This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62010CN0222
Case C-222/10 P: Appeal brought on 7 May 2010 by Brigit Lind against the order of the General Court (Fourth Chamber) delivered on 24 March 2010 in Case T-5/09: Brigit Lind v European Commission
Υπόθεση C-222/10 P: Αναίρεση που άσκησε στις 7 Μαΐου 2010 η Brigit Lind κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) στις 24 Μαρτίου 2010 στην υπόθεση T-5/09, Brigit Lind κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Υπόθεση C-222/10 P: Αναίρεση που άσκησε στις 7 Μαΐου 2010 η Brigit Lind κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) στις 24 Μαρτίου 2010 στην υπόθεση T-5/09, Brigit Lind κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής
ΕΕ C 195 της 17.7.2010, p. 10–12
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
17.7.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 195/10 |
Αναίρεση που άσκησε στις 7 Μαΐου 2010 η Brigit Lind κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) στις 24 Μαρτίου 2010 στην υπόθεση T-5/09, Brigit Lind κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής
(Υπόθεση C-222/10 P)
2010/C 195/15
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Brigit Lind (εκπρόσωπος: I. Anderson, Advocate)
Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της αναιρεσείουσας
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
— |
να αναιρέσει στο σύνολό της τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 2010 με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή της αναιρεσείουσας ως προδήλως απαράδεκτη και καταδικάστηκε αυτή στα δικαστικά έξοδα, |
— |
να αποφανθεί επί της αγωγής της αναιρεσείουσας και να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στην αναιρεσείουσα
|
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
1) |
Το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε ως απαράδεκτη την αφορώσα εξωσυμβατική ευθύνη αγωγή της αναιρεσείουσας, καθόσον παραμόρφωσε τόσο τα αιτήματα όσο και τα επιχειρήματά της. Συνεπεία της παραμορφώσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε παράνομη την αυθαίρετη και στηριζόμενη επί προφάσεων άρνηση της Επιτροπής να ενεργήσει –η οποία κατέστησε άνευ περιεχομένου τους ενιαίους κανόνες για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων και του πληθυσμού σε περίπτωση σχετικών με τις ακτινοβολίες ατυχημάτων που προκαλούνται από τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας για στρατιωτικούς σκοπούς. |
2) |
Μη εφαρμογή αρχών δικαίου κοινών στα κράτη μέλη — Το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τον παράνομο χαρακτήρα της ελλείψεως επιμέλειας και χρηστής διοικήσεως που επέδειξε η Επιτροπή όσον αφορά αρχές δικαίου κοινές στα συστήματα των κρατών μελών σχετικές με τη θεμελίωση της ευθύνης της Διοικήσεως για ζημία προκληθείσα σε ιδιώτες, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 188 της Συνθήκης ΕΚΑΕ. |
3) |
Εσφαλμένη άσκηση, όσον αφορά το παραδεκτό της καταγγελίας σχετικά με τους κανόνες για την προστασία της υγείας, των εξουσιών της Επιτροπής προς χορήγηση κατ’ εξαίρεση απαλλαγής στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού — Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο διατύπωσε εσφαλμένη κρίση όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής χορήγηση στρατιωτικής απαλλαγής, σε σχέση με το πυρηνικό ατύχημα στο Thule, από τις διατάξεις της οδηγίας περί προστασίας της υγείας, υπό το φως της ευρείας διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής για τη διαμόρφωση της πολιτικής ανταγωνισμού της ΕΕ δια της κατά διακριτική ευχέρεια χορηγήσεως απαλλαγών σε παράνομες εμπορικές συμφωνίες. Με τον τρόπο αυτό η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη αποφάσεις του Δικαστηρίου περί του παραδεκτού σε άλλους τομείς ενδιαφέροντος της ΕΕ, στο πλαίσιο των οποίων η Επιτροπή δεν διαθέτει τέτοια διακριτική ευχέρεια και σε σχέση με τους οποίους οι ισχυρισμοί περί παραλείψεως της Επιτροπής να ενεργήσει δεν οδηγούν σε απόρριψη της αιτήσεως ως προφανώς απαράδεκτης. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει εξαιρετική και απόλυτη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιβολή των ενιαίων κανόνων για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας, στο μέτρο που η Συνθήκη ΕΚΑΕ οριοθετεί περιοριστικώς την εξουσία της Επιτροπής προς χορήγηση απαλλαγών και προβλέπει ειδικώς μηχανισμούς των οποίων οι ιδιώτες μπορούν να κάνουν χρήση, προκειμένου να καταγγείλουν παράλειψη της διοικήσεως να ενεργήσει σε τομείς στους οποίους παρέχεται προστασία στους ιδιώτες. Η περίπτωση αυτή περιλαμβάνει καταστάσεις στις οποίες η άρνηση προς ενέργεια έχει περιέλθει σε κάποιον τρίτο. |
4) |
Παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να εξετάσει κατά πόσον η άρνηση της Επιτροπής να ενεργήσει παραβιάζει τον περιλαμβανόμενο στη Συνθήκη ΕΚΑΕ σκοπό της προστασίας των εργαζομένων και του πληθυσμού Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε περαιτέρω σε σφάλμα κατά το μέτρο που δεν εξέτασε αν η άρνηση της Επιτροπής να ενεργήσει παραβίαζε τους σκοπούς της Συνθήκης ΕΚΑΕ περί θεσπίσεως και εφαρμογής ενιαίων κανόνων για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων και του πληθυσμού από τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των ιοντιζουσών ακτινοβολιών. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το επιτακτικό, σύμφωνα με τη Συνθήκη ΕΚΑΕ, καθήκον της Επιτροπής, να διασφαλίζει την ορθή εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η σχετική με την αρχή της προφύλαξης. |
5) |
Παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να εξετάσει κατά πόσον η άρνηση της Επιτροπής να ενεργήσει παραβιάζει ανώτερο κανόνα δικαίου Λαμβανομένης υπόψη της ενσωματώσεως της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στη νομολογία της ΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα, καθόσον παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσον η άρνηση της Επιτροπής να εφαρμόσει το προβλεπόμενο από την οδηγία 96/29 σύστημα ιατρικής παρακολούθησης συνιστούσε παράβαση του άρθρου 2 της εν λόγω Συμβάσεως, δεδομένου ότι η άρνηση αυτή έθεσε εν γνώσει σε κίνδυνο τη ζωή του αδελφού της αναιρεσείουσας, εκθέτοντας αυτόν στην ανεξέλεγκτη και μη ιατρικώς αντιμετωπισθείσα ανάπτυξη καρκίνου οφειλομένου στις μακροπρόθεσμες συνέπειες της έκθεσης σε ακτινοβολία, όπως ο καρκίνος εξαιτίας του οποίου τελικώς απεβίωσε. |
(1) Οδηγία 96/29/Ευρατόμ του Συμβουλίου της 13ης Μαΐου 1996 για τον καθορισμό των βασικών κανόνων ασφάλειας για την προστασία της υγείας των εργαζομένων και του πληθυσμού από τους κινδύνους που προκύπτουν από ιονίζουσες ακτινοβολίες (ΕΕ L 159, σ. 1).