EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010CJ0275

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 8ης Δεκεμβρίου 2011.
Residex Capital IV CV κατά Gemeente Rotterdam.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hoge Raad der Nederlanden - Κάτω Χώρες.
Άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ - Κρατικές ενισχύσεις - Ενίσχυση που χορηγήθηκε υπό τη μορφή εγγυήσεως προς δανειοδότη προκειμένου να μπορέσει αυτός να παράσχει πίστωση σε δανειολήπτη - Παράβαση των κανόνων διαδικασίας - Υποχρέωση ανακτήσεως - Ακυρότητα - Εξουσίες του εθνικού δικαστηρίου.
Υπόθεση C-275/10.

Συλλογή της Νομολογίας 2011 -00000

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2011:814

Υπόθεση C-275/10

Residex Capital IV CV

κατά

Gemeente Rotterdam

[αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]


«Άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ – Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση που χορηγήθηκε υπό τη μορφή εγγυήσεως προς δανειοδότη προκειμένου να μπορέσει αυτός να παράσχει πίστωση σε δανειολήπτη – Παράβαση των κανόνων διαδικασίας – Υποχρέωση ανακτήσεως – Ακυρότητα – Εξουσίες του εθνικού δικαστηρίου»


Περίληψη της αποφάσεως

1.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Αρμοδιότητες της Επιτροπής και των εθνικών δικαστηρίων αντιστοίχως – Ρόλος των εθνικών δικαστηρίων

(Άρθρο 88 § 3 ΕΚ)

2.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση – Υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων

(Άρθρο 88 § 3 ΕΚ)

3.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση – Υποχρεώσεις και εξουσίες των εθνικών δικαστηρίων

(Άρθρο 88 § 3 ΕΚ)

1.        Η εφαρμογή του συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, όπως προκύπτει από το άρθρο 88 ΕΚ και τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται, αφενός, στην Επιτροπή και, αφετέρου, στα εθνικά δικαστήρια. Ως προς τούτο, τα εθνικά δικαστήρια και η Επιτροπή επιτελούν αυτοτελείς αλλά αλληλοσυμπληρούμενους ρόλους. Πράγματι, ενώ η εκτίμηση της συμβατότητας μέτρων ενισχύσεως προς την κοινή αγορά εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, ενεργούσας υπό τον έλεγχο των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, τα εθνικά δικαστήρια μεριμνούν για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών σε περίπτωση παραβάσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ υποχρεώσεως προηγούμενης γνωστοποιήσεως των κρατικών ενισχύσεων στην Επιτροπή.

Μέτρο ενισχύσεως το οποίο τίθεται σε εφαρμογή κατά παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ είναι παράνομο. Εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να αντλήσουν σχετικώς όλες τις συνέπειες, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, όσον αφορά τόσο το κύρος των πράξεων που συνιστούν εκτέλεση των μέτρων ενισχύσεως όσο και την ανάκτηση της χρηματοδοτικής ενισχύσεως που χορηγήθηκε κατά παράβαση της διατάξεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 25-29)

2.        Λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα μιας ενισχύσεως είναι η κατάργησή της μέσω ανακτήσεως προκειμένου να αποκατασταθεί η προτέρα κατάσταση. Συγκεκριμένα, με την επιστροφή της ενισχύσεως, ο δικαιούχος χάνει το πλεονέκτημα που είχε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και αποκαθίσταται η προ της καταβολής της ενισχύσεως κατάσταση. Προκειμένου όμως να προβούν στην επιστροφή αυτή, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίσουν τον δικαιούχο ή, ενδεχομένως, τους δικαιούχους της ενισχύσεως.

Οσάκις παρέχεται ενίσχυση υπό τη μορφή εγγυήσεως, δικαιούχος αυτής μπορεί να είναι είτε ο δανειολήπτης, είτε ο δανειοδότης, είτε, σε ορισμένες περιπτώσεις, και οι δύο από κοινού. Συγκεκριμένα, όταν το δάνειο που χορηγεί πιστωτικό ίδρυμα σε δανειολήπτη τελεί υπό την εγγύηση των κρατικών αρχών κράτους μέλους, ο δανειολήπτης αυτός αποκτά κατά κανόνα οικονομικό πλεονέκτημα και επωφελείται επομένως μιας ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, στο μέτρο που το οικονομικό κόστος που φέρει είναι κατώτερο εκείνου που θα έφερε εάν έπρεπε να λάβει την ίδια χρηματοδότηση και την ίδια εγγύηση σε τιμές αγοράς.

Πάντως, ένας δανειοδότης μπορεί εξίσου να αντλήσει οικονομικό πλεονέκτημα από την επίμαχη εγγύηση, ειδικότερα οσάκις δεν μπορεί να αποκλεισθεί εξ αρχής ότι η εγγύηση παρασχέθηκε εξαιτίας υφιστάμενης απαιτήσεως του δανειοδότη, τούτο δε στο πλαίσιο ρυθμίσεως του χρέους του δανειολήπτη. Στην περίπτωση που ισχύει κάτι τέτοιο, ο δανειοδότης θα έχει αντλήσει, μέσω της εν λόγω εγγυήσεως, αυτοτελές οικονομικό πλεονέκτημα, καθόσον η απαίτησή του θα έχει διασφαλισθεί περισσότερο λόγω της εγγυήσεως εκ μέρους της κρατικής αρχής, χωρίς εξάλλου να έχουν προσαρμοσθεί οι όροι του εγγυημένου δανείου. Απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να προσδιορίσει, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ιδιαιτεροτήτων της εκάστοτε υποθέσεως, τον δικαιούχο ή, ενδεχομένως, τους δικαιούχους της εν λόγω εγγυήσεως και να προβεί στην ανάκτηση του συνολικού ποσού της επίμαχης ενισχύσεως.

(βλ. σκέψεις 33-34, 37, 39-40, 42-43)

3.        Στον τομέα του δικαίου της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων, όσον αφορά την ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως χορηγηθείσας υπό τη μορφή εγγυήσεως από κρατική αρχή για την κάλυψη δανείου που χορηγήθηκε από χρηματοοικονομική εταιρία υπέρ επιχειρήσεως η οποία δεν θα μπορούσε να λάβει τέτοια χρηματοδότηση υπό κανονικές συνθήκες αγοράς, το δίκαιο της Ένωσης ουδόλως επιβάλλει κάποια καθορισμένη συνέπεια την οποία οφείλουν υποχρεωτικώς να αντλήσουν τα εθνικά δικαστήρια ως προς το κύρος των πράξεων εκτελέσεως του μέτρου ενισχύσεως.

Πάντως, δεδομένου ότι ο σκοπός των μέτρων τα οποία οφείλουν να λάβουν τα εθνικά δικαστήρια σε περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ συνίσταται ουσιαστικώς στην επαναφορά των πραγμάτων στις προ της καταβολής της κρίσιμης ενισχύσεως συνθήκες ανταγωνισμού, τα ανωτέρω δικαστήρια πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα μέτρα που λαμβάνουν αναφορικά με το κύρος των εν λόγω πράξεων επιτρέπουν την επίτευξη ενός τέτοιου σκοπού. Επομένως, απόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εξακριβώσουν κατά πόσον, σε μια τέτοια ειδική περίπτωση, η ακύρωση της εγγυήσεως μπορεί, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων της διαφοράς, να αποβεί αποτελεσματικότερη από άλλα μέτρα προκειμένου να επιτευχθεί η εν λόγω επαναφορά. Συγκεκριμένα, υπάρχουν πιθανώς καταστάσεις στις οποίες η ακύρωση μιας συμβάσεως ενδέχεται, στο μέτρο που είναι ικανή να επιφέρει την αμοιβαία απόδοση των παροχών των μερών ή τη μελλοντική εξάλειψη ενός πλεονεκτήματος, να μπορεί να επιτύχει καλύτερα τον σκοπό επαναφοράς των πραγμάτων στις προ της καταβολής της ενισχύσεως συνθήκες ανταγωνισμού.

Κατά συνέπεια, το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ έχει την έννοια ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να ακυρώσουν εγγύηση σε περίπτωση που το παράνομο μέτρο ενισχύσεως εκτελέστηκε μέσω εγγυήσεως παρασχεθείσας από κρατική αρχή για την κάλυψη δανείου που χορηγήθηκε από χρηματοοικονομική εταιρία υπέρ επιχειρήσεως η οποία δεν θα μπορούσε να λάβει τέτοια χρηματοδότηση υπό κανονικές συνθήκες αγοράς. Κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα εν λόγω δικαστήρια υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανάκτηση της ενισχύσεως και, για τον σκοπό αυτό, μπορούν να ακυρώσουν την εγγύηση, ιδίως οσάκις, ελλείψει λιγότερο δεσμευτικών διαδικαστικών μέτρων, η ακύρωση αυτή μπορεί να επιφέρει ή να διευκολύνει την επαναφορά των πραγμάτων στις προ της παροχής της εν λόγω ενισχύσεως συνθήκες ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 44-49 και διατακτ.)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 8ης Δεκεμβρίου 2011 (*)

«Άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ – Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση που χορηγήθηκε υπό τη μορφή εγγυήσεως προς δανειοδότη προκειμένου να μπορέσει αυτός να παράσχει πίστωση σε δανειολήπτη – Παράβαση των κανόνων διαδικασίας – Υποχρέωση ανακτήσεως – Ακυρότητα – Εξουσίες του εθνικού δικαστηρίου»

Στην υπόθεση C‑275/10,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 28ης Μαΐου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Ιουνίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης

Residex Capital IV CV

κατά

Gemeente Rotterdam,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A.Tizzano (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, M. Safjan, A. Borg-Barthet, E. Levits και J.‑J. Kasel, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Απριλίου 2011,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Residex Capital IV CV, εκπροσωπούμενη από τους M. Scheltema και E. Schotanus, advocaten,

–        ο Gemeente Ρότερνταμ, εκπροσωπούμενος από τους J. van den Brande και M. Custers, advocaten,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Noort,

–        η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον C. Vang,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και K. Petersen,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. van Vliet και S. Thomas,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 26ης Μαΐου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Residex Capital IV CV (στο εξής: Residex) και του Gemeente Rotterdam (Δήμος του Ρότερνταμ) αναφορικά με εγγύηση που παρέσχε η Gemeentelijk Havenbedrijf Rotterdam (Δημοτική Λιμενική Επιχείρηση του Ρότερνταμ, στο εξής: GHR) στη Residex, με σκοπό την κάλυψη του δανείου που χορήγησε η τελευταία σε δανειολήπτη.

 Το νομικό πλαίσιο

 To δίκαιο της Ένωσης

3        Η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] της Συνθήκης ΕΚ (EE L 83, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«[εκτιμώντας] ότι, στις περιπτώσεις παράνομων ενισχύσεων που δεν είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, θα πρέπει να αποκαθίσταται αποτελεσματικός ανταγωνισμός· ότι, για τον σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να ανακτάται αμελλητί η ενίσχυση, περιλαμβανομένων και των τόκων· ότι είναι σκόπιμο η ανάκτηση να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας· […]»

4        Το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού ορίζει:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[…]

στ) “παράνομη ενίσχυση”: νέα ενίσχυση η οποία εφαρμόζεται κατά παράβαση του άρθρου [88], παράγραφος 3, της Συνθήκης,

[…]»

5        Η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων από τα εθνικά δικαστήρια (ΕΕ 2009, C 85, σ. 1) ορίζει στο σημείο 28 υπό τον τίτλο «Αποτροπή καταβολής της παράνομης ενίσχυσης»:

«[…] Στο πλαίσιο των καθηκόντων τους δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 3, της Συνθήκης, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να περιφρουρούν τα δικαιώματα των πολιτών έναντι τυχόν παραβίασης […]» 

6        Το σημείο 30 της ίδιας ανακοινώσεως που έπεται του τίτλου «Ανάκτηση της παράνομης ενίσχυσης» αναφέρει τα εξής:

«Σε περίπτωση παρανόμως χορηγηθείσας ενίσχυσης, το εθνικό δικαστήριο επιβάλλει όλες τις έννομες συνέπειες αυτής της παράνομης χορήγησης που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, το εθνικό δικαστήριο καταρχήν οφείλει να διατάσσει την ολοσχερή επιστροφή της παράνομης κρατικής ενίσχυσης από τον αποδέκτη […]. Η διαταγή πλήρους ανάκτησης της παράνομης ενίσχυσης αποτελεί μέρος των υποχρεώσεων του εθνικού δικαστηρίου να προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος (για παράδειγμα ανταγωνιστή) βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Η υποχρέωση επιστροφής του εθνικού δικαστηρίου κατά συνέπεια δεν εξαρτάται από το συμβιβάσιμο του μέτρου ενίσχυσης βάσει του άρθρου 87, παράγραφοι 2 ή 3, της Συνθήκης.»


7        Στο σημείο 2.1, τρίτο εδάφιο, της ανακοινώσεως της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (ΕΕ 2008, C 155, σ. 10, στο εξής: ανακοίνωση για τις εγγυήσεις) διευκρινίζεται:

«[…] Το πλεονέκτημα μιας κρατικής εγγύησης είναι ότι ο κίνδυνος που συνδέεται με την εγγύηση αναλαμβάνεται από το δημόσιο. Κανονικά, για την ανάληψη αυτού του κινδύνου από το κράτος θα έπρεπε να προβλέπεται η καταβολή μιας ενδεδειγμένης προμήθειας εγγύησης. Όταν το κράτος δεν απαιτεί την καταβολή αυτής της προμήθειας, τότε όχι μόνο χορηγείται ένα πλεονέκτημα στην επιχείρηση, αλλά δαπανώνται και κρατικοί πόροι. […]»

8        Κατά το σημείο 2.2 της ίδιας ανακοινώσεως:

«Συνήθως, δικαιούχος της ενίσχυσης είναι ο δανειολήπτης […] Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο δανειολήπτης δεν θα μπορούσε, χωρίς την κρατική εγγύηση, να εξεύρει κάποιο χρηματοδοτικό οργανισμό διατεθειμένο να του χορηγήσει οποιοδήποτε δάνειο. […] Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι κρατικές εγγυήσεις […] παρέχουν τη δυνατότητα σε ορισμένες επιχειρήσεις […] να παραμείνουν σε λειτουργία αντί να παύσουν τις δραστηριότητές τους ή να αναδιαρθρωθούν, προκαλώντας έτσι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.»

9        Υπό τον τίτλο «Ενίσχυση στον δανειοδότη», το σημείο 2.3 της προαναφερθείσας ανακοίνωσης αναφέρει τα εξής:

«2.3.1.      Ακόμα και εάν συνήθως ο δικαιούχος της ενίσχυσης είναι ο δανειολήπτης, δεν αποκλείεται υπό ορισμένες συνθήκες να επωφελείται από την ενίσχυση και ο δανειοδότης. Ειδικότερα, παραδείγματος χάρη, σε περίπτωση που μία κρατική εγγύηση παρέχεται εκ των υστέρων για δάνειο ή άλλη οικονομική υποχρέωση που έχει ήδη συμφωνηθεί, χωρίς να προσαρμοστούν οι όροι της υποχρέωσης αυτής, ή στην περίπτωση που ένα εγγυημένο δάνειο χρησιμοποιηθεί για την αποπληρωμή άλλου, μη εγγυημένου δανείου προς το ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, μπορεί να υπάρχει ενίσχυση και προς τον δανειοδότη, στον βαθμό που εξασφαλίζεται περισσότερο το δάνειο. […]»

2.3.2 Οι εγγυήσεις διαφέρουν από άλλα μέτρα κρατικών ενισχύσεων, όπως οι επιχορηγήσεις ή οι φορολογικές απαλλαγές, στον βαθμό που παρέχοντας μια εγγύηση το κράτος δημιουργεί συγχρόνως νομική σχέση με τον δανειοδότη. Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί εάν το γεγονός της παράνομης χορήγησης ενίσχυσης έχει επίσης συνέπειες και για τρίτους. […] Το κατά πόσον ο παράνομος χαρακτήρας των κρατικών ενισχύσεων επηρεάζει τις νομικές σχέσεις μεταξύ του Δημοσίου και τρίτων μερών πρέπει να εξετάζεται βάσει της εθνικής νομοθεσίας. […]»

10      Το σημείο 3.2 της ανακοινώσεως για τις εγγυήσεις, που φέρει τον τίτλο «Μεμονωμένες εγγυήσεις», ορίζει:

«Όσον αφορά μια μεμονωμένη κρατική εγγύηση, η Επιτροπή θεωρεί ότι αρκεί να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις προκειμένου να διασφαλίζεται η απουσία κρατικής ενίσχυσης:

[…]

γ)      η εγγύηση δεν καλύπτει ποσοστό μεγαλύτερο του 80 % του οφειλόμενου δανείου ή άλλης οικονομικής υποχρέωσης· […]

Η Επιτροπή θεωρεί ότι όταν ορισμένη κρατική εγγύηση καλύπτει πλήρως μια οικονομική υποχρέωση, ο δανειοδότης έχει λιγότερα κίνητρα για να αξιολογήσει σωστά, να εξασφαλίσει και να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο που προκύπτει από τη δανειοδοτική πράξη, και ιδίως να αξιολογήσει σωστά την πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη. […] Αυτή η έλλειψη κινήτρου ελαχιστοποίησης του κινδύνου μη εξόφλησης του δανείου μπορεί να ενθαρρύνει τους δανειοδότες να συνάπτουν δάνεια με υψηλότερο από τον συνήθη εμπορικό κίνδυνο […]

[…]»

11      Το σημείο 4.1 της προαναφερθείσας ανακοινώσεως διευκρινίζει:

«[…] Κατ’ αρχήν, το στοιχείο κρατικής ενίσχυσης θεωρείται ότι είναι η διαφορά μεταξύ της ενδεδειγμένης αγοραίας τιμής για την εγγύηση που χορηγείται μεμονωμένα ή μέσω καθεστώτος εγγυήσεων και της πραγματικής τιμής που καταβάλλεται για το μέτρο αυτό.

[…]

Κατά τον υπολογισμό του στοιχείου ενίσχυσης μιας εγγύησης, η Επιτροπή θα αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στα ακόλουθα στοιχεία:

α)      κατά πόσο σε περίπτωση μεμονωμένων εγγυήσεων αντιμετωπίζει ο δανειολήπτης οικονομικές δυσχέρειες. […]

Η Επιτροπή σημειώνει ότι για επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες ένας εγγυητής της αγοράς, εφόσον υπήρχε, θα χρέωνε κατά τον χρόνο χορήγησης της εγγύησης υψηλή προμήθεια λαμβάνοντας υπόψη το αναμενόμενο ποσοστό αθέτησης των υποχρεώσεων της επιχείρησης. Στην περίπτωση που η πιθανότητα ο δανειολήπτης να μην είναι σε θέση να εξοφλήσει το δάνειο καθίσταται ιδιαίτερα υψηλή, ενδέχεται να μην υφίσταται τέτοια προμήθεια στην αγορά και μάλιστα σε εξαιρετικές περιπτώσεις το στοιχείο ενίσχυσης της εγγύησης μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι ίσο με το ποσό που καλύπτεται πραγματικά από την εν λόγω εγγύηση·

[…]»

 Το ολλανδικό δίκαιο

12      Το άρθρο 3:40, παράγραφος 2, του ολλανδικού Αστικού Κώδικα ορίζει τα εξής:

«Παράβαση νομοθετικής διατάξεως αναγκαστικού δικαίου επιφέρει ακυρότητα της δικαιοπραξίας ή, σε περίπτωση που η διάταξη σκοπεί αποκλειστικά στην προστασία ενός εκ των μερών μιας πολυπρόσωπης δικαιοπραξίας, απλώς τη δυνατότητα ακυρώσεώς της· αμφότερες οι συνέπειες επέρχονται μόνον καθό μέτρο δεν προκύπτει άλλο τι από τον σκοπό της διατάξεως.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

13      To 2001 η Residex απέκτησε μετοχές στην εταιρία MD Helicopters Holding NV (στο εξής: MDH), η οποία είναι θυγατρική εταιρία της RDM Aerospace NV (στο εξής: Aerospace). Στο πλαίσιο της αγοράς αυτής, η Residex απέκτησε δικαίωμα πωλήσεως βάσει του οποίου μπορούσε να μεταπωλήσει τις μετοχές της MDH στην Aerospace. Τον Φεβρουάριο του 2003, αφού απέρριψε αίτημα είτε περί αυξήσεως της συμμετοχής της στο μετοχικό κεφάλαιο της MDH είτε περί χορηγήσεως δανείου στην MDH ή στην Aerospace, η Residex άσκησε το δικαίωμα αυτό πωλήσεως.

14      Εντούτοις, δεν καταβλήθηκε στη Residex το τίμημα για την πώληση των μετοχών της, ύψους 8,5 περίπου εκατομμυρίων ευρώ, ποσό που έπρεπε να έχει λάβει λόγω της ασκήσεως του ως άνω δικαιώματος πωλήσεως. Συγκεκριμένα, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, ο επικεφαλής της GHR πρότεινε στη Residex να μετατρέψει την απαίτησή της σε δάνειο και να προσθέσει το ποσό αυτό σε δάνειο 15 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (USD) (που αντιστοιχούσε την εποχή εκείνη σε περίπου 13 922 405 ευρώ), το οποίο θα χορηγούσε η Residex στην Aerospace. Σε αντάλλαγμα, η GHR αναλάμβανε την υποχρέωση να συστήσει εγγύηση για την κάλυψη του ποσού του δανείου αυτού.

15      Με σύμβαση που συνήφθη στις 3 Μαρτίου 2003 και συμπληρώθηκε τον Μάιο του 2003, χορηγήθηκε δάνειο ποσού 23 040 657,03 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων τόκων και εξόδων. Με σύμβαση της ίδιας ημέρας, η GHR εγγυήθηκε υπέρ της Residex μέχρι του ανώτατου ποσού των 23 012 510 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων του δανείου.

16      Δεν αμφισβητείται ότι η Aerospace εξόφλησε τμήμα του εν λόγω δανείου, ύψους περίπου 16 000 000 ευρώ. Αφού διαπίστωσε ότι το υπόλοιπο του δανείου, πλέον τόκων, δεν είχε εξοφληθεί από την Aerospace, η Residex, με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2004 προς τον Gemeente Rotterdam, επικαλέσθηκε έναντί του την εγγύηση και τον κάλεσε να καταβάλει το ποσό των 10 240 252 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Κατόπιν της αρνήσεως του Gemeente Rotterdam να καταβάλει το ποσό αυτό, η Residex άσκησε αγωγή ενώπιον των ολλανδικών δικαστηρίων.

17      Με απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2007, το Rechtbank Rotterdam έκρινε βάσιμο τον αμυντικό ισχυρισμό του Gemeente Rotterdam, κατά τον οποίο η εγγύηση είναι άκυρη διότι προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων και, ως εκ τούτου, απέρριψε την αγωγή της Residex. Η έφεση που άσκησε η τελευταία κατά της ανωτέρω αποφάσεως απορρίφθηκε από το Gerechtshof te ‘s-Gravenhage (Εφετείο της Χάγης) με απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008.

18      Κατόπιν τούτου, η Residex άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Το τελευταίο επισημαίνει ότι, στο στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας, δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση η διαπίστωση του Gerechtshof te ‘s-Gravenhage κατά την οποία, δεδομένου ότι η εγγύηση αποτελεί μέσο ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ, έπρεπε, βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, να έχει γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή.

19      Η Residex προσάπτει ιδίως στο Gerechtshof te ‘s-Gravenhage ότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ θίγει το κύρος των αντίθετων με αυτό πράξεων εκτελέσεως μέτρων ενισχύσεως, μόνον όταν η ακυρότητα αυτών έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση της παράνομης ενισχύσεως που χορηγήθηκε στον δικαιούχο και, συνεπώς, καταλήγει στην εξάλειψη της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκάλεσε η εκτέλεση του μέτρου ενισχύσεως, δηλαδή, στην υπό κρίση περίπτωση, στην ανάκτηση του δανείου που χορηγήθηκε στην Αerospace.

20      Στηριζόμενο, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑390/98, Banks (Συλλογή 2001, σ. I‑6117, σκέψεις 73 έως 80) και της 12ης Φεβρουαρίου 2008, C‑199/06, CELF και ministre de la Culture et de la Communication (Συλλογή 2008, σ. I‑469, σκέψεις 34 έως 55), το Hoge Raad der Nederlanden φρονεί ότι η μέσω ανακτήσεως κατάργηση του παράνομου μέτρου ενισχύσεως είναι η λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της ενισχύσεως, τα δε εθνικά δικαστήρια πρέπει να κάνουν δεκτά τα αιτήματα περί επιστροφής ενισχύσεων που χορηγήθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

21      Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Residex, το Gerechtshof te ‘s-Gravenhage είχε την εξουσία να κηρύξει άκυρη, βάσει του άρθρου 3:40, παράγραφος 2, του ολλανδικού Αστικού Κώδικα, μια δικαιοπραξία για την εκτέλεση του μέτρου αυτού ενισχύσεως, καθόσον είναι ασυμβίβαστη προς την προαναφερθείσα διάταξη της Συνθήκης ΕΚ. Το Hoge Raad der Nederlanden επισημαίνει, εξάλλου, ότι στην παρόμοια υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 27ης Ιουνίου 2000, C‑404/97, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Συλλογή 2000, σ. I‑4897), το Δικαστήριο συμπέρανε ότι η εγγύηση ήταν ανίσχυρη και έκρινε ότι ο εθνικός δικαστής έπρεπε, επομένως, να την κηρύξει άκυρη, στο πλαίσιο της υποχρεώσεώς του να αίρει τις συνέπειες ενός παράνομου μέτρου ενισχύσεως.

22      Πάντως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον η κήρυξη της ακυρότητας της εγγυήσεως είναι αποτελεσματικό μέτρο για την επαναφορά των πραγμάτων στην προ της χορηγήσεως του δανείου κατάσταση, ιδίως για τον σκοπό της προστασίας των συμφερόντων όσων θίγονται από τη στρέβλωση του ανταγωνισμού συνεπεία της εν λόγω δανειοδοτήσεως. Αναφέρει, ως προς τούτο, ότι με την κήρυξη της ακυρότητας της εγγυήσεως δεν εξαλείφονται οι στρεβλωτικές του ανταγωνισμού συνέπειες, δηλαδή το γεγονός ότι η Aerospace έλαβε δάνειο, το οποίο υπό κανονικές συνθήκες αγοράς δεν θα μπορούσε να λάβει. Για να επιτευχθεί η εξάλειψη αυτή, είναι αναγκαίο να ανακτηθεί το όφελος που αποκόμισε η Aerospace από το ανταγωνιστικό αυτό πλεονέκτημα.

23      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden αποφάσισε να αναστείλει την εκδίκαση της υποθέσεως και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει η διάταξη της τελευταίας περιόδου του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, νυν άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, την έννοια ότι, σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη, όπου το παράνομο μέτρο ενισχύσεως εκτελέστηκε μέσω της παροχής εγγυήσεως στον δανειοδότη, με αποτέλεσμα να μπορέσει ο δανειολήπτης να λάβει από τον δανειοδότη πίστωση που δεν θα του διετίθετο με τους τρέχοντες εμπορικούς όρους, τα εθνικά δικαστήρια, στο πλαίσιο της υποχρεώσεώς τους να καταργήσουν τα αποτελέσματα του παράνομου αυτού μέτρου ενισχύσεως, οφείλουν, ή τουλάχιστον έχουν την εξουσία, να ακυρώσουν την εγγύηση, ακόμη και αν τούτο δεν οδηγεί και στην ακύρωση της πιστώσεως που χορηγήθηκε βάσει της εγγυήσεως;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

24      Με το ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί, αφενός, κατά πόσον τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών έχουν δικαιοδοσία να ακυρώσουν εγγύηση σε μια περίπτωση όπως εκείνη της κύριας δίκης, στην οποία η εγγύηση αυτή χορηγήθηκε από δημόσια αρχή για την κάλυψη δανείου που δόθηκε από χρηματοοικονομική εταιρία σε επιχείρηση η οποία δεν θα μπορούσε να λάβει τέτοια χρηματοδότηση υπό κανονικές συνθήκες αγοράς, και, αφετέρου, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του ανωτέρω ερωτήματος, κατά πόσον το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να ακυρώσει μια εγγύηση που παρασχέθηκε υπό τέτοιες συνθήκες.

25      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος αυτού, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εφαρμογή του συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, όπως προκύπτει από το άρθρο 88 ΕΚ και τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται, αφενός, στην Επιτροπή και, αφετέρου, στα εθνικά δικαστήρια (απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2006, C‑368/04, Transalpine Ölleitung in Österreich κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑9957, σκέψη 36).

26      Ως προς τούτο, τα εθνικά δικαστήρια και η Επιτροπή επιτελούν αυτοτελείς αλλά αλληλοσυμπληρούμενους ρόλους (βλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1996, C‑39/94, SFEI κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I‑3547, σκέψη 41· της 21ης Οκτωβρίου 2003, C‑261/01 και C-262/01, van Calster κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I‑12249, σκέψη 74, καθώς και Transalpine Ölleitung in Österreich κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 37).

27      Πράγματι, ενώ η εκτίμηση της συμβατότητας μέτρων ενισχύσεως προς την κοινή αγορά εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, ενεργούσας υπό τον έλεγχο των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, τα εθνικά δικαστήρια μεριμνούν για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών σε περίπτωση παραβάσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ υποχρεώσεως προηγούμενης γνωστοποιήσεως των κρατικών ενισχύσεων στην Επιτροπή (προπαρατεθείσες αποφάσεις van Calster κ.λπ., σκέψη 75, καθώς και Transalpine Ölleitung in Österreich κ.λπ., σκέψη 38).

28      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι μέτρο ενισχύσεως το οποίο τίθεται σε εφαρμογή κατά παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ είναι παράνομο (βλ. αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, C‑354/90, Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires και Syndicat national des négociants et transformateurs de saumon, Συλλογή 1991, σ. I-5505, σκέψη 17, καθώς και της 27ης Οκτωβρίου 2005, Distribution Casino France κ.λπ., C‑266/04 έως C‑270/04, C‑276/04 και C‑321/04 έως C‑325/04, Συλλογή 2005, σ. I‑9481, σκέψη 30). Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται εξάλλου στο άρθρο 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 659/1999.

29      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να αντλήσουν όλες τις συνέπειες από την παράβαση του προαναφερθέντος άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, όσον αφορά τόσο το κύρος των πράξεων που συνιστούν εκτέλεση των μέτρων ενισχύσεως όσο και την ανάκτηση της χρηματοδοτικής ενισχύσεως που χορηγήθηκε κατά παράβαση της διατάξεως αυτής (αποφάσεις van Calster κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 64· της 21ης Ιουλίου 2005, C‑71/04, Xunta de Galicia, Συλλογή 2005, σ. I‑7419, σκέψη 49, καθώς και CELF και ministre de la Culture et de la Communication, προπαρατεθείσα, σκέψη 41).

30      Στην υπόθεση της κύριας δίκης το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι η εγγύηση που παρασχέθηκε στη Residex αποτελεί μέσο ενισχύσεως που δεν γνωστοποιήθηκε και ότι, επομένως, είναι παράνομη.

31      Ως εκ τούτου, εάν τούτο ισχύει, τα εθνικά δικαστήρια του Βασιλείου των Κάτω Χωρών έχουν δικαιοδοσία να αντλήσουν όλες τις συνέπειες από την παράβαση αυτή, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, μεταξύ άλλων όσον αφορά το κύρος των πράξεων που συνιστούν εκτέλεση της εν λόγω εγγυήσεως.

32      Με το δεύτερο σκέλος του ερωτήματός του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να ακυρώνουν εγγύηση παρασχεθείσα υπό συνθήκες όπως εκείνες της υποθέσεως της κύριας δίκης.

33      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα μιας ενισχύσεως είναι η κατάργησή της μέσω ανακτήσεως προκειμένου να αποκατασταθεί η προτέρα κατάσταση (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2003, C‑328/99 και C‑399/00, Italie και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑4035, σκέψη 66, και της 28ης Ιουλίου 2011, C‑403/10 P, Mediaset κατά Επιτροπής, σκέψη 122).

34      Επομένως, ο κύριος σκοπός που επιδιώκεται με την ανάκτηση μιας παρανόμως χορηγηθείσας κρατικής ενισχύσεως είναι η εξάλειψη της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο αποκτήθηκε μέσω μιας τέτοιας ενισχύσεως (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, C‑277/00, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑3925, σκέψη 76, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑520/07 Ρ, Επιτροπή κατά MTU Friedrichshafen, Συλλογή 2009, σ. I‑8555, σκέψη 57). Συγκεκριμένα, με την επιστροφή της ενισχύσεως, ο δικαιούχος χάνει το πλεονέκτημα που είχε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και αποκαθίσταται η προ της καταβολής της ενισχύσεως κατάσταση (απόφαση της 4ης Απριλίου 1995, C-350/93, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1995, σ. I-699, σκέψη 22).

35      Μόνον εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ενδέχεται να μην είναι σκόπιμο να διαταχθεί η επιστροφή της ενισχύσεως (αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, C‑5/89, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1990, σ. I-3437, σκέψη 16· SFEI κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 70, καθώς και CELF και ministre de la Culture et de la Communication, προπαρατεθείσα, σκέψη 42).

36      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι έγινε επίκληση τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων ενώπιον των δικαστηρίων του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, ούτως ώστε να υποχρεούνται αυτά να διατάξουν την επιστροφή της επίμαχης στην κύρια δίκη ενισχύσεως σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο.

37      Προκειμένου όμως να προβούν στην επιστροφή αυτή, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίσουν τον δικαιούχο ή, ενδεχομένως, τους δικαιούχους της ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, οσάκις παρέχεται ενίσχυση υπό τη μορφή εγγυήσεως, δικαιούχος αυτής μπορεί να είναι είτε ο δανειολήπτης, είτε ο δανειοδότης, είτε, σε ορισμένες περιπτώσεις, και οι δύο από κοινού.

38      Ως προς τούτο, πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, δικαιούχος της προαναφερθείσας ενισχύσεως στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί είναι η Aerospace.

39      Συγκεκριμένα, όταν το δάνειο που χορηγεί πιστωτικό ίδρυμα σε δανειολήπτη τελεί υπό την εγγύηση των κρατικών αρχών κράτους μέλους, ο δανειολήπτης αυτός αποκτά κατά κανόνα οικονομικό πλεονέκτημα και επωφελείται επομένως μιας ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, στο μέτρο που το οικονομικό κόστος που φέρει είναι κατώτερο εκείνου που θα έφερε εάν έπρεπε να λάβει την ίδια χρηματοδότηση και την ίδια εγγύηση σε τιμές αγοράς.

40      Πάντως, όπως υποστηρίχθηκε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου επ’ ακροατηρίου συζήτηση και όπως επισημαίνει η γενική εισαγγελέας στο σημείο 71 των προτάσεών της, από ορισμένα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώνονται στην απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η Residex μπορούσε εξίσου να αντλήσει οικονομικό πλεονέκτημα από την επίμαχη εγγύηση.

41      Πράγματι, κατά το αιτούν δικαστήριο, η οικονομική κατάσταση της Aerospace ήταν τέτοια ώστε δεν θα ήταν σε θέση να λάβει πίστωση στις αγορές κεφαλαίων. Ως εκ τούτου, μόνον μέσω της εγγυήσεως του Gemeente Rotterdam της χορήγησε η Residex δάνειο με προνομιακό επιτόκιο έναντι εκείνου που ίσχυε στην αγορά. Επιπλέον, από τον υποβληθέντα στο Δικαστήριο φάκελο δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η Residex κατέβαλε αμοιβή στον Gemeente Rotterdam υπό κανονικές συνθήκες αγοράς σε αντάλλαγμα του πλεονεκτήματος που φέρεται ότι αποκόμισε από την εγγύηση.

42      Υπό τις περιστάσεις αυτές και υπό το πρίσμα των πραγματικών στοιχείων που αναφέρονται στη σκέψη 14 της παρούσας αποφάσεως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί εξ αρχής ότι η επίμαχη εγγύηση παρασχέθηκε εξαιτίας υφιστάμενης απαιτήσεως της Residex, τούτο δε στο πλαίσιο ρυθμίσεως του χρέους της Aerospace. Στην περίπτωση που ισχύει κάτι τέτοιο, η Residex άντλησε μέσω της εν λόγω εγγυήσεως αυτοτελές οικονομικό πλεονέκτημα, καθόσον, όπως επίσης μνημονεύεται στο σημείο 2.3.1 της ανακοινώσεως για τις εγγυήσεις, η απαίτησή της διασφαλίσθηκε περισσότερο λόγω της εγγυήσεως εκ μέρους της κρατικής αρχής, χωρίς εξάλλου να προσαρμοσθούν οι όροι του εγγυημένου δανείου.

43      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προσδιορίσει, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ιδιαιτεροτήτων της προκειμένης υποθέσεως, τον δικαιούχο ή, ενδεχομένως, τους δικαιούχους της εν λόγω εγγυήσεως και να προβεί, κατ’ εφαρμογή των αρχών που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 33, 34 και 36 της παρούσας αποφάσεως, στην ανάκτηση του συνολικού ποσού της επίμαχης ενισχύσεως.

44      Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, πρέπει να επισημανθεί ότι, όσον αφορά την ακύρωση της εγγυήσεως και ανεξαρτήτως του δικαιούχου της ενισχύσεως, το δίκαιο της Ένωσης ουδόλως επιβάλλει κάποια καθορισμένη συνέπεια την οποία οφείλουν υποχρεωτικώς να αντλήσουν τα εθνικά δικαστήρια ως προς το κύρος των πράξεων εκτελέσεως του μέτρου ενισχύσεως.

45      Πάντως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι ο σκοπός των μέτρων τα οποία οφείλουν να λάβουν τα εθνικά δικαστήρια σε περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ συνίσταται ουσιαστικώς στην επαναφορά των πραγμάτων στις προ της καταβολής της κρίσιμης ενισχύσεως συνθήκες ανταγωνισμού, τα ανωτέρω δικαστήρια πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα μέτρα που λαμβάνουν αναφορικά με το κύρος των εν λόγω πράξεων επιτρέπουν την επίτευξη ενός τέτοιου σκοπού.

46      Επομένως, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσον η ακύρωση της εγγυήσεως μπορεί, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων της ενώπιόν του διαφοράς, να αποβεί αποτελεσματικότερη από άλλα μέτρα προκειμένου να επιτευχθεί η εν λόγω επαναφορά.

47      Συγκεκριμένα, υπάρχουν πιθανώς καταστάσεις στις οποίες η ακύρωση μιας συμβάσεως ενδέχεται, στο μέτρο που είναι ικανή να επιφέρει την αμοιβαία απόδοση των παροχών των μερών ή τη μελλοντική εξάλειψη ενός πλεονεκτήματος, να μπορεί να επιτύχει καλύτερα τον σκοπό επαναφοράς των πραγμάτων στις προ της καταβολής της ενισχύσεως συνθήκες ανταγωνισμού.

48      Εξ αυτού συνάγεται ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο μπορεί, ελλείψει λιγότερο δεσμευτικών διαδικαστικών μέτρων, να κηρύξει άκυρη την εγγύηση που παρέσχε ο Gemeente Rotterdam στη Residex εφόσον κρίνει ότι, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων της προκειμένης διαφοράς, η ακύρωση αυτή μπορεί να επιφέρει ή να διευκολύνει την επαναφορά των πραγμάτων στις προ της παροχής της εν λόγω ενισχύσεως συνθήκες ανταγωνισμού.

49      Βάσει όλων των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ έχει την έννοια ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να ακυρώσουν εγγύηση σε περίπτωση όπως εκείνη της κύριας δίκης, στην οποία το παράνομο μέτρο ενισχύσεως εκτελέστηκε μέσω εγγυήσεως παρασχεθείσας από κρατική αρχή για την κάλυψη δανείου που χορηγήθηκε από χρηματοοικονομική εταιρία υπέρ επιχειρήσεως η οποία δεν θα μπορούσε να λάβει τέτοια χρηματοδότηση υπό κανονικές συνθήκες αγοράς. Κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα εν λόγω δικαστήρια υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανάκτηση της ενισχύσεως και, για τον σκοπό αυτό, μπορούν να ακυρώσουν την εγγύηση, ιδίως οσάκις, ελλείψει λιγότερο δεσμευτικών διαδικαστικών μέτρων, η ακύρωση αυτή μπορεί να επιφέρει ή να διευκολύνει την επαναφορά των πραγμάτων στις προ της παροχής της εν λόγω ενισχύσεως συνθήκες ανταγωνισμού.

 Επί των δικαστικών εξόδων

50      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ έχει την έννοια ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να ακυρώσουν εγγύηση σε περίπτωση όπως εκείνη της κύριας δίκης, στην οποία το παράνομο μέτρο ενισχύσεως εκτελέστηκε μέσω εγγυήσεως παρασχεθείσας από κρατική αρχή για την κάλυψη δανείου που χορηγήθηκε από χρηματοοικονομική εταιρία υπέρ επιχειρήσεως η οποία δεν θα μπορούσε να λάβει τέτοια χρηματοδότηση υπό κανονικές συνθήκες αγοράς. Κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα εν λόγω δικαστήρια υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανάκτηση της ενισχύσεως και, για τον σκοπό αυτό, μπορούν να ακυρώσουν την εγγύηση, ιδίως οσάκις, ελλείψει λιγότερο δεσμευτικών διαδικαστικών μέτρων, η ακύρωση αυτή μπορεί να επιφέρει ή να διευκολύνει την επαναφορά των πραγμάτων στις προ της παροχής της εν λόγω ενισχύσεως συνθήκες ανταγωνισμού.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Top