότι «[σ]ε περίπτωση παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης του παιδιού, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του διατηρούν την αρμοδιότητά τους έως ότου το παιδί έχει αποκτήσει συνήθη κατοικία σε άλλο κράτος μέλος […]».

15.      Το άρθρο 12 του κανονισμού 2201/2003 προβλέπει περιπτώσεις παρεκτάσεως της αρμοδιότητας, οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα, εφόσον το δεχθούν τα ενδιαφερόμενα μέρη, να αναγνωριστεί αρμοδιότητα του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί δεν έχει τη συνήθη διαμονή του, είτε επειδή το ζήτημα συνδέεται με εκκρεμή διαδικασία λύσεως του γάμου είτε επειδή το παιδί έχει στενή σχέση με αυτό το κράτος μέλος.

16.      Το άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού, για την «Αρμοδιότητα βασιζόμενη στην παρουσία του παιδιού», ορίζει τα εξής:

«1.      Όταν δεν μπορεί να διαπιστωθεί η συνήθης διαμονή του παιδιού και δεν μπορεί να προσδιορισθεί η αρμοδιότητα δυνάμει του άρθρου 12, αρμόδια είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί.

2.      Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται εξίσου σε παιδιά πρόσφυγες ή παιδιά τα οποία μετακινούνται διεθνώς λόγω ταραχών στη χώρα τους.»

17.      Το άρθρο 14 του κανονισμού 2201/2003, με τίτλο «Επικουρικές βάσεις δικαιοδοσίας», προβλέπει ότι «[ε]φόσον κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει δικαιοδοσία βάσει των άρθρων 8 έως 13, η δικαιοδοσία ρυθμίζεται, σε κάθε κράτος μέλος, από το δίκαιο του κράτους αυτού».

18.      Το άρθρο 15 του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να ισχύσει εξαίρεση από τους προβλεπόμενους από τον κανονισμό κανόνες περί δικαιοδοσίας, εάν το δικαστήριο κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει ιδιαίτερη σχέση είναι καταλληλότερο να εκδικάσει την υπόθεση.

19.      Το άρθρο 16 του κανονισμού 2201/2003, με τίτλο «Επιλαμβανόμενο δικαστήριο», ορίζει τα εξής:

«1.      Ένα δικαστήριο λογίζεται ως επιληφθέν:

α)      από της καταθέσεως στο δικαστήριο του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης ή άλλου ισοδύναμου εγγράφου, εφόσον ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κοινοποίηση ή την επίδοση του εγγράφου στον εναγόμενο,

ή

β)      εφόσον το έγγραφο πρέπει να κοινοποιηθεί ή να επιδοθεί προτού κατατεθεί στο δικαστήριο, την ημερομηνία παραλαβής του από την αρχή που είναι υπεύθυνη για την κοινοποίηση ή την επίδοση, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κατάθεση του εγγράφου στο δικαστήριο».

20.      Το άρθρο 19, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2201/2003, με τίτλο «Εκκρεμοδικία και συναφείς αγωγές», προβλέπει τα εξής:

«2.      Εάν έχουν ασκηθεί αγωγές για θέματα γονικής μέριμνας ενός παιδιού, με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία, ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο, αναστέλλει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία του μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

3.      Όταν διαπιστωθεί η δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο, κάθε δικαστήριο που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του υπέρ αυτού του δικαστηρίου.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο διάδικος που άσκησε τη σχετική αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα μπορεί να ασκήσει την αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.»

21.      Το άρθρο 20 του ίδιου κανονισμού, που αφορά τα «Προσωρινά και ασφαλιστικά μέτρα», ορίζει τα εξής:

«1.      Σε επείγουσες περιπτώσεις, οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν εμποδίζουν τα αρμόδια δικαστήρια κράτους μέλους να λαμβάνουν προσωρινά ή ασφαλιστικά μέτρα σχετικά με πρόσωπα ή περιουσιακά στοιχεία που ευρίσκονται στο κράτος αυτό, τα οποία προβλέπονται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, έστω και αν το δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υπόθεσης.

2.      Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παύουν να ισχύουν μόλις τα δικαστήρια του κράτους μέλους που έχουν διεθνή δικαιοδοσία να κρίνουν επί της ουσίας δυνάμει του παρόντος κανονισμού λάβουν τα μέτρα τα οποία θεωρούν προσήκοντα.»

22.      Σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003:

«Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς καμία διαδικασία.»

23.      Με το άρθρο 24 του ίδιου κανονισμού διευκρινίζεται:

«Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης δεν ερευνάται. Το κριτήριο της δημόσιας τάξης του άρθρου 22, στοιχείο α΄, και του άρθρου 23, στοιχείο α΄, δεν εφαρμόζεται στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας των άρθρων 3 έως 14.»

III – Η διαφορά της κύριας δίκης

Α –     Τα πραγματικά περιστατικά

24.      Από την απόφαση περί παραπομπής, τα περιγραφόμενα στην προπαρατεθείσα απόφαση Purrucker I πραγματικά περιστατικά και τον φάκελο της υποθέσεως που διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο από το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, περί τα μέσα του 2005, η Β. Purrucker, Γερμανίδα υπήκοος, μετακόμισε στην Ισπανία με τον G. Vallés Pérez, Ισπανό υπήκοο, γεννηθέντα στη Γερμανία. Στο πλαίσιο της μεταξύ τους σχέσεως, γεννήθηκαν πρόωρα, στις 31 Μαΐου 2006, δίδυμα τέκνα, ο υιός M. και η κόρη S. Ο G. Vallés Pérez αναγνώρισε τα τέκνα. Δεδομένου ότι οι γονείς συζούσαν, έχουν, κατά το ισπανικό δίκαιο, από κοινού το δικαίωμα επιμέλειας. Τα τέκνα έχουν τόσο τη γερμανική όσο και την ισπανική υπηκοότητα.

25.      Οι σχέσεις της Β. Purrucker και του G. Vallés Pérez επιδεινώθηκαν. Η Β. Purrucker επιθυμούσε να επιστρέψει στη Γερμανία με τα τέκνα της, ενώ ο G. Vallés Pérez, αρχικώς τουλάχιστον, δεν συμφωνούσε. Στις 30 Ιανουαρίου 2007, οι διάδικοι συνήψαν ενώπιον Ισπανού συμβολαιογράφου συμφωνητικό, το οποίο έπρεπε να επικυρωθεί από δικαστήριο προκειμένου να καταστεί εκτελεστό και σύμφωνα με το οποίο η Β. Purrucker έπρεπε να μετακομίσει στη Γερμανία μαζί με τα τέκνα (8).

26.      Λόγω προβλημάτων υγείας, το τέκνο S. δεν μπόρεσε να λάβει εξιτήριο από το νοσοκομείο την ημέρα κατά την οποίαν είχε προγραμματιστεί η αναχώρηση. Ως εκ τούτου, η Β. Purrucker μετέβη στη Γερμανία με τον υιό της M. στις 2 Φεβρουαρίου 2007.

27.      Μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης εκκρεμούν τρεις διαδικασίες:

–        η πρώτη, στην Ισπανία, κινήθηκε από τον G. Vallés Pérez και έχει ως αντικείμενο τη λήψη προσωρινών μέτρων. Φαίνεται όμως ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, θα μπορούσε να θεωρηθεί διαδικασία επί της ουσίας της υποθέσεως, με αντικείμενο την ανάθεση της επιμέλειας των τέκνων M. και S., 

–        η δεύτερη, στη Γερμανία, κινήθηκε από τον G. Vallés Pérez και έχει ως αντικείμενο την κήρυξη της εκτελεστότητας της διατάξεως του Juzgado de Primera Instancia n° 4 de San Lorenzo de El Escorial (Ισπανία) (στο εξής: Juzgado de Primera Instancia) για τη λήψη προσωρινών μέτρων. Πρόκειται για τη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Purrucker I, και

–        η τρίτη, στη Γερμανία, κινήθηκε από την Β. Purrucker και έχει ως αντικείμενο την ανάθεση της επιμέλειας των ίδιων αυτών τέκνων· πρόκειται για τη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε η εξεταζόμενη αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

Β –     Β –       Οι τρεις εκκρεμείς διαδικασίες

1.      Η διαδικασία που κινήθηκε στην Ισπανία από τον G. Vallés Pérez με σκοπό τη λήψη προσωρινών μέτρων σχετικών με την επιμέλεια (και ενδεχομένως εν όψει εκδόσεως αποφάσεως επί της ουσίας)

28.      Τον Ιούνιο του 2007, ο G. Vallés Pérez κίνησε ενώπιον του Juzgado de Primera Instancia διαδικασία λήψεως προσωρινών μέτρων με αίτημα, μεταξύ άλλων, να του αναγνωριστεί το δικαίωμα επιμέλειας των τέκνων M. και S.

29.      Με διάταξη της 8ης Νοεμβρίου 2007, το Juzgado de Primera Instancia κήρυξε εαυτό αρμόδιο (9) και έλαβε επείγοντα και προσωρινά μέτρα (10), κρίνοντας όσον αφορά το δικαίωμα επιμέλειας των τέκνων. Επί της εν λόγω διατάξεως εκδόθηκε διορθωτική διάταξη στις 28 Νοεμβρίου 2007, και το σημείο 1 του διατακτικού τροποποιήθηκε ως προς το ότι αναγνωρίζει στον πατέρα το «δικαίωμα της επιμέλειας» και όχι πλέον το «δικαίωμα της κοινής επιμέλειας».

30.      Με διάταξη της 28ης Οκτωβρίου 2008, το Juzgado de Primera Instancia τοποθετήθηκε επί του ζητήματος του «δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο», κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003. Έκρινε ότι είχε ήδη αποφανθεί επί του ζητήματος της δικαιοδοσίας του με τη διάταξη της 8ης Νοεμβρίου 2007 και υπενθύμισε τα διάφορα πραγματικά περιστατικά-συνδέσμους που παρατίθενται στην εν λόγω διάταξη. Επισήμανε ότι, στις 28 Ιουνίου 2007, είχε δεχθεί την αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων σχετικά με την επιμέλεια των τέκνων M. και S. Δεδομένου ότι η μητέρα προσέφυγε στο γερμανικό δικαστήριο μόλις τον Σεπτέμβριο του 2007, το Juzgado de Primera Instancia θεώρησε εαυτό «δικαστήριο που επελήφθη πρώτο», κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2201/2003 και κήρυξε εαυτό αρμόδιο να εκδικάσει την υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

31.      Με απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2010, το 24ο τμήμα του Audiencia Provincial de Madrid (Ισπανία), το οποίο επελήφθη εφέσεως της Β. Purrucker, επικύρωσε τη διάταξη της 28ης Οκτωβρίου 2008. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 του κανονισμού 2201/2003, πρώτη αίτηση παροχής ένδικης προστασίας ήταν η αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων που κατατέθηκε κατά το ισπανικό δίκαιο ενώπιον του Juzgado de Primera Instancia πριν από την αγωγή που ασκήθηκε ενώπιον του γερμανικού δικαστηρίου. Το Audiencia provincial de Madrid έκρινε ότι, αντιθέτως, το επικαλούμενο από την εκκαλούσα άρθρο 20 του κανονισμού 2201/2003, ακόμη και αν είχε εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, δεν καθιερώνει κανέναν κανόνα περί δικαιοδοσίας και αφορά αποκλειστικά τη λήψη συντηρητικών μέτρων σε επείγουσες μόνον περιπτώσεις, ενώ η δικαιοδοσία, η οποία και αποτελούσε το ζητούμενο στην προκειμένη περίπτωση, καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 19 του εν λόγω κανονισμού.

2.      Η διαδικασία που κίνησε στη Γερμανία ο G. Vallés Pérez με αίτημα να κηρυχθεί εκτελεστή η διάταξη της 8ης Νοεμβρίου 2007 που εξέδωσε το ισπανικό δικαστήριο

32.      Πρόκειται για τη διαδικασία επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Purrucker I. Αρχικώς, ο G. Vallés Pérez είχε ζητήσει, μεταξύ άλλων, να διαταχθεί η επιστροφή του υιού του M. και, προληπτικώς, να κηρυχθεί εκτελεστή η διάταξη του Juzgado de Primera Instancia της 8ης Νοεμβρίου 2007. Εν συνεχεία, όμως, προέβαλε ως κύριο το αίτημα κηρύξεως της εκτελεστότητας της εν λόγω διατάξεως. Κατά συνέπεια, το Amtsgericht Stuttgart, με απόφαση της 4ης Ιουλίου 2008, και το Oberlandesgericht Stuttgart (Γερμανία), με την απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2008 που εκδόθηκε κατ’ έφεση, κήρυξαν τη διάταξη του ισπανικού δικαστηρίου εκτελεστή.

33.      Κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η Β. Purrucker, το Bundesgerichtshof υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο. Με την προπαρατεθείσα απόφαση Purrucker Ι, το Δικαστήριο απάντησε ότι οι διατάξεις των άρθρων 21 επ. του κανονισμού 2201/2003, σχετικά με την αναγνώριση αποφάσεων που εκδόθηκαν σε άλλο κράτος μέλος, δεν εφαρμόζονται επί προσωρινών μέτρων σε υποθέσεις επιμέλειας, τα οποία εμπίπτουν στο άρθρο 20 του κανονισμού αυτού.

3.      Η διαδικασία που κίνησε στη Γερμανία η Β. Purrucker για την ανάθεση του δικαιώματος επιμέλειας

34.      Στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, προτού, δηλαδή, εκδοθεί η ως άνω απόφαση του Juzgado de Primera Instancia, η Β. Purrucker, με αγωγή που άσκησε ενώπιον του Amtsgericht Albstadt (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Albstadt, Γερμανία), ζήτησε να της ανατεθεί αποκλειστικώς το δικαίωμα επιμέλειας των τέκνων M. και S. Η αγωγή αυτή επιδόθηκε στον καθού της κύριας δίκης μόλις στις 22 Φεβρουαρίου 2008 με συστημένη ταχυδρομική επιστολή έναντι αποδείξεως παραλαβής. Εντούτοις, τόσον ο καθού όσο και το ισπανικό δικαστήριο είχαν ήδη λάβει γνώση της αγωγής αυτής.

35.      Από τις αποφάσεις, ιδίως, του Amtsgericht Albstadt της 25ης Σεπτεμβρίου 2007 και της 9ης Ιανουαρίου 2008 προκύπτει ότι, κατά την κρίση του δικαστηρίου αυτού, η αγωγή της Β. Purrucker δεν είχε πιθανότητες να ευδοκιμήσει. Ειδικότερα, εφόσον οι γονείς δεν ήταν παντρεμένοι και δεν υφίστατο, προφανώς, δήλωση περί δικαιώματος κοινής επιμέλειας –δεδομένου ότι το ενώπιον συμβολαιογράφου καταρτισθέν συμφωνητικό της 30ής Ιανουαρίου 2007 δεν μπορούσε να εκληφθεί ως συνιστών τέτοια δήλωση–, η Β. Purrucker είχε το αποκλειστικό δικαίωμα επιμέλειας των τέκνων και, ως εκ τούτου, παρείλκε η έκδοση αποφάσεως για την ανάθεση του δικαιώματος επιμέλειας. Το Αmtsgericht Albstadt έκανε, εξάλλου, μνεία της εκκρεμούς διαδικασίας στην Ισπανία.

36.      Με μη οριστική απόφαση της 19ης Μαρτίου 2008, το Amtsgericht Albstadt απέρριψε, μεταξύ άλλων, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, το αίτημα της Β. Purrucker όσον αφορά το τέκνο S. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε στις 5 Μαΐου 2008 από το Oberlandesgericht Stuttgart.

37.      Με άλλη διάταξη της 19ης Μαρτίου 2008, το Amtsgericht Albstadt ανέστειλε τη διαδικασία για το δικαίωμα επιμέλειας δυνάμει του άρθρου 16 της Συμβάσεως για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών, που υπογράφηκε στις 25 Οκτωβρίου 1980, στο πλαίσιο της συνδιάσκεψης ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της Χάγης (στο εξής: Σύμβαση της Χάγης του 1980) (11). Η διαδικασία αυτή συνεχίσθηκε στις 28 Μαΐου 2008, κατόπιν αιτήματος της Β. Purrucker, διότι ο G. Vallés Pérez δεν είχε έως τότε υποβάλει αίτηση επαναπατρισμού βάσει της Συμβάσεως της Χάγης του 1980. Τέτοια αίτηση δεν υποβλήθηκε ούτε αργότερα.

38.      Εξαιτίας της αιτήσεως του G. Vallés Pérez να κηρυχθεί εκτελεστή η διάταξη του Juzgado de Primera Instancia της 8ης Νοεμβρίου 2007, η σχετική με το δικαίωμα επιμέλειας διαδικασία παραπέμφθηκε στον Familiengericht (δικαστή οικογενειακών υποθέσεων) του Amtsgericht Stuttgart, σύμφωνα με το άρθρο 13 του νόμου για την εκτέλεση και την εφαρμογή συγκεκριμένων νομικών μέσων στο πεδίο του διεθνούς οικογενειακού δικαίου (Gesetz zur Aus- und Durchführung bestimmter Rechtsinstrumente auf dem Gebiet des internationalen Familienrechts).

39.      Στις 16 Ιουλίου 2008, η Β. Purrucker κατέθεσε ενώπιον του Amtsgericht Stuttgart, βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού 2201/2003, αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων, με αίτημα να της ανατεθεί αποκλειστικώς το δικαίωμα επιμέλειας του υιού της Μ. ή, επικουρικώς, το αποκλειστικό δικαίωμα καθορισμού της κατοικίας του εν λόγω τέκνου.

40.      Από τη δικογραφία που διαβίβασε προς το Δικαστήριο το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι ο Γερμανός δικαστής επιχείρησε επανειλημμένως χωρίς επιτυχία να έρθει σε επαφή με τον Ισπανό συνάδελφό του που είχε ήδη διατάξει προσωρινά μέτρα στην υπόθεση, προκειμένου να πληροφορηθεί εάν εκκρεμούσε διαδικασία επί της ουσίας στην Ισπανία.

41.      Στις 28 Οκτωβρίου 2008, ο δικαστής του Amtsgericht Stuttgart εξέδωσε διάταξη στην οποία εξέθεσε τις ενέργειες που είχαν γίνει προς τον Ισπανό δικαστικό σύνδεσμο και την έλλειψη απαντήσεως εκ μέρους του Juzgado de Primera Instancia. Ζήτησε, δε, από τους διαδίκους να δηλώσουν και να αποδείξουν, πρώτον, την ημερομηνία κατά την οποίαν ο πατέρας υπέβαλε την αίτηση για τη λήψη προσωρινών μέτρων στην Ισπανία, δεύτερον, την κοινοποίηση της διατάξεως του ισπανικού δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 2007 και, τρίτον, την κατάθεση από τον πατέρα της αγωγής στην Ισπανία, καθώς και την ημερομηνία της κοινοποιήσεώς της στη μητέρα.

42.      Επίσης, στις 28 Οκτωβρίου 2008, το Juzgado de Primera εξέδωσε τη διάταξη της οποίας το περιεχόμενο περιγράφεται στο σημείο 30 της παρούσας γνώμης.

43.      Αφού κάλεσε τους διαδίκους να λάβουν εκ νέου θέση, το Amtsgericht Stuttgart εξέδωσε διάταξη στις 8 Δεκεμβρίου 2008. Σε αυτήν μνημονεύει τη διάταξη του Juzgado de Primera Instancia της 28ης Οκτωβρίου 2008 και το ένδικο μέσο που πρόκειται να καταθέσει κατ’ αυτής η Β. Purrucker. Το Amtsgericht Stuttgart έκρινε ότι δεν μπορούσε να αποφανθεί το ίδιο επί του ζητήματος του «πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου», διότι τούτο θα έθιγε την ασφάλεια του δικαίου, καθόσον υπήρχε το ενδεχόμενο δύο δικαστήρια διαφορετικών κρατών μελών να εκδώσουν αντιφατικές αποφάσεις. Κατά την άποψή του, το ζήτημα έπρεπε να κριθεί από το δικαστήριο εκείνο το οποίο κήρυξε πρώτο εαυτό αρμόδιο. Κατά συνέπεια, το Amtsgericht Stuttgart αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003, μέχρις ότου η διάταξη του Juzgado de Primera Instancia αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

44.      Η Β. Purrucker άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του Amtsgericht Stuttgart. Στις 14 Μαΐου 2009, το Oberlandesgericht Stuttgart εξαφάνισε την ως άνω απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση στο Amtsgericht Stuttgart προς έκδοση νέας αποφάσεως. Το Oberlandesgericht Stuttgart έκρινε ότι κάθε δικαστήριο οφείλει να ερευνά το ίδιο κατά πόσον έχει δικαιοδοσία και ότι το άρθρο 19 του κανονισμού 2201/2003 δεν παρείχε σε κανένα από τα δικαστήρια που είχαν επιληφθεί αποκλειστική αρμοδιότητα να κρίνει ποιο δικαστήριο επιλήφθηκε πρώτο. Το Oberlandesgericht Stuttgart επισήμανε ότι η αίτηση για την ανάθεση της επιμέλειας, την οποία κατέθεσε ο G. Vallés Pérez τον Ιούνιο του 2007 στην Ισπανία, εντασσόταν στο πλαίσιο διαδικασίας λήψεως προσωρινών μέτρων, ενώ το αίτημα της Β. Purrucker να της ανατεθεί η επιμέλεια των τέκνων προβλήθηκε στο πλαίσιο αγωγής που άσκησε στις 20 Σεπτεμβρίου 2007 στη Γερμανία. Μια τέτοια αγωγή και μια διαδικασία με σκοπό τη λήψη προσωρινών μέτρων δεν έχουν ούτε το ίδιο αντικείμενο ούτε τα ίδια αιτήματα. Το ίδιο δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε, ενδεχομένως, να γίνει δεκτό ότι υφίσταται θετική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ δύο δικαστηρίων.

45.      Με διάταξη της 8ης Ιουνίου 2009, το Amtsgericht Stuttgart υπέβαλε εκ νέου στους διαδίκους ερώτηση σχετικά με το στάδιο στο οποίο βρισκόταν η διαδικασία στην Ισπανία και τους κάλεσε να λάβουν θέση επί του ενδεχομένου υποβολής στο Δικαστήριο αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως όσον αφορά τον προσδιορισμό του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο, σύμφωνα με το άρθρο 104α του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

46.      Στις 21 Ιανουαρίου 2010, το Audiencia Provincial de Madrid αποφάνθηκε επί της εφέσεως που άσκησε η Β. Purrucker με την απόφαση που μνημονεύεται στο σημείο 31 της παρούσας γνώμης. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε ταχυδρομικώς στο Αmtsgericht Stuttgart από τον Γερμανό δικηγόρο του G. Vallés Pérez.

IV – Η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος

47.      Με διάταξη της 31ης Μαΐου 2010 που κατατέθηκε στο πρωτόκολλο του Δικαστηρίου στις 16 Ιουνίου 2010 (12), το Amtsgericht Stuttgart αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Εφαρμόζεται το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού [2201/2003], οσάκις δικαστήριο κράτους μέλους, επιληφθέν πρώτο για τη ρύθμιση της γονικής μέριμνας κατόπιν αιτήσεως του ενός διάδικου, δικάζει κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων και δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, επιληφθέν μεταγενέστερα κατόπιν ένδικης προσφυγής του άλλου διαδίκου με το ίδιο αντικείμενο, δικάζει επί της ουσίας της υποθέσεως;

2)      Εφαρμόζεται η ως άνω διάταξη επίσης οσάκις απόφαση, ληφθείσα σε κράτος μέλος στο πλαίσιο μεμονωμένης διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, δεν δύναται να αναγνωρισθεί σε άλλο κράτος μέλος υπό την έννοια του άρθρου 21 του κανονισμού (EΚ) 2201/2003;

3)      Ισοδυναμεί η προσφυγή σε δικαστήριο κράτους μέλους στο πλαίσιο μεμονωμένης διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων με προσφυγή για εκδίκαση επί της ουσίας υπό την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003, οσάκις, κατά το εθνικό δικονομικό δίκαιο του κράτους αυτού, πρέπει να ακολουθήσει, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, προσφυγή στο δικαστήριο αυτό για εκδίκαση επί της ουσίας της υποθέσεως, προκειμένου να αποφευχθούν δικονομικά προσκόμματα;»

48.      Προς στήριξη της αιτήσεώς του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, κατά την άποψή του, δεν υφίσταται καμία εύλογη αμφιβολία ως προς το ότι ο υιός των διαδίκων M. είχε στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, ημερομηνία καταθέσεως από την B. Purrucker της αγωγής για την ανάθεση της επιμέλειάς του, τη συνήθη διαμονή του στη Γερμανία.

49.      Κατά το ίδιο δικαστήριο, το Juzgado de Primera Instancia δεν διέθετε, βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 2201/2003, συνεχή δικαιοδοσία έως τις 21 Σεπτεμβρίου 2007, δεδομένου ότι τα μέλη της οικογένειας είχαν προηγουμένως την κοινή συνήθη διαμονή τους στην Ισπανία, διότι ούτε πιθανολογείται ούτε αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα μετέφερε τον υιό των διαδίκων από την Ισπανία στη Γερμανία παρανόμως.

50.      Το Amtsgericht Stuttgart υπενθυμίζει ότι, κατά το άρθρο 16 του κανονισμού 2201/2003, ένα δικαστήριο λογίζεται ως επιληφθέν από της καταθέσεως στο δικαστήριο του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης, εφόσον ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κοινοποίηση ή την επίδοση του εγγράφου στον εναγόμενο.

51.      Επισημαίνει ότι η αγωγή της 20ής Σεπτεμβρίου 2007 κατατέθηκε μεν στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, κοινοποιήθηκε όμως στον εναγόμενο μόλις στις 22 Φεβρουαρίου 2008, για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται η Β. Purrucker και οι οποίοι ανάγονται στην αμφισβήτηση, στο πλαίσιο της διαδικασίας παροχής δικαστικής προστασίας, της διεθνούς δικαιοδοσίας του εν λόγω δικαστηρίου να λάβει μέτρα σχετικά με το δικαίωμα επιμέλειας της κόρης των διαδίκων S., η οποία ζούσε στην Ισπανία.

52.      Το Amtsgericht Stuttgart αναφέρει ότι το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003 προβλέπει ότι το δικαστήριο κράτους μέλους το οποίο επελήφθη πρώτο αγωγής που αφορούσε τη γονική μέριμνα ενός τέκνου είναι κατά προτεραιότητα αρμόδιο σε σχέση με δικαστήριο άλλου κράτους μέλους το οποίο επελήφθη μεταγενεστέρως αγωγής με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία. Εκτιμά, δε, ότι το αντικείμενο της διαφοράς που είχε ως αποτέλεσμα να κινηθεί, τον Ιούνιο του 2007, διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του ισπανικού δικαστηρίου ταυτίζεται με εκείνο που οδήγησε στην άσκηση αγωγής, της οποίας επελήφθη το γερμανικό δικαστήριο τον Σεπτέμβριο του 2007. Αμφότερες οι διαδικασίες έχουν πράγματι ως αντικείμενο αίτημα λήψεως δικαστικών μέτρων όσον αφορά τη γονική μέριμνα του ίδιου κοινού τέκνου. Σε αμφότερες τις διαδικασίες οι διάδικοι είναι οι ίδιοι και, σε καθεμιά από αυτές, κάθε διάδικος ζητεί να του ανατεθεί αποκλειστικώς η επιμέλεια.

53.      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι η χρονική προτεραιότητα μιας διαδικασίας εκτιμάται βάσει του άρθρου 16 του κανονισμού 2201/2003. Επισημαίνει, εντούτοις, ότι το γράμμα της εν λόγω διατάξεως, καθόσον δεν προβαίνει σε διάκριση μεταξύ διαδικασίας επί της ουσίας και διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων για τη λήψη προσωρινών μέτρων, επιτρέπει διάφορες νομικές προσεγγίσεις ως προς το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003.

54.      Από τη νομική άποψη που υιοθέτησαν το Juzgado de Primera Instancia και το Audiencia Provincial de Madrid προκύπτει ότι ένα ισπανικό δικαστήριο λογίζεται ως επιληφθέν, υπό την έννοια του άρθρου 16 και του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003, από την κατάθεση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Ο συνδυασμός διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων και μεταγενεστέρως κινηθείσας διαδικασίας επί της ουσίας αποτελεί διαδικαστική ενότητα. Μια διάταξη προσωρινών μέτρων καθίσταται ipso jure ανενεργός εάν εντός 30 ημερών από της επιδόσεώς της δεν κινηθεί διαδικασία επί της ουσίας.

55.      Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η διαδικασία για την επιμέλεια του υιού των διαδίκων M. εκκρεμεί ενώπιον του ισπανικού δικαστηρίου, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003, όχι από τον Ιανουάριο του 2008, αλλά από τις 28 Ιουνίου 2007.

56.      Αντιθέτως, σύμφωνα με σημαντική μερίδα της γερμανικής θεωρίας και με τη διάταξη της 14ης Μαΐου 2009 του Oberlandesgericht Stuttgart, το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003 δεν αφορά τη σχέση μεταξύ αγωγής ουσίας και διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, αφού πρόκειται για διαδικασίες με διαφορετικά αντικείμενα, παρά το γεγονός ότι μια απόφαση αναθέσεως της επιμέλειας τέκνου επιφέρει τα ίδια αποτελέσματα είτε ληφθεί στο πλαίσιο ασφαλιστικών μέτρων είτε κατόπιν αγωγής. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται και από το γεγονός ότι τα άρθρα 21 επ. του κανονισμού 2201/2003 δεν εφαρμόζονται στα προσωρινά μέτρα, υπό την έννοια του άρθρου 20 του προαναφερθέντος κανονισμού.

57.      To Amtsgericht Stuttgart προσθέτει ότι η επικύρωση, εκ μέρους του Audiencia provincial de Madrid, της διεθνούς δικαιοδοσίας του Juzgado de Primera Instancia, η οποία απέκτησε ισχύ δεδικασμένου από τις 21 Ιανουαρίου 2010, και του ότι το Juzgado de Primera Instancia αποτελεί το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο δεν μπορεί να στηρίξει το συμπέρασμα που προβλέπεται από το άρθρο 19, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003, ότι έχει «διαπιστωθεί η δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο». Η απόφαση αυτή δεν δεσμεύει το γερμανικό δικαστήριο, δεδομένου ότι ο κανονισμός 2201/2203 δεν προβλέπει τέτοιου είδους δεσμευτική ισχύ. Αντίθετη άποψη θα ευνοούσε «ανταγωνισμό» μεταξύ των δικαστηρίων όσον αφορά την προτεραιότητα της δικαιοδοσίας, το αποτέλεσμα του οποίου θα εξαρτιόταν από περιστάσεις και ιδιαιτερότητες του εθνικού δικονομικού δικαίου. Η απόφαση δεν θα μπορούσε να αναγνωριστεί κατά την έννοια του άρθρου 21 του κανονισμού 2201/2003, καθώς δεν θα αποτελούσε επί της ουσίας απόφαση για τη ρύθμιση της γονικής μέριμνας, αλλά απόφαση επί ενός διαδικαστικού μόνον ζητήματος.

58.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η απαγόρευση ελέγχου της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού 2201/2003, έχει εφαρμογή μόνο στην περίπτωση που εκδίδεται απόφαση επί της ουσίας της υποθέσεως. Η αρχή αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι η σχετική διάταξη εντάσσεται στο κεφάλαιο III, τμήμα 1, του κανονισμού 2201/2003, το οποίο αφορά την αναγνώριση των αποφάσεων. Πλην όμως, το ισπανικό δικαστήριο δεν έχει ακόμη εκδώσει απόφαση επί της ουσίας.

59.      Επιπλέον, η ενδεχόμενη αναγνώριση, δυνάμει του άρθρου 21 του κανονισμού 2201/2003, του προσωρινού μέτρου επιμέλειας που διέταξε το Juzgado de Primera Instancia, στις 8 Νοεμβρίου 2007, δεν μπορεί, κατά το αιτούν δικαστήριο, να επεκταθεί απλώς και σε μεταγενέστερη απόφαση επί της ουσίας.

V –    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

60.      Με την απόφαση περί παραπομπής, το Amtsgericht Stuttgart ζήτησε την εκδίκαση της προδικαστικής παραπομπής με την ταχεία διαδικασία δυνάμει του άρθρου 104β του Κανονισμού Διαδικασίας. Με επιστολή της 1ης Ιουλίου 2010, το Amtsgericht Stuttgart αποσαφήνισε την αίτησή του διευκρινίζοντας ότι αφορούσε την εφαρμογή όχι του ως άνω άρθρου 104β, αλλά του άρθρου 104α του Κανονισμού Διαδικασίας.

61.      Με διάταξη της 15ης Ιουλίου 2010, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έκανε δεκτό το αίτημα αυτό.

62.      Στο πλαίσιο της κρινομένης υποθέσεως διατύπωσαν παρατηρήσεις, τόσο γραπτές όσο και προφορικές, η Β. Purrucker, η Γερμανική, η Τσεχική, η Ισπανική, η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου κατέθεσε γραπτές μόνον παρατηρήσεις.

63.      Στην ουσιαστική υπόθεση που περιγράφει το αιτούν δικαστήριο, στην περίπτωση, δηλαδή, που μια πρώτη αίτηση με σκοπό τη λήψη προσωρινών μέτρων ανταγωνίζεται μια δεύτερη αγωγή ουσίας ως προς το ίδιο τέκνο, οι παρεμβαίνοντες συμφωνούν, γενικώς, ότι τα προσωρινά μέτρα που ζητούνται βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού 2201/2003 δεν δύνανται να επιφέρουν την εκκρεμοδικία του άρθρου 19 του κανονισμού 2201/2003.

64.      Όσον αφορά τα μέτρα που ελήφθησαν από αρμόδιο δικαστή εκτός του πεδίου εφαρμογής του ως άνω άρθρου 20, εμφανίζονται, κατά την άποψή μου, δύο αντικρουόμενες ομάδες απόψεων. Αφενός, η αιτούσα της κύριας δίκης, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, καθώς και η Επιτροπή υποστηρίζουν την άποψη ότι δεν επέρχεται εκκρεμοδικία στην υποθετική ως άνω περίπτωση, καθόσον η αίτηση προσωρινών μέτρων δεν έχει το ίδιο αντικείμενο με μια αίτηση εκδόσεως αποφάσεως επί της ουσίας, ακόμη και αν μπορούν να έχουν και οι δύο το ίδιο αντικείμενο, όπως την ανάθεση της επιμέλειας ενός παιδιού. Αφετέρου, η Τσεχική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας και η Γαλλική Δημοκρατία εκτιμούν ότι ο κανονισμός 2201/2003 δεν κάνει διάκριση αναλόγως της διαδικαστικής φύσεως της αιτήσεως και ότι, κατά συνέπεια, μία διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να οδηγήσει σε εκκρεμοδικία όσο και μία διαδικασία επί της ουσίας.

VI – Ανάλυση

Α –     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1.      Επί της σχέσεως μεταξύ δεδικασμένου και εκκρεμοδικίας

65.      Είναι, κατά την άποψή μου, σκόπιμο να διευκρινιστούν πρωτίστως οι σχέσεις που υφίστανται ανάμεσα σε ορισμένα στοιχεία-κλειδιά μεταξύ αυτών που ασκούν επιρροή στην απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο στα προδικαστικά ερωτήματα.

66.      Ο κύριος σκοπός των διατάξεων περί εκκρεμοδικίας είναι να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών ή και ασύμβατων, ως προς τα αποτελέσματά τους, αποφάσεων (13) από τα δικαστήρια περισσότερων κρατών μελών (14). Ως εκ τούτου, υφίσταται στενή σχέση μεταξύ των εννοιών της εκκρεμοδικίας και του δεδικασμένου (ή res judicata) (15).

67.      Στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των διαφόρων εννόμων τάξεων, τόσο η διεθνής εκκρεμοδικία που προκύπτει από διαδικασία σε εξέλιξη εκτός της εθνικής επικράτειας όσο και η ισχύς δεδικασμένου αποφάσεως που έχει εκδοθεί από αλλοδαπό δικαστήριο συνδέονται με το ζήτημα της αναγνωρίσεως των αποφάσεων. Δεδομένου ότι μια απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου δεν δύναται να αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου στο πλαίσιο μιας έννομης τάξεως παρά μόνον εάν αναγνωριστεί σε αυτήν, μια διαδικασία που έχει κινηθεί στο εξωτερικό δεν δύναται να δημιουργήσει εκκρεμοδικία παρά μόνον εάν μπορεί να οδηγήσει σε απόφαση δυνάμενη να αναγνωριστεί στην έννομη τάξη του δικαστηρίου που επελήφθη δεύτερο (16).

68.      Ο σύνδεσμος μεταξύ της εκκρεμοδικίας και του δεδικασμένου προκύπτει επίσης από το γεγονός ότι μια απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου όσον αφορά τη διαφορά που επιλύει δεν επιτρέπει την εκ νέου κρίση της ίδιας διαφοράς σε άλλη διαδικασία, είτε μεταξύ των ίδιων διαδίκων είτε γενικότερα (17). Το αποτέλεσμα αυτό, γνωστό ως αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου, συνδέεται με την αρχή ne bis in idem, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου, αναγνωρισμένη διεθνώς.

69.      Όσον αφορά τη θετική λειτουργία του δεδικασμένου, αυτή απορρέει από την ουσιαστική αποστολή των δικαστηρίων που είναι να εκδικάζουν τις αντιδικίες μεταξύ των μερών προκειμένου να επιλύσουν αυθεντικά τη συνδεόμενη με την επίδικη έννομη σχέση διαφορά. Αυτό σημαίνει ότι μια απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως δεσμευτική στις λοιπές διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες.

70.      Η αρνητική και η θετική διάσταση του δεδικασμένου μιας αποφάσεως πρέπει να αναλυθούν τόσο από υποκειμενική όσο και από αντικειμενική άποψη. Το υποκειμενικό αποτέλεσμα μιας αποφάσεως μπορεί να περιοριστεί αποκλειστικώς στη σχέση μεταξύ των διαδίκων. Αυτό αφορά ιδίως τις αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων που έχουν απλώς αναγνωριστικό χαρακτήρα, στο μέτρο που επιβεβαιώνουν απλώς ήδη υφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις των διαδίκων, βάσει της έννομης σχέσεως που τους ενώνει, και συνάγουν τις ανάλογες συνέπειες. Αντιθέτως, οι διαπλαστικές αποφάσεις μπορούν να έχουν ευρύτερο υποκειμενικό πεδίο, στον βαθμό που δημιουργούν νέες ή μεταβάλλουν ήδη υφιστάμενες έννομες σχέσεις.

71.      Οι αποφάσεις που αφορούν τη γονική μέριμνα έχουν συνήθως διαπλαστικό χαρακτήρα, καθώς παρέχουν ή τροποποιούν δικαιώματα σχετικά με αυτήν. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις αυτές μπορούν να έχουν ισχύ δεδικασμένου extra partes και όχι μόνον μεταξύ των διαδίκων. Για παράδειγμα, μια απόφαση που παρέχει το δικαίωμα επιμέλειας ενός τέκνου αποκλειστικά στη μητέρα δεσμεύει τις διοικητικές και τις δικαστικές αρχές όσον αφορά τη νομική εκπροσώπηση του τέκνου.

72.      Αντιθέτως, το δεδικασμένο των αποφάσεων που εκδίδονται στον τομέα αυτόν δεν αναπτύσσει συνήθως την αρνητική του λειτουργία. Με άλλα λόγια, η ανάθεση ή ο τρόπος ασκήσεως της γονικής μέριμνας μπορούν συνήθως να επανεξεταστούν από αρμόδιο δικαστήριο σε νέα διαδικασία, χωρίς κάτι τέτοιο να εμποδίζεται από απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ νόμου. Όπως εξήγησε η γενική εισαγγελέας E. Sharpston στην προμνημονευθείσα υπόθεση Purrucker I (18), οι αποφάσεις περί γονικής μέριμνας είναι αναγκαστικά περισσότερο ή λιγότερο «οριστικής ισχύος». Το συμφέρον του τέκνου, το οποίο αποτελεί συναφώς την κύρια κατευθυντήρια γραμμή, επιβάλλει οι αποφάσεις που αφορούν το τέκνο αυτό να υπόκεινται, αν χρειαστεί, σε μεταρρύθμιση.

73.      Ο λόγος υπάρξεως της εκκρεμοδικίας έγκειται στη θετική λειτουργία του δεδικασμένου της αποφάσεως που θα εκδοθεί από το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο. Στον βαθμό που η απόφαση αυτή μπορεί να αναγνωριστεί από την έννομη τάξη του δικαστηρίου που επελήφθη δεύτερο, εμποδίζει την έκδοση αντίθετης ή και ασύμβατης προς αυτήν αποφάσεως από το δεύτερο δικαστήριο, αν αυτό δεν κατορθώσει να αποφανθεί πριν το πρώτο. Αντιθέτως, σε περίπτωση που το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο κατόρθωνε να αποφανθεί πριν το δικαστήριο που επελήφθη πρώτο, η υποχρέωση αναγνωρίσεως της αποφάσεως που εξέδωσε αυτό το τελευταίο θα καθίστατο άνευ αντικειμένου. Σύμφωνα με τη γενική αρχή της perpetuatio fori, ο κανόνας της εκκρεμοδικίας σύμφωνα με τον οποίον προβλέπεται χρονική προτεραιότητα υπέρ του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου αποτελεί την πλέον συμβατή λύση με τον κανόνα του δεδικασμένου που αφορά τις δυνάμενες να αναγνωριστούν αλλοδαπές αποφάσεις. Η λύση αυτή λαμβάνει υπόψη ότι τα δικονομικά αποτελέσματα από την προσφυγή σε ένα δικαστήριο αρχίζουν να παράγονται από τον χρόνο της προσφυγής και συνεχίζονται μέχρι το πέρας της διαδικασίας που κινήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού.

74.      Όπως το δεδικασμένο, έτσι και η εκκρεμοδικία πρέπει να αναλυθεί τόσο από υποκειμενικής όσο και από αντικειμενικής απόψεως. Παρά τις διαφορές στην ορολογία που χρησιμοποιούν οι διάφορες γλωσσικές αποδόσεις του κανονισμού 2201/2003, νομίζω ότι το γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 2, απαιτεί να αναγνωρίζεται εκκρεμοδικία όταν υφίσταται σε δύο αγωγές ταυτόχρονα:

–        υποκειμενική ταυτότητα (το ίδιο τέκνο),

–        και αντικειμενική ταυτότητα («το ίδιο αντικείμενο και η ίδια αιτία») (19).

75.      Όσον αφορά την υποκειμενική της διάσταση, η εκκρεμοδικία, όπως και το δεδικασμένο, περιορίζεται συνήθως στις αγωγές που αφορούν τους ίδιους διαδίκους. Ωστόσο, σε αντίθεση με πολλές άλλες διατάξεις, με τις οποίες θα ήταν χρήσιμη μια σύγκριση (20), η διατύπωση του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003 δεν απαιτεί οι διαδικασίες για τη γονική μέριμνα να αφορούν τους ίδιους διαδίκους, αλλά μόνον το ίδιο τέκνο. Κάτι τέτοιο μου φαίνεται αρκετά λογικό, λαμβανομένων υπόψη των όσων ανέφερα ως προς την ισχύ δεδικασμένου των διαπλαστικών αποφάσεων, κατηγορίας στην οποία εμπίπτουν συνήθως οι αποφάσεις επί θεμάτων γονικής μέριμνας. Έτσι, απόφαση που θα εκδιδόταν σε διαδικασία μεταξύ των γονέων ενός τέκνου ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους (Α), η οποία θα παρείχε δικαίωμα επιμέλειας αποκλειστικά στον πατέρα θα ήταν ασύμβατη με απόφαση δικαστηρίου του κράτους μέλους (Β), η οποία θα παρείχε δικαίωμα επιμέλειας του τέκνου στη γιαγιά από την πλευρά της μητέρας, κατόπιν διαδικασίας μεταξύ της γιαγιάς και των δύο γονέων. Λαμβανομένου υπόψη ότι μόνη απαίτηση του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003 φαίνεται να είναι οι διαδικασίες να αφορούν το ίδιο τέκνο, όσον αφορά το υποκειμενικό στοιχείο της εκκρεμοδικίας σε τέτοιου είδους διαφορές, είμαι της γνώμης ότι οι δύο αυτές συντρέχουσες διαδικασίες εμπίπτουν στον κανόνα του άρθρου αυτού.

76.      Όσον αφορά το σκέλος της ταυτότητας του αντικειμένου, η έκταση της εκκρεμοδικίας πρέπει να καθορίζεται βάσει των ίδιων κριτηρίων με εκείνα του αντικειμενικού πεδίου εφαρμογής του δεδικασμένου, δηλαδή λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων.

77.      Στον τομέα της γονικής μέριμνας, το αποφασιστικό κριτήριο θα έπρεπε να είναι η εκτελεστότητα μιας αποφάσεως. Αν οι αποφάσεις που θα προκύψουν από τις κινηθείσες ενώπιον των διαφορετικών δικαστηρίων διαδικασίες δεν μπορούν να εφαρμοστούν από τους διαδίκους ή να εκτελεστούν ταυτοχρόνως, υφίσταται ταυτότητα αντικειμένου μεταξύ των δύο αυτών αγωγών και, ως εκ τούτου, εκκρεμοδικία.

78.      Καταρχήν, η αποδεδειγμένη εκκρεμοδικία πρέπει να οδηγεί τον δικαστή στη διαπίστωση του απαραδέκτου της αγωγής ή στην αναγκαστική αναστολή της διαδικασίας και μάλιστα αυτεπαγγέλτως. Αντιθέτως, ο δικαστής δεν είναι υποχρεωμένος να έχει ιδίαν γνώση περί της υπάρξεως άλλης διαδικασίας ή, ενδεχομένως, άλλης αποφάσεως, η οποία αφορά το ίδιο αντικείμενο με εκείνο της αγωγής της οποίας επελήφθη. Ο συνήθης τρόπος επικλήσεως της εκκρεμοδικίας ή του δεδικασμένου είναι η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλεται από τον εναγόμενο. Κατά την εξέταση της ενστάσεως αυτής, ο δικαστής οφείλει κατ’ ανάγκην να εξετάσει τη δικαιοδοσία των δύο δικαστηρίων που βρίσκονται αντιμέτωπα. Οφείλει να προβεί σε μια προκαταρκτική τουλάχιστον διαπίστωση επί του εάν υφίσταται εν δυνάμει δωσιδικία στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο για να εκδώσει απόφαση δυνάμενη να αναγνωριστεί. Η πλέον προφανής μέθοδος που διαθέτει ο δικαστής είναι να συγκρίνει τα εισαγωγικά δικόγραφα ή τα λοιπά σχετικά έγγραφα που υποβλήθηκαν ενώπιον των δύο επιληφθέντων δικαστηρίων. Επίσης, δύναται να ζητήσει από τους διαδίκους κάθε χρήσιμη πληροφορία ή ακόμη και να απευθυνθεί στο επιληφθέν αλλοδαπό δικαστήριο, είτε ευθέως είτε μέσω της κεντρικής αρχής του κράτους μέλους στο οποίο αυτό εδρεύει.

2.      Επί των συγκρούσεων διαδικασιών ή αποφάσεων

79.      Θεωρώ αναγκαίο να διακρίνω σαφώς μεταξύ των τριών ενδεχομένων που θα μπορούσαν να ανακύψουν σε περίπτωση συγκρούσεως διαδικασιών ή αποφάσεων, ακολουθώντας μια χρονική σειρά.

80.      Καταρχάς, ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας μπορεί να προβληθεί όταν ανακύπτει σύγκρουση μεταξύ των δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών. Η κρινομένη υπόθεση εμπίπτει σε αυτή την περίπτωση, καθώς το αιτούν δικαστήριο καλείται να κρίνει εάν κατά τον χρόνο κατά τον οποίον επελήφθη το γερμανικό δικαστήριο εκκρεμούσε ήδη ένδικη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους, δηλαδή ενώπιον του Juzgado de Primera Instancia στην Ισπανία. Υπογραμμίζω ότι η εκκρεμοδικία παύει με την για οποιονδήποτε λόγο περάτωση μιας από τις διαδικασίες. Στην πραγματικότητα, κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί όχι μόνον εάν αποφανθεί ένα από τα δύο «ανταγωνιζόμενα» δικαστήρια, αλλά και εάν η διαδικασία ενώπιον ενός από αυτά περατωθεί για οποιαδήποτε αιτία: παραίτηση, συμβιβασμό, παραγραφή εν επιδικία λόγω ολιγωρίας, θάνατο διαδίκου σε περίπτωση μη μεταβιβάσιμου δικαιώματος αγωγής κ.λπ.

81.      Δεύτερον, σύγκρουση μπορεί να υπάρξει μεταξύ εν εξελίξει διαδικασίας σε ένα κράτος μέλος και αποφάσεως ήδη εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος. Στη περίπτωση αυτή, η ισχύς δεδικασμένου πρέπει να οδηγήσει τον δικαστή ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αγωγή να την κηρύξει απαράδεκτη ως καταστάσα άνευ αντικειμένου, εφόσον η αλλοδαπή απόφαση μπορεί να αναγνωριστεί.

82.      Τρίτον, σύγκρουση μπορεί να προκληθεί εξ ορισμού μεταξύ αποφάσεων που εκδόθηκαν σε διαφορετικά κράτη μέλη στην περίπτωση σωρεύσεως δικαιοδοσιών. Ακόμη και αν τα αποτελέσματα μιας αποφάσεως υπερισχύσουν των αποτελεσμάτων της άλλης, βάσει κοινών κανόνων περί αναγνωρίσεως και εκτελεστότητας, έτσι ώστε να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα που απέκτησε ένας διάδικος σε ένα από τα κράτη μέλη, δεν παύουν ωστόσο να υφίστανται αμφότερες οι εκδοθείσες αποφάσεις. Σε αυτό το στάδιο της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑256/09, γνωστής ως Purrucker I.

83.      Ο σκοπός των κανόνων διεθνούς εκκρεμοδικίας είναι, κατά την άποψή μου, διπλός. Όπως προανέφερα, σκοπό έχουν να αποτρέψουν, καταρχήν, τη θετική σύγκρουση αποφάσεων. Πράγματι, όταν οι διάδικοι ασκούν ενώπιον των δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία, οι οποίες αφορούν το ίδιο παιδί, μπορούν να προκύψουν αποφάσεις δύσκολα συμβιβάσιμες, ή και εκ διαμέτρου αντίθετες, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ανασφάλεια δικαίου για τα πρόσωπα που υπόκεινται στη δικαιοδοσία τους. Η λύση έγκειται στην υποχρέωση του δικαστηρίου που επελήφθη τελευταίο να αποστεί από την εκδίκαση υπέρ του προηγουμένως επιληφθέντος, και μάλιστα προτού εκδοθούν παράλληλες αποφάσεις.

84.      Οι κανόνες αυτοί έχουν επίσης σκοπό να εμποδίσουν τους διαδίκους να αποκομίζουν καταχρηστικά όφελος από τον μεγάλο αριθμό νομικών συστημάτων με την πρακτική του «forum shopping», κατά την οποίαν ένας διάδικος ασκεί αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους όταν αντιληφθεί ότι το αρχικώς επιληφθέν δικαστήριο είναι πιθανόν να εκδώσει απόφαση που θα απορρίπτει τα αιτήματά του. Επισημαίνω ότι ο κίνδυνος του «forum shopping» περιορίζεται όσον αφορά τους κανόνες δικαιοδοσίας περί γονικής μέριμνας που εισάγει ο κανονισμός 2201/2003 (21), δεδομένου ότι ο κύριος σύνδεσμος, δηλαδή ο τόπος της συνήθους διαμονής του τέκνου, καθιστά δυσχερέστερη τη χρησιμοποίηση δόλιων συμπεριφορών, εκτός εάν καταφύγει κάποιος σε διαδοχικές μετακομίσεις αρκετά μεγάλης διάρκειας ώστε να αποκτήσει η διαμονή συνήθη χαρακτήρα.

85.      Σύμφωνα με τον Πρακτικό οδηγό για την εφαρμογή του κανονισμού 2201/2003 (22) και την πρότασή του που οδήγησε στη θέσπιση του κανονισμού αυτού (23), η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι περιπτώσεις πραγματικής εκκρεμοδικίας σε υποθέσεις γονικής μέριμνας είναι σπάνιες, καθόσον το τέκνο έχει γενικά τη συνήθη κατοικία του σε ένα μόνον κράτος μέλος, του οποίου τα δικαστήρια είναι αρμόδια δυνάμει του γενικού κανόνα δικαιοδοσίας που εισάγει το άρθρο 8 του εν λόγω κανονισμού. Εντούτοις, δεν πρέπει, κατά την άποψή μου, να αποκλείεται το ενδεχόμενο να είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ο τόπος της συνήθους διαμονής του τέκνου (24) ή να βρίσκεται αυτός εκτός Ενώσεως (25), γεγονός που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να κηρυχθούν αρμόδια τα δικαστήρια περισσότερων κρατών μελών ταυτοχρόνως.

86.      Το αιτούν δικαστήριο ορθώς παρατηρεί ότι, συνδέοντας τη δικαιοδοσία με τον τόπο της συνήθους διαμονής του τέκνου, ο νομοθέτης της Ενώσεως έδωσε τη δυνατότητα σε περισσότερα δικαστήρια να επιλαμβάνονται αρμοδίως των ίδιων πραγματικών περιστατικών, αλλά όσον αφορά διαφορετικά τέκνα. Υπογραμμίζω ότι, για να επέλθει εκκρεμοδικία κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003, πρέπει οι συντρέχουσες αγωγές να αφορούν έναν και τον αυτόν ανήλικο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη συναφώς τα αδέλφια στο σύνολό τους (26). Στην επίδικη περίπτωση, η νομική μεταχείριση των δύο τέκνων, παρότι είναι δίδυμα, πρέπει να εκτιμηθεί διαφορετικά στο μέτρο που οι προσωπικές τους καταστάσεις είναι μεταξύ τους διαφορετικές, ιδίως επειδή ζουν χωριστά. Έτσι, τα γερμανικά δικαστήρια έκριναν ότι δεν είχαν διεθνή δικαιοδοσία για να αποφανθούν επί του αιτήματος αποκλειστικής επιμέλειας της Β. Purrucker (27) σε σχέση με το τέκνο S., λαμβάνοντας υπόψη ότι το τέκνο αυτό είχε από τη γέννησή του την κατοικία του στην Ισπανία, ενώ διατήρησαν τη δικαιοδοσία τους όσον αφορά το τέκνο Μ.

Β –     Β –       Επί της ερμηνείας του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003

87.      Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν εάν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003 περί εκκρεμοδικίας σε υποθέσεις γονικής μέριμνας στην περίπτωση που δικαστήριο ενός κράτους μέλους επελήφθη πρώτο, κατόπιν αιτήσεως ενός των διαδίκων στο πλαίσιο διαδικασίας για τη λήψη μέτρων προσωρινού μόνο χαρακτήρα, ενώ δικαστήριο άλλου κράτους μέλους που επελήφθη δεύτερο κατόπιν αγωγής του άλλου διαδίκου με το ίδιο αντικείμενο καλείται να αποφανθεί επί της ουσίας.

88.      Διευκρινίζω εξ αρχής ότι θεωρώ σκόπιμο να συνεξεταστεί το ερώτημα αυτό με τα άλλα δύο προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Πράγματι, τα ερωτήματα αυτά συνδέονται με στενή αιτιώδη συνάφεια, από την οποία προκύπτει ότι η απάντηση που θεωρώ ότι πρέπει να δοθεί στο πρώτο ερώτημα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι παρέλκει η απάντηση στα υπόλοιπα.

3.      Επί του εύρους της ζητούμενης ερμηνείας

89.      Κατά την άποψή μου, η προσέγγιση του Δικαστηρίου πρέπει να είναι ουδέτερη, αντικειμενική και αποστασιοποιημένη τόσο από τις πραγματικές όσο και από τις διαδικαστικές ή νομικές περιστάσεις της διαφοράς της κύριας δίκης. Τα στοιχεία της υποθέσεως, όσο συγκεκριμένα ή τραγικά και αν είναι, δεν μπορούν να διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην επιλογή της λύσεως. Ειδικότερα, το γεγονός ότι το ισπανικό πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν ενδεχομένως αναρμόδιο βάσει των κριτηρίων του κανονισμού 2201/2003 δεν θα έπρεπε να έχει τέτοια επιρροή ώστε να θιγούν οι θεμελιώδεις αρχές που εισάγει ο κανονισμός αυτός, όπως η αμοιβαία εμπιστοσύνη (28) στην οποία στηρίζεται η αναγνώριση των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη (29).

90.      Επιπλέον, είναι αναγκαίο οι απαντήσεις προς το αιτούν δικαστήριο να καλύπτουν το σύνολο των αγωγών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της «γονικής μέριμνας» κατά την έννοια του κανονισμού 2201/2003. Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 2, σημείο 7, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τη γονική μέριμνα ως «το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που παρέχονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με δικαστική απόφαση, απευθείας από το νόμο ή με ισχύουσα συμφωνία όσον αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού. Ειδικότερα ο όρος περιλαμβάνει το δικαίωμα επιμέλειας και το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας».

91.      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 2201/2003 προβλέπει ότι ο κανονισμός αυτός «εφαρμόζεται, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου, σε αστικές υποθέσεις [(30)] που αφορούν την ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτο, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας». Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου διευκρινίζει ότι οι υποθέσεις αυτές «αφορούν ιδίως:

α)      το δικαίωμα επιμέλειας και το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας·

β)      την επιτροπεία, την κηδεμονία και ανάλογους θεσμούς·

γ)      τον διορισμό και τα καθήκοντα προσώπων ή οργανώσεων στα οποία ανατίθεται η επιμέλεια του προσώπου ή η διοίκηση της περιουσίας του παιδιού, η εκπροσώπησή του ή η φροντίδα του·

δ)      την τοποθέτηση του παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια ή σε ίδρυμα·

ε)       τα μέτρα προστασίας του παιδιού που συνδέονται με τη διοίκηση, τη συντήρηση ή τη διάθεση της περιουσίας του.»

92.      Κατά την άποψή μου, κίνδυνος συγκρούσεως διαδικασιών, και ως εκ τούτου εκκρεμοδικίας, μπορεί να υφίσταται μόνο μεταξύ αγωγών που εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία γονικής μέριμνας και όχι μεταξύ δύο ή περισσότερων από τις πέντε αυτές κατηγορίες (31). Ωστόσο, σε ορισμένες έννομες τάξεις, το ίδιο μέτρο μπορεί να καλύπτει ex lege περισσότερες πτυχές της γονικής μέριμνας από όσες αναφέρονται στο ως άνω άρθρο (32).

93.      Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει σαφώς ότι οι διαδικασίες που συνδέονται με τη «γονική μέριμνα» κατά την έννοια του κανονισμού 2201/2003 μπορούν να αφορούν τόσο διαδίκους όσο και αγωγές πολύ διαφορετικές από αυτές της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί εν προκειμένω το δικαστήριο a quo, δηλαδή της αγωγής με την οποία οι γονείς ζητούν την επιμέλεια του τέκνου τους. Επισημαίνω συναφώς, πρώτον, ότι ο έχων το δικαίωμα της γονικής μέριμνας μπορεί να είναι άλλο φυσικό πρόσωπο, πέραν του πατέρα και της μητέρας, ή ακόμη και νομικό πρόσωπο, δεύτερον, ότι η έννοια των «αστικών υποθέσεων» έχει οριστεί κατά τρόπο ευρύ από το Δικαστήριο (33), τρίτον, ότι ο κατάλογος των υποθέσεων που έχει θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στη «γονική μέριμνα» δεν είναι εξαντλητικός και, τέταρτον, ότι τα οικεία μέτρα προστασίας μπορούν να αφορούν τόσο το πρόσωπο όσο και την περιουσία ενός τέκνου (34). Το Δικαστήριο οφείλει να έχει λάβει υπόψη τη μεγάλη ποικιλία των υποθέσεων που ενδέχεται να καλύπτονται από την ερμηνεία των άρθρων 19 και 21 του εν λόγω κανονισμού, οσάκις αποφαίνεται επί των προδικαστικών ερωτημάτων που του έχουν υποβληθεί.

94.      Η εν λόγω ποικιλία σχετικών αγωγών επηρεάζει και τη διαπίστωση της εκκρεμοδικίας σε υποθέσεις γονικής μέριμνας, όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003, καθώς συνεπάγεται ότι είναι πιθανές πολλών ειδών συγκρούσεις διαδικασιών στον τομέα αυτόν. Ως ορισμένα μόνο εμπειρικά παραδείγματα των πιθανών συνδυασμών παραθέτω, πρώτον, μια διαδικασία ενώπιον δικαστή ανηλίκων με σκοπό την τοποθέτηση ανηλίκου σε ίδρυμα, η οποία θα μπορούσε να κινηθεί παραλλήλως με μια διαδικασία ενώπιον δικαστή οικογενειακών υποθέσεων με αίτημα τη χορήγηση δικαιώματος επικοινωνίας στους παππούδες· δεύτερον, μια αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που θα αφορούσε την προσωρινή εκχώρηση του δικαιώματος επιμέλειας, εν αναμονή της γνωματεύσεως κοινωνικής υπηρεσίας ή ψυχολόγου, ενώ ταυτοχρόνως θα ζητούνταν με αγωγή που θα αφορούσε το ίδιο τέκνο η οριστική ανάκληση του δικαιώματος επικοινωνίας ενός από τους γονείς. Είναι, ως εκ τούτου, βασικό να οριστούν οι έννοιες «ίδιο αντικείμενο» και «ίδια αιτία» που οριοθετούν το πεδίο της εκκρεμοδικίας κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

4.      Επί των βασικών κατευθυντήριων γραμμών της ερμηνείας

95.      Ορισμένα κείμενα που είχαν ή εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή μεταξύ των κρατών μελών μπορούν να αποδειχθούν χρήσιμα στο πλαίσιο της ερμηνείας των διατάξεων του κανονισμού 2201/2003 (35). Αυτή είναι η περίπτωση, μεταξύ άλλων νομοθετικών εργαλείων (36), της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 (37), καθώς και του κανονισμού 44/2001, που θεσπίστηκε για να την υποκαταστήσει από 1ης Μαρτίου 2002 (38). Ομοιότητες υπάρχουν, ιδίως όσον αφορά την έννοια της εκκρεμοδικίας (39). Εντούτοις, η γονική μέριμνα κατά την έννοια του κανονισμού 2201/2003 αφορά την κατάσταση των προσώπων, η οποία εξαιρείται ρητώς από το πεδίο εφαρμογής των δύο άλλων νομοθετημάτων. Η προσέγγιση που ακολουθείται σε περιουσιακές υποθέσεις δεν ισχύει απαραιτήτως και στις μη περιουσιακές, αν ληφθούν υπόψη οι διαφορές που υπάρχουν τόσο ως προς τη φύση και τα αποτελέσματα των αποφάσεων που λαμβάνονται στους δύο αυτούς τομείς, όσο και ως προς τις κατευθυντήριες αρχές που εφαρμόζονται σε αυτούς. Μάλιστα, έννοιες ίδιες του κανονισμού 2201/2003, όπως η πρωτοκαθεδρία που αναγνωρίζεται στο υπέρτερο συμφέρον του τέκνου σε υποθέσεις γονικής μέριμνας (40), είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστικές, καθώς καταδεικνύουν ότι η ερμηνεία μιας έννοιας όπως η εκκρεμοδικία μπορεί να έχει διαφορετικό προσανατολισμό από εκείνον που της δίδεται από τα άλλα νομοθετικά εργαλεία.

96.      Κατά τα λοιπά, παρατηρώ ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου για την ερμηνεία της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 αντιμετωπίζουν, εξ όσων γνωρίζω, τις έννοιες της εκκρεμοδικίας και των προσωρινών μέτρων μόνο χωριστά και όχι σε συνδυασμό, δεν αποφαίνονται, δηλαδή, επί της εκκρεμοδικίας στις περιπτώσεις αποφάσεων που διατάσσουν προσωρινά μέτρα. Ούτε η νομολογία των κρατών μελών φαίνεται να παρέχει συναφώς σημαντικά δείγματα, αν ληφθούν υπόψη και οι ελάχιστες απαντήσεις στην ερώτηση που έθεσε ρητώς το Δικαστήριο ως προς το ζήτημα αυτό κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

97.      Κατά την άποψή μου, η έννοια της εκκρεμοδικίας κατά τον κανονισμό 2201/2003 πρέπει να ερμηνευθεί αυτοτελώς (41), δηλαδή με αναφορά όχι σε έννοιες του τάδε ή του δείνα κράτους μέλους, αλλά, αφενός, στους σκοπούς και τη συστημική διάρθρωση του νομοθετικού κειμένου και, αφετέρου, στις γενικές αρχές που απορρέουν από το σύνολο των εθνικών νομικών συστημάτων (42). Έχω την εντύπωση ότι το ίδιο πρέπει να γίνει σε σχέση με όλες τις αυτοτελείς έννοιες που περιέχονται στον κανονισμό 2201/2003.

98.      Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έννοιες διαδικαστικής φύσεως όπως αυτή του «πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου» θα έπρεπε να εξαρτώνται από εθνικές διατάξεις. Ωστόσο, ο κανονισμός 2201/2003 επιχείρησε να δημιουργήσει συναφώς ένα κοινό σύστημα που να υπερβαίνει τις εθνικές ιδιαιτερότητες. Έτσι, το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού, ορίζοντας τόσο τα διαδικαστικά όσο και τα χρονικά χαρακτηριστικά του, παρέχει μια ομοιόμορφη έννοια του επιληφθέντος δικαστηρίου. Πράγματι, ορίζει σε ποιον χρόνο και υπό ποιες συνθήκες παρεμβαίνει αυτό, ανεξαρτήτως του τι προβλέπουν οι εφαρμοστέοι κανόνες των κρατών μελών σε εθνικό επίπεδο. Νομίζω ότι ο νομοθέτης απέκλινε από τη νομολογία για τη Σύμβαση των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 (43), με το να θεσπίσει κανόνα κοινοτικού δικαίου, ο οποίος προσδιορίζει το σημείο εκκινήσεως της διαδικασίας ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου λαμβάνοντας ως σημείο αναφοράς την ημερομηνία κατά την οποία το εισαγωγικό δικόγραφο είτε κατατέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου είτε παρελήφθη από την αρχή που είναι υπεύθυνη για την κοινοποίηση ή την επίδοση (44). Η επιλογή μεταξύ των δύο αυτών εναλλακτικών εξαρτάται από τους τρόπους με τους οποίους μια διαφορά άγεται ενώπιον των δικαστηρίων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

99.      Το άρθρο 19 του κανονισμού 2201/2003 πρέπει, κατ’ αρχάς (45), να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του γράμματός του, καθώς και αυτού των διατάξεων που το περιβάλλουν. Για τον λόγο αυτόν παρατηρώ ότι, ως προς την εκκρεμοδικία του ως άνω άρθρου 19, δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ των διαδικασιών ουσίας και των διαδικασιών λήψεως προσωρινών μέτρων. Ομοίως, το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού δεν προβαίνει σε καμιά διάκριση τέτοιας φύσεως.

100. Η έννοια των ασφαλιστικών μέτρων καθεαυτή δεν υφίσταται στον κανονισμό 2201/2003, ο οποίος αναφέρεται αποκλειστικά στα μέτρα που λαμβάνονται λόγω «επείγοντος» (46). Αντιθέτως, γίνεται ρητή αναφορά στη δικαιοδοσία επί της «ουσίας» στο άρθρο 15, το οποίο αφορά την παραπομπή σε καταλληλότερο να εκδικάσει την υπόθεση δικαστήριο, και στο άρθρο 20, το οποίο αναφέρεται στα προσωρινά ή συντηρητικά μέτρα που λαμβάνονται σε επείγουσες περιπτώσεις.

101. Η έννοια των προσωρινών μέτρων που μπορούν να ληφθούν είτε στο πλαίσιο του ως άνω άρθρου 20, όταν πληρούνται οι προβλεπόμενες σε αυτό προϋποθέσεις, είτε, σε αντίθετη περίπτωση, εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου αυτού, δεν ορίζεται σαφώς, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει ερμηνευτικά προβλήματα, αν ληφθούν υπόψη οι διαφορές μεταξύ των νομικών συστημάτων των κρατών μελών (47). Σημειώνω επίσης ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 4, του κανονισμού 2201/2003 ορίζει τις «αποφάσεις», κατά την έννοια του κανονισμού αυτού, και περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής του όχι μόνον τις «αποφάσεις», αλλά και τις «διατάξεις», όπως αυτές που θα μπορούσε να εκδώσει ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων σε επείγουσα περίπτωση.

102. Δεύτερον, η ερμηνεία του άρθρου 19 έχει τη θέση της μέσα στη γενική δομή του κανονισμού 2201/2003. Συμφωνώ με όσα έκρινε από την άποψη αυτή το Δικαστήριο σχετικά με το άρθρο 20 του εν λόγω κανονισμού (48), ως προς το ότι το άρθρο 19 δεν εισάγει κανόνα δικαιοδοσίας επί της ουσίας, αλλά κανόνα συνδέσεως ή «κανόνα εφαρμογής των κανόνων περί δικαιοδοσίας» (49), όταν συντρέχουν πολλά επιληφθέντα δικαστήρια και σύγκρουση διαδικασιών. Είναι ενδεικτική συναφώς η θέση του ως άνω άρθρου 19 σε σχέση με τις λοιπές διατάξεις που το περιβάλλουν. Πράγματι, οι διατάξεις που προηγούνται εισάγουν κανόνες ως προς τη δικαιοδοσία, ενώ η διάταξη που το ακολουθεί, δηλαδή το άρθρο 20 του κανονισμού 2201/2003, αναφέρεται στα μέτρα που λαμβάνονται σε περίπτωση επείγοντος. Αν τα προσωρινά ή συντηρητικά μέτρα του άρθρου 20 επηρεάζονταν από το ως άνω άρθρο 19, θα μνημονεύονταν πριν από αυτό. Πρέπει, επομένως, να καταλήξουμε, μαζί με όλους τους παρεμβαίνοντες, στο συμπέρασμα ότι δεν νοείται εκκρεμοδικία όταν μια διαδικασία κινείται με σκοπό τη λήψη μέτρων βασιζόμενων στον επείγοντα χαρακτήρα ενώπιον δικαστηρίου, το οποίο άλλως δεν θα είχε δικαιοδοσία.

103. Τρίτον, η ερμηνεία πρέπει να λαμβάνει υπόψη την εγγενή λογική του άρθρου 19 και του κανονισμού 2201/2003 στο σύνολό του. Είναι πρόδηλο ότι οι εναρμονισμένοι κανόνες περί δικαιοδοσίας δεσμεύουν τα εθνικά δικαστήρια, άλλως το εφαρμοζόμενο σύστημα δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2201/2003, το πνεύμα της οποίας διέπει και το άρθρο 8 του εν λόγω κανονισμού, μία από τις βασικές αρχές του κανονισμού 2201/2003 είναι ότι «[ο]ι κανόνες αρμοδιότητας που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού περί γονικής μέριμνας επιλέγονται υπό το πρίσμα του συμφέροντος του παιδιού, ειδικότερα δε του κριτηρίου της εγγύτητας». Μία άλλη θεμελιώδης αρχή αφορά τη χρονική προτεραιότητα (50) που επιβάλλει το άρθρο 19 του κανονισμού 2201/2003, το οποίο επαναλαμβάνει τον κλασικό σε θέματα δικαιοδοσίας κανόνα «prior temporis» (51). Είμαι της άποψης ότι το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο είναι αυτό που πρέπει να εξετάσει αν έχει δικαιοδοσία (52) και ότι η σχετική απόφασή του δεσμεύει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται δεύτερο, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει το αιτούν δικαστήριο, που έλαβε την ίδια αμφισβητούμενη θέση με το Oberlandsgericht Stuttgart. Την ίδια κατεύθυνση θεωρώ ότι ακολουθεί και η νομολογία του Δικαστηρίου (53).

5.      Επί των διαφορετικών κατηγοριών προσωρινών μέτρων

104. Προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα που υποβλήθηκε σχετικά με τη λειτουργία των κανόνων του κανονισμού 2201/2003 περί εκκρεμοδικίας στην περίπτωση που ένα δικαστήριο έχει επιληφθεί με τη διαδικασία των προσωρινών μέτρων ταυτοχρόνως με άλλο που δικάζει επί της ουσίας υπόθεση γονικής μέριμνας, η προπαρατεθείσα απόφαση Purrucker I, καθώς και οι προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην ίδια υπόθεση, παρέχουν μεν κάποιες χρήσιμες απαντήσεις, αλλά μόνον υπό το πρίσμα των προσωρινών μέτρων, και ειδικότερα εκείνων του άρθρου 20 του κανονισμού 2201/2003, ενώ δεν προδικάζουν την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί συναφώς στο άρθρο 19 του εν λόγω κανονισμού.

105. Από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ιδίως ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, των αποφάσεων επί ασφαλιστικών ή προσωρινών μέτρων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 του κανονισμού 2201/2003 και, αφετέρου, των προσωρινών μέτρων που λαμβάνονται εκτός του πλαισίου αυτού. Έτσι, πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ, αφενός, των προσωρινών μέτρων που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 20, τα οποία, επομένως, στηρίζονται στα κριτήρια που αυτό θέτει, και, αφετέρου, των λοιπών προσωρινών μέτρων που μπορεί να λάβει ένα δικαστήριο το οποίο θεωρεί εαυτό αρμόδιο επί της ουσίας δυνάμει των άρθρων 8 έως 14 του κανονισμού 2201/2003.

–       Τα προσωρινά μέτρα που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 του κανονισμού 2201/2003

106. Λαμβανομένης υπόψη της γενικής οικονομίας του κανονισμού 2201/2003, μου φαίνεται προφανές ότι δεν μπορεί να υπάρξει εκκρεμοδικία σε περίπτωση σωρεύσεως διαδικασιών που αφορούν, αφενός, τη χορήγηση προσωρινών ή συντηρητικών μέτρων λόγω επείγουσας περιπτώσεως ενώπιον αναρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το τέκνο και, αφετέρου, την έκδοση αποφάσεως από δικαστήριο αρμόδιο επί της ουσίας. Η εκκρεμοδικία που προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003 δύναται, κατά την άποψή μου, να αφορά αποκλειστικά και μόνο αγωγές που σκοπούν στην έκδοση αποφάσεων από δικαστήρια διαφορετικών κρατών μελών, τα οποία στηρίζουν τη δικαιοδοσία τους στα άρθρα 8 έως 14 του εν λόγω κανονισμού. Νομίζω ότι όλα τα μέρη που κατέθεσαν παρατηρήσεις συμφωνούν ως προς το σημείο αυτό.

107. Η κύρια νομική βάση (54) της λύσεως αυτής έγκειται στο γεγονός ότι τα μέτρα που στηρίζονται στο άρθρο 20 του κανονισμού 2201/2003 δεν παράγουν αποτελέσματα εκτός του κράτους μέλους στο οποίο ελήφθησαν (55). Πράγματι, τα προσωρινά μέτρα που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 20 δεν έχουν δεσμευτικό αποτέλεσμα στα άλλα κράτη μέλη, αλλά μόνο στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που τα διέταξε. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υπάρξει κατά την έννοια του άρθρου 19 του κανονισμού 2201/2003 εκκρεμοδικία, η οποία θα σήμαινε ότι η κίνηση μιας πρώτης διαδικασίας του άρθρου 20 του κανονισμού θα μπορούσε να εμποδίσει τη διεξαγωγή της διαδικασίας ενώπιον του αρμόδιου επί της ουσίας δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους.

108. Κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, η Επιτροπή υποστήριξε ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κριτήριο εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003 η διάκριση μεταξύ των προσωρινών μέτρων του άρθρου 20 του κανονισμού αυτού και των προσωρινών μέτρων που διατάσσει δικαστήριο αρμόδιο επί της ουσίας, καθώς το δικαστήριο που επιλαμβάνεται δεύτερο δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν τα προσωρινά μέτρα που έλαβε το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο στηρίζονταν σε κάποια από τις δωσιδικίες των άρθρων 8 επ. του εν λόγω κανονισμού. Δεν συμμερίζομαι την ανησυχία αυτή.

109. Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 20 του κανονισμού 2201/2003 παρέχει σε ένα δικαστήριο τη δυνατότητα να λάβει, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, προσωρινά ή συντηρητικά μέτρα σε σχέση με τέκνο που βρίσκεται στο έδαφός του, ακόμη και αν αρμόδιο επί της ουσίας είναι δικαστήριο άλλου κράτους μέλους. Το μέτρο μπορεί να ληφθεί από αρμόδιο δικαστήριο ή αρχή σε όλες τις υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, όπως καθορίζεται από το άρθρο του 1, παράγραφος 2, και το άρθρο 2, παράγραφος 1. Δεδομένου ότι το εν λόγω άρθρο 20 δεν αποτελεί κανόνα δικαιοδοσίας, τα προσωρινά μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό παύουν να παράγουν τα αποτελέσματά τους μόλις το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία επί της ουσίας, το οποίο έχει έτσι υποκατασταθεί προσωρινά λόγω χρόνου και αποστάσεως, είναι σε θέση να λάβει τα μέτρα που θεωρεί προσήκοντα (56).

110. Όπως ανέφερα ήδη, το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003 εφαρμόζεται συνήθως σε περίπτωση ενστάσεως απαραδέκτου λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, η οποία προβάλλεται από κάποιον διάδικο ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη δεύτερο. Εντούτοις, δεν μπορούν να αποκλειστούν περιπτώσεις στις οποίες η ύπαρξη εκκρεμούς σε άλλο κράτος μέλος διαδικασίας που αφορά τη γονική μέριμνα θα μπορούσε να γνωστοποιηθεί σε ένα δικαστήριο όχι από τους ίδιους τους διαδίκους, αλλά με πληροφορίες αποστελλόμενες από την κεντρική αρχή.

111. Το δικαστήριο του κράτους μέλους (B) που έχει επιληφθεί δεύτερο δύναται να αναγνωρίσει τη δυνάμει του άρθρου 20 του κανονισμού 2201/2003 διαδικασία λήψεως προσωρινών μέτρων από δικαστήριο του κράτους μέλους (A), αν πληρούνται δύο προϋποθέσεις: πρώτον, η παρουσία του τέκνου ή των περιουσιακών του στοιχείων στο έδαφος του κράτους μέλους (Α) και, δεύτερον, η διαπίστωση ότι το τέκνο δεν είχε τη συνήθη διαμονή του στο εν λόγω κράτος (Α) κατά τον χρόνο κατά τον οποίον επελήφθη το δικαστήριο του κράτους αυτού. Επισημαίνω ότι τα προσωρινά μέτρα που αφορούν το πρόσωπο τέκνου που δεν είναι παρόν στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την έδρα του το δικαστήριο που λαμβάνει τα μέτρα αυτά ουδέποτε εμπίπτουν στο ως άνω άρθρο 20 (57).

112. Στην περίπτωση που το τέκνο έχει τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος (B) του δικαστηρίου που επελήφθη δεύτερο (ή σε ένα τρίτο κράτος μέλος) και που το τέκνο βρίσκεται στην πραγματικότητα στο κράτος μέλος (Α), όπου και το δικαστήριο που επελήφθη πρώτο προκειμένου να λάβει προσωρινά μέτρα, το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο δύναται να υποθέσει ότι η τελευταία αυτή διαδικασία εμπίπτει στο άρθρο 20 του κανονισμού 2201/2003, εκτός εάν ο διάδικος που προβάλλει την ένσταση εκκρεμοδικίας είναι σε θέση να προσκομίσει στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία το δικαστήριο που επελήφθη πρώτο στο κράτος μέλος (Α) το έπραξε δυνάμει κάποιας από τις δωσιδικίες που προβλέπονται από τα άρθρα 9 έως 12 του κανονισμού 2201/2003 (58).

113. Όσον αφορά τέκνο, ο τόπος της συνήθους διαμονής του οποίου δεν μπορεί να αποδειχθεί σαφώς, αρμόδια είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται κατά τον χρόνο εκείνο το τέκνο, σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού 2201/2003, και, ως εκ τούτου, το άρθρο 20 του κανονισμού αυτού δεν εφαρμόζεται στα προσωρινά ή συντηρητικά μέτρα που λαμβάνονται από τα δικαστήρια αυτά. Το ίδιο ισχύει για τέκνο που έχει κανονικά τη συνήθη διαμονή του εκτός της Ενώσεως, του οποίου η κατάσταση ρυθμίζεται από το άρθρο 14 του εν λόγω κανονισμού περί επικουρικών βάσεων δικαιοδοσίας. Αν ένα τέτοιο τέκνο βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους, τα εθνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία στο μέτρο που αυτή προκύπτει από τη νομοθεσία του κράτους αυτού. Στη περίπτωση αυτή, είναι πιθανή θετική σύγκρουση δικαιοδοσιών μεταξύ των δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών.

–       Τα προσωρινά μέτρα που λαμβάνονται από δικαστή αρμόδιο βάσει των άρθρων 8 έως 14 του κανονισμού 2201/2003

114. Η προσέγγιση πρέπει να είναι διαφορετική, δηλαδή, μπορεί να υπάρξει εκκρεμοδικία, όταν πρόκειται για προσωρινά μέτρα που λαμβάνονται όχι για λόγους επείγοντος, βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού 2201/2003, αλλά από δικαστή που έχει κρίνει ότι είναι αρμόδιος επί της ουσίας, δυνάμει των άρθρων 8 έως 14 του ίδιου κανονισμού. Έχω την εντύπωση ότι πρόκειται εδώ για το πλέον λεπτό από τα προβλήματα που θέτει το Amstgericht Stuttgart.

115. Επισημαίνω ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά την περίπτωση των αιτήσεων με τις οποίες ζητούνται μόνον προσωρινά μέτρα, κατά τρόπο «μεμονωμένο», σύμφωνα με τη διατύπωση του αιτούντος δικαστηρίου, σε αντίθεση με τις αγωγές που σκοπούν στη λήψη όχι μόνο προσωρινών, αλλά και οριστικών μέτρων επί της ουσίας, είτε με το κύριο είτε με επικουρικό αίτημά τους. Κατά την άποψή μου, η παραδοχή αυτή μπορεί να οδηγήσει σε τρεις περιπτώσεις. Αφενός, μπορούν να ζητηθούν προσωρινά μέτρα εν αναμονή των αποτελεσμάτων κάποιου ελέγχου (πραγματογνωμοσύνης από κοινωνική υπηρεσία, ιατρικής ή ψυχολογικής γνωματεύσεως, απογραφής περιουσιακών στοιχείων κ.λπ.) ή της πραγματοποιήσεως ενός γεγονότος (οικογενειακής διαμεσολαβήσεως, θεραπείας αποτοξινώσεως ενός από τους γονείς, ολοκληρώσεως μιας νοσηλείας ή εκτίσεως μιας ποινής φυλακίσεως κ.λπ.). Αφετέρου, μπορούν να ζητηθούν μέτρα με προκαθορισμένη διάρκεια ή με ένα χρονικό όριο (για παράδειγμα, τοποθέτηση τέκνου σε ανάδοχη οικογένεια για διάστημα ενός έτους, επιτροπεία μέχρι την ενηλικίωση του τέκνου). Τέλος, προσωρινά μέτρα μπορούν να ζητηθούν εν αναμονή μεταγενέστερης διαδικαστικής πράξεως του αιτούντος, χωρίς να είναι, κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, απαραίτητο νέο εισαγωγικό δικόγραφο (αυτή φαίνεται να είναι η περίπτωση των διατάξεων του ισπανικού δικαίου που αφορούν την υπόθεση).

116. Από το γράμμα των διατάξεων του κανονισμού 2201/2003 και, ειδικότερα, του άρθρου 19, παράγραφος 2, δεν προκύπτει διάκριση μεταξύ των αποφάσεων που ο αρμόδιος επί της ουσίας δικαστής εκδίδει προσωρινώς, δηλαδή με ορισμένη χρονική διάρκεια, και εκείνων που εκδίδει οριστικώς, για την ακρίβεια για αόριστο χρονικό διάστημα, το οποίο, όμως, μπορεί να λάβει τέλος αν νέα στοιχεία δικαιολογούν τη μεταρρύθμιση των μέτρων που διείπαν την άσκηση της γονικής μέριμνας.

117. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003, και σε αντίθεση με όσα ισχύουν στο πλαίσιο το άρθρου 20 (59), είναι λογικό το αρμόδιο επί της ουσίας δικαστήριο που έχει λάβει προσωρινά μέτρα σχετικά με τη γονική μέριμνα ενός τέκνου να μην περιοριστεί στο προκαταρκτικό αυτό στάδιο και να εκδώσει το ίδιο στη συνέχεια οριστική ή «εν μέρει» οριστική απόφαση, δεδομένου ότι το υπέρτερο συμφέρον του τέκνου επιβάλλει τη ρύθμιση της καταστάσεώς του με τρόπο που να εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή σταθερότητα, και μάλιστα από το ίδιο δικαστήριο που έλαβε τα προσωρινά μέτρα, προκειμένου να αποφεύγονται οι διαφορετικές προσεγγίσεις. Πρέπει, επομένως, χάρη στον κανόνα περί εκκρεμοδικίας, να αποφεύγεται το ενδεχόμενο να μπορεί δικαστήριο άλλου κράτους μέλους να αποφανθεί επί της ουσίας, σε χρόνο καθόν το δικαστήριο κράτους μέλους που είναι αρμόδιο επί της ουσίας και που επελήφθη νωρίτερα έχει λάβει προσωρινά μέτρα.

118. Όσον αφορά την έννοια της διαδικαστικής ενότητας, υπάρχουν δύο αντίθετες απόψεις: αφενός, αυτή της Τσεχικής, της Ισπανικής και της Γαλλικής Κυβερνήσεως, σύμφωνα με την οποία, δεδομένου ότι τα προσωρινά μέτρα και η εκδίκαση της ουσίας αποτελούν ενότητα, επέρχεται εκκρεμοδικία· αφετέρου, η άποψη που υποστηρίζουν η ενάγουσα της κύριας δίκης, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, σύμφωνα με την οποία η διάταξη προσωρινών μέτρων έχει διακριτή οντότητα σε σχέση με την απόφαση που θα εκδοθεί επί της ουσίας και περατώνει τη διαδικασία από τον χρόνο της εκδόσεώς της. Προς στήριξη της δεύτερης αυτής θεωρίας, η οποία αποκλίνει από τη νομολογία που έχει εκδοθεί στο πλαίσιο της ερμηνείας της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, προβάλλεται η ανησυχία ως προς την ασφάλεια δικαίου και την ταχύτητα της διαδικασίας, καθώς και η προτίμηση προς τον πλησιέστερο γεωγραφικά προς το τέκνο δικαστή.

119. Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, αν ακολουθηθεί η πρώτη νομική άποψη, σύμφωνα με την οποίαν «η διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων και η αργότερα κινηθείσα διαδικασία επί της ουσίας συνιστούν διαδικαστική ενότητα», «η διαδικασία σχετικά με το δικαίωμα επιμέλειας όσον αφορά τον υιό [Μ.] [θα εκκρεμούσε] ενώπιον του ισπανικού δικαστηρίου, υπό την έννοια του άρθρου 19, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2201/2003, όχι από τον Ιανουάριο του 2008, αλλά ήδη από την 28η Ιουνίου 2007».

120. Σε ορισμένα κράτη μέλη δεν θα ήταν φυσιολογική η προσπάθεια διαχωρισμού των προσωρινών αποφάσεων, με τις οποίες αρμόδιος επί της ουσίας δικαστής διατάσσει προσωρινά μέτρα, από τις οριστικές του αποφάσεις, αφού αφορούν μία και μόνη υπόθεση και για όσο χρόνο δεν έχουν επιλυθεί εντελώς όλες οι πτυχές της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί ο δικαστής αυτός και δεν έχει, ως εκ τούτου, εξαντληθεί η δικαιοδοσία του.

121. Το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003 δεν διακρίνει κατηγορίες αποφάσεων. Κατά συνέπεια, εφαρμόζεται όταν δύο δικαστές έχουν συντρέχουσα δικαιοδοσία επί της ουσίας κατ’ εφαρμογή των άρθρων 8 έως 14 του ίδιου κανονισμού, όποιος και αν είναι ο σκοπός του ένδικου βοηθήματος (προσωρινά μέτρα ή έκδοση οριστικής αποφάσεως) και όποια και αν είναι η διάρκεια (ορισμένη ή αόριστη) των αποτελεσμάτων της αποφάσεως που ζητείται από καθέναν από αυτούς. Το σημαντικό στοιχείο είναι ο κίνδυνος που υποβόσκει –μπορεί, δηλαδή, να εκδηλωθεί κατά το πέρας των δύο κινηθεισών διαδικασιών– να εκδοθούν αποφάσεις των οποίων η ταυτόχρονη εφαρμογή θα ήταν αδύνατη (60).

122. Το στοιχείο-κλειδί έγκειται στον ορισμό των «αγωγών με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία» κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003, με τη διευκρίνιση ότι τα στοιχεία αυτά εκτιμώνται την ημέρα κατά την οποία επιλαμβάνεται κάθε δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ίδιου κανονισμού, ανεξαρτήτως της μεταγενέστερης εξελίξεως της διαδικασίας. Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι μπορεί να φανεί χρήσιμος ένας συσχετισμός με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου που αφορούν την ερμηνεία των αντίστοιχων διατάξεων της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για την εκκρεμοδικία και ότι οι ενδεχόμενες ιδιαιτερότητες των κανόνων πολιτικής δικονομίας που έχουν εφαρμογή στα αντίστοιχα κράτη μέλη είναι εν προκειμένω άνευ σημασίας (61).

6.      Επί της πρακτικής εφαρμογής των κανόνων που καθορίζονται από τον κανονισμό 2201/2003 σε περίπτωση εκκρεμοδικίας

123. Λαμβανομένων υπόψη των δυσχερειών που συνάντησε στην επίδικη υπόθεση το αιτούν δικαστήριο για να λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου να εκτιμήσει αν εκκρεμούσε ή όχι ταυτοχρόνως άλλη διαδικασία στην Ισπανία, θα ήθελα να προτείνω στο Δικαστήριο να εξετάσει το ενδεχόμενο δημιουργίας νομολογιακού κανόνα, ο οποίος να επιτρέπει, στο μέτρο του δυνατού, την επίλυση των προβλημάτων που αφορούν την ανταλλαγή διαδικαστικών και κανονιστικών πληροφοριών μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών.

124. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 19 του κανονισμού 2201/2003, αφ’ ης στιγμής λάβει γνώση της υπάρξεως άλλης εκκρεμούς διαδικασίας επί της ουσίας ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους (62), ο δικαστής που επελήφθη δεύτερος οφείλει να πληροφορηθεί αν όντως υφίσταται τέτοια διαδικασία, καθώς και την έκτασή της, δηλαδή, το αντικείμενο και την αιτία της. Οι ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί ο ενδιαφερόμενος θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να είναι οι ακόλουθες: θα όφειλε να επιδιώξει να έλθει σε επικοινωνία με τον πρώτο επιληφθέντα δικαστή, με την κεντρική αρχή του οικείου κράτους μέλους και, ενδεχομένως, με τον δικαστή που αποτελεί τον εθνικό σύνδεσμο μέσω του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου. Θα έπρεπε, επίσης, να μπορεί να υπολογίζει στην ενεργή συνεργασία των διαδίκων και ιδίως του διαδίκου που προβάλλει την ένσταση εκκρεμοδικίας, ο οποίος έχει συμφέρον να παράσχει χρήσιμες πληροφορίες προκειμένου να αποδειχθεί ότι το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο θα μπορούσε να εκδώσει απόφαση ασυμβίβαστη με εκείνη που το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο καλείται να λάβει.

125. Έτσι, θα ήταν σκόπιμο να λεχθεί από το Δικαστήριο ότι τα εθνικά δικαστήρια, καθώς και οι κεντρικές αρχές, υποχρεούνται να συνεργάζονται, παρέχοντας όλες τις χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τις εκκρεμείς ενώπιόν τους διαδικασίες στα δικαστήρια άλλων κρατών μελών που τις ζητούν και μάλιστα σε εύλογο χρόνο. Πράγματι, αν δεν θέλει να οδηγηθεί σε αρνησιδικία, ο δικαστής που επελήφθη δεύτερος οφείλει, βεβαίως, να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία, αλλά δεν είναι υποχρεωμένος να αναμείνει για υπερβολικό χρονικό διάστημα τις πληροφορίες που ζήτησε προκειμένου να κρίνει αν υφίσταται ή όχι εκκρεμοδικία. Μολονότι το άρθρο 19 του κανονισμού 2201/2003 δεν προβλέπει προθεσμία απαντήσεως εκ μέρους του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο, θεωρώ απαραίτητο να τίθεται ένα ανώτατο χρονικό όριο, λαμβανομένου υπόψη του υπέρτερου συμφέροντος του τέκνου, το οποίο επιτάσσει τη σύντομη έκδοση αποφάσεως.

126. Κατόπιν ερωτήσεως του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, επικαλούμενη τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, πρότεινε προθεσμία έξι μηνών. Κατά την άποψή μου, ο κανόνας του άρθρου 9 του κανονισμού 2201/2003, ο οποίος προβλέπει τη διατήρηση της αρμοδιότητας της προγενέστερης συνήθους διαμονής του τέκνου για διάστημα τριών μηνών θα μπορούσε, κατ’ αναλογία, να χρησιμοποιηθεί ως σημείο αναφοράς για τον καθορισμό κατάλληλης προθεσμίας (63). Έτσι, το Δικαστήριο θα μπορούσε να κρίνει ότι, αν οι πληροφορίες που ζητήθηκαν δεν παρασχεθούν εντός προθεσμίας τριών μηνών από την παραλαβή της σχετικής αιτήσεως από το οικείο δικαστήριο ή την κεντρική αρχή, με εξαίρεση την περίπτωση κωλύματος προσηκόντως δικαιολογημένου που να αποτελεί ανωτέρα βία, το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο θα δικαιούται να συμπεράνει από τη σιωπή αυτή ότι δεν εκκρεμεί ταυτοχρόνως αγωγή σε άλλο κράτος μέλος κατά τη έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003 (64).

127. Όπως ανέφερα ήδη, η δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο πρέπει να κρίνεται από το ίδιο και δεν είναι δυνατός ο έλεγχος εκ μέρους του δικαστηρίου που επελήφθη δεύτερο (65), σε αντίθεση με όσα φαίνεται να υποστηρίζει το Oberlandesgericht Stuttgart στην απόφασή του της 14ης Μαΐου 2009. Το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο δεν μπορεί να ελέγξει την αντιστοιχία μεταξύ των πραγματικών περιστατικών και της κρίσεως επί της δικαιοδοσίας, αφού η σχετική απόφαση ισχύει στο έδαφος και των λοιπών κρατών μελών, ακόμη και αν το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται μόνον προσωρινώς. Συμμερίζομαι την άποψη της Τσεχικής Κυβερνήσεως, κατά την οποία το εν λόγω δικαστήριο μπορεί να προβεί μόνον σε τυπικό έλεγχο, να επαληθεύσει, δηλαδή, τη νομική βάση επί της οποίας στηρίχθηκε το άλλο δικαστήριο για να κρίνει εαυτό αρμόδιο (66). Αυτό προκύπτει από μία από τις βασικές αρχές του συστήματος που εισάγει ο κανονισμός 2201/2003, ήτοι αυτήν της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δικαστικών αρχών των κρατών μελών. Η αρχή αυτή θεωρείται ακρογωνιαίος λίθος της δημιουργίας ενός πραγματικού ενιαίου δικαστικού χώρου, όπως επισημαίνεται στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2201/2003 (67).

Γ –     Γ –       Επί του δεύτερου και τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

128. Σύμφωνα με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο εάν οι διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003 για την εκκρεμοδικία έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση που μια απόφαση, η οποία ελήφθη στο πλαίσιο μεμονωμένης διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων σε ένα κράτος μέλος, δεν δύναται να αναγνωριστεί σε άλλο κράτος μέλος κατά την έννοια του άρθρου 21 του κανονισμού 2201/2003. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει συνοπτικώς ότι το γεγονός ότι μια απόφαση ασφαλιστικών μέτρων δύναται να αναγνωριστεί, δυνάμει του τελευταίου αυτού άρθρου, μπορεί να είναι νομικώς λυσιτελές για την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

129. Πράγματι, με την προπαρατεθείσα απόφαση Purrucker I, το Δικαστήριο αποφάνθηκε σαφώς ως εξής: «[ο]ι διατάξεις των άρθρων 21 επ. του κανονισμού [2201/2003] δεν εφαρμόζονται επί προσωρινών μέτρων σχετικών με το δικαίωμα επιμέλειας, τα οποία εμπίπτουν στο άρθρο 20 του κανονισμού αυτού» (68).

130. Κατά την άποψή μου, πρέπει, όπως επισήμανα απαντώντας στο πρώτο ερώτημα, να διακρίνουμε μεταξύ των προσωρινών μέτρων τα οποία εμπίπτουν στο άρθρο 20 του κανονισμού 2201/2003, και τα οποία δεν μπορούν, κατά την ως άνω νομολογία του Δικαστηρίου, να τύχουν αναγνωρίσεως, και των προσωρινών μέτρων που λαμβάνει δικαστήριο αρμόδιο επί της ουσίας, δυνάμει των άρθρων 8 επ. του κανονισμού αυτού, τα οποία εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 21 επ. του ίδιου κανονισμού και δύνανται, ως εκ τούτου, να αναγνωριστούν και να εκτελεστούν όπως όλες οι αποφάσεις που λαμβάνει ένας αρμόδιος επί της ουσίας δικαστής, ανεξαρτήτως του είδους της αιτήσεως. Πράγματι, δεν έχει σημασία αν ο αρμόδιος επί της ουσίας δικαστής καλείται να αποφανθεί προσωρινώς ή να εκδώσει οριστική απόφαση. Το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003 δεν έχει εφαρμογή παρά μόνον στη δεύτερη αυτή κατηγορία μέτρων, σύμφωνα με όσα επισήμανα ανωτέρω (69).

131. Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν «η προσφυγή σε δικαστήριο κράτους μέλους στο πλαίσιο μεμονωμένης διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων [ισοδυναμεί] με προσφυγή για εκδίκαση επί της ουσίας υπό την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού [...] 2201/2003, οσάκις, κατά το εθνικό δικονομικό δίκαιο του κράτους αυτού, πρέπει να ακολουθήσει, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, προσφυγή στο δικαστήριο αυτό για εκδίκαση επί της ουσίας της υποθέσεως, προκειμένου να αποφευχθούν δικονομικά προσκόμματα». Στην απόφαση περί παραπομπής διευκρινίζεται ότι το ερώτημα αυτό αποβλέπει στο να διερευνηθεί «κατά πόσον δικαιολογείται ενδεχομένως μια κατ’ αναλογία ίση μεταχείριση των δύο διαδικασιών».

132. Κατά την άποψή μου, η απάντηση στο ερώτημα αυτό παρέλκει επίσης, δεδομένης της απαντήσεως που προτείνω να δοθεί στο πρώτο ερώτημα, από την οποία προκύπτει ότι οι ιδιαιτερότητες των διαδικαστικών κανόνων που ισχύουν σε ένα κράτος μέλος, εν προκειμένω στην Ισπανία, σε αντιπαράθεση με το σύστημα που εφαρμόζεται στη Γερμανία (70), δεν ασκούν επιρροή στην εκτίμηση της υπάρξεως εκκρεμοδικίας κατά τη έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003.

VII – Πρόταση

133. Βάσει των προεκτεθέντων προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Amtsgericht Stuttgart την ακόλουθη απάντηση:

«Τα προσωρινά ή συντηρητικά μέτρα σχετικά με τέκνο ευρισκόμενο στο έδαφος κράτους μέλους, που έχουν ληφθεί από δικαστήριο εδρεύον στο κράτος αυτό και εμπίπτουν στο άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000, δεδομένου ότι δεν παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα εκτός του κράτους μέλους αυτού και, επομένως, δεν δύνανται να αναγνωριστούν σε άλλο κράτος μέλος κατά την έννοια του άρθρου 21 του εν λόγω κανονισμού, δεν έχουν ως αποτέλεσμα την επέλευση εκκρεμοδικίας, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, η οποία θα δέσμευε τα δικαστήρια των λοιπών κρατών μελών που επιλαμβάνονται αγωγής σχετικής με τη γονική μέριμνα του ίδιου τέκνου.

Αντιθέτως, αν μια διαδικασία εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου που στηρίζει τη δικαιοδοσία του σε οποιοδήποτε από τα άρθρα 8 έως 14 του ίδιου κανονισμού και που επελήφθη πρώτο αγωγής σχετικής με τη γονική μέριμνα τέκνου, όπως ορίζεται από το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, και από το άρθρο 2, σημείο 7, του εν λόγω κανονισμού, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της διαδικασίας κατά τους ισχύοντες στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη εθνικούς κανόνες και ανεξαρτήτως του αν το μέτρο έχει ζητηθεί προσωρινώς, είτε για ορισμένο είτε για αόριστο χρονικό διάστημα, δεν επιτρέπεται στο δικαστήριο άλλου κράτους μέλους να αποφανθεί επί αγωγής με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία σχετικά με το ίδιο τέκνο, μέχρις ότου το δικαστήριο που επελήφθη πρώτο κηρύξει εαυτό αρμόδιο ή μέχρις ότου η ενώπιον του τελευταίου διαδικασία περατωθεί για οποιονδήποτε λόγο, συμπεριλαμβανομένης της ολιγωρίας διαδίκου να ολοκληρώσει διαδικαστική ενέργεια απαραίτητη προκειμένου το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο να μπορέσει να αποφανθεί επί της ουσίας, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο ανήκει.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ L 338, σ. 1.


3 – Απόφαση Purrucker (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).


4 – Υπενθυμίζω ότι μια λεπτομερής περιγραφή των νομικών μέσων που υπήρξαν οι προάγγελοι του κανονισμού 2201/2003 περιλαμβάνεται στα σημεία 30 έως 48 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην προπαρατεθείσα υπόθεση C‑256/09, καλούμενη «Purrucker I».


5 – ΕΕ C 221, σ. 1.


6 – ΕΕ 1998, C 221, σ. 27.


7 – ΕΕ L 160, σ. 19.


8 – Βλ. όρους 2 και 3 του συμφωνητικού αυτού στη σκέψη 28 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Purrucker I.


9 – Βλ. σκεπτικό της διατάξεως αυτής στη σκέψη 36 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Purrucker I.


10 – Βλ. αποσπάσματα της αποφάσεως αυτής στη σκέψη 37 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Purrucker I.


11 – Όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως είναι συμβαλλόμενα μέρη στην εν λόγω Σύμβαση, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 1983.


12 – Δηλαδή σε ημερομηνία προγενέστερη της εκδόσεως της προπαρατεθείσας αποφάσεως στην υπόθεση Purrucker I, αλλά μεταγενέστερη των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston της 20ής Μαΐου 2010 στην ίδια υπόθεση.


13 – Βλ., κατ’ αναλογία, επί της έννοιας του «ασυμβιβάστου», κατά την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, στην υπόθεση C‑80/00, Italian Leather (απόφαση της 6ης Ιουνίου 2002, Συλλογή 2002, σ. Ι-4995), ο γενικός εισαγγελέας P. Léger επισήμανε ότι, αν «οι προβλεπόμενες από τις εθνικές νομοθεσίες προϋποθέσεις λήψεως ασφαλιστικών μέτρων αποκλίνουν μεταξύ τους, χωρίς συγχρόνως οι κατ’ εφαρμογήν των εν λόγω δικονομικών προϋποθέσεων εκδοθείσες αποφάσεις να παράγουν ασυμβίβαστα μεταξύ τους αποτελέσματα, η αλλοδαπή απόφαση δεν μπορεί να κηρυχθεί ασυμβίβαστη με την απόφαση που εκδόθηκε στο κράτος αναγνωρίσεως. Επί του λειτουργικού συνδέσμου μεταξύ του εν λόγω άρθρου και του άρθρου 21 της ίδιας Συμβάσεως, το οποίο σχετίζεται με την εκκρεμοδικία, βλ. αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1998, C-351/96, Drouot assurances (Συλλογή 1998, σ. I-3075, σκέψη 16), καθώς και τη σκέψη 41 της αποφάσεως, της 9ης Δεκεμβρίου 2003, C-116/02, Gasser (Συλλογή 2003, σ. I-14693).


14 – Το γεγονός ότι οι κανόνες περί δικαιοδοσίας είναι πλέον ομοιόμορφοι δεν στερεί από τους διαδίκους που έχουν διαφορετικά συμφέροντα τη δυνατότητα να προσφεύγουν νομίμως σε δικαστήρια διαφορετικών κρατών μελών.


15 – Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας J. Kokott, η αρχή του δεδικασμένου αποσκοπεί επίσης στο να αποφευχθεί η ταυτόχρονη ύπαρξη αντιφατικών αποφάσεων [σημεία 37 επ. των προτάσεών της στην υπόθεση C-526/08, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή)].


16 – Θα ήταν, πράγματι, παράλογο εκ μέρους ενός δικαστηρίου να αναστείλει την εκδίκαση εν αναμονή αλλοδαπής αποφάσεως που δεν επρόκειτο στη συνέχεια να αναγνωριστεί σε εθνικό επίπεδο. Διαφορετικά, ο ενάγων θα αντιμετώπιζε αρνησιδικία, καθώς δεν θα μπορούσε να αποκτήσει εκτελεστήριο τίτλο στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.


17 – Η αρχή του δεδικασμένου δεν πρέπει να συγχέεται με την τελεσιδικία, έννοια η οποία περιγράφει την κατάσταση αποφάσεως που δεν υπόκειται ή δεν υπόκειται πλέον σε ένδικο μέσο.


18 – Βλ. σημεία 119 και 121 των προτάσεών της στην υπόθεση C‑256/09.


19 – Η έκφραση ποικίλλει αναλόγως της γλωσσικής αποδόσεως: «desselben Anspruchs» στη γερμανική, «the same cause of action» στην αγγλική, «samaa asiaa» στη φινλανδική ή «samma sak» στη σουηδική. Κατά τη νομολογία (βλ. αποφάσεις της 8ης Δεκεμβρίου 1987, 144/86, Gubisch Maschinenfabrik, Συλλογή 1987, σ. 4861, σκέψη 14, και της 6ης Δεκεμβρίου 1994, C‑406/92, Tatry, Συλλογή 1994, σ. I‑5439, σκέψη 38), το αντικειμενικό πεδίο καθορίζεται σε σχέση με δύο παράγοντες, το αντικείμενο και την αιτία της αγωγής. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρούνται ως κείμενα αναφοράς οι γλωσσικές αποδόσεις που προβαίνουν σε διάκριση μεταξύ των δύο αυτών εννοιών.


20 – Προς σύγκριση, όσον αφορά αστικές και εμπορικές υποθέσεις: άρθρο 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 και άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, (ΕΕ L 12, σ. 1)· όσον αφορά γαμικές διαφορές και γονική μέριμνα: άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 1347/2000· όσον αφορά γαμικές διαφορές: άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003. Όσον αφορά τον κανονισμό 1347/2000, βλ., ιδίως, σελίδα 17 της προτάσεως της Επιτροπής που οδήγησε στη θέσπισή του [έγγραφο COM(1999) 220 τελικό], η οποία χρησιμοποιεί ως εισαγωγή τη διαφορά μεταξύ των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 11 του κανονισμού αυτού, η οποία γίνεται αντιληπτή και κατά την ανάγνωση των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 19 του κανονισμού 2201/2003. Το έγγραφο αυτό αναφέρει επιπλέον ότι η έννοια της εκκρεμοδικίας ορίζεται περισσότερο ή λιγότερο ευρέως στο δίκαιο των κρατών μελών, καθώς μερικές έννομες τάξεις δεν διακρίνουν μεταξύ «αντικειμένου» και «αιτίας», συμπέρασμα που συνάγεται και από την έκθεση Borrás, όπ.π. (σημείο 52).


21 – Δεν ισχύει το ίδιο για τη Σύμβαση των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, καθώς οι πολυάριθμες συντρέχουσες δικαιοδοσίες που προβλέπονται σε αυτήν μειώνουν τις πιθανότητες εκκρεμοδικίας.


22 – «Πρακτικός οδηγός για την εφαρμογή του νέου κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙ», ο οποίος συντάχθηκε από τις υπηρεσίες της Επιτροπής σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο για αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής: ΕΔΔ), όπως έχει μετά την ενημέρωσή του της 1ης Ιουνίου 2005, σ. 22. Έγγραφο προσβάσιμο στον διαδικτυακό τόπο της Επιτροπής (http://ec.europa.eu/civiljustice/parental_resp/parental_resp_ec_vdm_el.pdf).


23 – Έγγραφο COM(2002) 222 τελικό (σ. 11).


24 – Πρόκειται για την περίπτωση της υποθέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Α της 2ας Απριλίου 2009 (C‑523/07, Συλλογή 2009, σ. I‑2805), καθώς η οικογένεια εκείνη «εγκατέλειψε τη Σουηδία για να περάσει τις διακοπές της στη Φινλανδία. Παρέμεινε στο φινλανδικό έδαφος, διαμένοντας σε τροχόσπιτα σε διάφορα κάμπινγκ, χωρίς τα τέκνα να πηγαίνουν στο σχολείο» (σκέψη 14). Υπενθυμίζω ότι τα κριτήρια προσδιορισμού της συνήθους διαμονής καθορίστηκαν στην απόφαση εκείνη ως εξής: «[ε]κτός της αυτοπρόσωπης παρουσίας του παιδιού εντός κράτους μέλους, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες από τους οποίους να μπορεί να συναχθεί ότι η παρουσία αυτή ουδόλως έχει προσωρινό ή ευκαιριακό χαρακτήρα και ότι η διαμονή του παιδιού εκφράζει την σε κάποιο βαθμό ενσωμάτωση σε ένα κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η διάρκεια, η κανονικότητα, οι συνθήκες και οι λόγοι της διαμονής επί του εδάφους κράτους μέλους και της μετοικήσεως της οικογένειας στο εν λόγω κράτος, η ιθαγένεια του παιδιού, ο τόπος και οι συνθήκες φοίτησης, οι γλωσσικές γνώσεις, καθώς και οι οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις του παιδιού εντός του εν λόγω κράτους» (σκέψεις 30 επ.). Βλ., επίσης, τα σημεία 38 έως 52 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην εν λόγω υπόθεση.


25 – Στην περίπτωση αυτή, το άρθρο 14 του κανονισμού 2201/2003 ορίζει ότι «η δικαιοδοσία ρυθμίζεται, σε κάθε κράτος μέλος, από το δίκαιο του κράτους αυτού».


26 – Παρατηρώ, ωστόσο, ότι στο δίκαιο ορισμένων κρατών μελών, οι αδελφοί και αδελφές αποτελούν μια ενότητα που προστατεύεται όσο το δυνατόν περισσότερο ως τέτοια, καθώς ο νομοθέτης επιτάσσει τον δικαστή να αποφεύγει τον χωρισμό των αδελφών και, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, να μεριμνά για τη διατήρηση των δεσμών μεταξύ τους (βλ., για παράδειγμα, άρθρο 371‑5 του γαλλικού Code civil).


27 – Με απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2007, το Amtsgericht Albstadt έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή ασκήθηκε ως εκ περισσού, για τον λόγο ότι, κατ’ εφαρμογήν της γερμανικής νομοθεσίας, η μητέρα διέθετε ήδη αποκλειστικό δικαίωμα επιμέλειας. Είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι, ακολουθώντας την απόφαση Zaunegger κατά Γερμανίας που εξέδωσε στις 3 Δεκεμβρίου 2009 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (προσφυγή αρ. 22028/04), το Bundesverfassungsgericht (γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε προσφάτως αντίθετη προς το άρθρο 6, παράγραφος 2, του Θεμελιώδους Νόμου την αδυναμία, σύμφωνα με τα άρθρα 1626a και 1672 του γερμανικού αστικού κώδικα (BGB), του πατέρα τέκνου γεννημένου εκτός γάμου να αναλάβει την επιμέλεια του τέκνου αυτού σε περίπτωση αρνήσεως της μητέρας (απόφαση της 21ης Ιουλίου 2010, 1 BvR 420/09).


28 – Σχετικά με την αρχή αυτή, η οποία θεωρείται γενικώς ως «πυλώνας», βλ., ιδίως, σημεία 30 επ. των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Ruiz‑Jarabo Colomer στην υπόθεση C‑159/02, Turner (απόφαση της 27ης Απριλίου 2004, Συλλογή 2004, σ. I‑3565), όσον αφορά τη Σύμβαση των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968.


29 – Ο έλεγχος της συμμορφώσεως προς τις διατάξεις του κανονισμού 2201/2003 περί δικαιοδοσίας απόκειται στα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται των ενδίκων μέσων και που, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την ερμηνεία των διατάξεων αυτών, υποχρεούνται να απευθύνουν στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα. Σε έσχατη περίπτωση, είναι επίσης δυνατή η κίνηση διαδικασίας κατά παραβάσεως του οικείου κράτους μέλους.


30 – Υπενθυμίζω ότι η έννοια «αστικές υποθέσεις» αποτελεί αυτοτελή έννοια του κοινοτικού δικαίου, η οποία καλύπτει και τα μέτρα που διέπονται από το δημόσιο δίκαιο σύμφωνα με την εσωτερική έννομη τάξη ενός κράτους μέλους (απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2007, C‑435/06, C, Συλλογή 2007, σ. I‑10141, σκέψεις 46 έως 53). Κατά συνέπεια, οι διοικητικές διαδικασίες, αρχές ή αποφάσεις ορισμένων κρατών μελών είναι δυνατόν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2201/2003 (συναφώς, βλ., επίσης, «Πρακτικό οδηγό για την εφαρμογή του νέου κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙ», ανωτέρω, σ. 8).


31 – Για παράδειγμα, ένας συνδυασμός διαδικασιών όπως μια αίτηση διορισμού επιτρόπου και μια αίτηση τοποθετήσεως σε ανάδοχη οικογένεια δεν μπορούν να οδηγήσουν σε εκκρεμοδικία, καθώς οι σχετικές υποθέσεις είναι διαφορετικές και οι εν λόγω διαδικασίες δεν έχουν προδήλως την ίδια αιτία και το ίδιο αντικείμενο. Δυσκολότερο είναι να προσδιοριστεί αν θα μπορούσε να υπάρξει εκκρεμοδικία μεταξύ αγωγής επιμέλειας και αγωγής που αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας.


32 – Για παράδειγμα, το δικαίωμα επιμέλειας, ως περιεχόμενο στη γονική μέριμνα, δύναται να ακολουθήσει αυτομάτως την ανάθεση της επιτροπείας ή την τοποθέτηση του τέκνου σε ίδρυμα.


33 – Από την ως άνω απόφαση Α προκύπτει ότι «η απόφαση που διατάσσει την άμεση αφαίρεση της επιμέλειας παιδιού και την ανάθεσή της σε τρίτους, ήτοι σε ανάδοχη οικογένεια [εμπίπτει στην έννοια των «αστικών υποθέσεων» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003], εφόσον έχει ληφθεί στο πλαίσιο των κανόνων δημοσίου δικαίου για την προστασία της παιδικής ηλικίας».


34 – Διευκρινίζω ότι η ένατη και η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2201/2003 αναφέρουν ότι τα σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία του παιδιού μέτρα, τα οποία, όμως, δεν αφορούν την προστασία του, δεν διέπονται από τον εν λόγω κανονισμό, αλλά από τον κανονισμό 44/2001, ο οποίος ρυθμίζει και τις υποχρεώσεις διατροφής.


35 – Βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Purrucker I (σκέψεις 84 επ.).


36 – Με την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2201/2003 υπενθυμίζεται ότι αυτός αντικατέστησε τον κανονισμό 1347/2000, εκτενή τμήματα του οποίου προέρχονται από τη σύμβαση Βρυξέλλες ΙΙ με το ίδιο αντικείμενο, όπως διευκρινίζεται στην έκθεση Borrás.


37 – Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις [JO 1972, L 299, σ. 32), όπως τροποποιήθηκε επανειλημμένως (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Purrucker I, σκέψη 12).


38 – Επί της συνδέσεως μεταξύ των δύο κειμένων στη νομολογία, βλ., μεταξύ άλλων, σημεία 28 επ. των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση C‑185/07, Allianz (πρώην Riunione Adriatica di Sicurta) (απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2009, Συλλογή 2009, σ. I‑663).


39 – Βλ. άρθρο 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, άρθρο 11 του κανονισμού 1347/2000 και άρθρο 27 του κανονισμού 44/2001.


40 – Βλ. δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2201/2003.


41 – Βλ., κατ’ αναλογίαν, την προπαρατεθείσα απόφαση Gubisch Maschinenfabrik (σκέψεις 6 επ.), στην οποίαν αναφέρεται ότι «οι έννοιες που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 21 τηςΣυμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, προκειμένου να καθοριστεί μια κατάσταση εκκρεμοδικίας, πρέπει να θεωρηθούν ως αυτοτελείς», καθώς και το σημείο 2 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα G. F. Mancini στην ίδια υπόθεση. Βλ., επίσης, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, C-464/01, Gruber (Συλλογή 2005, σ. I-439, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη πάγια νομολογία). Επί της επιλογής μεταξύ αυτοτελούς ορισμού ή εθνικής προσεγγίσεως, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1976, 12/76, Industrie Tessili Italiana Como (Συλλογή τόμος 1976, σ. 533, σκέψεις 10 και 11).


42 – Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1976, 29/76, LTU (Συλλογή τόμος 1976, σ. 578, σκέψη 3).


43 – Απόφαση της 7ης Ιουνίου 1984, 129/83, Zelger (Συλλογή 1984, σ. 2397, σκέψη 16) στην οποία διευκρινίζεται ότι: «το άρθρο 21 της συμβάσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ως “πρώτο επιληφθέν” πρέπει να λογισθεί το δικαστήριο ενώπιον του οποίου συνέτρεξαν πρώτα οι προϋποθέσεις από τις οποίες συνάγεται η οριστική εκκρεμοδικία και οι οποίες πρέπει να κριθούν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο καθενός από τα οικεία δικαστήρια». Οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. F. Mancini ήταν προς την ίδια κατεύθυνση, λαμβανομένης υπόψη της ποικιλίας των νομικών καθεστώτων που εφαρμόζονται ως προς την εκκρεμοδικία στα κράτη μέλη.


44 – Επί της σχέσεως μεταξύ της κοινοποιήσεως του εισαγωγικού δικογράφου και της εκκρεμοδικίας, βλ. σημείο 68 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση C‑14/07, Weiss und Partner (απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Συλλογή 2008, σ. I‑3367).


45 – Κατ’ αναλογίαν, σχετικά με την ερμηνεία της αντίστοιχης διατάξεως της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, δηλαδή του άρθρου 21 αυτής, βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Gasser (σκέψη 70), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το «γράμμα, [η] οικονομία και [ο σκοπός] της εν λόγω Συμβάσεως». Σχετικές και οι σκέψεις 62 έως 64 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Purrucker I.


46 – Επί της έννοιας αυτής, βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Μαρτίου 1992, C-261/90, Reichert και Kockler (Συλλογή 1992, σ. I-2149, σκέψη 34), σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 24 της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968.


47 – Συναφώς, βλ. ανάλυση συγκριτικού δικαίου στον διαδικτυακό τόπο του RJE (http://ec.europa.eu/civiljustice/interim_measures/interim_measures_gen_fr.htm): «Η συγκριτική εξέταση των εθνικών νομοθεσιών καταδεικνύει μία σχεδόν πλήρη απουσία της έννοιας των προσωρινών και συντηρητικών μέτρων, καθώς και μία σημαντική ετερογένεια των υφιστάμενων νομικών καθεστώτων».


48 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Purrucker I (σκέψεις 60 και 61), στην οποία αναφέρεται ότι «[τ]ο άρθρο 20 του κανονισμού 2201/2003 είναι το τελευταίο του κεφαλαίου ΙΙ το οποίο αφορά τη δικαιοδοσία. Δεν συγκαταλέγεται στα άρθρα που ρυθμίζουν συγκεκριμένα τη δικαιοδοσία σε θέματα γονικής μέριμνας και απαρτίζουν το τμήμα 2 του κεφαλαίου αυτού, αλλά ανήκει στο τμήμα 3 του ίδιου κεφαλαίου, το οποίο φέρει τον τίτλο “Κοινές διατάξεις”. Από τη θέση της εν λόγω διατάξεως στη διάρθρωση του κανονισμού 2201/2003 προκύπτει ότι το άρθρο 20 δεν πρέπει να θεωρηθεί διάταξη που απονέμει δικαιοδοσία ως προς την ουσία, κατά την έννοια του κανονισμού».


49 – Δανείζομαι την έκφραση, κατ’ αναλογίαν, από την έκθεση Borrás, όπ.π. (σημείο 55).


50 – Κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τις διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη δικαιοδοσία, βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Gasser (σκέψη 47), στην οποία διευκρινίζεται ότι «[ο δικονομικός κανόνας που θέτει το άρθρο 21 της εν λόγω Συμβάσεως [...] σαφώς και αποκλειστικώς στηρίζεται επί της χρονολογικής σειράς κατά την οποία επελήφθησαν της υποθέσεως τα συγκεκριμένα δικαστήρια».


51 – Βλ. και πρόταση της Επιτροπής του 1999 που οδήγησε στη θέσπιση του κανονισμού 1347/2000 [έγγραφο COM(1999) 220 τελικό, σ. 17] και έκθεση Borrás όπ.π. (σημεία 52 και 53).


52 – Βλ., επίσης, τον ως άνω «Πρακτικό οδηγό για την εφαρμογή του νέου κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙ» (σ. 22), στον οποίο διευκρινίζεται ότι «το άρθρο 19, παράγραφος 2, ορίζει ότι το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο είναι καταρχήν αρμόδιο. Το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο οφείλει να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο. Εάν το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο κρίνει εαυτό αρμόδιο, το δεύτερο δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του. Το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο μπορεί να συνεχίσει τη διαδικασία του μόνον εφόσον το πρώτο δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν έχει δικαιοδοσία ή εάν το πρώτο δικαστήριο αποφασίσει να παραπέμψει την υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 15».


53 – Κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τη Σύμβαση των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Gasser (σκέψη 48). Βλ., επίσης, απόφαση της 27ης Ιουνίου 1991, C‑351/89, Overseas Union Insurance κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. I‑3317, σκέψη 26), στην οποία διευκρινίζεται ότι: «με επιφύλαξη της περιπτώσεως κατά την οποία το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο διαθέτει αποκλειστική δικαιοδοσία προβλεπόμενη από τη Σύμβαση, και ιδίως από το άρθρο της 16, το άρθρο 21 της Συμβάσεως έχει την έννοια ότι, όταν αμφισβητείται η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο, το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο έχει μόνο τη δυνατότητα να αναστείλει τη διαδικασία, στην περίπτωση που δεν διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, χωρίς να μπορεί να εξετάσει το ίδιο τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο». Στην τελευταία αυτή υπόθεση, ο γενικός εισαγγελέας W. Van Gerven είχε τονίσει ότι «[δ]ιαφορετική κρίση θα ισοδυναμούσε με αδικαιολόγητη ανάμιξη του δεύτερου δικαστηρίου στη δικαιοδοτική εξουσία του πρώτου» (σημείο 15 των προτάσεών του). 


54 – Και άλλα επιχειρήματα συνηγορούν υπέρ της απόψεως αυτής, δηλαδή ότι τα μέτρα που στηρίζονται στο άρθρο 20 έχουν, πέραν των ως άνω περιορισμένων, ως προς το γεωγραφικό εύρος του πεδίου εφαρμογής τους, αποτελεσμάτων, και περιορισμένα αποτελέσματα, αφενός, ως προς το ουσιαστικό τους περιεχόμενο, καθώς η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι τα μέτρα που λαμβάνονται σε επείγουσες περιπτώσεις δεν αναιρούν τη δικαιοδοσία επί της ουσίας που μπορεί να έχουν τα δικαστήρια άλλων κρατών μελών και δεν τα δεσμεύουν, και, αφετέρου, ως προς τη χρονική τους διάρκεια, καθώς η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι τα αναφερόμενα μέτρα παύουν να ισχύουν μόλις αποφανθεί το δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία επί της ουσίας και δεν συντρέχει πλέον ανάγκη να υποκαθίσταται προσωρινά. Δεν νοείται ευθεία σύγκρουση των δύο κατηγοριών διαδικασιών, αφού η διαδικασία του ως άνω άρθρου 20 εξαρτάται από τη διαδικασία επί της ουσίας, προκειμένου να αποφεύγεται ο κίνδυνος καταχρήσεως των κανόνων περί δικαιοδοσίας. Επί του τελευταίου αυτού σημείου, βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Purrucker I (σκέψεις 86 και 91).


55 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Purrucker I (σκέψεις 84 επ.), καθώς και σημεία 172 έως 175 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση αυτή. Η ανάλυση αυτή αφορά την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων, αλλά, κατά την άποψή μου, είναι σημαντική και όσον αφορά την εκκρεμοδικία. Πράγματι, η απαιτούμενη συνοχή του υφιστάμενου νομολογιακού συστήματος επιβάλλει να ακολουθηθεί η λογική της αποφάσεως αυτής.


56 – Βλ. τον Πρακτικό οδηγό για την εφαρμογή του νέου κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙ, όπ.π. (σ. 11).


57 – Αποκλείω εν προκειμένω τα επείγοντα μέτρα που λαμβάνονται όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία του τέκνου στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού.


58 – Επί του συνδυασμού των διατάξεων του άρθρου 11 του κανονισμού 2201/2003 και εκείνων του άρθρου 19 του ίδιου κανονισμού, βλ. σημεία 63 έως 66 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση C‑195/08 PPU, Rinau (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2008, Συλλογή 2008, σ. I‑5271 ).


59 – Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην προμνημονευθείσα υπόθεση Purrucker I (σημείο 131).


60 – Για παράδειγμα, όσον αφορά γονείς που ζουν χωριστά, αν ένα δικαστήριο έχει κρίνει ότι η κατοικία ενός τέκνου θα είναι η οικία της μητέρας, δεν μπορεί ένα άλλο δικαστήριο να κρίνει ότι θα είναι η οικία του πατέρα, χωρίς οι δύο αυτές αποφάσεις να είναι πρακτικώς ασυμβίβαστες, έστω και αν η μία από αυτές έχει μόνο προσωρινό χαρακτήρα.


61– Κατ’ αναλογίαν, βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Tatry (σκέψεις 39 επ.), με την οποία διευκρινίζεται ότι «[η] “αιτία”, υπό την έννοια του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, καλύπτει την πραγματική και τη νομική βάση της αγωγής. [...] Το δε “αντικείμενο”, υπό την έννοια του ίδιου αυτού άρθρου 21, συνίσταται στον σκοπό της αγωγής». Βλ., επίσης, σημείο 19 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα G. Tesauro στην ίδια υπόθεση. Η προπαρατεθείσα απόφαση Gubisch Maschinenfabrik (σκέψεις 14 επ.) προσθέτει ότι «[έ]στω κι αν η γερμανική απόδοση του άρθρου 21 δεν διακρίνει ρητώς μεταξύ των εννοιών “αντικείμενο” και “αιτία”, η εν λόγω διάταξη πρέπει να νοηθεί όπως και στις άλλες γλωσσικές αποδόσεις, οι οποίες, όλες, προβαίνουν στη διάκριση αυτή». Στην απόφαση C‑111/01, Gantner Electronic, της 8ης Μαΐου 2003 (Συλλογή 2003, σ. I‑4207), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «προκειμένου να κριθεί αν δύο αγωγές μεταξύ των ιδίων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών έχουν το ίδιο αντικείμενο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αποκλειστικώς οι απαιτήσεις των αντιστοίχων εναγόντων, αποκλειομένων των αμυντικών ισχυρισμών που προβάλλει ένας εναγόμενος».


62 – Διευκρινίζω ότι αν ένα από τα εμπλεκόμενα σε σύγκρουση διαδικασιών δικαστήρια εδρεύει σε τρίτο κράτος, η περίπτωση δεν ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού 2201/2003, αλλά από άλλες διατάξεις περί διεθνούς εκκρεμοδικίας.


63 – Υπενθυμίζω ότι ακόμη συντομότερη προθεσμία τάσσεται με το άρθρο 15, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο προβλέπει περίοδο έξι εβδομάδων αφότου επελήφθη το δικαστήριο προκειμένου να κηρύξει εαυτό αρμόδιο, στην περίπτωση παραπομπής σε δικαστήριο καταλληλότερο να εκδικάσει την υπόθεση.


64 – Η προβληματική που εξετάζεται εδώ είναι διαφορετική από εκείνη της προπαρατεθείσας αποφάσεως Gasser, με την οποία το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι «το άρθρο 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από τις διατάξεις της στην περίπτωση κατά την οποία, κατά κανόνα, η διάρκεια των δικών ενώπιον των δικαστηρίων του συμβαλλομένου κράτους εντός του οποίου εδρεύει το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο είναι υπερβολικά μεγάλη» (σκέψη 73). Πράγματι, αφενός, η προσέγγιση που προτείνω δεν είναι γενική, αλλά κατά περίπτωση και, αφετέρου, δεν παραβιάζει την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, καθώς μόνον ελλείψει απαντήσεως του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου θα μπορεί το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο να προχωρήσει, και τέλος, εγγυάται την ασφάλεια δικαίου των διαδίκων, καθώς θα γνωρίζουν σε σύντομο χρόνο εάν υφίσταται ή όχι εκκρεμοδικία.


65 – Η γενική εισαγγελέας J. Kokott τοποθετήθηκε επίσης αναλόγως όσον αφορά το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, διευκρινίζοντας ότι: «[τ]ο δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο δεν μπορεί να συνεχίσει την ενώπιόν του διαδικασία, επειδή θεωρεί ότι το δικαστήριο που επελήφθη πρώτο στερείται δικαιοδοσίας» [σκέψη 31 των προτάσεων στην υπόθεση C‑168/08, Hadadi (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Συλλογή 2009, σ. I‑6871)]. Κατά την άποψή μου, η υποχρέωση του δικαστηρίου να αναστείλει αυτεπαγγέλτως την ενώπιόν του διαδικασία, αλλά όχι να αποστεί ab initio από την εκδίκαση, επιβάλλεται σε κάθε περίσταση.


66 – Βλ. σκέψη 75 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Purrucker I. Πράγματι, ο δικαστής που καλείται να αποστεί από την εκδίκαση δεν μπορεί να προβεί σε έλεγχο δικαιοδοσίας, δεδομένου ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24 του κανονισμού 2201/2003, δεν θα μπορούσε να ασκήσει τέτοιον έλεγχο ως προς την απόφαση που θα έπρεπε να ληφθεί από τον δικαστή άλλου κράτους μέλους, αν αυτή μετά την έκδοσή της του παρουσιαζόταν προς εκτέλεση.


67 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Purrucker I (σκέψεις 71 επ.). Θα ήθελα συναφώς να προβώ σε μια παρατήρηση σχετική με την υποχρέωση που έχουν τα δικαστήρια των κρατών μελών να αιτιολογούν σαφώς τη διεθνή δικαιοδοσία τους επί της ουσίας με αναφορά σε μία από τις δωσιδικίες των άρθρων 8 έως 14 του κανονισμού αυτού, στην οποία αναφέρεται η σκέψη 76 της εν λόγω αποφάσεως. Παρατηρώ ότι, στην πράξη, κάτι τέτοιο σπανίως γίνεται αυτεπαγγέλτως, αν δεν προβληθεί ένσταση αναρμοδιότητας από τους διαδίκους ή αν το αλλοδαπό στοιχείο της διαφοράς δεν συνέτρεχε όταν το δικαστήριο επελήφθη της αγωγής.


68 – Διατακτικό της προπαρατεθείσας αποφάσεως. Το Δικαστήριο διευκρίνισε, ωστόσο, ότι «[τ]ο γεγονός ότι το σύστημα αναγνωρίσεως και εκτελέσεως που προβλέπει ο κανονισμός 2201/2003 δεν έχει εφαρμογή επί των μέτρων του άρθρου 20 του κανονισμού αυτού δεν σημαίνει, πάντως, ότι αποκλείεται κάθε ενδεχόμενο αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των εν λόγω μέτρων σε άλλο κράτος μέλος, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας με το σημείο 176 των προτάσεών της. Πράγματι, μπορούν συναφώς να χρησιμοποιηθούν άλλες διεθνείς πράξεις ή εθνικές ρυθμίσεις, κατά τρόπο που να τηρούνται οι διατάξεις του κανονισμού» (σκέψη 92).


69 – Βλ., συναφώς, σημείο 169 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην προμνημονευθείσα υπόθεση Purrucker I: «[τ]ο γεγονός και μόνον ότι το δικαστήριο που λαμβάνει μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 20 ενεργεί αποκλειστικώς βάσει της διατάξεως αυτής συνεπάγεται ότι δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί δικαιοδοσία του για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 19, οπότε η ενώπιόν του διαδικασία δεν ενεργοποιεί τους κανόνες περί εκκρεμοδικίας».


7070 – Σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισε το αιτούν δικαστήριο, κατά το γερμανικό δίκαιο, τα προσωρινά μέτρα δεν επιτρέπονται παρά μόνον εάν έχει ασκηθεί αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, ενώ φαίνεται ότι, κατά το ισπανικό δίκαιο, επιτρέπεται μεμονωμένη αίτηση προσωρινών μέτρων.

Top