Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010CC0442

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mengozzi της 6ης Σεπτεμβρίου 2011.
    Churchill Insurance Company Limited κατά Benjamin Wilkinson και Tracy Evans κατά Equity Claims Limited.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) - Ηνωμένο Βασίλειο.
    Yποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκίνητων οχημάτων - Οδηγία 84/5/ΕΟΚ - Άρθρα 1, παράγραφος 4, και 2, παράγραφος 1 - Τρίτος, θύμα ατυχήματος - Πρόσωπο στο οποίο έχει επιτραπεί, ρητώς ή σιωπηρώς, η οδήγηση του οχήματος - Οδηγία 90/232/ΕΟΚ - Άρθρο 1, πρώτο εδάφιο - Οδηγία 2009/103/ΕΚ - Άρθρα 10, 12, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 1 - Θύμα τροχαίου ατυχήματος που επιβαίνει στο όχημα σε σχέση με το οποίο είναι ασφαλισμένο ως οδηγός - Οδηγός ο οποίος δεν είναι ασφαλισμένος δυνάμει της σχετικής συμβάσεως ασφαλίσεως - Μη αποκλεισμός του ασφαλισμένου θύματος από την ασφαλιστική κάλυψη.
    Υπόθεση C-442/10.

    Συλλογή της Νομολογίας 2011 -00000

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2011:548

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    PAOLO MENGOZZI

    της 6ης Σεπτεμβρίου 2011 (1)

    Υπόθεση C‑442/10

    Churchill Insurance Company Limited

    κατά

    Benjamin Wilkinson

    και

    Tracy Evans

    κατά

    Equity Claims Limited

    [αίτηση του Court of Appeal ((England & Wales) (Civil Division), (Ηνωμένο Βασίλειο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Ασφάλιση της αστικής ευθύνης από τροχαία ατυχήματα – Θύμα τροχαίου ατυχήματος συνεπιβαίνον σε όχημα για το οποίο έχει συναφθεί ασφαλιστική σύμβαση η οποία καλύπτει το θύμα ως οδηγό στον οποίο επιτρέπεται η οδήγηση του οχήματος – Οδήγηση του οχήματος από ανασφάλιστο άτομο»





    1.        Εν αντιθέσει προς ό,τι ισχύει στην πλειονότητα των κρατών μελών της Ένωσης, στο Ηνωμένο Βασίλειο, κατά τη συνήθη πρακτική, η σύμβαση ασφαλίσεως οχημάτων, μολονότι μνημονεύει τα στοιχεία του ασφαλιζόμενου οχήματος, αποτελεί στην πραγματικότητα ασφάλιση κατά βάση προσωπική, η οποία καλύπτει τις ζημίες που προκαλούνται από τον συμβαλλόμενο και ενδεχομένως άλλα πρόσωπα στα οποία επιτρέπεται ρητώς, με όρο του ασφαλιστηρίου, η οδήγηση του οχήματος. Σε περίπτωση ατυχήματος προκαλούμενου από οδηγό στον οποίο δεν επιτρέπεται η οδήγηση του οχήματος, η ασφαλιστική εταιρεία υποχρεούται, βάσει του δικαίου της Ένωσης, να αποζημιώσει τα θύματα, δύναται όμως να στραφεί εν συνεχεία κατά του ασφαλισμένου που επέτρεψε στο μη καλυπτόμενο από την ασφάλεια πρόσωπο να οδηγήσει το όχημα.

    2.        Στη βάση της υπό κρίση υποθέσεως κείται το ιδιότυπο αυτό ασφαλιστικό σύστημα. Ειδικότερα, χαρακτηριστικό των δύο συμβάντων που υποβλήθηκαν στην κρίση του αιτούντος δικαστηρίου είναι η συνύπαρξη, σε ένα και το αυτό πρόσωπο, αφενός, της ιδιότητας του θύματος και, αφετέρου, της ιδιότητας του ασφαλισμένου που επέτρεψε την οδήγηση του οχήματος σε μη καλυπτόμενο από την ασφάλεια πρόσωπο, το οποίο προκάλεσε το ατύχημα. Ως θύμα το πρόσωπο αυτό έχει, κατ’ αρχήν, αξίωση αποζημιώσεως. Ως ασφαλισμένος που επέτρεψε την οδήγηση του οχήματος σε άτομο που δεν νομιμοποιείτο να το οδηγεί, το πρόσωπο αυτό υποχρεούται, κατά το εθνικό δίκαιο, να αποδώσει στον ασφαλιστή τα ποσά που ο τελευταίος κατέβαλε στα θύματα. Τούτο σημαίνει, ειδικότερα, ότι το πρόσωπο αυτό δεν εισπράττει αποζημίωση από την ασφαλιστική εταιρεία, καθώς το ποσό που θα έπρεπε να λάβει ως θύμα συμψηφίζεται με το ποσό που καλείται να καταβάλει στην ασφαλιστική εταιρεία ως «αμελής» ασφαλισμένος. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινισθεί αν μια τέτοια κατάσταση είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης.

    I –    Κανονιστικό πλαίσιο

     Δίκαιο της Ένωσης

    3.        Τα υποβληθέντα στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την οδηγία 2009/103/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής (στο εξής, μεταξύ άλλων: οδηγία) (2). Η οδηγία αυτή δεν είχε ακόμη τεθεί σε ισχύ κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων καλείται να αποφανθεί το αιτούν δικαστήριο. Πρόκειται ωστόσο για οδηγία η οποία κωδικοποιεί σε ενιαίο κείμενο την κανονιστική ρύθμιση που εμφανιζόταν διάσπαρτη σε τέσσερις παλαιότερες οδηγίες (3), χωρίς να τροποποιεί την ουσία τους. Για πρακτικούς λόγους, με τις παρούσες προτάσεις θα γίνεται αναφορά στο κωδικοποιημένο κείμενο, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις θα γίνεται μνεία και των αντίστοιχων διατάξεων των προγενέστερων οδηγιών.

    4.        Η τρίτη (4), η δέκατη τέταρτη (5) και η δέκατη πέμπτη (6) αιτιολογική σκέψη της οδηγίας έχουν ως εξής:

    «(3)      Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη η σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφός του να καλύπτεται από ασφάλιση. Οι καλυπτόμενες ζημίες καθώς και οι όροι της ασφάλισης αυτής καθορίζονται στα πλαίσια των μέτρων αυτών.

    (14)      Είναι ανάγκη να προβλεφθεί ένας οργανισμός που θα εξασφαλίζει ότι το θύμα δεν θα παραμένει χωρίς αποζημίωση στην περίπτωση που το όχημα που προξένησε το ατύχημα δεν είναι ασφαλισμένο ή είναι αγνώστων στοιχείων. [...]

    (15)      Είναι προς το συμφέρον των θυμάτων τα αποτελέσματα ορισμένων ρητρών απαλλαγής να περιορίζονται στις σχέσεις μεταξύ του ασφαλιστή και του υπευθύνου για το ατύχημα. Οπωσδήποτε, σε περιπτώσεις οχημάτων που έχουν κλαπεί ή αποκτηθεί με χρήση βίας, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι ο προαναφερθείς οργανισμός παρεμβαίνει για να αποζημιώσει το θύμα».

    5.        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2009/103/ΕΚ προβλέπει τη γενική υποχρέωση ασφαλίσεως των οχημάτων για αστική ευθύνη, τόσο για υλικές ζημίες όσο και για σωματικές βλάβες.

    6.        Το άρθρο 12, παράγραφος 1 (7), της οδηγίας 2009/103/ΕΚ ορίζει:

    «Υπό την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 13, η ασφάλιση που προβλέπει το άρθρο 3 καλύπτει την ευθύνη για σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, πλην του οδηγού, που προκύπτουν από την κυκλοφορία ενός οχήματος».

    7.        Το άρθρο 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο (8), ορίζει ότι «[τ]ο παρόν άρθρο δεν προδικάζει ούτε την αστική ευθύνη ούτε το ποσό της αποζημίωσης».

    8.        Το άρθρο 13, παράγραφος 1 (9), της ιδίας οδηγίας ορίζει:

    «Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να θεωρείται, για την εφαρμογή του άρθρου 3, ανίσχυρη, όσον αφορά την προσφυγή τρίτων θυμάτων ατυχήματος, κάθε διάταξη του νόμου ή συμβατική ρήτρα που περιλαμβάνεται σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο εκδιδόμενο σύμφωνα με το άρθρο 3 και αποκλείει την ασφάλιση της χρήσης ή της οδήγησης οχημάτων από πρόσωπα:

    α)      στα οποία δεν έχει επιτραπεί ρητά ή σιωπηρά η χρήση ή η οδήγηση·

    [...]

    Πάντως η διάταξη ή η ρήτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, μπορούν να αντιταχθούν σε πρόσωπα που επιβιβάσθηκαν με τη θέλησή τους στο όχημα που προκάλεσε τη ζημία, εφόσον ο ασφαλιστής μπορεί να αποδείξει ότι γνώριζαν ότι το όχημα είχε κλαπεί.

    [...]».

    9.        Το άρθρο 10 (10) της οδηγίας 2009/103/ΕΚ αφορά καταστάσεις στις οποίες το όχημα που προξένησε τη ζημία είναι ανασφάλιστο ή αγνώστων στοιχείων. Για τις περιπτώσεις αυτές η οδηγία ορίζει ότι τα κράτη μέλη ιδρύουν ή εξουσιοδοτούν οργανισμό του οποίου αποστολή είναι να αποζημιώνει τα θύματα των ατυχημάτων. Η παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω άρθρου ορίζει:

    «Τα κράτη μέλη μπορούν, ωστόσο, να αποκλείουν από την παρέμβαση του οργανισμού αυτού τα πρόσωπα τα οποία επιβιβάστηκαν με τη θέλησή τους στο όχημα που προκάλεσε τη ζημία ή τη σωματική βλάβη, εφόσον ο οργανισμός μπορεί να αποδείξει ότι γνώριζαν ότι το όχημα δεν ήταν ασφαλισμένο».

     Εθνικό δίκαιο

    10.      Η εθνική κανονιστική ρύθμιση που ενδιαφέρει στην υπό κρίση υπόθεση περιλαμβάνεται στον Road Traffic Act 1988 (Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας του 1988, στο εξής: RTA). Ειδικότερα, το άρθρο 151, παράγραφος 8, του RTA ορίζει ότι, οσάκις ο ασφαλιστής υποχρεώθηκε να καταβάλει αποζημίωση λόγω ευθύνης προσώπου που δεν καλύπτεται από ασφάλεια […], δύναται να αναζητήσει το καταβληθέν ποσό από τον ασφαλισμένο που προκάλεσε ή επέτρεψε τη χρήση του οχήματος το οποίο προξένησε το ζημιογόνο γεγονός.

    II – Ιστορικό της διαφοράς και προδικαστικά ερωτήματα

    11.      Αντικείμενο της εκκρεμούς ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαδικασίας είναι η συνεκδίκαση των εφέσεων που ασκήθηκαν στο πλαίσιο δύο διαφορετικών υποθέσεων, επί των οποίων, σε πρώτο βαθμό, είχαν εκδοθεί αντικρουόμενες αποφάσεις από δύο διαφορετικά δικαστήρια.

    12.      Τα πραγματικά περιστατικά των δύο υποθέσεων διαφέρουν εν μέρει, παρουσιάζουν όμως κοινά ουσιώδη χαρακτηριστικά από νομικής απόψεως. Σε αμφότερες των υποθέσεων ο ασφαλισμένος επέτρεψε την οδήγηση του οχήματος –μοτοσυκλέτας στη μία περίπτωση, αυτοκινήτου στην άλλη– σε πρόσωπο το οποίο δεν είχε δηλωθεί στο ασφαλιστήριο ως πρόσωπο στο οποίο επιτρέπεται η οδήγηση του οχήματος και το οποίο δεν καλυπτόταν, εξάλλου, από δική του ασφάλεια. Σε αμφότερες των περιπτώσεων συνέβη ατύχημα, κατά το οποίο ο ασφαλισμένος, ο οποίος συνεπέβαινε στο όχημα, υπέστη σωματικές βλάβες.

    13.      Ομοίως, σε αμφότερες των περιπτώσεων οι ασφαλιστικές εταιρείες αρνήθηκαν να καταβάλουν αποζημίωση στα δύο θύματα, επικαλούμενες την προβλεπόμενη από το άρθρο 151, παράγραφος 8, του RTA δυνατότητα αναζητήσεως από τον ασφαλισμένο των ποσών που καταβλήθηκαν για ζημίες προκληθείσες από πρόσωπο μη δηλωθέν στο ασφαλιστήριο, στο οποίο ο ασφαλισμένος είχε επιτρέψει τη χρήση του οχήματος. Κατά τις ασφαλιστικές εταιρείες, σε περιπτώσεις όπως αυτές επί των οποίων καλείται να αποφανθεί εν προκειμένω ο εθνικός δικαστής η υποχρέωση του ασφαλιστή να αποζημιώσει τα θύματα και η δυνατότητά του να στραφεί κατά του ασφαλισμένου αλληλοαποκλείονται, καθώς το θύμα και το πρόσωπο από το οποίο δύναται να αναζητηθεί το καταβληθέν ποσό ταυτίζονται.

    14.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο, διαγιγνώσκοντας ενδεχόμενο πρόβλημα συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Έχουν τα άρθρα 12, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 1, της οδηγίας [2009/103/ΕΚ] την έννοια ότι αποκλείουν εθνικές διατάξεις οι οποίες, συμφώνως προς το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, εξαιρούν από την ασφαλιστική κάλυψη τα θύματα τροχαίων ατυχημάτων στην περίπτωση κατά την οποία:

    α)      το ατύχημα προκλήθηκε από ανασφάλιστο οδηγό

    β)      με όχημα που του επέτρεψε να οδηγήσει το θύμα

    γ)      το οποίο, αφενός, συνεπέβαινε στο όχημα κατά τον χρόνο του ατυχήματος και,

    δ)      αφετέρου, ήταν ασφαλισμένο ως οδηγός του συγκεκριμένου οχήματος;

    Ειδικότερα:

    i)      συνιστά η εθνική αυτή ρύθμιση διάταξη που “αποκλείει την ασφάλιση” κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας [2009/103/EΚ];

    ii)      μπορεί, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, να θεωρηθεί ότι με την άδεια που [ο ασφαλισμένος] (11) έδωσε στον ανασφάλιστο ο τελευταίος κατέστη πρόσωπο στο οποίο «έχει επιτραπεί ρητά η σιωπηρά» η οδήγηση του οχήματος κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας [2009/103/ΕΚ];

    iii)      ασκεί επιρροή στην απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο ερώτημα το γεγονός ότι, δυνάμει του άρθρου 10 της οδηγίας [2009/103/ΕΚ], οι εθνικοί οργανισμοί, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την καταβολή αποζημιώσεως στις περιπτώσεις ατυχημάτων που προκαλούνται από αγνώστων στοιχείων ή ανασφάλιστα οχήματα, μπορούν να μην αποζημιώσουν πρόσωπα τα οποία επιβιβάσθηκαν με τη θέλησή τους στο όχημα που προκάλεσε το ατύχημα, εφόσον οι εν λόγω οργανισμοί είναι σε θέση να αποδείξουν ότι τα πρόσωπα αυτά γνώριζαν ότι το όχημα δεν ήταν ασφαλισμένο;

    2)      Διαφοροποιείται η απάντηση που θα δοθεί στο πρώτο ερώτημα αν, στην προκειμένη περίπτωση, ο ασφαλισμένος επέτρεψε στον ανασφάλιστο να οδηγήσει α) εν πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι πρόκειται για πρόσωπο το οποίο δεν είναι ασφαλισμένο ή β) έχοντας την πεποίθηση ότι ο οδηγός είναι ασφαλισμένος ή γ) χωρίς να έχει λάβει υπόψη το στοιχείο αυτό;»

    III – Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    15.      Επιβάλλεται η επισήμανση ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν αμφισβητείται η θεμελίωση αστικής ευθύνης για τις βλάβες που υπέστησαν τα θύματα. Όπως προέκυψε κατά την εξέταση των εφαρμοστέων κανόνων, το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει τους εθνικούς κανόνες των κρατών μελών περί αστικής ευθύνης και περί προσδιορισμού των ζημιών.

    16.      Η εξέταση των εννόμων συνεπειών οιουδήποτε ζημιογόνου γεγονότος που σχετίζεται με την κυκλοφορία οχημάτων πρέπει, εν γένει, να διαρθρώνεται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο πρέπει να εξακριβώνεται η ύπαρξη αστικής ευθύνης. Εφόσον θεμελιώνεται αστική ευθύνη, η εξέταση προχωρεί στο δεύτερο στάδιο, το οποίο αφορά την παρέμβαση των ασφαλιστικών εταιρειών. Μόνο το δεύτερο αυτό στάδιο αποτελεί, κατ’ αρχήν και υπό τον όρον διασφαλίσεως της πρακτικής αποτελεσματικότητας της οδηγίας, αντικείμενο εξετάσεως υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης (12). Πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι η διάκριση των δύο σταδίων δύναται στην πράξη να παρουσιάζει ορισμένες δυσκολίες και δεν αποκλείεται, στο μέλλον, να κληθεί το Δικαστήριο να παράσχει συναφώς πρόσθετες διευκρινίσεις.

    17.      Όπως προκύπτει από το περιεχόμενό τους, τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως αφορούν ακριβώς το δεύτερο στάδιο που μόλις περιεγράφη. Το προς επίλυση ζήτημα δεν αφορά την ύπαρξη αστικής ευθύνης, αλλά την ύπαρξη και τα όρια υποχρεώσεως των ασφαλιστικών εταιρειών για καταβολή αποζημιώσεως. Δεν υφίστανται ως εκ τούτου αμφιβολίες ως προς το γεγονός ότι η απάντηση στα ερωτήματα πρέπει να αναζητηθεί στην ερμηνεία των κανόνων της οδηγίας, στο πεδίο εφαρμογής της οποίας εμπίπτουν τα υπό εξέταση πραγματικά περιστατικά.

     Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    18.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινισθεί αν είναι σύμφωνοι με το δίκαιο της Ένωσης εθνικοί κανόνες που παρέχουν σε ασφαλιστική εταιρεία τη δυνατότητα να μην αποζημιώσει θύμα στην περίπτωση κατά την οποία συντρέχουν οι ακόλουθες τρεις περιστάσεις: α) το ατύχημα προκλήθηκε από όχημα το οποίο οδηγούσε άτομο που δεν καλυπτόταν από ασφάλεια· β) το θύμα είναι ο ασφαλισμένος· γ) ο ασφαλισμένος επέτρεψε στο ανασφάλιστο άτομο να οδηγήσει το όχημα.

    19.      Επιβάλλεται εκ προοιμίου η επισήμανση ότι οι εμπλεκόμενες ασφαλιστικές εταιρείες παρουσιάζουν την κατάσταση κατά τρόπο διαφορετικό σε σχέση με το αιτούν δικαστήριο. Οι εν λόγω εταιρείες εμμένουν στην άποψη ότι, εν προκειμένω, δεν τίθεται θέμα αρνήσεως καταβολής αποζημιώσεως ή αρνήσεως αναγνωρίσεως της ασφαλιστικής καλύψεως: ο εθνικός νόμος παρέχει απλώς στις ασφαλιστικές εταιρείες, υπό τις ειδικές περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, τη δυνατότητα να αναζητήσουν από τον ασφαλισμένο τα ποσά που κατέβαλαν στα θύματα του ατυχήματος. Κατά τις ασφαλιστικές εταιρείες, εφόσον εν προκειμένω ασφαλισμένος και θύμα ταυτίζονται, η μη καταβολή αποτελεί απλώς συνέπεια αυτόματου συμψηφισμού μεταξύ του ποσού που πρέπει να καταβάλουν στο θύμα και του ποσού που δύνανται να αναζητήσουν από τον «αμελή» ασφαλισμένο (13).

    20.      Αντιθέτως, κατά το αιτούν δικαστήριο, η διάκριση αυτή είναι τεχνητή και η ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στην εθνική νομοθεσία είναι ότι αυτή έχει –απλώς– ως συνέπεια τη μη καταβολή, εκ μέρους της ασφαλιστικής εταιρείας, αποζημιώσεως στο θύμα του ατυχήματος.

    21.      Εξυπακουομένου ότι αρμόδιο για την ερμηνεία του εθνικού δικαίου είναι το αιτούν δικαστήριο, φρονώ ότι, εν προκειμένω, η υιοθέτηση οιασδήποτε εκ των δύο προσεγγίσεων δεν επηρεάζει κατά τρόπο ουσιώδη την απάντηση που πρέπει να δοθεί στα ερωτήματα. Εν πάση περιπτώσει, το δίκαιο της Ένωσης αποκλείει, σε καταστάσεις όπως οι υποβληθείσες στην κρίση του αιτούντος δικαστηρίου, τη δυνατότητα της ασφαλιστικής εταιρείας να αρνηθεί την καταβολή στο θύμα οιασδήποτε αποζημιώσεως για τις βλάβες που αυτό υπέστη. Τούτο δε για τους λόγους που θα επιχειρήσω να εξηγήσω κατωτέρω.

    22.      Όπως υπενθυμίσθηκε ανωτέρω, σκοπός της νομοθεσίας της Ένωσης περί αστικής ευθύνης από τροχαία ατυχήματα δεν είναι η εναρμόνιση των εθνικών κανόνων περί αστικής ευθύνης. Η εν λόγω νομοθεσία έχει πιο περιορισμένο σκοπό, ο οποίος είναι, εντούτοις, διττός, καθώς, αφενός, επιδιώκεται η εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των οχημάτων και των επιβατών τους και, αφετέρου, η ομοιόμορφη μεταχείριση των θυμάτων ατυχημάτων, ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο συνέβη το ατύχημα (14). Πιο συγκεκριμένα, μολονότι η οδηγία παρέχει, όπως κατέστη σαφές, στον εθνικό νομοθέτη περιθώριο διακριτικής ευχέρειας για τον καθορισμό των κανόνων περί αστικής ευθύνης, επιβάλλει συγχρόνως την υποχρέωση εξασφαλίσεως μεταχειρίσεως, αν όχι όμοιας σε κάθε κράτος μέλος (τούτο θα προϋπέθετε, εξάλλου, εναρμόνιση των κανόνων περί ευθύνης, εναρμόνιση την οποία ο νομοθέτης προτίμησε να αποφύγει), τουλάχιστον «ανάλογου» επιπέδου στο σύνολο της επικράτειας της Ένωσης. Δεν είναι σαφές αν η εν λόγω αρχή που καθιερώνεται με την οδηγία δύναται να έχει αντίκτυπο επί του περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη στον τομέα της αστικής ευθύνης: όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, το ζήτημα της αστικής ευθύνης κείται, εν πάση περιπτώσει, εκτός των ορίων της υπό κρίση διαφοράς.

    23.      Εν προκειμένω, τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς εμπίπτουν σαφώς στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2009/103/EΚ. Οι ασφαλιστικές εταιρείες επιδιώκουν να απαλλαγούν της υποχρεώσεώς τους για καταβολή αποζημιώσεως, επικαλούμενες νόμιμες/συμβατικές ρήτρες επί τη βάσει του γεγονότος ότι στο άτομο που οδηγούσε το όχημα δεν είχε επιτραπεί η οδήγησή του. Κατά την προαναφερθείσα διάταξη, τέτοιου είδους ρήτρες είναι ασύμβατες με το δίκαιο της Ένωσης (15). Για τους σκοπούς της αποζημιώσεως, ο κύριος/ασφαλισμένος ο οποίος δεν οδηγούσε το όχημα είναι στην πραγματικότητα καθ’ όλα «τρίτος» ο οποίος προστατεύεται από την εν λόγω διάταξη. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση ατυχήματος, «τρίτοι» πρέπει να θεωρούνται όλοι πλην του οδηγού που προκάλεσε το ατύχημα (16). Κατά τη διατύπωση που χρησιμοποίησε ο γενικός εισαγγελέας L. A. Geelhoed, στην περίπτωση αυτή «η έννομη σχέση μεταξύ του ασφαλισμένου και του ασφαλιστή μεταφέρεται σε εκείνον που προκάλεσε τη ζημία» (17).

    24.      Οι παρατηρήσεις αυτές επιβεβαιώνονται και επιρρωννύονται από τα στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα της νομολογίας.

    25.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ορθώς ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες με αυτά της υποθέσεως Candolin κ.λπ., επί της οποίας το Δικαστήριο απεφάνθη με απόφασή του το 2005 (18). Στην εν λόγω υπόθεση, η φινλανδική κανονιστική ρύθμιση επέτρεπε την εκ μέρους του ασφαλιστή μη καταβολή αποζημιώσεως ή τον περιορισμό της αποζημιώσεως οσάκις τα θύματα του ατυχήματος ήταν συνυπαίτια της ζημίας: στην υπόθεση Candolin κ.λπ. το ζήτημα αφορούσε, ειδικότερα, ορισμένα άτομα, μεταξύ των οποίων τον κύριο του οχήματος, τα οποία είχαν επιβιβασθεί στο όχημα μολονότι γνώριζαν ότι ο οδηγός του τελούσε σε κατάσταση μέθης.

    26.      Στην εν λόγω υπόθεση το Δικαστήριο απεφάνθη ότι μια τέτοια εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης. Τούτο δε διότι η ισχύουσα κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης επιβάλλει εν γένει στον ασφαλιστή την υποχρέωση αποζημιώσεως των θυμάτων και προβλέπει ρητώς ορισμένες εξαιρέσεις από τη γενική αυτή υποχρέωση, οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται στενά (19). Το Δικαστήριο απεφάνθη, ως εκ τούτου, ότι σε όλες τις καταστάσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στις προβλεπόμενες από την οδηγία παρεκκλίσεις επιβάλλεται η αποζημίωση των θυμάτων του ατυχήματος.

    27.      Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι μεταξύ των θυμάτων περιλαμβανόταν ο κύριος του οχήματος, ο οποίος συνεπέβαινε σε αυτό, δεν ασκεί επιρροή. Το μόνο πρόσωπο στο οποίο η οδηγία δεν αναγνωρίζει κατ’ αρχήν αξίωση αποζημιώσεως έναντι του ασφαλιστή είναι ο οδηγός· αντιθέτως, η ασφάλεια καλύπτει όλους τους συνεπιβάτες (20). Συνεπώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που εμπίπτουν στις ειδικώς προβλεπόμενες από την οδηγία παρεκκλίσεις, τα θύματα ατυχήματος έχουν πάντα αξίωση αποζημιώσεως έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας. Εφόσον στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως είναι σαφές ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής ρητώς προβλεπόμενης από την οδηγία εξαιρέσεως, η εφαρμογή της νομολογιακής θέσεως που απορρέει από την απόφαση Candolin κ.λπ. συνεπάγεται ότι οι δύο ασφαλισμένοι που επέτρεψαν την οδήγηση των οχημάτων τους σε πρόσωπα που δεν είχαν ασφαλισθεί ως οδηγοί των συγκεκριμένων οχημάτων έχουν εν πάση περιπτώσει αξίωση αποζημιώσεως.

    28.      Θα μπορούσε εν προκειμένω να αντιταχθεί ότι, με την απόφαση Candolin κ.λπ., το Δικαστήριο δεν επισήμανε ποιος ήταν ο λήπτης της ασφαλίσεως, στοιχείο που είναι, αντιθέτως, κομβικής σημασίας στην υπό κρίση υπόθεση. Επιβάλλεται, εντούτοις, η επισήμανση ότι η παράμετρος αυτή δεν ασκεί στην πράξη επιρροή, καθώς το Δικαστήριο απεφάνθη ρητώς ότι η μόνη διάκριση την οποία δέχεται η οδηγία, στην περίπτωση κατά την οποία δεν συντρέχει κάποια εκ των προβλεπόμενων εξαιρετικών περιστάσεων οι οποίες επιτρέπουν αποκλεισμό της ασφαλιστικής καλύψεως, είναι η διάκριση μεταξύ οδηγού και συνεπιβατών και ότι, συνεπώς, για τους σκοπούς της οδηγίας, όλοι οι επιβάτες πλην του οδηγού είναι «τρίτοι» που έχουν αξίωση αποζημιώσεως. Εν πάση περιπτώσει, δεν προκύπτει ότι τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Candolin κ.λπ. διαφέρουν από το τυπικό σχήμα κατά το οποίο ο κύριος του οχήματος είναι και αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή (21). Ομοίως, δεν πρέπει να παροράται ότι, όπως επισημάνθηκε, στην πλειονότητα των κρατών μελών, η ασφαλιστική σύμβαση περιορίζεται στην κάλυψη του οχήματος, χωρίς να προσδιορίζει τα πρόσωπα στα οποία επιτρέπεται η οδήγησή του.

    29.      Μολονότι αναγνωρίζει τη σημασία που έχει εν προκειμένω η μόλις προμνησθείσα νομολογία του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί συναφώς ορισμένες αμφιβολίες, οι οποίες το οδήγησαν στην υποβολή των προδικαστικών ερωτημάτων. Φρονώ, ωστόσο, ότι οι εν λόγω αμφιβολίες είναι αβάσιμες και ότι η απόφαση Candolin κ.λπ. αποτελεί σημείο αναφοράς και για την υπό κρίση υπόθεση.

    30.      Το κύριο επιχείρημα που το αιτούν δικαστήριο χρησιμοποιεί προκειμένου να θέσει εν αμφιβόλω τη δυνατότητα εφαρμογής της νομολογιακής θέσεως που διαμορφώθηκε με την απόφαση Candolin κ.λπ. –ή ακριβέστερα, προκειμένου να δικαιολογήσει τις επιφυλάξεις του για την ορθότητά της– είναι η άνιση μεταχείριση που, κατ’ αποδοχήν της ερμηνείας του Δικαστηρίου, θα υφίστατο μεταξύ, αφενός, των επιβατών που εμπλέκονται σε ατύχημα στο πλαίσιο καταστάσεως όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως και, αφετέρου, των ατόμων που επιβιβάσθηκαν εν γνώσει τους σε ανασφάλιστο όχημα. Ενώ στην περίπτωση της υπό κρίση υποθέσεως θα έπρεπε, κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως Candolin κ.λπ., να αναγνωρισθεί αξίωση αποζημιώσεως υπέρ του προσώπου που επέτρεψε σε άτομο που δεν ήταν ασφαλισμένο ως οδηγός του οχήματος να οδηγήσει το όχημά του, στην περίπτωση ατόμων που επιβιβάζονται εν γνώσει τους σε ανασφάλιστο όχημα το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας παρέχει τη δυνατότητα αποκλεισμού της αποζημιώσεως.

    31.      Επί του εν λόγω επιχειρήματος περί άνισης μεταχειρίσεως κρίνονται αναγκαίες δύο παρατηρήσεις. Κατ’ αρχάς, όπως επισημάνθηκε, μεταξύ άλλων από την Επιτροπή, η κατάσταση του ασφαλισμένου οχήματος δεν είναι ανάλογη προς αυτή του ανασφάλιστου οχήματος. Όσον αφορά το ανασφάλιστο όχημα, η οδηγία προβλέπει την υποχρεωτική παρέμβαση των οργανισμών που ορίζονται από τα κράτη μέλη, προκειμένου να εξασφαλίζεται σε ορισμένο βαθμό η ασφαλιστική κάλυψη των θυμάτων: η ρύθμιση περί ανασφάλιστων οχημάτων δύναται, επομένως, ορθώς να θεωρηθεί εξαιρετικού χαρακτήρα και μπορεί, ως εκ τούτου, να διαφέρει της ρυθμίσεως που εφαρμόζεται στις περιπτώσεις κανονικώς ασφαλισμένων οχημάτων.

    32.      Εν συνεχεία, από ερμηνευτικής πλευράς, είναι μάλλον ανορθόδοξο να προτείνεται ως λύση για την αποσόβηση της άνισης μεταχειρίσεως η υποβάθμιση της προστασίας που παρέχεται στην «υπερέχουσα», όσον αφορά το επίπεδο προστασίας, κατάσταση, με σκοπό την εξίσωσή της με την προστασία που παρέχεται στην «υστερούσα», από πλευράς προβλεπόμενης προστασίας, κατάσταση. Τουναντίον, η ερμηνευτική τάση πρέπει εν γένει να χαρακτηρίζεται από την αναγνώριση στην κατάσταση για την οποία προβλέπεται χαμηλότερο επίπεδο προστασίας μεταχειρίσεως, ει δυνατόν, ανάλογης προς εκείνη που προβλέπεται για την κατάσταση με υψηλότερο επίπεδο προστασίας.

    33.      Συνεπώς, εφόσον υιοθετηθεί η άποψη προς την οποία κλίνει το αιτούν δικαστήριο, κατά την οποία η εθνική νομοθεσία που εφαρμόζεται επί των πραγματικών περιστατικών προβλέπει ότι, σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη, ο ασφαλιστής δεν υποχρεούται να αποζημιώσει τα θύματα, η κανονιστική ρύθμιση και η νομολογία του Δικαστηρίου καταδεικνύουν με απόλυτη σαφήνεια ότι πρόκειται περί εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης.

    34.      Αφετέρου, όπως υποδηλώθηκε ανωτέρω, η εν λόγω προσέγγιση θα παρέμενε αμετάβλητη και στην περίπτωση κατά την οποία θα γινόταν δεκτή η προτεινόμενη από τις ασφαλιστικές εταιρείες θέση, την οποία, ωστόσο, αποκρούει το αιτούν δικαστήριο, ήτοι ότι εν προκειμένω δεν τίθεται ζήτημα αρνήσεως καταβολής αποζημιώσεως, αλλά μόνο συμψηφισμού μεταξύ αποζημιώσεως και εξ αναγωγής αξιώσεως έναντι του «αμελούς» ασφαλισμένου.

    35.      Επιβάλλεται, συγκεκριμένα, η επισήμανση ότι, κατά τη νομολογία, μολονότι το δίκαιο της Ένωσης παρέχει εν γένει στις ασφαλιστικές εταιρείες τη δυνατότητα να στρέφονται, σε ορισμένες περιπτώσεις, αναγωγικώς κατά του ασφαλισμένου (22), οι κανόνες των κρατών μελών δεν δύνανται να ματαιώνουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας (23), η οποία βασίζεται στη θεμελιώδη αρχή ότι ο ασφαλιστής υποχρεούται πάντα να αποζημιώνει θύματα άλλα πλην του οδηγού (24).

    36.      Εφόσον η οδηγία δεν εναρμονίζει τους εθνικούς κανόνες περί αστικής ευθύνης, είναι σαφές ότι οι περιστάσεις εκάστου ατυχήματος δύνανται να λαμβάνονται υπόψη, επί παραδείγματι για τον υπολογισμό του ύψους της αποζημιώσεως. Εν πάση περιπτώσει, ενδεχόμενη μείωση του ύψους της αποζημιώσεως πρέπει να αποτελεί εξαίρεση και να εξετάζεται ανά περίπτωση, ενώ δεν μπορεί να βασίζεται σε κριτήρια γενικά και αφηρημένα (25). Όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σε ακραίες περιπτώσεις, η μείωση της αποζημιώσεως θα μπορούσε να είναι ίση με το ποσό αυτής και, συνεπώς, να οδηγεί σε μηδενική καταβολή. Μια τέτοια έκβαση πρέπει, εντούτοις, να είναι αποτέλεσμα συνεκτιμήσεως όλων των πτυχών της υποθέσεως, ενώ το γεγονός και μόνον ότι επετράπη η οδήγηση του οχήματος σε πρόσωπο το οποίο δεν είχε δηλωθεί στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο δεν αρκεί για τον αποκλεισμό της αποζημιώσεως. Επιβάλλεται δε η επισήμανση ότι, κατά το Δικαστήριο, το γεγονός ότι ο συνεπιβάτης συνέβαλε, με συντρέχον πταίσμα, στην επέλευση της ζημίας δεν πρέπει να συνεπάγεται υπέρμετρη μείωση του ύψους της αποζημιώσεως (26).

    37.      Εν ολίγοις, η μελέτη της συναφούς νομολογίας του Δικαστηρίου οδηγεί κατ’ ανάγκην στο συμπέρασμα ότι από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, και του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/103/ΕΚ προκύπτει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία ένα άτομο συγκεντρώνει συγχρόνως την ιδιότητα του θύματος και την ιδιότητα του αμελούς ασφαλισμένου, η πρώτη ιδιότητα –αυτή του θύματος– πρέπει να κατισχύει της δεύτερης. Τα θύματα ατυχήματος πρέπει να αποζημιώνονται, εκτός εάν συντρέχει κάποια εκ των περιπτώσεων κατά τις οποίες η οδηγία προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα μη καταβολής αποζημιώσεως.

    38.      Μια τέτοια ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, μολονότι αποτελεί τη μόνη σύμφωνη με την κανονιστική ρύθμιση και τη νομολογία ερμηνεία, παρουσιάζει αναντίρρητα ορισμένες ανακολουθίες. Ειδικότερα, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι, μολονότι ο ασφαλιστής δεν δύναται να στραφεί αναγωγικώς κατά αμελούς ασφαλισμένου για την αναζήτηση των ποσών που κατέβαλε σε αυτόν υπό την ιδιότητα αυτού ως θύματος, η αναγωγή θα πρέπει, αντιστρόφως, να είναι δυνατή προκειμένου για πόσα που ενδεχομένως καταβλήθηκαν σε άλλα θύματα του αυτού ατυχήματος. Φρονώ, εντούτοις, ότι μια τέτοια κατάσταση δεν απάδει προς το πνεύμα της οδηγίας, λαμβανομένης ειδικότερα υπόψη της νομοθετικής βουλήσεως για προστασία των θυμάτων.

     Επί της διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών στο πεδίο των κανόνων περί αστικής ευθύνης

    39.      Επιβάλλεται, εξάλλου, η επισήμανση ότι η λύση που προτείνεται δεν προσκρούει στις πρόσφατες αποφάσεις με τις οποίες το Δικαστήριο (27) δέχθηκε ότι είναι σύμφωνη με την οδηγία η πορτογαλική κανονιστική ρύθμιση περί αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα. Το πορτογαλικό σύστημα αστικής ευθύνης επιτρέπει σε ορισμένες περιπτώσεις τον πλήρη αποκλεισμό της αποζημιώσεως των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων: τούτο μπορεί, ειδικότερα, να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία έχει αποκλεισθεί οιοδήποτε πταίσμα των οδηγών των οχημάτων.

    40.      Όπως επισήμανε το Δικαστήριο με τις εν λόγω αποφάσεις (28), στο πλαίσιο των αντίστοιχων υποθέσεων αμφισβητείτο η ίδια η ύπαρξη αστικής ευθύνης για τα συγκεκριμένα ατυχήματα. Η προβληματική ενέπιπτε, επομένως, σε πεδίο το οποίο εξακολουθεί να άπτεται, κατ’ αρχήν, της διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών. Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση, όπως έχει ήδη επισημανθεί, η ύπαρξη αστικής ευθύνης λαμβάνεται ως δεδομένο και τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν αποκλειστικώς την παρέμβαση του ασφαλιστή: δεν τίθεται, επομένως, ζήτημα αστικής ευθύνης, αλλά ζήτημα που άπτεται του πεδίου της ρυθμίσεως του ρόλου των ασφαλιστικών εταιρειών –πεδίου το οποίο διέπεται από την οδηγία.

    41.      Κρίνεται επίσης σκόπιμη η επισήμανση ότι, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προμνησθείσες αποφάσεις, ο αποκλεισμός της αστικής ευθύνης ήταν αποτέλεσμα κατά περίπτωση αξιολογήσεως εκ μέρους των εθνικών δικαστών. Αντιθέτως, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, το εθνικό δίκαιο παρέχει στον ασφαλιστή τη δυνατότητα να αρνηθεί την καταβολή σε όλες, εν γένει, τις περιπτώσεις στις οποίες έχει επιτραπεί η οδήγηση σε άτομο μη δηλωθέν στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Ένας τέτοιος γενικευμένος αποκλεισμός εμφανίζεται επομένως αντίθετος, όπως επισημάνθηκε, και προς την υποχρέωση ανά περίπτωση αξιολογήσεως, την οποία επιβάλλει η νομολογία (29).

     Επί της άδειας για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας

    42.      Προ της ολοκληρώσεως της εξετάσεως του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, κρίνεται σκόπιμη η εν τάχει εξέταση μιας τελευταίας πτυχής που σχετίζεται με το επιχείρημα, το οποίο προέβαλαν με τις γραπτές παρατηρήσεις τους οι ασφαλιστικές εταιρείες και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ήτοι ότι η άδεια για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας δεν είναι η άδεια εκ μέρους του ασφαλιστή, αλλά εκ μέρους του ασφαλισμένου. Κατά συνέπεια, ανίσχυρες κατά την έννοια του άρθρου 13 ρήτρες των ασφαλιστηρίων είναι εκείνες που αποκλείουν την κάλυψη σε περίπτωση οδηγήσεως του οχήματος από πρόσωπα που δεν έχουν λάβει την άδεια του κυρίου του οχήματος. Αντιστρόφως, κατά το εν λόγω επιχείρημα, παραμένουν ισχυρές οι ρήτρες που αποκλείουν την κάλυψη σε περίπτωση οδηγήσεως του οχήματος από πρόσωπα που δεν έχουν λάβει την άδεια του ασφαλιστή, όπως συμβαίνει εν προκειμένω.

    43.      Η ανωτέρω προσέγγιση δεν μπορεί, κατά την άποψή μου, να γίνει δεκτή.

    44.      Κατ’ αρχάς, όπως ορθώς επισημάνθηκε, η οδήγηση χωρίς την άδεια του κυρίου του οχήματος στοιχειοθετεί κλοπή, για την οποία η οδηγία προβλέπει ειδικούς κανόνες που περιλαμβάνονται στο ίδιο το άρθρο 13. Ειδικότερα, στην περίπτωση οχημάτων που έχουν κλαπεί, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι, αντί του ασφαλιστή, την αποζημίωση θα καταβάλλει ο εθνικός οργανισμός που προβλέπεται από το άρθρο 10 για την αποζημίωση σε περίπτωση ατυχήματος προκληθέντος από αγνώστων στοιχείων ή ανασφάλιστο όχημα. Από την παρουσία των ειδικών αυτών κανόνων περί κλοπής συνάγεται ότι αν, κατά την εισαγωγή του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ο νομοθέτης είχε κατά νου μόνο την περίπτωση αυτή, θα είχε μεριμνήσει για σαφέστερη διατύπωση.

    45.      Κατά την άποψή μου, στο πλαίσιο μιας τελεολογικής ερμηνείας της οδηγίας με γνώμονα τον σκοπό προστασίας των θυμάτων, ο κανόνας που επιβάλλει το ανίσχυρο των συμβατικών ρητρών που αποκλείουν την ασφαλιστική κάλυψη σε περίπτωση απουσίας αδείας πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ευρύ, ως καλύπτων όλες τις καταστάσεις στις οποίες το άτομο που οδηγούσε το όχημα δεν νομιμοποιείτο να το πράξει διότι δεν είχε λάβει την άδεια του ασφαλιστή ή του κυρίου του οχήματος ή του ασφαλισμένου. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η ασφαλιστική κάλυψη πρέπει να εξασφαλίζεται προς προστασία των θυμάτων και ο ασφαλιστής δεν δύναται, κατ’ αρχήν, να απαλλάσσεται της υποχρεώσεως καταβολής αποζημιώσεως.

    46.      Η περιλαμβανόμενη στην οδηγία διευκρίνιση ότι η εν λόγω άδεια μπορεί να δίδεται «ρητά ή σιωπηρά» δεν θέτει εν αμφιβόλω την ορθότητα της προσεγγίσεως αυτής. Εν αντιθέσει προς ό,τι υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, σιωπηρή μπορεί να είναι όχι μόνον η άδεια εκ μέρους του ασφαλισμένου, αλλά και η άδεια που δίδει ο ασφαλιστής. Επιβάλλεται, συγκεκριμένα, η υπόμνηση ότι, όπως επισημάνθηκε, στην πλειονότητα των κρατών μελών, η ασφάλιση καλύπτει απλώς το όχημα, χωρίς να προσδιορίζονται οι οδηγοί στους οποίους επιτρέπεται η οδήγησή του: στην περίπτωση αυτή πρόκειται για «σιωπηρή» άδεια εκ μέρους του ασφαλιστή προς όλους τους εν δυνάμει οδηγούς του οχήματος.

    47.      Επιβάλλεται, εξάλλου, η παρατήρηση ότι, όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η απαρίθμηση, στα άρθρα 13, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ έως γ΄, των περιπτώσεων ανίσχυρων ρητρών αποκλεισμού είναι μάλλον ενδεικτική παρά εξαντλητική, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της θέσεως της νομολογίας, κατά την οποία οι διατάξεις που επιτρέπουν τον αποκλεισμό, σε ορισμένες περιπτώσεις, της αποζημιώσεως εκ μέρους του ασφαλιστή είναι κανόνες εξαιρετικού χαρακτήρα οι οποίοι, ως τέτοιοι, πρέπει να ερμηνεύονται στενά (30). Υπό το πρίσμα αυτό, το γεγονός ότι ένα είδος ρήτρας δεν μνημονεύεται ρητώς στο άρθρο 13 δεν σημαίνει ότι αυτό είναι αυτοδικαίως συμβατό με την οδηγία.

     Πρόταση επί του πρώτου ερωτήματος

    48.      Ολοκληρώνοντας την εξέταση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι στα άρθρα 12, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/103/EΚ πρέπει να δοθεί η ερμηνεία ότι αυτά αντιτίθενται σε εθνικές διατάξεις βάσει των οποίων, υπό περιστάσεις όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, η ασφαλιστική εταιρεία δύναται να αρνηθεί να αποζημιώσει θύμα οσάκις πρόκειται για τον ασφαλισμένο ο οποίος επιβιβάσθηκε ως συνεπιβάτης στο δικό του όχημα και επέτρεψε σε πρόσωπο μη καλυπτόμενο από την ασφάλεια να οδηγήσει το όχημα αυτό.

    IV – Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

    49.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινισθεί αν στην απάντηση που θα δοθεί επί του πρώτου ερωτήματος ασκεί επιρροή το υποκειμενικού χαρακτήρα στοιχείο της γνώσεως του ασφαλισμένου ο οποίος επέτρεψε την οδήγηση του οχήματος σε άτομο που δεν καλυπτόταν από την ασφάλεια: ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν έχει σημασία το γεγονός ότι ο ασφαλισμένος γνώριζε ή όχι ότι το άτομο στο οποίο επέτρεψε την οδήγηση του οχήματός του ήταν ανασφάλιστο.

    50.      Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, η οδηγία, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία, βασίζεται στην ιδέα ότι ο ασφαλιστής οφείλει κατ’ αρχήν πάντα να αποζημιώνει τα θύματα, εκτός εάν συντρέχει κάποια εκ των εξαιρετικών περιστάσεων που προβλέπονται ρητώς από την οδηγία. Εν ολίγοις, το στοιχείο της γνώσεως του ασφαλισμένου στερείται σημασίας όσον αφορά την υποχρέωση του ασφαλιστή για αποζημίωση των θυμάτων, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία κάποιο εξ αυτών είναι ο «αμελής» ασφαλισμένος.

    51.      Τούτο, ασφαλώς, δεν αποκλείει τη δυνατότητα των κρατών μελών να λαμβάνουν υπόψη, εντός των ορίων που αναγνωρίσθηκαν ανωτέρω, το εν λόγω στοιχείο στο πλαίσιο των κανόνων περί αστικής ευθύνης, επί παραδείγματι για τον υπολογισμό του ύψους της αποζημιώσεως που δικαιούνται τα θύματα ή, στην περίπτωση προκλήσεως ζημίας σε τρίτους, για τον προσδιορισμό του εξ αναγωγής δικαιώματος του ασφαλιστή.

    52.      Όσον αφορά, επομένως, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι δεν ασκεί επιρροή στην απάντηση επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος η εκ μέρους του ασφαλισμένου γνώση ή μη του γεγονότος ότι το άτομο στο οποίο επέτρεψε την οδήγηση του οχήματος δεν καλυπτόταν από ασφάλεια.

    V –    Πρόταση

    53.      Βάσει των προεκτεθέντων συλλογισμών, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα υποβληθέντα από το Court of Appeal ερωτήματα:

    «Στα άρθρα 12, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/103/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής, πρέπει να δοθεί η ερμηνεία ότι αποκλείουν εθνικές διατάξεις βάσει των οποίων, υπό περιστάσεις όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, η ασφαλιστική εταιρεία δύναται να αρνηθεί να αποζημιώσει θύμα οσάκις πρόκειται για τον ασφαλισμένο ο οποίος επιβιβάσθηκε ως συνεπιβάτης στο δικό του όχημα και επέτρεψε σε πρόσωπο μη καλυπτόμενο από την ασφάλεια να οδηγήσει το όχημα αυτό.

    Η εκ μέρους του ασφαλισμένου γνώση ή μη του γεγονότος ότι το άτομο στο οποίο επέτρεψε την οδήγηση του οχήματός του δεν καλυπτόταν από ασφάλεια δεν ασκεί επιρροή στην απάντηση επί του πρώτου ερωτήματος.»


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


    2 – ΕΕ L 263, σ. 11.


    3 – Πρόκειται για την (πρώτη) οδηγία 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Απριλίου 1972, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 136)· για τη δεύτερη οδηγία 84/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Δεκεμβρίου 1983, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (ΕΕ L 8, σ. 17)· για την τρίτη οδηγία 90/232/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 1990, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (ΕΕ L 129, σ. 33), και για την οδηγία 2000/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Μαΐου 2000, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (τέταρτη οδηγία ασφάλισης αυτοκινήτων) (ΕΕ L 181, σ. 65).


    4 – Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη αντιστοιχεί στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της δεύτερης οδηγίας 84/5/ΕΟΚ.


    5 – Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη ταυτίζεται, κατά το τμήμα που παρατίθεται εν προκειμένω, με την έκτη αιτιολογική σκέψη της δεύτερης οδηγίας 84/5/ΕΟΚ.


    6 – Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη είναι πανομοιότυπη με την έβδομη αιτιολογική σκέψη της δεύτερης οδηγίας 84/5/ΕΟΚ.


    7 – Η διάταξη αντιστοιχεί στο άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της τρίτης οδηγίας 90/232/ΕΟΚ.


    8 – Το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 1α, δεύτερο εδάφιο, της τρίτης οδηγίας 90/232/ΕΟΚ.


    9 – Το οποίο, κατά το τμήμα που παρατίθεται εν προκειμένω, αντιστοιχεί στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας 84/5/ΕΟΚ.


    10 – Το εν λόγω άρθρο αντιστοιχεί στο άρθρο 1, παράγραφοι 4 έως 7, της δεύτερης οδηγίας 84/5/ΕΟΚ.


    11 –      Στη διατύπωση του ερωτήματος στην αγγλική γλώσσα γίνεται λόγος για «ασφαλιστή» (insurer). Όπως, εντούτοις, προκύπτει, πρόκειται για παρόραμα.


    12 – Για δύο πρόσφατες υποθέσεις στο πλαίσιο των οποίων το Δικαστήριο επισήμανε την όχι πάντα ευχερή διάκριση μεταξύ των κανόνων της Ένωσης περί ασφαλιστικής καλύψεως και των εθνικών κανόνων περί αστικής ευθύνης, βλ. απόφαση της 17ης Μαρτίου 2011, C‑484/09, Carvalho Ferreira Santos (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), και απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, C‑409/09, Ambrósio Lavrador και Olival Ferreira Bonifácio (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).


    13 – Επισημαίνεται, επ’ ευκαιρία, ότι με την εν λόγω θεώρηση της καταστάσεως, οι ασφαλιστικές εταιρείες παραδέχονται ότι, εν προκειμένω, δεν ανακύπτει πρόβλημα σε σχέση με την αστική ευθύνη, αλλά μόνο σε σχέση με την ασφαλιστική κάλυψη. Εάν δεν θεμελιωνόταν αστική ευθύνη, οι ασφαλιστικές εταιρείες θα μπορούσαν απλώς να αρνηθούν την καταβολή αντιτάσσοντας αυτόν τον λόγο.


    14 – Αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 1996, C‑129/94, Ruiz Bernáldez (Συλλογή 1996, σ. I‑1829, σκέψεις 13 και 14)· της 14ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑348/98, Mendes Ferreira και Delgado Correia Ferreira (Συλλογή 2000, σ. I‑6711, σκέψεις 23 και 24), και της 30ής Ιουνίου 2005, C‑537/03, Candolin κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I‑5745, σκέψη 17).


    15 – Συναφώς, βλ., επίσης, κατωτέρω, σημεία 42 επ. των προτάσεων.


    16 – Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14 απόφαση Candolin κ.λπ. (σκέψη 33).


    17 – Προτάσεις της 10ης Μαρτίου 2005 στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14 απόφαση Candolin κ.λπ. (σημείο 54).


    18 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14.


    19 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14 απόφαση Candolin κ.λπ. (σκέψη 21).


    20 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14 απόφαση Candolin κ.λπ. (σκέψεις 31 έως 33).


    21 – Η συλλογιστική που ο γενικός εισαγγελέας L. A. Geelhoed ανέπτυξε με τις προμνησθείσες στην υποσημείωση 17 προτάσεις του στην εν λόγω υπόθεση βασίζεται προδήλως σε αυτήν την προκείμενη (σημείο 54 των εν λόγω προτάσεων).


    22 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14 απόφαση Ruiz Bernáldez (σκέψη 23).


    23 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14 απόφαση Candolin κ.λπ. (σκέψη 28). Βλ., επίσης, απόφαση της 19ης Απριλίου 2007, C‑356/05, Farrell (Συλλογή 2007, σ. I‑3067, σκέψη 34), και προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12 απόφαση Ambrósio Lavrador κ.λπ. (σκέψη 28).


    24 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14 απόφαση Ruiz Bernáldez (σκέψη 18).


    25 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14 απόφαση Candolin κ.λπ. (σκέψεις 29 έως 30) και προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12 απόφαση Ambrósio Lavrador κ.λπ. (σκέψη 29).


    26 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14 απόφαση Candolin κ.λπ. (σκέψη 29).


    27 – Πρόκειται για τις προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 12 αποφάσεις Carvalho Ferreira Santos και Ambrósio Lavrador κ.λπ.


    28 – Προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 12 αποφάσεις Sentenze Carvalho Ferreira Santos (σκέψη 39) και Ambrósio Lavrador κ.λπ. (σκέψη 34).


    29 – Βλ., ανωτέρω, σημείο 36.


    30 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14 απόφαση Candolin κ.λπ. (σκέψη 19).

    Top