Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CJ0321

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 7ης Απριλίου 2011.
    Ελληνική Δημοκρατία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως - ΕΓΤΠΕ - Δαπάνες που αποκλείονται από την κοινοτική χρηματοδότηση λόγω μη συμμορφώσεως προς τους κοινοτικούς κανόνες - Δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία.
    Υπόθεση C-321/09 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2011 I-00051*

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2011:218

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

    της 7ης Απριλίου 2011 (*)

    «Αίτηση αναιρέσεως – ΕΓΤΠΕ – Δαπάνες που αποκλείονται από την κοινοτική χρηματοδότηση λόγω μη συμμορφώσεως προς τους κοινοτικούς κανόνες – Δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία»

    Στην υπόθεση C‑321/09 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 7 Αυγούστου 2009,

    Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Ι. Χαλκιά, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    αναιρεσείουσα,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι η

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την Ε. Τσερέπα-Lacombe και τον F. Jimeno Fernández, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθής πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους E. Levits, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, M. Safjan (εισηγητή) και M. Berger, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

    γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Σεπτεμβρίου 2010,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Με την αίτηση αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 11ης Ιουνίου 2009, T‑33/07, Ελλάδα κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της που είχε ως αίτημα τη μερική ακύρωση της αποφάσεως 2006/932/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 2006, για την εξαίρεση από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων (EE L 355, σ. 96, στο εξής: επίδικη απόφαση), στο μέτρο που επιβάλλει στην αναιρεσείουσα δημοσιονομικές διορθώσεις στους τομείς του ελαιολάδου, του βαμβακιού, της σταφίδας, των εσπεριδοειδών και του δημοσιονομικού ελέγχου.

     Το νομικό πλαίσιο

    2        Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1287/95 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 1995 (EE L 125, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 729/70), θεσπίζει τους γενικούς κανόνες που ισχύουν για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής. Ο κανονισμός (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 103), καταργεί τον κανονισμό 729/70 και εφαρμόζεται στις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2000 και εντεύθεν.

    3        Βάσει των άρθρων 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 729/70, καθώς και των άρθρων 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1258/99, το τμήμα Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτεί, στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών, τις παρεμβάσεις για τη σταθεροποίηση των γεωργικών αγορών οι οποίες αναλαμβάνονται σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες.

    4        Το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999, το οποίο επαναλαμβάνει σχεδόν αυτολεξεί το κείμενο του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70, έχει ως εξής:

    «Η Επιτροπή, σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, αποφασίζει την απόρριψη αιτήματος κοινοτικής χρηματοδότησης δαπανών […].

    Πριν από οποιαδήποτε απόφαση απόρριψης της χρηματοδότησης, τα αποτελέσματα των εξακριβώσεων της Επιτροπής και οι απαντήσεις του κράτους μέλους κοινοποιούνται εκατέρωθεν γραπτώς, κατόπιν τούτου δε τα δύο μέρη επιχειρούν να έλθουν σε συμφωνία για τη συνέχεια που θα δοθεί.

    Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία, το κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει, εντός τεσσάρων μηνών, την έναρξη διαδικασίας για συμβιβασμό των αντίστοιχων θέσεων· τα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής ανακοινώνονται με έκθεση προς την Επιτροπή, η οποία τα εξετάζει, πριν αποφασίσει την απόρριψη της χρηματοδότησης.

    Η Επιτροπή υπολογίζει τα προς απόρριψη ποσά λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, την έκταση της διαπιστωθείσας έλλειψης συμμόρφωσης. Η Επιτροπή εκτιμά εν προκειμένω το είδος και τη σοβαρότητα της παράβασης, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η Κοινότητα.

    Η απόρριψη χρηματοδότησης δεν μπορεί να αφορά:

    α)      δαπάνες που […] είναι προγενέστερες του τελευταίου 24μήνου πριν από τη γραπτή ανακοίνωση από την Επιτροπή, στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, των αποτελεσμάτων αυτών των εξακριβώσεων·

    β)      δαπάνες για μέτρο ή δράση […] για το οποίο η τελική πληρωμή πραγματοποιήθηκε πριν από το τελευταίο 24άμηνο πριν από τη γραπτή ανακοίνωση από την Επιτροπή, στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, των αποτελεσμάτων αυτών των εξακριβώσεων.

    […]»

    5        Το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1258/1999 ορίζει ότι ο κανονισμός 729/70 καταργείται.

    6        Κατά το άρθρο 20, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 12568/1999, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2000 και εντεύθεν.

    7        Οι λεπτομερείς κανόνες της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών καθορίζονται από τον κανονισμό (EK) 1663/95 της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 1995, για τη θέσπιση λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 729/70 του Συμβουλίου όσον αφορά τη διαδικασία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων (EE L 158, σ. 6), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2245/1999 της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 1999 (EE L 273, σ. 5, στο εξής: κανονισμός 1663/95).

    8        Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1663/95 ορίζει τα εξής:

    «1.      Σε περίπτωση που, μετά τη διεξαγωγή έρευνας, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, ανακοινώνει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τα αποτελέσματα των ελέγχων της και υποδεικνύει τα διορθωτικά μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν προκειμένου να διασφαλιστεί στο μέλλον η τήρηση των προαναφερθέντων κανόνων.

    Στην ανακοίνωση γίνεται μνεία του παρόντος κανονισμού. Το κράτος μέλος απαντά εντός δύο μηνών και η Επιτροπή δύναται να τροποποιήσει τη θέση της αναλόγως. Σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την προαναφερθείσα προθεσμία.

    Μετά τη λήξη της προθεσμίας που χορηγείται για την απάντηση, η Επιτροπή καλεί το κράτος μέλος σε διάλογο και τα δύο μέρη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία όσον αφορά τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν, καθώς και όσον αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης και της χρηματοοικονομικής ζημίας που υπέστη η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Μετά τη διεξαγωγή διαλόγου και τη λήξη κάθε προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή, σε διαβούλευση με το κράτος μέλος, μετά τον διάλογο για την κοινοποίηση πρόσθετων πληροφοριών ή, αν το κράτος μέλος δεν αποδέχεται την πρόσκληση εντός προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή, μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, η Επιτροπή κοινοποιεί επίσημα τα συμπεράσματά της στο κράτος μέλος κάνοντας μνεία της απόφασης 94/442/ΕΚ της Επιτροπής […]. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου 4 της παρούσας παραγράφου, στην κοινοποίηση αυτή θα περιλαμβάνεται εκτίμηση των δαπανών που η Επιτροπή προτίθεται να εξαιρέσει βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού […] 729/70.

    Το κράτος μέλος πληροφορεί την Επιτροπή, σε εύθετο χρονικό διάστημα, για τα διορθωτικά μέτρα που λαμβάνει προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των κοινοτικών κανόνων καθώς και για την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους. Η Επιτροπή εκδίδει, ανάλογα με την περίπτωση μία ή περισσότερες αποφάσεις βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού […] 729/70 για την εξαίρεση των δαπανών που δεν είναι σύμφωνες με τους κοινοτικούς κανόνες μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των διορθωτικών μέτρων.

    2.      Οι αποφάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ), του κανονισμού […] 729/70 λαμβάνονται μετά την εξέταση οποιασδήποτε έκθεσης του οργάνου συμβιβασμού σύμφωνα με την απόφαση 94/442/ΕΚ.»

    9        Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1201/89 της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 1989, περί λεπτομερειών εφαρμογής του καθεστώτος ενίσχυσης για το βαμβάκι (EE L 123, σ. 23), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1740/97 της Επιτροπής, της 5ης Σεπτεμβρίου 1997 (EE L 244, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1201/89), προβλέπει τα εξής:

    «1.      Ο οργανισμός που ορίζεται για τον σκοπό αυτό από το κράτος μέλος παραγωγής εξακριβώνει [...]:

    α)      [ότι] οι δηλώσεις που αφορούν τις σπαρμένες εκτάσεις είναι ακριβείς, με βάση επιτόπιο δειγματο[λη]πτικό έλεγχο που αφορά τουλάχιστον 5 % των δηλώσεων·

    […]

    στ)      μέσω διασταυρούμενων ελέγχων, ότι τα αγροτεμάχια που αναφέρονται στις συμβάσεις αντιστοιχούν σε αυτά που δηλώνονται από τους παραγωγούς στις αιτήσεις ενίσχυσης “εκτάσεις”».

     Ιστορικό της διαφοράς

    10      Το Πρωτοδικείο εξέθεσε τα πραγματικά περιστατικά της ένδικης διαφοράς, τα οποία είναι κρίσιμα για την εκτίμηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ως εξής:

    «[…]

    2.      Επί της δημοσιονομικής διόρθωσης που εφαρμόστηκε στις δαπάνες του τομέα του βαμβακιού

    50      Στο πλαίσιο των ερευνών HO/1999/506, ΗΟ/2001/05 και ΗΟ/2001/20, η Επιτροπή διεξήγαγε ελέγχους στην Ελλάδα από τις 8 έως τις 12 Νοεμβρίου 1999 και από τις 19 έως τις 23 Νοεμβρίου 2001.

    51      Κατόπιν της ανταλλαγής επιστολών, πραγματοποιήθηκε την 1η Οκτωβρίου 2004 διμερής σύσκεψη μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών. Με επιστολή της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, Επιτροπή κοινοποίησε επισήμως τα συμπεράσματά της στις ελληνικές αρχές. Κατόπιν της από 22 Μαρτίου 2006 γνώμης του οργάνου συμβιβασμού, η Επιτροπή κοινοποίησε την τελική θέση της στην Ελληνική Δημοκρατία με επιστολή της 17ης Ιουλίου 2006.

    52      Στη συνοπτική έκθεση (σημείο 14.1.1), διαπιστώθηκαν, μεταξύ άλλων, οι εξής ανεπάρκειες στον τομέα του βαμβακιού, που δικαιολογούσαν την εφαρμογή δημοσιονομικής διόρθωσης:

    “– Σύστημα ελέγχου των εκτάσεων που είναι σπαρμένες με βαμβάκι

    […] [Η εναρμόνιση του καθεστώτος ενισχύσεων στην παραγωγή βαμβακιού με το Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης και Ελέγχου] αφορά κυρίως την ταυτοποίηση των σπαρμένων εκτάσεων και τις λεπτομέρειες κατάθεσης των δηλώσεων καλλιέργειας. […] [Διασταυρούμενοι έλεγχοι] είναι υποχρεωτικοί από την περίοδο 1998/1999 [σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1201/89]. Ωστόσο όμως, οι ελληνικές αρχές δεν έθεσαν σε εφαρμογή σύστημα που να επιτρέπει την εκτέλεσή τους:

    –        Σε αντίθεση με το άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 1201/89, τα υποδείγματα των συμβάσεων, τα οποία τέθηκαν στη διάθεση των εκκοκκιστών από τον Οργανισμό Βάμβακος, δεν προέβλεπαν την ένδειξη της αριθμητικής αναφοράς των αγροτεμαχίων αλλά μόνο τη γενική τοποθεσία τους. Το γεγονός αυτό παρεμπόδιζε προφανώς τη διενέργεια οποιουδήποτε διασταυρουμένου ελέγχου.

    –        Η επικοινωνία μεταξύ των περιφερειακών διευθύνσεων γεωργίας και των περιφερειακών γραφείων του Οργανισμού Βάμβακος ήταν ανύπαρκτη […]

    –        Καθυστερημένη εκτέλεση επιτόπιων ελέγχων

    […] [Ο]ι επιτόπιοι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν πολύ καθυστερημένα, συχνά δε μετά την [συγκομιδή].

    […]

    –        Μη επίτευξη ποσοστού ελέγχου 5 % για την περίοδο 1999/2000 στον Νομό Καρδίτσας

    […]

    –        Απουσία κυρώσεων σε περίπτωση απόκλισης που διαπιστώθηκε κατά τη διενέργεια των ελέγχων των εκτάσεων

    […]”

    […]

     6. [Επίδικη] απόφαση

    61      Με την [επίδικη] απόφαση, η Επιτροπή εξαίρεσε, μεταξύ άλλων, από την κοινοτική χρηματοδότηση δαπάνες ύψους 244 229 257,47 ευρώ, δηλωθείσες από την Ελληνική Δημοκρατία για τα οικονομικά έτη 1999 έως 2004 του ΕΓΤΠΕ στους τομείς του ελαιολάδου, του βαμβακιού, της σταφίδας, των εσπεριδοειδών και του δημοσιονομικού ελέγχου.

    62      Η [επίδικη] απόφαση αφορά 17 είδη διορθώσεων στις δαπάνες που δήλωσε η Ελληνική Δημοκρατία, ήτοι:

    […]

    –        Τομέας του βαμβακιού:

    –        κατ’ αποκοπή διόρθωση 2 % ύψους 13 809 328,47 ευρώ για το οικονομικό έτος 1999 όσον αφορά την περίοδο 1998/1999·

    –        κατ’ αποκοπή διόρθωση 2 % ύψους 12 772 949,94 ευρώ για το οικονομικό έτος 2000 όσον αφορά την περίοδο 1999/2000·

    –        κατ’ αποκοπή διόρθωση 2 % ύψους 10 861 691,99 ευρώ για το οικονομικό έτος 2001 όσον αφορά την περίοδο 2000/2001·

    –        κατ’ αποκοπή διόρθωση 2 % ύψους 9 386,27 ευρώ για το οικονομικό έτος 2002 όσον αφορά την περίοδο 2000/2001·

    […]»

     Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6 Μαρτίου 2007, η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή βάσει του άρθρου 230 ΕΚ με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως κατά το μέρος που αφορούσε τις δημοσιονομικές διορθώσεις που της είχαν επιβληθεί.

    12      Όσον αφορά τη διόρθωση σχετικά με τον τομέα του βαμβακιού, η Ελληνική Δημοκρατία προέβαλε μεταξύ άλλων λόγο ακυρώσεως που αναγόταν σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1201/89 αναφορικά με το ποσοστό ελέγχων στον Νομό Καρδίτσας. Ισχυρίστηκε ειδικότερα ότι η εν λόγω διάταξη επιβάλλει υποχρέωση ελέγχου του 5 % των δηλώσεων μόνο για ολόκληρη την επικράτεια και όχι για τον κάθε νομό της ελληνικής επικράτειας και ότι η υποχρέωση αυτή είχε τηρηθεί.

    13      Το Πρωτοδικείο, αφού δέχθηκε ότι η Επιτροπή, απαιτώντας την πραγματοποίηση ελέγχων του 5 % των δηλώσεων σε κάθε νομό, εφάρμοσε κατά τρόπο εσφαλμένο το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1201/89 και ότι ο λόγος ακυρώσεως έπρεπε, κατά συνέπεια, να γίνει δεκτός, έκρινε ότι:

    «210  Πρέπει, ωστόσο, να εξεταστεί κατά πόσον πρέπει να ακυρωθεί η [επίδικη] απόφαση, καθόσον αποκλείει από την κοινοτική χρηματοδότηση τις δαπάνες που πραγματοποίησε η Ελληνική Δημοκρατία στον τομέα του βαμβακιού, στο πλαίσιο του οικονομικού έτους 2000, όσον αφορά την περίοδο 1999/2000.

    211      Συναφώς, η μη τήρηση του ποσοστού ελέγχου του 5 % των δηλώσεων στον Νομό Καρδίτσας δεν συνιστά ουσιώδες στοιχείο της επιχειρηματολογίας της Επιτροπής.

    212      Σύμφωνα με τα σημεία 14.1.1 και 14.1.5 της συνοπτικής έκθεσης, η διόρθωση στηρίχθηκε σε ελλείψεις όσον αφορά το σύστημα ελέγχου των εκτάσεων που είχαν σπαρθεί με βαμβάκι, στην καθυστερημένη διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων, στη μη επίτευξη του ποσοστού ελέγχου 5 % στον Νομό Καρδίτσας και στην απουσία κυρώσεων στις περιπτώσεις αποκλίσεων. Όμως, από το σημείο 14.1.1 της συνοπτικής έκθεσης προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι οι ελλείψεις όσον αφορά το περιβάλλον ελέγχου των εκτάσεων και η καθυστερημένη διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων ήταν οι κύριες ελλείψεις. Κατά το σημείο 14.1.5 της συνοπτικής έκθεσης και την τελική θέση της Επιτροπής της 17ης Ιουλίου 2006 προκύπτει ότι, αντιθέτως, η τήρηση του ελάχιστου ποσοστού ελέγχων στον Νομό Καρδίτσας κρίθηκε ως στοιχείο ήσσονος σημασίας από πλευράς αιτιολόγησης της διόρθωσης.

    213      Διαπιστώνεται, εξάλλου, ότι η Επιτροπή εφάρμοσε κατ’ αποκοπή διόρθωση 2 % για τα οικονομικά έτη 1999 και 2000. Σύμφωνα με το παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97, το ποσοστό αυτό αποτελεί το χαμηλότερο ποσοστό διόρθωσης που μπορεί να εφαρμοστεί όταν ένα κράτος μέλος διενεργεί μεν σωστά τους βασικούς ελέγχους, παραλείπει όμως πλήρως να εφαρμόσει έναν ή πλείονες επικουρικούς ελέγχους.

    214      Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπόρεσε να ανατρέψει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής όσον αφορά τις κύριες ελλείψεις που διαπιστώθηκαν στον τομέα του βαμβακιού, το βάσιμο της διόρθωσης δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι ο τρίτος λόγος ακύρωσης έγινε δεκτός.»

    14      Κατά της διορθώσεως σχετικά με τον τομέα του βαμβακιού, η Ελληνική Δημοκρατία προέβαλε επίσης λόγο ακυρώσεως που αναγόταν σε παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας. Η επιχειρηματολογία την οποία προέβαλε προς στήριξη του λόγου αυτού εκτέθηκε από το Πρωτοδικείο ως εξής:

    «216      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η [επίδικη] απόφαση αφορά τις περιόδους εμπορίας 1997/1998 έως 2000/2001. Μια αποστολή έρευνας πραγματοποιήθηκε από τις 9 έως τις 12 Νοεμβρίου 1999 για τον έλεγχο του καθεστώτος των περιόδων 1997/1998 και 1998/1999 και μια δεύτερη αποστολή πραγματοποιήθηκε από τις 19 έως τις 23 Νοεμβρίου 2001 για τον αντίστοιχο έλεγχο των περιόδων 1999/2000 και 2000/2001.

    217      Η Επιτροπή απέστειλε τις παρατηρήσεις της ένα έτος μετά την πρώτη αποστολή έρευνας, με επιστολή της 31ης Οκτωβρίου 2000. Στην επιστολή αυτή διατυπώνονταν διάφορες παρατηρήσεις και συστάσεις δευτερεύουσας σημασίας που δημιούργησαν την εντύπωση ότι ο έλεγχος στον τομέα του βαμβακιού ήταν επαρκής και ότι δεν ετίθετο θέμα δημοσιονομικής διόρθωσης. Με την επιστολή αυτή, η Επιτροπή αναφέρεται στη θέσπιση μιας σειράς σημαντικών ρυθμίσεων και δηλώνει ότι η μη εφαρμογή των διατάξεων του [ολοκληρωμένου συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου (στο εξής: ΟΣΔΕ)] δεν έχει απαραίτητα άμεσες επιπτώσεις στις κοινοτικές ενισχύσεις.

    218      Περισσότερο από ένα έτος μετά, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ελληνική Δημοκρατία ότι επρόκειτο να πραγματοποιηθεί νέα αποστολή ελέγχου από τις 19 έως τις 23 Νοεμβρίου 2001. Ταυτοχρόνως, η Επιτροπή τής απέστειλε την επιστολή της 12ης Νοεμβρίου 2001, η οποία δεν είχε καμία σχέση με την έρευνα του 1999, αλλά αναφερόταν σε έλεγχο που είχε διενεργήσει το Ελεγκτικό Συνέδριο.

    219      Η Ελληνική Δημοκρατία παραδέχεται ότι δεν απάντησε στην επιστολή της Επιτροπής της 31ης Οκτωβρίου 2000 πριν από την αποστολή της δεύτερης επιστολής της Επιτροπής, τονίζει όμως ότι η από 14 Ιανουαρίου 2002 επιστολή της αναφέρεται στις προγενέστερες επιστολές της Επιτροπής της 31ης Οκτωβρίου 2000 και της 12ης Νοεμβρίου 2001. Η επιστολή της Επιτροπής της 4ης Φεβρουαρίου 2002 παραθέτει μόνο τις διαπιστώσεις που προέκυψαν από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε από 19 έως 23 Νοεμβρίου 2001. Ο ΟΠΕΚΕΠΕ [οργανισμός πληρωμών και ελέγχου κοινοτικών ενισχύσεων προσανατολισμού και εγγυήσεων] απάντησε με επιστολή της 30ής Απριλίου 2002.

    220      Στη συνέχεια, η Επιτροπή απέστειλε την επιστολή της 2ας Σεπτεμβρίου 2004, καλώντας την Ελληνική Δημοκρατία σε διμερή σύσκεψη για τις περιόδους εμπορίας 1997/1998 έως 2000/2001 και για τον έλεγχο που είχε διενεργήσει το Ελεγκτικό Συνέδριο. Η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία τα πρακτικά της σύσκεψης αυτής στις 30 Νοεμβρίου 2004. Η Ελληνική Δημοκρατία διατύπωσε τις παρατηρήσεις της με επιστολή της 31ης Ιανουαρίου 2005. Η Επιτροπή ανακοίνωσε επισήμως τα συμπεράσματά της όσον αφορά τις περιόδους αυτές με επιστολή της 21ης Σεπτεμβρίου 2005.

    221      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, υπάρχει, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου [...] καθώς και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, τουλάχιστον όσον αφορά τις περιόδους εμπορίας 1997/1998 και 1998/1999. Την άποψη αυτή συμμερίζεται και το όργανο συμβιβασμού. Έστω και αν ένα κράτος μέλος παραλείπει να απαντήσει σε επιστολή της Επιτροπής, η τελευταία οφείλει να προχωρήσει την προβλεπόμενη διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει, ισχύουν η έννοια του “εύλογου χρόνου” και η αρχή της ασφάλειας δικαίου».

    15      Το Πρωτοδικείο απέρριψε τον ως άνω λόγο ακυρώσεως, μεταξύ άλλων με το ακόλουθο αιτιολογικό:

    «227      Όσον αφορά την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, δικαίωμα επίκλησης της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας, έχει κάθε ιδιώτης που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η κοινοτική διοίκηση, με το να του παράσχει ακριβείς διαβεβαιώσεις, του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 2003, T‑273/01, Innova Privat-Akademie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1093, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 18ης Ιανουαρίου 2006, T‑107/03, Regione Marche κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 129).

    228      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή παρέσχε στην Ελληνική Δημοκρατία τη διαβεβαίωση ότι δεν θα εφάρμοζε δημοσιονομικές διορθώσεις για τις περιόδους 1997/1998 έως 2000/2001. Η Ελληνική Δημοκρατία, προς στήριξη του ισχυρισμού της, παραπέμπει σε επιστολή της Επιτροπής της 31ης Οκτωβρίου 2000. Στο πρώτο μέρος του παραρτήματος της επιστολής αυτής, η Επιτροπή αναφέρει ότι έχει θεσπιστεί μια σειρά σημαντικών ρυθμίσεων όσον αφορά τη διενέργεια ελέγχων. Ωστόσο, κάνει λόγο για προβλήματα όσον αφορά το ΟΣΔΕ. Στο δεύτερο μέρος του παραρτήματος αυτού, η Επιτροπή εκθέτει, μεταξύ άλλων, παρατηρήσεις και συστάσεις όσον αφορά τους διασταυρούμενους ελέγχους με το ΟΣΔΕ και τους επιτόπιους ελέγχους. Όσον αφορά τους διασταυρούμενους ελέγχους που είχαν αποκαλύψει ότι περίπου 1 000 αγροτεμάχια είχαν δηλωθεί δύο φορές, η Επιτροπή διαπιστώνει προβλήματα επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων αρμόδιων ελληνικών αρχών. Επιπλέον, στο εισαγωγικό μέρος της επιστολής, η Επιτροπή αναφέρει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν συμμορφώθηκε πλήρως προς τις απαιτήσεις των κανονισμών [(ΕΚ)] 1554/95 [του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1995, για τον καθορισμό των γενικών κανόνων του καθεστώτος ενίσχυσης στο βαμβάκι και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2169/81 (ΕΕ L 148, σ. 48)] και 1201/89. Εξάλλου, η Επιτροπή αναφέρει την πιθανότητα επιβολής δημοσιονομικών διορθώσεων. Συνεπώς, η επιστολή της 31ης Οκτωβρίου 2000 δεν μπορεί να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της Ελληνικής Δημοκρατίας ως προς τη μη εφαρμογή δημοσιονομικών διορθώσεων για τις περιόδους 1997/1998 και 1998/1999.

    229      Το χρονικό διάστημα μεταξύ της επιστολής της 31ης Οκτωβρίου 2000 και της πρόσκλησης σε διμερή σύσκεψη, την οποία απέστειλε η Επιτροπή στις 2 Σεπτεμβρίου 2004, δεν είναι ικανό, αυτό καθαυτό, να δημιουργήσει βάσιμη προσδοκία και, συνεπώς, δεν υπήρξε εν προκειμένω παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Και τούτο ιδίως λαμβανομένων υπόψη της επιστολής της Επιτροπής της 12ης Νοεμβρίου 2001, που αφορά το οικονομικό έτος 2000 στον τομέα του βαμβακιού, και της έρευνας που διεξήγαγε η Επιτροπή στον ίδιο τομέα από τις 19 έως τις 23 Νοεμβρίου 2001 για τις περιόδους 1999/2000 και 2000/2001. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95 […], η Επιτροπή μπορεί να αποκλείσει, μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των διορθωτικών μέτρων, τις δαπάνες που δεν αναλήφθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες. Συνεπώς, η επιστολή της 12ης Νοεμβρίου 2001 και η έρευνα που διεξήχθη τον Νοέμβριο του 2001 δεν είναι άσχετες προς τις διαπιστώσεις της Επιτροπής για τις περιόδους 1997/1998 και 1998/1999, τις οποίες εκθέτει η τελευταία με την επιστολή της 31ης Οκτωβρίου 2000.

    230      Όσον αφορά την αρχή της ασφάλειας δικαίου, πρέπει να παρατηρηθεί, καταρχάς, ότι η νομοθεσία που εφαρμόζεται στην κατ’ αντιμωλία διαδικασία, ιδίως το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/199 και το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95 […], δεν προβλέπει ιδιαίτερη προθεσμία που να πρέπει να τηρήσει η Επιτροπή. Η 24μηνη προθεσμία την οποία προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 4, πέμπτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1258/1999 αφορά την περίοδο την οποία μπορεί να αφορά τυχόν άρνηση χρηματοδότησης των δαπανών.

    231      Πρέπει, ωστόσο, να υπομνησθεί ότι, βάσει γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου, η Επιτροπή οφείλει να τηρεί, στο πλαίσιο των διοικητικών της διαδικασιών, εύλογη προθεσμία (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑196/01, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑3987, σκέψη 229).

    232      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας εκτιμάται σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υπόθεσης και, ιδίως, σε σχέση με το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια, το περίπλοκο της υπόθεσης καθώς και τη σημασία της για τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη (απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, T‑182/96, Partex κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑2673, σκέψη 177, και προμνησθείσα στη σκέψη 23[1] απόφαση Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά Επιτροπής, σκέψη 230).

    233      Εν προκειμένω, η Επιτροπή διεξήγαγε έρευνα για τις περιόδους 1997/1998 και 1998/1999 από τις 8 έως τις 12 Νοεμβρίου 1999 και ανακοίνωσε τα αποτελέσματα των εξακριβώσεών της στις 31 Οκτωβρίου 2000. Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε με επιστολή της 14ης Ιανουαρίου 2002. Η έρευνα για τις περιόδους 1999/2000 και 2000/2001 διεξήχθη από τις 19 έως τις 23 Νοεμβρίου 2001, η δε επιστολή με τα αποτελέσματα των εξακριβώσεων απεστάλη στις 4 Φεβρουαρίου 2002. Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε με επιστολή της 30ής Απριλίου 2002. Στη συνέχεια, η Επιτροπή συνένωσε τις δύο έρευνες και κάλεσε την Ελληνική Δημοκρατία σε διμερή σύσκεψη στις 2 Σεπτεμβρίου 2004. Η Επιτροπή ανακοίνωσε επισήμως τα συμπεράσματά της στις 21 Σεπτεμβρίου 2005. Η τελική θέση της Επιτροπής κοινοποιήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία στις 17 Ιουλίου 2006. Συνεπώς, εν προκειμένω, η κατ’ αντιμωλία διαδικασία υπήρξε αναμφισβήτητα ιδιαίτερα μακρά.

    234      Η διαπίστωση αυτή πρέπει, ωστόσο, να σχετικοποιηθεί λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου της διαδικασίας εκκαθάρισης των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ.

    235      Όπως προκύπτει, ιδίως, από την αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού 1258/1999, οι έλεγχοι συμφωνίας και οι προκύπτουσες αποφάσεις για την εκκαθάριση λογαριασμών δεν συνδέονται πλέον με την εκτέλεση του προϋπολογισμού ενός συγκεκριμένου οικονομικού έτους. Έτσι, οι πληρωμές της Επιτροπής προς τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της χρηματοδότησης του ΕΓΤΠΕ συνεχίζονται ανεξάρτητα από την εκκαθάριση των λογαριασμών.

    236      Οι κανονισμοί 1663/95 και 1258/1999 δεν καθορίζουν συγκεκριμένη χρονική διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης των λογαριασμών. Ωστόσο, προς διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου, το άρθρο 7, παράγραφος 4, πέμπτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1258/1999 καθορίζει το ανώτατο χρονικό διάστημα που μπορεί να αφορά η άρνηση χρηματοδότησης κατόπιν αυτών των ελέγχων συμφωνίας.

    237      Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 1258/1999, η ευθύνη για τον έλεγχο των δαπανών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, ανήκει, καταρχήν, στα κράτη μέλη, είναι δε ουσιώδες να υπάρχει ουσιαστική και πλήρης διαφάνεια και αμοιβαία βοήθεια μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής. Στο πλαίσιο αυτό, στην Ελληνική Δημοκρατία εναπόκειται επίσης να διασφαλίζει την απρόσκοπτη διεξαγωγή της διαδικασίας εκκαθάρισης των λογαριασμών. Όμως, η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε στην επιστολή της Επιτροπής της 31ης Οκτωβρίου 2000 μόλις στις 14 Ιανουαρίου 2002, γεγονός που μπορούσε να καθυστερήσει τον έλεγχο της Επιτροπής, και τούτο παρότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95 προβλέπει προθεσμία δύο μηνών για την απάντηση του κράτους μέλους. Η Επιτροπή είχε, άλλωστε, επισημάνει αυτή την προθεσμία των δύο μηνών με την επιστολή της και είχε επίσης ζητήσει από την Ελληνική Δημοκρατία πρόσθετα στοιχεία όσον αφορά τους διασταυρούμενους ελέγχους με το ΟΣΔΕ για τον Νομό Φθιώτιδας. Αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την Ελληνική Δημοκρατία, από την επιστολή της Επιτροπής δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε την πρόθεση να μη δώσει συνέχεια στις εξακριβώσεις της. Είναι μεν αληθές ότι, όπως υποστήριξε η Ελληνική Δημοκρατία, η διαδικασία δεν αναστέλλεται όταν δεν υπάρχει απάντηση εκ μέρους του κράτους μέλους, η συνέχιση, ωστόσο, της διαδικασίας εξαρτάται και από τις πληροφορίες που παρέχει το κράτος μέλος. Συνεπώς, η καθυστέρηση της Επιτροπή κατά την εξέταση της υπό κρίση υπόθεσης πρέπει να καταλογιστεί, μέχρις ορισμένου βαθμού, στην Ελληνική Δημοκρατία, η οποία δεν συνεργάστηκε, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, με την απαιτούμενη επιμέλεια με την Επιτροπή.

    238      Όσον αφορά το ένα περίπου έτος που παρήλθε από την έρευνα που διεξήχθη από τις 8 έως τις 12 Νοεμβρίου 1999 έως την επιστολή της 31ης Οκτωβρίου 2000, που αφορούσε τα αποτελέσματα των εξακριβώσεων, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι χρονικό διάστημα ενάμισι έτους μεταξύ των ελέγχων της Επιτροπής και της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων των ελέγχων δεν είναι ικανό να οδηγήσει σε ακύρωση της [επίδικης] αποφάσεως (απόφαση της 22ας Απριλίου 1999, C‑28/94, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑1973, σκέψεις 67 και 73 έως 76).

    239      Όσον αφορά το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την απάντηση της Ελληνικής Δημοκρατίας της 14ης Ιανουαρίου 2002 έως την πρόσκληση σε διμερή σύσκεψη, την οποία η Επιτροπή απέστειλε στις 2 Σεπτεμβρίου 2004, πρέπει να ληφθεί υπόψη το ότι οι δύο έρευνες που αφορούσαν τις περιόδους 1997/1998 έως 2000/2001 περιλαμβάνονταν στην ημερήσια διάταξη της σύσκεψης αυτής. Όμως, η απάντηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στις διαπιστώσεις της Επιτροπής όσον αφορά τις περιόδους 1999/2000 και 2000/2001 χρονολογείται από τις 30 Απριλίου 2002. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή, με την επιστολή της 12ης Νοεμβρίου 2001, περιέλαβε στην εξέτασή της τους ελέγχους που πραγματοποίησε το Ελεγκτικό Συνέδριο επίσης όσον αφορά το οικονομικό έτος 2000 και ότι οργάνωσε τη διμερή σύσκεψη όχι μόνο για τις έρευνες στον τομέα του βαμβακιού, αλλά και τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στον τομέα του βοείου κρέατος.

    240      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνησθεί ότι η υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας, έστω και αν αποδειχθεί, δεν δικαιολογεί οπωσδήποτε την ακύρωση της [επίδικης] αποφάσεως (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 231 απόφαση Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά Επιτροπής, σκέψη 233, και προμνησθείσα στη σκέψη 227 απόφαση Regione Marche κατά Επιτροπής, σκέψη 142). Πράγματι, κατά την κατ’ αντιμωλία διαδικασία, το κράτος μέλος πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, να απολαύει όλων των εγγυήσεων που του διασφαλίζουν τη δυνατότητα ανάπτυξης της άποψής του (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Ιανουαρίου 1998, C‑61/95, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑207, σκέψη 39, και της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C‑245/97, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑11261, σκέψη 47). Η υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο ακύρωσης απόφασης σχετικής με την εκκαθάριση των λογαριασμών παρά μόνον όταν αποδεικνύεται ότι έθιξε τις εγγυήσεις αυτές. Εκτός από την ειδική αυτή περίπτωση, η μη τήρηση της υποχρέωσης έκδοσης της απόφασης εντός εύλογου χρόνου δεν επηρεάζει το κύρος της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψη 122, και της 18ης Ιουνίου 2008, T‑410/03, Hoechst κατά Επιτροπής [Συλλογή 2008, σ. II‑881], σκέψη 227). Όμως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν υποστήριξε ότι εμποδίστηκε εξ αιτίας της διάρκειας της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας να εκθέσει την άποψή της.

    241      Όσον αφορά την […] απόφαση της 21ης Μαρτίου 2002, [C‑130/99], Ισπανία κατά Επιτροπής, [Συλλογή 2002, σ. I‑3005], την οποία επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία, η απόφαση αυτή αφορά τη μη τήρηση της 24μηνης προθεσμίας του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70 [...] και, συνεπώς, δεν έχει σχέση με την υπό κρίση υπόθεση.»

     Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

    16      Με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να ακυρώσει εν μέρει την επίδικη απόφαση και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    17      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα.

     Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    18      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως σχετικούς με τη διόρθωση η οποία εφαρμόστηκε στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν στον τομέα του βαμβακιού.

     Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής της ασφάλειας δικαίου λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας εκκαθαρίσεως

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    19      Η αναιρεσείουσα μέμφεται το Πρωτοδικείο για το ότι δεν δέχθηκε ότι συνέτρεχε παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, μολονότι αναγνώρισε ότι η διάρκεια της διαδικασίας εκκαθαρίσεως ήταν ιδιαιτέρως μακρά, δεδομένου ότι αυτή ξεκίνησε στις 9 Νοεμβρίου 1999 με μια αρχική έρευνα και δεν ολοκληρώθηκε παρά με τη δημοσίευση της επίδικης αποφάσεως στις 15 Δεκεμβρίου 2006.

    20      Η παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου αποδεικνύεται κατά μείζονα λόγο από τις παλινωδίες και τις αμφιταλαντεύσεις της Επιτροπής καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Πράγματι, η έκθεση που καταρτίστηκε σχεδόν ένα έτος μετά τη λήξη της πρώτης έρευνας, η οποία αφορούσε τις περιόδους 1997/1998 και 1998/1999, περιείχε θετικές αξιολογήσεις ως προς τους διεξαχθέντες ελέγχους και δεν προμήνυε την εφαρμογή δημοσιονομικών διορθώσεων. Μόνο σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο της δεύτερης εκθέσεως της 4ης Δεκεμβρίου 2002, η οποία εξέθετε τα πορίσματα της έρευνας που διενεργήθηκε από τις 19 έως τις 23 Νοεμβρίου 2001 και αφορούσε τις περιόδους 1999/2000 και 2000/2001, κάλεσε η Επιτροπή την αναιρεσείουσα, με επιστολή της 2ας Απριλίου 2004, σε συζήτηση για το καθεστώς της ενισχύσεως στο βαμβάκι όσον αφορά τις περιόδους εμπορίας 1997/1998 έως 2000/2001. Τελικά, η Επιτροπή ανακοίνωσε μόλις με την από 21 Σεπτεμβρίου 2005 επιστολή την τελική της θέση περί επιβολής διορθώσεως 2 % για τις περιόδους εμπορίας 1998/1999, 1999/2000 και 2000/2001. Η αναιρεσείουσα προσθέτει ότι το όργανο συμβιβασμού, στο οποίο εν τω μεταξύ είχε προσφύγει, εκτίμησε ότι η μακρά διάρκεια της διαδικασίας συνιστούσε παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και κάλεσε, ματαίως, την Επιτροπή να επανεξετάσει τη θέση της σχετικά με τη διόρθωση που αφορούσε την περίοδο 2000/2001.

    21      Εν συντομία, η συμπεριφορά αυτή της Επιτροπής παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι η διαδικασία υπήρξε αδικαιολόγητα μακρόχρονη και ότι, τουλάχιστον μέχρι το 2004, οι ενέργειες της Επιτροπής δημιουργούσαν την πεποίθηση ότι, τουλάχιστον για τις περιόδους 1997/1998 και 1998/1999, καμία δημοσιονομική διόρθωση δεν θα επιβαλλόταν.

    22      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ακόμη ότι η επιχειρηματολογία του Πρωτοδικείου, προκειμένου να δικαιολογηθεί, βάσει του πλαισίου της διαδικασίας εκκαθαρίσεως, η μακρά διάρκεια αυτής, βασίζεται, και κατά τα τρία της σκέλη, σε εσφαλμένη ερμηνεία της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

    23      Πρώτον, μολονότι η εφαρμοστέα νομοθεσία της Ένωσης δεν καθορίζει προθεσμία όσον αφορά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, τούτο δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή δύναται να παρατείνει τη διαδικασία αυτή πέραν ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος χωρίς να παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Άλλωστε, η Επιτροπή έχει αυτοδεσμευθεί ότι η διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών δεν θα υπερβαίνει τις 645 ημέρες. Εν προκειμένω όμως διήρκεσε περισσότερο από 2 160 ημέρες.

    24      Στα ανωτέρω η Επιτροπή αντιτείνει ότι το Πρωτοδικείο έλεγξε επισταμένως κατά πόσον ήταν εύλογη η διάρκεια της διαδικασίας εκκαθαρίσεως, βάσει των ιδιαιτέρων περιστάσεων της υποθέσεως, της πολυπλοκότητάς της, της σημασίας της για τα ενδιαφερόμενα μέρη και των διαφόρων διαδικαστικών σταδίων. Προσθέτει ότι η διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών δεν μπορεί να περατωθεί πριν αποκλεισθεί ο κίνδυνος για το ΕΓΤΠΕ. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδέχεται ή να απορρίπτει δαπάνες με μόνο κριτήριο τη φερόμενη ως υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας, ούτε μπορεί νομίμως να δεσμευθεί ότι θα τηρήσει την προθεσμία των 645 ημερών, πράγμα το οποίο, άλλωστε, δεν έκανε.

    25      Δεύτερον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, μολονότι η καλή συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής είναι απαραίτητη, δεδομένου ότι φέρουν από κοινού την ευθύνη για τον έλεγχο των δαπανών του ΕΓΤΠΕ, δεν αποτελεί δικαιολογία το γεγονός ότι δεν απάντησε παρά στις 14 Ιανουαρίου 2002 στην επιστολή της Επιτροπής της 31ης Οκτωβρίου 2000 που γνωστοποιούσε τα αποτελέσματα της πρώτης έρευνας. Η έλλειψη απαντήσεως δεν μπορεί να αναστείλει την πορεία της διαδικασίας, διαφορετικά η έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους κράτους μέλους θα επέτρεπε να αναβάλλεται επ’ αόριστον η επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων.

    26      Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι, μολονότι η παράλειψη του κράτους μέλους να απαντήσει δεν αναστέλλει τη διαδικασία, εντούτοις η συνέχιση της διαδικασίας εξαρτάται και από τις πληροφορίες που παρέχει το κράτος μέλος, καθόσον μάλιστα, όσο η Επιτροπή δεν έχει στη διάθεσή της τα απαραίτητα στοιχεία που θα της επιτρέψουν να εκτιμήσει τον κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ, δεν μπορεί να περατώσει τη διαδικασία εκκαθαρίσεως.

    27      Τρίτον, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί τη συλλογιστική που αναπτύσσει το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 238 έως 241 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως προς κάθε σημείο της. Μολονότι αναγνωρίζει ότι το χρονικό διάστημα του ενός και ημίσεος έτους που παρήλθε μεταξύ των ελέγχων της Επιτροπής και της ανακοινώσεως των αποτελεσμάτων δεν μπορεί να δικαιολογήσει, αυτό καθεαυτό, την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, εντούτοις επικρίνει τη διάρκεια της όλης διαδικασίας, η οποία κατέληξε στην επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων τον Δεκέμβριο του 2006 για τις δαπάνες που αφορούσαν την περίοδο 1997/1998. Εξάλλου, το γεγονός ότι αμφότερες οι έρευνες που διεξήχθησαν στον τομέα του βαμβακιού περιλαμβάνονταν στην ημερήσια διάταξη της διμερούς συσκέψεως δεν δικαιολογεί τον χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της απαντήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας στις 14 Ιανουαρίου 2002 και της προσκλήσεως που της απηύθυνε η Επιτροπή στις 2 Σεπτεμβρίου 2004 να συμμετάσχει στην εν λόγω σύσκεψη. Επιπλέον, αντιθέτως προς την εκτίμηση του Πρωτοδικείου, η υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας δικαιολογεί, εν προκειμένω, την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, δεδομένου ότι το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της ελεγχθείσας περιόδου 1997/1998 και της επιβολής, μετά από δέκα σχεδόν έτη, δημοσιονομικής διορθώσεως δημιουργούσε την πεποίθηση ότι δεν θα ελάμβανε χώρα τέτοια διόρθωση. Τέλος, η αναιρεσείουσα επαναλαμβάνει ότι η μη τήρηση της 24μηνης προθεσμίας, η οποία άρχεται από της ανακοινώσεως των αποτελεσμάτων της έρευνας της Επιτροπής και η οποία έχει καταστεί υποχρεωτική όσον αφορά την επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων με το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70, έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

    28      Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι το Πρωτοδικείο προέβη στη διεξοδική εξέταση όλων των σταδίων της διαδικασίας προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον ήταν εύλογη η διάρκειά της. Εν πάση περιπτώσει, η υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για την ακύρωση αποφάσεως σχετικής με την εκκαθάριση των λογαριασμών παρά μόνον όταν δεν έχουν τηρηθεί οι εγγυήσεις που διασφαλίζουν τη δυνατότητα του κράτους μέλους να αναπτύξει την άποψή του στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας, πράγμα το οποίο δεν ισχυρίστηκε η αναιρεσείουσα. Εξάλλου, αυτή δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη περί της μη υπάρξεως λόγων επιβολής διορθώσεως για τις συγκεκριμένες περιόδους, εφόσον δεν υπήρχαν διαβεβαιώσεις εκ μέρους της Επιτροπής ότι δεν θα ελάμβαναν χώρα δημοσιονομικές διορθώσεις. Τέλος, το άρθρο 7, παράγραφος 4, πέμπτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1258/1999, που καθορίζει το ανώτατο χρονικό διάστημα (ήτοι 24 μήνες πριν την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων) προ του οποίου δεν χωρεί άρνηση χρηματοδοτήσεως δαπανών, έχει ως σκοπό να οριοθετήσει χρονικά τις δαπάνες που μπορούν να γίνουν αντικείμενο της διορθώσεως. Η διάταξη αυτή δεν μπορεί επομένως λογικά να αποτελέσει κριτήριο για το εύλογο της διάρκειας της κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας, σκοπός της οποίας είναι η εκτίμηση της νομιμότητας των δαπανών αυτών.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    29      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως μπορεί να διαιρεθεί σε δύο σκέλη.

    30      Όσον αφορά, πρώτον, την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας περί αντιφάσεως μεταξύ της διαπιστώσεως του Πρωτοδικείου ότι η διάρκεια της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών ήταν ιδιαιτέρως μακρά και του γεγονότος ότι δεν δέχθηκε ότι συντρέχει παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι οι κανονισμοί 1663/95 και 1258/1999 δεν καθορίζουν συγκεκριμένη χρονική διάρκεια της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών.

    31      Όσον αφορά την προβαλλόμενη αυτοδέσμευση της Επιτροπής ότι η διάρκεια της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών δεν θα υπερβαίνει τις 645 ημέρες, πρόκειται για ισχυρισμό επί της ουσίας ο οποίος προτάθηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου και πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Πράγματι, η αναιρετική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε βάσει των ισχυρισμών που συζητήθηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, C‑266/05 P, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑1233, σκέψη 95).

    32      Πρέπει εντούτοις να υπομνησθεί ότι, βάσει γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης, η Επιτροπή οφείλει να τηρεί, στο πλαίσιο των διοικητικών της διαδικασιών, εύλογη προθεσμία (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψη 179).

    33      Ωστόσο, το εύλογο της προθεσμίας δεν μπορεί να εξετάζεται σε συνάρτηση με συγκεκριμένο ανώτατο όριο, προσδιοριζόμενο κατά τρόπο αφηρημένο (βλ., επ’ αυτού, προπαρατεθείσα απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 192).

    34      Αποτελεί πράγματι πάγια νομολογία ότι ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας εκτιμάται σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως και, ειδικότερα, σε σχέση με τα συμφέροντα του ενδιαφερομένου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος και των αρμοδίων αρχών (βλ., επ’ αυτού, προπαρατεθείσα απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 187· βλ. επίσης, όσον αφορά την ένδικη διαδικασία ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑120/06 P και C‑121/06 P, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑6513, σκέψη 212).

    35      Συνεπώς, δεν αρκεί το γεγονός ότι, κατόπιν μιας πρώτης εξετάσεως, προκύπτει ότι η επίμαχη περίοδος έχει υπερβολικά μακρά διάρκεια σε σχέση με τη συγκεκριμένη διαδικασία. Πρέπει ακόμη να εξακριβωθεί μήπως τυχόν η διάρκεια αυτή δικαιολογείται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως (βλ., επ’ αυτού, προπαρατεθείσα απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 193).

    36      Πρέπει ακόμη να διευκρινιστεί ότι, προς τον σκοπό αυτόν, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει και εκτιμά απολύτως ελεύθερα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, υπό την επιφύλαξη τυχόν παραμορφώσεως αυτών, εν συνεχεία δε, υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου, προβαίνει στον νομικό χαρακτηρισμό τους υπό το πρίσμα της αρχής της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας (βλ., επ’ αυτού, προπαρατεθείσα απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 194).

    37      Διαπιστώνεται όμως ότι το Πρωτοδικείο, αφού επισήμανε, στη σκέψη 233 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την ιδιαιτέρως μακρά διάρκεια της διαδικασίας εκκαθαρίσεως, έλεγξε επισταμένως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 234 έως 239 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά πόσον ήταν εύλογη η διάρκεια της διαδικασίας εκκαθαρίσεως, βάσει των κριτηρίων εκτιμήσεως που υπομνήσθηκαν ανωτέρω και τα οποία ανάγονται στις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως.

    38      Το Πρωτοδικείο επισήμανε ειδικότερα, στη σκέψη 237 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα απάντησε στην επιστολή της Επιτροπής της 31ης Οκτωβρίου 2000 μόλις στις 14 Ιανουαρίου 2002, παρά το γεγονός ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95 προβλέπει προθεσμία δύο μηνών για την απάντηση του κράτους μέλους, συνήγαγε δε εξ αυτού ότι η καθυστέρηση της Επιτροπής κατά την εξέταση της υπό κρίση υποθέσεως οφειλόταν, μέχρις ορισμένου βαθμού, στο γεγονός ότι η αναιρεσείουσα δεν συνεργάστηκε με όλη την απαιτούμενη επιμέλεια, δεδομένου ότι, μολονότι η διαδικασία δεν αναστέλλεται για τον λόγο ότι δεν υπάρχει απάντηση εκ μέρους του κράτους μέλους, η συνέχισή της εξαρτάται και από τις πληροφορίες που αυτό παρέχει.

    39      Το Πρωτοδικείο παρατήρησε ακόμη, στη σκέψη 238 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι είναι ανεκτό ένα χρονικό διάστημα ενάμισι έτους μεταξύ της έρευνας της Επιτροπής και της ανακοινώσεως των αποτελεσμάτων της, πράγμα που ρητώς αναγνωρίστηκε από την αναιρεσείουσα στο πλαίσιο της αναιρέσεώς της.

    40      Τέλος, στη σκέψη 239 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δικαιολόγησε το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την απάντηση της Ελληνικής Δημοκρατίας της 14ης Ιανουαρίου 2002 έως την πρόσκληση σε διμερή σύσκεψη, την οποία η Επιτροπή απέστειλε στις 2 Σεπτεμβρίου 2004, με βάση ιδίως το ότι οι δύο έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στον τομέα του βαμβακιού περιλαμβάνονταν στην ημερήσια διάταξη της εν λόγω συσκέψεως και ότι αυτή αφορούσε όχι μόνο τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στον εν λόγω τομέα, αλλά και τις έρευνες στον τομέα του βοείου κρέατος.

    41      Υπό το πρίσμα όλων των ως άνω διαπιστώσεων και εκτιμήσεων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο ότι δεν παραβιάστηκε η αρχή της ασφάλειας δικαίου, έκφραση της οποίας αποτελεί η αρχή της εύλογης διάρκειας των διοικητικών διαδικασιών.

    42      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα περί μη τηρήσεως της 24μηνης προθεσμίας η οποία άρχεται από της ανακοινώσεως των αποτελεσμάτων της έρευνας και η οποία επιβάλλεται πλέον από το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1258/99, που αντικατέστησε τον κανονισμό 729/70. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, με την προθεσμία αυτή δεν επιβάλλεται καταληκτική ημερομηνία όσον αφορά την επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων, αλλά προβλέπεται ότι η άρνηση χρηματοδοτήσεως δεν μπορεί να αφορά δαπάνες προγενέστερες του τελευταίου 24μήνου πριν από τη γραπτή ανακοίνωση από την Επιτροπή, στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, των αποτελεσμάτων των εξακριβώσεων που διενήργησε.

    43      Πρέπει επομένως να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αφορά αντίφαση μεταξύ της διαπιστώσεως του Πρωτοδικείου ότι η διάρκεια της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών ήταν ιδιαιτέρως μακρά και του γεγονότος ότι δεν δέχθηκε ότι συνέτρεχε παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

    44      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι τόσο η διάρκεια της διαδικασίας όσο και οι θέσεις που υιοθέτησε η Επιτροπή διαρκούσης της διαδικασίας δημιούργησαν σε αυτήν τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι δεν θα της επιβάλλονταν δημοσιονομικές διορθώσεις.

    45      Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι δικαίωμα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει κάθε πρόσωπο στο οποίο θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες λόγω συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων που του έδωσε (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2007, C‑167/06 P, Κομνηνού κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 63, καθώς και της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑519/07 P, Επιτροπή κατά Koninklijke FrieslandCampina, Συλλογή 2009, σ. I‑8495, σκέψη 84). Αντιθέτως, ουδείς δύναται να επικαλεσθεί παραβίαση της αρχής αυτής ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων εκ μέρους θεσμικού οργάνου της Ένωσης (βλ., ιδίως, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, C‑182/03 και C‑217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5479, σκέψη 147).

    46      Επομένως, ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων εκ μέρους της Επιτροπής, η διάρκεια διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών δεν μπορεί να δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες ότι δεν θα επιβληθούν δημοσιονομικές διορθώσεις στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

    47      Σε ό,τι αφορά τις τοποθετήσεις της Επιτροπής, στη σκέψη 228 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι, στην από 31 Οκτωβρίου 2000 επιστολή της, η Επιτροπή αναφέρθηκε στη θέσπιση σειράς σημαντικών ρυθμίσεων όσον αφορά τη διενέργεια ελέγχων, κάνοντας όμως λόγο για προβλήματα όσον αφορά το ΟΣΔΕ, ότι η Επιτροπή διαπίστωσε προβλήματα επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων αρμόδιων ελληνικών αρχών, δεδομένου ότι από διασταυρούμενους ελέγχους αποκαλύφθηκε ότι περίπου 1 000 αγροτεμάχια είχαν δηλωθεί δύο φορές, ότι η Επιτροπή ανέφερε ακόμη ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε συμμορφωθεί πλήρως προς τις απαιτήσεις των κανονισμών 1554/95 και 1201/89 και, τέλος, ότι έκανε μνεία της πιθανότητας επιβολής δημοσιονομικών διορθώσεων.

    48      Όπως όμως προκύπτει από τα άρθρα 256 ΣΛΕΕ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται στα νομικά ζητήματα. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ουσιαστική ανακρίβεια των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας που του υποβλήθηκαν, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, η εν λόγω εκτίμηση δεν αποτελεί, εκτός από την περίπτωση παραμορφώσεως του περιεχομένου των στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου, νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθεαυτό, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ., ιδίως, διάταξη της 5ης Φεβρουαρίου 2010, C‑80/09 P, Mergel κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    49      Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν αμφισβήτησε ούτε την αλήθεια των ως άνω πραγματικών περιστατικών ούτε ισχυρίστηκε ότι παραμορφώθηκαν κατά την εκτίμησή τους, η διαπίστωση και η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που διενήργησε το Πρωτοδικείο πρέπει να θεωρηθεί ως οριστική.

    50      Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω διαπιστώσεων και εκτιμήσεων, το Πρωτοδικείο δεν προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό καθόσον εκτίμησε ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε στην αναιρεσείουσα τη διαβεβαίωση ότι δεν θα εφάρμοζε δημοσιονομικές διορθώσεις.

    51      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, κατά το οποίο τόσο η διάρκεια της διαδικασίας όσο και οι θέσεις που υιοθέτησε η Επιτροπή διαρκούσης αυτής δημιούργησαν στην αναιρεσείουσα τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι δεν θα της επιβάλλονταν δημοσιονομικές διορθώσεις.

    52      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

     Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη και αντιφατική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά το ελάχιστο ποσοστό ελέγχων

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    53      Η αναιρεσείουσα υπενθυμίζει, συναφώς, ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ως εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1201/89 το γεγονός ότι η Επιτροπή απαίτησε την πραγματοποίηση ελέγχων του 5 % των δηλώσεων σε κάθε νομό και στήριξε τη δημοσιονομική διόρθωση μεταξύ άλλων στη μη τήρηση του ελάχιστου ποσοστού ελέγχου στον Νομό Καρδίτσας κατά την περίοδο 1999/2000. Μολονότι το Πρωτοδικείο εκτίμησε ότι όφειλε κατά συνέπεια να δεχθεί τον ως άνω λόγο ακυρώσεως, εντούτοις δεν ακύρωσε, κατά τούτο, την επίδικη απόφαση, δεδομένου ότι η μη τήρηση του ποσοστού ελέγχου του 5 % των δηλώσεων στον Νομό Καρδίτσας δεν αποτελούσε παρά δευτερεύοντα λόγο, ενώ οι ελλείψεις όσον αφορά το περιβάλλον ελέγχου των εκτάσεων που είχαν σπαρθεί με βαμβάκι και η καθυστερημένη διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων ήταν οι κύριοι λόγοι για την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως.

    54      Επιπλέον, το Πρωτοδικείο περιέλαβε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αντιφατική αιτιολογία, υπενθυμίζοντας σημεία της συνοπτικής εκθέσεως της Επιτροπής στα οποία αναφερόταν ότι η δημοσιονομική διόρθωση στηρίχθηκε στη δέσμη των τριών ελλείψεων και άλλα σημεία όπου δηλωνόταν ότι η μη τήρηση του ελάχιστου ποσοστού ελέγχων δεν αποτέλεσε παρά δευτερεύοντα λόγο.

    55      Τέλος, κατά γενική αρχή του δικαίου, ακόμη και μια μη αναγκαία αιτιολογία πρέπει να είναι ορθή και βάσιμη, διότι μπορεί να επηρεάσει τον σχηματισμό και την εκφορά της τελικής κρίσεως του αποφασίζοντος οργάνου.

    56      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι, καθόσον το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η μη τήρηση του ποσοστού ελέγχου του 5 % των δηλώσεων στον Νομό Καρδίτσας δεν αποτελούσε απαραίτητο στοιχείο για τη δικαιολόγηση της επιβληθείσας δημοσιονομικής διορθώσεως, ορθώς συμπέρανε ότι το έρεισμα της ως άνω δημοσιονομικής διορθώσεως δεν θιγόταν από την αναγνώριση του βασίμου του λόγου ακυρώσεως σχετικά με το ελάχιστο ποσοστό ελέγχου, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν μπόρεσε να αντικρούσει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής όσον αφορά τις κύριες ελλείψεις που είχαν παρατηρηθεί.

    57      Η Επιτροπή αντιτάσσει επίσης ότι το Πρωτοδικείο δεν διαπίστωσε ότι η επίδικη απόφαση περιείχε αντιφατική ή εσφαλμένη αιτιολογία όσον αφορά την εκτίμηση του ζητήματος κατά πόσον ήταν κύριες ή ήσσονος σημασίας οι ελλείψεις που δικαιολογούσαν τη διόρθωση στον τομέα του βαμβακιού.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    58      Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η αναιρεσείουσα μπορεί να διαιρεθεί σε τρία σκέλη.

    59      Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο επανέλαβε, στη σκέψη 212 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αντιφατική αιτιολογία που περιλαμβανόταν στη συνοπτική έκθεση, καθόσον σε αυτήν αναφερόταν, αφενός, ότι η δημοσιονομική διόρθωση στον τομέα του βαμβακιού στηρίχθηκε ταυτοχρόνως στις ελλείψεις όσον αφορά το περιβάλλον ελέγχου των εκτάσεων που είχαν σπαρθεί με βαμβάκι, στην καθυστερημένη διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων και στη μη επίτευξη του ποσοστού ελέγχου του 5 % των δηλώσεων στον Νομό Καρδίτσας και, αφετέρου, ότι η μη τήρηση του ελάχιστου ποσοστού ελέγχων αποτέλεσε δευτερεύοντα μόνο λόγο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν αποτελεί αντίφαση το να επισημαίνεται ταυτοχρόνως ότι δημοσιονομική διόρθωση στηρίχθηκε σε περισσότερες ελλείψεις στο πλαίσιο του ελέγχου, αλλά ότι ορισμένες εξ αυτών θεωρήθηκαν ως «κύριες ελλείψεις», ενώ μία θεωρήθηκε ως «στοιχείο ήσσονος σημασίας» από πλευράς αιτιολογήσεως της διορθώσεως.

    60      Το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως αφορά εσφαλμένη και αντιφατική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον έγινε δεκτός ο λόγος ακυρώσεως που αναγόταν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1201/89 λόγω του ότι η Επιτροπή απαίτησε την πραγματοποίηση ελέγχων του 5 % των δηλώσεων σε κάθε νομό, πλην όμως η επίδικη απόφαση δεν ακυρώθηκε, με το σκεπτικό ότι η μη τήρηση του ελάχιστου ποσοστού ελέγχου στον Νομό Καρδίτσας δεν αποτέλεσε ουσιώδες στοιχείο της επιβληθείσας διορθώσεως.

    61      Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι, κατά πάγια νομολογία, μια εσφαλμένη αιτιολογία δεν δικαιολογεί την ακύρωση της οικείας πράξεως εφόσον παρατίθεται ως εκ περισσού και υπάρχουν και άλλες αιτιολογίες που αρκούν για τη θεμελίωση της πράξεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 12ης Ιουλίου 1990, C‑169/84, COFAZ κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑3083, σκέψη 16, και, κατ’ αναλογία, απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1996, C‑294/95 P, Ojha κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑5863, σκέψη 52).

    62      Επομένως, ορθώς το Πρωτοδικείο επισήμανε την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον απαίτησε ποσοστό ελέγχου του 5 % των δηλώσεων σε κάθε νομό, και ορθώς έκρινε ότι, παρά ταύτα, δεν έπρεπε να ακυρώσει την επίδικη απόφαση, αφού είχε διαπιστώσει ότι η δημοσιονομική διόρθωση είχε στηριχθεί κυρίως στις ελλείψεις που αφορούσαν το περιβάλλον ελέγχου των εκτάσεων και στην καθυστερημένη διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων.

    63      Όσον αφορά, τρίτο και τελευταίο, το επιχείρημα που αντλείται από υποτιθέμενη γενική αρχή του δικαίου κατά την οποία ακόμη και μια μη αναγκαία αιτιολογία πρέπει να είναι ορθή και βάσιμη, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο, καθόσον τέτοια αρχή δεν υφίσταται.

    64      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

    65      Δεδομένου ότι κανένας από τους δύο λόγους που προέβαλε η αναιρεσείουσα προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως δεν έγινε δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    66      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα και ότι η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

    1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

    Top