EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CJ0327

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 2011.
Mensch und Natur AG κατά Freistaat Bayern.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bayerischer Verwaltungsgerichtshof - Γερμανία.
Άρθρο 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ - Πράξεις των οργάνων - Απόφαση της Επιτροπής απευθυνόμενη προς ιδιώτη - Κανονισμός (ΕΚ) 258/97 - Νέο τρόφιμο ή νέο συστατικό τροφίμου - Απόφαση 2000/196/ΕΚ - "Stevia rebaudiana Bertoni: φυτά και αποξηραμένα φύλλα" - Απόρριψη αιτήσεως για διάθεση στην αγορά - Αποτελέσματα ως προς πρόσωπο άλλο από τον αποδέκτη.
Υπόθεση C-327/09.

Συλλογή της Νομολογίας 2011 I-02897

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2011:249

Υπόθεση C-327/09

Mensch und Natur AG

κατά

Freistaat Bayern

(αίτηση του Bayerischer Verwaltungsgerichtshof

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Άρθρο 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ – Πράξεις των οργάνων – Απόφαση της Επιτροπής απευθυνόμενη προς ιδιώτη – Κανονισμός (ΕΚ) 258/97 – Νέο τρόφιμο ή νέο συστατικό τροφίμου – Απόφαση 2000/196/ΕΚ – “Stevia rebaudiana Bertoni: φυτά και αποξηραμένα φύλλα” – Απόρριψη αιτήσεως για διάθεση στην αγορά – Αποτελέσματα ως προς πρόσωπο άλλο από τον αποδέκτη»

Περίληψη της αποφάσεως

Προσέγγιση των νομοθεσιών – Νέα τρόφιμα και νέα συστατικά τροφίμου – Διάθεση στην αγορά – Κανονισμός 258/97 – Απόφαση της Επιτροπής περί μη διαθέσεως στην αγορά της Ένωσης ενός τροφίμου ή συστατικού τροφίμου – Μη δεσμευτικός χαρακτήρας για άλλα πρόσωπα πέραν των αποδεκτών της εν λόγω αποφάσεως – Διάθεση στο εμπόριο εντός της επικράτειας κράτους μέλους ενός προϊόντος φέροντος χαρακτηριστικά όμοια προς εκείνα του προϊόντος το οποίο αφορά η απόφαση περί μη διαθέσεως στην αγορά – Υποχρεώσεις των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους αυτού

(Κανονισμός 258/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 1 § 2, και 7)

Απόφαση της Επιτροπής ληφθείσα βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 258/97, σχετικά με τα νέα τρόφιμα και τα νέα συστατικά τροφίμων, και απορρίπτουσα αίτηση για διάθεση στην αγορά της Ένωσης ενός τροφίμου ή συστατικού τροφίμου δεν είναι δεσμευτική για άλλα πρόσωπα πέραν εκείνου ή εκείνων τα οποία η εν λόγω απόφαση ορίζει ως αποδέκτες. Αντιθέτως, οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους οφείλουν να εξακριβώνουν κατά πόσον προϊόν που διατίθεται στο εμπόριο στην επικράτεια του κράτους μέλους αυτού και φέρει χαρακτηριστικά που αντιστοιχούν φαινομενικώς προς εκείνα του προϊόντος το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο της εν λόγω αποφάσεως της Επιτροπής συνιστά νέο τρόφιμο ή νέο συστατικό τροφίμου, υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, και, ενδεχομένως, οφείλουν να επιβάλλουν στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του προαναφερθέντος κανονισμού.

(βλ. σκέψη 36 και διατακτ.)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 14ης Απριλίου 2011 (*)

«Άρθρο 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ – Πράξεις των οργάνων – Απόφαση της Επιτροπής απευθυνόμενη προς ιδιώτη – Κανονισμός (ΕΚ) 258/97 – Νέο τρόφιμο ή νέο συστατικό τροφίμου – Απόφαση 2000/196/ΕΚ – “Stevia rebaudiana Bertoni: φυτά και αποξηραμένα φύλλα” – Απόρριψη αιτήσεως για διάθεση στην αγορά – Αποτελέσματα ως προς πρόσωπο άλλο από τον αποδέκτη»

Στην υπόθεση C‑327/09,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Bayerischer Verwaltungsgerichtshof (Γερμανία) με απόφαση της 1ης Ιουλίου 2009, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Αυγούστου 2009, στο πλαίσιο της δίκης

Mensch und Natur AG

κατά

Freistaat Bayern,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, E. Juhász (εισηγητή), Γ. Αρέστη, J. Malenovský και T. von Danwitz, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Σεπτεμβρίου 2010,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Mensch und Natur AG, εκπροσωπούμενη από τον H. Schmidt, δικηγόρο,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. Λευθεριώτου και A. Βασιλοπούλου,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Dowgielewicz,

–        η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Falk, τον A. Engman και την S. Johannesson,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Pignataro-Nolin και τον T. Scharf,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Νοεμβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, του κανονισμού (ΕΚ) 258/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 1997, σχετικά με τα νέα τρόφιμα και τα νέα συστατικά τροφίμων (ΕΕ L 43, σ. 1), καθώς και της αποφάσεως 2000/196/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Φεβρουαρίου 2000, σχετικά με την απόρριψη της διάθεσης στην αγορά του «Stevia rebaudiana Bertoni: φυτά και αποξηραμένα φύλλα» ως νέου τροφίμου ή νέου συστατικού τροφίμων σύμφωνα με τον κανονισμό 258/97 (ΕΕ L 61, σ. 14).

2        Η παρούσα αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Mensch und Natur AG (στο εξής: Mensch und Natur) και του Freistaat Bayern (ομόσπονδου κρατιδίου της Βαυαρίας) σε σχέση με την απαγόρευση διαθέσεως στην αγορά της Γερμανίας ορισμένων προϊόντων που εμπορεύεται η εν λόγω εταιρεία, με την αιτιολογία ότι η σύνθεση των προϊόντων αυτών περιέχει Stevia rebaudiana Bertoni (στο εξής: stevia).

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός 258/97

3        Η πρώτη και η δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 258/97 έχουν ως εξής:

«[Εκτιμώντας:]

(1)      ότι οι υπάρχουσες διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών σχετικά με τα νέα τρόφιμα ή συστατικά τροφίμων μπορούν να προβάλλουν εμπόδια στην ελεύθερη διακίνηση των τροφίμων και να δημιουργήσουν συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού, επηρεάζοντας έτσι άμεσα τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς,

(2)      ότι, για να προστατευθεί η υγεία του κοινού, τα νέα τρόφιμα και συστατικά αυτών πρέπει να υπάγονται σε ενιαία εξέταση ασφαλείας μέσω κοινοτικής διαδικασίας πριν τεθούν στην κοινοτική αγορά, […]».

4        Το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού ορίζει:

«1.      Ο παρών κανονισμός αφορά τη διάθεση νέων τροφίμων ή νέων συστατικών τροφίμων στην αγορά της Κοινότητας.

2.      Ο παρών κανονισμός ρυθμίζει τη διάθεση, στην αγορά της Κοινότητας, τροφίμων ή συστατικών τροφίμων, τα οποία δεν έχουν, μέχρι σήμερα, χρησιμοποιηθεί ευρέως για ανθρώπινη κατανάλωση μέσα στην Κοινότητα και ανήκουν στις ακόλουθες κατηγορίες:

[…]

ε)      τρόφιμα και συστατικά τροφίμων τα οποία συντίθενται ή έχουν απομονωθεί από φυτά, και συστατικά τροφίμων τα οποία έχουν απομονωθεί από ζώα, εκτός από τρόφιμα και τα συστατικά τροφίμων που έχουν ληφθεί από παραδοσιακές πρακτικές πολλαπλασιασμού ή αναπαραγωγής και έχουν ακινδύνως χρησιμοποιηθεί ως τρόφιμα και κατά το παρελθόν,

[…]

3.      Εφόσον παραστεί ανάγκη, χρησιμοποιείται η διαδικασία του άρθρου 13 για να διαπιστωθεί εάν ένας τύπος τροφίμου ή συστατικού τροφίμου εμπίπτει στην παράγραφο 2.»

5        Το άρθρο 3 του ίδιου κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα τρόφιμα ή συστατικά τροφίμων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού:

–        δεν πρέπει να παρουσιάζουν κίνδυνο για τον καταναλωτή,

–        δεν πρέπει να παραπλανούν τον καταναλωτή,

–        δεν πρέπει να διαφέρουν από τα τρόφιμα ή συστατικά τροφίμων που αντικαθιστούν σε βαθμό που η συνήθης τους κατανάλωση να θίγει τον καταναλωτή, από άποψη θρεπτικής αξίας.

2.      Προκειμένου να διατεθούν στην αγορά της Κοινότητας τρόφιμα και συστατικά τροφίμων που υπάγονται στον παρόντα κανονισμό, εφαρμόζονται οι διαδικασίες των άρθρων 4, 6, 7 και 8, βάσει των κριτηρίων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και των λοιπών παραμέτρων που αναφέρονται στα εν λόγω άρθρα.

[…]»

6        Κατά το άρθρο 4 του κανονισμού 258/97:

«1.      Ο υπεύθυνος για τη διάθεση στην αγορά της Κοινότητας, καλούμενος στο εξής “ο αιτών”, υποβάλλει σχετική αίτηση στο κράτος μέλος στην αγορά του οποίου πρόκειται να διατεθεί το προϊόν για πρώτη φορά. Ταυτοχρόνως, διαβιβάζει στην Επιτροπή αντίγραφο της αίτησης.

2.      Διενεργείται η αρχική αξιολόγηση που προβλέπει το άρθρο 6.

Ύστερα από τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 4, το κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πληροφορεί αμέσως τον αιτούντα:

–        ότι μπορεί να διαθέσει στην αγορά το τρόφιμο ή το συστατικό τροφίμου, εφόσον δεν απαιτείται η συμπληρωματική αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3 και εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αιτιολογημένη αντίρρηση σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 4,

ή

–        ότι απαιτείται έγκριση, σύμφωνα με το άρθρο 7.

3.      Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή την επωνυμία και τη διεύθυνση των εθνικών οργανισμών που είναι αρμόδιοι για τη σύνταξη των εκθέσεων αξιολόγησης που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2.

4.      Πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δημοσιεύει συστάσεις σχετικά με τις επιστημονικές πλευρές:

–        των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται προς υποστήριξη της αίτησης, και του τρόπου παρουσίασής τους,

–        της σύνταξης των εκθέσεων αρχικής αξιολόγησης που προβλέπονται στο άρθρο 6.

[…]»

7        Το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού ορίζει:

«1.      Η αίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1 περιλαμβάνει τις αναγκαίες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου αντιγράφου των μελετών που έχουν πραγματοποιηθεί, και κάθε άλλο στοιχείο το οποίο επιτρέπει να διαπιστωθεί ότι το προϊόν ή συστατικό προϊόντων διατροφής ανταποκρίνεται στα κριτήρια του άρθρου 3, παράγραφος 1, καθώς και πρόταση για την παρουσίαση και επισήμανση του τροφίμου ή του συστατικού σύμφωνα με τις αιτήσεις του άρθρου 8. Η αίτηση συνοδεύεται από περίληψη του φακέλου.

2.      Μόλις παραλάβει την αίτηση για διάθεση στην αγορά, το κράτος μέλος που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, μεριμνά για τη διενέργεια μιας αρχικής αξιολόγησης. Για το σκοπό αυτό, είτε κοινοποιεί στην Επιτροπή το όνομα του αρμόδιου οργανισμού αξιολόγησης τροφίμων, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με τη σύνταξη της αρχικής έκθεσης αξιολόγησης, είτε ζητά από την Επιτροπή να λάβει, μαζί με ένα άλλο κράτος μέλος, τα αναγκαία μέτρα ώστε η έκθεση αυτή να συνταχθεί από έναν από τους αρμόδιους οργανισμούς αξιολόγησης που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 3.

Η Επιτροπή διαβιβάζει αμέσως στα κράτη μέλη αντίγραφο της περίληψης του φακέλου που έχει υποβάλει ο αιτών και [την] επωνυμία του αρμόδιου οργανισμού αξιολόγησης τροφίμων που είναι επιφορτισμένος με την αρχική αξιολόγηση.

3.      Η αρχική έκθεση αξιολόγησης συντάσσεται εντός τριών μηνών από την παραλαβή της αίτησης που πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, σύμφωνα με τις συστάσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 4, παράγραφος 4, αναφέρεται δε σ’ αυτήν εν συμπεράσματι εάν απαιτείται συμπληρωματική αξιολόγηση, σύμφωνα με το άρθρο 7, του τροφίμου ή του συστατικού τροφίμου.

4.      Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος διαβιβάζει αμέσως την έκθεση του αρμόδιου οργανισμού αξιολόγησης τροφίμων στην Επιτροπή, η οποία την διαβιβάζει στα άλλα κράτη μέλη. Ένα κράτος μέλος ή η Επιτροπή μπορούν, εντός προθεσμίας 60 ημερών από την ημερομηνία διαβίβασης της έκθεσης από την Επιτροπή, να διατυπώσουν παρατηρήσεις ή να προβάλουν αιτιολογημένες αντιρρήσεις για την εμπορία του συγκεκριμένου τροφίμου ή συστατικού τροφίμου. Οι παρατηρήσεις ή αντιρρήσεις μπορούν επίσης να αφορούν την παρουσίαση ή την επίσημη του τροφίμου ή του συστατικού τροφίμου.

Αποδέκτης των παρατηρήσεων ή αντιρρήσεων είναι η Επιτροπή, η οποία τις διαβιβάζει στα κράτη μέλη εντός της προαναφερόμενης στο εδάφιο 1 προθεσμίας των 60 ημερών.

Ο αιτών παρέχει αντίγραφο των χρήσιμων πληροφοριών της αίτησης μετά από σχετικό αίτημα ενός κράτους μέλους.»

8        Το άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού ορίζει:

«1.      Όταν απαιτείται συμπληρωματική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, ή όταν διατυπώνεται αντίρρηση σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 4, λαμβάνεται με τη διαδικασία του άρθρου 13 απόφαση έγκρισης.

2.      Η απόφαση ορίζει το πεδίο εφαρμογής της έγκρισης και καθορίζει, ενδεχομένως:

–        τις προϋποθέσεις για τη χρήση του τροφίμου ή του συστατικού τροφίμου,

–        την ονομασία του τροφίμου ή του συστατικού τροφίμου, καθώς και την περιγραφή του,

–        τις ειδικές απαιτήσεις επισήμανσης που αναφέρονται στο άρθρο 8.

3.      Η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως τον αιτούντα για τη λαμβανόμενη απόφαση. Οι αποφάσεις δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

9        Το άρθρο 13 του κανονισμού 258/97 ορίζει:

«1.      Σε περίπτωση εφαρμογής της διαδικασίας που ορίζεται στο παρόν άρθρο, η Επιτροπή επικουρείται από τη μόνιμη επιτροπή τροφίμων, που καλείται στο εξής “η επιτροπή”.

2.      Η επιτροπή συγκαλείται από τον πρόεδρό της, είτε με πρωτοβουλία του ιδίου, είτε μετά από αίτημα αντιπροσώπου ενός κράτους μέλους.

3.      Ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής υποβάλλει σχέδιο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό εντός προθεσμίας που μπορεί να ορίσει ο πρόεδρος, ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος. Αποφασίζει με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο [205, παράγραφος 2, ΕΚ] για την έκδοση των αποφάσεων που καλείται να λάβει το Συμβούλιο βάσει πρότασης της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στην επιτροπή, οι ψήφοι των αντιπροσώπων των κρατών μελών σταθμίζονται σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν συμμετέχει στην ψηφοφορία.

4.      α)     Η Επιτροπή θεσπίζει τα προτεινόμενα μέτρα όταν είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.

[…]»

10      Κατά το άρθρο 15 του κανονισμού 258/97, αυτός τίθεται σε ισχύ 90 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

 Η απόφαση 2000/196

11      Η τρίτη αιτιολογική αναφορά της αποφάσεως 2000/196 μνημονεύει «την αίτηση για διάθεση στην αγορά “[stevia] rebaudiana Bertoni: φυτά και αποξηραμένα φύλλα” ως νέου τροφίμου ή νέου συστατικού τροφίμων, την οποία υπέβαλε ο καθηγητής J. Geuns του Εργαστηρίου Φυσιολογίας Φυτών του Πανεπιστημίου KUL στις αρμόδιες αρχές του Βελγίου στις 5 Νοεμβρίου 1997».

12      Οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2000/196 ορίζουν τα εξής:

«(1)      Η έκθεση αρχικής αξιολόγησης που συνέταξαν οι αρμόδιες αρχές του Βελγίου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, με βάση τα στοιχεία που δόθηκαν, δεν θα πρέπει να εγκριθεί η διάθεση του προϊόντος στην αγορά.

2)      Αντιδρώντας στην έκθεση αρχικής αξιολόγησης, ο αιτών κατέθεσε συμπληρωματικά έγγραφα στην Επιτροπή, η οποία γνωστοποίησε τα στοιχεία που περιείχαν στα κράτη μέλη και στην επιστημονική επιτροπή τροφίμων.

(3)      Διενεργήθηκε συμπληρωματική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού [258/97]. Στις 17 Ιουνίου 1999, η επιστημονική επιτροπή τροφίμων διατύπωσε τη γνώμη της, η οποία επιβεβαιώνει ουσιαστικά την έκθεση αρχικής αξιολόγησης.

(4)      Τα [stevia], φυτά και αποξηραμένα φύλλα, αποτελούν νέο τρόφιμο υπό την έννοια του κανονισμού […] 258/97. Δεν αποδείχθηκε ότι το προϊόν ανταποκρίνεται στα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού. Το προϊόν δεν πρέπει να διατεθεί στην κοινοτική αγορά.

(5)      Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής τροφίμων.»

13      Τα άρθρα 1 και 2 της αποφάσεως 2000/196 ορίζουν:

«Άρθρο 1

Δεν επιτρέπεται η διάθεση στην κοινοτική αγορά “[του stevia]: φυτά και αποξηραμένα φύλλα ως τροφίμου ή συστατικού τροφίμων”.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στον καθηγητή J. Geuns, KUL, Laboratoire de physiologie des végétaux, KUL, Kardinal Mercierlaan 92, 3001 Heverlee, Βέλγιο.»

 Το εθνικό δίκαιο

14      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 1, του νόμου του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας περί ελέγχου των τροφίμων (Bayerisches Lebensmittelüberwachungsgesetz) της 11ης Νοεμβρίου 1997, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, να εκδίδουν ατομικές αποφάσεις προκειμένου να προλαμβάνουν ή να αποτρέπουν παραβάσεις των διατάξεων της νομοθεσίας περί τροφίμων.

15      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως περί νέων τροφίμων και νέων συστατικών τροφίμων (Neuartige Lebensmittel- und Lebensmittelzutaten-Verordnung) προβλέπει ότι τρόφιμα και συστατικά τροφίμων, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 258/97, δεν επιτρέπεται να διατίθενται στην αγορά από τον υπεύθυνο προς τούτο άνευ αδείας χορηγούμενης κατά τις διαδικασίες του άρθρου 3, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

 Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16      H Mensch und Natur παρασκευάζει διάφορα είδη τσαγιού, τα οποία και εμπορεύεται. Σε διάφορα εξ αυτών των ειδών τσαγιού χρησιμοποιούνται ως γλυκαντικό εκχυλίσματα από φύλλα stevia.

17      Στην απόφασή της 2000/196, η Επιτροπή έκρινε ότι το stevia δεν μπορούσε να διατεθεί στην αγορά της Ένωσης ως τρόφιμο ή συστατικό τροφίμου. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως που υπέβαλε ο καθηγητής J. Geuns, αποδέκτης της αποφάσεως.

18      Με απόφαση της 8ης Απριλίου 2003, η οποία απευθυνόταν στην Mensch und Natur, το Landratsamt Bad Tölz-Wolfratshausen (διοικητικές υπηρεσίες της Περιφέρειας Bad Tölz-Wolfratshausen) απαγόρευσε την κυκλοφορία διαφόρων ειδών τσαγιού, επί ποινή διοικητικού προστίμου.

19      Στην εν λόγω απόφαση, η ανωτέρω αρχή διαπίστωσε ότι η αίτηση για την έγκριση του stevia ως νέου τροφίμου είχε απορριφθεί με την απόφαση 2000/196, η οποία δέσμευε όλα τα κράτη μέλη να απαγορεύσουν τη διάθεσή του. Επισήμανε, επίσης, ότι η Mensch und Natur δεν είχε αποδείξει ότι τα συγκεκριμένα είδη τσαγιού διετίθεντο ευρέως για ανθρώπινη κατανάλωση στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήδη πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 258/97, την 15η Μαΐου 1997.

20      Η Mensch und Natur άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του Landratsamt Bad Tölz-Wolfratshausen της 8ης Απριλίου 2003 ενώπιον του Verwaltungsgericht München (διοικητικό δικαστήριο του Μονάχου), υποστηρίζοντας ότι τα προϊόντα που περιείχαν stevia είχαν αναπτυχθεί από τους δικαιοπαρόχους της ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και ότι διετίθεντο στην αγορά της Ένωσης σε πολύ μεγάλες ποσότητες ήδη πριν από τη 15η Μαΐου 1997, τόσο μέσω πωλήσεως δι’ αλληλογραφίας όσο και μέσω καταστημάτων ειδών υγιεινής διατροφής. Εξάλλου, η Mensch und Natur υποστήριξε ότι η απόφαση 2000/196 ουδόλως είχε δεσμευτική ισχύ έναντι αυτής.

21      Το Verwaltungsgericht München έκανε δεκτή την ως άνω προσφυγή με απόφαση της 13ης Μαΐου 2004.

22      Το Freistaat Bayern άσκησε έφεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του Bayerischer Verwaltungsgerichtshof (διοικητικό εφετείο του Μονάχου).

23      Κρίνοντας αναγκαίες ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης προκειμένου να αποφανθεί επί της υποθέσεως, το Bayerischer Verwaltungsgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Αποκλείει το άρθρο 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, ερμηνεία αποφάσεως της Επιτροπής η οποία, κατά το γράμμα της, απευθύνεται μόνο σε συγκεκριμένο πρόσωπο, υπό την έννοια ότι είναι δεσμευτική και έναντι άλλων επιχειρήσεων, οι οποίες σύμφωνα με τον σκοπό και το αντικείμενο της αποφάσεως πρέπει να τύχουν της ίδιας μεταχειρίσεως;

2)      Δεσμεύει η απόφαση [2000/196], κατά το άρθρο 1 της οποίας δεν επιτρέπεται η διάθεση στην κοινοτική αγορά του [stevia] ως τροφίμου ή συστατικού τροφίμων, επίσης τη [Mensch und Natur], η οποία [το] διαθέτει στην κοινοτική αγορά;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

24      Με τα δύο ερωτήματά του, τα οποία επιβάλλεται να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί ουσιαστικώς από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τα έννομα αποτελέσματα αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία απορρίπτεται η διάθεση στην αγορά της Ένωσης ενός προϊόντος ως τροφίμου ή συστατικού τροφίμων, ληφθείσας βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 258/97.

25      Κατά το άρθρο 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, «[η] απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της για τους αποδέκτες που ορίζει». Η διάταξη περιλαμβάνεται πλέον στο άρθρο 288, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, που ορίζει ότι «[η] απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της. Όταν ορίζει αποδέκτες, είναι δεσμευτική μόνο για αυτούς».

26      Η φύση της διαδικασίας που καθιερώνει ο κανονισμός 258/97 αποκλείει επίσης διασταλτική ερμηνεία ως προς τους αποδέκτες αποφάσεως ληφθείσας δυνάμει της πράξεως αυτής.

27      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται μόνο για τα νέα τρόφιμα ή νέα συστατικά τροφίμων υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, αυτού. Ο χαρακτηρισμός αυτός εξαρτάται από το κατά πόσον η χρήση για ανθρώπινη κατανάλωση στην Ένωση των εν λόγω τροφίμων ή συστατικών τροφίμων ήταν ή όχι ευρεία πριν από την έναρξη ισχύος του προαναφερθέντος κανονισμού.

28      Το άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού 258/97 προβλέπει μόνον τη δυνατότητα να διαπιστώνεται, «εφόσον παραστεί ανάγκη», κατά πόσον ένα είδος τροφίμου ή συστατικό τροφίμου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού σύμφωνα με τη λεγόμενη διαδικασία «επιτροπολογίας» που καθιερώνεται στο άρθρο 13 αυτού (βλ. απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2009, C-383/07, M-K Europa, Συλλογή 2009, σ. I‑115, σκέψη 40). Εντούτοις, δεν εναπόκειται στον επιχειρηματία να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 13 (προαναφερθείσα απόφαση M-K Europa, σκέψη 43).

29      Αφετέρου, μια απόφαση της Επιτροπής σχετικά με τη μη χορήγηση εγκρίσεως για τη διάθεση στην αγορά ενός προϊόντος βασίζεται ουσιαστικώς στην αίτηση ενός προσώπου που αποσκοπεί στη διάθεση στην αγορά του συγκεκριμένου προϊόντος και στις πληροφορίες που αυτό παρέχει, όπως ειδικότερα προκύπτει από τα άρθρα 4, παράγραφος 1, και 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 258/97.

30      Από το γράμμα της αποφάσεως 2000/196 δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα κατά πόσον υπήρξε στην Ένωση ευρεία ή όχι χρήση του συγκεκριμένου προϊόντος για ανθρώπινη κατανάλωση πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού.

31      Αντιθέτως, τα κράτη μέλη, τα οποία δεσμεύονται από την προβλεπόμενη στο άρθρο 10 ΕΚ και, πλέον, στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας, οφείλουν να τηρούν τον κανονισμό 258/97 και, συνεπώς, να μεριμνούν ώστε ένα τρόφιμο ή συστατικό τροφίμων, το οποίο είναι «νέο» υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού και εμπίπτει ως εκ τούτου στο πεδίο εφαρμογής του, να μη διατίθεται στην επικράτειά τους χωρίς την εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του οικείου κράτους μέλους διαπίστωση σχετικά με τη μη αναγκαιότητα εγκρίσεως, κατά το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, και, ενδεχομένως, χωρίς την έγκριση της Επιτροπής, κατά το άρθρο 7 αυτού.

32      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 258/97, οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του άρθρου αυτού δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

33      Υπό τις συνθήκες αυτές, οσάκις οι αρχές κράτους μέλους διαθέτουν πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες στην επικράτεια αυτού διατίθενται στο εμπόριο προϊόντα με χαρακτηριστικά που αντιστοιχούν φαινομενικώς προς εκείνα προϊόντων των οποίων η διάθεση στην αγορά της Ένωσης απορρίφθηκε από την Επιτροπή οφείλουν να εξακριβώσουν τις συνθήκες της εν λόγω εμπορίας βάσει των διατάξεων του κανονισμού αυτού και, ενδεχομένως, να απαγορεύσουν την εμπορία των προϊόντων αυτών.

34      Καταρχάς, το καθήκον τους συνίσταται στο να καθορίσουν κατά πόσον το συγκεκριμένο προϊόν συνιστά ή όχι νέο τρόφιμο ή νέο συστατικό τροφίμων, υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 258/97, δίνοντας στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να αποδείξει ότι το προϊόν αυτό διατέθηκε ευρέως στην Ένωση πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού.

35      Εν συνεχεία, εάν διαπιστωθεί ότι το προϊόν αυτό συνιστά νέο τρόφιμο ή νέο συστατικό τροφίμων, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους πρέπει να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εφαρμοσθούν πράγματι οι διατάξεις του κανονισμού 258/97, συμπεριλαμβανομένης ενδεχομένως διαταγής προς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να υποβάλει αίτηση κατά το άρθρο 4 του ανωτέρω κανονισμού, προκειμένου να μπορέσει να συνεχίσει την εμπορία του εν λόγω προϊόντος.

36      Βάσει των ανωτέρω, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι απόφαση της Επιτροπής ληφθείσα βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 258/97 και απορρίπτουσα αίτηση για διάθεση στην αγορά της Ένωσης ενός τροφίμου ή συστατικού τροφίμου δεν είναι δεσμευτική για άλλα πρόσωπα πέραν εκείνου ή εκείνων τα οποία η εν λόγω απόφαση ορίζει ως αποδέκτες. Αντιθέτως, οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους οφείλουν να εξακριβώνουν κατά πόσον προϊόν που διατίθεται στο εμπόριο στην επικράτεια του κράτους μέλους αυτού και φέρει χαρακτηριστικά που αντιστοιχούν φαινομενικώς προς εκείνα του προϊόντος το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο της εν λόγω αποφάσεως της Επιτροπής συνιστά νέο τρόφιμο ή νέο συστατικό τροφίμου, υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, και, ενδεχομένως, οφείλουν να επιβάλλουν στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του προαναφερθέντος κανονισμού.

 Επί των δικαστικών εξόδων

37      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Απόφαση της Επιτροπής ληφθείσα βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) 258/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 1997, σχετικά με τα νέα τρόφιμα και τα νέα συστατικά τροφίμων, και απορρίπτουσα αίτηση για διάθεση στην αγορά της Ένωσης ενός τροφίμου ή συστατικού τροφίμου δεν είναι δεσμευτική για άλλα πρόσωπα πέραν εκείνου ή εκείνων τα οποία η εν λόγω απόφαση ορίζει ως αποδέκτες. Αντιθέτως, οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους οφείλουν να εξακριβώνουν κατά πόσον προϊόν που διατίθεται στο εμπόριο στην επικράτεια του κράτους μέλους αυτού και φέρει χαρακτηριστικά που αντιστοιχούν φαινομενικώς προς εκείνα του προϊόντος το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο της εν λόγω αποφάσεως της Επιτροπής συνιστά νέο τρόφιμο ή νέο συστατικό τροφίμου, υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, και, ενδεχομένως, οφείλουν να επιβάλλουν στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του προαναφερθέντος κανονισμού.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top