Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009TJ0059

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 14ης Φεβρουαρίου 2012.
    Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Έγγραφα που αφορούν περατωθείσα διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως — Έγγραφα προερχόμενα από κράτος μέλος — Παροχή πρόσβασης — Προηγούμενη συναίνεση του κράτους μέλους.
    Υπόθεση T-59/09.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2012:75

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 14ης Φεβρουαρίου 2012 ( *1 )

    «Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Έγγραφα που αφορούν περατωθείσα διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως — Έγγραφα προερχόμενα από κράτος μέλος — Παροχή πρόσβασης — Προηγούμενη συναίνεση του κράτους μέλους»

    Στην υπόθεση T-59/09,

    Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους M. Lumma, B. Klein και A. Wiedmann,

    προσφεύγουσα,

    υποστηριζόμενη από

    το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον Μ. Muñoz Pérez, στη συνέχεια από την S. Centeno Huerta,

    και

    τη Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον M. Dowgielewicz, στη συνέχεια από τους M. Szpunar και B. Majczyna,

    παρεμβαίνοντα,

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους B. Smulders, P. Costa de Oliveira και F. Hoffmeister,

    καθής,

    υποστηριζόμενης από

    το Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τους J. Bering Liisberg και B. Weis Fogh, στη συνέχεια από τους S. Juul Jørgensen και C. Vang,

    από

    τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από τον J. Heliskoski,

    και

    το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τις K. Petkovska, A. Falk και S. Johannesson,

    παρεμβαίνοντα,

    με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως SG.E.3/RG/mbp D(2008) 10067 της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2008, με την οποία παρέχεται πρόσβαση στο κοινό σε ορισμένα έγγραφα που διαβίβασε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο πλαίσιο της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως υπ’ αριθ. 2005/4569,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe και M. van der Woude (εισηγητή), δικαστές,

    γραμματέας: T. Weiler, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Σεπτεμβρίου 2011,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Ιστορικό της διαφοράς

    1

    Στις 19 Ιουλίου 2008, περιήλθε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αίτηση για την παροχή πρόσβασης σε διάφορα έγγραφα κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43).

    2

    Τα έγγραφα για τα οποία ζητήθηκε η πρόσβαση συντάχθηκαν στο πλαίσιο της υπ’ αριθ. 2005/4569 διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως, την οποία κίνησε η Επιτροπή κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας για ενδεχόμενη παράβαση των άρθρων 28 ΕΚ και 30 ΕΚ απορρέουσα από γερμανική διοικητική διάταξη σχετικά με τις προϋποθέσεις ταξινόμησης των εισαγόμενων μεταχειρισμένων επιβατικών αυτοκινήτων. Μετά την αποστολή προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εγγράφου οχλήσεως στις 18 Οκτωβρίου 2005, η Επιτροπή περάτωσε τη διαδικασία στις 28 Ιουνίου 2006.

    3

    Τα έγγραφα τα οποία αφορούσε η αίτηση δημοσιοποιήσεως ήσαν, πρώτον, οι επιστολές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας της 16ης Φεβρουαρίου 2006 προς απάντηση στο από 18 Οκτωβρίου 2005 έγγραφο οχλήσεως της Επιτροπής, δεύτερον, τα πρακτικά της συνεδρίασης της 27ης Μαρτίου 2006 των εκπροσώπων των γερμανικών αρχών και της Επιτροπής και, τρίτον, μία περίληψη για εσωτερική χρήση της Επιτροπής σχετικά με την πρόοδο της διαδικασίας. Το δεύτερο και το τρίτο έγγραφο περιείχαν αναφορές στην επιστολή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας της 16ης Φεβρουαρίου 2006.

    4

    Με ηλεκτρονική επιστολή της 23ης Ιουλίου 2008, η Επιτροπή ενημέρωσε τις γερμανικές αρχές για την αίτηση πρόσβασης στα έγγραφα.

    5

    Με ηλεκτρονική επιστολή της 31ης Ιουλίου 2008, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ενημέρωσε την Επιτροπή ότι ήταν αντίθετη με την παροχή άδειας πρόσβασης στα εν λόγω έγγραφα βάσει των εξαιρέσεων που προβλέπονται, αφενός, με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 όσον αφορά την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και τις διεθνείς σχέσεις, και, αφετέρου, με το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού, όσον αφορά την προστασία των σκοπών επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου. Κατά τις γερμανικές αρχές, η δημοσιοποίηση θα έθιγε τη βασιζόμενη στην εμπιστοσύνη συνεργασία μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως. Οι γερμανικές αρχές προέβαλαν επίσης ότι, κατά τη γερμανική νομοθεσία, οι σχέσεις μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ενέπιπταν στην έννοια των «διεθνών σχέσεων».

    6

    Με επιστολή της 5ης Αυγούστου 2008, η Επιτροπή ενημέρωσε τους αιτούντες για την εναντίωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και για τους λόγους που προέβαλε προς στήριξη της άρνησής της. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή πληροφόρησε τους αιτούντες ότι δεν μπορούσε να κάνει δεκτή την αίτησή τους. Ωστόσο, η Επιτροπή, αναφερόμενη στην απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C-64/05 P, Σουηδία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-11389), άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο για τους αιτούντες να ζητήσουν επανεξέταση της αποφάσεως.

    7

    Οι αιτούντες υπέβαλαν επιβεβαιωτική αίτηση αμφισβητώντας τη βασιμότητα των λόγων που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

    8

    Με επιστολή της 15ης Σεπτεμβρίου 2008, η Επιτροπή ζήτησε από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να επανεξετάσει το θέμα βάσει της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 2007, C-266/05 P, Sison κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I-1233, σκέψεις 67 έως 72), όσον αφορά την εξαίρεση που αντλείται από την προστασία των διεθνών σχέσεων, και των αποφάσεων του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] της 6ης Ιουλίου 2003, T-391/03 και T-70/04, Franchet και Byk κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II-2023, σκέψη 113), και της 8ης Νοεμβρίου 2007, T-194/04, Bavarian Lager κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II-4523, σκέψεις 148 και 149), όσον αφορά την εξαίρεση σχετικά με την προστασία των σκοπών επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου.

    9

    Με επιστολή της 23ης Σεπτεμβρίου 2008, οι γερμανικές αρχές επανέλαβαν τεκμηριωμένα την άποψή τους κατά την οποία δεν έπρεπε να δοθεί πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα.

    10

    Με την απόφαση SG.E.3/RG/mbp D(2008) 10067, της 5ης Δεκεμβρίου 2008 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή αποφάσισε να επιτρέψει στους αιτούντες την πρόσβαση στα έγγραφα. Προς στήριξη της αποφάσεώς της, η Επιτροπή υποστήριξε ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά της δημοσιοποιήσεως των εγγράφων δεν ήταν, εκ πρώτης όψεως, βάσιμα και ότι επιβάλλεται, ως εκ τούτου, το συμπέρασμα ότι οι γερμανικές αρχές δεν προσκόμισαν στοιχεία που να δικαιολογούν επαρκώς την εφαρμογή μίας από τις προβαλλόμενες εξαιρέσεις. Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 6, της αποφάσεως 2001/937/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2001, για την τροποποίηση του εσωτερικού κανονισμού (ΕΕ L 345, σ. 94), η Επιτροπή ενημέρωσε τις γερμανικές αρχές για την πρόθεσή της να δημοσιοποιήσει τα επίμαχα έγγραφα μετά από δέκα εργάσιμες μέρες και επέστησε την προσοχή τους στα μέσα παροχής εννόμου προστασίας που έχουν στη διάθεσή τους για να εναντιωθούν στην εν λόγω δημοσιοποίηση.

    11

    Με επιστολή της 18ης Δεκεμβρίου 2008, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ανακοίνωσε στην Επιτροπή ότι αντιτίθεται στη διαβίβαση των εν λόγω εγγράφων. Δήλωσε ότι πρόκειται να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως και ζήτησε να μη δημοσιοποιηθούν τα έγγραφα πριν από το πέρας της διαδικασίας αυτής.

    12

    Με επιστολή της 30ής Ιανουαρίου 2009, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ότι μπορούσε να ζητήσει από το νυν Γενικό Δικαστήριο τη λήψη ασφαλιστικού μέτρου με το οποίο να απαγορευθεί προσωρινά η δημοσιοποίηση των εν λόγω εγγράφων. Εντούτοις, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν υπέβαλε τέτοια αίτηση.

    13

    Η Επιτροπή διαβίβασε τα επίμαχα έγγραφα στους αιτούντες.

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    14

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του νυν Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Φεβρουαρίου 2009, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άσκησε την παρούσα προσφυγή.

    15

    Το Βασίλειο της Ισπανίας και η Δημοκρατία της Πολωνίας, με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του νυν Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Ιουνίου και στις 7 Ιουλίου 2009, αντιστοίχως, ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

    16

    Το Βασίλειο της Σουηδίας, το Βασίλειο της Δανίας και η Δημοκρατία της Φινλανδίας, με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του νυν Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Ιουνίου, στις 29 Ιουνίου και την 1η Ιουλίου 2009, αντιστοίχως, ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής.

    17

    Με διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος του νυν Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε τις παρεμβάσεις αυτές.

    18

    Κατόπιν της αλλαγής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τέταρτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε ως εκ τούτου η υπό κρίση υπόθεση.

    19

    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας και από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    20

    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Δανίας, τη Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή·

    να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

    Σκεπτικό

    21

    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει ένα μόνο λόγο ακυρώσεως, αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3 και 5, του κανονισμού 1049/2001, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας του άρθρου 10 ΕΚ.

    22

    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, μη λαμβάνοντας υπόψη την εναντίωσή της στη δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων, υπερέβη τα όρια της εξουσίας ελέγχου που διαθέτει, όπως αυτή έχει οριοθετηθεί από το Δικαστήριο με την απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω, και παρέβη, ως εκ τούτου, το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001.

    23

    Επικουρικώς, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η αιτιολογία που προέβαλε προς δικαιολόγηση της εναντιώσεώς της στη δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων, η οποία βασίζεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ως προδήλως εσφαλμένη.

    Επί της διαδικασίας του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001

    24

    Οι διάδικοι διαφωνούν ως προς την έκταση του ελέγχου που πρέπει να ασκήσει το θεσμικό όργανο, εν προκειμένω η Επιτροπή, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, ως προς την αιτιολογία που προβάλλει το κράτος μέλος όταν εναντιώνεται στη δημοσιοποίηση των εγγράφων βάσει των εξαιρέσεων του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του εν λόγω κανονισμού.

    25

    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, θεωρεί ότι το θεσμικό όργανο δεν έχει δικαίωμα να ελέγξει το βάσιμο της αιτιολογίας του οικείου κράτους μέλους. Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει μεν τα αιτήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, διευκρινίζει όμως ότι η Επιτροπή μπορεί να ελέγξει, το πολύ, αν το κράτος μέλος, επικαλούμενο εξαίρεση, υπέπεσε, κατά την εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού 1049/2001, σε πρόδηλη και πέραν πάσης αμφιβολίας πλάνη.

    26

    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Δανίας, τη Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, υποστηρίζει ότι υποχρεούται να εξετάσει αν η προβαλλόμενη από το κράτος μέλος αιτιολογία είναι, εκ πρώτης όψεως, βάσιμη, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως και της νομολογίας.

    27

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα τα οποία βρίσκονται στην κατοχή θεσμικών οργάνων καλύπτει όχι μόνο τα συντασσόμενα από τα εν λόγω θεσμικά όργανα έγγραφα, αλλά και όσα αυτά παραλαμβάνουν από τρίτους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται τα κράτη μέλη, όπως διευκρινίζει ρητώς το άρθρο 3, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού.

    28

    Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο νομοθέτης της Ένωσης κατήργησε τον κανόνα του συντάκτη που ίσχυε πριν την έκδοση του κανονισμού 1049/2001. Βάσει του κανόνα εκείνου, εάν έγγραφο που βρισκόταν στην κατοχή θεσμικού οργάνου είχε ως συντάκτη τρίτο, η αίτηση πρόσβασης στο έγγραφο έπρεπε να απευθύνεται απευθείας στον συντάκτη του εγγράφου αυτού.

    29

    Από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1049/2001, όλα τα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή θεσμικών οργάνων, είτε συντάχθηκαν από τα ίδια είτε προέρχονται από κράτος μέλος ή από τρίτο, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού και έχουν εφαρμογή επομένως επ’ αυτών οι εν λόγω διατάξεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες που προβλέπουν ειδικές εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης.

    30

    Στην περίπτωση εγγράφων τρίτων, το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 διευκρινίζει ότι το θεσμικό όργανο διαβουλεύεται με τον τρίτο προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον μπορούν να εφαρμοσθούν οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 ή 2 του εν λόγω κανονισμού, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο πρέπει ή δεν πρέπει να δημοσιοποιηθεί.

    31

    Στην περίπτωση εγγράφων που προέρχονται από κράτος μέλος, το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει ότι το κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να μη δημοσιοποιήσει ένα έγγραφο προερχόμενο από αυτό χωρίς την προηγούμενη συναίνεσή του. Κατά τη νομολογία, η εν λόγω διάταξη παρέχει τη δυνατότητα στο κράτος μέλος να συμμετάσχει στην απόφαση η οποία λαμβάνεται από το θεσμικό όργανο και καθιερώνει, προς τούτο, διαδικασία λήψεως αποφάσεων προκειμένου να καθοριστεί αν οι ειδικές εξαιρέσεις που απαριθμούνται στις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου 4 αντιβαίνουν στη δημοσιοποίηση του οικείου εγγράφου (βλ., συναφώς, απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω, σκέψεις 76, 81, 83 και 93).

    32

    Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης ανατίθεται από κοινού στο θεσμικό όργανο και στο κράτος μέλος που επέλεξε την προβλεπόμενη στην παράγραφο 5 δυνατότητα, τα οποία οφείλουν, σύμφωνα με την υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 10 ΕΚ, να ενεργήσουν και να συνεργαστούν έτσι, ώστε οι εν λόγω κανόνες να μπορέσουν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά (απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω, σκέψη 85).

    33

    Επομένως, κατ’ αρχάς, τόσο το θεσμικό όργανο προς το οποίο υποβλήθηκε αίτηση πρόσβασης σε έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος όσο και το εν λόγω κράτος μέλος οφείλουν, αφ’ ης στιγμής η αίτηση αυτή γνωστοποιήθηκε από το θεσμικό όργανο στο εν λόγω κράτος μέλος, να προβούν αμελλητί στην έναρξη έντιμου διαλόγου ως προς την πιθανή εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001, εξακολουθώντας να επιδεικνύουν προσοχή ιδίως ως προς την ανάγκη να παρασχεθεί στο ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο η δυνατότητα να λάβει θέση, ως υπέχον την υποχρέωση να αποφανθεί επί της ανωτέρω αιτήσεως προσβάσεως, εντός των προθεσμιών των άρθρων 7 και 8 του κανονισμού (απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω, σκέψη 86).

    34

    Ακολούθως, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, το οποίο, μετά την ολοκλήρωση του σχετικού διαλόγου, προβάλλει την εναντίωσή στη δημοσιοποίηση του επίδικου εγγράφου, οφείλει να αιτιολογήσει την εναντίωση αυτή υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων εξαιρέσεων. Πράγματι, το θεσμικό όργανο δεν μπορεί να δώσει συνέχεια στη διατυπωθείσα από το κράτος μέλος εναντίωση ως προς τη δημοσιοποίηση εγγράφου το οποίο προέρχεται από το ίδιο αν η εναντίωση αυτή στερείται οποιασδήποτε αιτιολογίας ή αν η προβληθείσα αιτιολογία δεν ανάγεται στις απαριθμούμενες στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις. Εφόσον, παρά τη ρητή πρόσκληση του θεσμικού οργάνου προς το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να προβεί στη σχετική αιτιολόγηση, το κράτος μέλος εξακολουθεί να μην το πράττει, το θεσμικό όργανο οφείλει, εφόσον εκτιμά ότι δεν έχει εφαρμογή καμία από τις ανωτέρω εξαιρέσεις, να επιτρέψει την πρόσβαση στο έγγραφο του οποίου ζητείται η δημοσιοποίηση (απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω, σκέψεις 87 και 88).

    35

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 ουδόλως αναγνωρίζει στο κράτος μέλος γενικό και ανεπιφύλακτο δικαίωμα αρνησικυρίας, δικαίωμα δηλαδή εναντιώσεως, κατά πλήρη διακριτική ευχέρεια και χωρίς αιτιολόγηση της σχετικής αποφάσεως, στη δημοσιοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή θεσμικού οργάνου αποκλειστικά και μόνο λόγω του γεγονότος ότι το έγγραφο αυτό προέρχεται από το οικείο κράτος μέλος (απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω, σκέψη 58).

    36

    Τέλος, όπως προκύπτει, ιδίως, από τα άρθρα 7 και 8 του κανονισμού 1049/2001, το θεσμικό όργανο οφείλει να αιτιολογήσει την απόφαση με την οποία πληροφορεί τον αιτούντα ότι αρνείται την πρόσβαση. Η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται ότι το θεσμικό όργανο παραθέτει στην απόφασή του όχι μόνο την εκδηλωθείσα εναντίωση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους στη δημοσιοποίηση του ζητηθέντος εγγράφου αλλά και τους λόγους που επικαλέστηκε το οικείο κράτος μέλος προκειμένου να συναγάγει ότι εφαρμόζεται μία από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού. Πράγματι, παρόμοιες ενδείξεις είναι ικανές να παράσχουν στον αιτούντα τη δυνατότητα να κατανοήσει την προέλευση και τους προβαλλόμενους λόγους της αρνήσεως, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει, ενδεχομένως, τον έλεγχο που του έχει ανατεθεί (απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω, σκέψη 89).

    37

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά τη νομολογία, το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 επιτρέπει στο οικείο κράτος μέλος να εναντιωθεί στη δημοσιοποίηση εγγράφων που προέρχονται από το ίδιο μόνο βάσει των εξαιρέσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού, και αφού αιτιολογήσει δεόντως τη θέση του αυτή (απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω, σκέψη 99).

    38

    Περαιτέρω, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, αν το οικείο θεσμικό όργανο θεωρεί ότι είναι σαφές ότι, βάσει των προβλεπόμενων στις παραγράφους 1 ή 2 του ιδίου άρθρου εξαιρέσεων, πρέπει να μην επιτραπεί η πρόσβαση σε έγγραφο που προέρχεται από κράτος μέλος, η Επιτροπή αρνείται την πρόσβαση στον αιτούντα χωρίς να απαιτείται να διαβουλευτεί με το κράτος μέλος από το οποίο προέρχεται το έγγραφο, τούτο δε ανεξάρτητα από το αν το οικείο κράτος μέλος υπέβαλε ή όχι προηγουμένως αίτημα κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού. Σε παρόμοια περίπτωση, επομένως, είναι καταφανές ότι την απόφαση επί της αιτήσεως προσβάσεως τη λαμβάνει το θεσμικό όργανο υπό το πρίσμα αποκλειστικά και μόνον των εξαιρέσεων που απορρέουν ευθέως από τις επιταγές του δικαίου της Ένωσης (απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω, σκέψη 68).

    39

    Εν προκειμένω, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει ότι, κατά την απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (σκέψη 88), η Επιτροπή μπορεί να αντιπαρέλθει την εναντίωση ενός κράτους μέλους στη δημοσιοποίηση των εγγράφων σε δύο μόνον περιπτώσεις, δηλαδή, πρώτον, όταν η άρνηση στερείται οποιασδήποτε αιτιολογίας κατά την έννοια του άρθρου 253 ΕΚ και, δεύτερον, όταν η προβληθείσα αιτιολογία δεν στηρίζεται στις εξαιρέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001. Συναφώς, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αναφέρεται στην αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας καθώς και στην υφιστάμενη σαφή διάκριση μεταξύ, αφενός, του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, το οποίο προβλέπει, για τα έγγραφα τρίτων εκτός των κρατών μελών, έναν απλό μηχανισμό διαβουλεύσεως, και, αφετέρου, του άρθρου 4, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αναγνωρίζει στα κράτη μέλη το δικαίωμα να ζητείται προηγουμένως η συναίνεσή τους για να επιτραπεί η πρόσβαση σε ένα έγγραφο.

    40

    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστήριξε επίσης ότι το άρθρο 255, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος διακηρύχθηκε στη Νίκαια στις 7 Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ C 364, σ. 1, στο εξής: Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων), αφορούν την πρόσβαση στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων και όχι την πρόσβαση στα έγγραφα των κρατών μελών.

    41

    Όσον αφορά, πρώτον, την αναφορά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο άρθρο 255 ΕΚ και στο άρθρο 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, παρατηρείται, πρώτον, ότι το άρθρο 255, παράγραφος 2, ΕΚ παραχώρησε στο Συμβούλιο την ευθύνη καθορισμού των γενικών αρχών και των ορίων που διέπουν το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα. Πάντως, ο κανονισμός 1049/2001, ο οποίος εκδόθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και του οποίου η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν αμφισβητεί τη νομιμότητα, επεκτείνει ρητά το δικαίωμα πρόσβασης σε όλα τα έγγραφα που βρίσκονται στα χέρια θεσμικού οργάνου (βλ. σκέψεις 27 και 28 ανωτέρω).

    42

    Στη συνέχεια, δεν αμφισβητείται ότι τα κράτη μέλη συμμετέχουν πολλαπλώς στις νομοθετικές και εκτελεστικές διαδικασίες της Ένωσης, τόσο με την αντιπροσώπευσή τους στο Συμβούλιο όσο και με τη συμμετοχή τους σε πολυάριθμες επιτροπές που συστήνονται από αυτό (βλ., συναφώς, απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω, σκέψη 63). Ο αποκλεισμός πολλών εγγράφων που προέρχονται από τα κράτη μέλη από το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος πρόσβασης κατά την έννοια του άρθρου 255, παράγραφος 1, ΕΚ θα αντέβαινε στον σκοπό της διαφάνειας που επιδιώκει το άρθρο αυτό και τον οποίο εγγυάται το άρθρο 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά (αποφάσεις Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψη 63, και Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω, σκέψη 66).

    43

    Τέλος, η δήλωση αριθ. 35, που αφορά το άρθρο 255, παράγραφος 1, ΕΚ, η οποία προσαρτάται στην Τελική Πράξη της Συνθήκης του Άμστερνταμ, ορίζει ότι η Διάσκεψη συμφωνεί ότι οι κατά το άρθρο αυτό αρχές και προϋποθέσεις επιτρέπουν στα κράτη μέλη να ζητούν από την Επιτροπή ή το Συμβούλιο να μη δημοσιοποιούν σε τρίτους έγγραφα προερχόμενα από το εκάστοτε αιτούν κράτος χωρίς την προηγούμενη συναίνεσή του. Επομένως, οι συντάκτες της Συνθήκης αυτής δεν συμφώνησαν να εξαιρεθούν τα έγγραφα των κρατών μελών από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 255, παράγραφος 1, ΕΚ.

    44

    Δεν μπορεί να γίνει δεκτό επομένως το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά το οποίο, δυνάμει του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης, το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα που προέρχονται από τα κράτη μέλη πρέπει να ερμηνευθεί περιοριστικά.

    45

    Όσον αφορά, δεύτερον, το βάθος του ελέγχου τον οποίο έχει δικαίωμα να ασκεί το θεσμικό όργανο επί της αιτιολογίας που προβάλλει το κράτος μέλος για να δικαιολογήσει την εναντίωσή του στη δημοσιοποίηση ενός εγγράφου, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 αναθέτει την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης στο θεσμικό όργανο και στο κράτος μέλος από κοινού. Θεσπίζει, προς τούτο, μια διαδικασία λήψεως αποφάσεων στο πλαίσιο της οποίας αυτά οφείλουν να συνεργαστούν ειλικρινώς, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 10 ΕΚ, για να διασφαλιστεί ότι οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού θα εφαρμοστούν αποτελεσματικά και σύμφωνα με τη νομολογία.

    46

    Πάντως, διαπιστώνεται, υπό το πρίσμα αυτό, ότι η θέση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας έρχεται σε αντίθεση με την όλη οικονομία και τους σκοπούς του κανονισμού 1049/2001, καθόσον δι’ αυτής προβάλλεται ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 4, παράγραφος 5, το θεσμικό όργανο οφείλει να συντάσσεται συστηματικά με την άρνηση του κράτους μέλους, εφόσον η άρνηση αυτή βασίζεται σε κάποια αιτιολογία και οι λόγοι που προβάλλονται αφορούν τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του εν λόγω κανονισμού. Συγκεκριμένα, μια τέτοια κατάσταση δεν αντιστοιχεί στον ειλικρινή διάλογο που πρέπει να υπάρχει μεταξύ του θεσμικού οργάνου και του κράτους μέλους για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού 1049/2001.

    47

    Πρέπει να υπομνησθεί στη συνέχεια ότι, κατά το άρθρο του 8, η τελική ευθύνη για την ορθή εφαρμογή του κανονισμού 1049/2001 ανήκει στο θεσμικό όργανο και σ’ αυτό εναπόκειται να υπερασπιστεί τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης ή ενώπιον του μεσολαβητή. Εάν το θεσμικό όργανο όφειλε να συμφωνεί αυτομάτως με την αιτιολογία που προβάλλει το κράτος μέλος, τότε θα ήταν υποχρεωμένο να υποστηρίξει έναντι του αιτούντος την πρόσβαση και, ενδεχομένως, έναντι των εν λόγω ελεγκτικών αρχών, θέσεις τις οποίες θεωρεί ότι δεν ευσταθούν.

    48

    Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι διατάξεις του κανονισμού 1049/2001, με τις οποίες εξασφαλίζεται, υπό την επιφύλαξη των προβλεπόμενων εξαιρέσεων, το δικαίωμα πρόσβασης σε όλα τα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή θεσμικού οργάνου, πρέπει να εφαρμόζονται αποτελεσματικά από το θεσμικό όργανο προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση πρόσβασης, και όχι μόνο κατόπιν προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ότι η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής στερεί από το θεσμικό όργανο την εξουσία να ασκήσει έλεγχο επί της αιτιολογίας που προβάλλει το κράτος μέλος, δεν μπορεί, επομένως, να γίνει δεκτό.

    49

    Τέλος, ο έλεγχος που περιορίζεται επί των καθαρά τυπικών πλευρών της εναντιώσεως που προέβαλε το κράτος μέλος θα παρείχε τη δυνατότητα σ’ αυτό να εμποδίσει τη δημοσιοποίηση, ακόμη και ελλείψει πραγματικών λόγων που να δικαιολογούν την εξαίρεση από την αρχή του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, διά της προβολής απλώς λόγου βασιζόμενου τυπικώς στις ειδικές εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του εν λόγω κανονισμού. Ένας τέτοιος καθαρά τυπικός έλεγχος θα ισοδυναμούσε με την επαναφορά, στην πράξη, του κανόνα του συντάκτη, ο οποίος καταργήθηκε από τον κανονισμό 1049/2001 και ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με την αρχή ότι οι ειδικές εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του εν λόγω κανονισμού πλαισιώνουν την άσκηση εξουσίας την οποία το άρθρο 4, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού αναθέτει στο οικείο κράτος μέλος (απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω, σκέψη 76).

    50

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι αβασίμως η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, εφόσον το κράτος μέλος προβάλλει την εναντίωσή του στο πλαίσιο του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, το θεσμικό όργανο οφείλει, πριν λάβει απόφαση, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, με την οποία εκθέτει τους λόγους της αρνήσεώς του να παράσχει πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο, να περιοριστεί στο να ασκήσει τυπικό μόνον έλεγχο επί της εναντιώσεως του κράτους μέλους προσδιορίζοντας απλώς εάν η εν λόγω εναντίωση στερείται ή όχι αιτιολογίας και εάν η αιτιολογία αυτή στηρίζεται στις εξαιρέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001.

    51

    Αντιθέτως, η διαδικασία λήψεως αποφάσεως την οποία καθιερώνει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 απαιτεί το οικείο θεσμικό όργανο και το κράτος μέλος να περιορίζονται στις ειδικές εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του ιδίου κανονισμού (απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω, σκέψη 83). Επομένως, το θεσμικό όργανο έχει το δικαίωμα να εξετάσει αν οι λόγοι που στηρίζουν την εναντίωση του κράτους μέλους στη δημοσιοποίηση του ζητηθέντος εγγράφου, οι οποίοι πρέπει να παρατίθενται στη λαμβανόμενη σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001 απόφαση περί αρνήσεως πρόσβασης, δεν είναι αβάσιμοι.

    52

    Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, όπως υποστηρίζει επικουρικώς η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατ’ αναλογία με τα κριτήρια που τέθηκαν με την απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 1982, 283/81, Cilfit κ.λπ. (Συλλογή 1982, σ. 3415, σκέψη 13), ότι ο έλεγχος του θεσμικού οργάνου μπορεί να διενεργηθεί μόνο στις περιπτώσεις που για την επίδικη περίπτωση εκδόθηκε ήδη απόφαση του δικαστή της Ένωσης σε όμοια ή παρόμοια υπόθεση ή στις περιπτώσεις που η ορθή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης είναι τόσο προφανής ώστε να μην αφήνει περιθώριο για εύλογες αμφιβολίες. Δεν τίθεται επίσης ζήτημα, όπως υποστηρίζει η Δημοκρατία της Πολωνίας, να προσδιοριστεί αν η αιτιολογία που προβάλλει το οικείο κράτος μέλος είναι πέραν πάσης αμφιβολίας εσφαλμένη.

    53

    Η εξέταση του θεσμικού οργάνου συνίσταται στο να προσδιοριστεί εάν, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως και των εφαρμοστέων κανόνων, οι λόγοι που προέβαλε το κράτος μέλος για να στηρίξει την εναντίωσή του μπορούν να δικαιολογήσουν εκ πρώτης όψεως την άρνηση (βλ., κατ’ αναλογία, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C-445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-1461, σκέψεις 73 και 74) και, συνεπώς, εάν οι λόγοι αυτοί παρέχουν τη δυνατότητα στο εν λόγω θεσμικό όργανο να αναλάβει την ευθύνη που του αναθέτει το άρθρο 8 του κανονισμού 1049/2001.

    54

    Πρέπει να επισημανθεί ότι δεν πρόκειται για επιβολή της γνώμης του θεσμικού οργάνου ή για την υποκατάσταση της εκτιμήσεώς του με την εκτίμηση του οικείου κράτους μέλους, αλλά για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να λάβει το θεσμικό όργανο απόφαση την οποία θεωρεί ότι δεν ευσταθεί. Συγκεκριμένα, το θεσμικό όργανο, ως συντάκτης της αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται ή γίνεται δεκτή η αίτηση πρόσβασης στο έγγραφο, έχει την ευθύνη της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής. Επομένως, το όργανο αυτό οφείλει, πριν αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος, να εξετάσει αν το κράτος αυτό στήριξε την εναντίωσή του στις ειδικές εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 και αν αιτιολόγησε προσηκόντως τη θέση του σε σχέση με τις εξαιρέσεις αυτές (βλ., συναφώς, απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω, σκέψη 99).

    55

    Υπογραμμίζεται ότι η εξέταση αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του έντιμου διαλόγου που χαρακτηρίζει τη διαδικασία λήψεως αποφάσεως που θεσπίζει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, δεδομένου ότι το θεσμικό όργανο υποχρεούται να παράσχει τη δυνατότητα στο κράτος μέλος να εκθέσει με τον καλύτερο τρόπο τους λόγους του ή να τους επαναξιολογήσει έτσι ώστε να γίνει δεκτό ότι, εκ πρώτης όψεως, ευσταθούν (βλ. σκέψη 53 ανωτέρω).

    56

    Η εξέταση αυτή πρέπει να διεξαχθεί λαμβανομένης δεόντως υπόψη της αρχής ότι οι εξαιρέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 από το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται αυστηρά, συνεκτιμωμένων των σκοπών που επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός, ιδίως δε της υπομνήσεως που γίνεται με τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του, ότι το δικαίωμα πρόσβασης συναρτάται με τον δημοκρατικό χαρακτήρα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και το ότι ο κανονισμός αποσκοπεί, όπως αναφέρεται στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη και στο άρθρο 1, στο να παράσχει στο κοινό ένα κατά το δυνατόν ευρύτατο δικαίωμα πρόσβασης (απόφαση Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψη 63, και απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω, σκέψη 66).

    57

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά το οποίο η Επιτροπή, εξετάζοντας το βάσιμο της αιτιολογίας που προβλήθηκε από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προς στήριξη της εναντιώσεώς της, υπερέβη τα όρια του ελέγχου στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    Επί των λόγων που προβάλλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για να δικαιολογήσει την εναντίωσή της στη δημοσιοποίηση των εγγράφων

    58

    Από τα προαναφερθέντα προκύπτει (βλ. σκέψεις 32, 33, 45, 46 και 55 ανωτέρω) ότι η εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η άρνηση παροχής πρόσβασης σε έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου αυτού, στηρίζεται στην ειλικρινή συνεργασία μεταξύ του θεσμικού οργάνου και του οικείου κράτους μέλους. Επομένως, το θεσμικό όργανο μπορεί να αποφασίσει να απορρίψει τους λόγους που επικαλείται το κράτος μέλος για να στηρίξει την εναντίωσή του μόνο μετά το πέρας ενός ανοιχτού και εποικοδομητικού διαλόγου όσον αφορά τη δυνατότητα δικαιολογήσεως της βάσει του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 αρνήσεως πρόσβασης, εφόσον καταλήξει ότι οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι.

    59

    Εν προκειμένω, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Επιτροπή αντάλλαξαν μεταξύ τους πολλές επιστολές. Ειδικότερα, με την από 15 Σεπτεμβρίου 2008 επιστολή της, η Επιτροπή ζήτησε, αιτιολογημένα, από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να επανεξετάσει τη θέση της. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν αναθεώρησε ωστόσο την εναντίωσή της. Η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση μόνον κατόπιν της ανταλλαγής των επιστολών αυτών. Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Επιτροπή δεν περιορίστηκε στο να υποκαταστήσει την ανάλυση των γερμανικών αρχών με τη δική της ανάλυση. Τουναντίον, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν ενός έντιμου διαλόγου, σύμφωνα με τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων που ορίζει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001.

    60

    Πρέπει να εξακριβωθεί στη συνέχεια αν η Επιτροπή βασίμως, όπως ισχυρίζεται, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι λόγοι που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για να στηρίξει την εναντίωσή της στη δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων δεν ήταν, εκ πρώτης όψεως, βάσιμοι.

    61

    Όσον αφορά, πρώτον, την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, για την προάσπιση των διεθνών σχέσεων, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θεωρεί ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε ενώπιον της Επιτροπής προς στήριξη της εναντιώσεώς της ήταν, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, βάσιμα.

    62

    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί, πρώτον, ότι η έννοια των «διεθνών σχέσεων» που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 αποτελεί έννοια που ορίζεται από το δίκαιο της Ένωσης και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να εξαρτάται από το πώς ορίζεται στις νομοθεσίες των κρατών μελών. Συγκεκριμένα, το άρθρο 4, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού δεν περιλαμβάνει, όπως ακριβώς και οι παράγραφοι 1 έως 4 αυτού, καμία αναφορά στις διατάξεις του εθνικού δικαίου (απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω, σκέψη 69).

    63

    Πρέπει να υπομνησθεί, στη συνέχεια, όπως παρατηρεί και η Επιτροπή, ότι, αντιθέτως προς τις συνήθεις διεθνείς συνθήκες, οι ιδρυτικές Συνθήκες της Ένωσης θέσπισαν μια νέα έννομη τάξη, διαθέτουσα τα δικά της θεσμικά όργανα, υπέρ της οποίας τα κράτη μέλη περιόρισαν, σε όλο και ευρύτερους τομείς, τα κυριαρχικά δικαιώματά τους και της οποίας υποκείμενα είναι όχι μόνο τα κράτη μέλη, αλλά και οι υπήκοοί τους (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Φεβρουαρίου 1963, 26/62, van Gend & Loos, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 861, και γνωμοδότηση του Δικαστηρίου 1/91 της 14ης Δεκεμβρίου 1991, Συλλογή 1991, σ. I-6079, σκέψη 21). Πάντως, για την επίτευξη των σκοπών της Ένωσης στους τομείς που καλύπτει, οι σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης διέπονται από τον καταστατικό χάρτη που εγκαθίδρυσαν οι Συνθήκες.

    64

    Αυτό ισχύει ιδίως όσον αφορά την επικοινωνία μεταξύ του κράτους μέλους και της Επιτροπής στο πλαίσιο διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως που κινήθηκε για να εξασφαλιστεί η τήρηση από το κράτος μέλος των υποχρεώσεων που υπέχει από τις Συνθήκες.

    65

    Τέλος, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η άποψη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, κατά την οποία η επικοινωνία μεταξύ αυτής και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης εμπίπτουν στην έννοια των «διεθνών σχέσεων» του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, θα είχε ως συνέπεια μεγάλο μέρος των εγγράφων που αφορούν τους τομείς δραστηριότητας της Ένωσης να μην εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων. Πάντως, το αποτέλεσμα αυτό θα ματαίωνε τον σκοπό της διαφάνειας που επιδιώκει ο κανονισμός 1049/2001 και θα ήταν αντίθετο με την αρχή που παρατίθεται ανωτέρω, κατά την οποία οι εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται αυστηρά (βλ. σκέψεις 42 και 56 ανωτέρω).

    66

    Ορθώς επομένως η Επιτροπή δέχθηκε ότι ο λόγος που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ο οποίος αφορούσε την προστασία των διεθνών σχέσεων στην οποία αναφέρεται το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, δεν ήταν, εκ πρώτης όψεως, βάσιμος.

    67

    Πρέπει ακόμη να διευκρινιστεί, συναφώς, ότι η διαπίστωση αυτή δεν αποκλείει την περίπτωση το εθνικό δίκαιο περί προστασίας δημόσιου ή ιδιωτικού συμφέροντος να θεωρηθεί ενδεχομένως ως συμφέρον άξιο προστασίας δυνάμει των προβλεπόμενων με τον κανονισμό 1049/2001 εξαιρέσεων. Συγκεκριμένα, οι έννοιες του εθνικού δικαίου και του δικαίου της Ένωσης μπορεί να συμπίπτουν, να είναι συμπληρωματικές ή, ακόμη, να αποτελούν σημείο αμοιβαίας αναφοράς (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 1996, C-46/93 και C-48/93, Brasserie du pêcheur και Factortame, Συλλογή 1996, σ. I-1029, σκέψη 27, και Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω, σκέψη 84).

    68

    Όσον αφορά, δεύτερον, την εξαίρεση που αντλείται από την προστασία των σκοπών επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, την οποία επίσης επικαλέσθηκε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, πρέπει να τονιστεί, πρώτον, ότι οι διαδικασίες λόγω παραβάσεως που κίνησε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 226 ΕΚ υπάγονται στις δραστηριότητες έρευνας της διατάξεως αυτής.

    69

    Πρέπει, στη συνέχεια, να υπομνησθεί ότι, όταν λαμβάνεται απόφαση να μη δοθεί πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου ζητείται η δημοσιοποίηση, στο θεσμικό όργανο εναπόκειται να εξηγήσει με ποιον τρόπο η πρόσβαση στο έγγραφο αυτό θα μπορούσε να θίξει συγκεκριμένα το προβαλλόμενο συμφέρον, εξ αυτών στα οποία αναφέρεται το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001. Συναφώς, το θεσμικό όργανο μπορεί ενδεχομένως να στηρίζεται σε γενικά τεκμήρια τα οποία εφαρμόζονται σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, δεδομένου ότι παρόμοιες γενικού χαρακτήρα σκέψεις μπορούν να προβληθούν και επί αιτήσεων δημοσιοποιήσεως που αφορούν έγγραφα της ιδίας φύσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, C-39/05 P και C-52/05 P, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. I-4723, σκέψεις 49 και 50, και της 29ης Ιουνίου 2010, C-139/07 P, Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, Συλλογή 2010, σ. Ι-5885, σκέψεις 53 και 54).

    70

    Τέλος, όταν ένα κράτος μέλος εναντιώνεται, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, στη δημοσιοποίηση δικών του εγγράφων, σ’ αυτό εναπόκειται να παράσχει στο θεσμικό όργανο όλα τα στοιχεία που θα του παρείχαν τη δυνατότητα να δικαιολογήσει την απόφαση με την οποία δεν επιτρέπει την πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα.

    71

    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επικαλέσθηκε, προς στήριξη της εναντιώσεώς της στη δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων, το γεγονός ότι η δημοσιοποίησή τους σε τρίτους λειτουργεί αρνητικά όσον αφορά την εμπιστοσύνη και τη συνεργασία μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Επιτροπής, οι οποίες χαρακτηρίζουν τις σχέσεις τους στην αναζήτηση λύσεως σύμφωνης με τη νομοθεσία της Ένωσης στο πλαίσιο των διαδικασιών διαπιστώσεως παραβάσεως. Συναφώς, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αναφέρθηκε στις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 2001, T-191/99, Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II-3677, σκέψεις 68 και 69), και της 14ης Οκτωβρίου 1999, T-309/97, Bavarian Lager κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II-3217, σκέψη 46).

    72

    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εξέθεσε ότι η θεώρηση αυτή έχει επίσης εφαρμογή μετά το πέρας της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως, στον βαθμό που στην εν λόγω διαδικασία εφαρμόζονται διαπραγματευτικές τακτικές, συμβιβασμοί και δημόσιες στρατηγικές οι οποίες ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν εκ νέου στο πλαίσιο μελλοντικών διαδικασιών διαπιστώσεως παραβάσεως. Κατ’ αυτήν, μία τέτοια πληθώρα συμφερόντων είναι άξια προστασίας, ακόμη και ελλείψει συγκεκριμένου κινδύνου σε δεδομένη διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπογράμμισε ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, τα ζητηθέντα έγγραφα περιείχαν εκθέσεις πραγματικών περιστατικών και στοιχεία για τα στάδια της διαδικασίας που κινήθηκε ή επρόκειτο να κινηθεί, τα οποία δεν έπρεπε να δημοσιοποιηθούν για να διασφαλιστεί η ειλικρινής συνεργασία μεταξύ αυτής και της Επιτροπής και να μην τεθούν εμπόδια στην αναζήτηση ταχέων και ευέλικτων λύσεων.

    73

    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά τη νομολογία, η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 δεν αποσκοπεί στην προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας αυτών καθ’ εαυτών, αλλά του σκοπού αυτών των δραστηριοτήτων, ο οποίος συνίσταται, στο πλαίσιο διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως, στο να υποχρεωθεί το εμπλεκόμενο κράτος μέλος να συμμορφωθεί με το κοινοτικό δίκαιο (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T-36/04, API κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-3201, σκέψεις 127 και 133, και Bavarian Lager, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψη 149).

    74

    Για τον λόγο αυτό, οι διάφορες πράξεις έρευνας εξακολουθούν ενδεχομένως να καλύπτονται από την επίδικη εξαίρεση ενόσω δεν επιτυγχάνεται ο σχετικός σκοπός, ακόμη και αν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα ή η ειδική επιθεώρηση που έδωσε λαβή για τη σύνταξη του εγγράφου στο οποίο ζητείται η πρόσβαση (απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψη 110· βλ., κατ’ αναλογία, όσον αφορά την εφαρμογή του κώδικα συμπεριφοράς του 1993, απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Σεπτεμβρίου 2000, T-20/99, Denkavit Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-3011, σκέψη 48).

    75

    Επισημαίνεται ωστόσο ότι, για να δικαιολογηθεί η εφαρμογή της εξαίρεσης του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, πρέπει να αποδειχθεί ότι η δημοσιοποίηση των συγκεκριμένων εγγράφων όντως μπορεί να θίξει την προστασία των σκοπών της έρευνας της Επιτροπής όσον αφορά τις συγκεκριμένες παραβάσεις (βλ., συναφώς, αποφάσεις Franchet και Byk, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψεις 105 και 109, και API κατά Επιτροπής, σκέψη 73 ανωτέρω, σκέψη 127). Συγκεκριμένα, η εξέταση που απαιτείται για την επεξεργασία αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα πρέπει να έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα και ο κίνδυνος προσβολής του προστατευόμενου συμφέροντος πρέπει να μπορεί να προβλεφθεί ευλόγως και να μην είναι καθαρά υποθετικός (αποφάσεις Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψη 115· Bavarian Lager, σκέψη 8 ανωτέρω, σκέψη 151, και Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψεις 43 και 63).

    76

    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως στο πλαίσιο της οποίας προσκομίσθηκαν τα ζητηθέντα έγγραφα περατώθηκε στις 28 Ιουνίου 2006, δηλαδή δύο έτη και πλέον πριν από την αίτηση πρόσβασης στα έγγραφα, η οποία υποβλήθηκε στις 19 Ιουλίου 2008. Επομένως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν μπορεί να επικαλεσθεί τις αποφάσεις Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής και Bavarian Lager κατά Επιτροπής, σκέψη 71 ανωτέρω, διότι οι αποφάσεις αυτές αφορούν περιπτώσεις στις οποίες η διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως βρισκόταν σε εξέλιξη, στο διοικητικό ή στο δικαστικό στάδιο, κατά την ημερομηνία των προσβαλλόμενων αποφάσεων.

    77

    Έτσι, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, εν προκειμένω, ότι καμία δραστηριότητα έρευνας, το αντικείμενο της οποίας θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο λόγω της δημοσιοποίησης των οικείων εγγράφων, δεν βρισκόταν σε εξέλιξη όταν υποβλήθηκε η αίτηση πρόσβασης στα έγγραφα τον Ιούλιο του 2008.

    78

    Όσον αφορά το επιχείρημα που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ότι η άρνηση πρόσβασης στα έγγραφα ήταν επιβεβλημένη λόγω της ανάγκης διαφύλαξης της εμπιστευτικότητας της επικοινωνίας μεταξύ αυτής και της Επιτροπής στο πλαίσιο των διαδικασιών διαπιστώσεως παραβάσεως (βλ. σκέψεις 71 και 72 ανωτέρω), πρώτον, παρατηρείται ότι, αντίθετα με τις διαδικασίες διαπιστώσεως παραβάσεως που βρίσκονται σε εξέλιξη, δεν υπάρχει γενικό τεκμήριο κατά το οποίο η δημοσιοποίηση της αλληλογραφίας μεταξύ της Επιτροπής και ενός κράτους μέλους στο πλαίσιο περατωθείσας διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως μπορεί να αποβεί επιζήμια για τους σκοπούς των δραστηριοτήτων έρευνας, που αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

    79

    Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν παρέθεσε κανένα στοιχείο από το οποίο να γίνεται αντιληπτό για ποιο λόγο η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων, δύο έτη μετά το πέρας της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως, θα έθετε, συγκεκριμένα και ουσιαστικά, σε κίνδυνο τον σκοπό της επίμαχης έρευνας ή άλλων συναφών ερευνών. Ειδικότερα, ουδόλως επικαλέσθηκε το ενδεχόμενο εκ νέου κινήσεως της διαδικασίας που περατώθηκε από την Επιτροπή στις 28 Ιουνίου 2006 ή την ύπαρξη διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως συνδεόμενης με την τελευταία, η διεξαγωγή της οποίας θα μπορούσε να θιγεί από τη δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων.

    80

    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι, εφόσον η Επιτροπή διαθέτει απεριόριστο δικαίωμα να κινήσει εκ νέου τις διαδικασίες διαπιστώσεως παραβάσεως, η αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών πρέπει πάντοτε να εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 που αφορά την προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας. Συγκεκριμένα, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε συλλογιστική καθαρά υποθετική, δεδομένου ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν απέδειξε ότι η εκ νέου κίνηση της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως μπορεί να προβλεφθεί ευλόγως εν προκειμένω.

    81

    Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι λόγοι που επικαλέσθηκε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για να στηρίξει την εναντίωσή της στη δημοσιοποίηση των εγγράφων ήταν αφηρημένοι και καθαρά υποθετικοί και δεν παρείχαν, επομένως, επαρκή νομική βάση επί της οποίας θα μπορούσε να στηριχθεί η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την απόφαση αρνήσεως παροχής πρόσβασης βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

    82

    Επομένως, ορθώς εκτίμησε η Επιτροπή ότι οι λόγοι που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για να δικαιολογήσει την εναντίωσή της στη δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων ήταν, εκ πρώτης όψεως, αβάσιμοι.

    83

    Συνεπώς, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    84

    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Επειδή η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί να φέρει, επιπλέον των δικών της δικαστικών εξόδων, και τα έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της.

    85

    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Επομένως, το Βασίλειο της Δανίας, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, η Δημοκρατία της Πολωνίας και το Βασίλειο της Σουηδίας θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή.

     

    2)

    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

     

    3)

    Το Βασίλειο της Δανίας, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, η Δημοκρατία της Πολωνίας και το Βασίλειο της Σουηδίας θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

     

    Pelikánová

    Jürimäe

    Van der Woude

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Φεβρουαρίου 2012.

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top