Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010CJ0488

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 16ης Φεβρουαρίου 2012.
    Celaya Emparanza y Galdos Internacional SA κατά Proyectos Integrales de Balizamiento SL.
    Αίτηση του Juzgado de lo Mercantil nº 1 de Alicante y nº 1 de Marca Comunitaria για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Κανονισμός (ΕΚ) 6/2002 — Άρθρο 19, παράγραφος 1 — Κοινοτικά σχέδια ή υποδείγματα — Παραποίηση/απομίμηση ή επαπειλούμενη παραποίηση/απομίμηση — Έννοια του όρου “τρίτος”.
    Υπόθεση C‑488/10.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2012:88

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 16ης Φεβρουαρίου 2012 ( *1 )

    «Κανονισμός (ΕΚ) 6/2002 — Άρθρο 19, παράγραφος 1 — Κοινοτικά σχέδια ή υποδείγματα — Παραποίηση/απομίμηση ή επαπειλούμενη παραποίηση/απομίμηση — Έννοια του όρου “τρίτος”»

    Στην υπόθεση C-488/10,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Juzgado de lo Mercantil n°1 de Alicante y n°1 de Marca Comunitaria (Ισπανία) με απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Οκτωβρίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης

    Celaya Emparanza y Galdos Internacional SA

    κατά

    Proyectos Integrales de Balizamiento SL,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, M. Safjan, M. Ilešič (εισηγητή), E. Levits και M. Berger, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

    γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2011,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Celaya Emparanza y Galdos Internacional SA, εκπροσωπούμενη από τους J. L. Gracia Albero, F. Rodríguez Domínguez, F. Miazetto και S. Ferrandis González, abogados,

    η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Laszuk καθώς και από τους I. Żarski και M. Szpunar,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Wenzel Bulst και R. Vidal Puig,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Νοεμβρίου 2011,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ 2002, L 3, σ. 1, στο εξής: κανονισμός).

    2

    Το ερώτημα αυτό υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Celaya Emparanza y Galdos Internacional SA (στο εξής: Cegasa) και της Proyectos Integrales de Balizamiento SL (στο εξής: PROIN) κατόπιν αγωγής που άσκησε η Cegasa για παραποίηση/απομίμηση.

    Το νομικό πλαίσιο

    3

    Από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του προκύπτει ότι ο κανονισμός έχει ως σκοπό τη «δημιουργία κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος που να ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος» με σκοπό την «απόκτηση […] προστασίας σχεδίου ή υποδείγματος για έναν ενιαίο χώρο που θα περικλείει όλα τα κράτη μέλη».

    4

    Η δεκάτη όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού έχει ως εξής:

    «Το καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα απαιτεί τη δημιουργία και την τήρηση ενός μητρώου στο οποίο θα καταχωρίζονται όλες οι αιτήσεις που πληρούν τις τυπικές προϋποθέσεις και στις οποίες έχει δοθεί ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρησης. Το εν λόγω σύστημα καταχώρισης δεν θα πρέπει κατ’ αρχήν να βασίζεται σε εξέταση, η οποία θα αποβλέπει να προσδιορίσει πριν από την καταχώρηση, εάν το σχέδιο ή υπόδειγμα πληροί τους όρους προστασίας, μειώνοντας έτσι στο ελάχιστο τη διαδικασία καταχώρισης και τις άλλες διαδικαστικές ενέργειες στις οποίες υποβάλλεται ο αιτών.»

    5

    Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού, τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα προστατεύονται: «ως “καταχωρισμένα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα”, εάν έχουν καταχωρισθεί υπό τους όρους που προβλέπει ο παρών κανονισμός».

    6

    Το άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού ορίζει τα εξής:

    «Το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα έχει ενιαίο χαρακτήρα. Παράγει τα αυτά αποτελέσματα σε ολόκληρη την Κοινότητα. Δεν δύναται να καταχωρείται, να μεταβιβάζεται, να γίνεται αντικείμενο παραίτησης ή απόφασης περί ακυρότητας ούτε να απαγορεύεται η χρήση του, παρά μόνο σε ολόκληρη την Κοινότητα. Η αρχή αυτή εφαρμόζεται πλην αντιθέτου διατάξεως του παρόντος κανονισμού.»

    7

    Κατά το άρθρο 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού:

    «[…] νοούνται ως:

    α)

    “σχέδιο ή υπόδειγμα”: η εικόνα την οποία παρουσιάζει το σύνολο ή μέρος ενός προϊόντος η οποία προκύπτει από τα χαρακτηριστικά του, και ιδίως από τη γραμμή, το περίγραμμα, το χρώμα, το σχήμα, την υφή ή/και τα υλικά του ίδιου του προϊόντος ή/και της διακόσμησης που φέρει.»

    8

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού προβλέπει τα εξής:

    «Το σχέδιο ή υπόδειγμα προστατεύεται ως κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα εφόσον είναι νέο και έχει ατομικό χαρακτήρα.»

    9

    Κατά το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού, ένα καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται νέο εάν δεν έχει διατεθεί στο κοινό ταυτόσημο σχέδιο ή υπόδειγμα «πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για την καταχώριση ή, αν διεκδικείται προτεραιότητα, πριν από την ημερομηνία προτεραιότητας».

    10

    Το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού προβλέπει ότι ένα καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται ότι παρουσιάζει ατομικό χαρακτήρα εάν η συνολική εντύπωση που προκαλεί στον ενημερωμένο καταναλωτή διαφέρει από τη συνολική εντύπωση που προκαλεί στον εν λόγω καταναλωτή κάθε σχέδιο ή υπόδειγμα που έχει διατεθεί στο κοινό «πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για την καταχώριση ή, εάν διεκδικείται προτεραιότητα, πριν από την ημερομηνία προτεραιότητας».

    11

    Το άρθρο 10 του κανονισμού, με τίτλο «Έκταση της προστασίας», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Η προστασία που παρέχει το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα εκτείνεται σε οποιοδήποτε σχέδιο ή υπόδειγμα το οποίο δεν προκαλεί στον ενημερωμένο χρήστη διαφορετική συνολική εντύπωση.»

    12

    Το άρθρο 19 του κανονισμού, με τίτλο «Δικαιώματα που παρέχει το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Το καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα παρέχει στον δικαιούχο του δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως και δικαίωμα να απαγορεύει σε οιονδήποτε τρίτο τη χρήση χωρίς τη συγκατάθεσή του. Κατά την έννοια της παρούσας διάταξης, ως χρήση νοείται ιδίως η κατασκευή, η προσφορά, η διάθεση στην αγορά, η εισαγωγή, η εξαγωγή ή η χρήση προϊόντος στο οποίο είναι ενσωματωμένο ή εφαρμόζεται το σχέδιο ή υπόδειγμα, καθώς και αποθεματοποίηση του προϊόντος για τους σκοπούς αυτούς.

    2.   Το μη καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα απαγόρευσης των πράξεων της παραγράφου 1, μόνον εάν η αμφισβητούμενη χρήση απορρέει από αντίγραφο του προστατευόμενου σχεδίου ή υποδείγματος. Δεν θεωρείται ότι η αμφισβητούμενη χρήση απορρέει από αντίγραφο προστατευόμενου σχεδίου ή υποδείγματος, εάν το αντίγραφο προέκυψε από ανεξάρτητη δημιουργική εργασία δημιουργού για τον οποίο εύλογο είναι να θεωρείται ότι δεν γνώριζε το σχέδιο ή το υπόδειγμα το οποίο ο δικαιούχος διέθεσε στο κοινό.

    […]»

    13

    Το τμήμα 5 του τίτλου II του κανονισμού, με τίτλο «Ακυρότητα», περιλαμβάνει τα άρθρα 24 έως 26 του εν λόγω κανονισμού.

    14

    Κατά το γράμμα του άρθρου 24, παράγραφος 1, του κανονισμού:

    «Το καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα κηρύσσεται άκυρο κατόπιν υποβολής αίτησης στο Γραφείο [Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)], σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στους τίτλους VI και VII ή από δικαστήριο κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων βάσει ανταγωγής που ασκείται στο πλαίσιο αγωγής περί παραποίησης/απομίμησης.»

    15

    Το άρθρο 25 του κανονισμού, με τίτλο «Λόγοι ακυρότητας», ορίζει στην παράγραφο 1, στοιχείο δʹ, ότι το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα κηρύσσεται άκυρο μόνον εάν, μεταξύ άλλων, «συγκρούεται με προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα».

    16

    Ο τίτλος V του κανονισμού, με τίτλο «Διαδικασία καταχώρισης», περιλαμβάνει τα άρθρα 45 έως 50 του εν λόγω κανονισμού.

    17

    Το άρθρο 45 του κανονισμού, με τίτλο «Εξέταση των τυπικών προϋποθέσεων κατάθεσης των αιτήσεων», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

    «Το [ΓΕΕΑ] εξετάζει:

    α)

    εάν η αίτηση πληροί τις άλλες προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 36, παράγραφοι 2, 3, 4 και 5 και, στην περίπτωση πολλαπλής αίτησης, στο άρθρο 37, παράγραφοι 1 και 2,

    β)

    εάν η αίτηση πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις που ορίζονται στον εκτελεστικό κανονισμό για την εφαρμογή των άρθρων 36 και 37,

    γ)

    εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 77, παράγραφος 2,

    δ)

    σε περίπτωση διεκδίκησης προτεραιότητας, εάν πληρούνται οι σχετικές απαιτήσεις.»

    18

    Το άρθρο 47 του κανονισμού, με τίτλο «Λόγοι απόρριψης των αιτήσεων καταχώρισης», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Εάν το [ΓΕΕΑ], κατά τη διενέργεια της εξέτασης δυνάμει του άρθρου 45, διαπιστώσει ότι το σχέδιο ή υπόδειγμα για το οποίο ζητείται προστασία:

    α)

    δεν ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 3, στοιχείο αʹ, ή

    β)

    αντιβαίνει στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη,

    απορρίπτει την αίτηση.»

    19

    Κατά το γράμμα του άρθρου 48 του κανονισμού, «[α]ν πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την αίτηση καταχώρισης κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος και εφόσον η αίτηση δεν έχει απορριφθεί δυνάμει του άρθρου 47, το [ΓΕΕΑ] καταχωρεί την αίτηση στο μητρώο κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων ως καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα. [...]».

    20

    Ο τίτλος VI του κανονισμού, με τίτλο «Παραίτηση από καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα και ακυρότητα», αποτελείται από τα άρθρα 51 ως 54 του εν λόγω κανονισμού.

    21

    Το άρθρο 52 του κανονισμού, με τίτλο «Αίτηση και ακυρότητα», προβλέπει στην παράγραφό του 1 ότι «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και κάθε δημόσια αρχή που νομιμοποιείται προς τούτο, μπορεί να υποβάλει στο [ΓΕΕΑ] αίτηση ακυρότητας καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος».

    22

    Ο τίτλος IX του κανονισμού, με τίτλο «Δικαιοδοσία και διαδικασία σε αγωγές που αφορούν κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα», περιέχει μεταξύ άλλων το τμήμα 2, με τίτλο «Διαφορές σχετικά με την παραποίηση/απομίμηση και με την ακυρότητα των κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων», που περιλαμβάνει τα άρθρα 80 έως 92 του κανονισμού.

    23

    Κατά το γράμμα του άρθρου 81 του κανονισμού:

    «Τα δικαστήρια κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία:

    «α)

    επί αγωγών [για] παραποίηση/απομίμηση και —αν επιτρέπεται βάσει του εθνικού δικαίου— αγωγών για επαπειλούμενη παραποίηση/απομίμηση κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων,

    β)

    επί αγωγών για τη διαπίστωση μη παραποίησης/απομίμησης κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων, αν επιτρέπεται βάσει του εθνικού δικαίου,

    γ)

    επί αγωγών περί ακυρότητας ενός μη καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος,

    δ)

    επί ανταγωγών περί ακυρότητας ενός κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, οι οποίες ασκούνται στο πλαίσιο των αγωγών βάσει του στοιχείου αʹ.»

    24

    Το άρθρο 85 του κανονισμού, με τίτλο «Τεκμήριο εγκυρότητας — Αντίκρουση επί της ουσίας», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Στις διαδικασίες που απορρέουν από αγωγές παραποίησης/απομίμησης ή επαπειλούμενης παραποίησης/απομίμησης καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, τα δικαστήρια κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων θεωρούν το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα έγκυρο. Το κύρος αμφισβητείται μόνον με ανταγωγή περί ακυρότητας. Παρά ταύτα, η ένσταση περί ακυρότητας του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, η οποία υποβάλλεται με άλλο τρόπο πλην της ασκήσεως ανταγωγής, είναι παραδεκτή μόνον στον βαθμό που ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα θα μπορούσε να κηρυχθεί άκυρο λόγω υπάρξεως προγενέστερου δικαιώματός του βάσει του εθνικού δικαίου, κατά την έννοια του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    25

    Η Cegasa είναι δικαιούχος του καταχωρισθέντος υπό τον αριθ. 000421649-0001 κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος αποτελούμενου από σηματοδοτούμενο οριοδείκτη προοριζόμενο για την οδική σήμανση. Το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα κατατέθηκε ενώπιον του ΓΕΕΑ στις 26 Οκτωβρίου 2005 και δημοσιεύθηκε στο μητρώο των κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων στις 13 Δεκεμβρίου 2005.

    26

    Στα τέλη του 2007 η PROIN έθεσε σε κυκλοφορία τον σηματοδοτούμενο οριοδείκτη H-75. Εκτιμώντας ότι ο οριοδείκτης αυτός δεν δημιουργούσε διαφορετική συνολική εντύπωση από αυτήν του καταχωρισμένου υπό τον αριθ. 000421649-0001 κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, η Cegasa ζήτησε εξωδίκως από την PROIN να παύσει την απομίμηση τον Ιανουάριο του 2008. Η τελευταία αρνήθηκε την απομίμηση αλλά, πάντως, δεσμεύθηκε να τροποποιήσει το σχέδιό της. Τον Μάρτιο του 2008 η Cegasa επανέλαβε ενώπιον της PROIN το αίτημά της να παύσει την απομίμηση.

    27

    Στις 11 Απριλίου 2008 η PROIN κατέθεσε ενώπιον του ΓΕΕΑ αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος αποτελουμένου από σηματοδοτούμενο οριοδείκτη προοριζόμενο για την οδική σήμανση. Tο εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα δημοσιεύθηκε στο μητρώο των κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων στις 7 Μαΐου 2008 με τον αριθμό 000915426-001.

    28

    Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο κυλινδρικός οριοδείκτης που έθεσε σε κυκλοφορία η PROIN αποτελεί αναπαραγωγή του καταχωρισμένου υπό τον αριθ. 000421649-0001 κοινοτικού σχεδίου ή υπομνήματος της Cegasa, στο μέτρο που ο συγκεκριμένος οριοδείκτης δεν προκαλεί στον ενήμερο χρήστη διαφορετική συνολική εντύπωση από αυτήν που προκαλεί το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα. Διευκρινίζει ότι, πάντως, η Cegasa δεν υπέβαλε αίτηση ακυρότητας του καταχωρισμένου υπό τον αριθ. 000915426-001κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος.

    29

    Αντιθέτως, η Cegasa άσκησε ενώπιον του Juzgado de lo Mercantil n°1 de Alicante y n°1 de Marca Comunitaria αγωγή για παραποίηση/απομίμηση καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, ισχυριζόμενη ότι η προσφορά, η προώθηση των πωλήσεων, η διαφήμιση, η αποθήκευση, η εμπορία και η διανομή του οδικού σήματος H-75 από την PROIN συνιστούν προσβολή των δικαιωμάτων που της αναγνωρίζει ο κανονισμός ως δικαιούχου του καταχωρισμένου υπό τον αριθ. 000421649-0001 κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος.

    30

    Κατά της εν λόγω αγωγής για παραποίηση/απομίμηση η PROIN άσκησε ανταγωγή. Ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η Cegasa δεν νομιμοποιείται να ασκήσει αγωγή για παραποίηση/απομίμηση του καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματός της, στο μέτρο που ο τεθείς σε κυκλοφορία από την PROIN σηματοδοτούμενος οριοδείκτης αποτελεί αναπαραγωγή κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος το οποίο επίσης είναι καταχωρισμένο. Υποστήριξε ως εκ τούτου ότι, ενόσω η εν λόγω καταχώριση δεν έχει ακυρωθεί, ο δικαιούχος του έχει δικαίωμα χρήσεως βάσει του κανονισμού, οπότε η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος δεν μπορεί να θεωρηθεί παραποίηση/απομίμηση.

    31

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Juzgado de lo Mercantil n°1 de Alicante y n°1 de Marca Comunitaria αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Στο πλαίσιο διαφοράς που έχει ως αντικείμενο προσβολή του αποκλειστικού δικαιώματος που πηγάζει από καταχωρισμένο κοινοτικό υπόδειγμα, δύναται η προβλεπόμενη από το άρθρο 19, παράγραφος 1, του [κανονισμού] απαγόρευση της εκ μέρους τρίτων χρήσεως του εν λόγω υποδείγματος να αντιταχθεί σε οιονδήποτε τρίτο ο οποίος χρησιμοποιεί άλλο υπόδειγμα που δεν προκαλεί στο κοινό διαφορετική συνολική εντύπωση σε σχέση με το πρώτο υπόδειγμα ή αποκλείεται, αντιθέτως, η εφαρμογή της εν λόγω απαγορεύσεως στον τρίτο που χρησιμοποιεί μεταγενέστερο κοινοτικό υπόδειγμα καταχωρισθέν από τον ίδιο, ενόσω το υπόδειγμα αυτό δεν ακυρώνεται;

    2)

    Είναι η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα ανεξάρτητη της προθέσεως του τρίτου ή διαφοροποιείται αναλόγως της συμπεριφοράς αυτού, οπότε αποκτά καθοριστική σημασία το γεγονός ότι ο τρίτος ζήτησε και επέτυχε την καταχώριση του κοινοτικού υποδείγματος μετά τη λήψη εξώδικου εγγράφου με το οποίο ο δικαιούχος του προγενέστερου κοινοτικού υποδείγματος τον καλούσε να παύσει την εμπορία του προϊόντος διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο προσέβαλλε τα πηγάζοντα από το εν λόγω προγενέστερο υπόδειγμα δικαιώματά του;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    32

    Προκαταρκτικώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο κανονισμός δεν περιέχει διάταξη προβλέπουσα ρητώς τη δυνατότητα του δικαιούχου προγενεστέρου καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος να ασκήσει αγωγή για παραποίηση/απομίμηση κατά του δικαιούχου μεταγενεστέρου καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος.

    33

    Επιβάλλεται πάντως η διαπίστωση ότι το γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού δεν διακρίνει ανάλογα με το αν ο τρίτος είναι ή δεν είναι δικαιούχος καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος.

    34

    Επομένως, κατά το γράμμα της εν λόγω διατάξεως, το καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα παρέχει στον δικαιούχο του το αποκλειστικό δικαίωμα να το χρησιμοποιεί και να απαγορεύει σε «οιονδήποτε τρίτο» τη χρήση του χωρίς τη δική του συγκατάθεση.

    35

    Ομοίως, το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού εξαγγέλλει ότι η προστασία που παρέχει το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα εκτείνεται σε «οποιοδήποτε σχέδιο ή υπόδειγμα το οποίο δεν προκαλεί στον ενημερωμένο χρήστη διαφορετική συνολική εντύπωση».

    36

    Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο κανονισμός δεν αποκλείει την άσκηση από τον δικαιούχο αγωγής για παραποίηση/απομίμηση καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος προς απαγόρευση της χρήσεως μεταγενεστέρου καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος το οποίο δεν προκαλεί στον ενημερωμένο χρήστη διαφορετική συνολική εντύπωση.

    37

    Ασφαλώς, όπως η Πολωνική Κυβέρνηση επισήμανε με τις υποβληθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου παρατηρήσεις της, ο δικαιούχος του μεταγενεστέρου καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος έχει επίσης, κατ’ αρχήν, αποκλειστικό δικαίωμα χρήσεως του σχεδίου ή υποδείγματός του.

    38

    Πάντως, το γεγονός αυτό δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την ερμηνεία του όρου «οιοσδήποτε τρίτος» κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού, ως περιλαμβάνοντος τον τρίτο που είναι δικαιούχος μεταγενεστέρου καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος.

    39

    Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισήμανε με τις παρατηρήσεις της, οι διατάξεις του κανονισμού πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της αρχής της προτεραιότητας, δυνάμει της οποίας το προγενέστερο καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα έχει προτεραιότητα έναντι των μεταγενεστέρων καταχωρισμένων κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων.

    40

    Συγκεκριμένα, από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού προκύπτει ότι η προστασία σχεδίου ή υποδείγματος ως κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος διασφαλίζεται μόνον εφόσον είναι νέο και έχει ατομικό χαρακτήρα. Σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ δύο καταχωρισμένων κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων, αυτό που καταχωρίστηκε πρώτο τεκμαίρεται ότι συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις αυτές για να τυγχάνει της κοινοτικής προστασίας πριν από εκείνο που καταχωρίστηκε δεύτερο. Έτσι, ο δικαιούχος του μεταγενεστέρου καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος μπορεί να προστατεύεται βάσει του κανονισμού μόνον αν αποδεικνύει ότι δεν συντρέχει μια από τις εν λόγω προϋποθέσεις ως προς το προγενέστερο καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα μέσω αγωγής περί ακυρότητας, ενδεχομένως μέσω ανταγωγής.

    41

    Στο πλαίσιο αυτό, και όπως ο γενικός εισαγγελέας παρατήρησε στα σημεία 32 και 33 των προτάσεών του, επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της διαδικασίας καταχωρίσεως των κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων που καθιερώνει ο κανονισμός.

    42

    Πράγματι, δυνάμει της διαδικασίας αυτής, η οποία διέπεται από τα άρθρα 45 έως 48 του κανονισμού, το ΓΕΕΑ εξετάζει αν η αίτηση είναι σύμφωνη με τις αφορώσες την κατάθεση τυπικές προϋποθέσεις, όπως αυτές προβλέπονται από τον κανονισμό. Αν η αίτηση πληροί τις εν λόγω προϋποθέσεις, ανταποκρίνεται στον ορισμό του σχεδίου ή υποδείγματος που προβλέπει το άρθρο 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού και δεν είναι αντίθετη προς τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη, το ΓΕΕΑ, εγγράφοντας την αίτηση στο μητρώο των κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων, χαρακτηρίζει το αιτούμενο ως καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα.

    43

    Επομένως, πρόκειται για διεκπεραιωτικό έλεγχο τυπικής κυρίως φύσεως, ο οποίος, όπως αναφέρεται στη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, δεν απαιτεί εξέταση επί της ουσίας η οποία αποβλέπει να προσδιορίσει πριν από την καταχώριση εάν το σχέδιο ή υπόδειγμα πληροί τους όρους προστασίας και ο οποίος, εξάλλου, αντίθετα προς τη διαδικασία καταχωρίσεως κατά τον κανονισμό 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1), δεν προβλέπει φάση παρέχουσα στον δικαιούχο προγενεστέρου καταχωρισμένου σχεδίου ή υποδείγματος τη δυνατότητα να εναντιωθεί στην καταχώριση.

    44

    Υπό τις συνθήκες αυτές, μόνον η ερμηνεία του όρου «οιοσδήποτε τρίτος» κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού ως περιλαμβάνοντος τον δικαιούχο τρίτο μεταγενεστέρου καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος μπορεί να εγγυηθεί τον σκοπό της αποτελεσματικής προστασίας των καταχωρισμένων κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων που επιδιώκει ο κανονισμός, καθώς και την πρακτική αποτελεσματικότητα των αγωγών για παραποίηση/απομίμηση.

    45

    Αυτό το συμπέρασμα, εξάλλου, ουδόλως αναιρείται από το γεγονός ότι ο κανονισμός δεν παρέχει στα δικαστήρια κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων την αρμοδιότητα να επιλαμβάνονται των αιτημάτων ακυρότητας καταχωρισμένων κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων και ορίζει, στο άρθρο του 85, ότι τα εν λόγω δικαστήρια οφείλουν, στις διαδικασίες που κινούνται κατόπιν αγωγών για παραποίηση/απομίμηση ή για επαπειλούμενη παραποίηση/απομίμηση, να θεωρούν έγκυρο το καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα.

    46

    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι ο κανονισμός διακρίνει σαφώς μεταξύ των αγωγών που αφορούν καταχωρισμένα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα, τις αγωγές περί παραποιήσεως/απομιμήσεως και τις αγωγές περί ακυρότητας.

    47

    Όσον αφορά, αφενός, τις αγωγές για παραποίηση/απομίμηση, το άρθρο 81 του κανονισμού απονέμει στα δικαστήρια κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων αποκλειστική δικαιοδοσία για την εκδίκαση των διαφορών αυτών. Στο πλαίσιο των αγωγών αυτών, τα εν λόγω δικαστήρια εξετάζουν μόνον αν έχει προσβληθεί το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσεως που ο κανονισμός παρέχει στον δικαιούχο καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος.

    48

    Όσον αφορά, αφετέρου, τα αιτήματα ακυρότητας των καταχωρισμένων κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων, ο κανονισμός έχει επιλέξει το συγκεντρωτικό σύστημα επεξεργασίας τους από το ΓΕΕΑ, στο πλαίσιο του οποίου όμως η αρχή αυτή μετριάζεται από τη δυνατότητα των δικαστηρίων κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων να εκδικάζουν ανταγωγές ακυρότητας καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος κατόπιν ασκήσεως αγωγής για παραποίηση/απομίμηση ή για επαπειλουμένη παραποίηση/απομίμηση.

    49

    Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία ότι η ερμηνεία του όρου «οιοσδήποτε τρίτος» κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού ως περιλαμβάνοντος τον δικαιούχο τρίτο μεταγενεστέρου καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος θα κατέληγε σε αλλοίωση της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εν λόγω δικαστηρίων και του ΓΕΕΑ, καθιστώντας επιπλέον κενή περιεχομένου την αρμοδιότητα του τελευταίου για ζητήματα ακυρότητας.

    50

    Πράγματι, από τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά προκύπτει ότι οι αγωγές για παραποίηση/απομίμηση και οι αγωγές ακυρότητας διακρίνονται από τον σκοπό τους και τα αποτελέσματά τους, έτσι ώστε η δυνατότητα του δικαιούχου προγενεστέρου καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος να ασκήσει αγωγή για παραποίηση/απομίμηση κατά του δικαιούχου μεταγενεστέρου καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος να μην μπορεί να καταστήσει άνευ περιεχομένου την ενώπιον του ΓΕΕΑ άσκηση αγωγής περί ακυρότητας κατά του τελευταίου.

    51

    Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο μέτρο που το μεταγενέστερο καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα, η χρήση του οποίου έχει απαγορευθεί, παραμένει έγκυρο ενόσω η ακυρότητά του δεν έχει κηρυχθεί από το ΓΕΕΑ ή από δικαστήριο κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων στο πλαίσιο ανταγωγής περί ακυρότητας, το σύστημα ενδίκων μέσων που καθιερώνει ο κανονισμός δεν αλλοιώνεται από την εκτίμηση που διατυπώνεται στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως.

    52

    Κατόπιν των προεκτεθέντων συλλογισμών, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί ως απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο διαφοράς με αντικείμενο την προσβολή του αποκλειστικού δικαιώματος που παρέχει καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα, το δικαίωμα απαγορεύσεως σε τρίτους να χρησιμοποιούν το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα εκτείνεται σε κάθε τρίτον ο οποίος χρησιμοποιεί σχέδιο ή υπόδειγμα το οποίο δεν προκαλεί στον ενήμερο χρήστη διαφορετική συνολική εντύπωση, περιλαμβανομένου του τρίτου δικαιούχου μεταγενεστέρου καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    53

    Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα διαφέρει ανάλογα με την πρόθεση και τη συμπεριφορά του τρίτου δικαιούχου του μεταγενεστέρου καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος.

    54

    Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται ιδίως στην περίπτωση της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της οποίας η PROIN καταχώρισε το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμά της μόνον αφού οχλήθηκε από τη Cegasa.

    55

    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πρώτον, όπως τόνισαν όλοι οι ενδιαφερόμενοι που κατέθεσαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, το περιεχόμενο των δικαιωμάτων που απονέμει ο κανονισμός πρέπει να καθορίζεται κατά τρόπο αντικειμενικό και δεν μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τη συμπεριφορά του προσώπου που ζητεί την καταχώριση κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος.

    56

    Δεύτερον, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας, κατ’ ουσίαν, στο σημείο 49 των προτάσεών του, από το άρθρο 19, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έλαβε δεόντως υπόψη την καλή πίστη προκειμένου να προστατεύσει τον δημιουργό ο οποίος αγνοούσε το μη καταχωρισμένο σχέδιο ή υπόδειγμα το οποίο ο δικαιούχος γνωστοποίησε στο κοινό.

    57

    Αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο νομοθέτης δεν περιέλαβε εκτιμήσεις σχετικά με τις προθέσεις του τρίτου στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου.

    58

    Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί ως απάντηση ότι η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ανεξάρτητη της προθέσεως και της συμπεριφοράς του τρίτου.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    59

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα, έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο διαφοράς με αντικείμενο την προσβολή του αποκλειστικού δικαιώματος που παρέχει καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα, το δικαίωμα απαγορεύσεως σε τρίτους να χρησιμοποιούν το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα εκτείνεται σε κάθε τρίτο που χρησιμοποιεί σχέδιο ή υπόδειγμα το οποίο δεν δημιουργεί στον ενήμερο χρήστη διαφορετική συνολική εντύπωση, περιλαμβανομένου του τρίτου δικαιούχου μεταγενεστέρου καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος.

     

    2)

    Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ανεξάρτητη της προθέσεως και της συμπεριφοράς του τρίτου.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

    Top