Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CJ0336

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 26ης Ιουνίου 2012.
    Δημοκρατία της Πολωνίας κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως — Κοινή οργάνωση των αγορών — Θέσπιση μεταβατικών μέτρων λόγω της προσχωρήσεως νέων κρατών μελών — Κανονισμός (ΕΚ) 60/2004 για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων στον τομέα της ζάχαρης — Προσφυγή ακυρώσεως — Προθεσμία — Έναρξη — Εκπρόθεσμο — Απαράδεκτο — Λόγοι αναιρέσεως — Παραβίαση των συστατικών αρχών μιας κοινότητας δικαίου και της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.
    Υπόθεση C‑336/09 P.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2012:386

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

    της 26ης Ιουνίου 2012 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως — Κοινή οργάνωση των αγορών — Θέσπιση μεταβατικών μέτρων λόγω της προσχωρήσεως νέων κρατών μελών — Κανονισμός (ΕΚ) 60/2004 για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων στον τομέα της ζάχαρης — Προσφυγή ακυρώσεως — Προθεσμία — Έναρξη — Εκπρόθεσμο — Απαράδεκτο — Λόγοι αναιρέσεως — Παραβίαση των συστατικών αρχών μιας κοινότητας δικαίου και της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας»

    Στην υπόθεση C-336/09 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 24 Αυγούστου 2009,

    Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον M. Dowgielewicz, στη συνέχεια, από τον M. Szpunar,

    αναιρεσείουσα,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις Ε. Τσερέπα-Lacombe, A. Stobiecka-Kuik και A. Szmytkowska, καθώς και από τον T. van Rijn,

    καθής πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

    συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, A. Tizzano, J. N. Cunha Rodrigues, K. Lenaerts, J.-C. Bonichot, M. Safjan, προέδρους τμήματος, Γ. Αρέστη, A. Borg Barthet, M. Ilešič, C. Toader και J.-J. Kasel (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας ζητεί την αναίρεση της διατάξεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 10ης Ιουνίου 2009, T-258/04, Πολωνία κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη διάταξη), με την οποία το νυν Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση των άρθρων 5, 6, παράγραφοι 1 έως 3, 7, παράγραφος 1, και 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 60/2004 της Επιτροπής, της 14ης Ιανουαρίου 2004, για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων στον τομέα της ζάχαρης λόγω της προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας (ΕΕ L 9, σ. 8).

    Το νομικό πλαίσιο

    Η Συνθήκη Προσχωρήσεως και η Πράξη Προσχωρήσεως του 2003

    2

    Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της Συνθήκης μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου, του Βασιλείου της Δανίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Ελληνικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιρλανδίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, του Βασιλείου της Σουηδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας (κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), και της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας, για την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 236, σ. 17, στο εξής: Συνθήκη Προσχωρήσεως), που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2003 και κυρώθηκε από τη Δημοκρατία της Πολωνίας στις 23 Ιουλίου 2003, προβλέπει τα εξής:

    «Παρά την παράγραφο 2, τα όργανα της Ένωσης μπορούν να θεσπίσουν πριν από την προσχώρηση τα μέτρα που αναφέρονται [στο άρθρο 41 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 236, σ. 33, στο εξής: Πράξη Προσχωρήσεως του 2003), προσαρτηθείσα στη Συνθήκη Προσχωρήσεως]. Τα μέτρα αυτά αρχίζουν να ισχύουν μόνο υπό την επιφύλαξη και από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της [Συνθήκης Προσχωρήσεως].»

    3

    Το άρθρο 41 της Πράξεως Προσχωρήσεως του 2003 ορίζει τα εξής:

    «Σε περίπτωση που απαιτούνται μεταβατικά μέτρα προκειμένου να διευκολυνθεί η μετάβαση από το καθεστώς που εφαρμόζεται σήμερα στα νέα κράτη μέλη στο καθεστώς που προκύπτει από την εφαρμογή της κοινής γεωργικής πολιτικής, υπό τους όρους που προβλέπονται στην [Πράξη Προσχωρήσεως του 2003], τα μέτρα αυτά θεσπίζονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1260/2001 [του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 2001], για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης [(ΕΕ L 178, σ. 1)], ή, ανάλογα με την περίπτωση, στα αντίστοιχα άρθρα άλλων κανονισμών περί της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών ή με τη σχετική διαδικασία επιτροπής που προβλέπεται στην εφαρμοστέα νομοθεσία. Η λήψη των μεταβατικών μέτρων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο είναι δυνατή για περίοδο τριών ετών από την ημερομηνία προσχώρησης, και η εφαρμογή τους περιορίζεται μόνον εντός της περιόδου αυτής. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ομοφωνία προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεων με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μπορεί να παρατείνει την περίοδο αυτή.

    [...]»

    4

    Το κεφάλαιο 4, του παραρτήματος IV της Πράξεως Προσχωρήσεως, το οποίο αφορά τον κατάλογο του άρθρου 22 της τελευταίας αυτής πράξεως, τιτλοφορούμενο «Γεωργία», ορίζει, στα σημεία 1 και 2, τα εξής:

    «1.   Τα δημόσια αποθέματα που διαθέτουν τα νέα κράτη μέλη κατά την ημερομηνία της προσχώρησης και τα οποία προκύπτουν από την πολιτική τους για τη στήριξη της αγοράς αναλαμβάνονται από την Κοινότητα στην αξία που προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1883/78 [του Συμβουλίου, της 2ας Αυγούστου 1978], περί των γενικών κανόνων χρηματοδοτήσεως των παρεμβάσεων από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων τμήμα Εγγυήσεων [(ΕΕ L 216, σ. 1)]. Τα προαναφερθέντα αποθέματα αναλαμβάνονται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι στους κοινοτικούς κανόνες προβλέπεται δημόσια παρέμβαση για τα εν λόγω προϊόντα και ότι τα αποθέματα πληρούν τις απαιτήσεις για κοινοτική παρέμβαση.

    2.   Τα αποθέματα προϊόντων, ιδιωτικά και δημόσια, τα οποία την ημερομηνία προσχώρησης βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία στο έδαφος των νέων κρατών μελών και τα οποία υπερβαίνουν την ποσότητα, η οποία μπορεί να θεωρηθεί κανονικό απόθεμα εκ μεταφοράς, πρέπει να καταστρέφονται με επιβάρυνση των νέων κρατών μελών.»

    5

    Το κεφάλαιο 5 του εν λόγω παραρτήματος, τιτλοφορούμενο «Τελωνειακή ένωση», προβλέπει τα εξής:

    «[…]

    Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 [του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992 περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1),] και ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2454/93 [της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 253, σ. 1),] εφαρμόζονται στα νέα κράτη μέλη, υπό την επιφύλαξη των ακόλουθων ειδικών διατάξεων:

    1.

    Παρά το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92, εμπορεύματα τα οποία, κατά την ημερομηνία προσχώρησης, βρίσκονται στην τελωνειακή κατάσταση της προσωρινής εναπόθεσης ή υπάγονται σε μία δασμολογική μεταχείριση ή τελωνειακή διαδικασία από τις αναφερόμενες στα άρθρα 4, παράγραφος 15, [στοιχείο] βʹ, και παράγραφος 16, [στοιχεία] βʹ έως ζʹ, του εν λόγω κανονισμού στη διευρυμένη Κοινότητα, ή τα οποία βρίσκονται στο στάδιο της μεταφοράς, εντός της διευρυμένης Κοινότητας, αφού αποτέλεσαν αντικείμενο διατυπώσεων εξαγωγής, δεν υπόκεινται σε τελωνειακούς δασμούς και άλλα τελωνειακά μέτρα κατά την εισαγωγή τους για ελεύθερη κυκλοφορία, υπό την προϋπόθεση ότι προσκομίζεται μία από τις ακόλουθες αποδείξεις:

    […]».

    Ο κανονισμός 60/2004

    6

    Στις 14 Ιανουαρίου 2004, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό 60/2004, ο οποίος καθιερώνει ιδίως, κατ’ ουσίαν και όσον αφορά την υπό κρίση διαφορά στον τομέα της ζάχαρης, ένα σύστημα φορολογήσεως κατά παρέκκλιση, σε μεταβατικό στάδιο, από τους κατ’ αρχήν εφαρμοστέους κοινοτικούς κανόνες.

    7

    Συγκεκριμένα, το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

    «Καθεστώς αναστολής

    1.   Κατά παρέκκλιση του κεφαλαίου 5 του παραρτήματος IV της Πράξης Προσχώρησης [του 2003] και των άρθρων 20 και 214 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92, τα προϊόντα τα οποία υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1701, 1702, 1704, 1904, 1905, 2006, 2007, 2009, 2101 12 92, 2101 20 92, 2105 και 2202, εκτός των προϊόντων που παρατίθενται στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1972/2003 [της Επιτροπής, της 10ης Νοεμβρίου 2003, για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων όσον αφορά τις συναλλαγές γεωργικών προϊόντων λόγω της προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας (ΕΕ L 293, σ. 3),] υπόκεινται στον εισαγωγικό δασμό erga omnes, συμπεριλαμβανομένου του τυχόν πρόσθετου εισαγωγικού δασμού, που επιβάλλονται κατά την ημερομηνία κατά την οποία τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία, υπό τον όρο ότι:

    α)

    πριν από την 1η Μαΐου 2004, είχαν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα με τη σύνθεση που έχει στις 30 Απριλίου 2004 ή σε ένα νέο κράτος μέλος, και

    β)

    κατά την 1η Μαΐου 2004, βρίσκονται:

    i)

    σε προσωρινή εναπόθεση, ή

    ii)

    υπάγονται σε έναν από τους τελωνειακούς προορισμούς ή τα τελωνειακά καθεστώτα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 15, στοιχείο βʹ, και στο άρθρο 4, παράγραφος 16, στοιχεία βʹ έως ζʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 στην Κοινότητα, ή

    iii)

    υπό μεταφορά εντός της διευρυμένης Κοινότητας εφόσον έχουν υποβληθεί στις διατυπώσεις εξαγωγής.

    Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στα προϊόντα, με εξαίρεση τη ραφιναρισμένη ζάχαρη Γ από ζαχαρότευτλα, το σιρόπι ισογλυκόζης Γ και το σιρόπι ινουλίνης Γ που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1701 99 10, 1701 99 90, 1702 30 10, 1702 40 10, 1702 60 10, 1702 90 30, 1702 60 80 και 1702 90 80 αντιστοίχως, τα οποία εξάγονται από την Κοινότητα των Δεκαπέντε, εάν ο εξαγωγέας παράσχει αποδείξεις ότι δεν έχει ζητηθεί καμία επιστροφή κατά την εξαγωγή για τα προϊόντα της χώρας εξαγωγής. Με αίτηση του εισαγωγέα, ο εξαγωγέας φροντίζει να λάβει από την αρμόδια αρχή θεώρηση επί της διασάφησης εξαγωγής, με την οποία πιστοποιείται ότι δεν έχει ζητηθεί επιστροφή κατά την εξαγωγή για τα προϊόντα της χώρας εξαγωγής.

    2.   Κατά παρέκκλιση του κεφαλαίου 5 του παραρτήματος IV της Πράξης Προσχώρησης [του 2003] και των άρθρων 20 και 214 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, τα προϊόντα τα οποία υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1701, 1702, 1704, 1904, 1905, 2006, 2007, 2009, 2101 12 92, 2101 20 92, 2105 και 2202, εκτός των προϊόντων που παρατίθενται στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1972/2003 της Επιτροπής, τα οποία προέρχονται από τρίτες χώρες, υπόκεινται στον erga omnes εισαγωγικό δασμό, συμπεριλαμβανομένου του τυχόν πρόσθετου εισαγωγικού δασμού, που επιβάλλονται κατά την ημερομηνία κατά την οποία τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία, υπό τον όρο ότι:

    α)

    υπάγονται σε τελειοποίηση προς επανεξαγωγή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 16, στοιχείο δʹ, ή σε προσωρινή εισδοχή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 16, στοιχείο στʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 σε ένα νέο κράτος μέλος κατά την 1η Μαΐου 2004·

    β)

    έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία κατά την 1η Μαΐου 2004 ή μετά την εν λόγω ημερομηνία.»

    8

    Το άρθρο 6 του κανονισμού 60/2004 ορίζει τα εξής:

    «Μη κανονικά αποθέματα

    1.   Η Επιτροπή ορίζει, το αργότερο έως τις 31 Οκτωβρίου 2004, για κάθε νέο κράτος μέλος, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/2001, την ποσότητα της ζάχαρης στη φυσική της κατάσταση ή υπό μορφή μεταποιημένων προϊόντων, ισογλυκόζης και φρουκτόζης που υπερβαίνει την ποσότητα που θεωρείται ως κανονικό απόθεμα μεταφοράς κατά την 1η Μαΐου 2004, και η οποία πρέπει να εξαλειφθεί από την αγορά με έξοδα των νέων κρατών μελών.

    Προκειμένου να καθοριστεί η εν λόγω πλεονάζουσα ποσότητα, λαμβάνονται ιδιαιτέρως υπόψη οι εξελίξεις κατά τη διάρκεια του έτους πριν από την προσχώρηση σε συνάρτηση με τα προηγούμενα έτη, όσον αφορά:

    α)

    τις εισαγόμενες και εξαγόμενες ποσότητες ζάχαρης στη φυσική της κατάσταση ή υπό μορφή μεταποιημένων προϊόντων, ισογλυκόζης και φρουκτόζης·

    β)

    την παραγωγή, την κατανάλωση και τα αποθέματα ζάχαρης και ισογλυκόζης·

    γ)

    τις συνθήκες υπό τις οποίες δημιουργήθηκαν τα αποθέματα.

    2.   Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος διασφαλίζει την απομάκρυνση από την αγορά ποσότητας ζάχαρης ή ισογλυκόζης, χωρίς την παρέμβαση της Κοινότητας, η οποία είναι ίση με την πλεονάζουσα ποσότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, έως τις 30 Απριλίου 2005 το αργότερο:

    α)

    με εξαγωγή χωρίς επιστροφή από την Κοινότητα·

    β)

    με χρήση της στον τομέα των καυσίμων·

    γ)

    με μετουσίωση, χωρίς ενίσχυση, για ζωοτροφή […].

    3.   Για την εφαρμογή της παραγράφου 2, οι αρμόδιες αρχές των νέων κρατών μελών θα διαθέτουν από την 1η Μαΐου 2004 ένα σύστημα για τον προσδιορισμό της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης που έχει διατεθεί στο εμπόριο ή παραχθεί, στη φυσική της κατάσταση ή υπό μορφή μεταποιημένων προϊόντων, ισογλυκόζης ή φρουκτόζης, όσον αφορά τους κυριότερους ενδιαφερόμενους φορείς. […]

    Το νέο κράτος μέλος θα χρησιμοποιεί το εν λόγω σύστημα προκειμένου να εξαναγκάσει τους σχετικούς φορείς να απομακρύνουν από την αγορά ιδίαις δαπάνες ποσότητα ζάχαρης ή ισογλυκόζης που ισοδυναμεί με την ορισθείσα ως πλεονάζουσα οικεία ποσότητα. Οι ενδιαφερόμενοι φορείς παρέχουν στο νέο κράτος μέλος, προς επιβεβαίωση, την απόδειξη ότι τα προϊόντα απομακρύνθηκαν από την αγορά το αργότερο έως τις 30 Απριλίου 2005.

    Σε περίπτωση μη παροχής απόδειξης, το νέο κράτος μέλος χρεώνει ποσό ίσο προς την εν λόγω ποσότητα πολλαπλασιαζόμενο επί τις υψηλότερες επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή που επιβάλλονται επί του σχετικού προϊόντος κατά τη διάρκεια της περιόδου από την 1η Μαΐου 2004 έως τις 30 Απριλίου 2005, προσαυξανόμενο κατά 1,21 ευρώ/100 kg για ισοδύναμο λευκής ζάχαρης ή ξηράς ύλης.

    Το ποσό που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο αποδίδεται στον εθνικό προϋπολογισμό του νέου κράτους μέλους.

    […]»

    9

    Κατά το άρθρο 9 του κανονισμού 60/2004:

    «Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004, υπό τον όρο έναρξης ισχύος της Συνθήκης Προσχώρησης […].»

    Η προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλομένη διάταξη

    10

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 28 Ιουνίου 2004, η Δημοκρατία της Πολωνίας άσκησε, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, προσφυγή με αίτημα την ακύρωση των άρθρων 5, 6, παράγραφοι 1 έως 3, 7, παράγραφος 1, και 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 60/2004.

    11

    Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η προσφυγή αυτή ασκήθηκε εκπροθέσμως.

    12

    Με την αναιρεσιβαλλομένη διάταξη, το Πρωτοδικείο, αποφαινόμενο σε πενταμελή σύνθεση, έκρινε απαράδεκτη την εν λόγω προσφυγή.

    13

    Το Πρωτοδικείο, αφού δέχθηκε ότι η δίμηνη προθεσμία του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ έπρεπε να υπολογισθεί από την ημερομηνία δημοσιεύσεως του κανονισμού 60/2004 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή από τις 15 Ιανουαρίου 2004, έκρινε, λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες δικονομικές προθεσμίες, ότι η συνολική προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά του κανονισμού 60/2004 έληξε τα μεσάνυκτα της 8ης Απριλίου 2004.

    14

    Δεδομένου ότι η προσφυγή της Δημοκρατίας της Πολωνίας είχε κατατεθεί στις 28 Ιουνίου 2004, το Πρωτοδικείο την έκρινε εκπρόθεσμη.

    15

    Κατά συνέπεια, η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε.

    Αιτήματα των διαδίκων

    16

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη διάταξη.

    17

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Πολωνίας στα δικαστικά έξοδα.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    18

    Η Δημοκρατία της Πολωνίας προβάλλει πέντε λόγους προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως την οποία άσκησε κατά της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως. Οι λόγοι αυτοί αφορούν, πρώτον, τη μη προσήκουσα δημοσίευση του κανονισμού 60/2004, δεύτερον, εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, τρίτον, παραβίαση των συστατικών αρχών μιας κοινότητας δικαίου και της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, τέταρτον, παραβίαση των αρχών της αλληλεγγύης και της καλής πίστεως, καθώς και των δικονομικών κανόνων και, πέμπτον, έλλειψη αιτιολογίας.

    19

    Πρέπει κατ’ αρχάς να εξετασθεί ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση των συστατικών αρχών μιας κοινότητας δικαίου και της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

    Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    20

    Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, κρίνοντας απαράδεκτη την προσφυγή ακυρώσεως, στέρησε από τα νέα κράτη μέλη το δικαίωμά τους να υποβάλουν σε δικαστικό έλεγχο, βάσει του άρθρου 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, τις διατάξεις του κανονισμού 60/2004, παρά το ότι ο κανονισμός αυτός απευθυνόταν σε αυτά υπό την ιδιότητά τους ως κράτη μέλη.

    21

    Η Δημοκρατία της Πολωνίας υπενθυμίζει μεν ότι η αυστηρή εφαρμογή των κοινοτικών ρυθμίσεων περί δικονομικών προθεσμιών ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφαλείας δικαίου και στην ανάγκη αποφυγής κάθε δυσμενούς διακρίσεως ή αυθαίρετης συμπεριφοράς κατά την απονομή της δικαιοσύνης, πλην όμως εκτιμά ότι μια τέτοια επιταγή δεν δικαιολογεί παρά ταύτα την ανισότητα από πλευράς ένδικης προστασίας η οποία θα απέρρεε από την αδυναμία των νέων κρατών μελών να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα του κανονισμού 60/2004, υπό την ιδιότητά τους ως κρατών μελών, ενώ θίγονται ιδιαιτέρως από τον κανονισμό αυτόν.

    22

    Προκειμένου να θεμελιώσει αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας, αφενός, στηρίζεται στην απόφαση της 23ης Απριλίου 1986, 294/83, Les Verts κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1986, σ. 1339, σκέψη 23), από την οποία προκύπτει ότι η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα συνιστά κοινότητα δικαίου, υπό την έννοια ότι ούτε τα κράτη μέλη της ούτε τα θεσμικά της όργανα εκφεύγουν του ελέγχου που αφορά τη συμφωνία των πράξεών τους προς τον βασικό καταστατικό χάρτη που αποτελεί η Συνθήκη ΕΚ. Αφετέρου, η Δημοκρατία της Πολωνίας παραπέμπει στις προτάσεις που ανέπτυξε ο γενικός εισαγγελέας Μ. Poiares Maduro στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2007, C-273/04, Πολωνία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I-8925, σκέψη 50), προκειμένου να καταλήξει ότι το τότε Πρωτοδικείο παραβίασε κατάφωρα τις συστατικές αρχές μιας κοινότητας δικαίου και την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

    23

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη μια ασκηθείσα εκπροθέσμως προσφυγή δεν παραβίασε την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας ούτε τις συστατικές αρχές μιας κοινότητας δικαίου. Επιπλέον, αντιθέτως προς τα επιχειρήματα της Δημοκρατίας της Πολωνίας, το γεγονός ότι η τελευταία μετατράπηκε από προσφεύγουσα σε προνομιακή προσφεύγουσα λόγω της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης Προσχωρήσεως, καθώς και της Πράξεως Προσχωρήσεως του 2003 δεν επιτρέπει παρέκκλιση από την αρχή κατά την οποία οι δικονομικές προθεσμίες πρέπει να τυγχάνουν αυστηρής εφαρμογής.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    24

    Με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι απέρριψε το επιχείρημά της κατά το οποίο ο κανονισμός 60/2004 είχε ως αποδέκτες όλα τα κράτη μέλη, περιλαμβανομένης της Δημοκρατίας της Πολωνίας, οπότε η τελευταία έπρεπε να είναι ωσαύτως σε θέση να τον προσβάλει υπό την ιδιότητα της προσφεύγουσας δυνάμει του άρθρου 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ.

    25

    Συναφώς, το Πρωτοδικείο επισήμανε, κατ’ αρχάς, στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως ότι, μολονότι η Πράξη Προσχωρήσεως του 2003 προβλέπει ειδικώς τη δυνατότητα των κοινοτικών οργάνων να θεσπίζουν ορισμένα μέτρα μεταξύ της ημερομηνίας υπογραφής της Πράξεως Προσχωρήσεως και της ημερομηνίας προσχωρήσεως των νέων κρατών μελών, η εν λόγω πράξη δεν προβλέπει ωστόσο προσωρινές παρεκκλίσεις από το σύστημα ελέγχου της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων.

    26

    Στη συνέχεια, στη σκέψη 55 της διατάξεως αυτής, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε, παραπέμποντας στην απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1987, 152/85, Misset κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1987, σ. 223, σκέψη 11), ότι οι κοινοτικές ρυθμίσεις που αφορούν τις δικονομικές προθεσμίες χρήζουν αυστηρής εφαρμογής.

    27

    Τέλος, το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 56 της εν λόγω διατάξεως, ότι, «αν το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Πολωνίας ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το κράτος αυτό πίστευε ότι, για να ασκήσει την προσφυγή του, έπρεπε να αναμείνει μέχρις ότου αποκτήσει την ιδιότητα του κράτους μέλους, τονίζεται ότι η προθεσμία άσκησης προσφυγής του άρθρου 230 ΕΚ είναι γενικής ισχύος» και ότι «[η] ιδιότητα του κράτους μέλους δεν ήταν αναγκαία όσον αφορά τη Δημοκρατία της Πολωνίας». Το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι «[η] προθεσμία αυτή [ίσχυε] για τη Δημοκρατία της Πολωνίας, εν πάση περιπτώσει, λόγω της ιδιότητάς της του νομικού προσώπου».

    28

    Προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα αν η Δημοκρατία της Πολωνίας μπορούσε εγκύρως να προσβάλει τον κανονισμό 60/2004, ως προσφεύγουσα δυνάμει του άρθρου 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, της Συνθήκης Προσχωρήσεως προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να θεσπίσουν ορισμένα μέτρα πριν την προσχώρηση.

    29

    Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, το άρθρο 41 της Πράξεως Προσχωρήσεως του 2003, κατά το οποίο η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει όλες τις μεταβατικές διατάξεις που είναι αναγκαίες προς διευκόλυνση της μεταβάσεως από το ισχύον στα νέα κράτη μέλη καθεστώς προς το καθεστώς που απορρέει από την εφαρμογή της κοινής γεωργικής πολιτικής.

    30

    Ο κανονισμός 60/2004 εκδόθηκε βάσει του άρθρου αυτού και συγκαταλέγεται, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 27 των προτάσεών του, μεταξύ των πράξεων η θέσπιση των οποίων μπορεί να εξαρτάται από την προσχώρηση.

    31

    Συνεπώς, ο κανονισμός 60/2004, δεδομένου ότι εκδόθηκε μεταξύ της ημερομηνίας υπογραφής της Συνθήκης Προσχωρήσεως και της Πράξεως Προσχωρήσεως του 2003 αφενός και της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος αυτών αφετέρου, διακρίνεται από τις άλλες διατάξεις που εμπίπτουν στο κοινοτικό κεκτημένο οι οποίες ίσχυαν ήδη κατά την υπογραφή της εν λόγω Συνθήκης Προσχωρήσεως και της εν λόγω Πράξεως Προσχωρήσεως.

    32

    Εξάλλου, παρά το γεγονός ότι ο κανονισμός 60/2004 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν την προσχώρηση των νέων κρατών μελών, δεν αμφισβητείται ότι τα μέτρα που θεσπίζει ο κανονισμός αυτός επρόκειτο να εφαρμοσθούν κατά προτεραιότητα στα νέα αυτά κράτη μέλη από της προσχωρήσεώς τους στην Ένωση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού, ο εν λόγω κανονισμός άρχισε να ισχύει μόλις κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος και υπό την επιφύλαξη της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης Προσχωρήσεως.

    33

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 39 και 40 των προτάσεών του, μόνον κατά το χρονικό σημείο της προσχωρήσεώς τους επηρεάστηκαν τα νέα κράτη μέλη από τις διατάξεις του κανονισμού 60/2004 υπό την ιδιότητά τους ως κράτη μέλη και υπό αυτή την ιδιότητά τους έπρεπε να είναι σε θέση να προσβάλουν τις εν λόγω διατάξεις.

    34

    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει, λόγω της ημερομηνίας δημοσιεύσεως του κανονισμού 60/2004 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 15 Ιανουαρίου 2004, η δίμηνη προθεσμία προσφυγής του άρθρου 230 ΕΚ είχε ήδη παρέλθει πριν η Δημοκρατία της Πολωνίας αποκτήσει, κατά την ημερομηνία προσχωρήσεώς της στην Ένωση, δηλαδή την 1η Μαΐου 2004, την ιδιότητα του κράτους μέλους.

    35

    Συνεπώς, τα νέα κράτη μέλη δεν είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, ως προσφεύγοντες δυνάμει του άρθρου 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, προσφυγές κατά των πράξεων που εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, της Συνθήκης Προσχωρήσεως.

    36

    Υπενθυμίζεται ότι η Ένωση συνιστά ένωση δικαίου, στην οποία τα θεσμικά όργανά της υπόκεινται σε έλεγχο της συμφωνίας των πράξεων τους, μεταξύ άλλων, με τη Συνθήκη και τις γενικές αρχές του δικαίου (βλ. αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C-402/05 P και C-415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I-6351, σκέψη 281, και της 29ης Ιουνίου 2010, C-550/09, E και F, Συλλογή 2010, σ. Ι-6213, σκέψη 44).

    37

    Οι αρχές αυτές συνιστούν το θεμέλιο καθαυτό της εν λόγω ένωσης και η τήρησή τους προϋποθέτει, όπως προβλέπει πλέον ρητώς το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ότι τα νέα κράτη μέλη πρέπει να τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως με τα παλαιά κράτη μέλη.

    38

    Συνεπώς, τα νέα κράτη μέλη πρέπει να διαθέτουν, ως προς όλες τις πράξεις οι οποίες, όπως η προσβαλλομένη εν προκειμένου, θεσπίζονται βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, της Συνθήκης Προσχωρήσεως και οι οποίες τα θίγουν υπό την ιδιότητά τους ως κράτη μέλη, δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως ως προσφεύγοντες δυνάμει του άρθρου 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ.

    39

    Δεδομένου ότι τα νέα κράτη μέλη απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μόλις κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης Προσχωρήσεως καθώς και της Πράξεως Προσχωρήσεως του 2003, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ως προς τα κράτη αυτά, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ άρχισε να τρέχει, όσον αφορά πράξεις όπως η επίμαχη εν προκειμένω, μόνον από την ημερομηνία αυτή, δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση την 1η Μαΐου 2004.

    40

    Συνεπώς, κακώς το Πρωτοδικείο έκρινε, παρά το ιδιάζον πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, ότι για την άσκηση της προσφυγής του άρθρου 230 ΕΚ δεν ήταν αναγκαία, όσον αφορά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, η ιδιότητα του κράτους μέλους και συνήγαγε εντεύθεν ότι η ασκηθείσα από το εν λόγω κράτος μέλος στις 28 Ιουνίου 2004 προσφυγή κατά του κανονισμού 60/2004 ήταν εκπρόθεσμη και, ως εκ τούτου, απαράδεκτη.

    41

    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να κριθεί βάσιμος.

    42

    Συνεπώς, η αναιρεσιβαλλομένη διάταξη πρέπει να αναιρεθεί, χωρίς να είναι ανάγκη να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των τεσσάρων άλλων λόγων αναιρέσεως που προέβαλε η Δημοκρατία της Πολωνίας.

    43

    Δεδομένου ότι, στο παρόν στάδιο της δίκης, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να αποφανθεί επί της ουσίας της ασκηθείσας από τη Δημοκρατία της Πολωνίας προσφυγής ακυρώσεως, αναπέμπει την υπόθεση στο νυν Γενικό Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, και επιφυλάσσεται ως προς τα έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Αναιρεί τη διάταξη του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 10ης Ιουνίου 2009, T-258/04, Πολωνία κατά Επιτροπής.

     

    2)

    Αναπέμπει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του αιτήματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας περί ακυρώσεως των άρθρων 5, 6, παράγραφοι 1 έως 3, 7, παράγραφος 1, και 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 60/2004 της Επιτροπής, της 14ης Ιανουαρίου 2004, για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων στον τομέα της ζάχαρης λόγω της προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας.

     

    3)

    Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.

    Top