EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010CC0566

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 21ης Ιουνίου 2012.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2012:368

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 21ης Ιουνίου 2012 ( 1 ) ( i )

Υπόθεση C‑566/10 P

Ιταλική Δημοκρατία

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Γλωσσικό καθεστώς – Προκήρυξη γενικού διαγωνισμού για την πρόσληψη υπαλλήλων διοικήσεως και βοηθών υπαλλήλων – Δημοσίευση σε τρεις επίσημες γλώσσες – Συμπλήρωση σε όλες τις επίσημες γλώσσες – Επιλογή δεύτερης γλώσσας μεταξύ τριών επίσημων γλωσσών – Κανονισμός 1/58 – Άρθρα 1δ, 27, 28 και 29, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπάλληλων – Άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, του παραρτήματος III του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων – Ίση μεταχείριση – Αιτιολογία – Προστασία δικαιολογημένης εμπιστοσύνης»

I – Εισαγωγή

1.

Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα δεν διαθέτουν ακόμη το Babel fish ( 2 ), το οποίο θα εξάλειφε κάθε γλωσσικό εμπόδιο, αλλά μόνο το Systran, ένα ηλεκτρονικό σύστημα μεταφράσεως κειμένων με περιορισμένες δυνατότητες, η χρήση του οποίου έχει εξάλλου αποτελέσει το αντικείμενο ένδικης διαφοράς ( 3 ). Ως εκ τούτου, για τη διασφάλιση της επικοινωνίας εντός των υπηρεσιών τους, τα θεσμικά όργανα προσπαθούν εσχάτως να προσλάβουν συνεργάτες οι οποίοι ομιλούν τη γερμανική, την αγγλική ή τη γαλλική ως ξένη γλώσσα ( 4 ). Η Ιταλία, εκτιμώντας ότι αυτό συνιστά παραβίαση του γλωσσικού καθεστώτος της Ένωσης, προσέβαλε τις προκηρύξεις τριών διαγωνισμών αυτού του είδους.

2.

Το γλωσσικό καθεστώς αποτελεί ως γνωστόν εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα. Για τον λόγο αυτόν το άρθρο 290 ΕΚ (νυν άρθρο 342 ΣΛΕΕ) απαιτεί ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου για τη θέσπιση των σχετικών ρυθμίσεων, ενώ και το άρθρο 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίζει ρητά την αρχή της γλωσσικής πολυμορφίας. Στο επίκεντρο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως βρίσκονται αντιστοίχως ζητήματα σχετικά με τη δυσμενή διάκριση λόγω γλώσσας και την αρχή της γλωσσικής πολυμορφίας. Εγείρονται όμως και άλλα, τυπικά μάλλον ζητήματα, σχετικά με την προκήρυξη διαγωνισμών καθώς και με την παραβίαση της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

II – Το νομικό πλαίσιο

Α –   Το πρωτογενές δίκαιο

3.

Κατά το άρθρο 290 ΕΚ, αρμόδιο για τη ρύθμιση του γλωσσικού καθεστώτος είναι το Συμβούλιο:

«Το γλωσσικό καθεστώς των οργάνων της Κοινότητας ορίζεται από το Συμβούλιο ομοφώνως, με την επιφύλαξη του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου.»

4.

Συναφές με το ζήτημα του γλωσσικού καθεστώτος είναι και το άρθρο 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος διακηρύχθηκε στη Νίκαια στις 7 Δεκεμβρίου 2000 ( 5 ) (στο εξής: Χάρτης):

«Η Ένωση σέβεται την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία.»

Β –   Ο κανονισμός 1/58

5.

Τα άρθρα 1 και 4 έως 6 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ( 6 ), όπως αυτός ισχύει στην υπό κρίση παρούσα υπόθεση έχουν ως εξής:

«Άρθρο 1

Οι επίσημες γλώσσες και οι γλώσσες εργασίας των οργάνων της Ένωσης είναι η αγγλική, η βουλγαρική, η γαλλική, η γερμανική, η δανική, η ελληνική, η εσθονική, η ιρλανδική, η ισπανική, η ιταλική, η λεττονική, η λιθουανική, η μαλτέζικη, η ολλανδική, η ουγγρική, η πολωνική, η πορτογαλική, η ρουμανική, η σλοβακική, η σλοβενική, η σουηδική, η τσεχική και η φινλανδική.

[…]

Άρθρο 4

Οι κανονισμοί και τα άλλα έγγραφα γενικής εφαρμογής συντάσσονται στις επίσημες γλώσσες.

Άρθρο 5

Η Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσιεύεται στις επίσημες γλώσσες.

Άρθρο 6

Τα όργανα της Κοινότητας δύνανται να καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής αυτού του γλωσσικού καθεστώτος στους κανονισμούς τους.»

Γ –   Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπάλληλων

6.

Το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπάλληλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) απαγορεύει διάφορες μορφές διακρίσεων:

«Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, ηλικίας, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.»

7.

Όσον αφορά τη δικαιολόγηση τυχόν διαφορετικής μεταχειρίσεως, το άρθρο 1δ, παράγραφος 6, του ΚΥΚ διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

«Τηρουμένης της αρχής περί μη διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας, κάθε περιορισμός στην εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να είναι εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένος και πρέπει να ανταποκρίνεται σε θεμιτούς στόχους γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού. […]»

8.

Η πολιτική προσλήψεων διέπεται από το άρθρο 27:

«Η πρόσληψη πρέπει να εξασφαλίζει στο όργανο τη συνεργασία υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας και επιλέγονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών των Κοινοτήτων.

Καμία θέση δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους υπηκόους ορισμένου κράτους μέλους.»

9.

Το άρθρο 28 ορίζει τις ελάχιστες προϋποθέσεις για τον διορισμό των υπαλλήλων.

«Κανείς δεν δύναται να διορισθεί υπάλληλος:

[…]

στ)

αν δεν αποδεικνύει ότι διαθέτει σε βάθος γνώση μιας από τις γλώσσες των Κοινοτήτων και ικανοποιητική γνώση άλλης γλώσσας των Κοινοτήτων, στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τα καθήκοντα που καλείται να ασκήσει.»

10.

Η διαδικασία για την πλήρωση των κενών θέσεων ρυθμίζεται στο άρθρο 29:

«1.   Για την πλήρωση των κενών θέσεων σε όργανο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αφού εξετάσει:

[…]

κινεί τη διαδικασία διαγωνισμών βάσει προσόντων ή εξετάσεων ή ταυτόχρονα βάσει προσόντων και εξετάσεων. Η διαδικασία διαγωνισμού καθορίζεται στο παράρτημα ΙΙΙ.»

11.

Μεταξύ των κανόνων που διέπουν την προκήρυξη διαγωνισμού κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΙΙΙ, κρίσιμοι είναι ιδίως όσοι περιλαμβάνονται στο στοιχείο αʹ ως προς τα διάφορα είδη διαγωνισμών καθώς και όσοι περιλαμβάνονται στο στοιχείο στʹ σχετικά με τις απαιτούμενες γλωσσικές γνώσεις:

«Η προκήρυξη διαγωνισμού πρέπει να καθορίζει:

α)

τη φύση του διαγωνισμού (εσωτερικός διαγωνισμός στο όργανο, εσωτερικός διαγωνισμός στα όργανα, γενικός διαγωνισμός, ενδεχομένως κοινός για δύο ή περισσότερα όργανα)·

[…]

στ)

ενδεχομένως τις γλωσσικές γνώσεις που απαιτούνται λόγω της ιδιαίτερης φύσεως των θέσεων που πρόκειται να πληρωθούν·

[…]

[…]»

12.

Όσον αφορά τη δημοσίευση των προκηρύξεων, το άρθρο 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος ΙΙΙ διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

«Για τους γενικούς διαγωνισμούς, η προκήρυξη διαγωνισμού πρέπει να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τουλάχιστον ένα μήνα πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή των αιτήσεων υποψηφιότητας και, κατά περίπτωση, δύο μήνες τουλάχιστον πριν από την ημερομηνία των εξετάσεων.»

III – Τα πραγματικά περιστατικά

13.

Η Ιταλική Δημοκρατία προσέβαλε δύο προκηρύξεις τριών συνολικά διαγωνισμών ( 7 ) τις οποίες δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (στο εξής: EPSO). Οι προκηρύξεις δημοσιεύθηκαν αρχικά μόνο στη γερμανική, την αγγλική και τη γαλλική έκδοση της Επίσημης Εφημερίδας. Η προκήρυξη των δύο πρώτων διαγωνισμών αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής T‑166/07, η δε προκήρυξη του τρίτου διαγωνισμού προσβλήθηκε με την προσφυγή T‑285/07.

14.

Κατά το σημείο II.A των όρων διεξαγωγής τους, οι δύο πρώτοι διαγωνισμοί διενεργήθηκαν για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων για την κάλυψη κενών θέσεων στα όργανα της ΕΕ. Ο τρίτος διαγωνισμός προέβλεπε στο σημείο II.A ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν εμπλεκόταν στον διαγωνισμό αυτόν και, ως εκ τούτου, δεν θα προσλάμβανε υποψηφίους από τον αντίστοιχο εφεδρικό πίνακα.

15.

Οι σχετικές με τις γλωσσικές γνώσεις προϋποθέσεις συμμετοχής στον διαγωνισμό περιλαμβάνονταν στο σημείο I.A.2 των προκηρύξεων των διαγωνισμών EPSO/AD/94/07 και EPSO/AD/95/07 καθώς και στο σημείο I.A.3 της προκηρύξεως του διαγωνισμού EPSO/AST/37/07. Ειδικότερα οι υποψήφιοι έπρεπε να έχουν σε βάθος γνώση μίας από τις επίσημες γλώσσες της ΕΕ και να διαθέτουν επαρκή γνώση μίας ακόμη γλώσσας η οποία θα έπρεπε να είναι η γερμανική, η αγγλική ή η γαλλική.

16.

Στο σημείο I.B επισημαινόταν ότι οι προκαταρκτικές δοκιμασίες συμμετοχής στον διαγωνισμό θα διεξάγονταν στη δεύτερη γλώσσα. Ως εκ τούτου, οι υποψήφιοι όφειλαν να δηλώσουν με ποια από τις τρεις προαναφερθείσες γλώσσες επιθυμούσαν να λάβουν μέρος στις προκαταρκτικές δοκιμασίες συμμετοχής στον διαγωνισμό καθώς και στις εξετάσεις του διαγωνισμού.

17.

Περαιτέρω, οριζόταν ότι για τη διασφάλιση της σαφήνειας και της κατανοήσεως των κειμένων γενικής φύσεως, καθώς και των ανακοινώσεων προς και από τους υποψηφίους, οι προσκλήσεις στις επιμέρους δοκιμασίες και εξετάσεις, καθώς και κάθε αλληλογραφία μεταξύ της EPSO και των υποψηφίων, θα συντάσσονταν αποκλειστικά στη γερμανική, την αγγλική ή τη γαλλική γλώσσα.

18.

Στις 20 Ιουνίου 2007 ( 8 ) και στις 13 Ιουλίου 2007 ( 9 ) η EPSO δημοσίευσε τροποποιητικές ανακοινώσεις για τις ανωτέρω προκηρύξεις σε όλες τις γλωσσικές εκδόσεις της Επίσημης Εφημερίδας. Στις τροποποιητικές ανακοινώσεις γινόταν μνεία των αρχικών προκηρύξεων και οριζόταν νέα προθεσμία για την υποβολή δηλώσεως συμμετοχής σε κάθε διαγωνισμό, η οποία είχε την ίδια διάρκεια με την προθεσμία που είχε οριστεί εξαρχής. Επιπλέον, γινόταν μνεία των απαιτούμενων για τη συμμετοχή στον διαγωνισμό προσόντων όσον αφορά την εκπαίδευση και την επαγγελματική πείρα. Ως προς τα λοιπά σημεία γινόταν παραπομπή στο κείμενο των αρχικών προκηρύξεων.

IV – Επί της διαδικασίας στον πρώτο βαθμό

19.

Το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτές τις παρεμβάσεις τις οποίες άσκησαν υπέρ της Ιταλίας η μεν Δημοκρατία της Λιθουανίας στην υπόθεση T‑166/07, η δε Ελληνική Δημοκρατία στην υπόθεση T‑285/07. Εν συνεχεία, οι δύο υποθέσεις ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. Με την απόφασή του της 13ης Σεπτεμβρίου 2010 το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε αμφότερες τις προσφυγές.

V – Αιτήματα

20.

Κατόπιν αυτού η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως με την οποία ζητεί από το Δικαστήριο,

να αναιρέσει, δυνάμει των άρθρων 56, 58 και 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την απόφαση που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στις 13 Σεπτεμβρίου 2010 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑166/07 και Τ‑285/07 επί των προσφυγών τις οποίες άσκησε η Ιταλική Δημοκρατία ζητώντας την ακύρωση:

1.

της προκηρύξεως του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/94/07, για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων προς κάλυψη 125 θέσεων υπαλλήλων διοικήσεως της ομάδας καθηκόντων AD 5 στον τομέα της πληροφόρησης, της επικοινωνίας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης,

2.

της προκηρύξεως του γενικού διαγωνισμού EPSO/AST/37/07, για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων προς κάλυψη 110 θέσεων βοηθών υπαλλήλων της ομάδας καθηκόντων AST 3 στον τομέα της επικοινωνίας και της πληροφόρησης, οι οποίες δημοσιεύθηκαν αμφότερες στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική έκδοση της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 28 Φεβρουαρίου 2007, αριθμός C 45A,

3.

της προκηρύξεως του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/95/07, για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων προς κάλυψη θέσεων υπαλλήλων διοικήσεως (AD 5) στον τομέα της πληροφόρησης (βιβλιοθήκη/τεκμηρίωση), η οποία δημοσιεύθηκε στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική έκδοση της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 8 Μαΐου 2007, αριθμός C 103A,

να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς και να ακυρώσει τις ανωτέρω προκηρύξεις,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

21.

Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί επίσης

την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, η οποία εκδόθηκε επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων T‑166/07 και T‑285/07.

22.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως,

να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

23.

Η Δημοκρατία της Λιθουανίας, η οποία είχε επίσης ασκήσει παρέμβαση στον πρώτο βαθμό, δεν παραστάθηκε στην παρούσα διαδικασία αναιρέσεως. Οι λοιποί μετέχοντες ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους εγγράφως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Ιουνίου 2012.

VI – Νομική εκτίμηση

Α –   Επί του παραδεκτού της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

24.

Το Δικαστήριο μπορεί να ασκεί αυτεπάγγελτο έλεγχο επί των προϋποθέσεων του παραδεκτού για λόγους δημοσίας τάξεως ( 10 ). Ως εκ τούτου πρέπει να εξεταστεί το εκ πρώτης όψεως περίεργο γεγονός ότι στη διαδικασία T‑285/07 εκδόθηκε απόφαση κατά της Επιτροπής καίτοι αυτή δεν εμπλεκόταν στον συγκεκριμένο διαγωνισμό ( 11 ).

25.

Το γεγονός αυτό εξηγείται από τους κανόνες περί ιδρύσεως της EPSO. Ειδικότερα στο άρθρο 4 της αποφάσεως 2002/620/ΕΚ ( 12 ) ορίζεται ρητώς ότι κάθε προσφυγή σχετικά με την άσκηση των ανατεθειμένων στην EPSO αρμοδιοτήτων στρέφεται κατά της Επιτροπής. Η διενέργεια γενικών διαγωνισμών βάσει του άρθρου 30, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και βάσει του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ έχει ανατεθεί στην EPSO δυνάμει του άρθρου 2 της εν λόγω αποφάσεως. Ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα παραδεκτού της προσφυγής ( 13 ).

Β –   Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

26.

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Ιταλία αφορά τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 41 και 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Στις σκέψεις αυτές εξετάστηκε το ζήτημα αν βάσει του άρθρου 290 ΕΚ, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση του γλωσσικού καθεστώτος, και βάσει του άρθρου 6 του κανονισμού 1/58 επιτρέπεται να ζητείται, κατά την προκήρυξη θέσεων, η γνώση συγκεκριμένων γλωσσών. Ειδικότερα το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε τα ακόλουθα:

«41

Ο κανονισμός 1/58, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος των οργάνων, εκδόθηκε από το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 290 ΕΚ. Το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού επιτρέπει ρητώς στα όργανα να καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του γλωσσικού καθεστώτος με τους εσωτερικούς τους κανονισμούς, αρμοδιότητα κατά την άσκηση της οποίας θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να τους αναγνωρίζεται ορισμένη λειτουργική αυτοτέλεια, προκειμένου να εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία τους […].

42

Εκ των ανωτέρω έπεται ότι η επίμαχη προκήρυξη κενής θέσεως δεν αντιβαίνει στο άρθρο 290 ΕΚ, αλλά εκδόθηκε βάσει αρμοδιότητας την οποία απονέμει το άρθρο 6 του κανονισμού 1/58 στα όργανα και στους οργανισμούς της Κοινότητας.» ( 14 )

27.

Οι ανωτέρω εκτιμήσεις δεν συνάδουν με το γράμμα των διατάξεων στις οποίες αναφέρονται.

28.

Κατά το άρθρο 290 ΕΚ, το γλωσσικό καθεστώς των οργάνων της Ένωσης καθορίζεται από το Συμβούλιο ομοφώνως. Ο κανονισμός 1/58 εκδόθηκε πράγματι κατ’ αυτόν τον τρόπο. Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού, οι επίσημες γλώσσες της ΕΕ είναι συγχρόνως και γλώσσες εργασίας των οργάνων της. Δυνάμει δε του άρθρου 6 του κανονισμού, τα όργανα της ΕΕ δύνανται να καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του γλωσσικού καθεστώτος με τους εσωτερικούς κανονισμούς τους.

29.

Όπως ορθώς τονίζει η Ιταλία, η προκήρυξη διαγωνισμού δεν συνιστά εσωτερικό κανονισμό ή παρόμοια νομική πράξη. Κατά συνέπεια, το άρθρο 6 του κανονισμού 1/58 δεν αποτελεί την κατάλληλη βάση για τη διεξαγωγή των επίμαχων διαγωνισμών.

30.

Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση βαρύνεται στο σημείο αυτό με νομική πλάνη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η προσφυγή της Ιταλίας έπρεπε να γίνει δεκτή για τον συγκεκριμένο λόγο.

31.

Αντιθέτως, ο λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να διαπιστωθεί παράβαση των άρθρων 290 ΕΚ και 6 του κανονισμού 1/58 είναι διαφορετικός. Οι εν λόγω διατάξεις δεν διευκρινίζουν άμεσα ποιες προϋποθέσεις μπορούν να ορίζονται στο πλαίσιο μιας προκηρύξεως ούτε ποιες από τις 23 επίσημες γλώσσες της Ένωσης μπορούν να χρησιμοποιούνται σε μια προκήρυξη. Ως εκ τούτου, μια τέτοια προκήρυξη δεν μπορεί να συνιστά παράβαση του άρθρου 290 ΕΚ ή του άρθρου 6 του κανονισμού 1/58.

32.

Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Ωστόσο, τα ζητήματα που έθεσε η Ιταλία έχουν σημασία για την εκτίμηση των τριών επόμενων λόγων αναιρέσεως.

Γ –   Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

33.

Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στρέφεται κατά των εκτιμήσεων στις σκέψεις 52 έως 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η Ιταλία είχε υποστηρίξει ότι κατά τα άρθρα 1, 4 και 5 του κανονισμού 1/58 οι προκηρύξεις έπρεπε να είχαν δημοσιευθεί εξ ολοκλήρου σε καθεμία από τις επίσημες γλώσσες.

34.

Το Γενικό Δικαστήριο επανέλαβε στις σκέψεις 52 και 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως την πάγια νομολογία του ( 15 ) ότι ο κανονισμός 1/58 δεν εφαρμόζεται στις σχέσεις μεταξύ των κοινοτικών οργάνων και των υπαλλήλων τους, καθόσον καθορίζει αποκλειστικά το γλωσσικό καθεστώς που ισχύει μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κράτους μέλους ή ατόμου υπαγομένου στη δικαιοδοσία κράτους μέλους. Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της ΕΕ, καθώς και οι υποψήφιοι για τέτοιες θέσεις, υπάγονται αποκλειστικώς στη δικαιοδοσία της ΕΕ όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του ΚΥΚ, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την πρόσληψη σε κάποιο όργανο της Ένωσης.

35.

Όπως ορθώς τονίζουν η Ιταλία και η Ελλάδα, η άποψη αυτή δεν είναι πειστική. Μολονότι αληθεύει ότι τα άρθρα 2 και 3 του κανονισμού 1/58 αφορούν πράγματι τη σχέση προς τα κράτη μέλη και τα πρόσωπα που υπάγονται στη δικαιοδοσία των κρατών αυτών, εντούτοις, είναι αμφίβολο αν οι δυνητικοί υποψήφιοι ενός διαγωνισμού εξαιρούνται, υπό την ιδιότητά τους αυτή, από την κυριαρχική εξουσία των κρατών από τα οποία προέρχονται. Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, ο αποκλεισμός αυτός δεν αποτελεί αναγκαία συνέπεια της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων της ΕΕ για την εκδίκαση προσφυγών σχετικά με τέτοιου είδους υποψηφιότητες.

36.

Προ πάντων, όμως, ο κανονισμός στηρίζεται στο άρθρο 290 ΕΚ, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση για τον καθορισμό του γλωσσικού καθεστώτος για τα όργανα της Ένωσης. Συναφώς, το άρθρο 1 ορίζει τις επίσημες γλώσσες και τις γλώσσες εργασίας των οργάνων. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι πρόκειται μόνο για τις γλώσσες οι οποίες χρησιμοποιούνται στις σχέσεις με τρίτους ( 16 ). Ως γλώσσα εργασίας νοείται από τυπικής απόψεως η γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί ο εκάστοτε οργανισμός ενδοϋπηρεσιακώς.

37.

Επίσης, παρά την αντίθετη άποψη της Επιτροπής, υπέρ της εφαρμογής του κανονισμού 1/58 στις σχέσεις μεταξύ των οργάνων και των υπαλλήλων τους συνηγορεί και το άρθρο 6 του κανονισμού 1/58. Κατά την εν λόγω διάταξη, τα όργανα της ΕΕ δύνανται να καθορίζουν με τους εσωτερικούς τους κανονισμούς όχι το αν εφαρμόζεται ο κανονισμός αυτός, αλλά μόνο τις λεπτομέρειες εφαρμογής του. Ως εκ τούτου, το άρθρο 6 θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτελέσει την κατάλληλη νομική βάση στην περίπτωση που τα όργανα είχαν την εξουσία να καθορίζουν τις γλώσσες ενδοϋπηρεσιακής επικοινωνίας ( 17 ), κατά τα λοιπά όμως επιβεβαιώνει ότι ο κανονισμός 1/58 εφαρμόζεται στις σχέσεις μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους.

38.

Κατά συνέπεια, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση βαρύνεται με νομική πλάνη και ως προς αυτό το σημείο. Για να διαπιστωθεί αν η απόφαση μπορεί να διατηρηθεί με διαφορετική αιτιολογία, θα πρέπει στη συνέχεια να εξεταστεί αν η περιορισμένη δημοσίευση της προκηρύξεως ήταν συμβατή με τα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού 1/58.

39.

Κατά το άρθρο 4 του κανονισμού 1/58, οι κανονισμοί και τα άλλα έγγραφα γενικής εφαρμογής συντάσσονται στις επίσημες γλώσσες. Το άρθρο 5 ορίζει ότι η Επίσημη Εφημερίδα δημοσιεύεται «στις επίσημες γλώσσες».

40.

Στην απόφαση Kik το Δικαστήριο συνήγαγε από τις εν λόγω διατάξεις, καθώς και από το άρθρο 254, παράγραφος 2, ΕΚ, ότι μια ατομική απόφαση δεν πρέπει να συντάσσεται οπωσδήποτε σε όλες τις επίσημες γλώσσες, έστω και αν ενδέχεται να θίγει τα δικαιώματα άλλων πολιτών της Ένωσης εκτός του αποδέκτη της αποφάσεως αυτής, παραδείγματος χάριν ενός ανταγωνιστή επιχειρηματία ( 18 ).

41.

Όπως όμως προκύπτει εξ αντιδιαστολής από τα ανωτέρω, οι μνημονευόμενοι στο άρθρο 4 του κανονισμού 1/58 κανονισμοί και αποφάσεις γενικής εφαρμογής πρέπει να συντάσσονται σε όλες τις επίσημες γλώσσες ( 19 ). Η ερμηνεία αυτή είναι άλλωστε η μόνη που συνάδει με τις βασικές αρχές της ασφάλειας του δικαίου και της απαγορεύσεως των διακρίσεων ( 20 ).

42.

Επίσης η ερμηνεία αυτή συνάδει και με την εξέλιξη του γράμματος του άρθρου 4 του κανονισμού 1/58. Όπως ακριβώς και το άρθρο 5, η διάταξη του άρθρου 4, μέχρι την τροποποίησή της στο πλαίσιο της τελευταίας διευρύνσεως ( 21 ), έκανε ρητή μνεία του εκάστοτε συνολικού αριθμού των επίσημων γλωσσών ( 22 ). Το ίδιο συνέβαινε και με το άρθρο 5 του κανονισμού 1/58. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει πρόθεση να περιοριστεί, μέσω των τροποποιήσεων που επήλθαν στο πλαίσιο της τελευταίας διευρύνσεως, η χρήση των διάφορων επίσημων γλωσσών. Ως εκ τούτου, η αναφορά των άρθρων 4 και 5 του κανονισμού 1/58 στις επίσημες γλώσσες πρέπει να ερμηνεύεται ως αναφορά στις 23 επίσημες γλώσσες της ΕΕ.

43.

Μολονότι η προκήρυξη γενικού διαγωνισμού δεν αποτελεί κανονισμό, εντούτοις –όπως τονίζουν η Ιταλία και η Ελλάδα‑, σε αντίθεση με τις ατομικές αποφάσεις, αποτελεί έγγραφο γενικής σημασίας. Ειδικότερα, η προκήρυξη περιλαμβάνει τις προθεσμίες υποβολής υποψηφιότητας και τους λοιπούς όρους οι οποίοι δεσμεύουν οποιονδήποτε επιθυμεί να συμμετάσχει στον διαγωνισμό ( 23 ). Για τον λόγο αυτό και μόνο, η προκήρυξη πρέπει καταρχήν να συντάσσεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες.

44.

Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από το άρθρο 5 του κανονισμού 1/58 σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος III του ΚΥΚ. Σύμφωνα με την τελευταία διάταξη, οι προκηρύξεις των γενικών διαγωνισμών ( 24 ) δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα. Δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 5 του κανονισμού 1/58, η Επίσημη Εφημερίδα δημοσιεύεται στις επίσημες γλώσσες, κάθε υποχρεωτική δημοσίευση θα πρέπει καταρχήν να γίνεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες.

45.

Εντούτοις, οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, όσον αφορά τις προκηρύξεις, τα θεσμικά όργανα έχουν την δυνατότητα να παρεκκλίνουν από τις εν λόγω διατάξεις:

«Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιλογή της γλώσσας εσωτερικής επικοινωνίας εμπίπτει στο πεδίο ευθύνης των οργάνων, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να την επιβάλουν στους υπαλλήλους τους και σε όσους επιζητούν να αποκτήσουν την ιδιότητα αυτή […]. Η επιλογή της γλώσσας για τη δημοσίευση προκηρύξεως κενής θέσεως εμπίπτει επίσης στο πεδίο ευθύνης των οργάνων […]».

46.

Η άποψη αυτή στηρίζεται ουσιαστικά στο άρθρο 6 του κανονισμού 1/58 ( 25 ). Εφόσον κατά την εν λόγω διάταξη τα όργανα δύνανται να καθορίζουν τις γλώσσες ενδοϋπηρεσιακής επικοινωνίας, θα ήταν ενδεχομένως εύλογο το άρθρο 6 να τους επιτρέπει να απευθύνονται μόνο στις γλώσσες αυτές και προς τους υποψηφίους οι οποίοι θα πρέπει να τις ομιλούν.

47.

Εντούτοις, όπως προαναφέρθηκε, η προκήρυξη του διαγωνισμού δεν αποτελεί νομική πράξη εκδιδόμενη βάσει του άρθρου 6 του κανονισμού 1/58 ( 26 ). Εξάλλου η Επιτροπή ουδέποτε έχει καθορίσει επισήμως με βάση τη διάταξη αυτή ποιες γλώσσες θα χρησιμοποιούνται για την ενδοϋπηρεσιακή επικοινωνία ή για τη σύνταξη των προκηρύξεων. Η πρακτική και μόνο να χρησιμοποιούνται συγκεκριμένες γλώσσες δεν συνιστά καθορισμό υπό την έννοια αυτή. Ακόμη και το περιεχόμενο μιας τέτοιας πρακτικής είναι παντελώς ασαφές. Δεν προκύπτει υπό ποιες συνθήκες μπορεί να χρησιμοποιείται μια συγκεκριμένη γλώσσα.

48.

Κατά συνέπεια ούτε το άρθρο 6 του κανονισμού 1/58 δικαιολογεί παρεκκλίσεις από τα άρθρα 4 και 5 σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ.

49.

Η μεταγενέστερη δημοσίευση οδηγιών σε όλες τις επίσημες γλώσσες επίσης δεν θεράπευσε τον πλημμελή χαρακτήρα της δημοσιεύσεως των προκηρύξεων. Οι οδηγίες αυτές περιλαμβάνουν μέρος μόνο των πληροφοριών. Δεν κάνουν ιδίως μνεία των απαιτήσεων σχετικά με τις γλωσσικές γνώσεις. Η παραπομπή στο πλήρες κείμενο, το οποίο δημοσιεύτηκε σε τρεις μόνο γλώσσες, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πλήρη δημοσίευση στις υπόλοιπες επίσημες γλώσσες. Όπως παρατηρεί η Ελλάδα, στην υπό κρίση περίπτωση οι ενδιαφερόμενοι οι οποίοι δεν γνώριζαν καμία από τις τρεις γλώσσες δεν μπορούσαν να κατανοήσουν ότι δεν κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα για τις διαδικασίες επιλογής και ότι, ως εκ τούτου, το υπόλοιπο περιεχόμενο των δημοσιευμένων στις τρεις μόνο γλώσσες προκηρύξεων δεν είχε ενδιαφέρον γι’ αυτούς.

50.

Προ πάντων όμως δεν υφίσταται ρύθμιση που να επιτρέπει την παρέκκλιση από τον κανόνα της πλήρους δημοσιεύσεως σε όλες τις γλώσσες, όπως αυτός προβλέπεται από τα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού 1/58 σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος III του ΚΥΚ.

51.

Ως εκ τούτου, οι προκηρύξεις έπρεπε να δημοσιευθούν πλήρως σε όλες τις γλώσσες. Το ζήτημα αν επιτρέπονται εξαιρέσεις σε περιπτώσεις διαγωνισμών που απευθύνονται μόνο σε υποψηφίους με συγκεκριμένη μητρική γλώσσα ( 27 ) δεν τίθεται προς κρίση στην παρούσα υπόθεση.

52.

Δεδομένου ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου βαρύνεται με νομική πλάνη και δεν μπορεί να διατηρηθεί ακόμη και αν στηριχθεί σε άλλη αιτιολογία, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

53.

Εντούτοις κρίνω σκόπιμο να εξετάσω και τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως προκειμένου να εδραιωθεί ασφάλεια δικαίου σε σχέση με τη μελλοντική πρακτική των οργάνων στο πλαίσιο της διεξαγωγής διαγωνισμών.

Δ –   Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

54.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Ιταλία υποστηρίζει ότι η δημοσίευση των προκηρύξεων των επίμαχων διαγωνισμών σε τρεις μόνο γλώσσες συνιστά παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας κατά το άρθρο 12 ΕΚ (νυν άρθρο 18 ΣΛΕΕ) καθώς και της αρχής της γλωσσικής πολυμορφίας κατά το άρθρο 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

55.

Το ζήτημα δεν είναι, εν προκειμένω, αν η δημοσίευση της προκηρύξεως γενικού διαγωνισμού σε τρεις μόνο γλώσσες συνιστά παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Δεν αμφισβητείται ότι οι υποψήφιοι, ακόμα και αν έχουν ικανοποιητική γνώση της γερμανικής, της αγγλικής ή της γαλλικής γλώσσας, δεν συμβουλεύονται αναγκαστικά τα τεύχη της Επίσημης Εφημερίδας σε μια από τις τρεις αυτές γλώσσες, αλλά κατά κανόνα μόνο την έκδοση στη μητρική τους γλώσσα ( 28 ). Κατά συνέπεια υπάρχει κίνδυνος οι ενδιαφερόμενοι αυτοί να μη λάβουν εγκαίρως γνώση της προκηρύξεως. Δεδομένου ότι η μητρική γλώσσα συνδέεται στενά με την ιθαγένεια, ο κίνδυνος αυτός θα αποτελούσε δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας. Ως εκ τούτου, οι αρχικές δημοσιεύσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2007 και της 8ης Μαΐου 2007 δεν ήταν από μόνες τους επαρκείς.

56.

Εντούτοις, πρέπει να ελεγχθεί αν, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 85 έως 91 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η ως άνω εξυπαρχής υφιστάμενη δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγένειας άρθηκε με αποτελεσματικό τρόπο διά της μεταγενέστερης δημοσιεύσεως οδηγιών στις υπόλοιπες γλώσσες. Στον βαθμό που η εν λόγω ουσιώδης πλημμέλεια διαφέρει από την ήδη εξετασθείσα τυπική παραβίαση της υποχρεώσεως προς δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα, δεν ισχύει εν προκειμένω το ανωτέρω συμπέρασμα σχετικά με την ανεπαρκή θεραπεία της παραλείψεως δημοσιεύσεως ( 29 ).

57.

Η Ιταλία, αφενός, αμφισβητεί τη δυνατότητα θεραπείας και, αφετέρου, παρατηρεί ότι οι οδηγίες δεν περιείχαν όλα τα στοιχεία της αρχικής προκηρύξεως.

1. Επί της δυνατότητας θεραπείας της πλημμελούς προκηρύξεως

58.

Η Ιταλία στηρίζει την άποψή της ότι δεν είναι δυνατή η θεραπεία της συγκεκριμένης πλημμέλειας στην όλη οικονομία της προσφυγής ακυρώσεως. Κατ’ αυτήν, αντικείμενο της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 230 ΕΚ (νυν άρθρο 263 ΣΛΕΕ) αποτελούν οι προκηρύξεις στην αρχική τους μορφή.

59.

Εάν η άποψη αυτή γινόταν δεκτή, η προσφυγή θα καθίστατο άνευ αντικειμένου. Ειδικότερα, από αμιγώς τυπικής απόψεως, η αρχική προκήρυξη έχει πάψει να υφίσταται. Θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι οι μεταγενεστέρως δημοσιευθείσες οδηγίες την κατήργησαν και την αντικατέστησαν με νέες προκηρύξεις ( 30 ). Οι νέες προκηρύξεις θα βασίζονταν στον συνδυασμό της αρχικής προκηρύξεως και των νέων οδηγιών, με τις οποίες ορίστηκε ιδίως νέα προθεσμία υποβολής υποψηφιοτήτων, θα έπρεπε δε να προσβληθούν με άλλη προσφυγή.

60.

Εκτιμώ πως μία τόσο τυποκρατική αντιμετώπιση δεν είναι αναγκαία. Όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο, οι οδηγίες δεν αλλοίωσαν το ουσιαστικό περιεχόμενο των προκηρύξεων, τουλάχιστον στα επίμαχα σημεία ( 31 ).

61.

Αν όμως η ένδικη διαφορά δεν έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, θα πρέπει να έχει ως αντικείμενο την προκήρυξη στην ισχύουσα μορφή της. Ως εκ τούτου πρέπει να ληφθούν υπόψη οι οδηγίες που δημοσιεύτηκαν μεταγενεστέρως.

62.

Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Ιταλία, η δυνατότητα θεραπείας διαδικαστικών πλημμελειών αναγνωρίζεται καταρχήν και στο δίκαιο της Ένωσης ( 32 ). Το μέτρο θεραπείας πρέπει να μπορεί να περιαγάγει τους δικαιούχους –στην προκείμενη περίπτωση τους δυνητικούς υποψηφίους– στη θέση στην οποία θα βρίσκονταν αν δεν είχε εμφιλοχωρήσει η διαδικαστική πλημμέλεια ( 33 ).

2. Εξέταση της δυνατότητας θεραπείας στην υπό κρίση περίπτωση

63.

Εν προκειμένω, η πλημμέλεια των αρχικών προκηρύξεων δεν θεραπεύτηκε. Με τον καθορισμό, δια των οδηγιών, νέας προθεσμίας υποβολής υποψηφιοτήτων, οι δυνητικοί υποψήφιοι, στη μητρική γλώσσα των οποίων δεν είχε δημοσιευθεί η προκήρυξη, είχαν την ίδια προθεσμία υποβολής με εκείνη που ίσχυε για τους υποψηφίους στη μητρική γλώσσα των οποίων είχε δημοσιευθεί η προκήρυξη.

64.

Ωστόσο, όσοι από τους δυνητικούς υποψηφίους έλαβαν γνώση των διαγωνισμών το πρώτον κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως των μετέπειτα οδηγιών δεν περιήλθαν στη θέση στην οποία θα βρίσκονταν αν οι σχετικές οδηγίες είχαν δημοσιευθεί μαζί με την προκήρυξη. Ειδικότερα, όσοι υποψήφιοι είχαν ενημερωθεί διά των αρχικών προκηρύξεων είχαν σαφώς περισσότερο χρόνο για να προετοιμαστούν ειδικά για τη διαδικασία του διαγωνισμού. Όσον αφορά τους διαγωνισμούς EPSO/AD/94/07 και EPSO/AST/37/07, προέκυψε κατά συνέπεια ένα χρονικό πλεονέκτημα τεσσάρων μηνών, ενώ όσον αφορά τον διαγωνισμό EPSO/AD/95/07 ένα χρονικό πλεονέκτημα πλέον των δύο μηνών. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να εκμεταλλευθούν τον χρόνο αυτόν ιδίως για να βελτιώσουν τις απαιτούμενες ειδικές και γλωσσικές γνώσεις τους.

65.

Κατά συνέπεια, οι σχετικές με την προκήρυξη οδηγίες δεν μπόρεσαν να καταστήσουν δυνατή την άρση της συνιστάμενης στην επιλεκτική δημοσίευση της προκηρύξεως δυσμενούς μεταχειρίσεως των δυνητικών υποψηφίων των οποίων η μητρική γλώσσα δεν ήταν η γερμανική, η αγγλική ή η γαλλική.

66.

Το Γενικό Δικαστήριο δεν διέγνωσε την ύπαρξη της συγκεκριμένης δυσμενούς μεταχειρίσεως. Συνεπώς οι εκτιμήσεις στις σκέψεις 85 έως 91 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως είναι εσφαλμένες. Η απόφαση πρέπει να αναιρεθεί εξαιτίας και αυτού του λόγου.

3. Επί της πληρότητας της προκηρύξεως στις υπόλοιπες γλώσσες

67.

Η Ιταλία υποστηρίζει επίσης ότι δεν δημοσιεύτηκε η πλήρης προκήρυξη στις υπόλοιπες γλώσσες. Στο πλαίσιο αυτό, προβάλλει ότι όσοι από τους δυνητικούς υποψηφίους είχαν τη δυνατότητα να διαβάσουν την πλήρη προκήρυξη στη μητρική τους γλώσσα ήταν σε πλεονεκτικότερη θέση, έστω και κατ’ ελάχιστο, έναντι αυτών που αναγκάστηκαν να τη διαβάσουν σε ξένη γλώσσα.

68.

Όπως όμως ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 90 και 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η εν λόγω δυσμενής μεταχείριση δεν είχε το βάρος μιας διακριτικής μεταχειρίσεως λόγω ιθαγένειας.

69.

Αντιθέτως, όσοι δεν γνώριζαν επαρκώς καμία από τις τρεις γλώσσες στις οποίες συντάχθηκε η πλήρης προκήρυξη δεν συγκαταλέγονταν μεταξύ των δυνητικών υποψηφίων. Όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα άτομα αυτά δεν διέθεταν τις γλωσσικές γνώσεις που απαιτούνταν για να τους επιτραπεί η συμμετοχή στον διαγωνισμό.

70.

Κατά το μέτρο αυτό, οι επίμαχοι διαγωνισμοί διαφέρουν από τους διαγωνισμούς τους οποίους αφορούσαν οι μνημονευθείσες από την Ιταλία αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου με τις οποίες ακυρώθηκαν οι αντίστοιχες προκηρύξεις ( 34 ). Ειδικότερα, οι εν λόγω αποφάσεις αφορούσαν διαγωνισμούς για τη συμμετοχή στους οποίους δεν απαιτούνταν η γνώση συγκεκριμένων γλωσσών. Ως εκ τούτου, δεν αποκλείεται να υπήρχαν δυνητικοί υποψήφιοι που δεν κατανοούσαν καμία από τις γλώσσες στις οποίες συντάχθηκαν οι προκηρύξεις, σε αντίθεση με τους επίμαχους διαγωνισμούς, στο πλαίσιο των οποίων οι δυνητικοί υποψήφιοι όφειλαν να κατανοούν μία από τις χρησιμοποιηθείσες γλώσσες.

71.

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε στη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι οι οδηγίες θεράπευσαν την πλημμέλεια της αρχικής προκηρύξεως. Το αν επιτρεπόταν να ζητηθεί υποχρεωτικά η γνώση της γερμανικής, της αγγλικής ή της γαλλικής γλώσσας και να μη γίνει δεκτή κάποια άλλη δεύτερη γλώσσα, θα εξετασθεί στο πλαίσιο του επόμενου λόγου αναιρέσεως.

72.

Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός ως προς το δεύτερο σκέλος του.

Ε –   Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως

73.

Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αφορά τον πυρήνα της διαφοράς, ήτοι την επιλογή τριών μόνο γλωσσών ως «δεύτερη γλώσσα» για τις ανάγκες του διαγωνισμού. Κατά την άποψη της Ιταλίας, δεν συνάδουν με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας και την αρχή της γλωσσικής πολυμορφίας οι εκτιμήσεις στις οποίες στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο για να απορρίψει την αιτίαση ότι η επιλογή της Επιτροπής συνεπαγόταν δυσμενή διάκριση και είχε απρόσφορο χαρακτήρα.

1. Επί της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

74.

Κατά το άρθρο 12 ΕΚ (νυν άρθρο 18 ΣΛΕΕ) απαγορεύεται, εντός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, κάθε δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγενείας. Η αρχή αυτή αναγνωρίζεται επίσης με το άρθρο 21, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

75.

Το Γενικό Δικαστήριο δεν εξετάζει στις σκέψεις 93 έως 104 το ζήτημα αν ο περιορισμός ως προς τη δεύτερη γλώσσα μπορεί να συνιστά δυσμενή διάκριση. Εντούτοις, ελλείψει τέτοιας δυσμενούς διακρίσεως, συνάγει το ορθό συμπέρασμα.

76.

Τυχόν περιορισμοί ως προς τη χρήση πρώτων γλωσσών σε διαγωνισμούς των θεσμικών οργάνων θα συνεπάγονταν δυσμενή διάκριση και, ως εκ τούτου, θα έχρηζαν δικαιολογήσεως. Δεδομένου ότι η γλώσσα την οποία γνωρίζει καλύτερα ένας υποψήφιος είναι κατά κανόνα συνάρτηση της ιθαγένειάς του, ένας τέτοιος καθορισμός θα αποτελούσε έμμεση δυσμενή διάκριση εις βάρος εκείνων τουλάχιστον των δυνητικών υποψηφίων, οι οποίοι λόγω της ιθαγένειάς τους έχουν άλλη μητρική γλώσσα. Οι υποψήφιοι αυτοί θα ήταν υποχρεωμένοι να διαγωνισθούν σε σημαντικά τμήματα του διαγωνισμού σε μία ξένη γλώσσα ενώ άλλοι διαγωνιζόμενοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη μητρική τους γλώσσα.

77.

Δεδομένων των ανωτέρω, η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω γλώσσας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, και περιλαμβάνεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, αποτελεί έκφανση της γενικής απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας. Σχετικό είναι και το άρθρο 27, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά το οποίο καμία θέση δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους υπηκόους ορισμένου κράτους μέλους.

78.

Εντούτοις, στην εξεταζόμενη περίπτωση δεν πρόκειται για περιορισμούς ως προς την πρώτη γλώσσα, αλλά ως προς τη δεύτερη γλώσσα. Η δεύτερη γλώσσα των δυνητικών υποψηφίων σαφώς δεν έχει τόσο στενή σχέση με την ιθαγένεια όσο η πρώτη γλώσσα.

79.

Υπάρχουν ομολογουμένως ορισμένα κράτη στα οποία μια από τις αναγνωριζόμενες γλώσσες χαίρει ιδιαίτερου καθεστώτος σε σχέση με τις λοιπές ομιλούμενες εθνικές γλώσσες ( 35 ). Κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται ορισμένοι υποψήφιοι από τα εν λόγω κράτη να έχουν ιδιαιτέρως καλή γνώση μίας από τις επιτρεπόμενες δεύτερες γλώσσες.

80.

Σε αντίθεση, όμως, με ό,τι ισχύει για τη μητρική γλώσσα, η γνώση της δεύτερης γλώσσας δεν είναι μόνο συνάρτηση της ιθαγένειας, αλλά και προϊόν πρόσθετων προσπαθειών τις οποίες καταβάλλει το εκάστοτε κράτος, η οικογένεια ή ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος. Για τον λόγο αυτό, ενδεχομένως να παρατηρούνται διαφορές στον βαθμό γνώσεως μιας ξένης γλώσσας η εκμάθηση της οποίας έγινε στο πλαίσιο ενός άρτια διαρθρωμένου εκπαιδευτικού συστήματος.

81.

Ως εκ τούτου, το δυνητικό πλεονέκτημα που παρέχει η γνώση μίας δεύτερης γλώσσας, η οποία χαίρει ιδιαίτερου καθεστώτος στο κράτος προελεύσεως του υποψηφίου, δεν συνεπάγεται δυσμενή διάκριση εις βάρος υποψηφίων από άλλα κράτη με κριτήριο την ιθαγένειά τους.

82.

Από την άποψη αυτή, «σε μειονεκτική θέση» βρίσκονται μόνον ορισμένοι υποψήφιοι από άλλα κράτη μέλη, στα οποία ομιλούνται μεν περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες της Ένωσης, αλλά καμία από τις προτιμώμενες γλώσσες ( 36 ). Οι υποψήφιοι αυτοί δεν θα μπορέσουν ενδεχομένως να χρησιμοποιήσουν για τις ανάγκες του διαγωνισμού τη «φυσική» δεύτερη γλώσσα τους. Εντούτοις, πρόκειται απλώς για θεωρητικό μειονέκτημα, το οποίο στην πράξη προφανώς δεν έχει συνέπειες για ορισμένους υποψηφίους.

83.

Για τη συντριπτική πλειοψηφία των δυνητικών υποψηφίων, ο περιορισμός ως προς τη δεύτερη γλώσσα είναι αδιάφορος. Τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι πρόκειται για τις τρεις πλέον διαδεδομένες ξένες γλώσσες στην Ένωση ( 37 ). Ως πρώτη ξένη γλώσσα διδάσκεται σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη η αγγλική, σε λίγα μόνο κράτη μέλη η γαλλική, ενώ μόνο στα δημοτικά σχολεία του Λουξεμβούργου διδάσκεται ως μοναδική ξένη γλώσσα η γερμανική. Ως δεύτερη ξένη γλώσσα προτιμώνται σαφώς η γαλλική και η γερμανική. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις, και σαφώς πιο σπάνια, διδάσκονται ως ξένη γλώσσα η ισπανική, η σουηδική (στην Φινλανδία) και η εσθονική (στην Εσθονία, προφανώς στα μέλη της ρωσικής μειονότητας) ( 38 ). Ως εκ τούτου είναι μάλλον απίθανο να υπάρχουν υποψήφιοι που να ομιλούν άλλη ξένη γλώσσα καλύτερα από ό,τι τη γερμανική, την αγγλική ή τη γαλλική.

84.

Με βάση τα ανωτέρω, ο περιορισμός, ο οποίος συνίστατο στη δυνατότητα επιλογής της δεύτερης γλώσσας μόνο μεταξύ των συγκεκριμένων τριών γλωσσών, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγένειας.

2. Επί της παραβιάσεως της αρχής της γλωσσικής πολυμορφίας

85.

Περαιτέρω, η Ιταλία υποστηρίζει ότι ο περιορισμός ως προς την επιλογή της δεύτερης γλώσσας παραβιάζει την αρχή της γλωσσικής πολυμορφίας. Κατά την άποψή της, μολονότι μπορεί να προσδοκάται ότι οι υποψήφιοι για την κάλυψη θέσεων στα θεσμικά όργανα γνωρίζουν μία τουλάχιστον γλώσσα πέραν της γλώσσας του κράτους μέλους από το οποίο προέρχονται, εντούτοις, δεν μπορεί να προσδοκάται ότι η γλώσσα αυτή θα είναι υποχρεωτικά η γερμανική, η αγγλική ή η γαλλική.

86.

Κατά τον χρόνο προκηρύξεως των διαγωνισμών, ήτοι το έτος 2007, δεν είχε τεθεί ακόμη σε ισχύ η Συνθήκη της Λισσαβόνας και, συνεπώς, η αρχή της γλωσσικής πολυμορφίας, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είχε ακόμη άμεσο δεσμευτικό αποτέλεσμα. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τις επίσημες επεξηγήσεις ( 39 ), το εν λόγω άρθρο είχε βασισθεί στο τότε ισχύον άρθρο 6 ΕΕ, το οποίο, στην παράγραφο 3, όριζε ότι η Ένωση οφείλει να σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών (ρύθμιση που περιλαμβάνεται πλέον στο νυν άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ), καθώς και στο άρθρο 151, παράγραφοι 1 και 4, ΕΚ (που πλέον έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 167, παράγραφοι 1 και 4, ΣΛΕΕ), κατά το οποίο η Κοινότητα οφείλει να συμβάλει στην ανάπτυξη της εθνικής και περιφερειακής πολυμορφίας και να σέβεται και να προωθεί την πολιτιστική πολυμορφία. Ιδιαίτερη έμφαση στις υποχρεώσεις αυτές δίδει το άρθρο 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΕΕ.

87.

Η αρχή της γλωσσικής πολυμορφίας αποτελεί τμήμα της πολιτιστικής πολυμορφίας ( 40 ) και της εθνικής ταυτότητας των κρατών μελών. Στηρίζεται δηλαδή σε βασικές αξίες της Ένωσης οι οποίες ίσχυαν κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως των επίμαχων προκηρύξεων ( 41 ).

88.

Εντούτοις, η αρχή της γλωσσικής πολυμορφίας δεν επιτάσσει να χρησιμοποιεί η Ένωση σε κάθε περίπτωση όλες τις επίσημες γλώσσες ( 42 ), ούτε ρυθμίζει ειδικώς από ποιες γλώσσες μπορούν να επιλέξουν κάποια ως δεύτερη γλώσσα οι δυνητικοί υποψήφιοι για την κάλυψη θέσεων στην Ένωση. Όσον αφορά το ζήτημα αυτό, η αρχή της γλωσσικής πολυμορφίας μπορεί να έχει αποτελέσματα μόνο σε συνάρτηση με τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

89.

Η εν λόγω αρχή, η οποία κατοχυρώνεται πλέον με το άρθρο 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, επιτάσσει να μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς ( 43 ). Η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται εφόσον στηρίζεται σε ένα αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο, δηλαδή εφόσον συνδέεται με νόμιμο σκοπό την επίτευξη του οποίου επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση, και εφόσον η διαφορετική αυτή μεταχείριση δεν είναι δυσανάλογη προς τον σκοπό τον οποίο αυτή επιδιώκει ( 44 ). Κατά τη στάθμιση αυτή πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές θεμελιώδεις αρχές της Ένωσης, όπως για παράδειγμα η αρχή της γλωσσικής πολυμορφίας. Εφόσον το μέτρο κριθεί αντίθετο προς μία τέτοια βασική αρχή, ο σκοπός του θα πρέπει να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα προκειμένου αυτό να χαρακτηριστεί ως δικαιολογημένο.

90.

Οι επίμαχοι διαγωνισμοί, καθόσον πρόβλεψαν ότι ορισμένες μόνον γλώσσες γίνονται δεκτές ως δεύτερες γλώσσες, επιφύλαξαν άνιση μεταχείριση στις επίσημες γλώσσες και στις γλώσσες εργασίας της Ένωσης.

91.

Το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 93, 94 και 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στηρίζει την προνομιακή μεταχείριση των τριών γλωσσών και πάλι στο άρθρο 6 του κανονισμού 1/58, κατά το οποίο τα όργανα δύνανται να καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του γλωσσικού καθεστώτος. Όπως όμως διαπιστώθηκε προηγουμένως, η εν λόγω αρμοδιότητα δεν έχει ασκηθεί μέχρι σήμερα και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προβληθεί ως δικαιολογητική βάση των όρων του διαγωνισμού ( 45 ). Συνεπώς η απόφαση βαρύνεται με νομική πλάνη και στο σημείο αυτό.

92.

Εντούτοις, η πλάνη αυτή δεν αρκεί για να ανατρέψει το εξαγόμενο συμπέρασμα. Καίτοι τα όργανα δεν έχουν ορίσει επισήμως τις εσωτερικές γλώσσες εργασίας, εντούτοις, όπως τονίζει η Επιτροπή, η δυνατότητα εσωτερικής επικοινωνίας αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη λειτουργία των υπηρεσιών τους. Για τον λόγο αυτό, τα όργανα θα πρέπει να διαθέτουν τη δυνατότητα να επιλέγουν τους νέους υπαλλήλους τους με κριτήριο το αν αυτοί είναι σε θέση να ενσωματωθούν και να συνεργασθούν στις υπάρχουσες υπηρεσίες. Προς τούτο καθοριστική σημασία έχει το κατά πόσο γνωρίζουν γλώσσες οι οποίες χρησιμοποιούνται εν τοις πράγμασι ως γλώσσες εργασίας στο εσωτερικό των υπηρεσιών αυτών. Δεν έχει νόημα να ομιλεί άριστα ένας υπάλληλος πολλές επίσημες γλώσσες τις οποίες δεν καταλαβαίνει κανείς άλλος στην υπηρεσία του.

93.

Επιπλέον, ελλείψει ειδικών περιστάσεων που να επιβάλλουν τον περιορισμό σε μία γλώσσα ή σε λίγες γλώσσες, θα πρέπει, για λόγους προαγωγής της ισότητας των ευκαιριών και της γλωσσικής πολυμορφίας, να χρησιμοποιούνται, στο μέτρο του δυνατού, όλες ή έστω πολλές γλώσσες της Ένωσης ( 46 ). Ο τρόπος αξιοποιήσεως των γλωσσών αυτών στην πράξη μπορεί να αποφασισθεί κατά περίπτωση με βάση τις ικανότητες των εκάστοτε υπαλλήλων. Αντιθέτως, τα θεσμικά όργανα μπορούν να χρησιμοποιούν μια μόνο γλώσσα για τους σκοπούς της ενδοϋπηρεσιακής επικοινωνίας, εφόσον αυτό επιβάλλεται από ειδικές περιστάσεις, όπως παραδείγματος χάριν συμβαίνει στο πλαίσιο των διασκέψεων του Δικαστηρίου, στο οποίο από το 1954 υπάρχει η παράδοση τα σχέδια των αποφάσεων να συντάσσονται εντός της υπηρεσίας αποκλειστικά στη γαλλική γλώσσα.

94.

Έχοντας υπόψη ότι οι πλέον διαδεδομένες ξένες γλώσσες στην Ένωση είναι η γερμανική, η αγγλική και η γαλλική ( 47 ), τα θεσμικά όργανα επιτρέπεται να θεωρούν ως δεδομένο ότι η γνώση μίας εκ των γλωσσών αυτών ως ξένης γλώσσας καθιστά δυνατή την αποτελεσματική ενδοϋπηρεσιακή επικοινωνία. Καμία άλλη γλώσσα δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί εξίσου καλές δυνατότητες ενδοϋπηρεσιακής επικοινωνίας. Κατ’ αντικειμενική εκτίμηση, οι τρεις αυτές γλώσσες διαφέρουν ως προς το σημείο αυτό από τις υπόλοιπες επίσημες γλώσσες με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η επιλογή τους ως μοναδικών δεύτερων γλωσσών. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η αρχή της γλωσσικής πολυμορφίας, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν παραβιάζεται.

3. Επί του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του παραρτήματος III του ΚΥΚ

95.

Η Ιταλία στηρίζεται επίσης στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ. Το επιχείρημα αυτό, όμως, δεν αποτελεί παραδεκτή εξειδίκευση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν σε πρώτο βαθμό, αλλά παντελώς νέο στοιχείο το οποίο δεν έχει αποτελέσει μέχρι τούδε αντικείμενο της διαδικασίας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προβληθεί κατά την αναιρετική διαδικασία ( 48 ).

4. Συμπέρασμα επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως

96.

Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

97.

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 110 έως 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν υφίσταται παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, απορρίπτοντας το επιχείρημα ότι η πολυετής πρακτική της Επιτροπής στον τομέα των διαγωνισμών ήταν ικανή να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στους δυνητικούς υποψηφίους όσον αφορά ορισμένες λεπτομέρειες του διαγωνισμού.

98.

Η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης συγκαταλέγεται στις θεμελιώδεις αρχές της Ένωσης. Την αρχή αυτή μπορεί να επικαλεστεί κάθε πρόσωπο στο οποίο ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Όταν όμως ο συνετός και επιμελής διοικούμενος είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση μέτρου ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την εν λόγω αρχή μετά τη λήψη τέτοιου μέτρου. Επιπλέον, ουδείς δικαιολογείται να έχει εμπιστοσύνη όσον αφορά τη διατήρηση μιας υπάρχουσας καταστάσεως η οποία δύναται να τροποποιηθεί στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας των θεσμικών οργάνων της Ένωσης ( 49 ).

99.

Εν προκειμένω, δεν μπορεί να δοθεί οριστική απάντηση στο ζήτημα του αν η πολυετής πρακτική να γίνονται δεκτές κατά τη διεξαγωγή διαγωνισμών ως δεύτερες γλώσσες όλες οι επίσημες γλώσσες της Ένωσης θα μπορούσε να δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες υπό την έννοια της νομολογίας. Εν πάση περιπτώσει, δεν υφίσταται λόγος με βάση τον οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι οι συνετοί και επιμελείς δυνητικοί υποψήφιοι, κατά τον χρόνο της εκμαθήσεως ξένων γλωσσών, μπορούσαν βασίμως να προσδοκούν ότι στις διαδικασίες επιλογής προσωπικού της Ένωσης θα είχαν τη δυνατότητα να κάνουν χρήση όλων των επίσημων γλωσσών ως δεύτερων γλωσσών. Ενόψει του συνεχώς αυξανόμενου αριθμού των επίσημων γλωσσών, οι δυνητικοί υποψήφιοι μάλλον θα έπρεπε να λάβουν υπόψη ότι δεν θα μπορούν να έχουν όλες οι επίσημες γλώσσες την ίδια πρακτική σημασία ως ξένες γλώσσες. Όπως προκύπτει άλλωστε από τις στατιστικές σχετικά με την εκμάθηση ξένων γλωσσών, ως σημαντικότερες επίσημες γλώσσες θεωρούνται κατεξοχήν η αγγλική, η γερμανική και η γαλλική ( 50 ). Ως εκ τούτου, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι δυνητικοί υποψήφιοι έχουν προετοιμαστεί γνωρίζοντας ότι οι συγκεκριμένες γλώσσες είναι σημαντικότερες για την επαγγελματική τους εξέλιξη σε σχέση με άλλες γλώσσες.

100.

Κατά συνέπεια, ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

Ζ –   Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως

101.

Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι στις σκέψεις 126 και 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο, διαπιστώνοντας ότι η διοίκηση δεν όφειλε να εκθέσει στις επίμαχες προκηρύξεις διαγωνισμών τους λόγους για την επιλογή των τριών επιτρεπόμενων γλωσσών, παρέβη το άρθρο 253 ΕΚ (νυν άρθρο 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ) κατά το οποίο όλες οι νομικές πράξεις πρέπει να αιτιολογούνται.

102.

Κατά πάγια νομολογία, η κατά το άρθρο 253 ΕΚ επιβαλλόμενη αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της σχετικής πράξεως. Από την εν λόγω αιτιολογία πρέπει να καταφαίνεται, κατά τρόπο σαφή και μη αμφιλεγόμενο, η συλλογιστική του οργάνου της Ένωσης, το οποίο εξέδωσε την πράξη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο. Η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι αναγκαία προκειμένου να μπορούν οι μεν ενδιαφερόμενοι να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, το δε Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Εντούτοις, κατά τη νομολογία αυτή, στην αιτιολογία μιας πράξεως δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύονται όλα τα ασκούντα επιρροή πραγματικά και νομικά στοιχεία. Πράγματι, το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 253 ΕΚ δεν πρέπει να εκτιμάται μόνον με βάση το γράμμα της πράξεως, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Ιδίως όταν από την προσβαλλόμενη νομική πράξη προκύπτει το ουσιώδες περιεχόμενο του σκοπού τον οποίο επιδιώκει το όργανο της Ένωσης, θα ήταν υπερβολικό να απαιτείται ειδική αιτιολογία για καθεμία από τις τεχνικές πτυχές της αποφάσεως ( 51 ).

103.

Στη σκέψη 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεώς του, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε αν πληρούνται οι απαιτήσεις αυτές αλλά περιορίστηκε να εκτιμήσει αν στις προκηρύξεις περιλαμβάνονταν τα αναγκαία στοιχεία όσον αφορά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού.

104.

Επομένως, η Ιταλία ορθώς υποστηρίζει ότι, στο σκεπτικό του, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τον προβληθέντα λόγο ακυρώσεως. Το αναγκαίο περιεχόμενο της προκηρύξεως του διαγωνισμού δεν μπορεί να εξομοιώνεται με την αιτιολογία αυτού.

105.

Πάντως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε συμπληρωματικά στη σκέψη 126 ότι ο περιορισμός, ο οποίος συνίστατο στη δυνατότητα επιλογής της δεύτερης γλώσσας μεταξύ τριών μόνο γλωσσών, δεν χρήζει δικαιολογήσεως, καθόσον είναι βέβαιο ότι συνάδει με τις εσωτερικές ανάγκες της διοικήσεως. Προβαίνοντας στη διαπίστωση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο συμμορφώθηκε προς τις επιταγές των άρθρων 36 και 53 του Οργανισμού του Δικαστηρίου σχετικά με την αιτιολόγηση της αποφάσεώς του.

106.

Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Ιταλία, η εν λόγω διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την αναγκαία αιτιολόγηση των προκηρύξεων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε από απόψεως περιεχομένου. Είναι προφανές ότι οι όροι ενός διαγωνισμού αποσκοπούν στον εντοπισμό των υποψηφίων οι οποίοι πληρούν τις εσωτερικές απαιτήσεις των προσλαμβανόντων οργανισμών στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Επίσης είναι εν γένει γνωστό ότι η αγγλική, η γερμανική και η γαλλική αποτελούν τις πλέον διαδεδομένες ξένες γλώσσες στην Ένωση και συνεπώς οι γλώσσες αυτές είναι οι πλέον κατάλληλες για να χρησιμοποιηθούν ως γλώσσες ενδοϋπηρεσιακής επικοινωνίας. Κατά συνέπεια δεν παρίστατο ανάγκη ιδιαίτερης μνείας των κριτηρίων αυτών στις προκηρύξεις.

107.

Βάσει των ανωτέρω, ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

Η –   Επί του έβδομου λόγου αναιρέσεως

108.

Τέλος, ο έβδομος λόγος αναιρέσεως αφορά την παράβαση του άρθρου 1δ, παράγραφοι 1 και 6, του άρθρου 28, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 27, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη καθόσον, στις σκέψεις 128 έως 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η εξεταστική επιτροπή δεν είναι μόνη αρμόδια να αξιολογεί τις γλωσσικές ικανότητες των υποψηφίων.

109.

Κατά την άποψη της Ιταλίας, η αρχή που εκδίδει την προκήρυξη δεν επιτρέπεται να προβαίνει προληπτικώς σε προεπιλογή των ενδιαφερομένων με αμιγώς γλωσσικά κριτήρια. Επίσης για τις απαιτήσεις οι οποίες ορίζονται σε έναν διαγωνισμό όσον αφορά τις γλωσσικές ικανότητες ισχύουν κριτήρια διαφορετικά από αυτά που ισχύουν ως προς τα λοιπά ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων.

110.

Εντούτοις, από τα επιχειρήματα που προβάλλει συναφώς η Ιταλία, ιδίως σχετικά με την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, δεν προκύπτει ότι πρέπει να επιβάλλονται ιδιαίτερες απαιτήσεις σχετικά με τη δεύτερη γλώσσα των υποψηφίων ( 52 ). Επίσης, δεδομένου ότι η εξεταστική επιτροπή έχει την εξουσία να αποκλείει υποψηφίους εξαιτίας ανεπαρκούς γνώσεως συγκεκριμένων δεύτερων γλωσσών, δεν γίνεται αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο θα έπρεπε να απαγορεύεται στα θεσμικά όργανα να έχουν την ίδια εξουσία στο πλαίσιο του καθορισμού των όρων διαγωνισμού.

111.

Συνεπώς, ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως είναι επίσης απορριπτέος.

VII – Επί της εκδόσεως αποφάσεως από το Δικαστήριο

112.

Κατά το άρθρο 61, παράγραφος 1, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο μπορεί το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, ή να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο.

113.

Δεδομένου ότι τόσο ο δεύτερος όσο και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, είναι βάσιμοι, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί. Όπως εξάλλου προκύπτει από την εξέταση του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, οι προσβληθείσες προκηρύξεις διαγωνισμών δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 4 και 5 του κανονισμού 1/58 και του άρθρου 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ. Όπως επίσης προκύπτει από την εξέταση του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η μεταγενέστερη δημοσίευση οδηγιών επί των προκηρύξεων δεν μπόρεσε να άρει την ενδεχόμενη δυσμενή μεταχείριση δυνητικών υποψηφίων των οποίων μητρική γλώσσα δεν είναι η γερμανική, η αγγλική ή η γαλλική. Επομένως, η υπό κρίση διαφορά είναι ώριμη προς εκδίκαση. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η ακύρωση των προκηρύξεων.

VIII – Επί του περιορισμού των αποτελεσμάτων της αποφάσεως

114.

Τέλος προτείνω στο Δικαστήριο να περιορίσει ρητώς τα αποτελέσματα της αποφάσεώς του για λόγους ασφάλειας δικαίου.

115.

Στο πλαίσιο προσφυγών που άσκησαν υποψήφιοι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οσάκις ακυρώνεται δοκιμασία στο πλαίσιο γενικού διαγωνισμού ο οποίος διοργανώθηκε για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα για μελλοντικές προσλήψεις, τα δικαιώματα του προσφεύγοντος προστατεύονται επαρκώς αν η εξεταστική επιτροπή και η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή επανεξετάσουν τις αποφάσεις τους και αναζητήσουν μια δίκαιη λύση για την περίπτωσή του· δεν απαιτείται να ακυρωθεί το αποτέλεσμα του διαγωνισμού στο σύνολό του ή να ακυρωθούν οι διορισμοί που έγιναν κατόπιν αυτού. Η νομολογία αυτή στηρίζεται στην ανάγκη συμβιβασμού των συμφερόντων των υποψηφίων που περιέρχονται σε μειονεκτική θέση λόγω της πλημμέλειας ενός διαγωνισμού και των συμφερόντων των λοιπών υποψηφίων. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την ανάγκη αποκαταστάσεως των υποψηφίων των οποίων τα δικαιώματα εθίγησαν, αλλά και τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ήδη επιλεγέντων υποψηφίων ( 53 ).

116.

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο δεν καλείται να κρίνει ποια μέτρα είναι αναγκαία για την άρση της δυσμενούς μεταχειρίσεως ορισμένων δυνητικών υποψηφίων. Επιπλέον, πρέπει να προστατευθεί η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ήδη επιλεγέντων υποψηφίων. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι εφεδρικοί πίνακες που καταρτίστηκαν στο πλαίσιο του αρχικού διαγωνισμού ούτε και οι τυχόν διορισμοί που έγιναν βάσει των εν λόγω πινάκων.

IX – Επί των δικαστικών εξόδων

117.

Κατά το άρθρο 122, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των δικαστικών εξόδων.

118.

Δυνάμει των άρθρων 69, παράγραφος 2, και 118 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Ιταλία, αφενός, ζήτησε να καταδικασθεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και, αφετέρου, είναι ο νικήσας διάδικος λόγω της αποδοχής του δεύτερου λόγου αναιρέσεως και του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή πρέπει να καταδικασθεί στα έξοδα της Ιταλικής Δημοκρατίας και στα δικά της έξοδα σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

119.

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

X – Πρόταση

120.

Ως εκ τούτου προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως ακολούθως:

1.

Αναιρείται η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑166/07 και T‑285/07, Ιταλία κατά Επιτροπής.

2.

Ακυρώνονται οι προκηρύξεις των γενικών διαγωνισμών EPSO/AD/94/07, EPSO/AST/37/07 και EPSO/AD/95/07.

3.

Η παρούσα απόφαση δεν θίγει την ισχύ των εφεδρικών πινάκων προσλήψεων που καταρτίστηκαν βάσει των εν λόγω διαγωνισμών.

4.

Η Επιτροπή καταδικάζεται στα έξοδα της Ιταλικής Δημοκρατίας και στα δικά της έξοδα σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. Η Ελληνική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Λιθουανίας φέρουν τα δικά τους έξοδα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( i ) Στo σημείο 1 του παρόντος κειμένου έγινε τροποποίηση γλωσσικής φύσεως μετά την αρχική ανάρτησή του στην ψηφιακή Συλλογή Νομολογίας.

( 2 ) Douglas Adams, The Hitchhiker's Guide to the Galaxy, κεφάλαιο 6, Λονδίνο 1979.

( 3 ) Βλ., συναφώς, την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2010, T‑19/07, Systran και Systran Luxemburg κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑6083), καθώς και την αίτηση αναιρέσεως C‑103/11 P που εκκρεμεί.

( 4 ) Βλ., ενδεικτικώς, πέραν των επίμαχων διαγωνισμών, την προκήρυξη των γενικών διαγωνισμών EPSO/AD/230/12 (AD 5) και EPSO/AD/231/12 (AD 7) (ΕΕ C 76A, σ. 1, τμήμα III, παράγραφος 2β).

( 5 ) ΕΕ C 364, σ. 1, ενώ διακηρύχθηκε πανηγυρικά εκ νέου στις 12 Δεκεμβρίου 2007 στο Στρασβούργο (ΕΕ 2007, C 303, σ. 1, και ΕΕ 2010, C 83, σ. 389).

( 6 ) EE ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14.

( 7 ) Πρόκειται, αφενός, για τους δημοσιευθέντες στις 28 Ιανουαρίου 2007 γενικούς διαγωνισμούς EPSO/AD/94/07 για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων για την κάλυψη θέσεων υπαλλήλων διοικήσεως (AD 5) στον τομέα της πληροφόρησης, της επικοινωνίας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης και EPSO/AST/37/07 για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων για την κάλυψη θέσεων βοηθών υπαλλήλων (AST 3) στον τομέα της επικοινωνίας και της πληροφόρησης (ΕΕ C 45A) και, αφετέρου, για τον δημοσιευθέντα στις 8 Μαΐου 2007 γενικό διαγωνισμό EPSO/AD/95/07 για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων 20 υπαλλήλων διοικήσεως (A 5) στον τομέα της πληροφόρησης (βιβλιοθήκη/τεκμηρίωση) (ΕΕ C 103A).

( 8 ) ΕΕ C 136 A, σ. 1.

( 9 ) ΕΕ C 160, σ. 14.

( 10 ) Βλ. αποφάσεις της 23ης Απριλίου 2009, C‑362/06 P, Sahlstedt κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I‑2903, σκέψη 22), της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑535/06 P, Moser Baer India κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2009, σ. I‑7051, σκέψη 24), και της 25ης Φεβρουαρίου 2010, C‑408/08 P, Lancôme κατά ΓΕΕΑ και CMS Hasche Sigle (Συλλογή 2010, σ. I‑1347, σκέψη 52).

( 11 ) Βλ. την εισαγωγή στο τμήμα II.A της προκηρύξεως EPSO/AD/95/07. Σύμφωνα δε με την εισαγωγή στο τμήμα II.A και το σημείο 1 της προκηρύξεως EPSO/AD/94/07 και την εισαγωγή στο τμήμα II.A της προκηρύξεως EPSO/AST/37/07, οι αντίστοιχοι εφεδρικοί πίνακες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και από άλλα θεσμικά όργανα.

( 12 ) Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής, του Δικαστηρίου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, της Επιτροπής των Περιφερειών και του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, της 25ης Ιουλίου 2002, για την ίδρυση της υπηρεσίας προσλήψεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 197, σ. 53).

( 13 ) Βλ., επίσης, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008, T‑285/07, Ιταλία κατά Κοινοβουλίου και Επιτροπής.

( 14 ) Βλ. επίσης αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Φεβρουαρίου 2011, T‑205/07, Ιταλία κατά Επιτροπής (σκέψεις 20 επ.), και της 31ης Μαρτίου 2011, T‑117/08, Ιταλία κατά ΕΟΚΕ (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑1463, σκέψεις 41 επ.).

( 15 ) Αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 2001, T‑118/99, Bonaiti Brighina κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑25 και II‑97, σκέψη 13), της 5ης Οκτωβρίου 2005, T‑203/03, Rasmussen κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ. Υπ. 2005, σ. I‑A‑279 και σ. II‑1287, σκέψη 60), της 20ής Νοεμβρίου 2008, T‑185/05, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. II‑3207, σκέψεις 117 επ.), και Ιταλία κατά ΕΟΚΕ (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψεις 51 επ.).

( 16 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Poiares Maduro της 16ης Δεκεμβρίου 2004 στην υπόθεση C‑160/03, Ισπανία κατά Eurojust (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2005, Συλλογή 2005, σ. I‑2077, σημείο 31).

( 17 ) Βλ. και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου Ιταλία κατά ΕΟΚΕ (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 55).

( 18 ) Απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑361/01 P, Kik κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2003, σ. I‑8283, σκέψη 85).

( 19 ) Βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C‑161/06, Skoma-Lux (Συλλογή 2007, σ. I‑10841, σκέψη 34).

( 20 ) Απόφαση Skoma-Lux (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 36).

( 21 ) Βλ. κανονισμό (ΕΚ) 1791/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2006, για την προσαρμογή ορισμένων κανονισμών και αποφάσεων στους τομείς της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, του εταιρικού δικαίου, της πολιτικής ανταγωνισμού, της γεωργίας (συμπεριλαμβανομένης της κτηνιατρικής και φυτοϋγειονομικής νομοθεσίας), της πολιτικής μεταφορών, της φορολογίας, των στατιστικών, της ενέργειας, του περιβάλλοντος, της συνεργασίας στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, της τελωνειακής ένωσης, των εξωτερικών σχέσεων, της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας και των θεσμικών οργάνων, λόγω της προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας (ΕΕ L 363, σ. 1), σημείο 15 του παραρτήματος.

( 22 ) Βλ., τελευταίως, τον κανονισμό (ΕΚ) 920/2005 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού 1, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του κανονισμού 1, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενεργείας και για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων παρέκκλισης από τους ως άνω κανονισμούς (ΕΕ L 156, σ. 3), όπου σε επιμέρους σημεία γίνεται λόγος για τις είκοσι μία επίσημες γλώσσες.

( 23 ) Αποφάσεις της 30ής Οκτωβρίου 1974, 188/73, Grassi κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1974, σ. 445, σκέψη 38), της 28ης Φεβρουαρίου 1989, 341/85, 251/86, 258/86, 259/86, 262/86, 266/86, 222/87 και 232/87, Van der Stijl και Cullington κατά Επιτροπής (Συλλογή 1989, σ. 511, σκέψεις 51 επ.), και της 18ης Μαρτίου 1993, C‑35/92 P, Κοινοβούλιο κατά Frederiksen (Συλλογή 1993, σ. I‑991, σκέψη 13).

( 24 ) Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ, γενικοί διαγωνισμοί είναι όσοι δεν διεξάγονται εσωτερικά σε ένα ή όλα τα όργανα.

( 25 ) Βλ. σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και την απόφαση Ιταλία κατά ΕΟΚΕ (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 55).

( 26 ) Βλ. σημείο 29 ανωτέρω.

( 27 ) Βλ. ενδεικτικώς ΕΕ 2012, C 121 A, που υπάρχει μόνο στη βουλγαρική γλώσσα, καθώς και τις σχετικές αναφορές στην ΕΕ 2012, C 121, σ. 38.

( 28 ) Αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Ιταλία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 148) και Ιταλία κατά ΕΟΚΕ (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 81).

( 29 ) Βλ. σημείο 49 ανωτέρω.

( 30 ) Βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2005, C‑138/03, C‑324/03 και C‑431/03, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑10043, σκέψεις 23 επ.).

( 31 ) Σκέψεις 32 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 32 ) Βλ. αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2011, C‑109/10 P, Solvay κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. Ι‑10329, σκέψη 56) και C‑110/10 P, Solvay κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. Ι‑10439, σκέψη 56), σχετικά με τη θεραπεία διαδικαστικών σφαλμάτων στην περί συμπράξεων διαδικασία της Επιτροπής, όπως επίσης την απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 1992, C‑334/90, Marichal-Margrève (Συλλογή 1992, σ. I‑101, σκέψη 25), σχετικά με το δίκαιο της τελωνειακής διαδικασίας.

( 33 ) Βλ. απόφαση Solvay (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32) σχετικά με το δίκαιο της διαδικασίας περί συμπράξεων.

( 34 ) Αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Ιταλία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 148) και Ιταλία κατά ΕΟΚΕ (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 80).

( 35 ) Μεταξύ αυτών το Λουξεμβούργο (γερμανικά και γαλλικά), το Βέλγιο (ολλανδικά, γαλλικά και γερμανικά), η Ιρλανδία (ιρλανδικά και αγγλικά) και η Μάλτα (μαλτέζικα και αγγλικά).

( 36 ) Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Φινλανδία, όπου χρησιμοποιείται η φινλανδική και η σουηδική.

( 37 ) Οι Mejer κ.λπ. (Eurostat), Statistics in Focus αριθ. 49/2010, σ. 1, αναφέρουν τα ρώσικα ως τρίτη γλώσσα μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, πριν όμως από τα γαλλικά. Ωστόσο τα ρώσικα δεν αποτελούν επίσημη γλώσσα της Ένωσης.

( 38 ) Mejer κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 37, σ. 4).

( 39 ) ΕΕ 2007, C 303, σ. 17 (25).

( 40 ) Απόφαση της 5ης Μαρτίου 2009, C‑222/07, UTECA (Συλλογή 2009, σ. I‑1407, σκέψη 33).

( 41 ) Βλ. και τις προτάσεις μου της 4ης Σεπτεμβρίου 2008 στην υπόθεση UTECA (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 40, σημεία 93 επ.).

( 42 ) Απόφαση Kik κατά ΓΕΕΑ (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 82).

( 43 ) Αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑344/04, IATA και ELFAA (Συλλογή 2006, σ. I‑403, σκέψη 95), της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C‑127/07, Arcelor Atlantique και Lorraine κ.λπ. (Συλλογή 2008, σ. I‑9895, σκέψη 23), της 7ης Ιουλίου 2009, C‑558/07, S.P.C.M. κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I‑5783, σκέψη 74), καθώς και της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, C‑550/07 P, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής κ.λπ. (Συλλογή 2010, σ. Ι‑8301, σκέψη 55).

( 44 ) Απόφαση Arcelor Atlantique και Lorraine κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 43, σκέψη 47).

( 45 ) Βλ. σημείο 47 ανωτέρω.

( 46 ) Βλ., όμως, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Poiares Maduro στην υπόθεση Ισπανία κατά Eurojust (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16, σημεία 55 επ.), ο οποίος αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχουν λόγοι που συνηγορούν υπέρ ενός μονογλωσσικού καθεστώτος.

( 47 ) Βλ. σημείο 83 ανωτέρω.

( 48 ) Αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 165), και της 18ης Ιανουαρίου 2007, C‑229/05 P, PKK και KNK κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I‑439, σκέψη 61).

( 49 ) Βλ. αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 2004, C‑37/02 και C‑38/02, Di Lenardo και Dilexport (Συλλογή 2004, σ. I‑6911, σκέψη 70), της 22ας Ιουνίου 2006, C‑182/03 και C‑217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑5479, σκέψη 147), της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑443/07 P, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. I‑10945, σκέψη 91), καθώς και της 4ης Μαρτίου 2010, C‑496/08 P, Angé Serrano κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2010, σ. I‑1793, σκέψη 93).

( 50 ) Βλ. σημείο 83 ανωτέρω.

( 51 ) Απόφαση της 12ης Μαρτίου 2002, C‑27/00 και C‑122/00, Omega Air κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. I‑2569, σκέψεις 46 επ.).

( 52 ) Βλ. ανωτέρω, σημεία 74 επ.

( 53 ) Απόφαση της 6ης Ιουλίου 1993, C‑242/90 P, Επιτροπή κατά Albani κ.λπ. (Συλλογή 1993, σ. I‑3839, σκέψη 13 επ.).

Top