Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010CJ0491

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 22ας Δεκεμβρίου 2010.
    Joseba Andoni Aguirre Zarraga κατά Simone Pelz.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberlandesgericht Celle - Γερμανία.
    Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας – Γονική μέριμνα – Δικαίωμα επιμέλειας – Απαγωγή παιδιού – Άρθρο 42 – Εκτέλεση αποφάσεως του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία (ισπανικού) δικαστηρίου, για την οποία εκδόθηκε πιστοποιητικό και με την οποία διατάσσεται η επιστροφή του παιδιού – Δυνατότητα του (γερμανικού) δικαστηρίου της εκτελέσεως να μην προχωρήσει στην εκτέλεση της ως άνω αποφάσεως, σε περίπτωση σοβαρής προσβολής των δικαιωμάτων του παιδιού.
    Υπόθεση C-491/10 PPU.

    Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-14247

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2010:828

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 22ας Δεκεμβρίου 2010 (*)

    «Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας – Γονική μέριμνα – Δικαίωμα επιμέλειας – Απαγωγή παιδιού – Άρθρο 42 – Εκτέλεση αποφάσεως του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία (ισπανικού) δικαστηρίου, για την οποία εκδόθηκε πιστοποιητικό και με την οποία διατάσσεται η επιστροφή του παιδιού – Δυνατότητα του (γερμανικού) δικαστηρίου της εκτελέσεως να μην προχωρήσει στην εκτέλεση της ως άνω αποφάσεως, σε περίπτωση σοβαρής προσβολής των δικαιωμάτων του παιδιού»

    Στην υπόθεση C‑491/10 PPU,

    με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberlandesgericht Celle (Γερμανία), με διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Οκτωβρίου 2010, στο πλαίσιο της διαδικασίας

    Joseba Andoni Aguirre Zarraga

    κατά

    Simone Pelz,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Tizzano (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J.-J. Kasel, M. Ilešič, E. Levits και M. Safjan, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

    γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την από 19 Οκτωβρίου 2010 αίτηση του Προέδρου του Δικαστηρίου, κατά την έννοια του άρθρου 104β, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, με την οποία ζητεί να εξεταστεί αν είναι αναγκαίο να εφαρμοστεί η επείγουσα διαδικασία στην περίπτωση της υπό κρίση αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως,

    έχοντας υπόψη την από 28 Οκτωβρίου 2010 απόφαση του πρώτου τμήματος να εφαρμόσει την ως άνω διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Δεκεμβρίου 2010,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    –        ο J. A. Aguirre Zarraga, εκπροσωπούμενος από το Bundesamt für Justiz, διά της A. Schulz,

    –        η S. Pelz, εκπροσωπούμενη από την K. Niethammer-Jürgens, Rechtsanwältin,

    –        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Kemper,

    –        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την T. Παπαδοπούλου,

    –        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. M. Rodríguez Cárcamo,

    –        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Beaupère-Manokha,

    –        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Borkoveca και D. Palcevska,

    –        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A.-M. Rouchaud-Joët και W. Bogensberger,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Η υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (ΕΕ L 338, σ. 1).

    2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο εκδικάσεως διαφοράς μεταξύ του Αguirre Zarraga και της S. Pelz, με αντικείμενο την επιστροφή στην Ισπανία της θυγατέρας τους Andrea, η οποία διαμένει επί του παρόντος στη Γερμανία με τη μητέρα της.

     Το νομικό πλαίσιο

     Ο κανονισμός 2201/2003

    3        Η δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2201/2003 προβλέπει τα εξής:

    «Σε περίπτωση παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης παιδιού, η επιστροφή του θα πρέπει να επιτυγχάνεται αμελλητί, και για το λόγο αυτό θα πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει η [σύμβαση της Χάγης για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών, η οποία συνήφθη στις 25 Οκτωβρίου 1980 (στο εξής: σύμβαση της Χάγης του 1980)] όπως συμπληρώνεται με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, και ειδικότερα του άρθρου 11. Τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί έχει μετακινηθεί ή κατακρατείται παράνομα, θα πρέπει να μπορούν να αντιτάσσονται στην επιστροφή του σε συγκεκριμένες και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις. Εντούτοις, μία τέτοια απόφαση θα πρέπει να μπορεί να αντικαθίσταται από μεταγενέστερη απόφαση δικαστηρίου του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του. Εάν η απόφαση αυτή συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού, η επιστροφή θα πρέπει να πραγματοποιείται χωρίς να απαιτείται προσφυγή σε καμία διαδικασία για την αναγνώριση και εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το απαχθέν παιδί.»

    4        Η δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού έχει ως εξής:

    «Η ακρόαση του παιδιού διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, χωρίς το παρόν νομοθετικό κείμενο να έχει ως αντικείμενο την τροποποίηση των σχετικών εθνικών διαδικασιών.»

    5        Η εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2201/2003 ορίζει τα εξής:

    «Η αναγνώριση και η εκτέλεση αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και οι λόγοι της μη αναγνώρισης θα πρέπει να περιορίζονται στον ελάχιστο αναγκαίο βαθμό.»

    6        Κατά την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του ως άνω κανονισμού:

    «Δεν μπορεί να γίνει προσφυγή κατά πιστοποιητικού το οποίο εκδίδεται με σκοπό να διευκολύνεται η εκτέλεση της απόφασης. Δεν θα πρέπει να μπορεί επίσης να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής διορθώσεως παρά μόνο σε περίπτωση πραγματικού λάθους, δηλαδή εφόσον το πιστοποιητικό δεν αποδίδει ορθώς το περιεχόμενο της αποφάσεως.»

    7        Η τριακοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη του ίδιου κανονισμού έχει ως εξής:

    «Ο παρών κανονισμός αναγνωρίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [που διακηρύχθηκε στη Νίκαια στις 7 Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ C 364, σ. 1, στο εξής: Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων)]. Ιδιαίτερα, επιδιώκει να εξασφαλίσει την πλήρη τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του παιδιού όπως [κατοχυρώνονται] στο άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων […]».

    8        Το άρθρο 11 του κανονισμού 2201/2003, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επιστροφή του παιδιού», ορίζει τα εξής:

    «1.      Όταν ένα φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα ή οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας προσφεύγει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους προκειμένου να εκδοθεί, βάσει της σύμβασης της Χάγης [του 1980], απόφαση για την επιστροφή του παιδιού το οποίο μετακινήθηκε ή κατακρατείται παρανόμως σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους όπου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, ισχύουν οι παράγραφοι 2 έως 8.

    2.      Κατά την εφαρμογή των άρθρων 12 και 13 της σύμβασης της Χάγης του 1980, εξασφαλίζεται ότι παρέχεται στο παιδί η δυνατότητα ακρόασης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, εκτός αν αυτό αντενδείκνυται λόγω της ηλικίας του ή του βαθμού ωριμότητάς του.

    […]

    8.      Ανεξάρτητα από απόφαση για τη μη επιστροφή του παιδιού σύμφωνα με το άρθρο 13 της σύμβασης της Χάγης του 1980, οιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση η οποία διατάσσει την επιστροφή του παιδιού και έχει εκδοθεί από δικαστήριο αρμόδιο βάσει του παρόντος κανονισμού είναι εκτελεστή σύμφωνα με το κεφάλαιο III, τμήμα 4, προκειμένου να εξασφαλισθεί η επιστροφή του παιδιού.»

    9        Όσον αφορά την αναγνώριση των αποφάσεων, το άρθρο 21 του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι:

    «1.      Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς καμία διαδικασία.

    […]

    3.      Υπό την επιφύλαξη του τμήματος 4, οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος μπορεί, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το τμήμα 2 του παρόντος κεφαλαίου, να ζητήσει την έκδοση απόφασης για την αναγνώριση ή μη αναγνώριση της απόφασης.

    […]»

    10      Κατά το άρθρο 23 του ίδιου κανονισμού:

    «Απόφαση που αφορά τη γονική μέριμνα δεν αναγνωρίζεται:

    α)      αν η αναγνώριση αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνώρισης, λαμβάνοντας υπόψη το ύψιστο συμφέρον του παιδιού,

    β)      αν έχει εκδοθεί, εκτός περιπτώσεων κατεπείγοντος, χωρίς να δοθεί στο παιδί δυνατότητα ακρόασης, κατά παράβαση θεμελιωδών δικονομικών αρχών του κράτους μέλους αναγνώρισης,

    […]».

    11      Το άρθρο 42 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επιστροφή του παιδιού», ορίζει τα εξής:

    «1.      Εκτελεστή απόφαση εκδιδόμενη σε κράτος μέλος για την επιστροφή του παιδιού κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό στο κράτος μέλος προέλευσης κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2, αναγνωρίζεται σε άλλο κράτος μέλος και μπορεί να εκτελεστεί σε αυτό χωρίς να απαιτείται κήρυξη εκτελεστότητας και χωρίς να μπορεί να προσβληθεί ή αναγνώριση.

    Ακόμη και αν το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει την εκτελεστότητα απευθείας εκ του νόμου, παρά ενδεχόμενη προσφυγή, απόφασης διατάσσουσας την επιστροφή του παιδιού η οποία προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 8, το δικαστήριο του κράτους μέλους προέλευσης μπορεί να κηρύξει την απόφαση εκτελεστή.

    2.      Ο δικαστής προέλευσης που εξέδωσε την απόφαση για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 40, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, εκδίδει το πιστοποιητικό της παραγράφου 1, μόνο εφόσον:

    α)      έχει παρασχεθεί στο παιδί η δυνατότητα ακρόασης, εκτός αν η ακρόαση αντενδείκνυται δεδομένης της ηλικίας ή του βαθμού ωριμότητάς του·

    β)      τα μέρη είχαν δυνατότητα ακρόασης, και

    γ)      το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους και τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων εξεδόθη η απόφαση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 της σύμβασης της Χάγης του 1980.

    Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο ή οιαδήποτε άλλη αρχή λαμβάνει μέτρα για να διασφαλίσει την προστασία του παιδιού μετά την επιστροφή του στο κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του, το πιστοποιητικό καθορίζει τις λεπτομέρειες αυτών των μέτρων.

    Ο δικαστής προέλευσης εκδίδει αυτεπαγγέλτως το προαναφερθέν πιστοποιητικό […], χρησιμοποιώντας το έντυπο του παραρτήματος IV (πιστοποιητικό σχετικά με την επιστροφή του παιδιού).

    Το πιστοποιητικό συμπληρώνεται στη γλώσσα της απόφασης.»

    12      Το άρθρο 43 του κανονισμού 2201/2003, υπό τον τίτλο «Προσφυγή διορθώσεως», προβλέπει τα εξής:

    «1.      Το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης εφαρμόζεται για πάσα διόρθωση του πιστοποιητικού.

    2.      Η έκδοση του πιστοποιητικού σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 1, ή το άρθρο 42, παράγραφος 1, δεν είναι δεκτική καμίας προσφυγής.»

    13      Το άρθρο 60 του ως άνω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Σχέση με ορισμένες πολυμερείς συμβάσεις», ορίζει ότι στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών ο κανονισμός αυτός υπερισχύει, μεταξύ άλλων, της συμβάσεως της Χάγης του 1980.

     Ο κανονισμός (ΕΚ) 1206/2001

    14      Το άρθρο 10, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1206/2001 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 174, σ. 1), προβλέπει σχετικά με τη χρησιμοποίηση σύγχρονων μέσων επικοινωνίας ότι:

    «Το αιτούν δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο εκτελέσεως να χρησιμοποιήσει τηλεπικοινωνιακές τεχνολογίες κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων, ιδίως τηλεσυνδιασκέψεις.

    Το δικαστήριο εκτελέσεως ανταποκρίνεται στο αίτημα αυτό, εκτός αν τούτο δεν συνάδει προς το δίκαιο του κράτους μέλους του δικαστηρίου εκτελέσεως ή λόγω μειζόνων πρακτικών δυσκολιών.

    […]»

     Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    15      Από τη διάταξη περί παραπομπής και από τη δικογραφία που το αιτούν δικαστήριο διαβίβασε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης καθώς και οι διάφορες διαδικασίες στις οποίες εμπλέκονται οι διάδικοι της κύριας δίκης μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.

     Ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης

    16      Ο J. A. Aguirre Zarraga, ο οποίος έχει την ισπανική ιθαγένεια, και η S. Pelz, η οποία έχει τη γερμανική ιθαγένεια, συνήψαν γάμο στις 25 Σεπτεμβρίου 1998 στο Erandio (Ισπανία). Εκ του γάμου αυτού προήλθε η κόρη τους Andrea, η οποία γεννήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2000. Ο τόπος της συνήθους διαμονής της οικογένειας ήταν η Sondika (Ισπανία).

    17      Δεδομένου ότι οι σχέσεις της S. Pelz με τον J. A. Aguirre Zarraga επιδεινώθηκαν κατά τα τέλη του 2007, το ζεύγος χώρισε και, κατόπιν τούτου, καθένας από τους γονείς κατέθεσε αίτηση διαζυγίου ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων.

     Η διαδικασία ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων

    18      Τόσο η S. Pelz όσο και ο J. A. Aguirre Zarraga διεκδίκησαν την αποκλειστική επιμέλεια του κοινού τους τέκνου. Με απόφαση της 12ης Μαΐου 2008, το Juzgado de Primera Instancia e Instrucción n° 5 de Bilbao ανέθεσε προσωρινώς την επιμέλεια στον J. A. Aguirre Zarraga, ενώ αναγνώρισε στην S. Pelz το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας. Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, η Andrea μετακόμισε στην πατρική κατοικία.

    19      Η ως άνω απόφαση στηρίχθηκε ιδίως στις συστάσεις που περιείχε η έκθεση πραγματογνωμοσύνης την οποία κατάρτισε η Equipo Psicosocial Judicial (αρμόδια για ψυχο-κοινωνικά ζητήματα δικαστική υπηρεσία) κατόπιν αιτήσεως του δικαστή που επιλήφθηκε της υποθέσεως. Κατά την εν λόγω έκθεση, η επιμέλεια έπρεπε να ανατεθεί στον πατέρα, διότι αυτός ήταν σε θέση να διασφαλίσει καλύτερα τη διατήρηση του οικογενειακού, σχολικού και κοινωνικού περιγύρου του παιδιού. Δεδομένου ότι η S. Pelz είχε επανειλημμένως εκφράσει την επιθυμία της να εγκατασταθεί στη Γερμανία με τον νέο σύντροφό της και τη θυγατέρα του, το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η ανάθεση της επιμέλειας στη μητέρα θα αντέβαινε στα πορίσματα της ως άνω πραγματογνωμοσύνης και θα ήταν επίσης αντίθετη προς το bonum filii.

    20      Τον Ιούνιο του 2008, η S. Pelz μετοίκησε στη Γερμανία, όπου διαμένει πλέον με τον νέο της σύντροφο. Τον Αύγουστο του 2008, κατόπιν των θερινών διακοπών που πέρασε με τη μητέρα της, η Andrea παρέμεινε μαζί της στη Γερμανία. Έκτοτε δεν έχει επιστρέψει στην πατρική κατοικία στην Ισπανία.

    21      Το Juzgado de Primera Instancia e Instrucción n° 5 de Bilbao, διαπιστώνοντας ότι από τις 15 Αυγούστου 2008 η Andrea διέμενε με τη μητέρα της κατά παράβαση της από 12 Μαΐου 2008 αποφάσεώς του, εξέδωσε στις 15 Οκτωβρίου 2008, κατόπιν αιτήσεως του J. A. Aguirre Zarraga για τη λήψη προσωρινών μέτρων, νέα απόφαση με την οποία απαγόρευσε την έξοδο της Andrea από το ισπανικό έδαφος υπό τη συνοδεία της μητέρας της, άλλου μέλους της οικογενείας της ή οποιουδήποτε προσώπου από το εγγύς περιβάλλον της S. Pelz. Επιπλέον, με την εν λόγω απόφαση ανεστάλη το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας που της είχε παρασχεθεί.

    22      Τον Ιούλιο του 2009, συνεχίστηκε ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου η διαδικασία σχετικά με την ανάθεση της επιμέλειας της Andrea. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι επιβαλλόταν τόσο η διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης όσο και η προσωπική ακρόαση της Andrea, όρισε δε, συναφώς, ημερομηνίες για την πραγματοποίησή τους στο Μπιλμπάο. Εντούτοις, ούτε η Andrea ούτε η μητέρα της προσήλθαν στις ως άνω ημερομηνίες. Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο Ισπανός δικαστής δεν δέχθηκε το αίτημα της S. Pelz να επιτραπεί στην ίδια και στην κόρη της να εγκαταλείψουν ελεύθερα την ισπανική επικράτεια μετά την πραγματογνωμοσύνη και την ακρόαση της Andrea. Ο Ισπανός δικαστής δεν απάντησε επίσης στο ρητό αίτημα της S. Pelz να διεξαχθεί η ακρόαση της Andrea με τηλεσυνδιάσκεψη.

    23      Με απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2009, το Juzgado de Primera Instancia e Instrucción n° 5 de Bilbao ανέθεσε την επιμέλεια της Andrea αποκλειστικώς στον πατέρα της. Η S. Pelz άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Audiencia Provincial de Bizkaya, ζητώντας ιδίως την ακρόαση της Andrea.

    24      Με απόφαση της 21ης Απριλίου 2010, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε το ως άνω αίτημα για τον λόγο ότι, σύμφωνα με τους ισπανικούς δικονομικούς κανόνες, η διεξαγωγή αποδείξεων κατ’ έφεση επιτρέπεται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, τις οποίες ο νόμος προσδιορίζει ρητώς. Η ερημοδικία διαδίκου που κλητεύθηκε νομοτύπως να παραστεί στη συνεδρίαση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν καταλέγεται μεταξύ αυτών των περιπτώσεων. Κατά τα λοιπά, η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου αυτού εξακολουθεί να εκκρεμεί.

     Οι διαδικασίες ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων

    25      Στη Γερμανία κινήθηκαν δύο διαδικασίες.

    26      Η πρώτη αφορούσε την υποβληθείσα βάσει της συμβάσεως της Χάγης του 1980 αίτηση του J. A. Αguirre Zarraga για επιστροφή της κόρης του στην Ισπανία. Η αίτηση αυτή έγινε αρχικώς δεκτή από το Amtsgericht Celle με απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2009.

    27      H S. Pelz άσκησε έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως. Με απόφαση της 1ης Ιουλίου 2009, το Oberlandesgericht Celle δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε, κατά συνέπεια, την εφεσιβαλλόμενη απόφαση και απέρριψε την αίτηση του J. A. Αguirre Zarraga βάσει του άρθρου 13, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως της Χάγης του 1980.

    28      Το Oberlandesgericht Celle τόνισε ιδίως ότι, κατά την πραγματοποιηθείσα από το ίδιο ακρόαση της Andrea, το κορίτσι αντιτέθηκε σθεναρά στην επιστροφή την οποία ζήτησε ο πατέρας της, αρνούμενη κατηγορηματικά να μεταβεί στην Ισπανία. Ο πραγματογνώμων που όρισε το ως άνω δικαστήριο κατέληξε, κατόπιν της ακροάσεως, ότι η γνώμη της Andrea έπρεπε να ληφθεί υπόψη λαμβανομένων υπόψη τόσο της ηλικίας όσο και της ωριμότητάς της.

    29      Η δεύτερη διαδικασία ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων αφορούσε το πιστοποιητικό που εξέδωσε στις 5 Φεβρουαρίου 2010, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 42 του κανονισμού 2201/2003, το Juzgado de Primera Instancia e Instrucción n° 5 de Bilbao βάσει της από 16 Δεκεμβρίου 2009 αποφάσεώς του επί του διαζυγίου, με την οποία αποφάνθηκε και επί της επιμέλειας της Andrea.

    30      Με έγγραφο της 26ης Μαρτίου 2010, το Bundesamt für Justiz (γερμανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης) διαβίβασε στο αρμόδιο δικαστήριο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ήτοι στο Amtsgericht Celle, την ως άνω απόφαση και το συνοδευτικό πιστοποιητικό. Το υπουργείο επέστησε την προσοχή του δικαστηρίου στο γεγονός ότι, δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 3, του Gesetz zur Aus- und Durchführung bestimmter Rechtsinstrumente auf dem Gebiet des internationalen Familienrechts (νόμου περί εκτελέσεως και εφαρμογής ορισμένων νομοθετημάτων του διεθνούς οικογενειακού δικαίου), η απόφαση του ισπανικού δικαστηρίου με την οποία διατάχθηκε η επιστροφή του παιδιού ήταν αυτοδικαίως εκτελεστή.

    31      Η S. Pelz αντιτάχθηκε στην αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως για την οποία είχε εκδοθεί πιστοποιητικό, ζητώντας να μην αναγνωριστεί η εν λόγω απόφαση.

    32      Με απόφαση της 28ης Απριλίου 2010, το Amtsgericht Celle έκρινε ότι η απόφαση του Juzgado de Primera Instancia e Instrucción n° 5 de Bilbao δεν έπρεπε να αναγνωριστεί ούτε να εκτελεστεί, για τον λόγο ότι δεν προηγήθηκε της εκδόσεώς της ακρόαση της Andrea.

    33      Στις 18 Ιουνίου 2010, ο J. A. Aguirre Zarraga άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως ενώπιον του Oberlandesgericht Celle, με αίτημα την εξαφάνισή της, την απόρριψη των αιτημάτων της S. Pelz και την αυτοδίκαιη εκτέλεση της αποφάσεως του Juzgado de Primera Instancia e Instrucción n° 5 de Bilbao της 16ης Δεκεμβρίου 2009, στο μέτρο που διατάσσει την επιστροφή της Andrea στην πατρική κατοικία.

    34      Το Oberlandesgericht Celle αναγνωρίζει μεν ότι το δικαστήριο του κράτους μέλους εκτελέσεως πιστοποιητικού που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού 2201/2003 στερείται, κατ’ αρχήν, αρμοδιότητας ελέγχου δυνάμει του άρθρου 21 του κανονισμού αυτού, πλην όμως εκτιμά ότι τούτο δεν ισχύει σε περίπτωση ιδιαιτέρως σοβαρής προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος.

    35      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι το Juzgado de Primera Instancia e Instrucción n° 5 de Bilbao δεν θέλησε να δεχθεί τη γνώμη της Andrea και, κατά συνέπεια, δεν την έλαβε υπόψη του στην απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2009, η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα επιμέλειας του παιδιού αυτού. Αφετέρου, οι προσπάθειες τις οποίες κατέβαλε ο Ισπανός δικαστής προκειμένου να της παράσχει τη δυνατότητα ακροάσεως ήσαν ανεπαρκείς, δεδομένης της σημασίας που αποδίδει το άρθρο 24, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στη συνεκτίμηση της γνώμης του παιδιού.

    36      Επιπλέον, το Oberlandesgericht Celle διερωτάται αν, σε περίπτωση που παρά την ύπαρξη προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος το δικαστήριο του κράτους μέλους εκτελέσεως δεν διαθέτει εξουσία ελέγχου, είναι δυνατόν το κράτος μέλος αυτό να δεσμεύεται από πιστοποιητικό το οποίο εκδόθηκε βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 2201/2003, αλλά έχει προδήλως αναληθές περιεχόμενο. Συγκεκριμένα, κατά το αιτούν δικαστήριο, το από 5 Φεβρουαρίου 2010 πιστοποιητικό του Juzgado de Primera Instancia e Instrucción n° 5 de Bilbao περιέχει την προδήλως αναληθή δήλωση ότι πραγματοποιήθηκε ακρόαση της Andrea από το εν λόγω ισπανικό δικαστήριο, τη στιγμή που τούτο ουδέποτε συνέβη.

    37      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberlandesgericht Celle αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Διαθέτει το δικαστήριο του κράτους μέλους εκτελέσεως κατ’ εξαίρεση, βάσει σύμφωνης με τον Χάρτη [των] Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ερμηνείας του άρθρου 42 του κανονισμού [2201/2003], ιδία εξουσία ελέγχου σε περιπτώσεις στις οποίες η προς εκτέλεση απόφαση του κράτους μέλους προελεύσεως ενέχει σοβαρή προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων;

    2)      Υποχρεούται το δικαστήριο του κράτους μέλους εκτελέσεως να προβεί σε εκτέλεση της αποφάσεως του κράτους μέλους προελεύσεως ακόμη και όταν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι το πιστοποιητικό του άρθρου 42 του κανονισμού [2201/2003] που εξέδωσε το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως είναι προδήλως ανακριβές;»

     Επί της επείγουσας διαδικασίας

    38      Με υπόμνημα της 19ης Οκτωβρίου 2010, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ζήτησε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 104β, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, από το πρώτο τμήμα να εξετάσει αν είναι αναγκαίο να εφαρμοστεί η επείγουσα διαδικασία στην περίπτωση της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής.

    39      Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι η έκδοση της αποφάσεώς του επείγει στις περιπτώσεις μετακινήσεως παιδιού, ιδίως όταν ο χωρισμός τέκνου από τον γονέα στον οποίο, όπως συνέβη στην υπόθεση της κύριας δίκης, είχε ανατεθεί έστω προσωρινώς η επιμέλειά του ενδέχεται να διαταράξει ή να θίξει τις μεταξύ τους σχέσεις, και να προκαλέσει ψυχική βλάβη (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2008, C-195/08 PPU, Rinau, Συλλογή 2008, σ. I 5271, σκέψη 44, της 23ης Δεκεμβρίου 2009, C-403/09 PPU, Detiček, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 30, της 1ης Ιουλίου 2010, C-211/10 PPU, Povse, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 35, και της 5ης Οκτωβρίου 2010, C-400/10 PPU, McB., δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 28).

    40      Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η Andrea έχει χωριστεί από τον πατέρα της για περισσότερο από δύο έτη και ότι, λόγω τόσο της αποστάσεως όσο και των τεταμένων σχέσεων των διαδίκων της κύριας δίκης, συντρέχει σοβαρός και συγκεκριμένος κίνδυνος απουσίας κάθε επικοινωνίας μεταξύ της Andrea και του πατέρα της όσο εκκρεμεί η διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η εφαρμογή της συνήθους διαδικασίας επί της υπό κρίση αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως θα μπορούσε να πλήξει σοβαρά, αν όχι ανεπανόρθωτα, τις σχέσεις του J. A. Αguirre Zarraga με την κόρη του, καθώς και να θίξει εκ των προτέρων την ένταξή της στο οικογενειακό και κοινωνικό της περιβάλλον, σε περίπτωση ενδεχόμενης επιστροφής της στην Ισπανία.

    41      Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο τμήμα αποφάσισε, στις 28 Οκτωβρίου 2010, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εφαρμοστεί η επείγουσα διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση.

     Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    42      Με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί αν, σε περιστάσεις όπως της υποθέσεως της κύριας δίκης, το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους εκτελέσεως μπορεί κατ’ εξαίρεση να αντιταχθεί στην εκτέλεση αποφάσεως με την οποία διατάσσεται η επιστροφή παιδιού και για την οποία εκδόθηκε πιστοποιητικό βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 2201/2003 από το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως, για τον λόγο ότι το τελευταίο αυτό δικαστήριο βεβαίωσε με το ως άνω πιστοποιητικό ότι εκπλήρωσε την υποχρέωση ακροάσεως του παιδιού πριν λάβει την απόφασή του, στο πλαίσιο διαδικασίας διαζυγίου, σχετικά με την ανάθεση της επιμέλειας του παιδιού αυτού, ενώ δεν πραγματοποιήθηκε τέτοια ακρόαση, κατά παράβαση του εν λόγω άρθρου 42, ερμηνευόμενου σύμφωνα με το άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

    43      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι, λαμβανομένου υπόψη του πραγματικού πλαισίου της διαφοράς της κύριας δίκης, πρόκειται για περίπτωση παράνομης κατακρατήσεως παιδιού κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 11, του κανονισμού 2201/2003.

    44      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 120 και 121 της γνώμης του, ο εν λόγω κανονισμός εκκινεί από την αρχή ότι η παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού κατά παράβαση δικαστικής αποφάσεως που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος πλήττουν σοβαρά τα συμφέροντα του παιδιού αυτού και, κατά συνέπεια, προβλέπει μέτρα για την επιστροφή του, το συντομότερο δυνατόν, στον τόπο της συνήθους διαμονής του. Συναφώς, ο ως άνω κανονισμός θέσπισε ένα σύστημα βάσει του οποίου, σε περίπτωση αποκλίσεως των εκτιμήσεων του δικαστηρίου του τόπου της συνήθους διαμονής του παιδιού και του δικαστηρίου του τόπου όπου αυτό βρίσκεται παρανόμως, το πρώτο δικαστήριο διατηρεί αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της επιστροφής του παιδιού.

    45      Η απαίτηση της ταχείας περατώσεως των διαδικασιών η οποία διέπει το εν λόγω σύστημα επιτάσσει, σε παρόμοιες περιστάσεις, τα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται της αιτήσεως επιστροφής του παιδιού να αποφαίνονται γρήγορα. Προς επίτευξη, εξάλλου, αυτού του σκοπού, το άρθρο 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003 επιβάλλει στα δικαστήρια αυτά την υποχρέωση να κάνουν χρήση των πλέον σύντομων από τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό τους δίκαιο και να εκδίδουν την απόφασή τους το αργότερο έξι εβδομάδες από την ενώπιόν τους κατάθεση της αιτήσεως επιστροφής, εκτός αν τούτο καθίσταται αδύνατο λόγω εξαιρετικών περιστάσεων.

    46      Σημειωτέον ακόμη ότι, προς επίτευξη του ως άνω σκοπού, το σύστημα του κανονισμού 2201/2003 αναγνωρίζει κεντρικό ρόλο στο δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της ουσίας της υποθέσεως κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού και ότι, αντιθέτως προς την εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, η οποία προβλέπει ότι η αναγνώριση και η εκτέλεση των εκδιδομένων σε κράτος μέλος αποφάσεων πρέπει να στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, καθώς οι λόγοι μη αναγνωρίσεως πρέπει να περιορίζονται στους απολύτως αναγκαίους, στη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του ίδιου κανονισμού διευκρινίζεται ότι, σε περίπτωση παράνομης κατακρατήσεως παιδιού, η εφαρμογή αποφάσεως που συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού δεν πρέπει να υπόκειται σε οποιαδήποτε διαδικασία αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται το παιδί.

    47      Ακριβώς, λοιπόν, προς επίτευξη του σκοπού της ταχείας εκτελέσεως των αποφάσεων περί επιστροφής παιδιού που εκδίδονται, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, υπό τις περιστάσεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού 2201/2003, ο κανονισμός αυτός προβλέπει με τα άρθρα 40 έως 45 ειδικό καθεστώς για να προσδώσει στις εν λόγω αποφάσεις εκτελεστότητα στο κράτος μέλος όπου πρέπει να παραγάγουν αποτελέσματα.

    48      Ειδικότερα, από τα άρθρα 42, παράγραφος 1, και 43, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της δέκατης έβδομης και της εικοστής τέταρτης αιτιολογικής του σκέψης, προκύπτει ότι απόφαση του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει του εν λόγω κανονισμού με την οποία διατάσσεται η επιστροφή παιδιού, όταν είναι εκτελεστή και έχει εκδοθεί συναφώς πιστοποιητικό κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 42, παράγραφος 1, στο κράτος μέλος προελεύσεως, αναγνωρίζεται και καθίσταται αυτομάτως εκτελεστή σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να μπορεί να προσβληθεί η αναγνώρισή της (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσες αποφάσεις Rinau, σκέψη 84, και Povse, σκέψη 70).

    49      Συνεπώς, το δικαστήριο του κράτους μέλους εκτελέσεως δεσμεύεται να διαπιστώσει την εκτελεστότητα αποφάσεως για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό κατά τα ανωτέρω.

    50      Επιπλέον, αίτημα διορθώσεως του πιστοποιητικού που εξέδωσε το δικαστήριο προελεύσεως ή αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα του εν λόγω πιστοποιητικού είναι δυνατό να προβληθούν μόνο σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου του κράτους μέλους προελεύσεως (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσα απόφαση Povse, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Άλλωστε, προς διασφάλιση της ταχείας εκτελέσεως των σχετικών αποφάσεων και προς αποτροπή του περιορισμού της αποτελεσματικότητας των διατάξεων του κανονισμού 2201/2003 μέσω της καταχρήσεως των δικονομικών δυνατοτήτων, αποκλείεται ακόμη και στο κράτος μέλος προελεύσεως η άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου κατά πιστοποιητικού εκδοθέντος βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού αυτού, πέραν της προσφυγής διορθώσεως κατά την έννοια του άρθρου 43, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσα απόφαση Rinau, σκέψη 85).

    51      Επιπροσθέτως, από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, στο πλαίσιο της θεσπιζόμενης με τον κανονισμό 2201/2003 σαφούς κατανομής των αρμοδιοτήτων, αφενός, των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως και, αφετέρου, των δικαστηρίων του κράτους μέλους εκτελέσεως με σκοπό την άμεση επιστροφή του παιδιού, τα ζητήματα που αφορούν τη νομιμότητα αυτής καθαυτής της αποφάσεως με την οποία διατάσσεται η επιστροφή, ιδίως το ζήτημα αν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για να εκδώσει το αρμόδιο δικαστήριο την ως άνω απόφαση, πρέπει να προβληθούν ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως, σύμφωνα με τους κανόνες της έννομής του τάξεως (προαναφερθείσα απόφαση Povse, σκέψη 74).

    52      Βάσει αυτών των αρχών πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 42, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2201/2003, που ορίζει ότι το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως εκδίδει το πιστοποιητικό στο οποίο αναφέρεται η παράγραφος 1 του ιδίου άρθρου μόνον εφόσον έχει παρασχεθεί στο παιδί η δυνατότητα ακροάσεως, εκτός αν κρίθηκε ότι η ακρόαση αντενδείκνυται λαμβανομένων υπόψη της ηλικίας και του βαθμού ωριμότητάς του (στοιχείο α΄), οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα ακροάσεως (στοιχείο β΄) και το δικαστήριο αυτό έλαβε υπόψη στην απόφασή του τους λόγους και τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων είχε εκδοθεί η απόφαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13 της συμβάσεως της Χάγης του 1980 (στοιχείο γ΄).

    53      Υπογραμμίζεται, ευθύς εξαρχής, ότι ο μοναδικός σκοπός του άρθρου 42, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ως άνω κανονισμού είναι να επισημάνει στον δικαστή του κράτους μέλους προελεύσεως τις απαιτούμενες ελάχιστες προϋποθέσεις όσον αφορά την απόφαση βάσει της οποίας εκδίδεται το προβλεπόμενο στο άρθρο 42, παράγραφος 1, πιστοποιητικό.

    54      Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε με τις σκέψεις 48, 50 και 51 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το εν λόγω άρθρο 42, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2201/2003 ουδόλως εξουσιοδοτεί το δικαστήριο του κράτους μέλους εκτελέσεως να ελέγξει τις προϋποθέσεις εκδόσεως του πιστοποιητικού αυτού.

    55      Πράγματι, μια τέτοια εξουσιοδότηση θα έθετε σε κίνδυνο την πρακτική αποτελεσματικότητα του συστήματος του κανονισμού 2201/2003, όπως αυτό περιγράφηκε στις σκέψεις 44 έως 51 της παρούσας αποφάσεως.

    56      Επομένως, όταν δικαστήριο κράτους μέλους εκδίδει πιστοποιητικό κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 42, το δικαστήριο του κράτους μέλους εκτελέσεως οφείλει να εκτελέσει την ούτως πιστοποιηθείσα απόφαση, χωρίς να δύναται να αντιταχθεί ούτε στην αναγνώριση ούτε στην εκτελεστότητά της.

    57      Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι οι προβλεπόμενοι στα άρθρα 23 και 31 του κανονισμού 2201/2003 λόγοι μη αναγνωρίσεως ή μη κηρύξεως, εκ μέρους του δικαστηρίου του κράτους μέλους εκτελέσεως, της εκτελεστότητας αποφάσεως που αφορά τη γονική μέριμνα, μεταξύ των οποίων καταλέγονται η πρόδηλη προσβολή της δημοσίας τάξεως του κράτους μέλους εκτελέσεως και η παράβαση θεμελιωδών δικονομικών του κανόνων που επιβάλλουν την παροχή δυνατότητας ακροάσεως στο παιδί, δεν επαναλαμβάνονται ως λόγοι ικανοί να δικαιολογήσουν μη εκτέλεση από το ίδιο δικαστήριο, στο πλαίσιο των διαδικασιών του κεφαλαίου ΙΙΙ, τμήμα 4, του ως άνω κανονισμού (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσα απόφαση Rinau, σκέψεις 91, 97 και 99).

    58      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο ζητεί με το πρώτο ερώτημά του να διευκρινιστεί αν η ίδια ερμηνεία επιβάλλεται και στην περίπτωση που η απόφαση του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως, η οποία πρέπει να εκτελεστεί δυνάμει πιστοποιητικού εκδοθέντος για αυτήν, πάσχει, λόγω σοβαρής προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων.

    59      Συναφώς, τονίζεται ότι η σαφής κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως και του κράτους μέλους εκτελέσεως, όπως θεσπίζεται με τις διατάξεις του τμήματος 4 (προαναφερθείσα απόφαση Povse, σκέψη 73), στηρίζεται στην προκείμενη ότι τα δικαστήρια αυτά τηρούν, εντός της σφαίρας των δικών τους αρμοδιοτήτων, τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τον κανονισμό, σε συμφωνία με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

    60      Συγκεκριμένα, καθόσον ο κανονισμός 2201/2003 δεν είναι δυνατό να αντιβαίνει στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, οι διατάξεις του άρθρου 42 του κανονισμού αυτού, με τις οποίες πραγματώνεται το δικαίωμα ακροάσεως του παιδιού, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του άρθρου 24 του εν λόγω Χάρτη (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσα απόφαση McB., σκέψη 60).

    61      Εξάλλου, στη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2201/2003 επισημαίνεται ότι η ακρόαση του παιδιού έχει μεγάλη σημασία για την εφαρμογή του κανονισμού αυτού, ενώ με την τριακοστή τρίτη αιτιολογική του σκέψη υπογραμμίζεται ότι ο εν λόγω κανονισμός αναγνωρίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που καθιερώνει ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, μεριμνώντας ιδίως για τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του παιδιού, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 24 του ως άνω Χάρτη.

    62      Συναφώς, τονίζεται κατ’ αρχάς ότι από το άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και από το άρθρο 42, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2201/2003 προκύπτει ότι αμφότερες οι διατάξεις δεν αφορούν αυτή καθαυτή την ακρόαση του παιδιού, αλλά την παροχή στο παιδί της δυνατότητας ακροάσεως.

    63      Πράγματι, αφενός, το άρθρο 24, παράγραφος 1, επιβάλλει να παρέχεται στα παιδιά η δυνατότητα να εκφράζουν ελεύθερα τη γνώμη τους και η γνώμη τους αυτή να λαμβάνεται υπόψη για τα θέματα που τα αφορούν, απλώς «σε συνάρτηση με την ηλικία και την ωριμότητά τους», ενώ το άρθρο 24, παράγραφος 2, επιτάσσει να δίνεται, σε όλες τις πράξεις που αφορούν το παιδί, πρωταρχική σημασία στο συμφέρον του, το οποίο μπορεί, επομένως, να δικαιολογεί τη μη πραγματοποίηση ακροάσεώς του. Αφετέρου, το άρθρο 42, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, απαιτεί να παρέχεται στο παιδί η δυνατότητα ακροάσεως, «εκτός αν η ακρόαση αντενδείκνυται δεδομένης της ηλικίας ή του βαθμού ωριμότητάς του».

    64      Τούτο σημαίνει ότι απόκειται στον δικαστή, ο οποίος πρόκειται να αποφανθεί επί της ενδεχόμενης επιστροφής του παιδιού, να εκτιμήσει αν είναι σκόπιμη η πραγματοποίηση ακροάσεως, καθόσον οι συγκρούσεις που καθιστούν απαραίτητη την έκδοση αποφάσεως σχετικά με την ανάθεση της επιμέλειας του τέκνου σε έναν από τους γονείς και οι εντάσεις που προκαλούνται συναφώς αποτελούν καταστάσεις, στις οποίες η ακρόαση του παιδιού, ιδίως αν ενέχει τη φυσική του παρουσία ενώπιον του δικαστή, μπορεί να αποδειχθεί ακατάλληλη, ακόμη και βλαπτική για την ψυχική υγεία παιδιού που εκτίθεται συχνά σε τέτοιες εντάσεις και υφίσταται τις αρνητικές τους συνέπειες. Έτσι, καίτοι πρόκειται οπωσδήποτε για δικαίωμα του παιδιού, η ακρόαση δεν μπορεί να συνιστά απόλυτη υποχρέωση, αλλά πρέπει να εκτιμάται κατά περίπτωση σε συνάρτηση με τις επιταγές του συμφέροντος του παιδιού, σύμφωνα με το άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

    65      Επομένως, το δικαίωμα ακροάσεως του παιδιού, όπως κατοχυρώνεται με το άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και το άρθρο 42, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2201/2003, δεν συνεπάγεται ότι πρέπει κατ’ ανάγκην να πραγματοποιηθεί ακρόαση ενώπιον του δικαστή του κράτους μέλους προελεύσεως, αλλά επιβάλλει, αφενός, να τίθενται στη διάθεση του παιδιού οι διαδικασίες και οι νόμιμες προϋποθέσεις που θα του παράσχουν τη δυνατότητα να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του και, αφετέρου, να γίνεται δεκτή η γνώμη αυτή από τον δικαστή.

    66      Με άλλα λόγια, ναι μεν αληθεύει ότι το άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και το άρθρο 42, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2201/2003 δεν επιβάλλουν στο δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως την υποχρέωση να καλεί σε όλες τις περιπτώσεις το παιδί να εκφράσει τη γνώμη του στο πλαίσιο ειδικής προς τούτο ακροάσεως, αφήνοντας έτσι ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως στο εν λόγω δικαστήριο, πλην όμως, εφόσον αποφασίσει να προχωρήσει σε ακρόαση του παιδιού, οι ως άνω διατάξεις απαιτούν από το δικαστήριο αυτό να λάβει, με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού και ανάλογα με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, όλα τα πρόσφορα ενόψει της ακροάσεως μέτρα, προς διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας των επίμαχων διατάξεων, παρέχοντας στο παιδί, στην πράξη και κατ’ ουσίαν, τη δυνατότητα να εκφράσει τη γνώμη του.

    67      Προς επίτευξη του ίδιου σκοπού, το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιήσει, στο μέτρο του δυνατού και πάντοτε λαμβάνοντας υπόψη το συμφέρον του παιδιού, όλα τα μέσα που θέτει συναφώς στη διάθεσή του το εθνικό δίκαιο, καθώς και εκείνα τα οποία προσιδιάζουν στη διασυνοριακή δικαστική συνεργασία, περιλαμβανομένων, εφόσον παρίσταται ανάγκη, των προβλεπομένων από τον κανονισμό 1206/2001.

    68      Κατά συνέπεια, για να μπορεί ο δικαστής του κράτους μέλους προελεύσεως να εκδώσει πιστοποιητικό που να πληροί τις επιταγές του άρθρου 42 του κανονισμού 2201/2003 πρέπει προηγουμένως να ελέγξει, με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού και βάσει όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ότι κατά την έκδοση της αποφάσεως την οποία αφορά το πιστοποιητικό έγινε σεβαστό το δικαίωμα του παιδιού να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του και ότι του δόθηκε στην πράξη και ουσιαστικά η ευκαιρία να την εκφράσει, λαμβανομένων υπόψη τόσο των εθνικών δικονομικών μέσων όσο και των μέσων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της διεθνούς δικαστικής συνεργασίας.

    69      Πάντως, όπως διευκρινίστηκε με τη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως, τα εθνικά δικαστήρια του κράτους μέλους προελεύσεως είναι αποκλειστικώς αρμόδια να εξετάζουν τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής βάσει των απαιτήσεων που επιβάλλουν, μεταξύ άλλων, το άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και το άρθρο 42 του κανονισμού 2201/2003.

    70      Πράγματι, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως, τα θεσπιζόμενα με τον εν λόγω κανονισμό συστήματα αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος στηρίζονται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των κρατών μελών ότι οι αντίστοιχες εθνικές έννομες τάξεις είναι σε θέση να παράσχουν ισοδύναμη και αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία αναγνωρίζονται στο επίπεδο της Ένωσης, ιδίως δε με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

    71      Εντός του πλαισίου αυτού, όπως ορθώς επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 135 της γνώμης του, η έννομη τάξη του κράτους μέλους προελεύσεως είναι, κατά συνέπεια, το πεδίο όπου οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να αξιοποιήσουν τυχόν ένδικα βοηθήματα που τους παρέχουν τη δυνατότητα να προσβάλουν τη νομιμότητα της αποφάσεως για την οποία εκδόθηκε πιστοποιητικό βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 2201/2003.

    72      Όσον αφορά τη διαφορά της κύριας δίκης, τονίζεται, αφενός, ότι από τη δικογραφία που διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι εκκρεμεί ακόμη έφεση ενώπιον του Audiencia Provincial de Bizkaya. Αφετέρου, η Ισπανική Κυβέρνηση διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι και η απόφαση την οποία πρόκειται να εκδώσει το ως άνω δικαστήριο θα υπόκειται σε προσφυγή κατά το εθνικό δίκαιο, ήτοι, τουλάχιστον, στην «recurso de amparo» ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της οποίας μπορούν να προβληθούν, μεταξύ άλλων, ισχυρισμοί περί προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως του δικαιώματος ακροάσεως του παιδιού.

    73      Απόκειται, επομένως, σε αυτά τα δικαστήρια του κράτους μέλους προελεύσεως να ελέγξουν αν η απόφαση την οποία αφορά πιστοποιητικό που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 2201/2003 πάσχει, λόγω προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως του παιδιού.

    74      Από όλα τα παραπάνω στοιχεία συνάγεται το συμπέρασμα ότι, σε περιστάσεις όπως της υποθέσεως της κύριας δίκης, το ζήτημα ενδεχόμενης παραβάσεως του άρθρου 42, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2201/2003 από το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως που εξέδωσε την απόφαση η οποία συνοδεύεται από πιστοποιητικό εμπίπτει στην αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους και το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους εκτελέσεως δεν δύναται να αντιταχθεί ούτε στην αναγνώριση ούτε στην εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, λόγω του πιστοποιητικού το οποίο εξέδωσε το ως άνω δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως.

    75      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σε περιστάσεις όπως της υποθέσεως της κύριας δίκης, το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους εκτελέσεως δεν μπορεί να αντιταχθεί στην εκτέλεση αποφάσεως για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό και με την οποία διατάσσεται η επιστροφή παιδιού που κατακρατείται παρανόμως για τον λόγο ότι το εκδόν την ως άνω απόφαση δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως παρέβη το άρθρο 42 του κανονισμού 2201/2003, ερμηνευόμενο σύμφωνα με το άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, δεδομένου ότι η εκτίμηση της ενδεχόμενης υπάρξεως τέτοιας παραβάσεως εμπίπτει στην αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    76      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

    Σε περιστάσεις όπως της υποθέσεως της κύριας δίκης, το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους εκτελέσεως δεν μπορεί να αντιταχθεί στην εκτέλεση αποφάσεως για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό και με την οποία διατάσσεται η επιστροφή παιδιού που κατακρατείται παρανόμως για τον λόγο ότι το εκδόν την ως άνω απόφαση δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως παρέβη το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000, ερμηνευόμενο σύμφωνα με το άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι η εκτίμηση της ενδεχόμενης υπάρξεως τέτοιας παραβάσεως εμπίπτει στην αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top