Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009TJ0146

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 17ης Μαΐου 2013.
Parker ITR Srl και Parker-Hannifin Corp. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά των εύκαμπτων θαλάσσιων σωλήνων — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ — Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών — Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς — Πρόστιμα — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων του 2006 — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Ανώτατο όριο του 10 % — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Συνεργασία.
Υπόθεση T‑146/09.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2013:258

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 17ης Μαΐου 2013 ( *1 )

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά των εύκαμπτων θαλάσσιων σωλήνων — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ — Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών — Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς — Πρόστιμα — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων του 2006 — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Ανώτατο όριο του 10 % — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Συνεργασία»

Στην υπόθεση T-146/09,

Parker ITR Srl, με έδρα το Veniano (Ιταλία),

Parker-Hannifin Corp., με έδρα το Mayfield Heights, Οχάιο (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής), εκπροσωπούμενη από τους B. Amory, F. Marchini Càmia, και F. Amato, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους N. Khan, V. Bottka και S. Noë, στη συνέχεια, από τους V. Bottka, S. Noë και R. Sauer,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως C(2009) 428 τελικό της Επιτροπής, της 28ης 2009, περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/39406 – Εύκαμπτοι θαλάσσιοι σωλήνες), καθόσον η απόφαση αυτή αφορά τις προσφεύγουσες, και, επικουρικώς, αίτημα ακυρώσεως ή ουσιώδους μειώσεως του προστίμου το οποίο τους επιβλήθηκε με την εν λόγω απόφαση.

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, M. Prek και S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Weychert, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Απριλίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως

Βιομηχανικός κλάδος των εύκαμπτων θαλάσσιων σωλήνων που προορίζονται για πετρέλαιο και φυσικό αέριο

1

Οι εύκαμπτοι θαλάσσιοι σωλήνες (στο εξής: θαλάσσιοι σωλήνες) χρησιμοποιούνται για τη φόρτωση αργού, επεξεργασμένου ή ακατέργαστου πετρελαίου και άλλων πετρελαϊκών προϊόντων από εγκαταστάσεις ανοιχτής θάλασσας (για παράδειγμα, σημαντήρες –οι οποίοι είναι συνήθως αγκυροβολημένοι σε ανοικτή θάλασσα και χρησιμεύουν ως σημεία πρόσδεσης για τα πετρελαιοφόρα– ή πλωτές μονάδες άντλησης, αποθήκευσης και εκφόρτωσης –οι οποίες είναι συστήματα πλωτών δεξαμενών που χρησιμοποιούνται για την άντληση πετρελαίου ή φυσικού αερίου από κοντινή πλωτή μονάδα, την επεξεργασία και την αποθήκευση μέχρι τη μεταφόρτωσή του προς το πετρελαιοφόρο) επί των δεξαμενοπλοίων, και, στη συνέχεια, για την εκφόρτωση των προϊόντων αυτών από τα πλοία αυτά σε εγκαταστάσεις ανοιχτής θάλασσας (για παράδειγμα, σε σημαντήρες) ή σε χερσαίες εγκαταστάσεις.

2

Οι θαλάσσιοι σωλήνες χρησιμοποιούνται σε ανοιχτή θάλασσα –δηλαδή μέσα ή κοντά στο νερό– παρόλο που οι βιομηχανικοί ή επίγειοι σωλήνες χρησιμοποιούνται σε χερσαίες εγκαταστάσεις.

3

Κάθε εγκατάσταση των θαλάσσιων σωλήνων συνεπάγεται, αναλόγως των συγκεκριμένων αναγκών των πελατών, ορισμένο αριθμό τυποποιημένων σωλήνων, ειδικών σωλήνων με διακλαδώσεις στα δύο άκρα και πρόσθετο εξοπλισμό, όπως βαλβίδες, μηχανισμό γραναζιών ή ακόμη και πλωτό εξοπλισμό. Εν προκειμένω, οι όροι «θαλάσσιοι σωλήνες» περιλαμβάνουν τους εν λόγω πρόσθετους εξοπλισμούς.

4

Οι θαλάσσιοι σωλήνες χρησιμοποιούνται από εταιρίες πετρελαίου, κατασκευαστές σημαντήρων, λιμενικούς τερματικούς σταθμούς, από τη βιομηχανία πετρελαίου και κυβερνήσεις, και αγοράζονται είτε για νέα σχέδια είτε προς αντικατάσταση παλαιών σωλήνων.

5

Όσον αφορά τα νέα σχέδια, οι τερματικοί σταθμοί πετρελαίου ή οι λοιποί τελικοί κατασκευαστές αναθέτουν συνήθως σε μηχανολογική εταιρία (η οποία επίσης αποκαλείται «κατασκευάστρια υλικού», «κατασκευάστρια OEM» ή «κατασκευάστρια εξοπλισμού») να κατασκευάσει ή να προβεί στην τοποθέτηση νέων εγκαταστάσεων διανομής πετρελαίου, όπως τα συστήματα πρόσδεσης σε ένα ενιαίο σημείο ή στις πλωτές πλατφόρμες άντλησης, αποθήκευσης και εκφόρτωσης. Για τέτοιου είδους σχέδια, ο κατασκευαστής εξοπλισμού αγοράζει ένα ολοκληρωμένο σύστημα θαλάσσιων σωλήνων από τον παραγωγό.

6

Μετά την εγκατάσταση των θαλάσσιων αυτών σωλήνων, τα μεμονωμένα εξαρτήματα πρέπει να αντικαθίστανται εντός περιόδου ενός έως επτά ετών. Οι αγορές θαλάσσιων σωλήνων προς αντικατάσταση παλαιών (επίσης γνωστές με το όνομα «κλάδος ανταλλακτικών») πραγματοποιούνται συχνά απευθείας από τους τελικούς χρήστες. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εν λόγω χρήστες αναθέτουν σε τρίτους και αγοράζουν σε κεντρική βάση από θυγατρικές εταιρίες ή εξωτερικές επιχειρήσεις. Οι πωλήσεις προς αντικατάσταση παλαιών σωλήνων αντιπροσωπεύουν μεγαλύτερο μέρος στην παγκόσμια αγορά θαλάσσιων σωλήνων από ό,τι οι πωλήσεις νέων προϊόντων.

7

Η ζήτηση των θαλάσσιων σωλήνων εξαρτάται εν πολλοίς από την ανάπτυξη του τομέα των πετρελαιοειδών και, ειδικότερα, από την εκμετάλλευση του πετρελαίου σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από τον τόπο κατανάλωσης. Η ζήτηση αυξήθηκε συν τω χρόνω. Είναι κυκλική και, σε ορισμένο βαθμό, συνδέεται με την τιμή του πετρελαίου. Απέκτησε σημασία από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και αυξήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ειδικότερα από τις πετρελαιοπαραγωγικές περιοχές στον Περσικό Κόλπο, στη Βόρεια Θάλασσα και στη Βόρεια Αφρική. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, η ζήτηση αυξήθηκε από τις υπό ανάπτυξη εθνικές εταιρίες πετρελαίου της Νότιας Αμερικής. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’90, η ζήτηση μετατέθηκε προς τη Δυτική Αφρική.

8

Οι θαλάσσιοι σωλήνες κατασκευάζονται από επιχειρήσεις οι οποίες είναι γνωστές για την κατασκευή ελαστικών και καουτσούκ ή από μία εκ των επιχειρήσεών τους «spin-off» (τεχνοβλαστών). Παράγονται με βάση τη ζήτηση, σύμφωνα με τις ανάγκες των πελατών. Καθόσον η ζήτηση για θαλάσσιους σωλήνες είναι ευρέως διασκορπισμένη από γεωγραφικής απόψεως, οι περισσότεροι παραγωγοί θαλάσσιων σωλήνων αναθέτουν σε σημαντικό αριθμό φορέων, για συγκεκριμένες αγορές, την παροχή γενικών υπηρεσιών μάρκετινγκ και την προώθηση των προϊόντων τους στο πλαίσιο προσκλήσεων υποβολής προσφορών, οι οποίες δημοσιεύονται.

9

Οι θαλάσσιοι σωλήνες τίθενται σε εμπορία παγκοσμίως και οι σημαντικοί παραγωγοί δραστηριοποιούνται σε διεθνή κλίμακα. Οι κανονιστικές απαιτήσεις που ισχύουν για τους θαλάσσιους σωλήνες δεν διαφέρουν ριζικώς από τη μια χώρα στην άλλη και, μολονότι οι τεχνικές απαιτήσεις διαφέρουν αναλόγως του περιβάλλοντος και των όρων χρησιμοποιήσεως, τούτο δεν θεωρείται πάντως εμπόδιο για την πώληση των θαλάσσιων σωλήνων παγκοσμίως.

10

Τέλος, κατά τη διάρκεια της περιόδου που ελήφθη υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη πώλησαν θαλάσσιους σωλήνες παραχθέντες στην Ιαπωνία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ιταλία και στη Γαλλία σε τελικούς χρήστες καθώς και σε κατασκευαστές εξοπλισμών εγκατεστημένους σε διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (EΟΧ). Μολονότι η πλειονότητα των συστημάτων θαλάσσιων σωλήνων έχουν ως τελικό προορισμό μη ευρωπαϊκές περιοχές, ορισμένοι από τους κύριους κατασκευαστές εξοπλισμών στον κόσμο είναι, αντιθέτως, εγκατεστημένοι σε διάφορες χώρες της Ένωσης και του ΕΟΧ.

Παρουσίαση των προσφευγουσών

11

Η μία από τις δύο προσφεύγουσες, η Parker-Hannifin Corp., δραστηριοποιείται στην κατασκευή συστημάτων και τεχνολογιών κινήσεως και ελέγχου, προσφέροντας λύσεις στον τομέα της μηχανικής ακριβείας για ευρύ φάσμα εμπορικών αγορών, αγορών κινητής τηλεφωνίας, βιομηχανικών και αεροναυπηγικών αγορών.

12

Η Parker-Hannifin διαιρείται σε οκτώ ομίλους: αεροδιαστημικής, υδραυλικών συστημάτων, διηθήσεως, κλιματικού και βιομηχανικού ελέγχου, συνδετήρων για ρευστά, ενώσεων στεγανοποιήσεως, οργάνων και αυτοματισμών πεπιεσμένου αέρα. Ο όμιλος των συνδετήρων για ρευστά κατανέμεται σε τέσσερις γεωγραφικές περιοχές (Βόρειος Αμερική, Νότιος Αμερική, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ασία). Στην Ένωση, ο όμιλος των συνδετήρων για ρευστά διαθέτει τέσσερα τμήματα και μια λειτουργική μονάδα. Τα προϊόντα της εν λόγω λειτουργικής μονάδας πωλούνται στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου και αερίου από άντληση στη θάλασσα.

13

Η Parker-Hannifin είναι μητρική εταιρία της Parker-Hannifin International Corp. Η τελευταία αυτή εταιρία είναι μητρική εταιρία της Parker Italy Holding LLC. Η Parker Italy Holding LLC κατέχει την Parker Italy Holding Srl, η οποία είναι μητρική εταιρία της άλλης προσφεύγουσας, της Parker ITR Srl.

14

Ο ενοποιημένος σε παγκόσμια κλίμακα κύκλος εργασιών της Parker-Hannifin για όλα τα προϊόντα κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους 2006 ανήλθε σε 7410 εκατομμύρια ευρώ.

15

Η Parker ITR κατασκευάζει και θέτει σε εμπορία βιομηχανικούς και υδραυλικούς σωλήνες, θαλάσσιους σωλήνες για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο καθώς και τεχνικές ενώσεις. Ο κύκλος εργασιών της ήταν [εμπιστευτικό] ( 1 ) ευρώ το 2006. Είναι εγκατεστημένη στο Veniano (Ιταλία).

16

Ο κλάδος των θαλάσσιων σωλήνων που προορίζονται για πετρέλαιο και φυσικό αέριο, ο οποίος ανήκει στην Parker ITR, δημιουργήθηκε το 1966 από την Pirelli Treg SpA, εταιρία η οποία ανήκει στον όμιλο Pirelli.

17

Τον Δεκέμβριο του 1990 οι δραστηριότητες της Pirelli Treg στον κλάδο των θαλάσσιων σωλήνων αναλήφθησαν από την ITR SpA, εταιρία η οποία προέκυψε από τη συγχώνευση μεταξύ Pirelli Treg και Itala, άλλης θυγατρικής του ομίλου Pirelli. Το 1993 η Saiag SpA απέκτησε την ITR.

18

Μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων με την Parker-Hannifin επί της ενδεχόμενης πωλήσεως της δραστηριότητάς της των θαλάσσιων σωλήνων μεταξύ άλλων, η ITR ίδρυσε μια θυγατρική, την ITR Rubber Srl, στις 27 Ιουνίου 2001.

19

Πρέπει να διευκρινισθεί, συναφώς, πρώτον, ότι στις 5 2001 η Parker-Hannifin Holding, η οποία ήταν νεοϊδρυθείσα εντός του ομίλου Parker θυγατρική με σκοπό να αγοράσει τον τομέα των σωλήνων από καουτσούκ της ITR, και η ITR συνήψαν σύμβαση σύμφωνα με τους όρους της οποίας η Parker-Hannifin Holding αποκτούσε το 100 % των μετοχών της ITR Rubber.

20

Δεύτερον, στις διατάξεις του προοιμίου, στοιχείο εʹ, της συμβάσεως αναφέρεται ότι η μεταβίβαση του τομέα των σωλήνων από καουτσούκ της ITR στην ITR Rubber θα πραγματοποιηθεί κατόπιν αιτήσεως της Parker-Hannifin Holding.

21

Τρίτον, το άρθρο 3.1.3 της συμβάσεως ορίζει ότι «η υποχρέωση της [Parker-Hannifin Holding] εξαρτάται […] από την πραγματοποίηση της μεταβιβάσεως από την [ITR]». [Η τελευταία αυτή] «θα ενημερώνει την [Parker-Hannifin Holding] διαρκώς για την εξέλιξη της διαδικασίας μεταβιβάσεως και […] θα συζητήσει μαζί [της] για όλες τις σημαντικές τροποποιήσεις της μεταβιβάσεως […] οι οποίες [καθίστανται] απαραίτητες ή [κρίνονται] σκόπιμες».

22

Τέταρτον, το άρθρο 7.1.2 της συμβάσεως ορίζει ότι η ITR Rubber, η οποία συστάθηκε «[...] για τη μεταβίβαση και πριν από την ημερομηνία [αυτής], […] δεν άσκησε εμπορική δραστηριότητα, δεν κατέθεσε λογαριασμούς, ούτε ανέλαβε καμία δραστηριότητα πλην αυτών που ήσαν αναγκαίες για να πραγματοποιηθεί πλήρως η μεταβίβαση και, μετά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, ακολούθησε τη συνήθη πορεία εργασιών και δεν άσκησε καμία άλλη δραστηριότητα».

23

Στις 19 Δεκεμβρίου 2001 η ITR μεταβίβασε τον κλάδο της των σωλήνων από καουτσούκ, περιλαμβανομένου του κλάδου των θαλάσσιων σωλήνων, στην ITR Rubber.

24

Συγκεκριμένα, η μεταβίβαση τέθηκε σε ισχύ την 1η 2002.

25

Στις 31 Ιανουαρίου 2002 η Parker-Hannifin Holding απέκτησε την ITR Rubber και, μερικούς μήνες αργότερα, μετονομάσθηκε σε Parker ITR.

26

Η Parker-Hannifin Holding, κατόπιν η Parker Italy Holding Srl, κατέχουν το 100 % των μεριδίων της Parker ITR.

Διοικητική διαδικασία

27

Ενώ είχε κινηθεί διαδικασία έρευνας από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών και τις αρχές ανταγωνισμού της Ιαπωνίας και του Ηνωμένου Βασιλείου για παρεμφερή πραγματικά περιστατικά, [εμπιστευτικό] προβάλλοντας το πρόγραμμα επιείκειας που προβλέπει η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (EE 2006, C 298, σ. 17) (στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας), οι προσφεύγουσες υπέβαλαν στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 20 Δεκεμβρίου 2006, αίτηση μη επιβολής προστίμου καταγγέλλοντας την ύπαρξη της συμπράξεως στην αγορά των θαλάσσιων σωλήνων.

28

Επομένως, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία έρευνας για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ και, στις 2 Μαΐου 2007, προέβη σε σειρά επιθεωρήσεων στην Parker ITR, σε άλλους ενδιαφερόμενους παραγωγούς καθώς και σε [εμπιστευτικό] και στον W.

29

Οι Manuli Rubber Industries, Parker ITR και Bridgestone απηύθυναν αίτημα επιείκειας στην Επιτροπή στις 4 Μαΐου, στις 17 Ιουλίου και στις 7 Δεκεμβρίου 2007, αντιστοίχως.

30

Στις 28 Απριλίου 2008 η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων την οποία κοινοποίησε στις διαφορετικές εμπλεκόμενες εταιρίες μεταξύ της 29ης Απριλίου και της 1ης Μαΐου 2008.

31

Όλες οι εταιρίες απάντησαν εμπροθέσμως στην κοινοποίηση αιτιάσεων και, με εξαίρεση την [εμπιστευτικό]/DOM, την ContiTech AG και την Continental AG, ζήτησαν ακρόαση σε προφορική διαδικασία η οποία πραγματοποιήθηκε στις 23 Ιουλίου 2008.

Προσβαλλόμενη απόφαση

32

Στις 28 Ιανουαρίου 2009 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2009) 428 τελικό, περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/39406 – Θαλάσσιοι σωλήνες) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι:

απευθύνθηκε σε ένδεκα εταιρίες, μεταξύ των οποίων οι προσφεύγουσες·

οι εταιρίες τις οποίες αφορά η απόφαση συμμετείχαν, με διαφορετικό ενίοτε τρόπο, σε ενιαία και σύνθετη παράβαση, έχουσα ως αντικείμενο την κατανομή των προσφορών, τον καθορισμό των τιμών, τον καθορισμό των ποσοστώσεων, τον καθορισμό των όρων των πωλήσεων, τη γεωγραφική κατανομή της αγοράς και την ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών σχετικά με τις τιμές, τους όγκους πωλήσεων και την υποβολή προσφορών·

η σύμπραξη άρχισε τουλάχιστον την 1η Απριλίου 1986 (μολονότι πιθανολογείται ότι χρονολογείται από την αρχή της δεκαετίας του ’70) και περατώθηκε στις 2 Μαΐου 2007·

μεταξύ 13ης Μαΐου 1997 και 11ης Ιουνίου 1999, η σύμπραξη είχε περιορισμένη δραστηριότητα και επήλθαν εντάσεις μεταξύ των μελών της· εντούτοις, κατά την Επιτροπή, τούτο δεν επέφερε πραγματική διακοπή της παραβάσεως· συγκεκριμένα, η οργανωμένη διάρθρωση της συμπράξεως αποκαταστάθηκε πλήρως από τον Ιούνιο του 1999 σύμφωνα με τις ίδιες λεπτομέρειες λειτουργίας και με τους ίδιους συμμετέχοντες (με εξαίρεση τη Manuli, η οποία επανήλθε πλήρως στη σύμπραξη το επόμενο έτος)· κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι παραγωγοί διέπραξαν ενιαία και διαρκή παράβαση, η οποία επεκτάθηκε από την 1η Απριλίου 1986 έως τις 2 Μαΐου 2007 ή, τουλάχιστον, αν, παρ’ όλ’ αυτά, πρέπει να θεωρηθεί ότι υπήρξε διακοπή, μια ενιαία και επαναλαμβανόμενη παράβαση· η δε περίοδος από 13 Μαΐου 1997 έως 11 Ιουνίου 1999 δεν ελήφθη πάντως υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου, λόγω των περιορισμένων αποδείξεων της παραβάσεως για την περίοδο αυτή·

η ευθύνη των προσφευγουσών έγινε δεκτή για τις ακόλουθες περιόδους:

της Parker ITR: από την 1η Απριλίου 1986 έως τις 2 Μαΐου 2007·

της Parker-Hannifin: από την 31η Ιανουαρίου 2002 έως τις 2 Μαΐου 2007·

κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων που προβλέπονται από τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (EE 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), το βασικό ποσό του επιβληθησόμενου σε κάθε εταιρία προστίμου καθορίζεται ως ακολούθως:

η Επιτροπή στηρίχθηκε στον μέσο όρο των ετήσιων πωλήσεων παγκοσμίως καθεμίας από τις εταιρίες κατά τη διάρκεια της περιόδου 2004-2006, με εξαίρεση τη Yokohama Rubber, για την οποία έγινε δεκτή η περίοδος 2003-2005· συναφώς, η Επιτροπή έκανε δεκτές τις πωλήσεις οι οποίες τιμολογούνται στους εγκατεστημένους εντός του ΕΟΧ αγοραστές·

καθόρισε τις σχετικές πωλήσεις καθεμίας από αυτές εφαρμόζοντας το μερίδιό τους στην παγκόσμια αγορά των συνολικών πωλήσεων εντός του ΕΟΧ, σύμφωνα με την παράγραφο 18 των κατευθυντηρίων γραμμών·

καθόρισε στο 25 % της τελευταίας αυτής αξίας (αντί του μέγιστου ορίου του 30 % που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές) λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα της παραβάσεως·

πολλαπλασίασε την ούτως προκύπτουσα αξία με τον αριθμό των ετών συμμετοχής κάθε εταιρίας στην παράβαση·

σύμφωνα με την παράγραφο 25 των κατευθυντηρίων γραμμών, δέχθηκε τέλος ένα πρόσθετο ποσό ίσο προς το 25 % των σχετικών πωλήσεων για αποτρεπτικούς σκοπούς·

στη συνέχεια, η Επιτροπή δέχθηκε επιβαρυντικές περιστάσεις κατά της Parker ITR και μιας άλλης εταιρίας και απέρριψε κάθε ελαφρυντική περίσταση για τα λοιπά μέρη της συμπράξεως·

τέλος, δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, η Επιτροπή μείωσε το πρόστιμο δύο εταιριών αλλά απέρριψε τις αιτήσεις περί μειώσεως του προστίμου οι οποίες υπέβαλαν η Parker ITR και μια άλλη εταιρία.

33

Όσον αφορά την Parker ITR, η Επιτροπή έκρινε ότι η αξία των πωλήσεων ανέρχεται σε [εμπιστευτικό] ευρώ βάσει ενός μεριδίου της παγκόσμιας αγοράς ύψους [εμπιστευτικό] %, ότι η Parker ITR συμμετείχε στη σύμπραξη επί 19 έτη και 5 ημέρες, όπερ καταλήγει σε πολλαπλασιαστή 19, και η Parker-Hannifin επί 5 έτη, 3 μήνες και 3 ημέρες, όπερ καταλήγει σε πολλαπλασιαστή 5,5, και, κατ’ εφαρμογήν των διευκρινισθέντων στην προηγούμενη σκέψη διαφόρων παραγόντων, καθόρισε το βασικό ποσό του προστίμου σε 19700000 ευρώ για την Parker ITR και σε 6400000 ευρώ για την Parker-Hannifin.

34

Λαμβανομένων υπόψη των επιβαρυντικών περιστάσεων που έγιναν δεκτές κατά της Parker ITR και της Parker-Hannifin, το πρόστιμο ανήλθε στη συνέχεια σε 25610000 ευρώ για την πρώτη, ως προς το οποίο η δεύτερη ευθύνεται αλληλεγγύως για ποσό 8320000 ευρώ.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

35

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 9 Απριλίου 2009, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

36

Λόγω κωλύματος ενός εκ των μελών του πρώτου τμήματος, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όρισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, άλλον δικαστή για να συμπληρωθεί η σύνθεση του τμήματος.

37

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να καταθέσουν ορισμένα έγγραφα και τους υπέβαλε εγγράφως ερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό.

38

Με έγγραφο της 12ης Μαρτίου 2012 οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αίτημα μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, για την κατάθεση νέων εγγράφων.

39

Οι διάδικοι ανέπτυξαν τις απόψεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε προφορικώς το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 27ης Απριλίου 2012.

40

Με την ευκαιρία αυτή, οι προσφεύγουσες παραιτήθηκαν από το αίτημά τους περί λήψεως μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας.

41

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον αυτή κηρύσσει την Parker ITR υπεύθυνη από την 1η Απριλίου 1986 έως την 9η Ιουνίου 2006, και την Parker-Hannifin υπεύθυνη από την 31η Ιανουαρίου 2002 έως την 9η Ιουνίου 2006·

να μειώσει σημαντικά το επιβληθέν στις προσφεύγουσες πρόστιμο·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

42

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

Επί των ακυρωτικών αιτημάτων

43

Οι προσφεύγουσες προβάλλουν εννέα λόγους προς στήριξη της προσφυγής.

44

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι, καταλογίζοντας εσφαλμένως την ευθύνη της παραβάσεως στην Parker ITR για το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προσωπικής ευθύνης, καταστρατήγησε τη διαδικασία, παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων και αθέτησε την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως.

45

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από εσφαλμένο καταλογισμό στις προσφεύγουσες της ευθύνης για την παράβαση που συνδέεται με την παράνομη συμπεριφορά του P., ο οποίος διηύθυνε τον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων εντός της επιχειρήσεως.

46

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Parker-Hannifin κακώς θεωρήθηκε ως αλληλεγγύως υπεύθυνη της παραβάσεως με την Parker ITR.

47

Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από το ότι η επιβολή προστίμου στην Parker ITR, για το προ της 11ης Ιουνίου 1999 χρονικό διάστημα, συνιστά παράβαση του άρθρου 25, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (EE 2003, L 1, σ. 1), καθώς και παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, και στερείται αιτιολογίας.

48

Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι κακώς προσαυξήθηκε το πρόστιμο με την αιτιολογία ότι η Parker ITR είχε ηγετικό ρόλο.

49

Ο έκτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης και αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά την προσαύξηση του προστίμου που επιβλήθηκε στην Parker-Hannifin λόγω του ηγετικού ρόλου της έναντι της Parker ITR.

50

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης παραβιάστηκε λόγω της εφαρμογής εσφαλμένης μεθόδου υπολογισμού της αξίας των πωλήσεων προκειμένου να προσδιοριστεί το πρόστιμο.

51

Ο όγδοος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, καθώς και από παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης και αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, κατά τον υπολογισμό του ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών.

52

Τέλος, ο ένατος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, λόγω της αρνήσεως της Επιτροπής να εφαρμόσει μείωση του προστίμου λόγω της συνεργασίας.

53

Πρέπει να εξετασθούν διαδοχικώς ο πρώτος, ο τέταρτος, ο πέμπτος, ο έκτος, ο δεύτερος, ο τρίτος, ο έβδομος, ο όγδοος και ο ένατος λόγος ακυρώσεως.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από εσφαλμένο καταλογισμό της ευθύνης της παραβάσεως στην Parker ITR για το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα

Προσβαλλόμενη απόφαση

54

Από τις αιτιολογικές σκέψεις 327 έως 329 και 366 έως 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή έκρινε ότι, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της οικονομικής συνέχειας, πρέπει να γίνει δεκτή η ευθύνη της Parker ITR, πρώην ITR Rubber, για το σύνολο της παραβάσεως που διαπράχθηκε από το 1986, κατόπιν της εσωτερικής αναδιαρθρώσεως που επήλθε εντός του ομίλου Saiag και της μεταβιβάσεως του κλάδου των σωλήνων από καουτσούκ από την ITR στην ITR Rubber, σε συνέχεια της εκχωρήσεως της εν λόγω θυγατρικής στην Parker-Hannifin, και να απορριφθεί η επιχειρηματολογία την οποία προέβαλε η Parker-Hannifin κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας σχετικά με την αρχή της προσωπικής ευθύνης.

55

Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης ότι είναι αλυσιτελές το γεγονός ότι δεν βασίστηκε με τον ίδιο τρόπο στη νομολογία στο πλαίσιο άλλης υποθέσεως αφορώσας επίσης την εσωτερική αναδιοργάνωση ενός ομίλου και δεν την εμποδίζει να βρει διαφορετική λύση στην υπό κρίση υπόθεση λαμβανομένου υπόψη ενός συνόλου διαφορετικών στοιχείων.

Επιχειρήματα των διαδίκων

56

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως τον οποίο προέβαλαν οι προσφεύγουσες περιέχει τρία σκέλη.

57

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, προς στήριξη του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, ότι η Parker ITR δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα, καθόσον, κατά την άποψή τους, από τη νομολογία προκύπτει ότι το νομικό πρόσωπο το οποίο διηύθυνε την επιχείρηση κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως είναι υπεύθυνο για την παράβαση αυτή, ακόμα και αν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της διαπιστώνουσας την παράβαση αποφάσεως, η εκμετάλλευση της επιχειρήσεως είχε τεθεί υπό την ευθύνη άλλου προσώπου. Ωστόσο, η Parker ITR κατέστη κυρία των στοιχείων ενεργητικού τα οποία συνέβαλαν στην παράβαση μόλις από τις 31 Ιανουαρίου 2002.

58

Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη θεωρώντας τη μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού της ITR στην ITR Rubber ως είδος εσωτερικής αναδιαρθρώσεως της επιχειρήσεως δικαιολογούσας την εφαρμογή της θεωρίας της οικονομικής διαδοχής και, επομένως, παρέκκλιση της αρχής της προσωπικής ευθύνης.

59

Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι η πρόσφατη νομολογία επιβεβαιώνει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις μεταβιβάσεως στοιχείων ενεργητικού εντός ενός ομίλου, η θεωρία της οικονομικής διαδοχής μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνον αν οι διαρθρωτικοί δεσμοί μεταξύ της προς ην η μεταβίβαση οντότητας και της μεταβιβάζουσας οντότητας υφίστανται ακόμη κατά τον χρόνο εκδόσεως της διαπιστώνουσας την παράβαση αποφάσεως από την Επιτροπή.

60

Ωστόσο, κατά τις προσφεύγουσες, μεταξύ του χρονικού σημείου ιδρύσεώς της, στις 27 Ιουνίου 2001, και της 1ης Ιανουαρίου 2002, η ITR Rubber δεν άσκησε καμία οικονομική δραστηριότητα. Πρόκειται για φορέα ιδρυθέντα με αποκλειστικό σκοπό την πραγματοποίηση της μεταβιβάσεως του κλάδου του καουτσούκ στην Parker-Hannifin. Το αντικείμενο αυτό προκύπτει σαφώς, κατά την άποψή τους, στο άρθρο 7.1.2 της υπογραφείσας μεταξύ ITR και Parker-Hannifin συμβάσεως.

61

Το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως αντλείται από κατάχρηση διαδικασίας.

62

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή έκρινε την Parker ITR υπεύθυνη για το προ της 1 Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα μόνον με σκοπό να καταστρατηγήσει το άρθρο 25 του κανονισμού 1/2003 το οποίο προβλέπει τις προθεσμίες παραγραφής, η εφαρμογή του οποίου θα εμπόδιζε την επιβολή κυρώσεων στην ITR και στην Pirelli, όπερ, επομένως, συνιστά κατάχρηση διαδικασίας.

63

Το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως αντλείται από παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

64

Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι προσφεύγουσες διατείνονται κατ’ ουσίαν ότι, στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Επιτροπή εφάρμοσε τη θεωρία της οικονομικής συνέχειας κατά τρόπο πανομοιότυπο όσον τις αφορά και όσον αφορά την Dunlop Oil & Marine Ltd, η οποία βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση. Πάντως, στην προσβαλλόμενη απόφαση, εγκατέλειψε τη θεωρία της οικονομικής συνέχειας αποκλειστικώς όσον αφορά την Dunlop Oil & Marine Ltd και όχι όσον τις αφορά, τούτο δε χωρίς να προσκομίσει καμία διευκρίνιση, ενώ, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ο αγοραστής είχε αποκτήσει τα στοιχεία ενεργητικού του πωλητή, δηλαδή τις δραστηριότητες που συνδέονταν με τους θαλάσσιους σωλήνες.

65

Εξάλλου, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, επιβάλλοντάς τους κυρώσεις για το προ της 1 Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα, πρώτον, η Επιτροπή απέκλινε της προηγούμενης πρακτικής της χωρίς να προσκομίσει εύλογη διευκρίνιση συναφώς, δεύτερον, παρέλειψε να απαντήσει στα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες σε απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων και, τρίτον, δεν εξήγησε τη διαφορετική μεταχείριση αυτών και της Dunlop Oil & Marine Ltd.

66

Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

67

Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατ’ ουσίαν, δεν υπήρχε λόγος να εφαρμοσθεί η αρχή της προσωπικής ευθύνης εν προκειμένω, καθόσον υπήρχε οικονομική διαδοχή εντός του ιδίου ομίλου (αιτιολογικές σκέψεις 370 έως 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την Επιτροπή, η νομολογία διακρίνει τις συνέπειες μεταβιβάσεως στοιχείων ενεργητικού από τις συνέπειες μεταβιβάσεως νομικών οντοτήτων, προβλέποντας ότι, αν εκχωρούνται μόνον τα στοιχεία ενεργητικού που εμπλέκονται στην παράβαση, η ευθύνη ακολουθεί τα εν λόγω στοιχεία του ενεργητικού μόνον στην εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία το νομικό πρόσωπο το οποίο κατείχε τα στοιχεία αυτά του ενεργητικού έπαυσε να υπάρχει νομικώς ή σταμάτησε κάθε οικονομική δραστηριότητα. Αντιθέτως, όταν πωλείται η υπεύθυνη της παραβατικής συμπεριφοράς νομική οντότητα, η ίδια αυτή οντότητα παραμένει υπεύθυνη για τις προηγούμενες παραβάσεις της (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-279/98 P, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-9693).

68

Κατά την άποψη της Επιτροπής, από τη νομολογία (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C-280/06, ETI κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I-10893) προκύπτει, εξάλλου, ότι μια οικονομική διαδοχή εξαρτάται από τις περιστάσεις οι οποίες επικρατούν κατά το χρονικό σημείο της μεταβιβάσεως των στοιχείων ενεργητικού και η εν λόγω οικονομική διαδοχή δεν επηρεάζεται από τη μεταγενέστερη πώληση μιας θυγατρικής σε μια νέα επιχείρηση. Οι συνέπειες ως προς την ευθύνη της μεταγενέστερης αυτής πωλήσεως της θυγατρικής διέπονται από τη νομολογία περί της λύσεως της επιχειρήσεως. Κατά την Επιτροπή, η συνέπεια της διαλύσεως μιας επιχειρήσεως υπεύθυνης παραβάσεως δεν είναι η εξάλειψη της ευθύνης των διαφόρων νομικών οντοτήτων οι οποίες αποτελούσαν στο παρελθόν την οικονομική οντότητα. Αντιθέτως, οι εν λόγω νομικές οντότητες μπορούν πάντοτε να θεωρηθούν αλληλεγγύως υπεύθυνες, ακόμα και αν ορισμένες από αυτές αποτελούν μέρος νέου ομίλου κατά τη χρονική στιγμή εκδόσεως της διαπιστώνουσας την παράβαση αποφάσεως.

69

Εν προκειμένω, κατά την Επιτροπή, μόνον η μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού από την ITR στην ITR Rubber, εταιρίες μεταξύ των οποίων, όπως έχει εν πάση περιπτώσει αποδειχθεί, υφίσταντο διαρθρωτικοί και οικονομικοί δεσμοί εφόσον αμφότερες αποτελούσαν μέρη του ομίλου Saiag, είναι λυσιτελής σε σχέση με το κριτήριο της οικονομικής συνέχειας, αφού η πλήρης και απόλυτη ευθύνη της ITR είχε μεταβιβασθεί στη θυγατρική της, ITR Rubber, περιλαμβανομένης της προγενέστερης της ιδρύσεώς της χρονικής περιόδου.

70

Ακολούθως, η ευθύνη αυτή συνδέεται με το νομικό πρόσωπο της ITR Rubber, και, όταν το νομικό αυτό πρόσωπο κατέστη Parker ITR μετά τη μεταβίβασή του στην Parker-Hannifin, παρέμεινε υπεύθυνο για το παραβατικό παρελθόν της πρώην μητρικής εταιρίας ITR Rubber, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας σύμφωνα με την οποία νομική οντότητα δύναται να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παράβαση την οποία διέπραξε η επιχείρηση στην οποία ανήκε.

71

Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, όσον αφορά την πώληση της ITR Rubber στην Parker-Hannifin, δεν τίθεται ζήτημα πωλήσεως στοιχείων ενεργητικού σε μη συνδεδεμένη επιχείρηση, διότι η πώληση δεν αφορούσε μόνον στοιχεία ενεργητικού, αλλά επίσης υφιστάμενη νομική οντότητα, η οποία έφερε την ευθύνη της.

72

Η πώληση των επίδικων στοιχείων ενεργητικού εντός του ομίλου Saiag, της ITR στην ITR Rubber, και η μεταγενέστερη πώληση της ITR Rubber σε νέο όμιλο, ήτοι τον όμιλο Parker-Hannifin, έπρεπε επομένως να εξετασθούν ως μεμονωμένα γεγονότα, εφόσον η πώληση της ITR Rubber δεν μπορούσε να άρει την προγενέστερη οικονομική διαδοχή.

73

Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, η μόνη κατάλληλη χρονική στιγμή για να εκτιμηθεί η πραγματική κατάσταση και να προσδιορισθεί αν η μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού επήλθε εντός ομίλου ή μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων είναι η καθεαυτή χρονική στιγμή της μεταβιβάσεως. Η ημερομηνία εκδόσεως της διαπιστώνουσας την παράβαση αποφάσεως λαμβάνεται υπόψη μόνον για να στοιχειοθετηθεί αν, στη συνέχεια, διαλύθηκε η υπεύθυνη της παραβάσεως εταιρία.

74

Εξάλλου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η διάρκεια της περιόδου κατά την οποία υφίστανται διαρθρωτικοί δεσμοί μετά την οικονομική διαδοχή δεν ασκεί επιρροή για τη διαπίστωση αυτής· επομένως, η πωληθείσα θυγατρική μπορεί πάντα να θεωρηθεί αλληλεγγύως υπεύθυνη της παραβάσεως με τις εναπομένουσες οντότητες της προγενέστερης οικονομικής μονάδας της για το χρονικό διάστημα της παραβάσεως μέχρι την πώληση της θυγατρικής.

75

Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν συμφωνεί με την ανάλυση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T-161/05, Hoechst κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. II-3555), εκ μέρους των προσφευγουσών, και θεωρεί ότι, κατ’ ουσίαν, τα πραγματικά περιστατικά δεν είναι συγκρίσιμα με αυτά της υπό κρίση υποθέσεως.

76

Η Επιτροπή διατείνεται, εξάλλου, ότι η ITR Rubber ιδρύθηκε και ανήκε κατά 100 % στη μητρική της εταιρία, ήτοι στην ITR, και στην ηγετική εταιρία του ομίλου Saiag μέχρι την πώλησή της στην Parker-Hannifin. Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια έξι μηνών (από την 27η Ιουνίου 2001 έως την 1η Ιανουαρίου 2002), η ITR Rubber είχε μόνον αμελητέα οικονομική δραστηριότητα επιρρωννύει τη διαπίστωση ότι η εν λόγω θυγατρική εκπλήρωσε τον οικονομικό ρόλο για τον οποίο την προόριζε η μητρική της εταιρία και δεν μπορούσε να ενεργεί αυτοτελώς, χωρίς να μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω η εκτίμηση αυτή από όσα συνέβησαν μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2002, ημερομηνία κατά την οποία άρχισε να ισχύει η μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού της ITR στην ITR Rubber, και της 31ης Ιανουαρίου 2002, ημερομηνία κατά την οποία η Parker-Hannifin απέκτησε το σύνολο των μετοχών της ITR Rubber.

77

Η Επιτροπή διευκρινίζει συναφώς ότι η υποχρέωση που επιβλήθηκε συμβατικώς στην ITR να ασκεί επιρροή στην ITR Rubber εφαρμοζόταν κατόπιν της μεταβιβάσεως των στοιχείων ενεργητικού, από την 1η Ιανουαρίου 2002, και τούτο σημαίνει ότι η συμφωνία που ενέκρινε την πώληση δεν μπορούσε να εμποδίζει την ύπαρξη μιας οικονομικής μονάδας κατά το χρονικό σημείο της μεταβιβάσεως.

78

Τέλος, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι μεταβιβάσεις εντός ομίλου εταιριών λαμβάνουν συνήθως χώρα μεταξύ διαφόρων νομικών οντοτήτων ελεγχόμενων από μία μόνον μητρική εταιρία και, στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω μητρική εταιρία θεωρείται γενικώς υπεύθυνη, εάν άσκησε αποφασιστική επιρροή στις θυγατρικές της. Κατά την Επιτροπή, η οικονομική διαδοχή εντός ομίλου της δίδει τη δυνατότητα επομένως να διώκει τη θυγατρική η οποία είναι ο οικονομικός διάδοχος ακόμα και αν η εν λόγω θυγατρική δεν ελέγχεται πλέον από την πρώην μητρική εταιρία. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η δυνατότητα αυτή είναι λυσιτελής για την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού όταν η πρώην μητρική εταιρία δεν υφίσταται πλέον ή αν δεν μπορεί να διωχθεί για άλλους λόγους, όπως το γεγονός ότι, εν προκειμένω, η παράβαση έχει παραγραφεί όσον αφορά την ITR και τη Saiag.

79

Δεύτερον, η Επιτροπή εκτιμά ότι η νομολογία τής αναγνωρίζει περιθώριο εκτιμήσεως που της παρέχει τη δυνατότητα να επιλέγει σε ποιον απευθύνει τη διαπιστώνουσα την παράβαση απόφασή της τόσο στην περίπτωση οικονομικής διαδοχής όσο και, γενικότερα, όσον αφορά τις μητρικές εταιρίες και τις θυγατρικές τους· θα μπορούσε κατά συνέπεια να απευθύνει την προσβαλλόμενη απόφαση αποκλειστικώς στον οικονομικό διάδοχο, ήτοι την Parker ITR, και όχι στον εισέτι υφιστάμενο προκάτοχο, ήτοι την ITR και/ή τη Saiag.

80

Σε απάντηση στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή αμφισβητεί τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών ότι καταστρατήγησε τη διαδικασία. Διευκρινίζει ότι, κατά την άποψή της, ακόμα και αν ένας λόγος για τον οποίο απηύθυνε την προσβαλλόμενη απόφαση και στην Parker ITR ήταν ότι είχε παραγραφεί η δυνατότητα επιβολής οποιασδήποτε κυρώσεως στην ITR ή στη Saiag, η προσέγγιση αυτή δικαιολογείται, εφόσον τα ίδια στοιχεία ενεργητικού, και μάλιστα η ίδια επιχείρηση, εξακολούθησαν την παράβαση.

81

Όσον αφορά το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, κατ’ ουσίαν, ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων στηριζόταν επί ανακριβών πραγματικών περιστατικών όσον αφορά την Dunlop Oil & Marine Ltd. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, η Unipoly Ltd, ο νέος κύριος των στοιχείων ενεργητικού που αφορά η παράβαση, η οποία ίδρυσε την Dunlop Oil & Marine Ltd και όχι ο πωλητής των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού, [εμπιστευτικό], όπερ διακρίνει την κατάσταση της επιχειρήσεως αυτής από την κατάσταση των προσφευγουσών, για τις οποίες μεσολάβησε, στην πραγματικότητα, πώληση μιας νομικής οντότητας και όχι πώληση στοιχείων ενεργητικού.

82

Όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η Επιτροπή θεωρεί ότι, κατ’ ουσίαν, πρόκειται για απλή αναδιατύπωση των λοιπών αιτιάσεων που προβλήθηκαν προς στήριξη του λόγου αυτού.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

83

Υπενθυμίζεται ότι το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων (απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψη 59).

84

Η έννοια της επιχειρήσεως, στο πλαίσιο του δικαίου περί ανταγωνισμού, πρέπει να εκλαμβάνεται ως υποδηλώνουσα οικονομική ενότητα –δηλαδή ενιαία οργάνωση προσωπικών, υλικών και άυλων στοιχείων, τα οποία έχουν ταχθεί στη διαρκή επιδίωξη ορισμένου οικονομικού σκοπού– έστω και αν, από νομικής απόψεως, η οικονομική αυτή ενότητα απαρτίζεται από πλείονα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1984, 170/83, Hydrotherm, Συλλογή 1984, σ. 2999, σκέψη 11· του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2003, Minoan Lines κατά Επιτροπής, T-66/99, Συλλογή 2003, σ. II-5515, σκέψη 122, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, T-325/01, DaimlerChrysler κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-3319, σκέψη 85).

85

Περαιτέρω, δυνάμει της αρχής της προσωπικής ευθύνης, μια αξιόποινη πράξη μπορεί να καταλογισθεί μόνο στον αυτουργό της. Εξάλλου, σύμφωνα με την αρχή του προσωποπαγούς των ποινών, μια ποινή δεν μπορεί να επιβληθεί παρά μόνο στον ίδιο τον ένοχο. Οι αρχές αυτές, οι οποίες συνιστούν θεμελιώδεις εγγυήσεις αντλούμενες από το ποινικό δίκαιο απαγορεύουν, κατά συνέπεια, τη στοιχειοθέτηση ευθύνης φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο δεν είναι ο αυτουργός της παραβάσεως (βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Γ. Κοσμά στην απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C-49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I-4125, I-4130, σκέψη 74· του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer στην απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, Συλλογή 2004, σ. I-133, σκέψεις 63 και 64, και του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Μαρτίου 2011, C-201/09 P και C-216/09 P, ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ., Συλλογή 2011, σ. Ι-2239, σκέψη 181, και C-352/09 P, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι-2359, σκέψη 162).

86

Κατά πάγια νομολογία, οι αρχές αυτές εφαρμόζονται στο δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της επίμαχης παραβάσεως καθώς και τη φύση και τον βαθμό αυστηρότητας των κυρώσεων που επισύρουν, η ευθύνη εκ της διαπράξεως παραβάσεως στους κανόνες ανταγωνισμού έχει προσωποπαγή χαρακτήρα (αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 85 ανωτέρω, σκέψη 78, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C-97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I-8237, σκέψη 77).

87

Κατά συνέπεια, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διηύθυνε την οικεία επιχείρηση κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως φέρει την ευθύνη για την παράβαση αυτή, έστω και αν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της διαπιστώνουσας την παράβαση αποφάσεως, η εκμετάλλευση της επιχειρήσεως έχει παύσει να τελεί υπό την ευθύνη του (βλ. απόφαση ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, σκέψη 85 ανωτέρω, σκέψη 143 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

88

Επομένως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ευθύνη εκ της παραβατικής συμπεριφοράς της επιχειρήσεως –ή των οντοτήτων που την απαρτίζουν– ακολουθεί το νομικό αυτό πρόσωπο, έστω και αν τα υλικά και ανθρώπινα στοιχεία που είχαν συμβάλει στη διάπραξη της παραβάσεως μεταβιβάστηκαν μετά το πέρας της παραβάσεως σε τρίτα πρόσωπα (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-297/98 P, SCA Holding κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-10101, σκέψεις 25 και 27).

89

Σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο δεν είναι ο αυτουργός της παραβάσεως μπορεί εντούτοις να επιβληθούν κυρώσεις για την παράβαση αυτή όταν το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διέπραξε την παράβαση έπαυσε να υπάρχει νομικώς ή οικονομικώς (βλ., συναφώς, αποφάσεις ETI κ.λπ., σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 40, και ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, σκέψη 85 ανωτέρω, σκέψη 144) προκειμένου να μην μπορεί μια επιχείρηση να αποφύγει την επιβολή κυρώσεων απλώς λόγω του γεγονότος ότι η ταυτότητά της τροποποιήθηκε λόγω αναδιαρθρώσεων, εκχωρήσεων ή λοιπών νομικών ή οργανωτικών μεταβολών (βλ., συναφώς, απόφαση ETI κ.λπ., σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πρόκειται για το κριτήριο της οικονομικής συνέχειας.

90

Επομένως, από τη νομολογία προκύπτει ότι η μεταβολή της νομικής μορφής και της επωνυμίας μιας επιχειρήσεως δεν έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέας επιχειρήσεως χωρίς καμία ευθύνη για τη θίγουσα τον ανταγωνισμό συμπεριφορά της προηγούμενης επιχειρήσεως όταν, από οικονομικής απόψεως, οι δύο επιχειρήσεις ταυτίζονται (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Μαρτίου 1984, 29/83 και 30/83, Compagnie royale asturienne des mines και Rheinzink κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 1679· Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, σκέψεις 356 έως 359, και ETI κ.λπ., σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 42).

91

Εξάλλου, το γεγονός ότι ένα νομικό πρόσωπο εξακολουθεί να υφίσταται ως νομική οντότητα δεν αποκλείει ότι, από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, μπορεί να υπάρχει μεταβίβαση ενός μέρους των δραστηριοτήτων του εν λόγω νομικού προσώπου σε άλλο νομικό πρόσωπο, το οποίο καθίσταται υπεύθυνο για τις πράξεις που τέλεσε το πρώτο (αποφάσεις Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, σκέψεις 356 έως 359, και ETI κ.λπ., σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 48· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T-43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-3435, σκέψη 132).

92

Συγκεκριμένα, μια τέτοια επιβολή κυρώσεως στην περίπτωση αυτή μπορεί να γίνει δεκτή αν τα εν λόγω νομικά πρόσωπα ήταν υπό τον έλεγχο του ιδίου προσώπου και ακολουθούσαν, λόγω των στενών δεσμών που τα ενώνουν από οικονομικής και οργανωτικής απόψεως, τις ίδιες ουσιαστικά εμπορικές οδηγίες (αποφάσεις Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, σκέψεις 356 έως 359, και ETI κ.λπ., σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 49).

93

Αντιθέτως, το Δικαστήριο έκρινε ότι οικονομική συνέχεια μπορεί να υπάρξει μόνον στην περίπτωση που το ευθυνόμενο για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως νομικό πρόσωπο έπαυσε να υφίσταται νομικώς μετά τη διάπραξη της παραβάσεως στην περίπτωση δύο υφισταμένων και λειτουργουσών επιχειρήσεων εκ των οποίων η μία είχε απλώς εκχωρήσει ένα μέρος των δραστηριοτήτων της στην άλλη και οι οποίες δεν συνδέονταν διαρθρωτικά μεταξύ τους (βλ., συναφώς, αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 85 ανωτέρω, σκέψη 145, και Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, σκέψη 359).

94

Επομένως, το κριτήριο της οικονομικής συνέχειας καθιστά δυνατή, στις εξαιρετικές περιπτώσεις τις οποίες καθορίζει αυστηρώς η νομολογία, τη διασφάλιση της αρχής της προσωπικής ευθύνης του αυτουργού της παραβάσεως και την επιβολή κυρώσεων στο νομικό πρόσωπο, το οποίο είναι μεν άλλο από αυτό που διέπραξε την εν λόγω παράβαση, αλλά συνδέεται διαρθρωτικά με αυτό.

95

Επομένως, κατ’ εφαρμογή του κριτηρίου της οικονομικής συνέχειας, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων σε νομικό πρόσωπο πλην αυτού που διέπραξε την παράβαση, παρά την ύπαρξη οποιασδήποτε νομικής κατασκευής η οποία αποσκοπεί, εντός της ιδίας επιχειρήσεως, να δημιουργήσει τεχνητώς εμπόδιο στην επιβολή κυρώσεων των παραβάσεων στο δίκαιο του ανταγωνισμού, οι οποίες διεπράχθησαν από ένα ή διάφορα νομικά πρόσωπα που την αποτελούν.

96

Εντούτοις, βάσει της έννοιας της οικονομικής συνέχειας δεν δύναται να θεωρηθεί υπεύθυνη για παράβαση μια επιχείρηση πλην αυτής η οποία, ενδεχομένως μέσω των νομικών προσώπων που την αποτελούν, διέπραξε την εν λόγω παράβαση (βλ., συναφώς, απόφαση ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, σκέψη 85 ανωτέρω, σκέψη 145), εκτός αν οι δύο αυτές επιχειρήσεις έχουν διαρθρωτικούς δεσμούς οι οποίοι τις συνδέουν οικονομικώς και οργανωτικώς (βλ., συναφώς, αποφάσεις Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 83 ανωτέρω, σκέψη 359, και ETI κ.λπ., σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 49) ή το νομικό πρόσωπο το οποίο διέπραξε την παράβαση εκχωρήθηκε σε τρίτον με καταχρηστικούς όρους, ήτοι όχι με τους όρους της αγοράς, με πρόθεση αποφυγής των προβλεπομένων στο δίκαιο περί συμπράξεων κυρώσεων (προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην απόφαση ETI κ.λπ., σκέψη 68 ανωτέρω, Συλλογή 2007, σ. I-10896, σκέψεις 82 και 83).

97

Αντιθέτως, σε επιχείρηση η οποία, σύμφωνα με τους όρους της αγοράς, εκχώρησε το νομικό πρόσωπο το οποίο διέπραξε την παράβαση σε τρίτον με τον οποίο ουδόλως συνδέεται διαρθρωτικά, δύναται να επιβληθούν κυρώσεις κατ’ εφαρμογήν της αρχής της προσωπικής ευθύνης για την προ της εκχωρήσεως περίοδο της παραβάσεως υπό την επιφύλαξη των σχετικών με την παραγραφή κανόνων, τούτο δε παρά το ότι οι δραστηριότητές της δεν διεξάγονταν πλέον στον εμπορικό τομέα ο οποίος αποτέλεσε το αντικείμενο της παραβάσεως αυτής.

98

Με άλλα λόγια, το κριτήριο της οικονομικής συνέχειας δεν έχει ως αντικείμενο, όταν κανόνες δικαίου, όπως αυτοί που διέπουν την παραγραφή, εμποδίζουν την επιβολή κυρώσεων σε επιχείρηση λόγω παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού, ή όταν δεν υφίσταται πλέον η επιχείρηση η οποία εκχώρησε το νομικό πρόσωπο που διέπραξε την παράβαση, να δύναται να αναζητηθεί ή να αναληφθεί αναδρομικώς η ευθύνη άλλης επιχειρήσεως για τα πραγματικά περιστατικά τα οποία διέπραξε η πρώτη επιχείρηση, εκτός αν έχουν διαρθρωτικούς δεσμούς που τις συνδέουν οικονομικώς και οργανωτικώς (βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer στην απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 85 ανωτέρω, σκέψη 72) ή ότι η μεταβίβαση του νομικού προσώπου το οποίο διέπραξε την παράβαση πραγματοποιήθηκε με καταχρηστικούς όρους (βλ. σκέψη 96 ανωτέρω).

99

Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή εάν πρόκειται για μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού ή μεταβίβαση νομικού προσώπου στο εν λόγω τρίτο πρόσωπο, και πρέπει να απορριφθεί η προβληθείσα συναφώς άποψη της Επιτροπής.

100

Συγκεκριμένα, έχει κριθεί ότι η αρχή της προσωπικής ευθύνης δεν διακυβεύεται από το κριτήριο της οικονομικής συνέχειας σε περίπτωση όπου επιχείρηση μεταβίβασε σε ανεξάρτητο τρίτον μέρος των δραστηριοτήτων της που εμπλέκονται στη σύμπραξη μέσω μεταβιβάσεως θυγατρικής ιδρυθείσας για τους σκοπούς της εν λόγω μεταβιβάσεως και δεν υφίστανται διαρθρωτικοί δεσμοί μεταξύ του παλαιού και του νέου φορέα εκμετάλλευσης, όπερ δικαιολογεί ότι στη μεταβιβάζουσα επιχείρηση επιβάλλονται κυρώσεις για την προ της μεταβιβάσεως περίοδο της παραβάσεως και στην προς ην η μεταβίβαση επιχείρηση για τη μετά της μεταβιβάσεως περίοδο (βλ., συναφώς, απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψεις 28 και 61).

101

Επομένως, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της προσωπικής ευθύνης, και στο εκχωρηθέν νομικό πρόσωπο, από την ημερομηνία της ιδρύσεώς του, δύναται να επιβληθούν κυρώσεις για την περίοδο παραβάσεως κατά τη διάρκεια της οποίας συμμετείχε το ίδιο στην παράβαση (βλ., συναφώς, απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψεις 28, 61, 66 και 67), καθόσον, συγκεκριμένα, από τη στιγμή αυτή, δύναται να θεωρηθεί ατομικά υπεύθυνο της παραβάσεως αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, C-125/07 P, C-133/07 P, C-135/07 P και C-137/07 P, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I-8681, σκέψεις 81 και 82).

102

Πρέπει να προστεθεί ότι η παράλειψη διαπιστώσεως της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από μεταβιβάζουσα επιχείρηση και, ενδεχομένως, της επιβολής κυρώσεων σε αυτή, δύναται να θίξει την αποτελεσματικότητα της επιβολής κυρώσεων σε περιπτώσεις μεταγενέστερης υποτροπής.

103

Εν προκειμένω, πρέπει καταρχάς να υπομνησθούν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

104

Αφενός, ο κλάδος των θαλάσσιων σωλήνων που προορίζονται για πετρέλαιο και φυσικό αέριο, ο οποίος ανήκει σήμερα στην Parker ITR, δημιουργήθηκε το 1966 από την Pirelli Treg, τις δραστηριότητες τις οποίες ανέλαβε τον Δεκέμβριο 1990 η ITR, την οποία απέκτησε το 1993 η Saiag.

105

Αφετέρου, η Saiag δημιούργησε μια θυγατρική, την ITR Rubber, στις 27 Ιουνίου 2001, αφού άρχισε διαπραγματεύσεις με την Parker-Hannifin περί της τυχόν πωλήσεως της δραστηριότητάς της των θαλάσσιων σωλήνων, στην οποία μεταβίβασε, στις 19 Δεκεμβρίου 2001, τον κλάδο των σωλήνων από καουτσούκ, περιλαμβανομένου του κλάδου των θαλάσσιων σωλήνων.

106

Η μεταβίβαση του κλάδου των σωλήνων από καουτσούκ στην ITR Rubber άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2002 και, στις 31 Ιανουαρίου 2002, τη θυγατρική ITR Rubber –η οποία ονομάστηκε λίγους μήνες αργότερα Parker ITR– απέκτησε η Parker-Hannifin.

107

Περαιτέρω, από την αιτιολογική σκέψη 370 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, από τον Δεκέμβριο του 1990 έως τις 27 Ιουνίου 2001, ημερομηνία κατά την οποία η ITR Rubber αποτελούνταν από τη Saiag, η ITR μετείχε στη σύμπραξη και, επομένως, διέπραξε την παράβαση για την οποία επιβάλλει κυρώσεις η προσβαλλόμενη απόφαση.

108

Περαιτέρω δεν αμφισβητείται ότι η ITR εξακολούθησε να ασκεί τη δραστηριότητα σχετικά με τους σωλήνες από καουτσούκ της Saiag, και ειδικότερα τη δραστηριότητα σχετικά με τους θαλάσσιους σωλήνες, μέχρι το χρονικό σημείο της μεταβιβάσεως των στοιχείων ενεργητικού της στην ITR Rubber, στις 19 Δεκεμβρίου 2001, η δε μεταβίβαση αυτή άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2002.

109

Εξάλλου, συνομολογείται ότι η διάπραξη της παραβάσεως εξακολούθησε από τις 27 Ιουνίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001.

110

Επομένως, η ITR, επίσης, μεταξύ 27 Ιουνίου 2001 και 31 Δεκεμβρίου 2001, διέπραξε την παράβαση.

111

Επομένως, κατ’ εφαρμογή της αρχής της προσωπικής ευθύνης, στη Saiag και στην ITR έπρεπε να επιβληθούν κυρώσεις για τη διαπραχθείσα παράβαση –τουλάχιστον– μεταξύ Δεκεμβρίου 1990 και 31ης Δεκεμβρίου 2001.

112

Ωστόσο, συνομολογείται επίσης ότι η Επιτροπή δεν επέβαλε κυρώσεις στην ITR και στη Saiag, διότι έκρινε, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που προσκόμισε συναφώς κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, ότι η παράβαση είχε παραγραφεί όσον τις αφορά.

113

Εξάλλου, η Επιτροπή διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, στο μέτρο αυτό, για να επιβάλει κυρώσεις στη διαπραχθείσα από την ITR παράβαση από τον Δεκέμβριο του 1990 έως τον Δεκέμβριο του 2001 και, πριν από αυτή, από την Pirelli Treg από τον Απρίλιο του 1986 έως τον Δεκέμβριο του 1990, αποφάσισε να καταλογίσει στην Parker ITR, πρώην ITR Rubber, την ευθύνη του συνόλου της παραβάσεως διαχρονικώς. Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι ήταν δυνατό να χρησιμοποιήσει το κριτήριο της οικονομικής συνέχειας στην περίπτωση αυτή για να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα της επιβολής κυρώσεων στο δίκαιο του ανταγωνισμού.

114

Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, πληρούνται οι όροι για την εφαρμογή του κριτηρίου της οικονομικής συνέχειας, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή.

115

Διαπιστώνεται ότι, αφενός, από 27 Ιουνίου 2001 έως 31 Ιανουαρίου 2002, η ITR Rubber ήταν θυγατρική ανήκουσα κατά 100 % στην ITR και, αφετέρου, η μεταβίβαση των δραστηριοτήτων σχετικά με τους σωλήνες από καουτσούκ στην ITR Rubber τέθηκε σε ισχύ μόλις από την 1η Ιανουαρίου 2002, εφόσον από κανένα στοιχείο του φακέλου της Επιτροπής δεν αποδεικνύεται ότι η ITR Rubber είχε οποιαδήποτε δραστηριότητα, και, ειδικότερα, δραστηριότητα συνδεόμενη με τους θαλάσσιους σωλήνες, πριν από την ημερομηνία αυτή. Εφόσον η ITR προέβη στην πώληση του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού της ITR Rubber στην Parker-Hannifin, με σύμβαση συναφθείσα στις 5 Δεκεμβρίου 2001 και εκτελεσθείσα με τη μεταβίβαση του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού στον αγοραστή στις 31 Ιανουαρίου 2002, συνομολογείται ότι η εκ μέρους της ITR πραγματοποιηθείσα ανάθεση σε θυγατρική του τομέα της σχετικής με τους σωλήνες από καουτσούκ δραστηριότητας, εντάσσεται προδήλως στον σκοπό πωλήσεως των στοιχείων ενεργητικού της θυγατρικής αυτής σε τρίτη επιχείρηση (βλ., συναφώς, απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 60).

116

Υπό τις συνθήκες αυτές, το νομικό πρόσωπο που διηύθυνε την οικεία επιχείρηση κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως, δηλαδή η ITR και η μητρική της εταιρία Saiag, ευθύνεται για την παράβαση αυτή, έστω και αν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της περί διαπιστώσεως της παραβάσεως αποφάσεως, η εκμετάλλευση της δραστηριότητας σχετικά με τους θαλάσσιους σωλήνες τελούσε υπό την ευθύνη άλλης επιχειρήσεως, εν προκειμένω της Parker-Hannifin. Συγκεκριμένα, η αρχή της προσωπικής ευθύνης δεν διακυβεύεται από την αρχή της οικονομικής συνέχειας σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη, στις οποίες μια εμπλεκόμενη σε σύμπραξη επιχείρηση, ήτοι η Saiag, και η θυγατρική της ITR, μεταβίβασε μέρος των δραστηριοτήτων της σε ανεξάρτητο τρίτο και δεν υφίστανται διαρθρωτικοί δεσμοί μεταξύ του παλαιού και του νέου φορέα εκμετάλλευσης δηλαδή, εν προκειμένω, μεταξύ της Saiag ή της ITR και της Parker-Hannifin.

117

Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι δεν διαθέτει κανένα στοιχείο περί του ότι η πώληση επήλθε υπό καταχρηστικούς όρους με σκοπό να καταστεί δυνατό στη Saiag και στην ITR να αποφύγουν την ευθύνη τους και πρέπει να αναφερθεί ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε την άποψη αυτή στην προσβαλλόμενη απόφαση.

118

Συνεπώς, εναπέκειτο στην Επιτροπή να διαπιστώσει ότι η Saiag και η ITR ευθύνονταν για την παράβαση μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2002, στη συνέχεια, ενδεχομένως, να διαπιστώσει ότι η παράβαση αυτή είχε παραγραφεί, όπως έχει τη δυνατότητα να πράξει βάσει πάγιας νομολογίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 2005, T-22/02 και T-23/02, Sumitomo Chemical και Sumika Fine Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-4065, σκέψεις 60 και 61, και της 12ης Οκτωβρίου 2007, T-474/04, Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-4225, σκέψη 72).

119

Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν μπορούσε, υπό τις συνθήκες αυτές, να θεωρήσει υπεύθυνη την ITR Rubber για το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα, ημερομηνία κατά την οποία της μεταβιβάστηκαν τα εμπλεκόμενα στη σύμπραξη στοιχεία ενεργητικού.

120

Κατά τα λοιπά, αυτή είναι η λύση την οποία έκανε δεκτή η Επιτροπή στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της προσωπικής ευθύνης, τη δε λύση αυτή ενέκρινε το Γενικό Δικαστήριο.

121

Περαιτέρω, εφόσον πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της συλλογιστικής της Επιτροπής όσον αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου της οικονομικής συνέχειας μόνο στην εκχώρηση των στοιχείων ενεργητικού της ITR στην ITR Rubber (και όχι στην εκχώρηση της θυγατρικής ITR Rubber στην Parker-Hannifin), η ευθύνη της Saiag και της ΙTR δεν μπορεί να μεταβιβασθεί στην ITR Rubber κατ’ εφαρμογήν του κριτηρίου αυτού. Επομένως, δεν μπορεί να ευοδωθεί η επιχειρηματολογία της Επιτροπής ότι η ευθύνη που συνδέεται, κατ’ εφαρμογήν του κριτηρίου της οικονομικής συνέχειας, με τη θυγατρική, η οποία συστήθηκε για την εξαγορά της από την Parker-Hannifin, μεταβιβάζεται επομένως στην Parker-Hannifin με την ευκαιρία αυτή.

122

Πρέπει επίσης, να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της Επιτροπής ότι, κατ’ ουσίαν, διαθέτει, εν πάση περιπτώσει, περιθώριο εκτιμήσεως για να επιλέξει τον υπεύθυνο της παραβάσεως τόσο στην περίπτωση της οικονομικής συνέχειας όσο, γενικότερα, όσον αφορά τις μητρικές εταιρίες και τις θυγατρικές τους, όπερ της παρέχει τη δυνατότητα να επιβάλει κυρώσεις στην ITR Rubber για το σύνολο του παραβατικού παρελθόντος της ITR και της Saiag.

123

Πρώτον, συγκεκριμένα, προκύπτει από τη νομολογία ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να μπορεί να καταλογισθεί σε μια μητρική εταιρία η παραβατική συμπεριφορά της θυγατρικής της λόγω ελέγχου που ασκεί η μητρική εταιρία επ’ αυτής (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1998, T-309/94, KNP BT κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-1007, σκέψεις 41, 42, 45, 47 και 48, επιβεβαιωθείσα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-248/98 P, KNP BT κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-9641, σκέψη 73).

124

Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η νομολογία αυτή δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση εφόσον, εν προκειμένω, η Επιτροπή σκοπεί στον καταλογισμό σε μια θυγατρική, την ITR Rubber, της ευθύνης της μητρικής της εταιρίας, Saiag, για την παραβατική συμπεριφορά άλλης θυγατρικής της Saiag, ήτοι της ITR.

125

Δεύτερον, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η Επιτροπή έχει την επιλογή να επιβάλει κυρώσεις είτε στη θυγατρική που μετείχε στην παράβαση, είτε στη μητρική εταιρία που την ήλεγχε κατά την περίοδο εκείνη (απόφαση Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 101 ανωτέρω, σκέψεις 81 έως 84, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T-259/02 έως T-264/02 και T-271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-5169, σκέψη 331), είτε στις δύο από κοινού και αλληλεγγύως (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 2005, T-71/03, T-74/03, T-87/03 και T-91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 52 έως 82, και της 24ης Μαρτίου 2011, T-384/06, IBP και International Building Products France κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II-1177, σκέψη 13).

126

Εντούτοις, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι, αν, ασφαλώς, δύναται να επιβληθούν κυρώσεις στη θυγατρική αντί της μητρικής εταιρίας, τούτο μπορεί να συμβεί στον βαθμό κατά τον οποίο μετείχε η ίδια στην παράβαση και, επομένως, για τη διάρκεια της συμμετοχής της στην παράβαση, όπερ αποκλείει, μεταξύ άλλων, να θεωρηθεί αναδρομικώς υπεύθυνη για παράβαση διαπραχθείσα από τη μητρική της εταιρία πριν από τη σύσταση της εν λόγω θυγατρικής.

127

Συγκεκριμένα, η δυνατότητα αναδρομικού καταλογισμού της ευθύνης για παράβαση σε άλλο νομικό πρόσωπο πλην αυτού που τη διέπραξε είναι δυνατή μόνο στο πλαίσιο της εφαρμογής του κριτηρίου της οικονομικής συνέχειας, το οποίο εντούτοις αποκλείστηκε εν προκειμένω (βλ. τις σκέψεις 114 έως 119 ανωτέρω).

128

Εφόσον η μεταβίβαση των εμπλεκόμενων στη σύμπραξη στοιχείων ενεργητικού της ITR στην ITR Rubber τέθηκε συγκεκριμένα σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2002 και η Επιτροπή δεν προσκόμισε καμία απόδειξη για την εμπλοκή της ITR Rubber κατά το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα, πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ότι η ITR Rubber διέπραξε προσωπικώς την παράβαση από 1ης Ιανουαρίου 2002 έως 31 Ιανουαρίου 2002, ημερομηνία κατά την οποία η Parker-Hannifin απέκτησε το σύνολο των μετοχών της ITR Rubber.

129

Επομένως, υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως του δεύτερου και τρίτου λόγου ακυρώσεως, και η από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη της Parker-Hannifin δεν μπορεί να γίνει δεκτή για το προ της 31ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα, ημερομηνία κατά την οποία η Parker-Hannifin απέκτησε το σύνολο των μετοχών της ΙTR Rubber (νυν Parker ITR). Η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον ορθώς δέχεται την από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη της Parker-Hannifin από τις 31 Ιανουαρίου 2002, πρέπει, κατά συνέπεια, να επιβεβαιωθεί συναφώς και υπό την επιφύλαξη αυτή.

130

Χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί το δεύτερο και τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, πρέπει επομένως το πρώτο σκέλος αυτού να γίνει δεκτό, καθόσον η ευθύνη της Parker ITR δεν μπορεί να γίνει δεκτή για το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα της παραβάσεως.

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από την εσφαλμένη επιβολή προστίμου στην Parker ITR για το προ της 11ης Ιουνίου 1999 χρονικό διάστημα

Προσβαλλόμενη απόφαση

131

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, στις αιτιολογικές σκέψεις 148 έως 187 και 289 έως 307, η Επιτροπή υπενθυμίζει διάφορα πραγματικά περιστατικά τα οποία, κατά την άποψή της, οδηγούν στη διάκριση τριών περιόδων κατά τις οποίες υπήρχε η σύμπραξη: μια πρώτη περίοδος «πλήρους και απόλυτης» δραστηριότητας από το 1986 έως τον Μάιο του 1997, μια περίοδος περιορισμένης δραστηριότητας, εκτεινόμενη, κατά τα μέλη της συμπράξεως, από τον Μάιο του 1997 έως τον Ιούνιο του 1999 ή τον Ιούνιο του 2000, και, τέλος, μια νέα περίοδος «πλήρους και απόλυτης» δραστηριότητας από τον Ιούνιο του 1999 ή τον Ιούνιο του 2000, κατά τα μέλη της συμπράξεως, μέχρι τον Μάιο του 2007. Η Επιτροπή θεωρεί κατ’ ουσίαν ότι, εφόσον αποδείχθηκε η ύπαρξη επαφών μεταξύ ορισμένων συμμετεχόντων στη σύμπραξη, οι οποίες είχαν, μεταξύ άλλων, ως σκοπό την επανεκκίνηση της συμπράξεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η παράβαση είναι διαρκής, ή τουλάχιστον επαναλαμβανόμενη, αλλά, εντούτοις, δεν μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο για την περίοδο περιορισμένης δραστηριότητας της συμπράξεως.

Επιχειρήματα των διαδίκων

132

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι η επιβολή προστίμου στην Parker ITR, για το προ της 11ης Ιουνίου 1999 χρονικό διάστημα, παραβαίνει, αφενός, το άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, εφόσον η παράβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως διαρκής ή επαναλαμβανόμενη, και, αφετέρου, παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Θεωρούν ότι η Επιτροπή αθέτησε επίσης την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

133

Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

134

Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου διαπίστωση της παραγραφής για το προ της 11ης Ιουνίου 1999 χρονικό διάστημα παραβάσεως, έχει ευλόγως παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, με συνέπεια ότι πρέπει να εξετασθεί μόνον αν απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

135

Δεδομένου ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως έγινε δεκτός, η εξέταση του τέταρτου λόγου ακυρώσεως δεν είναι, συνεπώς, αναγκαία.

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εσφαλμένη αύξηση του προστίμου με την αιτιολογία ότι η Parker ITR είχε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη

Προσβαλλόμενη απόφαση

136

Από τις αιτιολογικές σκέψεις 457 έως 463 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη συμμετοχή του P. στη σύμπραξη, ο οποίος είχε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη, αποδεικνυόμενο από διάφορα αποδεικτικά στοιχεία, η Επιτροπή αποφάσισε να αυξήσει τα βασικά ποσά του προστίμου κατά 30 % λόγω επιβαρυντικών περιστάσεων και να απορρίψει την επιχειρηματολογία της Parker ITR και της Parker-Hannifin όσον αφορά τον καταλογισμό της ευθύνης της παραβάσεως στον P.

Επιχειρήματα των διαδίκων

137

Προς στήριξη του πέμπτου λόγου τους ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι κακώς αυξήθηκε το πρόστιμο με την αιτιολογία ότι η Parker ITR είχε ηγετικό ρόλο κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 11ης Ιουνίου 1999 και 30ής Σεπτεμβρίου 2001.

138

Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

139

Εφόσον έγινε δεκτός ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Parker ITR είχε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 11ης Ιουνίου 1999 και 30ής Σεπτεμβρίου 2001.

140

Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός, καθόσον ο λόγος αυτός αφορά την εσφαλμένη αύξηση του προστίμου λόγω συμπεριφοράς η οποία δεν μπορεί να καταλογισθεί στις προσφεύγουσες.

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης και αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, όσον αφορά το επιβληθέν στην Parker-Hannifin αυξημένο πρόστιμο λόγω του ηγετικού ρόλου της Parker ITR

Επιχειρήματα των διαδίκων

141

Ο έκτος λόγος ακυρώσεως τον οποίο προέβαλαν οι προσφεύγουσες αντλείται από παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης και αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά το επιβληθέν στην Parker-Hannifin αυξημένο πρόστιμο, επειδή έγινε δεκτός ο ηγετικός ρόλος της Parker ITR.

142

Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται συναφώς ότι η Επιτροπή δεν έκανε δεκτή την ευθύνη της Parker-Hannifin για το προ της 31ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα της παραβάσεως, αλλά έλαβε υπόψη της τον ηγετικό ρόλο που είχε η ITR από τον Ιούνιο του 1999 έως τον Σεπτέμβριο του 2001 για να αυξήσει το πρόστιμο της Parker ITR και το μέρος του προστίμου ως προς το οποίο η Parker-Hannifin θεωρείται αλληλεγγύως υπεύθυνη. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί την Parker-Hannifin υπεύθυνη για τα γεγονότα τα οποία επήλθαν πριν αποκτήσει την Parker ITR στις 31 Ιανουαρίου 2002, τούτο δε κατά παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης.

143

Οι προσφεύγουσες προβάλλουν επίσης κατ’ ουσίαν ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι αντιφατική και ανεπαρκής.

144

Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

145

Εφόσον έγινε δεκτός ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, η από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη της Parker-Hannifin, όσον αφορά τον ηγετικό ρόλο της θυγατρικής της, Parker ITR, δεν μπορεί να γίνει δεκτή για την παραβατική περίοδο από 11ης Ιουνίου 1999 έως 30ής Σεπτεμβρίου 2001, η οποία δεν μπορεί να καταλογισθεί στην Parker ITR.

146

Κατά συνέπεια, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από εσφαλμένο καταλογισμό στις προσφεύγουσες της ευθύνης της παραβάσεως, η οποία συνδέεται με την παράνομη συμπεριφορά του P., διευθυντή της μονάδας «Oil & Gas»

Προσβαλλόμενη απόφαση

147

Από τις αιτιολογικές σκέψεις 374 έως 381 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή απέρριψε την προβληθείσα από τις προσφεύγουσες επιχειρηματολογία, ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη, αφενός, η προσωπική ευθύνη του P., διευθυντή της μονάδας «Oil & Gas» της ITR Rubber τόσο πριν όσο και μετά την απόκτησή της από την Parker-Hannifin, ο οποίος ενήργησε εν αγνοία του εργοδότη του, θέτοντας σε εφαρμογή έναν ευρύ μηχανισμό με σκοπό τη συμμετοχή στη σύμπραξη για προσωπικό του όφελος καθώς και προς όφελος των εταιριών με τις οποίες ήταν συνδεδεμένος, και, αφετέρου, το γεγονός ότι οι ραδιουργίες αυτές έγιναν σε βάρος και σε αντίφαση με την εσωτερική πολιτική της επιχειρήσεως, προκαλώντας της σημαντική ζημία και μη προσπορίζοντάς της κανένα όφελος.

Επιχειρήματα των διαδίκων

148

Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, ότι μπορεί να τους καταλογιστεί η συμπεριφορά του P., διευθυντή της μονάδας «Oil & Gas» της ITR Rubber (η οποία κατέστη Parker ITR), λόγω του ότι, πρώτον, τους απέκρυψε την αλήθεια, θέτοντας σε εφαρμογή ένα δόλιο σχέδιο με σκοπό να του δοθεί η δυνατότητα, καθώς και στις διάφορες εταιρίες τις οποίες ήλεγχε ή με τις οποίες ήταν συνδεδεμένος, να λαμβάνει αθέμιτα κέρδη προκύπτοντα από τη σύμπραξη, δεύτερον, ότι αντιτάχθηκε με κάθε μέσον στην παρέμβαση της Parker-Hannifin στην εμπορική διαχείριση του κλάδου των θαλάσσιων σωλήνων την οποία διασφάλιζε με πλήρη αυτονομία, και, τέλος, τρίτον, ότι εθίγησαν πρώτες από τις ραδιουργίες του P., ο οποίος ενήργησε μόνον προς το προσωπικό του συμφέρον και προς το συμφέρον των εταιριών του, καθώς και κατά παράβαση των δεοντολογικών κανόνων της Parker-Hannifin. Οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι, όπως κατά την αμερικανική νομολογία, δεν πρέπει να θεωρηθεί η επιχείρηση υπεύθυνη της συμπεριφοράς του υπαλλήλου της εφόσον οι αθέμιτες ενέργειές του είχαν σκοπό τον προσπορισμό οφέλους σε άλλα πρόσωπα πλην του εργοδότη του.

149

Επιπλέον οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι δεν είχαν συνάψει καμία συμφωνία με τα μέλη της συμπράξεως κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία ο P. ήταν υπάλληλος της επιχειρήσεως και αμφισβητούν ότι απέκρυψαν τη σύμπραξη στην Επιτροπή όταν είχαν υπόνοιες συναφώς, διότι οι εν λόγω υπόνοιες δεν αρκούσαν, κατά την άποψή τους, για να δικαιολογήσουν τη λήψη μέτρων ενόψει, μεταξύ άλλων, της υποβολής αιτήματος επιείκειας.

150

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

151

Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ο καταλογισμός σε επιχείρηση παραβάσεως του άρθρου 85 ΕΚ της Συνθήκης δεν προϋποθέτει πράξη ή έστω γνώση εκ μέρους των εταίρων ή των κυριότερων διαχειριστών της εμπλεκομένης επιχειρήσεως, αλλά πράξη προσώπου το οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί να ενεργεί για λογαριασμό της επιχειρήσεως (βλ., όσον αφορά τη Συνθήκη ΕΚ, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 97, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2002, T-15/99, Brugg Rohrsysteme κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-1613, σκέψη 58).

152

Επισημαίνεται, συναφώς, ότι ο P. εργάσθηκε αδιαλείπτως από το 1981 έως το 2006 διαδοχικώς για την Pirelli Treg, τη Saiag (ITR) και την Parker ITR. Επιπλέον, μετά την προβαλλόμενη παραίτησή του, στις 9 Ιουνίου 2006, η Parker ITR συνήψε μαζί του σύμβαση παροχής συμβουλών για να διασφαλίσει τη συνέχεια του κλάδου των θαλάσσιων σωλήνων.

153

Η εμπλοκή του P. στη σύμπραξη καθώς και ο ηγετικός του ρόλος, γεγονότα που δεν αμφισβητούνται, κατά τα λοιπά, τυπικώς από τις προσφεύγουσες, εκτίθενται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 94, 122 (πίνακας 9), 144, 145, 151, 154 έως 156, 158, 163, 172, 177, 185, 189 (πίνακας 10), 190, 196, 241, 302, 349, 379, 383, 384, 386, 459 και 461 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

154

Περαιτέρω οι προσφεύγουσες αναγνώρισαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ο P. είχε εξουσιοδοτηθεί να ενεργεί για λογαριασμό της επιχειρήσεως, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 383 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική αυτή σκέψη προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες προσκόμισαν «αντίγραφο της εξουσιοδοτήσεως […] στην οποία αναφερόταν ότι είχε εξουσιοδότηση να υπογράφει ευρύτατη κατηγορία εμπορικών συναλλαγών», όπερ αποδεικνύει ότι, αν είναι αληθές ότι ο P. είχε ευρύτατο περιθώριο ελιγμών στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του, τούτο συνέβαινε διότι η εξουσία αυτή του είχε ρητώς παρασχεθεί από τις προσφεύγουσες.

155

Επομένως, οι προσφεύγουσες είναι υπεύθυνες, χωρίς να απαιτείται να προσδιοριστεί αν ο P. ενήργησε εν αγνοία τους.

156

Επομένως, είναι αλυσιτελής η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών ότι δεν είχαν συνάψει καμία συμφωνία με τα λοιπά μέλη της συμπράξεως, εφόσον δεσμεύονταν νομικώς από τον P.

157

Το αυτό ισχύει ως προς τους ισχυρισμούς σχετικά με την παράβαση των εσωτερικών δεοντολογικών κανόνων του ομίλου Parker και το γεγονός ότι ο P. ενήργησε με σκοπό να εξαπατήσει τον εν λόγω όμιλο. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κανένα στοιχείο δεν θεμελιώνει τους ισχυρισμούς αυτούς, οι οποίοι διαψεύδονται κατά τα λοιπά από το γεγονός ότι η Parker ουδέποτε κατέθεσε καταγγελία, ούτε προέβη σε διάβημα κατά του πρώην υπαλλήλου της.

158

Τέλος, όσον αφορά τις προβαλλόμενες ζημίες οι οποίες προκλήθηκαν στην Parker-Hannifin, ορθώς η Επιτροπή παρατηρεί ότι, μετέχοντας στη σύμπραξη, η επιχείρηση, σε αντίθεση με όσα διατείνεται, άντλησε οφέλη προκύπτοντα, ειδικότερα, από τον καθορισμό των τιμών και την κατανομή των αγορών μεταξύ των διαφόρων μελών της συμπράξεως τις οποίες δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει αν δεν υπήρχε συμφωνία μεταξύ τους.

159

Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από το ότι η Parker-Hannifin κακώς θεωρήθηκε ως αλληλεγγύως υπεύθυνη της παραβάσεως με την Parker ITR

Προσβαλλόμενη απόφαση

160

Από τις αιτιολογικές σκέψεις 382 έως 389 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η αποφασιστική επιρροή της Parker-Hannifin στην Parker ITR μπορούσε να τεκμαίρεται εφόσον η μητρική εταιρία κατείχε 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής της και υπήρχαν, περαιτέρω, πραγματικά στοιχεία αποδεικνύοντα ότι η Parker-Hannifin είχε ασκήσει έλεγχο στην Parker ITR, ειδικότερα εξουσιοδότηση προς τον P. πιστοποιούσα ότι είχε την εξουσία να υπογράφει ευρύτατη κατηγορία εμπορικών συναλλαγών.

161

Η Επιτροπή απέρριψε και τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες σε απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

162

Επομένως, η Επιτροπή απέρριψε το επιχείρημα ότι αρκούσε να αποδειχθεί ότι η Parker-Hannifin δεν είχε ασκήσει αποφασιστική επιρροή μόνο στη σχετική με τους θαλάσσιους σωλήνες δραστηριότητα της Parker ITR, χωρίς να απαιτείται να ληφθεί υπόψη η κατάσταση των λοιπών τομέων δραστηριότητας της θυγατρικής αυτής, θεωρώντας ότι προκύπτει από τη νομολογία ότι η επιρροή αυτή αφορά τη συμπεριφορά της θυγατρικής στο σύνολό της.

163

Δεύτερον, η Επιτροπή έκρινε ότι τα έγγραφα στα οποία παραπέμπουν οι προσφεύγουσες για να αποδείξουν την αυτονομία της Parker ITR δεν αποδεικνύουν ότι η θυγατρική ενεργούσε εντελώς ανεξάρτητα από τη μητρική εταιρία, αλλά αποκαλύπτουν μόνον τυχόν αποκλίσεις απόψεων και προβλήματα συνεργασίας. Πάντως, κατά την Επιτροπή, δεν απαιτείται παρέμβαση στην τρέχουσα διαχείριση των δραστηριοτήτων θυγατρικής για να ασκηθεί αποφασιστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της εν λόγω θυγατρικής.

164

Τρίτον, η Επιτροπή απέρριψε την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών ότι η σύμπραξη είχε αποκρυβεί από τη μητρική εταιρία λαμβάνοντας, ειδικότερα, υπόψη ότι προκύπτει από τη νομολογία ότι δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι η διεύθυνση επιχειρήσεως είχε επίγνωση μιας παραβάσεως, ενόσω το άτομο που συμβάλλει στην παράβαση αυτή είχε εξουσιοδότηση να ενεργεί για λογαριασμό της επιχειρήσεως.

165

Τέλος, η Επιτροπή έκρινε ότι, πέραν της ευθύνης της Parker ITR για τη διαπραττόμενη από το 1986 παράβαση, η Parker-Hannifin και η Parker ITR πρέπει να κριθούν αλληλεγγύως υπεύθυνες της συμπεριφοράς της Parker ITR μεταξύ 31ης Ιανουαρίου 2002 και 2ας Μαΐου 2007.

Επιχειρήματα των διαδίκων

166

Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι η Parker-Hannifin δεν άσκησε καμία επιρροή –και, κατά μείζονα λόγο, δεν άσκησε αποφασιστική επιρροή– στη μονάδα «Oil & Gas» της Parker ITR όταν τη διηύθυνε ο P. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας αυτής, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι ο P. αρνήθηκε συστηματικά να τηρήσει τις οδηγίες και την εμπορική πολιτική της Parker-Hannifin, ότι απέκρουσε τις απόπειρες παρεμβάσεώς της στη διαχείριση του κλάδου των θαλάσσιων σωλήνων και, εσκεμμένως, αγνόησε τον κώδικα δεοντολογίας του ομίλου Parker. Κατά τις προσφεύγουσες, η εν λόγω μονάδα «Oil & Gas» την οποία διηύθυνε ο P. είχε, κατά συνέπεια, αυτόνομη συμπεριφορά στην αγορά. Επομένως, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι ανέτρεψαν το τεκμήριο της ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής.

167

Αφετέρου, πέραν ορισμένων προβαλλομένων ενδείξεων, ο φάκελος της Επιτροπής δεν περιέχει, κατά τις προσφεύγουσες, κανένα αποδεικτικό στοιχείο ως προς την άσκηση αποφασιστικής επιρροής εκ μέρους της Parker-Hannifin στην Parker ITR κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ 31ης Ιανουαρίου 2002 και 9ης Ιουνίου 2006.

168

Δεύτερον, οι προσφεύγουσες κρίνουν κατ’ ουσίαν ότι απόκειται σε αυτές να ανατρέψουν το τεκμήριο της ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής μόνον όσον αφορά τα θιγόμενα από τη σύμπραξη προϊόντα, ήτοι αυτά που εμπίπτουν στη μονάδα «Oil & Gas» της Parker ITR. Επομένως, θα ήταν προδήλως δυσανάλογο και αντιφατικό με τη στηρίζουσα το τεκμήριο συλλογιστική το γεγονός ότι υποχρεούνται να αποδείξουν ότι η Parker-Hannifin δεν άσκησε καμία αποφασιστική επιρροή στο σύνολο των δραστηριοτήτων τις οποίες ασκεί η Parker ITR. Συγκεκριμένα, μητρική εταιρία μπορεί να αποφασίσει να ασκήσει αποφασιστική επιρροή σε ορισμένους τομείς δραστηριοτήτων των θυγατρικών της και να τους αφήσει πλήρη ανεξαρτησία όσον αφορά άλλους τομείς. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί, εν προκειμένω, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου αποδεικνύουν ότι η Parker-Hannifin και η Parker ITR δεν συνιστούν ενιαία επιχείρηση κατά το άρθρο 81 ΕΚ σε σχέση με τη δραστηριότητα των θαλάσσιων σωλήνων που προορίζονται για πετρέλαιο και φυσικό αέριο.

169

Τρίτον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν κατ’ ουσίαν τους ισχυρισμούς της Επιτροπής ότι, για την άσκηση αποφασιστικής επιρροής, δεν απαιτείται να υπάρχει παρέμβαση στην τρέχουσα διαχείριση μιας θυγατρικής.

170

Τέταρτον, οι προσφεύγουσες κρίνουν κατ’ ουσίαν ότι δεν υποχρεούνται να αντικρούσουν το γεγονός ότι η Parker-Hannifin επέβαλλε σκοπούς και στρατηγικές που επηρεάζουν τα αποτελέσματα και τη συνοχή του ομίλου και επιδίωκε να ανορθώσει τις συμπεριφορές που τυχόν απέκλιναν των εν λόγω σκοπών και στρατηγικών, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 386 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

171

Τέλος, πέμπτον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν κατ’ ουσίαν το περιεχόμενο και την ερμηνεία της Επιτροπής σε ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έκανε δεκτά η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 383 έως 386 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με σκοπό να αποδείξει ότι η Parker-Hannifin είχε πρόθεση να ασκήσει έλεγχο επί της θυγατρικής της.

172

Η Επιτροπή αμφισβητεί τις αιτιάσεις αυτές.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

173

Κατά πάγια νομολογία, η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία ιδίως όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει κατά τα ουσιώδη τις εντολές της μητρικής εταιρίας, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

174

Συγκεκριμένα, αυτό συμβαίνει διότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία αποτελούν μέρος ενιαίας οικονομικής οντότητας και, ως εκ τούτου, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση, κατά τη νομολογία. Επομένως, το γεγονός ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία συνιστούν ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμων στη μητρική εταιρία, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την εμπλοκή της εταιρίας αυτής στην παράβαση (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

175

Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής της, η οποία παρέβη τους κανόνες του ανταγωνισμού της Ένωσης, αφενός, η εν λόγω μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί πράγματι αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

176

Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί η απόδειξη από την Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής ώστε να τεκμαίρεται ότι ασκεί αποφασιστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της εν λόγω θυγατρικής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η ως άνω μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει το ως άνω τεκμήριο, προσκομίσει επαρκή στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτόνομα στην αγορά (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 275 ανωτέρω, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

177

Επιπλέον, η συμπεριφορά της θυγατρικής στην αγορά δεν συνιστά το μοναδικό στοιχείο το οποίο καθιστά δυνατή τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της μητρικής εταιρίας, αλλά ότι αποτελεί απλώς μία από τις ενδείξεις περί της υπάρξεως οικονομικής ενότητας (απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, σκέψη 73).

178

Επομένως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η θυγατρική εταιρία καθορίζει αυτόνομα την εμπορική πολιτική της, πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που αφορούν τους οργανωτικούς, οικονομικούς και νομικούς δεσμούς μεταξύ της θυγατρικής και της μητρικής εταιρίας, τα οποία ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση και τα οποία, επομένως, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξαντλητικής απαρίθμησης (απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, σκέψη 74).

179

Εν προκειμένω, συνομολογείται ότι η Parker-Hannifin κατείχε, μέσω των διαφόρων θυγατρικών της, το 100 % του κεφαλαίου της ITR Rubber (η οποία κατέστη Parker ITR). Ως μητρική εταιρία, τεκμαίρεται, επομένως, ότι άσκησε αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της.

180

Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να αναλυθούν τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισαν οι προσφεύγουσες προκειμένου να ανατρέψουν το τεκμήριο αυτό.

181

Στο πλαίσιο της αναλύσεως αυτής, υπενθυμίζεται, εκ των προτέρων, ότι από την απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, προκύπτει ότι η αυτονομία πρέπει να αποδεικνύεται για όλη τη θυγατρική και όχι μόνο για μια εμπορική μονάδα η οποία δραστηριοποιείται στην αγορά και αποτελεί αντικείμενο της συμπράξεως, εφόσον η απόδειξη της αυτόνομης συμπεριφοράς της θυγατρικής, in fine, σκοπεί να αποδείξει ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία δεν αποτελούν οικονομική μονάδα, όπερ δύναται να δικαιολογήσει το ότι η μητρική εταιρία δεν ευθύνεται για τη διαπραχθείσα από τη θυγατρική παράβαση (βλ., συναφώς, απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, σκέψεις 55, 56 και 59).

182

Κατά συνέπεια, η άποψη των προσφευγουσών επί του σημείου αυτού πρέπει να απορριφθεί.

183

Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι δεν απαιτείται από τους εμπλεκόμενους διαδίκους να προσκομίζουν άμεσες και αδιάσειστες αποδείξεις περί της αυτόνομης συμπεριφοράς της θυγατρικής στην αγορά, αλλά αποκλειστικά να προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν την αυτόνομη αυτή συμπεριφορά.

184

Εφόσον απαιτείται, κατά την υπομνησθείσα ανωτέρω νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 176 ανωτέρω), να προσκομίζονται «επαρκή στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι [η] θυγατρική ενεργεί αυτόνομα στην αγορά», δεν απαιτείται από τις προσφεύγουσες να παράσχουν άμεσες και αδιάσειστες αποδείξεις περί της αυτονομίας της θυγατρικής στην αγορά, αλλά, ελλείψει τέτοιων αποδείξεων, απόκειται σε αυτές να προσκομίζουν δέσμη επακριβών και συγκλινόντων αποδεικτικών στοιχείων, ικανών να αποδείξουν ότι η θυγατρική συμπεριφέρθηκε πράγματι αυτοτελώς, παρά το γεγονός ότι η μητρική εταιρία κατείχε το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής της.

185

Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες, προς στήριξη της απόψεώς τους ότι η μητρική εταιρία δεν άσκησε καμία επιρροή ούτε, κατά μείζονα λόγο, αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής της, διατείνονται ότι ο P. αρνήθηκε συστηματικώς να τηρήσει τις οδηγίες και την εμπορική πολιτική της Parker-Hannifin, απέκρουσε τις απόπειρες παρεμβάσεώς της στη διαχείριση του κλάδου των θαλάσσιων σωλήνων, όπερ αναγνωρίζει η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και, με τον τρόπο αυτό, επιπλέον, εσκεμμένως αγνόησε τον κώδικα δεοντολογίας του ομίλου Parker περί απαγορεύσεως στους εργαζομένους να λαμβάνουν μέρος σε αθέμιτες δραστηριότητες.

186

Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι, με τον τρόπο αυτό, απέδειξαν ότι η Parker-Hannifin δεν επενέβη στην τρέχουσα διαχείριση της μονάδας «Oil & Gas» της Parker ITR.

187

Πρέπει εντούτοις να επισημανθεί ότι οι προσφεύγουσες διατείνονται συγχρόνως, κατ’ ουσίαν, ότι η Parker-Hannifin δεν άσκησε μεν αποφασιστική επιρροή επί της Parker ITR, αλλά δεν σταμάτησε να αποπειράται να παρέμβει στη διαχείρισή της και μόνο λόγω των ελιγμών του P. δεν ευωδόθηκαν οι απόπειρές της.

188

Ωστόσο, οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει τους λόγους για τους οποίους η Parker-Hannifin εμποδίστηκε θεμιτώς να ασκήσει αποφασιστική επιρροή στην Parker ITR για πολλά έτη, όπως υποστηρίζουν.

189

Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι η Parker-Hannifin είναι ηγετική εταιρία διεθνούς ομίλου, ο οποίος, στις αρχές του 2002, απέκτησε νέο κλάδο δραστηριότητας γι’ αυτόν, ήτοι τον κλάδο των σωλήνων από καουτσούκ της ITR Rubber (η οποία κατέστη Parker ITR).

190

Ωστόσο, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο P. κράτησε τον όμιλο Parker μακριά από τις δραστηριότητες της Parker ITR, οπότε η ηγετική εταιρία του εν λόγω ομίλου αγνοούσε εντελώς όσα συνέβαιναν στις εν λόγω δραστηριότητες για πλέον από τέσσερα έτη μέχρι τη χρονική στιγμή της αναχωρήσεως του προσώπου αυτού το 2006.

191

Πέραν του εξαιρετικώς αναξιόπιστου χαρακτήρα των ισχυρισμών αυτών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τίποτα δεν εμπόδιζε, νομικώς και οικονομικώς, την Parker-Hannifin να ασκήσει τον έλεγχό της επί της Parker ITR.

192

Εξάλλου, τίποτε δεν εμπόδιζε την Parker-Hannifin να απομακρύνει ή να απολύσει τον P., εφόσον ήταν απλώς ένας από τους εργαζομένους της, αν οι προσφεύγουσες φρονούσαν, όπως υποστηρίζουν σήμερα, ότι παρακώλυε τον έλεγχο της Parker-Hannifin επί της Parker ITR.

193

Επιπλέον, τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία πρέπει να προσκομίσει η μητρική εταιρία πρέπει να είναι επαρκή για να αποδείξουν ότι η θυγατρική ήταν αντικειμενικώς αυτόνομη λαμβανομένων υπόψη των μεταξύ τους οργανωτικών, οικονομικών και νομικών δεσμών. Οι προθέσεις της θυγατρικής συναφώς, ακόμα και αν αποδειχθούν, στερούνται κάθε λυσιτέλειας. Διαφορετική απόφαση θα ισοδυναμούσε με επιβολή κυρώσεως για την απραξία και αμέλεια της μητρικής εταιρίας στη διαχείριση των θυγατρικών με παραβατική συμπεριφορά.

194

Συνεπώς, οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα στοιχείο δυνάμενο να απορρίψει το τεκμήριο της αποφασιστικής επιρροής της μητρικής εταιρίας επί της θυγατρικής, και τα συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία που έκανε δεκτά η Επιτροπή.

195

Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, λόγω εφαρμογής εσφαλμένης μεθόδου για τον υπολογισμό της αξίας των πωλήσεων προκειμένου να προσδιοριστεί το πρόστιμο

Προσβαλλόμενη απόφαση

196

Από τις αιτιολογικές σκέψεις 422 έως 428 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή, αφενός, δέχθηκε, για τον καθορισμό των σχετικών πωλήσεων, τον μέσο όρο των πωλήσεων των τριών τελευταίων ετών πριν από το τέλος της παραβάσεως για να συνεκτιμήσει τη μεταβλητότητα των ετήσιων πωλήσεων, και, αφετέρου, έκρινε ότι η αγορά του ΕΟΧ αντιστοιχούσε σε όλες τις πωλήσεις που είχαν τιμολογηθεί σε έναν, εγκατεστημένο εντός του ΕΟΧ, αγοραστή, διευκρινίζοντας ότι, κατά την άποψή της, επρόκειτο, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτέρων συνθηκών της οικείας αγοράς, για το πιο αξιόπιστο κριτήριο προς καθορισμό του τόπου του επηρεαζόμενου από την παράβαση ανταγωνισμού, και όχι τον τόπο της τελικής χρησιμοποιήσεως, ο οποίος πράγματι δύναται να βρίσκεται εκτός του ΕΟΧ.

197

Η Επιτροπή επισημαίνει, εξάλλου, ότι η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η πλειοψηφία των εταιριών, με τις απαντήσεις τους στις αιτήσεις της περί παροχής πληροφοριών, προέβησαν σε γεωγραφική κατανομή των πελατών ή του κύκλου εργασιών βάσει του τόπου τιμολογήσεως και όχι βάσει του τόπου παραδόσεως ή τελικής χρησιμοποιήσεως των προϊόντων.

198

Τέλος, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι μια τέτοια εκτίμηση δεν βρίσκεται σε αντίφαση με τις κατευθυντήριες γραμμές, διότι οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές δεν αναφέρουν τα κριτήρια βάσει των οποίων θεωρείται ότι οι πωλήσεις διεξάγονται εντός του ΕΟΧ.

Επιχειρήματα των διαδίκων

199

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης λαμβάνοντας υπόψη, για τον υπολογισμό των συνολικών πωλήσεων εντός του ΕΟΧ, όχι μόνον τις πωλήσεις των θαλάσσιων σωλήνων που παραδίδονται εντός του ΕΟΧ, αλλά και τις πωλήσεις των προϊόντων που τιμολογούνται σε εγκατεστημένες εντός του ΕΟΧ εταιρίες, τούτο δε, κατά την άποψή τους, για να αυξήσει τεχνητώς το ποσό του προστίμου.

200

Κατά τις προσφεύγουσες, μόνον οι πωλήσεις των προϊόντων που παραδίδονται εντός του ΕΟΧ αντανακλούν τον αντίκτυπο στον ανταγωνισμό τυχόν παράνομης συμπεριφοράς εντός του ΕΟΧ. Συγκεκριμένα, οι πωλήσεις των προϊόντων που παραδίδονται εκτός του ΕΟΧ δεν μπορούν «να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών» ή «μεταξύ των συμβαλλομένων μερών», κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ· συγκεκριμένα, το εμπόριο εντός του ΕΟΧ επηρεάζεται αποκλειστικά όταν τα προϊόντα τα οποία αφορά η σύμπραξη παραδίδονται εντός του εδάφους του ΕΟΧ, ανεξαρτήτως του τόπου εγκαταστάσεως της νομικής οντότητας στην οποία τιμολογούνται.

201

Επιπλέον, οι προσφεύγουσες αναφέρουν, συναφώς, το σημείο 197 της κωδικοποιημένης ανακοινώσεως της Επιτροπής για θέματα δικαιοδοσίας βάσει του κανονισμού (EΚ) 139/2004 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (EE 2008, C 95, σ. 1, στο εξής: ανακοίνωση για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων), σύμφωνα με το οποίο «η παράδοση αποτελεί γενικά τη χαρακτηριστική πράξη για την πώληση προϊόντων […]», όπερ επιβεβαιώνει την ανάλυσή τους στην παράγραφο 18 των κατευθυντηρίων γραμμών.

202

Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η αιτιολογική σκέψη 55 της προσβαλλομένης αποφάσεως –με την οποία η Επιτροπή διευκρινίζει ότι «οι πωλήσεις προς αντικατάσταση [παλαιών σωλήνων] [ήτοι προς τους τελικούς χρήστες] αντιπροσωπεύουν μεγαλύτερο μέρος στην παγκόσμια αγορά θαλάσσιων σωλήνων από ό,τι οι πωλήσεις νέων προϊόντων [ήτοι οι πωλήσεις προς κατασκευαστές εξοπλισμών]» –αντιφάσκει με την αιτιολογική σκέψη 427 της προσβαλλομένης αποφάσεως– σύμφωνα με την οποία «μεγάλη ποσότητα θαλάσσιων σωλήνων αγοράζεται από τους κατασκευαστές εξοπλισμών».

203

Εξάλλου, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι το κριτήριο της τιμολογήσεως είναι σύνηθες κριτήριο, χρησιμοποιούμενο από τις επιχειρήσεις, απλώς και μόνον λόγω του γεγονότος ότι πλείονες από τις οικείες επιχειρήσεις ανέφεραν την εσωτερική γεωγραφική κατανομή του κύκλου εργασιών τους βάσει του τόπου τιμολογήσεως και όχι βάσει του τόπου παραδόσεως και ενώ η Parker-Hannifin είχε επιστήσει την προσοχή της επί του γεγονότος ότι ο υπολογισμός των αριθμητικών αυτών στοιχείων μπορεί να μην αντανακλά τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε εντός του ΕΟΧ για τις ανάγκες της υποθέσεως.

204

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

205

Κατά την παράγραφο 13 των κατευθυντηρίων γραμμών:

«Για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί την αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση, με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα, στον σχετικό γεωγραφικό χώρο εντός του ΕΟΧ. Η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί κατά κανόνα τις πωλήσεις της επιχείρησης κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους της συμμετοχής της στην παράβαση […]»

206

Σύμφωνα με την παράγραφο 18 των κατευθυντηρίων γραμμών:

«Όταν η γεωγραφική έκταση μιας παράβασης υπερβαίνει τα όρια του ΕΟΧ (για παράδειγμα, στην περίπτωση των παγκόσμιων συμπράξεων), οι σχετικές πωλήσεις των επιχειρήσεων εντός του ΕΟΧ ενδέχεται να μην αντικατοπτρίζουν κατάλληλα τη βαρύτητα της συμμετοχής της κάθε επιχείρησης στην παράβαση. Αυτό μπορεί να ισχύει ιδίως στην περίπτωση παγκόσμιων συμφωνιών κατανομής αγορών.

Στις περιπτώσεις αυτές, με στόχο να αντικατοπτρίζεται τόσο το συνολικό μέγεθος των εν λόγω πωλήσεων εντός του ΕΟΧ όσο και η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής της κάθε επιχείρησης στην παράβαση, η Επιτροπή θα μπορεί να εκτιμήσει τη συνολική αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών με τις οποίες σχετίζεται η παράβαση στον σχετικό γεωγραφικό χώρο (ευρύτερο του ΕΟΧ), να προσδιορίσει το μερίδιο των πωλήσεων που αντιστοιχεί σε κάθε επιχείρηση που συμμετέχει στην παράβαση στην εν λόγω αγορά και να εφαρμόσει το ποσοστό αυτό στις συνολικές πωλήσεις των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στο εσωτερικό του ΕΟΧ. Το αποτέλεσμα θα χρησιμοποιείται ως αξία των πωλήσεων με σκοπό τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου.»

207

Συνομολογείται από τις προσφεύγουσες ότι η αγορά των θαλάσσιων σωλήνων είναι παγκόσμια αγορά.

208

Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετασθεί το περιεχόμενο της παραγράφου 18 των κατευθυντηρίων γραμμών, που εφαρμόζεται εν προκειμένω.

209

Διαπιστώνεται ότι ούτε η παράγραφος 18 των κατευθυντηρίων γραμμών –όπως, κατά τα λοιπά, ούτε η παράγραφος 13 αυτών– κάνει μνεία πωλήσεων «που παραδίδονται» ή πωλήσεων «που τιμολογούνται» εντός του ΕΟΧ, αλλά αφορά αποκλειστικώς τις πωλήσεις «που πραγματοποιήθηκαν» εντός του ΕΟΧ.

210

Κατά συνέπεια, οι κατευθυντήριες γραμμές, όπως δεν επιβάλλουν να λαμβάνονται υπόψη οι πωλήσεις που παραδίδονται εντός του ΕΟΧ, δεν εμποδίζουν την Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη της τις βάσει τιμολογίων πωλήσεις εντός του ΕΟΧ για τον υπολογισμό της αξίας των πωλήσεων κάθε επιχειρήσεως εντός του ΕΟΧ.

211

Για να μπορούν να γίνουν δεκτές οι βάσει τιμολογίων πωλήσεις εντός του ΕΟΧ, πρέπει ωστόσο το κριτήριο αυτό να αντανακλά την πραγματική κατάσταση της αγοράς, δηλαδή να είναι το καταλληλότερο για να αντανακλά τις συνέπειες της συμπράξεως στον ανταγωνισμό εντός του ΕΟΧ.

212

Ωστόσο, δεν αμφισβητείται από τις προσφεύγουσες ότι, μολονότι τα περισσότερα συστήματα θαλάσσιων σωλήνων έχουν ως τελικό προορισμό μη ευρωπαϊκές περιοχές, ορισμένοι από τους κύριους κατασκευαστές εξοπλισμών παγκοσμίως είναι, αντιθέτως, εγκατεστημένοι σε διάφορες χώρες της Ένωσης του ΕΟΧ (βλ. αιτιολογική σκέψη 59 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά συνέπεια, προκύπτει ότι η επίπτωση της συμπράξεως περί των θαλάσσιων σωλήνων επί του ανταγωνισμού εντός του ΕΟΧ αντανακλάται ορθώς, λαμβανομένων υπόψη των βάσει τιμολογίων πωλήσεων εντός του ΕΟΧ, και πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών ότι μόνον οι πωλήσεις που παραδίδονται εντός του ΕΟΧ καθιστούν δυνατή την εκτίμηση των αποτελεσμάτων της συμπράξεως εντός του ΕΟΧ.

213

Αντιθέτως, είναι αμελητέο το ότι, με την ανακοίνωσή της για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων, η Επιτροπή προετίθετο να ευνοήσει τον τόπο παραδόσεως όσον αφορά τον καθορισμό του κύκλου εργασιών που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, εφόσον η εκτίμηση των συνεπειών μιας συγκεντρώσεως στην αγορά δεν είναι πράγματι συγκρίσιμη με τον καθορισμό του ποσού του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί σε επιχείρηση λόγω παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, μολονότι ο καθορισμός της αξίας της αγοράς είναι πανομοιότυπος στην ανακοίνωση για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων και στις κατευθυντήριες γραμμές.

214

Επιπλέον, το γεγονός ότι η Επιτροπή αυτοπεριορίζεται σε έναν τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού δεν την υποχρεώνει να αυτοπεριοριστεί με τον ίδιο τρόπο σε άλλον τομέα, ούτε ισοδυναμεί ipso facto με πανομοιότυπο περιορισμό στον τομέα αυτό.

215

Περαιτέρω, το γεγονός ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, διαπιστώθηκε ότι οι πωλήσεις προς αντικατάσταση παλαιών σωλήνων στους τελικούς χρήστες –πολλοί εκ των οποίων είναι ασφαλώς εγκατεστημένοι εκτός του ΕΟΧ– αντιπροσωπεύουν μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας αγοράς θαλάσσιων σωλήνων από ό,τι οι πωλήσεις νέων προϊόντων (αιτιολογική σκέψη 55 της προσβαλλομένης αποφάσεως) δεν αντιφάσκει με την εκτίμηση της Επιτροπής ότι, εν προκειμένω, ο τόπος στον οποίο είναι εγκατεστημένη η οντότητα στην οποία τιμολογούνται οι πωλήσεις είναι καταλληλότερος για να εκτιμηθεί αν οι πωλήσεις έλαβαν χώρα εντός του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 427 της προσβαλλομένης αποφάσεως), όπερ σημαίνει, συγκεκριμένα, ότι η Επιτροπή έλαβε αποκλειστικώς υπόψη της τις τιμολογηθείσες σε πελάτες εγκατεστημένους εντός του ΕΟΧ πωλήσεις, ανεξαρτήτως της γεωγραφικής θέσης των τελικών χρηστών.

216

Πρέπει, κατά συνέπεια, να εξεταστεί αν, υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, η Επιτροπή εκμεταλλεύτηκε τα στοιχεία που προσκόμισαν οι επιχειρήσεις όσον αφορά τις πωλήσεις, ήτοι τα στοιχεία για τις τιμολογηθείσες πωλήσεις, κατά τρόπο τον οποίον δεν ανέμεναν και παραβιάστηκε η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους.

217

Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, κάθε ιδιώτης ευρισκόμενος σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η κοινοτική διοίκηση του δημιούργησε, παρέχοντάς του σαφείς διαβεβαιώσεις, βάσιμες προσδοκίες έχει το δικαίωμα να επικαλεσθεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 2004, C-37/02 και C-38/02, Di Lenardo και Dilexport, Συλλογή 2004, σ. I-6911, σκέψη 70· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, T-203/96, Embassy Limousines & Services κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-4239, σκέψη 74). Τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις, ανεξαρτήτως της μορφής υπό την οποία παρέχονται, συνιστούν οι πληροφορίες που είναι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες και προέρχονται από έγκυρες και αξιόπιστες πηγές (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Μαΐου 2000, C-82/98 P, Kögler κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 2000, σ. I-3855, σκέψη 33). Αντιθέτως, ο ιδιώτης δεν δύναται να προβάλει προσβολή αυτής της αρχής, αν η διοίκηση δεν του έχει παράσχει σαφείς διαβεβαιώσεις (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 2005, C-506/03, Γερμανία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 58, και της 22ας Ιουνίου 2006, C-182/03 και C-217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-5479, σκέψη 147). Επιπροσθέτως, μόνον οι διαβεβαιώσεις που συνάδουν προς τους εφαρμοστέους κανόνες μπορούν να θεμελιώσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 2005, Branco κατά Επιτροπής, T-347/03, Συλλογή 2005, σ. II-2555, σκέψη 102· της 23ης Φεβρουαρίου 2006, T-282/02, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-319, σκέψη 77, και της 19ης Νοεμβρίου 2009, Denka International κατά Επιτροπής, T-334/07, Συλλογή 2009, σ. II-4205, σκέψη 132).

218

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν παρείχε καμία διαβεβαίωση στις προσφεύγουσες, κατά την έννοια της νομολογίας αυτής, ότι τα στοιχεία που προσκόμισαν, στην αρχή αυτοβούλως και στη συνέχεια κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, όσον αφορά τις βάσει τιμολογίων πωλήσεις εντός του ΕΟΧ, δεν έγιναν δεκτά για τον υπολογισμό του επιβληθέντος σε αυτές προστίμου.

219

Συνεπώς, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προβάλουν οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως προς τη συνεκτίμηση των πληροφοριών, τις οποίες προσκόμισαν με πρωτοβουλία τους στην Επιτροπή σχετικά με τις τιμολογηθείσες εντός του ΕΟΧ πωλήσεις, για τον υπολογισμό του επιβληθέντος σε αυτές προστίμου.

220

Εν κατακλείδι, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, από προσβολή της αρχής της προσωπικής ευθύνης και αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, κατά τον υπολογισμό του ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών

Επιχειρήματα των διαδίκων

221

Πρώτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη τον κύκλο εργασιών της Parker ITR και όχι τον ενοποιημένο κύκλο εργασιών της Parker-Hannifin για να υπολογίσει το ανώτατο όριο του 10 % του προστίμου που επιβλήθηκε στην Parker ITR και, με τον τρόπο αυτόν, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Συγκεκριμένα, κατά την άποψή τους, από τη νομολογία προκύπτει ότι όταν δύο νομικές οντότητες αποτελούσαν μέρος της ίδιας επιχειρήσεως κατά τη χρονική περίοδο της παραβάσεως, αλλά δεν ανήκουν πλέον στην επιχείρηση αυτή κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, το ανώτατο όριο του 10 % πρέπει να υπολογιστεί βάσει των αντιστοίχων μεμονωμένων κύκλων εργασιών τους. Η ίδια συλλογιστική έπρεπε να ακολουθηθεί κατ’ αναλογία εν προκειμένω, εφόσον, κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της περιόδου της παραβάσεως, η Saiag και η ITR, οι οποίες, κατά το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας της παραβάσεως, κατείχαν τα εμπλεκόμενα στην παράβαση στοιχεία ενεργητικού, αποτελούσαν επιχείρηση ανεξάρτητη της επιχειρήσεως Parker-Hannifin.

222

Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι κάθε άλλη ερμηνεία θα παραβίαζε την αρχή της ασφάλειας δικαίου και θα κατέληγε σε δυσανάλογα αποτελέσματα.

223

Δεύτερον, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει επίσης, με τον τρόπο αυτόν, την αρχή της προσωπικής ευθύνης, εφόσον, από την 1η Απριλίου 1986 μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2002, τα στοιχεία ενεργητικού που συνδέονται με τους θαλάσσιους σωλήνες της Parker ITR ανήκαν σε διαφορετικές επιχειρήσεις.

224

Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απάντησε στην επιχειρηματολογία την οποία προέβαλαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Κατά την άποψή τους, η προσβαλλόμενη απόφαση απλώς αναφέρει ότι τα προσαρμοσμένα βασικά ποσά τα οποία έγιναν δεκτά για τα πρόστιμα δεν υπερβαίνουν το ανώτατο όριο του 10 %, όπερ δεν καθιστά αντιληπτές τις δικαιολογίες στις οποίες βασίζεται η απόφαση της Επιτροπής περί υπολογισμού του ανωτάτου ορίου του 10 % βάσει του κύκλου εργασιών της Parker-Hannifin για το μέρος του προστίμου για το οποίο η Parker ITR θεωρήθηκε ως μόνη υπεύθυνη.

225

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

226

Υπενθυμίζεται ότι πρέπει, αφενός, να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, η παραβατική περίοδος που πρέπει να καταλογισθεί στην Parker ITR διαρκεί από την 1η Ιανουαρίου 2002 έως τις 2 Μαΐου 2007 και, αφετέρου, να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, όπερ οδηγεί το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει ότι, κατά τη διάρκεια όλης της παραβατικής περιόδου, με εξαίρεση την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2002 έως 31 Ιανουαρίου 2002, η Parker ITR ήταν κατά 100 % θυγατρική της Parker-Hannifin η οποία της ασκούσε αποφασιστική επιρροή.

227

Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η εισαγωγή του ανωτάτου ορίου του 10 % μπορεί να πραγματοποιείται μόνον αν το εν λόγω όριο εφαρμόζεται, αρχικώς, σε κάθε μεμονωμένο αποδέκτη της επιβάλλουσας το πρόστιμο αποφάσεως. Μόνον αν στη συνέχεια αποδειχθεί ότι πλείονες αποδέκτες αποτελούν «την επιχείρηση», με την έννοια της οικονομικής οντότητας που ευθύνεται για την τιμωρούμενη παράβαση, και τούτο μάλιστα κατά τον χρόνο εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, μπορεί το ανώτατο όριο να υπολογιστεί βάσει του συνολικού κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως αυτής, δηλαδή του συνόλου των εταιριών που τη συναποτελούν (απόφαση Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 125 ανωτέρω, σκέψη 390).

228

Eφόσον ο πρώτος λόγος ακυρώσεως γίνεται δεκτός, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως, καθόσον αφορά την προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 παραβατική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας η ITR διέπραξε την παράβαση, είναι αλυσιτελής. Περαιτέρω, είναι αβάσιμος, καθόσον αφορά τη μετά την 1η Ιανουαρίου 2002 παραβατική περίοδο, εφόσον, κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, πλην ενός μηνός, η Parker ITR και η Parker-Hannifin αποτελούσαν οικονομική οντότητα υπεύθυνη για την τιμωρούμενη παράβαση. Επομένως, το ανώτατο όριο του προστίμου μπορούσε να υπολογιστεί επί του συνολικού κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως αυτής, δηλαδή επί του συνόλου των εταιριών που τη συναποτελούν.

229

Εφόσον ο πρώτος λόγος ακυρώσεως γίνεται δεκτός, δεν είναι περαιτέρω αναγκαίο να εξεταστούν οι άλλες αιτιάσεις, οι οποίες αφορούν την παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης και της αναλογικότητας και την έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον αφορούν τις επιπτώσεις της συνεκτιμήσεως, στην προσβαλλόμενη απόφαση, της προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικής περιόδου.

230

Κατά συνέπεια, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, λόγω αρνήσεως της Επιτροπής να μειώσει το πρόστιμο δυνάμει της συνεργασίας

Προσβαλλόμενη απόφαση

231

Από τις αιτιολογικές σκέψεις 489 έως 493 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι η Parker ITR προσκόμισε στην Επιτροπή, στο πλαίσιο του προγράμματος επιείκειας, έγγραφα ως προς τα οποία έκρινε, αφενός, ότι είχαν αμελητέα προστιθέμενη αξία όσον αφορά την περίοδο από το 1986 έως το 2007 και, αφετέρου, ότι προσέφεραν ασφαλώς στοιχεία βάσει των οποίων μπορούσε να αποδειχθεί η ύπαρξη της συμπράξεως από το 1972 μέχρι την αρχή της δεκαετίας του ’80. Πάντως, η Επιτροπή έκρινε ότι η περίοδος αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως παραγραφείσα. Συνήγαγε επομένως ότι δεν μπορεί να μειωθεί το πρόστιμο των προσφευγουσών.

Επιχειρήματα των διαδίκων

232

Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι συγκέντρωσαν και προσκόμισαν, με την αίτησή τους περί επιεικείας, ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία των πραγματικών περιστατικών, [εμπιστευτικό], τα οποία δεν γνώριζε πριν η Επιτροπή και τα οποία έχουν άμεση σχέση με [εμπιστευτικό] την παράβαση. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή έκρινε ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία αφορούσαν την περίοδο μεταξύ [εμπιστευτικό], δεν είχαν καμία προστιθέμενη αξία λόγω [εμπιστευτικό]. Ωστόσο, η ανάλυση αυτή αντιφάσκει με [εμπιστευτικό]. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα επιχείρημα εξηγώντας τους λόγους [εμπιστευτικό].

233

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν περαιτέρω ότι, αν η Επιτροπή είχε θεωρήσει ότι τα προσκομισθέντα από τις προσφεύγουσες αποδεικτικά στοιχεία είχαν σημαντική προστιθέμενη αξία, η Parker ITR δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη για [εμπιστευτικό] τη σύμπραξη βάσει των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων και η μερική αυτή απαλλαγή από την επιβολή προστίμου θα είχε σωρευθεί με τη μείωση που χορηγήθηκε στο πλαίσιο της επιεικείας δυνάμει της συνεργασίας, κατά την παράγραφο 26, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

234

Τέλος οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι απέκρυψαν τη σύμπραξη μόλις έλαβαν γνώση γι’ αυτήν.

235

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

236

Η παράγραφος 26 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας ορίζει:

«Σε κάθε απόφαση που εκδίδει στο τέλος της διοικητικής διαδικασίας, η Επιτροπή θα προσδιορίζει το επίπεδο της μείωσης του προστίμου του οποίου θα τύχει μια επιχείρηση σε σχέση με το πρόστιμο που θα είχε διαφορετικά επιβληθεί. Για την/τις:

πρώτη επιχείρηση που παράσχει σημαντική προστιθέμενη αξία: μείωση 30-50 %,

δεύτερη επιχείρηση που παράσχει σημαντική προστιθέμενη αξία: μείωση 20-30 %,

επόμενες επιχειρήσεις που παρέχουν σημαντική προστιθέμενη αξία: μείωση μέχρι 20 %.

Προκειμένου να προσδιορίσει το επίπεδο της μείωσης του προστίμου εντός των παραπάνω ορίων, η Επιτροπή θα λάβει υπόψη της τον χρόνο κατά τον οποίο υποβλήθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία που πληρούν την προϋπόθεση της [παραγράφου 24] και τον βαθμό της “προστιθέμενης αξίας” που αυτά τα στοιχεία αντιπροσωπεύουν.

Εάν η αιτούσα τη μείωση είναι η πρώτη που υποβάλει αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία κατά την έννοια της [παραγράφου 25] τα οποία χρησιμοποιεί η Επιτροπή για να αποδείξει πρόσθετα περιστατικά που αυξάνουν τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της παράβασης, η Επιτροπή δεν θα λάβει υπόψη τα πρόσθετα στοιχεία αυτά κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που θα επιβάλει στην επιχείρηση η οποία παρέσχε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία.»

237

H παράγραφος 36 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας ορίζει:

«H Επιτροπή δεν θα αποφαίνεται σχετικά με τη χορήγηση υπό όρους απαλλαγής από τα πρόστιμα, ή γενικότερα σχετικά με την αποδοχή ή μη οποιασδήποτε σχετικής αίτησης, εάν είναι προφανές ότι η αίτηση αφορά παραβάσεις που καλύπτονται από την πενταετή παραγραφή για την επιβολή κυρώσεων που προβλέπει το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1/2003, δεδομένου ότι οι εν λόγω αιτήσεις θα ήταν άνευ αντικειμένου.»

238

Εν προκειμένω, τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων οι προσφεύγουσες κρίνουν ότι έπρεπε να τους χορηγηθεί μείωση του προστίμου δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας αφορούν την περίοδο η οποία περιλαμβάνεται [εμπιστευτικό].

239

Ακόμα και αν θεωρηθούν ουσιώδη, τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία αφορούν περίοδο [εμπιστευτικό].

240

Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η εν λόγω παραβατική περίοδος, ακόμα και αν θεωρηθεί επαρκώς αποδεδειγμένη χάρη στα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, πρέπει να θεωρηθεί ως παραγραφείσα.

241

Εξάλλου, η Επιτροπή αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 491 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν για το χρονικό διάστημα [εμπιστευτικό] στερούνται συνοχής για να μπορέσουν να στοιχειοθετήσουν παράβαση.

242

Εφόσον η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν διέθετε καμία επαρκή απόδειξη για την ύπαρξη αθέμιτης δραστηριότητας προς στοιχειοθέτηση παραβάσεως κατά τη διάρκεια της περιόδου η οποία περιλαμβάνεται [εμπιστευτικό], όφειλε να συναγάγει ότι η περίοδος την οποία αφορούν τα προσκομισθέντα από τις προσφεύγουσες αποδεικτικά στοιχεία [εμπιστευτικό] και ορθώς η Επιτροπή αρνήθηκε να μειώσει το πρόστιμο των προσφευγουσών λαμβάνοντας υπόψη ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν είχαν καμία προστιθέμενη αξία.

243

Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει λεπτομερή αιτιολογία συναφώς, η οποία περιλαμβάνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 489 έως 493 αυτής.

244

Συνεπώς, ο ένατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

245

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον διαπιστώθηκε ότι η Parker ITR έλαβε μέρος στην παράβαση για το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα. Επομένως, πρέπει επίσης να ακυρωθεί το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον αφορά τις προσφεύγουσες.

Επί των αιτημάτων περί μεταρρυθμίσεως της ασκήσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου της αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας του και επί του καθορισμού του τελικού ποσού του προστίμου

246

Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ, οι κανονισμοί που εκδίδονται από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ, δύνανται να χορηγούν στο Δικαστήριο πλήρη δικαιοδοσία σχετικά με τις κυρώσεις που προβλέπουν. Η αρμοδιότητα αυτή απονέμεται στον δικαστή της Ένωσης από το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003. Επομένως, έχει την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν. Συνεπώς, ο δικαστής της Ένωσης έχει την εξουσία να ασκεί την αρμοδιότητά του πλήρους δικαιοδοσίας, όταν υποβάλλεται στην κρίση του το ζήτημα του ποσού του προστίμου, και μπορεί να ασκεί την αρμοδιότητά του αυτή τόσο για να μειώνει όσο και για να αυξάνει το ποσό αυτό (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C-3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-1331, σκέψεις 60 έως 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

247

Εξάλλου, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, πέραν της σοβαρότητας της παραβάσεως, και η διάρκειά της.

248

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια των παραβάσεων, καθώς και όλα τα στοιχεία που προσφέρονται για την εκτίμηση της σοβαρότητάς τους, όπως η συμπεριφορά της κάθε επιχειρήσεως, η λειτουργία εκάστης εξ αυτών κατά τον καθορισμό των συμπεφωνημένων πρακτικών, το όφελος που άντλησαν από τις πρακτικές αυτές, το μέγεθός τους και η αξία των εμπορευμάτων που αφορά η σύμπραξη, καθώς και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις τέτοιου είδους για τους σκοπούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C-386/10 P, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι-13085, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

249

Το Δικαστήριο έχει επισημάνει επίσης ότι αντικειμενικά στοιχεία όπως το περιεχόμενο των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορών, ο αριθμός και η έντασή τους, η έκταση της επηρεασθείσας αγοράς και η επιδείνωση την οποία υπέστη η δημόσια οικονομική τάξη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Στην ανάλυση πρέπει επίσης να συνεκτιμώνται το σχετικό μέγεθος των ευθυνόμενων επιχειρήσεων και το μερίδιο της αγοράς που κατέχουν, καθώς και η τυχόν καθ’ υποτροπή υιοθέτηση τέτοιων συμπεριφορών (απόφαση Χαλκόρ κατά Επιτροπής, σκέψη 248 ανωτέρω, σκέψη 57).

250

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, εκ φύσεως, ο καθορισμός ενός προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ασκήσεως της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, δεν αποτελεί ακριβή μαθηματική άσκηση. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τους υπολογισμούς της Επιτροπής, αλλά προβαίνει στη δική του εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, T-156/94, Aristrain κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 43).

251

Εν προκειμένω, έχοντας υπόψη την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο, αφενός, του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, αφετέρου, του πέμπτου και έκτου λόγου, καθώς και τα διαπιστωθέντα με την ευκαιρία αυτή σφάλματα (βλ. σκέψεις 130, 140 και 146 ανωτέρω), το Γενικό Δικαστήριο κρίνει πρόσφορο να ασκήσει την αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας την οποία του παρέχει το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 και να υποκαταστήσει την εκτίμησή του στην εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά το ποσό του προστίμου που πρέπει να επιβάλει στην προσφεύγουσα.

252

Επισημαίνεται, συναφώς, ότι, εν προκειμένω, η σύμπραξη είναι αρκετά σοβαρή, λαμβανομένου υπόψη ότι η παραβατική συμπεριφορά, στην οποία μετείχαν πλήρως οι προσφεύγουσες, χαρακτηρίστηκε από την κατανομή των προσφορών, τον καθορισμό των τιμών, τον καθορισμό των ποσοστώσεων, τον καθορισμό των όρων πωλήσεως, την κατανομή των γεωγραφικών αγορών καθώς και την ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών επί των τιμών, των όγκων πωλήσεων και των προσφορών. Εξάλλου, πρόκειται για σύμπραξη με παγκόσμιες διαστάσεις.

253

Πάντως, η διάρκεια της παραβάσεως, λαμβανομένου υπόψη του ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως γίνεται δεκτός, πρέπει να υπολογισθεί σε 5 και ήμισυ έτη αντί για 19 έτη όσον αφορά την Parker ITR, η οποία δεν μπορεί συγκεκριμένα να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις παραβάσεις τις οποίες διέπραξαν μεταξύ 1986 και Δεκεμβρίου 2001 η ITR και η Saiag καθώς και οι προκάτοχοί τους.

254

Συνεπώς, οι προσφεύγουσες δεν ευθύνονται ούτε για τον ηγετικό ρόλο που είχε στη σύμπραξη η ITR μεταξύ 1999 και 2001.

255

Κατόπιν των προεκτεθέντων, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του σωρευτικού αποτελέσματος των διαπιστωθεισών προηγουμένως παρατυπιών, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι προβαίνει σε δίκαιη εκτίμηση όλων των εν προκειμένω περιστάσεων καθορίζοντας το τελικό ποσό του επιβληθέντος στην Parker ITR προστίμου σε 6400000 ευρώ. Συγκεκριμένα, πρόστιμο τέτοιου ύψους παρέχει τη δυνατότητα αποτελεσματικής κυρώσεως της παράνομης συμπεριφοράς της προσφεύγουσας, κατά τρόπο ανάλογο με τη σοβαρότητα της παραβάσεως και επαρκώς αποτρεπτικό.

256

Περαιτέρω, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Parker-Hannifin απέκτησε το σύνολο των μετοχών της ITR Rubber στις 31 Ιανουαρίου 2002 και το ποσό του προστίμου στο οποίο πρέπει να καταδικαστεί αλληλεγγύως η μητρική εταιρία πρέπει να καθορισθεί για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας αυτής και της 2ας Μαΐου 2007.

257

Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει, πρώτον, να ακυρωθεί το άρθρο 1, στοιχείο θʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αφορά την παράβαση η οποία προσάπτεται στην Parker ITR για το προ του Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα, δεύτερον, να καθορισθεί το ποσό του επιβληθέντος σε αυτήν προστίμου σε 6400000 ευρώ, ποσό για το οποίο η Parker-Hannifin πρέπει να θεωρηθεί αλληλεγγύως υπεύθυνη μέχρι των 6300000 ευρώ, εφόσον η από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη της Parker-Hannifin δεν μπορεί να γίνει δεκτή για το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31 Ιανουαρίου 2002, και, τέλος, τρίτον, να απορριφθεί η προσφυγή κατά τα λοιπά.

Επί των δικαστικών εξόδων

258

Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 3, πρώτο εδάφιο, της ίδιας διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

259

Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι οι προσφεύγουσες ζητούν ουσιώδη μείωση του προστίμου, η οποία τους χορηγείται. Επομένως, η Επιτροπή φέρει πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγουσες.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει το άρθρο 1, στοιχείο θʹ, της αποφάσεως C(2009) 428 τελικό της Επιτροπής, της 28ης Ιανουαρίου 2009, περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/39406 – Θαλάσσιοι σωλήνες), καθόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Parker ITR Srl μετείχε στην παράβαση κατά το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα.

 

2)

Ακυρώνει το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της αποφάσεως C(2009) 428 τελικό.

 

3)

Το ποσό του επιβληθέντος στην Parker ITR προστίμου καθορίζεται στο ποσό των 6400000 ευρώ, ποσό για το οποίο η Parker-Hannifin Corp. είναι αλληλεγγύως υπεύθυνη μέχρι των 6300000 ευρώ.

 

4)

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

 

5)

Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Parker ITR και η Parker-Hannifin.

 

Azizi

Prek

Frimodt Nielsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Μαΐου 2013.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα

 

Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως

 

Βιομηχανικός κλάδος των εύκαμπτων θαλάσσιων σωλήνων που προορίζονται για πετρέλαιο και φυσικό αέριο

 

Παρουσίαση των προσφευγουσών

 

Διοικητική διαδικασία

 

Προσβαλλόμενη απόφαση

 

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

 

Σκεπτικό

 

Επί των ακυρωτικών αιτημάτων

 

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από εσφαλμένο καταλογισμό της ευθύνης της παραβάσεως στην Parker ITR για το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα

 

Προσβαλλόμενη απόφαση

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από την εσφαλμένη επιβολή προστίμου στην Parker ITR για το προ της 11ης Ιουνίου 1999 χρονικό διάστημα

 

Προσβαλλόμενη απόφαση

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εσφαλμένη αύξηση του προστίμου με την αιτιολογία ότι η Parker ITR είχε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη

 

Προσβαλλόμενη απόφαση

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης και αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, όσον αφορά το επιβληθέν στην Parker-Hannifin αυξημένο πρόστιμο λόγω του ηγετικού ρόλου της Parker ITR

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από εσφαλμένο καταλογισμό στις προσφεύγουσες της ευθύνης της παραβάσεως, η οποία συνδέεται με την παράνομη συμπεριφορά του P., διευθυντή της μονάδας «Oil & Gas»

 

Προσβαλλόμενη απόφαση

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από το ότι η Parker-Hannifin κακώς θεωρήθηκε ως αλληλεγγύως υπεύθυνη της παραβάσεως με την Parker ITR

 

Προσβαλλόμενη απόφαση

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 

Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, λόγω εφαρμογής εσφαλμένης μεθόδου για τον υπολογισμό της αξίας των πωλήσεων προκειμένου να προσδιοριστεί το πρόστιμο

 

Προσβαλλόμενη απόφαση

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 

Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, από προσβολή της αρχής της προσωπικής ευθύνης και αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, κατά τον υπολογισμό του ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 

Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, λόγω αρνήσεως της Επιτροπής να μειώσει το πρόστιμο δυνάμει της συνεργασίας

 

Προσβαλλόμενη απόφαση

 

Επιχειρήματα των διαδίκων

 

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 

Επί των αιτημάτων περί μεταρρυθμίσεως της ασκήσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου της αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας του και επί του καθορισμού του τελικού ποσού του προστίμου

 

Επί των δικαστικών εξόδων


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

( 1 ) Απόρρητα εμπιστευτικά στοιχεία.

Top

Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Διάδικοι

Στην υπόθεση T‑146/09 RENV,

Parker Hannifin Manufacturing Srl, πρώην Parker ITR Srl, με έδρα το Corsico (Ιταλία),

Parker-Hannifin Corp., με έδρα το Mayfield Heights, Οχάιο (Ηνωμένες Πολιτείες),

εκπροσωπούμενες από τους B. Amory, F. Marchini Camia και É. Barbier de La Serre, δικηγόρους,

προσφεύγουσες

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τους V. Bottka, S. Noë και R. Sauer,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση της αποφάσεως C(2009) 428 τελικό της Επιτροπής, της 28ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/39406 – Θαλάσσιοι σωλήνες), κατά το μέρος που η απόφαση αυτή αφορά τις προσφεύγουσες, και, επικουρικώς, αίτημα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση ή την ουσιαστική μείωση του ποσού του προστίμου που τους επιβλήθηκε με την εν λόγω απόφαση,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), πρόεδρο, J. Schwarcz και A. M. Collins, δικαστές,

γραμματέας: M. Junius, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Φεβρουαρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Σκεπτικό της απόφασης

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1. Η υπό εξέταση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο διαφοράς αφορώσας σύμπραξη στην αγορά των θαλάσσιων σωλήνων, για την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις με την απόφαση C(2009) 428 τελικό, της 28ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/39406 – Θαλάσσιοι σωλήνες) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

2. Αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν ένδεκα εταιρίες, μεταξύ των οποίων οι Bridgestone Corporation και Bridgestone Industrial Limited (στο εξής, από κοινού: Bridgestone), η The Yokohama Rubber Company Limited (στο εξής: Yokohama), η Dunlop Oil & Marine Limited (στο εξής: DOM), η πρώτη προσφεύγουσα, Parker ITR Srl (νυν Parker Hannifin Manufacturing Srl, στο εξής: Parker ITR), η δεύτερη προσφεύγουσα, Parker-Hannifin Corp (στο εξής: Parker‑Hannifin) και η Manuli Rubber Industries SpA (στο εξής: Manuli).

3. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι, από το 1986 έως το 2007, μια ομάδα επιχειρήσεων δραστηριοποιούμενων στον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων είχε μετάσχει σε παγκόσμιας κλίμακας σύμπραξη και τους επέβαλε πρόστιμα συνολικού ποσού 131 000 000 ευρώ.

4. Η εταιρία ITR Rubber (μετέπειτα Parker ITR), συσταθείσα στις 27 Ιουνίου 2001 από τη μητρική της εταιρία, ITR SpA, στο πλαίσιο του ομίλου Saiag, δραστηριοποιήθηκε στον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων από 1ης Ιανουαρίου 2002, ημερομηνία κατά την οποία η ITR της μεταβίβασε τα στοιχεία του ενεργητικού της στον τομέα αυτό, προκειμένου να μεταπωληθούν στην Parker‑Hannifin, στο πλαίσιο του ομίλου Parker. Η πώληση της ITR Rubber στην Parker-Hannifin έλαβε χώρα την 31η Ιανουαρίου 2002.

5. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να αποκλείσει την εφαρμογή της αρχής της προσωπικής ευθύνης και να εφαρμόσει εν προκειμένω την αρχή της οικονομικής συνέχειας, καθόσον η Parker ITR ήταν η οικονομική διάδοχος της συνδεόμενης με τους θαλάσσιους σωλήνες δραστηριότητας της ITR και της Saiag SpA και έπρεπε, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παράβαση που είχαν διαπράξει οι ITR και Saiag, πριν από την 1η Ιανουαρίου 2002, ημερομηνία κατά την οποία της μεταβιβάστηκαν τα στοιχεία ενεργητικού στον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων. Η Parker-Hannifin κρίθηκε αλληλεγγύως υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της Parker ITR από της ημερομηνίας αποκτήσεώς της, στις 31 Ιανουαρίου 2002. Έτσι, η Επιτροπή έκρινε ότι η Parker ITR ήταν υπεύθυνη για την παράβαση για το διάστημα από 1ης Απριλίου 1986 έως 2 Μαΐου 2007 και της επέβαλε πρόστιμο ποσού 25 610 000 ευρώ, η δε Parker‑Hannifin κρίθηκε αλληλεγγύως υπεύθυνη για μέρος του ποσού αυτού ύψους 8 320 000 ευρώ.

6. Στις 9 Απριλίου 2009, η Parker ITR και η Parker-Hannifin άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή, με την οποία ζήτησαν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέρος που τις αφορούσε και, επικουρικώς, τη μείωση του επιβληθέντος προστίμου.

7. Με την απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Parker ITR και Parker-Hannifin κατά Επιτροπής (T‑146/09, στο εξής: απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, EU:T:2013:258), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή της οικονομικής συνέχειας δεν εφαρμοζόταν σε καταστάσεις όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως και ότι έπρεπε να εφαρμοστεί η αρχή της προσωπικής ευθύνης. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι επρόκειτο, εν προκειμένω, για μεταβίβαση από τις εμπλεκόμενες στη σύμπραξη επιχειρήσεις, ήτοι από τη Saiag και τη θυγατρική της ITR, μέρους των δραστηριοτήτων της δεύτερης σε ανεξάρτητο τρίτον, ήτοι στην Parker-Hannifin, καθώς η ίδρυση της ITR Rubber και η μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού σε αυτήν από την ITR συνίστατο, ουσιαστικά, σε πράξη αναθέσεως σε θυγατρική του κλάδου της σχετικής με τους σωλήνες από καουτσούκ δραστηριότητας, εντασσόμενη στον σκοπό πωλήσεώς της στην Parker-Hannifin (σκέψη 115 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου). Δεν υφίστατο όμως κανένας δεσμός μεταξύ της μεταβιβάζουσας επιχειρήσεως, Saiag ή ITR, και της προς ην η μεταβίβαση επιχειρήσεως, Parker-Hannifin (σκέψη 116 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου). Αντιθέτως, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της προσωπικής ευθύνης, εναπέκειτο στην Επιτροπή να διαπιστώσει ότι οι ITR και Saiag ευθύνονταν για την παράβαση έως την 1η Ιανουαρίου 2002 και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να θεωρήσει υπεύθυνη την ITR Rubber (νυν Parker ITR) για το προ της ημερομηνίας αυτής χρονικό διάστημα (σκέψεις 118 και 119 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου). Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον διαπίστωνε τη συμμετοχή της Parker ITR στην παράβαση για το χρονικό διάστημα προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 και καθόρισε το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην Parker ITR σε 6 400 000 ευρώ, όρισε δε ότι η Parker-Hannifin ήταν αλληλεγγύως υπεύθυνη για μέρος του ποσού αυτού ύψους 6 300 000 ευρώ.

8. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Αυγούστου 2013, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

9. Το Δικαστήριο, με την απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Parker Hannifin Manufacturing και Parker-Hannifin (C‑434/13 P, στο εξής: αναιρετική απόφαση, EU:C:2014:2456), έκρινε κατ’ ουσίαν ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε πεπλανημένως ενώσει δύο διακριτές διαδικασίες, καθόσον είχε λάβει υπόψη αποκλειστικώς τη μεταβίβαση της ITR Rubber στην Parker-Hannifin ενώ είχε προηγηθεί μεταβίβαση στο εσωτερικό του ομίλου των στοιχείων ενεργητικού της ITR στην ITR Rubber, η οποία ήταν κρίσιμη για την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας (σκέψεις 46, 49 και 54 της αναιρετικής αποφάσεως). Η αρχή αυτή εφαρμόζεται, κατά το Δικαστήριο, λόγω των διαρθρωτικών δεσμών μεταξύ της ITR και της θυγατρικής της ITR Rubber που της ανήκε κατά 100 % κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως των στοιχείων ενεργητικού στη δεύτερη (σκέψη 55 της αναιρετικής αποφάσεως). Παρά ταύτα, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η κατάσταση οικονομικής συνέχειας θα μπορούσε να αποκλειστεί λόγω της απουσίας πραγματικών δεσμών, υπό τη μορφή πραγματικής ασκήσεως από την ITR αποφασιστικής επιρροής επί της ITR Rubber, όπερ δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο εξετάσεως πρωτοδίκως (σκέψεις 56 και 65 της αναιρετικής αποφάσεως). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αναίρεσε τα σημεία 1 έως 3 του διατακτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της προσφυγής.

10. Λεπτομερής περιγραφή των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, ιδίως σχετικά με τον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων, του ιστορικού των προσφευγουσών, της διοικητικής διαδικασίας και της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβάνονται στις σκέψεις 1 έως 34 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και στις σκέψεις 6 έως 17 της αναιρετικής αποφάσεως.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11. Κατόπιν της εκδόσεως της αναιρετικής αποφάσεως και σύμφωνα με το άρθρο 118, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε στο έκτο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου.

12. Λόγω κωλύματος ενός μέλους του έκτου τμήματος να μετάσχει στην εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όρισε άλλον δικαστή προς συμπλήρωση της συνθέσεως του τμήματος.

13. Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 89 του Κανονισμού του Διαδικασίας, κάλεσε την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα. Η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση αυτή εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

14. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Φεβρουαρίου 2016.

15. Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

– να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που διαπιστώνει ότι η Parker ITR είναι υπεύθυνη για την παράβαση από την 1η Απριλίου 1986 έως τις 31 Ιανουαρίου 2002·

– να μειώσει ουσιωδώς το ποσό του προστίμου που τους επιβλήθηκε·

– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16. Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

– να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως στο σύνολό της·

– να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα που αφορούν τις διαδικασίες T‑146/09, C‑434/13 P και T‑146/09 RENV.

Σκεπτικό

Ως προς την έκταση της προσφυγής μετά την αναπομπή της

Επιχειρήματα των διαδίκων

17. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, αποφαινόμενο κατόπιν αναπομπής, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί επί του συνόλου των λόγων ακυρώσεως που προέβαλαν, στον βαθμό που αποτυπώνονται σε ένα από τα σημεία του διατακτικού της αναιρεθείσας από το Δικαστήριο αποφάσεως, συμπεριλαμβανομένων των λόγων που απορρίφθηκαν πρωτοδίκως ως αλυσιτελείς ή των λόγων που έγιναν δεκτοί απλώς συνεπεία της αποδοχής λόγου ο οποίος πρέπει να επανεξεταστεί κατόπιν της αναπομπής.

18. Εξάλλου, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν στις παρατηρήσεις τους ότι παραιτούνται από τον δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, έβδομο και ένατο λόγο ακυρώσεως.

19. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής κατόπιν αναπομπής, να προβεί σε εκτίμηση de novo αιτιάσεων που δεν προβλήθηκαν στο πλαίσιο της αρχικής προσφυγής ή εκείνων, που αφού απορρίφθηκαν επί της ουσίας από το Γενικό Δικαστήριο, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αναιρέσεως, ιδίως εκείνων που αφορούν το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι αποκλείεται νέα εξέταση στο πλαίσιο προσφυγής κατόπιν αναπομπής στον βαθμό που αφορά ζητήματα επί των οποίων το Δικαστήριο αποφάνθηκε οριστικώς με την αναιρετική απόφαση.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

20. Επισημαίνεται καταρχάς ότι, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 18, οι προσφεύγουσες παραιτήθηκαν από τον δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, έβδομο και ένατο λόγο ακυρώσεως.

21. Ακολούθως υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο ισχύει για το Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, όταν η αναίρεση κρίνεται βάσιμη και η υπόθεση αναπέμπεται στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει, το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται ως προς τα νομικά ζητήματα που έχουν επιλυθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου.

22. Επομένως, κατόπιν της αναιρέσεως από το Δικαστήριο και της αναπομπής της υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο, το δικαστήριο αυτό, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 215 του Κανονισμού Διαδικασίας, επιλαμβάνεται της υποθέσεως δυνάμει της αποφάσεως του Δικαστηρίου και καλείται να αποφανθεί εκ νέου επί του συνόλου των λόγων ακυρώσεως τους οποίους είχε προβάλει ο προσφεύγων, εξαιρουμένων των σημείων του διατακτικού που δεν αναιρέθηκαν από το Δικαστήριο καθώς και των εκτιμήσεων που συνιστούν το αναγκαίο θεμέλιο των εν λόγω σημείων, καθόσον τούτα αποκτούν ισχύ δεδικασμένου (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2011, Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑236/02, EU:T:2011:465, σκέψη 83).

23. Εν προκειμένω, με την αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο αναίρεσε τα σημεία 1 έως 3 του διατακτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, ανέπεμψε την υπόθεση σε αυτό προκειμένου να αποφανθεί επί του βασίμου της προσφυγής και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα. Ως εκ τούτου, κατόπιν της αναπομπής της προσφυγής από το Δικαστήριο, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, δεσμευόμενο ως προς τα νομικά ζητήματα που έχουν επιλυθεί με την αναιρετική απόφαση, επί του συνόλου των λόγων ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες προς στήριξη της προσφυγής τους, στον βαθμό που συνιστούν τη βάση των σημείων 1 έως 3 του διατακτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου τα οποία αναιρέθηκαν από το Δικαστήριο.

24. Συναφώς, από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου απορρέει ότι τα σημεία 1 έως 3 του διατακτικού της στηρίζονται στην αποδοχή από το Γενικό Δικαστήριο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και του πέμπτου και έκτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες καθώς και επί των πλημμελειών που διαπιστώθηκαν κατά την εξέταση των λόγων αυτών.

25. Τέλος, όσον αφορά τον όγδοο λόγο ακυρώσεως, επισημαίνεται ότι, με την αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών με την οποία αμφισβήτησαν την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου επί του όγδοου λόγου ακυρώσεως της προσφυγής τους με το σκεπτικό ότι δεν είχαν ασκήσει ανταναίρεση με χωριστό δικόγραφο, διαφορετικό από το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά της κρίσεως αυτής.

26. Συγκεκριμένα, στις σκέψεις 94 έως 97 της αναιρετικής αποφάσεως, κρίθηκαν τα ακόλουθα:

«94. […] στη σκέψη 228 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε αβάσιμο τον όγδοο λόγο της προσφυγής, καθόσον αφορούσε τη μετά την 1η Ιανουαρίου 2002 παραβατική περίοδο, περιλαμβανομένου του διαστήματος από την 1η μέχρι την 31η Ιανουαρίου 2002, κατά το οποίο η ITR Rubber δεν ανήκε ακόμη στον όμιλο Parker‑Hannifin.

95. Η εκτίμηση που έκανε το Γενικό Δικαστήριο αντικατοπτρίζεται στη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποίησε για να υπολογίσει εκ νέου το ύψος του προστίμου σε βάρος της Parker ITR, καθώς και στο σημείο 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο οποίο δεν διέκρινε μεταξύ, αφενός, του διαστήματος από την 1η μέχρι την 31η Ιανουαρίου 2002, και, αφετέρου, του διαστήματος μετά την ημερομηνία αυτή.

96. Επομένως, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και έταμε, στο πλαίσιο του όγδοου λόγου της προσφυγής, το νομικό ζήτημα που έθεσαν η Parker ITR και η Parker‑Hannifin, απορρίπτοντας τα επιχειρήματά τους.

97. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι οι αναιρεσίβλητες δεν άσκησαν ανταναίρεση με χωριστό δικόγραφο, διαφορετικό από το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 176, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά της κρίσεως του Γενικού Δικαστηρίου επί του όγδοου λόγου της προσφυγής, το επιχείρημα που διατυπώνουν σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.»

27. Υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων του Δικαστηρίου, και δη της σκέψεως 97 της αναιρετικής αποφάσεως, στον βαθμό που ο όγδοος λόγος απορρίφθηκε με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου για το χρονικό διάστημα μετά την 1η Ιανουαρίου 2002, το σημείο αυτό της εν λόγω αποφάσεως, καθώς δεν αποτέλεσε αντικείμενο ανταναιρέσεως και, ως εκ τούτου, δεν αναιρέθηκε από το Δικαστήριο, πρέπει να θεωρηθεί ότι απέκτησε ισχύ δεδικασμένου.

28. Ωστόσο, με τη σκέψη 228 της αποφάσεώς του, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως αλυσιτελή τον όγδοο λόγο ακυρώσεως, λόγω της αποδοχής του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθόσον αφορούσε το χρονικό διάστημα προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 και δεν εξέτασε τις αιτιάσεις περί παραβιάσεως των αρχών της προσωπικής ευθύνης και της αναλογικότητας και περί ελλιπούς αιτιολογίας, κατά το μέρος που αφορούσαν το εν λόγω χρονικό διάστημα.

29. Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, η κρίση του επί του όγδοου λόγου ακυρώσεως στηρίχθηκε, όσον αφορά την προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 παραβατική περίοδο, στην αποδοχή του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η δε αποδοχή αυτή αποτελεί, όπως προκύπτει ειδικότερα από τις σκέψεις 253 και 255 της εν λόγω αποφάσεως, το αναγκαίο θεμέλιο των σημείων 1 έως 3 του διατακτικού της τα οποία αναιρέθηκαν από το Δικαστήριο.

30. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί επί της ουσίας ως προς τον όγδοο λόγο ακυρώσεως όσον αφορά το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα.

31. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η εξέταση του όγδοου λόγου ακυρώσεως τον οποίο προέβαλαν οι προσφεύγουσες όσον αφορά το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα.

32. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο καλείται να εξετάσει το βάσιμο της προσφυγής κατόπιν αναπομπής αποφαινόμενο επί του πρώτου, του πέμπτου, του έκτου και, υπό τους προπεριγραφέντες στη σκέψη 31 όρους, του όγδοου λόγου ακυρώσεως.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά τον εσφαλμένο καταλογισμό της ευθύνης στην Parker ITR για την προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 παραβατική περίοδο

33. Ο πρώτος προβαλλόμενος από τις προσφεύγουσες λόγος ακυρώσεως διακρίνεται σε τρία σκέλη τα οποία αφορούν, το πρώτο, παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης, το δεύτερο, κατάχρηση εξουσίας και καταστρατήγηση του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), και, το τρίτο, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

34. Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία που προβάλλουν οι προσφεύγουσες προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

Επί του παραδεκτού των επιχειρημάτων που αφορούν τους δεσμούς μεταξύ των ITR και ITR Rubber

35. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ειδικότερα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας βάσει των δεσμών μεταξύ των ITR και ITR Rubber οι οποίοι μνημονεύονται για πρώτη φορά στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά μείζονα δε λόγο καθώς η εφαρμογή αυτή αποκλίνει από την προηγούμενη πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, στο πλαίσιο της οποίας εφαρμοζόταν η αρχή της προσωπικής ευθύνης.

36. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η επιχειρηματολογία αυτή, την οποία προβάλλουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο των παρατηρήσεών τους επί της προσφυγής κατόπιν αναπομπής, συνιστά νέο λόγο ακυρώσεως που προστέθηκε στον αρχικώς προβληθέντα λόγο και ο οποίος μεταβάλλει το περιεχόμενο αυτού και, ως εκ τούτου, δεν είναι παραδεκτός.

37. Ασφαλώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως όπως διατυπώθηκε στην προσφυγή δεν περιείχε καμία αναφορά στην έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά, ειδικότερα, την εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας λόγω των υφιστάμενων δεσμών μεταξύ των ITR και ITR Rubber.

38. Ωστόσο, αφενός, υπενθυμίζεται ότι η μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως ο οποίος πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και μπορεί να εξεταστεί σε κάθε στάδιο της δίκης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψεις 48 έως 50).

39. Αφετέρου, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες προέβαλαν στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά τον καταλογισμό στην ITR Rubber της ευθύνης για την παραβατική περίοδο προ της 1ης Ιανουαρίου 2002, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της οικονομικής συνέχειας, καθόσον η Επιτροπή παρεξέκλινε από την προηγούμενη πρακτική της η οποία στηριζόταν στην αρχή της προσωπικής ευθύνης. Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες με τις παρατηρήσεις τους κατόπιν της αναιρετικής αποφάσεως σχετικά με την έλλειψη αιτιολογίας ως προς την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας βάσει των δεσμών μεταξύ των ITR και ITR Rubber μπορούν να θεωρηθούν ως στενώς συνδεόμενα με εκείνα που είχαν προβληθεί στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως περί μη τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και ως ανάπτυξη των επιχειρημάτων αυτών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 28ης Απριλίου 2010, Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, T‑456/05 και T‑457/05, EU:T:2010:168, σκέψη 199).

40. Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται να θεωρηθούν τα επιχειρήματα αυτά παραδεκτά στον βαθμό που συνδέονται με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, στο πλαίσιο του οποίου θα πρέπει να εξεταστούν.

Ως προς τον καταλογισμό στην Parker ITR της ευθύνης για την παράβαση που διέπραξε η ITR κατά το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα

41. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καταλογίζοντας στην Parker ITR την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η ITR κατά το χρονικό διάστημα προ της 1ης Ιανουαρίου 2002, ημερομηνίας κατά την οποία η Parker ITR άρχισε τις δραστηριότητές της στον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων, εφαρμόζοντας την αρχή της οικονομικής συνέχειας και παραβιάζοντας την αρχή της προσωπικής ευθύνης.

– Ως προς την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας

42. Υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη 46 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε τα εξής:

«46. […] [Δ]ιαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, αποκλείοντας στη σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, δεν υπάρχει καμία διαρθρωτική σχέση μεταξύ μεταβιβάζοντος, ήτοι της Saiag […] ή της θυγατρικής της ITR […], και του αποκτώντος, που θεωρήθηκε ότι ήταν η Parker-Hannifin, ένωσε στην εκτίμησή του δύο διακριτές διαδικασίες. Το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι σε πρώτο στάδιο η ITR […] μεταβίβασε τις δραστηριότητές της στον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων σε μία από τις θυγατρικές της, πριν μεταβιβάσει, σε δεύτερο στάδιο, τη θυγατρική αυτή στην Parker-Hannifin.»

43. Στις σκέψεις 50 έως 53 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο διαπίστωσε τα ακόλουθα όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας:

«50. […] [Ό]ταν εξετάζεται αν υφίσταται κατάσταση οικονομικής συνέχειας, κρίσιμη ημερομηνία για να κριθεί αν πρόκειται για μεταβίβαση δραστηριοτήτων στο εσωτερικό ενός ομίλου ή για μεταβίβαση μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων είναι η ημερομηνία της μεταβιβάσεως.

51. Ακόμη και αν απαιτείται κατά την ημερομηνία αυτή να υφίστ ανται διαρθρωτικοί δεσμοί μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από τους οποίους να μπορεί να συναχθεί, σύμφωνα με την αρχής της προσωπικής ευθύνης, ότι οι δύο οντότητες αποτελούν μία ενιαία επιχείρηση, δεν απαιτείται, πάντως, βάσει του σκοπού που υπηρετεί η αρχή της οικονομικής συνέχειας, οι δεσμοί αυτοί να διατηρούνται καθ’ όλο το εναπομένον διάστημα της παραβάσεως ή μέχρι την έκδοση της αποφάσεως με την οποία επιβάλλονται κυρώσεις για την παράβαση […]

52. Κατά τον ίδιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους, δεν απαιτείται οι διαρθρωτικοί δεσμοί που επιτρέπουν να αποδειχθεί η ύπαρξη καταστάσεως οικονομικής συνέχειας να διαρκούν για κάποιο ελάχιστο διάστημα, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί παρά να προσδιορίζεται κατά περίπτωση και αναδρομικά.

53. […] όσον αφορά τη συνεκτίμηση, προκειμένου να κριθεί αν υφίσταται οικονομική συνέχεια, του σκοπού που υπηρετείται με τη μεταβίβαση δραστηριοτήτων, η αρχή της ασφάλειας δικαίου επίσης επιτάσσει να μη ληφθεί υπόψη, ως μη κρίσιμο, το γεγονός ότι, όπως αναφέρεται στη σκέψη 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η μεταβιβάζουσα εταιρία δημιουργήθηκε και έλαβε τα στοιχεία του ενεργητικού ενόψει μεταγενέστερης μεταβιβάσεως σε ανεξάρτητο τρίτο. Η συνεκτίμηση του οικονομικού λόγου για τον οποίο δημιουργείται μια θυγατρική καθώς και του σκοπού που υπηρετείται περισσότερο ή λιγότερο μακροπρόθεσμα με τη μεταβίβαση της θυγατρικής αυτής σε τρίτη εταιρία θα εισήγε, στην πραγματικότητα, στην εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας υποκειμενικά κριτήρια που δεν συμβιβάζονται με την εφαρμογή της αρχής αυτής κατά τρόπο διαφανή και προβλέψιμο.»

44. Στις σκέψεις 54 έως 56 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτοντας την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας ως εξής:

«54. […] όσον αφορά τη διαπίστωση που γίνεται στη σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά την οποία η Επιτροπή, υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, έπρεπε να κρίνει ότι για την παράβαση που διαπράχθηκε πριν από τη μεταφορά δραστηριοτήτων ευθύνονται οι προηγούμενοι φορείς εκμεταλλεύσεως, επισημαίνεται ότι η διαπίστωση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο ενός εσφαλμένου συλλογισμού, βάσει του οποίου το Γενικό Δικαστήριο απέκλεισε εξαρχής την ύπαρξη οικονομικής συνέχειας. Κατά πάγια, όμως, νομολογία, όταν αποδειχθεί οικονομική συνέχεια, το γεγονός ότι η επιχείρηση που διέπραξε την παράβαση εξακολουθεί να υφίσταται δεν εμποδίζει, καθεαυτό, την επιβολή κυρώσεως στην επιχείρηση στην οποία αυτή μεταβίβασε τις οικονομικές της δραστηριότητες […]

55. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 115 και 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να λάβει υπόψη τους δεσμούς που υπήρχαν μεταξύ της ITR […] και της ITR Rubber κατά την ημερομηνία μεταφοράς δραστηριοτήτων μεταξύ των εταιριών αυτών, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρχε κατάσταση οικονομικής συνέχειας, λόγω της απουσίας διαρθρωτικών δεσμών μεταξύ της μεταβιβάζουσας και της αποκτώσας εταιρίας, οι οποίες θεώρησε ότι ήταν η Saiag […] ή η ITR […], αφενός, και η Parker‑Hannifin, αφετέρου.

56. Ένα τέτοιο σφάλμα θα μπορούσε, ωστόσο, να μην ασκεί επιρροή σε περίπτωση που η κατάσταση οικονομικής συνέχειας θα έπρεπε να αποκλειστεί ούτως ή άλλως λόγω της απουσίας πραγματικών δεσμών μεταξύ της ITR […] και της ITR Rubber. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να αναλυθεί το επιχείρημα των αναιρεσίβλητων κατά το οποίο ορθώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ύπαρξη καταστάσεως οικονομικής συνέχειας, δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε παραλείψει να εξετάσει στην επίδικη απόφαση αν η ITR Rubber όντως τελούσε υπό τον πραγματικό έλεγχο της ITR […]».

45. Πρώτον από τις προεκτεθείσες εκτιμήσεις απορρέει ότι, για την εξέταση του καταλογισμού της ευθύνης για την παράβαση που διέπραξε η ITR κατά το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα, πρέπει να ληφθεί υπόψη η μεταβίβαση στο εσωτερικό του ομίλου των δραστηριοτήτων στον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων από την ITR στην ITR Rubber.

46. Δεύτερον, από την αναιρετική απόφαση προκύπτει ότι η ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν πρέπει να εφαρμοστεί η αρχή της οικονομικής συνέχειας είναι εκείνη της μεταβιβάσεως των επίμαχων δραστηριοτήτων.

47. Τρίτον, από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην αναιρετική απόφαση προκύπτει ότι δεν απαιτείται να ληφθεί υπόψη ο σκοπός της μεταβιβάσεως, από την Saiag και τη θυγατρική της ITR, των σχετικών με τους θαλάσσιους σωλήνες δραστηριοτήτων στην Parker-Hannifin, εταιρία του ομίλου Parker, διά της αναθέσεως σε θυγατρική των δραστηριοτήτων αυτών, ήτοι διά της συστάσεως της εταιρίας ITR Rubber. Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο, ο σκοπός και ο οικονομικός λόγος μιας τέτοιας πράξεως δεν αποτελούν κρίσιμους παράγοντες.

48. Τέταρτον, προκύπτει ότι, μετά τη μεταβίβαση των δραστηριοτήτων στο εσωτερικό του ομίλου μεταξύ της ITR και της θυγατρικής της, που της ανήκει κατά 100 %, ITR Rubber, λαμβανομένων υπόψη των διαρθρωτικών δεσμών μεταξύ αυτών των δύο εταιριών κατά την ημερομηνία της επίμαχης μεταβιβάσεως, ήτοι την 1η Ιανουαρίου 2002, η εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας δεν μπορεί να αποκλειστεί εν προκειμένω.

49. Τέλος, από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου απορρέει ότι, παρά τους διαρθρωτικούς δεσμούς μεταξύ των ITR και ITR Rubber, η εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας θα μπορούσε να αποκλειστεί εν προκειμένω λόγω της απουσίας πραγματικού ελέγχου της ITR επί της ITR Rubber, υπό τη μορφή πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ως αποδεδειγμένη εκτός και αν ανατραπεί, από την Parker ITR και την Parker‑Hannifin, το τεκμήριο πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής της ITR επί της ITR Rubber, κατά την ημερομηνία της επίμαχης μεταβιβάσεως στο εσωτερικό του ομίλου Saiag, την 1η Ιανουαρίου 2002.

– Ως προς το τεκμήριο πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής

50. Στην αιτιολογική σκέψη 370 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, κατά την ημερομηνία μεταβιβάσεως των παραβατικών δραστηριοτήτων από την ITR στην ITR Rubber, οι εν λόγω δύο εταιρίες συνδέονταν από οικονομικής απόψεως υπό τη μορφή δεσμού μητρικής εταιρίας με την κατεχόμενη από αυτήν κατά 100 % θυγατρική της και αποτελούσαν μέρος της ίδιας επιχειρήσεως. Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν την ύπαρξη αυτών των διαρθρωτικών δεσμών.

51. Το Δικαστήριο υπογράμμισε συναφώς, στη σκέψη 62 της αναιρετικής αποφάσεως, ότι εναπέκειτο στις προσφεύγουσες να ανατρέψουν το μαχητό τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής της ITR επί της ITR Rubber με την προσκόμιση επαρκών αποδεικτικών στοιχείων ώστε να θεμελιώσουν ότι η θυγατρική επεδείκνυε αυτόνομη συμπεριφορά στην αγορά.

52. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 65 και 66 της αναιρετικής αποφάσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο παραλείποντας να εξετάσει, προκειμένου να εξακριβώσει αν η Επιτροπή είχε εφαρμόσει ορθώς στη συγκεκριμένη περίπτωση την αρχή της οικονομικής συνέχειας, τα στοιχεία που του είχαν προσκομίσει οι προσφεύγουσες ως προς την ύπαρξη ή την απουσία πραγματικών δεσμών υπό τη μορφή καθοριστικής επιρροής της ITR επί της ITR Rubber.

53. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής κατόπιν της αναπομπής στο Γενικό Δικαστήριο, πρέπει να εξεταστεί αν τα στοιχεία τα οποία προσκόμισαν οι προσφεύγουσες επαρκούν για να αποδείξουν ότι η θυγατρική ITR Rubber επεδείκνυε αυτόνομη συμπεριφορά στην αγορά.

54. Το Γενικό Δικαστήριο καλείται να προβεί στον έλεγχο αυτό προκειμένου να καταλογίσει την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η μητρική εταιρία, ITR, στη θυγατρική της, ITR Rubber, υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρέθεσε το Δικαστήριο στη σκέψη 58 της αναιρετικής αποφάσεως. Κατά τη νομολογία αυτή, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της που παρέβη τους κανόνες του ανταγωνισμού του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής της. Σε μια τέτοια περίπτωση, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής προκειμένου να συναχθεί ότι το εν λόγω τεκμήριο ισχύει. Πάντως, το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό και εναπόκειται στις οντότητες που επιθυμούν να το ανατρέψουν να προσκομίσουν κάθε στοιχείο σχετικά με τους οικονομικούς, οργανωτικούς και νομικούς δεσμούς μεταξύ της θυγατρικής και της μητρικής εταιρίας που αυτές θεωρούν ότι είναι ικανό να θεμελιώσει ότι η θυγατρική και η μητρική εταιρία δεν συνιστούν ενιαία οικονομική οντότητα, αλλά ότι η θυγατρική επιδεικνύει αυτόνομη συμπεριφορά στην αγορά (βλ. αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής C‑97/08 P, EU:C:2009:536, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 8ης Μαΐου 2013, Eni κατά Επιτροπής, C‑508/11 P, EU:C:2013:289, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑501/11 P, EU:C:2013:522, σκέψεις 105 έως 111).

– Ως προς την ανατροπή του τεκμηρίου της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής

55. Οι προσφεύγουσες επικαλούνται την απουσία καθοριστικής επιρροής της ITR επί της ITR Rubber, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που ακολουθούν.

56. Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, από τη σύστασή της ως εταιρία, στις 27 Ιουνίου 2001, έως την 1η Ιανουαρίου 2002, η ITR Rubber δεν άσκησε καμία οικονομική δραστηριότητα, οπότε, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, η ITR δεν ήταν σε θέση να ασκήσει οποιαδήποτε καθοριστική επιρροή ή να απευθύνει οποιαδήποτε εμπορική οδηγία προς τη θυγατρική της.

57. Αρκεί συναφώς η επισήμανση ότι, όπως απορρέει ειδικότερα από τις σκέψεις 56 επ. της αναιρετικής αποφάσεως και όπως οι ίδιες οι προσφεύγουσες αναγνώρισαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη καταστάσεως οικονομικής συνέχειας είναι εκείνη της μεταβιβάσεως των δραστηριοτήτων της ITR στην ITR Rubber. Ως εκ τούτου, τα σχετικά με το χρονικό διάστημα προ της μεταβιβάσεως αυτής επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες είναι αλυσιτελή.

58. Οι προσφεύγουσες αναγνωρίζουν ότι, από της μεταβιβάσεως των δραστηριοτήτων της ITR στην ITR Rubber, την 1η Ιανουαρίου 2002, η δεύτερη εταιρία ακολούθησε τη συνήθη πορεία των επίμαχων εργασιών και άσκησε, επομένως, τις δραστηριότητες που της μεταβιβάστηκαν.

59. Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, δυνάμει του άρθρου 7.21 της συμβάσεως μεταβιβάσεως στην Parker-Hannifin, μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2002 και της 31ης Ιανουαρίου 2002, ούτε η Saiag ούτε η ITR ούτε η ITR Rubber μπορούσαν να λάβουν οποιοδήποτε μέτρο στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων στον τομέα του καουτσούκ ικανό να επηρεάσει τα συμφέροντα της Parker-Hannifin, ως μελλοντικού αγοραστή, χωρίς την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της. Τούτο όχι μόνον εμπόδιζε την Saiag και την ITR να ασκήσουν οποιαδήποτε επιρροή, κατά μείζονα δε λόγο καθοριστική επιρροή, επί της ITR Rubber, αλλά περαιτέρω παρείχε στην Parker-Hannifin το δικαίωμα να ελέγχει την ITR Rubber από κοινού με την ITR.

60. Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 7.21 της συμβάσεως μεταβιβάσεως, ο πωλητής, ITR, αναλάμβανε ειδικότερα τη δέσμευση λειτουργίας και διευθύνσεως της ITR Rubber κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών, απαιτείτο δε η προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του αγοραστή για κάθε απόφαση πέραν της εν λόγω συνήθους πορείας των εργασιών. Συγκεκριμένα, η προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του αγοραστή ήταν αναγκαία ιδίως σχετικά με τροποποιήσεις αφορώσες το μισθολογικό καθεστώς των εργαζομένων, τη διανομή μερισμάτων, τις κεφαλαιουχικές δαπάνες άνω των 100 000 ευρώ ή την πώληση στοιχείων του ενεργητικού εκτός της συνήθους πορείας των εργασιών.

61. Καταρχάς δεν αμφισβητείται ότι ημερομηνία μεταβιβάσεως της εταιρίας ITR Rubber στην Parker-Hannifin είναι η 31η Ιανουαρίου 2002. Επομένως, το γεγονός ότι είχε προβλεφθεί στη σύμβαση μεταβιβάσεως της 5ης Δεκεμβρίου 2001 ο τρόπος με τον οποίο η ITR Rubber έπρεπε να διευθύνεται μεταξύ της ημερομηνίας αυτής και της ημερομηνίας πραγματικής ολοκληρώσεως της μεταβιβάσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μεταβίβαση του ελέγχου της εταιρίας αυτής από τον πωλητή στην αγοραστή. Συγκεκριμένα, όπως αναγνωρίζουν και οι ίδιες οι προσφεύγουσες, οι προβλέψεις αυτές απέβλεπαν στη διαφύλαξη των συμφερόντων του αγοραστή ώστε η εταιρία ή τα επίμαχα στοιχεία ενεργητικού, και δη η αξία τους, να διατηρηθούν έως την ημερομηνία ολοκληρώσεως της μεταβιβάσεως σε κατάσταση που να απηχεί όσα είχε συνεκτιμήσει ο αγοραστής κατά την υπογραφή της συμβάσεως μεταβιβάσεως.

62. Περαιτέρω, οι υποχρεώσεις αυτές του πωλητή έναντι του αγοραστή για το καλούμενο μεσοδιάστημα προ της ολοκληρώσεως της μεταβιβάσεως καίτοι ισοδυναμούν, για τον αγοραστή, με δικαιώματα ιδίως όσον αφορά την προηγούμενη έγκριση όλων των πράξεων πέραν της συνήθους πορείας των εργασιών, ήταν, εκ της φύσεώς τους, προσωρινές και συνέχιζαν να εξαρτώνται από την πραγματική ολοκλήρωση της συναλλαγής.

63. Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά το άρθρο 7.21 της συμβάσεως μεταβιβάσεως, η ITR ανέλαβε τη δέσμευση λειτουργίας και διευθύνσεως της ITR Rubber κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών κατά το μεσοδιάστημα μεταξύ της ημερομηνίας υπογραφής της συμβάσεως και της ημερομηνίας ολοκληρώσεως της πράξεως. Μια τέτοια, όμως, δέσμευση συνεπαγόταν ότι η ITR μπορούσε πράγματι να λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τη διεύθυνση της ITR Rubber. Βεβαίως, η ITR έπρεπε να λαμβάνει την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της Parker-Hannifin για αποφάσεις πέραν της συνήθους πορείας των εργασιών. Παρά ταύτα, η ITR είχε την εξουσία και την υποχρέωση, βάσει της συμβάσεως μεταβιβάσεως, να διασφαλίσει τη συνήθη πορεία των εργασιών της ITR Rubber. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η υποχρέωση αυτή, την οποία ανέλαβε η ITR με τη σύμβαση μεταβιβάσεως, είναι μάλλον ενδεικτική του ότι η θυγατρική εταιρία ITR Rubber δεν επεδείκνυε αυτόνομη συμπεριφορά στην αγορά.

64. Πράγματι, μολονότι, κατά το λεγόμενο «μεσοδιάστημα» αυτό, η ITR Rubber δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελεγχόμενη από την Parker-Hannifin, δεν μπορεί εντούτοις ούτε να θεωρηθεί ως αυτόνομη οντότητα, δυν άμενη να αποφασίζει για τις δραστηριότητές της κατά τρόπο απολύτως ανεξάρτητο, στον βαθμό που η ITR διασφάλιζε ότι η ITR Rubber δεν θα παρεξέκλινε, ιδίως στο πλαίσιο της εμπορικής πολιτικής της, από τη συνήθη πορεία των εργασιών. Επομένως, λόγω της δεσμεύσεως που ανέλαβε η μητρική της εταιρία, η ITR Rubber δεν ήταν σε θέση να αποφασίσει μονομερώς, για παράδειγμα, να τροποποιήσει την εμπορική πολιτική της ή να παύσει τις δραστηριότητές της, όπερ θα ήταν δυνατό αν η ITR Rubber ήταν απολύτως αυτόνομη οντότητα.

65. Εξάλλου, η ITR ήταν επίσης εκείνη η οποία, την 1η Ιανουαρίου 2002, μεταβίβασε στην ITR Rubber τα μόνα στοιχεία του ενεργητικού που η ίδια κατείχε, ενώ στο παρελθόν, όπως επιβεβαιώνουν οι προσφεύγουσες, η ITR Rubber ήταν εταιρία άνευ στοιχείων ενεργητικού και δραστηριότητας.

66. Περαιτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, έως την ολοκλήρωση της πράξεως, η μεταβίβαση της ITR Rubber στην Parker-Hannifin δεν ήταν οριστική. Κατά συνέπεια, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, κατά το εν λόγω μεσοδιάστημα, η ITR, ως ιδιοκτήτρια του 100 % της ITR Rubber, είχε την εξουσία, εκτιθέμενη βεβαίως σε υποχρέωση αποζημιώσεως του μελλοντικού αγοραστή ειδικότερα διά των μηχανισμών αποζημιώσεως που προβλέπονται στην ίδια τη σύμβαση, να μην προβεί στη μεταβίβαση.

67. Τρίτον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι το χρονικό διάστημα του ενός μηνός κατά τη διάρκεια του οποίου η ITR κατείχε το 100 % της ITR Rubber κατόπιν της μεταβιβάσεως των σχετικών με τους θαλάσσιους σωλήνες δραστηριοτήτων και προτού ισχύσει η μεταβίβαση στην Parker-Hannifin, ήταν πολύ σύντομο ώστε η ITR ή η Saiag να μπόρεσαν να ασκήσουν καθοριστική επιρροή επί της ITR Rubber, ακόμη και αν είχαν τέτοια εξουσία.

68. Πρέπει να επισημανθεί ότι η διάρκεια του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο η ITR κατείχε το 100 % της ITR Rubber κατόπιν της μεταβιβάσεως των σχετικών με τους θαλάσσιους σωλήνες δραστηριοτήτων δεν μπορεί αυτή καθαυτή να αποτελεί στοιχείο δυνάμενο να αποδείξει ότι, κατά το διάστημα αυτό, η ITR Rubber επεδείκνυε αυτόνομη συμπεριφορά στην αγορά.

69. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά την ημερομηνία κατά την οποία οι επίμαχες δραστηριότητες μεταβιβάστηκαν πράγματι στην ITR Rubber, την 1η Ιανουαρίου 2002, η ITR κατείχε κατά 100 % τη θυγατρική της εταιρία και ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 63 ανωτέρω, βάσει της συμβάσεως μεταβιβάσεως στην Parker-Hannifin η οποία υπογράφηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2001, η ITR έπρεπε να διασφαλίζει, έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα, τη λειτουργία και τη διεύθυνση της ITR Rubber κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών.

70. Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 66, έως τον χρόνο της πραγματικής ολοκληρώσεως της μεταβιβάσεως στην Parker-Hannifin, η ITR είχε την εξουσία αποφάσεως επί της μεταβιβάσεως της ITR Rubber, η οποία μπορούσε να ασκηθεί οποτεδήποτε προ της ολοκληρώσεως της πράξεως. Εξάλλου, η ημερομηνία ολοκληρώσεως της πράξεως δεν είχε εκ προοιμίου οριστεί με τη σύμβαση μεταβιβάσεως, στον βαθμό που υπέκειτο ειδικότερα σε ορισμένες αναγκαίες προϋποθέσεις. Έτσι, μολονότι η απόκτηση της ITR Rubber από την Parker-Hannifin έλαβε χώρα την 31η Ιανουαρίου 2002, θα μπορούσε εντούτοις να λάβει χώρα σε άλλον χρόνο, και δη μεταγενεστέρως.

71. Επομένως, το γεγονός ότι εν τέλει το χρονικό διάστημα μεταξύ της μεταβιβάσεως των σχετικών με τους θαλάσσιους σωλήνες δραστηριοτήτων στην ITR Rubber και της μεταβιβάσεως της εταιρίας αυτής στην Parker-Hannifin διήρκεσε μόλις ένα μήνα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο δυνάμενο να αποδείξει ότι η ITR Rubber, καίτοι θυγατρική κατά 100 % της ITR, επεδείκνυε αυτόνομη συμπεριφορά στην αγορά.

72. Εκ των ανωτέρω απορρέει ότι τα προβληθέντα από τις προσφεύγουσες στοιχεία δεν μπορούν να θεωρηθούν επαρκή για την απόδειξη ότι, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης και της 31ης Ιανουαρίου 2002, η ITR Rubber επεδείκνυε αυτόνομη συμπεριφορά στην αγορά. Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες δεν ανέτρεψαν το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής της ITR επί της κατά 100 % θυγατρικής της, ITR Rubber.

73. Υπό τις περιστάσεις αυτές, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της οικονομικής συνέχειας, η Parker ITR μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της ITR, της προκατόχου της, εξαιτίας της μεταβιβάσεως των στοιχείων του ενεργητικού μέσω των οποίων διαπράχθηκε η παράβαση στην ITR Rubber, δεδομένων των δεσμών που υπήρχαν κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως μεταξύ της ITR και της ITR Rubber, ιδίως της κατοχής κατά 100 % του κεφαλαίου της, από την οποία τεκμαίρεται η πραγματική άσκηση καθοριστικής επιρροής της μητρικής εταιρίας επί της θυγατρικής της.

74. Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Ως προς την εφαρμογή του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003

75. Κατά το άρθρο 25 του κανονισμού 1/2003, οι εξουσίες που ανατίθενται στην Επιτροπή όσον αφορά την επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών υπόκεινται σε πενταετή προθεσμία παραγραφής, η οποία, στην περίπτωση των διαρκών ή κατ’ εξακολούθηση παραβάσεων, αρχίζει από την ημέρα παύσεως της παραβάσεως. Η προθεσμία αυτή διακόπτεται από κάθε πράξη της Επιτροπής ή της αρχής ανταγωνισμού κράτους μέλους η οποία αποβλέπει στη διερεύνηση ή τη δίωξη της παραβάσεως.

76. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι υφίστανται εν προκειμένω αντικειμενικές, κρίσιμες και συγκλίνουσες ενδείξεις από τις οποίες προκύπτει ότι μόνος σκοπός της διαπιστώσεως της ευθύνης της Parker ITR για την παράβαση που διέπραξαν οι προκάτοχοί της ήταν η καταστρατήγηση της παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 25 του κανονισμού 1/2003.

77. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, έχει διακριτική ευχέρεια ως προς τον προσδιορισμό των αποδεκτών αποφάσεως σε περίπτωση οικονομικής διαδοχής, την οποία ορθώς άσκησε.

78. Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η αρχή της οικονομικής συνέχειας τύγχανε εφαρμογής λόγω των δεσμών μεταξύ των ITR και ITR Rubber κατά τη μεταβίβαση των σχετικών με τους θαλάσσιους σωλήνες δραστηριοτήτων, καθόσον το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής της ITR επί της ITR Rubber δεν ανετράπη. Επομένως, ο καταλογισμός στην ITR Rubber της ευθύνης για την ενιαία και διαρκή παράβαση από την 1η Απριλίου 1986 έως την 2α Μαΐου 2007 οφείλεται, όσον αφορά το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ITR, η προκάτοχός της, συμμετείχε στην παράβαση, σε εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας η οποία, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 73 ανωτέρω, ορθώς εφαρμόστηκε. Ως εκ τούτου, ο καταλογισμός αυτός δεν μπορεί να συνιστά απόρροια καταχρήσεως εξουσίας και καταστρατηγήσεως του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες.

79. Επομένως, η προθεσμία παραγραφής η σχετική με αυτήν την ενιαία και διαρκή παράβαση η οποία καταλογίστηκε στην Parker ITR άρχισε μόλις την 2α Μαΐου 2007, ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή, αφού κίνησε τη διαδικασία διερευνήσεως, προέβη σε σειρά ελέγχων ειδικώς στην Parker ITR. Ως εκ τούτου, η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλει κυρώσεις στην Parker ITR για την παράβαση αυτή δεν είχε εν προκειμένω παραγραφεί.

80. Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η απόρριψη του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες περί καταχρήσεως εξουσίας και καταστρατηγήσεως του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003.

Ως προς την υποχρέωση αιτιολογήσεως και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως

81. Ως προς την αιτίαση περί μη τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, πρέπει να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας προκειμένου να διαπιστωθεί η ευθύνη της Parker ITR για το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα και όσον αφορά τους υφιστάμενους δεσμούς μεταξύ των ITR και ITR Rubber.

82. Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της σχετικής πράξεως και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα, αφενός, στους ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση της δικαιολογητικής βάσεως του μέτρου και, αφετέρου, στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του. H απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 63∙ της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑301/96, EU:C:2003:509, σκέψη 87, και της 22ας Ιουνίου 2004, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑42/01, EU:C:2004:379, σκέψη 66).

83. Στις αιτιολογικές σκέψεις 327 έως 329 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε τη συλλογιστική βάσει της οποίας είχε απορρίψει την εφαρμογή της αρχής της προσωπικής ευθύνης και εφάρμοσε την αρχή της οικονομικής συνέχειας στη συγκεκριμένη περίπτωση. Έτσι, αφού παρέθεσε τις καταστάσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή έκρινε ότι είχε εφαρμογή η αρχή της προσωπικής ευθύνης, επισήμανε ότι, αντιθέτως, όταν ο υπεύθυνος της παραβάσεως παύει να υφίσταται, λόγω απορροφήσεώς του από άλλη νομική οντότητα, πρέπει να θεωρείται υπεύθυνη η απορροφώσα οντότητα. Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 328, η Επιτροπή διατύπωσε την αρχή σύμφωνα με την οποία, όταν μια επιχείρηση μεταβιβάζει μέρος των δραστηριοτήτων της σε άλλη, οσάκις ο μεταβιβάζων και ο αποκτών συνδέονται μεταξύ τους με οικονομικούς δεσμούς, η ευθύνη για την προηγούμενη συμπεριφορά του μεταβιβάζοντος μπορεί να μεταφερθεί στον αποκτώντα, ακόμη και αν μεταβιβάζων εξακολουθεί να υφίσταται.

84. Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 370 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παραπέμποντας στην εκτεθείσα στην αιτιολογική σκέψη 328 συλλογιστική, η Επιτροπή προσδιόρισε τα στοιχεία βάσει των οποίων, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της οικονομικής συνέχειας, είχε καταλογίσει στην ITR Rubber, μετέπειτα Parker ITR, την ευθύνη για την παράβαση για το προ της 31ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα, ήτοι την ύπαρξη οικονομικών δεσμών μεταξύ της μητρικής εταιρίας και της κατεχόμενης κατά 100 % θυγατρικής της.

85. Περαιτέρω επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 369 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παρέθεσε τα σε απάντηση της ανακοινώσεως αιτιάσεως προβληθέντα από τις προσφεύγουσες επιχειρήματα με τα οποία αμφισβητούσαν την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας, επικαλούμενες ειδικότερα την ανυπαρξία δεσμών μεταξύ, αφενός, της Parker ITR, πρώην ITR Rubber και, αφετέρου, της ITR και του ομίλου Saiag.

86. Στις αιτιολογικές σκέψεις 370 έως 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απάντησε στα επιχειρήματα αυτά, επισημαίνοντας ιδίως ότι, ακόμη και αν η μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού της ITR στην ITR Rubber είχε πραγματοποιηθεί με σκοπό τη μεταγενέστερη πώλησή τους στην Parker-Hannifin, η μεταβίβαση είχε λάβει χώρα σε χρόνο κατά τον οποίο οι δύο αυτές επιχειρήσεις ανήκαν στον ίδιο όμιλο, όπερ, κατά την απορρέουσα από την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2007, ETI κ.λπ. (C‑280/06, EU:C:2007:775) νομολογία, συνεπαγόταν ότι η ευθύνη της ITR αποδόθηκε στην ITR Rubber, βάσει της αρχής της οικονομικής συνέχειας. Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης ότι η μεταγενέστερη διάρρηξη των δεσμών μεταξύ των ITR και ITR Rubber δεν δύναται να αναιρέσει το συμπέρασμα αυτό.

87. Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τα στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή προκειμένου να καταλήξει στην εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας στη συγκεκριμένη περίπτωση, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων όσον αφορά τους δεσμούς μεταξύ των ITR και ITR Rubber, απαντώντας στα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία.

88. Όσον αφορά τη φερόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως λόγω της εφαρμογής της αρχής της οικονομικής συνέχειας έναντι της ITR Rubber και όχι έναντι της DOM, ενώ η επιχείρηση αυτή τελούσε, κατά τις προσφεύγουσες, σε σχεδόν πανομοιότυπη κατάσταση, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή αυτή επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής, C‑550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

89. Εν προκειμένω, από την αιτιολογική σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η DOM, η οποία έχει συσταθεί από τον όμιλο Unipoly, απέκτησε τα στοιχεία ενεργητικού στον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων του ομίλου BTR. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση της DOM, η μεταβίβαση των επίμαχων στοιχείων ενεργητικού πραγματοποιήθηκε μεταξύ εταιριών οι οποίες δεν συνδέονταν με διαρθρωτικούς δεσμούς, ήτοι μεταξύ, αφενός, της BTR και, αφετέρου, της DOM, στο πλαίσιο του ομίλου Unipoly.

90. Αντιθέτως, στην περίπτωση της ITR Rubber, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 45 ανωτέρω, σύμφωνα με την αναιρετική απόφαση, εκείνη που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η μεταβίβαση των δραστηριοτήτων στον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων από την ITR στην ITR Rubber, μητρική και θυγατρική εταιρία αντιστοίχως, στο πλαίσιο του ομίλου Saiag, καθόσον ο σκοπός και ο οικονομικός λόγος μιας τέτοιας πράξεως, όπως προκύπτει από την σκέψη 53 της αναιρετικής αποφάσεως, δεν αποτελούν κρίσιμους παράγοντες.

91. Από τις διαπιστώσεις της αναιρετικής αποφάσεως, που παρατέθηκαν στις σκέψεις 42 και 43 ανωτέρω, προκύπτει ότι η αρχή της οικονομικής συνέχειας εφαρμόζεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίστανται διαρθρωτικοί και πραγματικοί δεσμοί μεταξύ της εταιρίας που συμμετείχε στην παράβαση και της θυγατρικής στην οποία μεταβιβάστηκαν τα στοιχεία του ενεργητικού μέσω των οποίων διαπράχθηκε η παράβαση με σκοπό τη μεταγενέστερη πώληση σε τρίτο όμιλο. Αντιθέτως, κατά τη νομολογία αυτή, η αρχή της οικονομικής συνέχειας δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα στοιχεία του ενεργητικού μέσω των οποίων διαπράχθηκε η παράβαση μεταβιβάζονται σε θυγατρική η οποία συστάθηκε στο πλαίσιο του αποκτώντος ομίλου και η οποία δεν έχει διαρθρωτικούς δεσμούς με τον πωλητή.

92. Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι, εφαρμόζοντας την αρχή της οικονομικής συνέχειας έναντι της ITR Rubber και απορρίπτοντας την αρχή αυτή όσον αφορά την DOM, ενέργησε παραβιάζοντας την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθώς οι δύο καταστάσεις δεν είναι παρόμοιες.

93. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, αυτός ο λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος στο σύνολό του.

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά την παράνομη προσαύξηση του ποσού του επιβληθέντος στην Parker ITR προστίμου λόγω του φερόμενου ηγετικού ρόλου της στην παράβαση

94. Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, πρώτον, το γεγονός ότι η ITR είχε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη από τις 11 Ιουνίου 1999 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2001, καθώς τούτο δεν αποδείχθηκε επαρκώς από την Επιτροπή, δεύτερον, τον καταλογισμό αυτού του φερόμενου ηγετικού ρόλου της ITR στην ITR Rubber και, τρίτον, την προσαύξηση του ποσού του επιβληθέντος στην Parker ITR προστίμου λόγω του ηγετικού ρόλου που αποδόθηκε στην ITR.

95. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στο σύνολό τους, τα στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε αποδεικνύουν ότι η ITR συνέβαλε στην εκ νέου πλήρη λειτουργικότητα της συμπράξεως και ιδίως διασφάλισε την κρίσιμη παράμετρο της επιστροφής της Yokohama και της συμμετοχής της στη σύμπραξη. Τούτο δικαιολογούσε την προσαύξηση του ποσού του επιβληθέντος στην Parker ITR προστίμου κατά ποσοστό 30 %. Περαιτέρω, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το γεγονός ότι μνημονεύει την Parker ITR δικαιολογείται, διότι η οντότητα αυτή ήταν η οικονομική διάδοχος της ITR.

Ως προς τον καταλογισμό στην ITR Rubber του ηγετικού ρόλου που αποδόθηκε στην ITR

96. Προκαταρκτικώς, όσον αφορά τη μνεία στην προσβαλλόμενη απόφαση της Parker ITR και όχι της ITR ως έχουσας ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Parker ITR, αρχικώς καλούμενη ITR Rubber, δεν υφίστατο ακόμη, υπενθυμίζεται ότι, όπως διαπιστώθηκε στην σκέψη 73 ανωτέρω, σύμφωνα με την αρχή της οικονομικής συνέχειας, η Parker ITR έπρεπε να θεωρηθεί ως υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της ITR και για το διάστημα προ της συστάσεως της ITR Rubber, στις 27 Ιουνίου 2001. Επομένως, και χωρίς να προδικάζεται η ουσία της αιτιάσεως περί του ηγετικού ρόλου που αποδόθηκε στην ITR, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι αναφέρθηκε στην Parker ITR, πρώην ITR Rubber, όσον αφορά τον ηγετικό ρόλο που αποδόθηκε στην ITR κατά το χρονικό διάστημα από τις 11 Ιουνίου 1999 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2001.

Ως προς τον ηγετικό ρόλο που αποδόθηκε στην ITR

97. Στην αιτιολογική σκέψη 243 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, κατά το χρονικό διάστημα από τις 11 Ιουνίου 1999 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2001, η ITR συντόνιζε τη σύμπραξη από κοινού με την M. W.

98. Κατά πάγια νομολογία, όταν μια παράβαση έχει διαπραχθεί από περισσότερες επιχειρήσεις, πρέπει να εκτιμάται, στο πλαίσιο του καθορισμού του ποσού των προστίμων, ο αντίστοιχος ρόλος που διαδραμάτισε στην παράβαση καθεμία από τις επιχειρήσεις αυτές επί όσο χρόνο συμμετείχε στην εν λόγω παράβαση. Προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι ο ρόλος του «επικεφαλής» (ηγετικός ρόλος) που έχουν μία ή περισσότερες επιχειρήσεις στο πλαίσιο μιας συμπράξεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου, στο μέτρο που στις επιχειρήσεις αυτές πρέπει, ακριβώς για τον λόγο αυτό, να καταλογίζεται ειδική ευθύνη σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις (βλ., απόφαση της 11ης Ιουλίου 2014, Sasol κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑541/08, EU:T:2014:628, σκέψη 355 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

99. Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, η παράγραφος 28 των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές) περιλαμβάνει, στον τίτλο «Επιβαρυντικές περιστάσεις», μη εξαντλητικό κατάλογο των περιστάσεων οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και ο ηγετικός ρόλος στην παράβαση.

100. Για να χαρακτηριστεί μια επιχείρηση ως ηγετική της συμπράξεως, η επιχείρηση αυτή πρέπει να αποτελεί σημαντική κινητήρια δύναμη για την οικεία σύμπραξη ή να έχει ειδική και συγκεκριμένη ευθύνη ως προς τη λειτουργία της. Αυτό μπορεί να συναχθεί, μεταξύ άλλων, από το γεγονός αυτό ότι η επιχείρηση, διά συγκεκριμένων πρωτοβουλιών, έδωσε, χωρίς να υποχρεούται, σημαντική ώθηση στη σύμπραξη ή από ένα σύνολο ενδείξεων περί του ότι η επιχείρηση είναι απολύτως αφοσιωμένη στην εξασφάλιση της σταθερότητας και της επιτυχίας της συμπράξεως (αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2006, BASF κατά Επιτροπής, T‑15/02, EU:T:2006:74, σκέψεις 299, 300, 351, 370 έως 375 και 427, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Shell Petroleum κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑343/06, EU:T:2012:478, σκέψη 198).

101. Τούτο ισχύει και όταν η επιχείρηση μετείχε στις συναντήσεις της συμπράξεως εξ ονόματος άλλης επιχειρήσεως, η οποία απουσίαζε, και την ενημέρωνε σχετικά με τα αποτελέσματα των εν λόγω συναντήσεων (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2006, BASF κατά Επιτροπής, T‑15/02, EU:T:2006:74, σκέψη 439). Το ίδιο ισχύει και όταν αποδεικνύεται ότι η εν λόγω επιχείρηση διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο για την πρακτική λειτουργία της συμπράξεως, παραδείγματος χάρη διοργανώνοντας μεγάλο αριθμό συναντήσεων, συλλέγοντας και διανέμοντας πληροφοριακά στοιχεία στο πλαίσιο της συμπράξεως και διατυπώνοντας πολύ συχνά προτάσεις σχετικά με τη λειτουργία της συμπράξεως (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Koninklijke Wegenbouw Stevin κατά Επιτροπής, T‑357/06, EU:T:2012:488, σκέψη 284).

102. Τέλος, δύο επιχειρήσεις, ή και μεγαλύτερος αριθμός επιχειρήσεων, μπορούν να χαρακτηριστούν ταυτοχρόνως ως έχουσες ηγετικό ρόλο (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2006, BASF κατά Επιτροπής, T‑15/02, EU:T:2006:74, σκέψεις 439 και 440, και της 26ης Απριλίου 2007, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02, T‑126/02, T‑128/02, T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, EU:T:2007:115, σκέψη 561).

103. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή ήταν σε θέση, βάσει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, να διαπιστώσει ορθώς ότι η ITR είχε πράγματι διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη μεταξύ της 11ης Ιουνίου 1999 και της 30ής Σεπτεμβρίου 2001.

104. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να θεμελιώσει τον ηγετικό ρόλο που διαδραμάτισε η ITR, η Επιτροπή στηρίχθηκε, όχι μόνον στις σχετικές δηλώσεις της Yokohama, αλλά και στα ακόλουθα στοιχεία, που επιβεβαιώνουν τις δηλώσεις αυτές.

105. Πρώτον, η Επιτροπή στηρίχθηκε, στην αιτιολογική σκέψη 461 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως σε τηλεομοιοτυπίες τις οποίες απέστειλε η ITR σε άλλα μέλη της συμπράξεως. Τα έγγραφα αυτά, τα οποία αποτελούν μέρος της δικογραφίας, δεν αμφισβητήθηκαν παρά ταύτα από τις προσφεύγουσες, οι οποίες όμως αμφισβητούν την ερμηνεία που της απέδωσε η Επιτροπή. Τα εν λόγω έγγραφα, με ημερομηνίες από τον Ιούνιο του 1999 έως τον Ιούνιο του 2001, καταδεικνύουν μεταξύ άλλων ότι η ITR και τα λοιπά μέλη της συμπράξεως είχαν τακτική επικοινωνία, ακόμα και κατά το μετά τον Ιανουάριο του 2000 χρονικό διάστημα, όπερ οι ίδιες οι προσφεύγουσες αναγνώρισαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

106. Αφενός, από την επικοινωνία αυτή προκύπτει ότι ο εργαζόμενος της ITR, M. P., εμφανίστηκε ο ίδιος ως συντονιστής μιας υπο-ομάδας συμμετεχόντων στο πλαίσιο της συμπράξεως, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει τις δηλώσεις της Yokohama.

107. Αφετέρου, από την επικοινωνία αυτή απορρέει ότι, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, ο συγκεκριμένος εργαζόμενος της ITR ανέλαβε την πρωτοβουλία να συγκεντρώσει εμπιστευτικές πληροφορίες από τους άλλους μετέχοντες στη σύμπραξη, ιδίως από τις Yokohama και Trelleborg, και να συντονίσει τη συμμετοχή τους σε διαγωνισμούς. Προκύπτει, επίσης, από έγγραφα επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή ότι η ITR μερίμνησε ειδικότερα να διασφαλίσει τον συνυπολογισμό στη σύμπραξη κοινού μεριδίου αγοράς με την Yokohama και να διευκολύνει τη συμμετοχή της εταιρίας αυτής σε συναντήσεις.

108. Δεύτερον, όσον αφορά τις τηλεομοιοτυπίες που απέστειλε η ITR στις 11 και 21 Ιουνίου 1999, οι οποίες μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 179 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες, το γεγονός ότι αφορούσαν μελλοντικούς διαγωνισμούς δεν αναιρεί το ότι η ITR ήταν συντονιστής της συμπράξεως το χρονικό διάστημα κατά το οποίο απεστάλησαν οι τηλεομοιοτυπίες αυτές. Αυτός ακριβώς ο συντονισμός των στρατηγικών που έπρεπε να ακολουθήσουν οι μετέχοντες στη σύμπραξη σχετικά με μελλοντικούς διαγωνισμούς καταλογίζεται στην ITR.

109. Τρίτον, τα έγγραφα με ημερομηνία του Οκτωβρίου 1999, τα οποία μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 189 και 196 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποδεικνύουν ειδικότερα ότι, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, ο εκπρόσωπος της ITR άρχισε στενή συνεργασία με τη Yokohama και εκπλήρωσε και άλλα καθήκοντα συντονισμού ορισμένων μελών της συμπράξεως που συνέβαλαν στη λειτουργία της, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από τις προσφεύγουσες.

110. Τέταρτον, όσον αφορά τις ανακοινώσεις που απέστειλε η ITR τον Δεκέμβριο του 1999 μετά τη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο) στις 10 Δεκεμβρίου 1999, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ανεξαρτήτως του αν οι προτάσεις του εκπροσώπου της ITR έγιναν εν τέλει ή όχι δεκτές, το ίδιο το γεγονός, το οποίο δε αμφισβητήθηκε από τις προσφεύγουσες, ότι ο εν λόγω εκπρόσωπος ανέλαβε να αποστείλει τέτοιες ανακοινώσεις είναι δηλωτικό του ότι ανέλαβε εξέχοντα ρόλο στη διατήρηση και την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων της συμπράξεως έπειτα από τη συνάντηση αυτή.

111. Πέμπτον, όσον αφορά την προεδρεία της συναντήσεως αυτής, είναι ασφαλώς σαφές ότι τα πρακτικά δεν περιέχουν σαφείς αναφορές σχετικά με το πρόσωπο το οποίο τη διασφάλισε. Παρά ταύτα, πέραν των σχετικών δηλώσεων της Yokohama, η Επιτροπή στηρίχθηκε, χωρίς να αντικρουστεί ως προς το ζήτημα αυτό από τις προσφεύγουσες, στα έγγραφα από τα οποία προέκυπτε ότι η ITR είχε αποστείλει πρόσκληση για τη συνάντηση αυτή στη Yokohama και είχε προβεί σε ανακοινώσεις μετά τη συνάντηση, καθώς και στο γεγονός ότι η παρέμβασή της κατά τη συνάντηση περιλήφθηκε τελευταία στα πρακτικά. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα στοιχεία αυτά αποτελούν τουλάχιστον ενδείξεις ενός εξέχοντος ρόλου κατά την προετοιμασία, τη διεξαγωγή και τη συνέχεια της συναντήσεως αυτής.

112. Έκτον, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν το ότι η ITR ξεκίνησε στενή συνεργασία με τη Yokohama, όπερ προκύπτει από πλήθος εγγράφων για τα οποία γίνεται ειδικότερα μνεία στις αιτιολογικές σκέψεις 219 και 241 της προσβαλλομένης αποφάσεως και τα οποία αποδεικνύουν ότι η ITR οργάνωσε συναντήσεις με τη Yokohama και διατήρησε αλληλογραφία σχετική με τη συνεργασία αυτή όχι μόνο με τη Yokohama, αλλά και με άλλα μέλη της συμπράξεως, και τούτο ειδικότερα κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου 2000 και Ιουνίου 2001.

113. Αφενός, το γεγονός ότι ανέλαβε ενεργά να διασφαλίσει τη συμμετοχή της Yokohama, μιας από τις δύο ιαπωνικές επιχειρήσεις του τομέα, και, κατόπιν τούτου, να διασφαλίσει τη συμμετοχή στη σύμπραξη δύο των επιχειρήσεων που εκπροσωπούν σχεδόν το ένα τέταρτο της παγκόσμιας αγοράς, μπορεί να θεωρηθεί αυτό καθαυτό ως κρίσιμο στοιχείο για την εκ νέου λειτουργία και την ενίσχυση της συμπράξεως.

114. Αφετέρου, το γεγονός ότι ανακοίνωσε πληροφορίες σχετικές με τη συνεργασία αυτή στα άλλα μέλη της συμπράξεως συνέτεινε στο να βεβαιωθούν για αυτή την πτυχή της συμπράξεως και, λόγω τούτου, για την εν γένει λειτουργία της.

115. Συναφώς, τα πρακτικά της συναντήσεως της 11ης και 12ης Ιουνίου 2001 επιβεβαιώνουν ότι, κατά τον χρόνο αυτό, στο πλαίσιο της συμπράξεως, η Yokohama και η ITR θεωρούνταν τόσο στενά συνεργαζόμενοι φορείς εντός της αγοράς ώστε να τους αποδοθεί κοινό μερίδιο.

116. Έτσι, αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη συνεργασία με τη Yokohama και τη συμμετοχή της στη σύμπραξη την οποία διασφάλισε η ITR μπορούν δικαίως να θεωρηθούν ότι στηρίζουν τη διαπίστωση της Επιτροπής περί του ηγετικού ρόλου στη σύμπραξη τον οποίο απέδωσε στην ITR.

117. Έβδομον, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με τη στενή συνεργασία μεταξύ Yokohama και ITR, αφορούν κατ’ ελάχιστον το χρονικό διάστημα από τις 11 Ιουνίου 1999 έως τον Ιούνιο του 2001. Εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, από τον Οκτώβριο του 2001, η ITR δεν ήταν πλέον επιφορτισμένη με τον συντονισμό της συμμετοχής της Yokohama στη σύμπραξη, πράγμα το οποίο εξάλλου δεν αμφισβητήθηκε από τις προσφεύγουσες. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεώρησε την 30ή Σεπτεμβρίου 2001 ως την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσαν οι δραστηριότητες της ITR ως εταιρίας με ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη.

118. Βάσει του συνόλου των στοιχείων που μόλις εξετάστηκαν, πρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι η ITR είχε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη κατ’ ελάχιστον για το χρονικό διάστημα από τις 11 Ιουνίου 1999 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2001.

119. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία θεωρούν ότι αντικρούουν τη θέση ότι η ITR είχε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη.

120. Καταρχάς, το γεγονός ότι οι Yokohama και ITR είχαν ενδιαφέρον, από εμπορικής απόψεως, για τους σκοπούς της συμπράξεως δεν κλονίζει το ότι η συμμετοχή της Yokohama στη σύμπραξη κατέστη ευκολότερη λόγω της βοήθειας που της παρείχε η ITR, ως συντονίστρια, κατά το χρονικό διάστημα που έλαβε υπόψη η Επιτροπή.

121. Ακολούθως, ο ρόλος που διαδραμάτισαν τα λοιπά μέλη της συμπράξεως, όπως οι Bridgestone και DOM, καθώς και η M. W. ή οι επιχειρήσεις της, που διασφάλισαν τη διαχείριση και τον παγκόσμιο συντονισμό της συμπράξεως για μεγάλα χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια της υπάρξεώς της, και το γεγονός ότι τα μέλη αυτά εκλαμβάνονταν από τα λοιπά μέλη ως κύριοι συντονιστές της συμπράξεως, δεν αντιτίθεται στον ρόλο του επικεφαλής που απέδωσε η Επιτροπή στην ITR. Ειδικώς όσον αφορά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 11ης Ιουνίου 1999 και της 30ής Σεπτεμβρίου 2001, τα στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι η M. W., και δη διά των επιχειρήσεών της, ήταν η μόνη συντονίστρια της συμπράξεως. Πράγματι τα καθήκοντα συντονισμού που εκπλήρωνε η ITR κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα δεν είναι ικανά να αποκλείσουν το ότι ένας κύριος συντονιστής διασφάλιζε την παγκόσμια διεύθυνση της συμπράξεως. Αυτή η συνύπαρξη επεξηγεί ειδικότερα το γεγονός ότι η ITR δεν ήταν παρούσα σε όλες τις συναντήσεις της συμπράξεως.

122. Τέλος, η αμφισβήτηση εκ μέρους των άλλων μελών του ρόλου της ITR ως συντονίστριας της συμπράξεως και η μη επισημοποίηση του ρόλου αυτού δεν αναιρεί τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η ITR ενεργούσε ως συντονίστρια, τουλάχιστον της ομάδας ITR/Yokohama και διασφάλιζε ορισμένο συντονισμό με άλλα μέλη της συμπράξεως, ιδίως μετά τη συνάντηση της 10ης Δεκεμβρίου 1999. Συγκεκριμένα, οι εκφρασθείσες αμφιβολίες, ιδίως από την Manuli τον Ιούνιο του 1999 σχετικά με τον ευρωπαϊκό συντονιστή της συμπράξεως, δεν δύνανται να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα διάφορα έγγραφα που παρουσίασε η Επιτροπή και τα οποία αποδεικνύουν ότι η ITR πράγματι είχε αναλάβει δραστηριότητες συντονισμού μεταξύ των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη, και τούτο ανεξαρτήτως του ζητήματος αν και για ποιο διάστημα συγκεκριμένες υποομάδες λειτούργησαν επισήμως στο πλαίσιο της συμπράξεως.

Ως προς την προσαύξηση του προστίμου λόγω του ηγετικού ρόλου που αποδόθηκε στην ITR

123. Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την προσαύξηση κατά 30 % που εφαρμόστηκε στο ποσό του επιβληθέντος στην Parker ITR προστίμου λόγω του ηγετικού ρόλου που αποδόθηκε στην ITR, η οποία, κατ’ αυτές, δεν είναι δικαιολογημένη, ιδίως σε σχέση με το ίδιο επίπεδο προσαυξήσεως που εφαρμόστηκε στο ποσό του επιβληθέντος στην Bridgestone προστίμου, η οποία εξασφάλισε τον συντονισμό της συμπράξεως επί ένδεκα έτη.

124. Στο σημείο 28 των κατευθυντήριων γραμμών προβλέπεται ότι το βασικό ποσό του προστίμου μπορεί να αυξηθεί, όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως το ότι η επιχείρηση έχει ηγετικό ρόλο στην παράβαση.

125. Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι η επιχείρηση που χαρακτηρίζεται ως επικεφαλής της συμπράξεως φέρει ιδιαίτερη ευθύνη σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις (απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, Siemens κατά Επιτροπής, T‑110/07, EU:T:2011:68, σκέψη 367).

126. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, κατά τον καθορισμό του ποσού κάθε προστίμου, η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως και δεν οφείλει να εφαρμόζει για τον σκοπό αυτό συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο (αποφάσεις της 6ης Απριλίου 1995, Martinelli κατά Επιτροπής, T‑150/89, EU:T:1995:70, σκέψη 59∙ της 14ης Μαΐου 1998, Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, T‑352/94, EU:T:1998:103, σκέψη 268, και της 13ης Ιουλίου 2011, Polimeri Europa κατά Επιτροπής, T‑59/07, EU:T:2011:361, σκέψη 251).

127. Εν προκειμένω, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 118 και 119 ανωτέρω, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι η ITR είχε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη μεταξύ της 11ης Ιουνίου 1999 και της 30ής Σεπτεμβρίου 2001.

128. Ειδικότερα, στις αιτιολογικές σκέψεις 457 έως 463 της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τις επιβαρυντικές περιστάσεις, όσον αφορά την ITR, η Επιτροπή παρέπεμψε μεταξύ άλλων στις διαπιστώσεις περί του ρόλου που διαδραμάτισε ο εκπρόσωπος της ITR κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιουνίου 1999 και Σεπτεμβρίου 2001. Η Επιτροπή διευκρίνισε στο σημείο αυτό ότι η ITR είχε εξασφαλίσει τον συντονισμό μέρους της συμπράξεως παραλλήλως προς τα καθήκοντα συντονισμού που είχε αναλάβει η M. W. και επισήμανε ότι ακριβώς κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα αποκαταστάθηκε η λειτουργία της συμπράξεως έπειτα από μια περίοδο αστάθειας.

129. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι η σύμπραξη διήλθε μια περίοδο σχετικής αδράνειας κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του 1997 έως τον Ιούνιο του 1999. Όπως ειδικότερα επισημάνθηκε στις σκέψεις 105 και 108 ανωτέρω, ακριβώς από τον Ιούνιο του 1999 η ITR ανέλαβε δραστηριότητες συντονισμού ορισμένων από τους μετέχοντες στη σύμπραξη.

130. Επιπλέον, η Επιτροπή ανέφερε επίσης, στην αιτιολογική σκέψη 458 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η συμβολή της ITR ήταν αποφασιστική για την άρση των ενδοιασμών ορισμένων μελών της συμπράξεως και την αποκατάσταση της λειτουργίας της.

131. Συγκεκριμένα, όπως αναγνωρίζουν οι ίδιες οι προσφεύγουσες, η ITR άρχισε στενότερη συνεργασία με την Yokohama, συντονίζοντας τη συμμετοχή των δύο επιχειρήσεων στη σύμπραξη, ενώ η επιχείρηση αυτή είχε εκφράσει ενδοιασμούς ως προς τη συμμετοχή της στη σύμπραξη λόγω των άσχημων σχέσεών της με την ιαπωνική ανταγωνίστριά της, Bridgestone. Αυτή η αντιπαλότητα προ της αποκαταστάσεως της λειτουργίας της συμπράξεως το 1999, στην οποία συνέβαλε η παρέμβαση της ITR, αναγνωρίστηκε από τις ίδιες τις προσφεύγουσες.

132. Επομένως, η προσαύξηση κατά 30 % που εφαρμόστηκε στο ποσό του επιβληθέντος στην Parker ITR προστίμου λόγω του ηγετικού ρόλου της φαίνεται δικαιολογημένη από τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

133. Στον βαθμό που με τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με το ότι η ίδια προσαύξηση κατά 30 % εφαρμόστηκε στο ποσό του επιβληθέντος στην Bridgestone προστίμου ενώ η εταιρία αυτή είχε αναλάβει τον συντονισμό της συμπράξεως επί ένδεκα έτη θεωρείται ότι προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει να εξεταστεί, με γνώμονα την προπαρατεθείσα στη σκέψη 88 νομολογία, αν οι δύο καταστάσεις είναι παρόμοιες.

134. Όσον αφορά την προσαύξηση κατά 30 % του επιβληθέντος στην Bridgestone προστίμου, η Επιτροπή παραπέμπει, στις αιτιολογικές σκέψεις 458 και 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις διαπιστώσεις σύμφωνα με τις οποίες, κατά το χρονικό διάστημα των ένδεκα ετών μεταξύ 1986 και 1997, η Bridgestone διασφάλιζε τον συντονισμό της συμπράξεως, ιδίως για τους Ιάπωνες μετέχοντες ενώ η Dunlop/DOM συντόνιζε τη σύμπραξη για τους ευρωπαίους μετέχοντες.

135. Επομένως, από τα στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για τις διαπιστώσεις της σχετικά με τις επιβαρυντικές περιστάσεις προκύπτει ότι, μολονότι η Bridgestone ανέλαβε τον συντονισμό της συμπράξεως για ορισμένους μετέχοντες για χρονικό διάστημα ένδεκα ετών, η ITR, από πλευράς της, ανέλαβε τον συντονισμό ορισμένων μετεχόντων στη σύμπραξη επί δύο έτη.

136. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι δύο καταστάσεις δεν είναι παρόμοιες ως προς τα πραγματικά περιστατικά. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 88 ανωτέρω, η ίδια μεταχείριση των δύο καταστάσεων φαίνεται αντικειμενικά δικαιολογημένη, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι καίτοι η ITR ανέλαβε δραστηριότητες συντονισμού μόνον για δύο έτη, οι δραστηριότητες αυτές συνέβαλαν αποφασιστικά στην επιτυχή επαναλειτουργία της συμπράξεως. Συγκεκριμένα, λόγω της σοβαρότητας της παραβάσεως και της ευθύνης για αυτήν, φαίνεται δικαιολογημένο να είναι η προσαύξηση του ποσού του επιβληθέντος στην Parker ITR προστίμου για τις δραστηριότητες συντονισμού της ITR σε χρόνο κρίσιμο για τη σύμπραξη εξίσου υψηλή με εκείνη που εφαρμόστηκε στο ποσό του επιβληθέντος στην Bridgestone προστίμου, για τις δραστηριότητές της συντονισμού που καλύπτουν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

137. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή, κατά την άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως, ότι εφάρμοσε τον ίδιο συντελεστή προσαυξήσεως στα ποσά των επιβληθέντων στην Parker ITR και στην Bridgestone προστίμων.

138. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως προσαύξηση μόνον 30 % στο ποσό του επιβληθέντος στην Bridgestone προστίμου, παρά το εκτεταμένο χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ως άνω εταιρία διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη, μια τέτοια παρανομία, διαπραχθείσα προς όφελος τρίτου, δεν δικαιολογεί την αποδοχή του λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή της απαγορεύσεως των διακρίσεων πρέπει να συνδυάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, σύμφωνα με την οποία κανείς δεν μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού παρανομία διαπραχθείσα προς όφελος τρίτου (βλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, Siemens κατά Επιτροπής, T‑110/07, EU:T:2011:68, σκέψη 358 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

139. Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες.

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης και έλλειψη αιτιολογίας που καθιστά πλημμελή την προσαύξηση που εφαρμόστηκε στο ποσό του επιβληθέντος στην Parker-Hannifin προστίμου λόγω του ηγετικού ρόλου που φέρεται ότι είχε η Parker ITR

140. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προσωπικής ευθύνης καθόσον έλαβε υπόψη τον ηγετικό ρόλο που αποδόθηκε στην ITR από τις 11 Ιουνίου 1999 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2001 προκειμένου να αυξήσει το ποσό του μέρους του προστίμου για το οποίο η Parker-Hannifin ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον. Προβάλλουν, περαιτέρω, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει τους λόγους για τους οποίους εφάρμοσε προσαύξηση 30 % στο ποσό του προστίμου για το οποίο η Parker‑Hannifin θεωρήθηκε υπεύθυνη.

141. Όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, εφόσον η συνιστώσα παράβαση συμπεριφορά θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογιστεί στη μητρική της, γίνεται δεκτό ότι οι εταιρίες αυτές αποτελούν μέρος, κατά το χρονικό διάστημα διαπράξεως της παραβάσεως, της ιδίας οικονομικής ενότητας και απαρτίζουν επομένως μία και μόνη επιχείρηση, κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δύναται επομένως να κρίνει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται από κοινού για τη συνιστώσα παράβαση συμπεριφορά της θυγατρικής της κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα και, κατά συνέπεια, ότι ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την καταβολή του ποσού του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου (βλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Areva κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑247/11 P και C‑253/11 P, EU:C:2014:257, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

142. Επιπλέον, έχει κριθεί ότι, κατά τον καθορισμό των εξωτερικών σχέσεων των αλληλεγγύως και εις ολόκληρον οφειλετών, δηλαδή τη σχέση μεταξύ της Επιτροπής και των διαφόρων προσώπων που συναποτελούν την επιχείρηση και μπορεί να κληθούν να καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην επιχείρηση αυτή, η δράση της Επιτροπής υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς, καθόσον οφείλει ιδίως να τηρεί την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, η οποία επιτάσσει, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, το ύψος του εις ολόκληρον οφειλόμενου προστίμου να καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως που προσάπτεται ατομικώς στη συγκεκριμένη επιχείρηση και με τη διάρκεια της παραβάσεως αυτής (απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κ.λπ. κατά Siemens Österreich κ.λπ., C‑231/11 P έως C‑233/11 P, EU:C:2014:256, σκέψη 52).

143. Αυτή η αντίληψη περί αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης η οποία καθιστά δυνατό στην Επιτροπή να απαιτεί από μία εκ των μητρικών εταιριών την καταβολή προστίμου για τις παραβάσεις που προσάπτονται, όσον αφορά άλλο χρονικό διάστημα διαπράξεως της παραβάσεως, σε επιχείρηση της οποίας ουδέποτε αποτέλεσε μέρος αντιβαίνει στην αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων (απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Areva κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑247/11 P και C‑253/11 P, EU:C:2014:257, σκέψεις 126 έως 133).

144. Ειδικότερα, μια εταιρία δεν μπορεί να θεωρείται υπεύθυνη για παραβάσεις τις οποίες διέπραξαν κατά τρόπο ανεξάρτητο οι θυγατρικές της πριν την ημερομηνία της αποκτήσεώς τους, δεδομένου ότι οι θυγατρικές πρέπει να ευθύνονται οι ίδιες για την συνιστώσα παράβαση συμπεριφορά την οποία εκδήλωσαν πριν την απόκτησή τους, ενώ η εταιρία που τις απέκτησε δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη (αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2000, Cascades κατά Επιτροπής, C‑279/98 P, EU:C:2000:626, σκέψεις 77 έως 79, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, YKK κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑408/12 P, EU:C:2014:2153, σκέψη 65).

145. Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, επιβάλλεται να εξεταστεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας προσαύξηση 30 % στο ποσό του προστίμου που κλήθηκε να καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η Parker‑Hannifin.

146. Υπενθυμίζε ται συναφώς η διαπίστωση στη σκέψη 118 ανωτέρω, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι η ITR είχε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη για το χρονικό διάστημα από τις 11 Ιουνίου 1999 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2001. Καμία δραστηριότητα της ITR ή της διαδόχου της, ITR Rubber, πέραν του διαστήματος αυτού δεν τους καταλογίστηκε ως προσδίδουσα χαρακτήρα ηγετικού ρόλου, όπερ εξάλλου η Επιτροπή επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

147. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι η ITR Rubber, στην οποία, την 1η Ιανουαρίου 2002, η μητρική της εταιρία κατά τον χρόνο εκείνο, η ITR, μεταβίβασε τα στοιχεία ενεργητικού στον τομέα των θαλάσσιων σωλήνων, πωλήθηκε στην Parker-Hannifin, στο πλαίσιο του ομίλου Parker, στις 31 Ιανουαρίου 2002. Έτσι, η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 389 της προσβαλλομένης αποφάσεως, θεώρησε την εταιρία Parker-Hannifin ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της Parker ITR, από την ημερομηνία αποκτήσεώς της, στις 31 Ιανουαρίου 2002.

148. Εξάλλου, επιβάλλεται να υπομνησθεί η μεθοδολογία την οποία ακολούθησε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου.

149. Συγκεκριμένα, πρώτον, η Επιτροπή προέβη στον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, ως ακολούθως:

– στις αιτιολογικές σκέψεις 420 έως 428 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι οι επίμαχες πωλήσεις έπρεπε να υπολογιστούν βάσει της μέσης ετήσιας αξίας των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν από τους κύριους κατασκευαστές θαλάσσιων σωλήνων εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) κατά τις τρεις πλήρεις οικονομικές χρήσεις προ της παύσεως της παραβάσεως, ήτοι 32 710 069 ευρώ·

– λαμβανομένης υπόψη της παγκόσμιας κλίμακας της παραβάσεως, η Επιτροπή έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 429 έως 433 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι έπρεπε να πολλαπλασιαστεί ο αριθμός αυτός επί τα μερίδια της παγκόσμιας αγοράς που είχε κάθε μετέχων και ότι, στην περίπτωση της Parker ITR, το μερίδιό της στην παγκόσμια αγορά ανερχόταν σε 12,1 %∙

– μετά τον εν λόγω πολλαπλασιασμό, στην αιτιολογική σκέψη 436 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κατέληξε στο ποσό των 3 955 777 ευρώ, για τις πωλήσεις της Parker ITR∙

– λόγω της σοβαρότητας της παραβάσεως, στην αιτιολογική σκέψη 445, η Επιτροπή έκρινε ότι, δεδομένων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, της φύσεως της παραβάσεως, των γεωγραφικών της διαστάσεων και του σωρευτικού μεριδίου της οικείας αγοράς, έπρεπε να ληφθεί υπόψη το 25 % της αξίας των πωλήσεων·

– λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 448 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διάρκεια 19 ετών και 5 ημερών για την Parker ITR και 5 ετών, 3 μηνών και 3 ημερών για την Parker-Hannifin, από όπου προέκυψαν πολλαπλασιαστές 19 και 5,5 αντιστοίχως·

– στην αιτιολογική σκέψη 449, η Επιτροπή επισήμανε ότι έπρεπε να προστεθεί επιπλέον ποσό ίσο προς το 25 % της αξίας των πωλήσεων, ως πρόσθετο ποσό αποτρεπτικού χαρακτήρα·

– η Επιτροπή επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 455 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, από τις προπεριγραφείσες πράξεις, προέκυπταν βασικά ποσά ύψους 19 700 000 ευρώ για την Parker ITR και 6 400 000 ευρώ για την Parker-Hannifin.

150. Σε δεύτερο στάδιο, αφού κατέληξε σε δύο βασικά ποσά, ήτοι ένα βασικό ποσό για την Parker ITR και ένα βασικό ποσό για την Parker-Hannifin, η Επιτροπή επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 463 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι έπρεπε να προσαυξηθεί κατά 30 % το βασικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην Parker ITR ώστε να ληφθούν υπόψη οι επιβαρυντικές περιστάσεις.

151. Ως εκ τούτου, στην αιτιολογική σκέψη 471 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προσαύξησε κατά 30 % τα βασικά ποσά για την Parker ITR, οπότε προέκυψε ποσό 25 610 000 ευρώ, αλλά και για την Parker-Hannifin, οπότε προέκυψε ποσό 8 320 000 ευρώ.

152. Εκ των ανωτέρω απορρέει ότι, ενώ η Επιτροπή θεώρησε ως αλληλεγγύως υπεύθυνη την Parker-Hannifin μόνον από την 31η Ιανουαρίου 2002, το βασικό ποσό του προστίμου που έπρεπε να καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η Parker-Hannifin εξαιτίας της ευθύνης αυτής προσαυξήθηκε κατά 30 % λόγω της επιβαρυντικής περιστάσεως που αφορούσε τον ηγετικό ρόλο της ITR μεταξύ 11ης Ιουνίου 1999 και 30ής Σεπτεμβρίου 2001, χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Parker-Hannifin δεν είχε κανέναν δεσμό με την ITR ή τη διάδοχό της, ITR Rubber.

153. Επομένως, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το ποσό του προστίμου που έπρεπε να καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η Parker-Hannifin δεν καθορίστηκε σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως που διέπραξε ατομικώς η θυγατρική της, ITR Rubber, μετά την απόκτησή της στις 31 Ιανουαρίου 2002.

154. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας προσαύξηση 30 % επί του ποσού του προστίμου που έπρεπε να καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η Parker-Hannifin, λόγω της επιβαρυντικής περιστάσεως που αφορούσε τον ηγετικό ρόλο της ITR μεταξύ 11ης Ιουνίου 1999 και 30ής Σεπτεμβρίου 2001.

155. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτός ο έκτος λόγος ακυρώσεως τον οποίο προβάλλουν οι προσφεύγουσες, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των επιχειρημάτων σχετικά με την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως τα οποία προέβαλαν στο πλαίσιο του συγκεκριμένου λόγου.

156. Για τον λόγο αυτό επιβάλλεται η ακύρωση του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ε΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον εφαρμόστηκε προσαύξηση 30 % στο ποσό του προστίμου που έπρεπε να καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η Parker-Hannifin, λόγω της επιβαρυντικής περιστάσεως που αφορά τον ηγετικό ρόλο της ITR μεταξύ 11ης Ιουνίου 1999 και 30ής Σεπτεμβρίου 2001.

Επί του όγδοου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών

157. Όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 31 ανωτέρω, επιβάλλεται η εξέταση του όγδοου λόγου τον οποίο προέβαλαν οι προσφεύγουσες όσον αφορά το χρονικό διάστημα προ της 1ης Ιανουαρίου 2002.

158. Στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις αιτιάσεις οι οποίες αντλούνται, η πρώτη, από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η δεύτερη, από παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης, και, η τρίτη, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

159. Όσον αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη διάταξη αυτή:

«Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α) διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου [81 ΕΚ] ή του άρθρου [82 ΕΚ] [...]

Για καθεμία από τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.

[...]»

160. Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ειδικότερα η νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, YKK κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑408/12 P, EU:C:2014:2153). Στη σκέψη 60 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

«[…] [Σ]τις περιπτώσεις κατά τις οποίες […] μια επιχείρηση η οποία θεωρείται από την Επιτροπή ως υπεύθυνη για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ αποκτάται από άλλη επιχείρηση στο πλαίσιο της οποίας διατηρεί, ως θυγατρική, την ιδιότητα της χωριστής οικονομικής οντότητας, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη τον κύκλο εργασιών της καθεμίας από τις ως άνω οικονομικές οντότητες προκειμένου να εφαρμόσει σε αυτές, όπου απαιτείται, το ανώτατο όριο του 10 %.»

161. Εξάλλου, με τις σκέψεις 63 και 64 της αποφάσεως της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, YKK κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑408/12 P, EU:C:2014:2153), το Δικαστήριο έκρινε τα ακόλουθα:

«63. Επισημαίνεται, συναφώς, ότι ο σκοπός στον οποίο αποβλέπει ο καθορισμός, στο άρθρο 23, παράγραφος 2, ενός ανωτάτου ορίου ίσου με το 10 % του κύκλου εργασιών της κάθε επιχειρήσεως η οποία μετέσχε στην παράβαση είναι ιδίως να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η επιβολή ενός προστίμου με ύψος μεγαλύτερο από αυτό το ανώτατο όριο να υπερβαίνει την ικανότητα πληρωμής την οποία έχει η επιχείρηση κατά την ημερομηνία κατά την οποία κρίνεται ως υπεύθυνη για την παράβαση και της επιβάλλεται χρηματική κύρωση από την Επιτροπή.

64. Η διαπίστωση που πραγματοποιείται στη προηγούμενη σκέψη επιβεβαιώνεται από το άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, που επιτάσσει, σχετικά με το ανώτατο όριο του 10 %, τον υπολογισμό του ορίου αυτού βάσει της εταιρικής χρήσεως του έτους που προηγείτο της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία τιμωρείται η παράβαση. Η απαίτηση αυτή τηρείται όμως πλήρως όταν, όπως εν προκειμένω, το ανώτατο αυτό όριο καθορίζεται αποκλειστικώς βάσει του κύκλου εργασιών της θυγατρικής, σε ό,τι αφορά το πρόστιμο που επιβάλλεται αποκλειστικώς στην ίδια, για το διάστημα πριν την απόκτησή της από τη μητρική εταιρία […] Συνεπώς, υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι μεταβολές όσον αφορά τη διάρθρωση της ευθυνόμενης επιχειρήσεως ως οικονομικής οντότητας λαμβάνονται όντως υπόψη κατά την επιμέτρηση του προστίμου.»

162. Από το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ε΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, ως προς το ποσό του προστίμου των 25 610 000 ευρώ που επιβλήθηκε στην Parker ITR, η Parker-Hannifin κρίθηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνη για ποσό 8 320 000 ευρώ. Εξ αυτού απορρέει ότι το μέρος του προστίμου που πρέπει να θεωρηθεί ότι επιβλήθηκε αποκλειστικώς στην Parker ITR ανέρχεται σε 17 290 000 ευρώ. Παρά ταύτα, λόγω του σφάλματος που διαπιστώθηκε με τη σκέψη 154 ανωτέρω και του συμπεράσματος στη σκέψη 156 ανωτέρω, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη η προσαύξηση 30 % που εφαρμόστηκε στο βασικό ποσό του προστίμου των 6 400 000 ευρώ που έπρεπε να καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η Parker-Hannifin. Κατόπιν τούτων, το μέρος του προστίμου που πρέπει να θεωρηθεί ως πράγματι αποκλειστικώς επιβληθέν στην Parker ITR ανέρχεται σε 19 210 000 ευρώ.

163. Όσον αφορά τον επιμερισμό της ευθύνης μεταξύ της Parker ITR και της Parker-Hannifin που έλαβε υπόψη η Επιτροπή όπως περιγράφεται ειδικότερα στην αιτιολογική σκέψη 389 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι το μέρος του προστίμου για το οποίο η Parker ITR κρίθηκε υπεύθυνη αποκλειστικώς αφορά τη συμμετοχή στην παράβαση της οικονομικής προκατόχου της, ITR, για το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης Απριλίου 1986 και της 31ης Δεκεμβρίου 2001, καθώς και τη δική της συμμετοχή για το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης και της 31ης Ιανουαρίου 2002. Μόνο από την 31η Ιανουαρίου 2002 θεωρήθηκε υπεύθυνη η Parker-Hannifin ως μητρική εταιρία της Parker ITR και, βάσει τούτου, η Parker-Hannifin θεωρήθηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνη μαζί με την Parker ITR για μέρος του προστίμου.

164. Στην αιτιολογική σκέψη 474 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, στηριζόμενη στον κύκλο εργασιών που περιλαμβάνεται στο τμήμα της αποφάσεως περί των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η διαδικασία, επισήμανε ότι τα ποσά των επιβληθέντων στις επιχειρήσεις αυτές προστίμων δεν υπερέβαιναν το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Ως προς τις προσφεύγουσες, στην αιτιολογική σκέψη 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών σε παγκόσμια κλίμακα που πραγματοποίησε η Parker-Hannifin για το οικονομικό έτος 2006 που έληξε στις 30 Ιουνίου ανερχόταν στα 7 410 εκατομμύρια ευρώ.

165. Επομένως, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη αποκλειστικώς τον συνολικό κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η Parker-Hannifin για τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, και όσον αφορά το μέρος του προστίμου για το οποίο η Parker ITR θεωρήθηκε αποκλειστικώς υπεύθυνη, συγκεκριμένα για το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα.

166. Όπως, όμως, ορθώς υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, στον βαθμό που αυτό το ανώτατο όριο δεν καθορίστηκε βάσει μόνον του κύκλου εργασιών της Parker ITR όσον αφορά το μέρος του προστίμου που της επιβλήθηκε αποκλειστικώς και, κατ’ ανάγκην, όσον αφορά το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα, η Επιτροπή έσφαλε κατά την εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, YKK κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑408/12 P, EU:C:2014:2153, σκέψη 64).

167. Κατόπιν των ανωτέρω, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως, όπως οριοθετήθηκε στη σκέψη 31 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός, χωρίς να απαιτείται η εξέταση της δεύτερης και της τρίτης αιτιάσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του λόγου αυτού.

168. Εκ του γεγονότος αυτού, επιβάλλεται περαιτέρω η ακύρωση του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ε΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η Επιτροπή δεν υπολόγισε, βάσει μόνον του κύκλου εργασιών της Parker ITR, το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, όσον αφορά το μέρος του προστίμου για το οποίο η Parker ITR θεωρήθηκε αποκλειστικώς υπεύθυνη για το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα.

Ως προς την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας

169. Η αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας η οποία απονέμεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 229 ΕΚ, στο Γενικό Δικαστήριο από το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 τού παρέχει την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου της νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του και, κατ’ επέκταση, να καταργεί, μειώνει ή αυξάνει το ποσό του προστίμου ή της χρηματικής ποινής που επιβλήθηκε. Συνεπώς, ο δικαστής της Ένωσης έχει την εξουσία να ασκεί την αρμοδιότητά του πλήρους δικαιοδοσίας, όταν υποβάλλεται στην κρίση του το ζήτημα του ποσού του προστίμου, και μπορεί να ασκεί την αρμοδιότητά του αυτή τόσο για να μειώνει όσο και για να αυξάνει το ποσό αυτό (απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, C‑3/06 P, EU:C:2007:88, σκέψεις 61 και 62).

170. Επιβάλλεται να τονιστεί ότι, εκ φύσεως, ο καθορισμός του ποσού του προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο δεν αποτελεί ακριβή μαθηματική άσκηση. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τους υπολογισμούς της Επιτροπής ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές της, όταν αποφαίνεται δυνάμει της εξουσίας του πλήρους δικαιοδοσίας. Πρέπει να προβαίνει σε δική του εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως (βλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2011, Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, T‑11/06, EU:T:2011:560, σκέψη 266 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

171. Εξάλλου, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, πέραν της σοβαρότητας της παραβάσεως, και η διάρκειά της.

172. Επιπλέον, όπως υπενθυμίζεται στο άρθρο 49 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αυστηρότητα της ποινής δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη προς το αδίκημα.

173. Σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, το ποσό του προστίμου δεν πρέπει εξάλλου να υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως που πραγματοποιήθηκε κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.

174. Συναφώς, απορρέει από τη νομολογία, και δη από την απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, YKK κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑408/12 P, EU:C:2014:2153), ότι, για την εφαρμογή του ανώτατου ορίου που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών της επίμαχης θυγατρικής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, YKK κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑408/12 P, EU:C:2014:2153, σκέψη 97). Υπό τις περιστάσεις αυτές, καθόσον πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών του ομίλου Parker, αλλά αποκλειστικώς της θυγατρικής Parker ITR, προκειμένου να προσαρμοστεί το ποσό του προστίμου αναλόγως της ικανότητας πληρωμής που έχει αυτή, επιβάλλεται, για τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου του 10 %, να ληφθεί ως βάση ο συνολικός κύκλος εργασιών της Parker ITR, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών πωλήσεων στο πλαίσιο του ομίλου.

175. Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι, για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, έπρεπε να ληφθεί υπόψη η διάρκεια των παραβάσεων, καθώς και όλα τα στοιχεία που προσφέρονται για την εκτίμηση της σοβαρότητάς τους, όπως, μεταξύ άλλων, η συμπεριφορά της κάθε επιχειρήσεως και η λειτουργία εκάστης εξ αυτών κατά τον καθορισμό των συμπεφωνημένων πρακτικών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, C‑386/10 P, EU:C:2011:815, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

176. Με την αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο αναίρεσε τα σημεία 2 και 3 του διατακτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με τα οποία ακυρώθηκε το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο στις Parker ITR και Parker-Hannifin και, κατόπιν των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, καθορίστηκε το ποσό του επιβληθέντος στην Parker ITR προστίμου σε 6 400 000 ευρώ, ως προς το οποίο η Parker-Hannifin ήταν αλληλεγγύως υπεύθυνη για ποσό 6 300 000 ευρώ.

177. Κατόπιν της αναπομπής της προσφυγής τους στο Γενικό Δικαστήριο, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλαν συνηγορούν υπέρ της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και, κατ’ επέκταση, υπέρ της ασκήσεως από το Γενικό Δικαστήριο της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας για τη μείωση του ποσού του επιβληθέντος σε αυτές προστίμου.

178. Εν προκειμένω, έχοντας υπόψη την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο του έκτου και του όγδοου λόγου ακυρώσεως, καθώς και τα διαπιστωθέντα στις ανωτέρω σκέψεις 154 και 166 σφάλματα, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ενδεδειγμένο, πέραν της μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως την οποία έκρινε αναγκαία στις σκέψεις 156 και 168 ανωτέρω, να ασκήσει την αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας την οποία του παρέχει το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 και να υποκαταστήσει την εκτίμησή του στην εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά το ποσό του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στις προσφεύγουσες.

179. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ακόλουθες περιστάσεις.

180. Πρώτον, από τη δικογραφία συνάγεται, βάσει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, ότι η σύμπραξη συνιστούσε σοβαρή παράβαση, δεδομένου ότι αντικείμενό της ήταν η ανάθεση του αντικειμένου διαγωνισμών, ο καθορισμός των τιμών, ο καθορισμός των ποσοστώσεων, ο καθορισμός των όρων των πωλήσεων, η γεωγραφική κατανομή της αγοράς και η ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών σχετικά με τις τιμές, τους όγκους πωλήσεων και την υποβολή προσφορών. Εξάλλου, επρόκειτο για σύμπραξη με παγκόσμιες διαστάσεις.

181. Δεύτερον, όσον αφορά ειδικώς τη διάρκεια της παραβάσεως, αφενός, υπενθυμίζεται ότι η ITR Rubber (μετέπειτα Parker ITR) θεωρήθηκε, ορθώς, υπεύθυνη για τη συμμετοχή στην παράβαση της οικονομικής προκατόχου της ITR, για το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Απριλίου 1986 και 31ης Δεκεμβρίου 2001 καθώς και για τη δική της συμμετοχή για το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2002 και 2ας Μαΐου 2007. Αφετέρου, ορθώς θεωρήθηκε ως αλληλεγγύως υπεύθυνη η Parker-Hannifin, ως μητρική εταιρία της Parker ITR, για το χρονικό διάστημα μεταξύ 31ης Ιανουαρίου 2002 και 2ας Μαΐου 2007.

182. Τρίτον, αποδείχθηκε ότι η ITR διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη μεταξύ 11ης Ιουνίου 1999 και 30ής Σεπτεμβρίου 2001, ένα διάστημα κρίσιμο για τη σύμπραξη, κατόπιν μιας περιόδου σχετικής απραξίας, και συνέβαλε αποφασιστικά στην επιτυχή αποκατάσταση της λειτουργίας της συμπράξεως. Αντιθέτως, καμία δραστηριότητα της ITR ή της προκατόχου της, ITR Rubber, πέραν του διαστήματος αυτού δεν τους καταλογίστηκε ως έχουσα χαρακτήρα ηγετικού ρόλου.

183. Δεδομένων των περιστάσεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι το πρόστιμο ποσού 19 210 000 ευρώ, όπως επιβλήθηκε από την Επιτροπή αποκλειστικώς στην Parker ITR, παρέχει τη δυνατότητα αποτελεσματικής κυρώσεως της διαπιστωθείσας παράνομης συμπεριφοράς κατά τρόπο που να μην είναι αμελητέος και να παραμένει επαρκώς αποτρεπτικός. Οποιοδήποτε πρόστιμο ανώτερο του ποσού αυτού θα ήταν δυσανάλογο προς την παράβαση αυτή.

184. Πάντως, λόγω του ανώτατου ορίου του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, πρέπει να ληφθεί υπόψη, για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου, ο συνολικός κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως, ήτοι της Parker ITR, που πραγματοποιήθηκε κατά το οικονομικό έτος που προηγήθηκε της αποφάσεως περί επιβολής του επίμαχου προστίμου, ήτοι, στην περίπτωση της Parker ITR, το οικονομικό έτος 2008, που έληξε στις 30 Ιουνίου. Συνεπώς, από τον ισολογισμό της 30ής Ιουνίου 2008 της Parker ITR, που προσαρτήθηκε στις υποβληθείσες παρατηρήσεις έπειτα από την αναιρετική απόφαση, και δη από τη σελίδα 18 του ισολογισμού προκύπτει ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών πωλήσεων, για το οικονομικό έτος 2008 ανέρχεται σε 135 457 283 ευρώ.

185. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι το ποσό του προστίμου για το οποίο η Parker ITR πρέπει να θεωρηθεί αποκλειστικώς υπεύθυνη εν προκειμένω δεν πρέπει να υπερβαίνει το 10 % του κύκλου εργασιών που αναφέρεται στη σκέψη 184 ανωτέρω, ήτοι 13 545 728 ευρώ.

186. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να μειωθεί το ποσό του προστίμου για το οποίο η Parker-Hannifin πρέπει να θεωρηθεί αλληλεγγύως υπεύθυνη λαμβανομένων υπόψη, ειδικότερα, της σοβαρότητας της παραβάσεως καθώς και του ότι η συμμετοχή της στην παράβαση, ως μητρικής εταιρίας της Parker ITR, άρχισε μόλις από την απόκτησή της, στις 31 Ιανουαρίου 2002 ενώ δεν είχε πλέον ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη, και να καθοριστεί σε 6 400 000 ευρώ.

187. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το συνολικό ποσό του επιβληθέντος στην Parker ITR προστίμου πρέπει να καθοριστεί σε 19 945 728 ευρώ, το δε ποσό για το οποίο η Parker-Hannifin πρέπει να θεωρηθεί αλληλεγγύως υπεύθυνη ανέρχεται σε 6 400 000 ευρώ.

188. Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά.

Επί των δικαστικών εξόδων

189. Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

190. Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να οριστεί ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Διατακτικό

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Ακυρώνει το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ε΄, της αποφάσεως C(2009) 428 τελικό της Επιτροπής, της 28ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/39406 – Θαλάσσιοι σωλήνες), καθόσον εφαρμόστηκε προσαύξηση 30 % επί του ποσού του προστίμου που έπρεπε να καταβάλει αλληλεγγύως η Parker-Hannifin Corp., λόγω της επιβαρυντικής περιστάσεως του ηγετικού ρόλου της ITR SpA μεταξύ 11ης Ιουνίου 1999 και 30ής Σεπτεμβρίου 2001 και καθόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν υπολόγισε, βάσει μόνον του κύκλου εργασιών της Parker ITR Srl, το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ], όσον αφορά το μέρος του προστίμου για το οποίο η Parker ITR θεωρήθηκε αποκλειστικώς υπεύθυνη για το προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 χρονικό διάστημα.

2) Καθορίζει το ποσό του επιβληθέντος στην Parker Hannifin Manufacturing Srl, πρώην Parker ITR, προστίμου σε 19 945 728 ευρώ, από το δε ποσό αυτό η Parker-Hannifin είναι αλληλεγγύως υπεύθυνη για 6 400 000 ευρώ.

3) Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4) Οι Parker Hannifin Manufacturing, Parker-Hannifin και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Top