Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CJ0218

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 2010.
SGS Belgium NV κατά Belgisch Interventie- en Restitutiebureau, Firme Derwa NV, Centraal Beheer Achmea NV και Firme Derwa NV, Centraal Beheer Achmea NV κατά SGS Belgium NV και Belgisch Interventie- en Restitutiebureau.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hof van beroep te Brussel - Βέλγιο.
Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως - Κανονισμός (ΕΟΚ) 3665/87- Επιστροφές λόγω εξαγωγής - Άρθρο 5, παράγραφος 3 - Προϋποθέσεις χορηγήσεως - Εξαίρεση - Έννοια "ανωτέρας βίας" - Προϊόντα που χάθηκαν κατά τη μεταφορά.
Υπόθεση C-218/09.

Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-02373

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2010:152

Υπόθεση C-218/09

SGS Belgium NV κ.λπ.

κατά

Belgisch Interventie- en Restitutiebureau κ.λπ.

(αίτηση του hof van beroep te Brussel για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως – Κανονισμός (ΕΟΚ) 3665/87 –Επιστροφές κατά την εξαγωγή – Άρθρο 5, παράγραφος 3 – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Εξαίρεση – Έννοια “ανωτέρας βίας” – Προϊόντα που χάθηκαν κατά τη μεταφορά»

Περίληψη της αποφάσεως

Γεωργία – Κοινή οργάνωση των αγορών – Επιστροφές κατά την εξαγωγή – Διαφοροποιημένη εξαγωγή

(Κανονισμός 3665/87 της Επιτροπής, άρθρο 5 § 3)

Το άρθρο 5, παράγραφος 3, του Κανονισμού 3665/87, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό 1384/95, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αλλοίωση που υπέστη κατά τη μεταφορά φορτίο βοείου κρέατος δεν συνιστά ανωτέρα βία κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 συνιστά εξαίρεση από το κανονικό σύστημα επιστροφών λόγω εξαγωγής και, κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς. Εφόσον η ύπαρξη ανωτέρας βίας αποτελεί προϋπόθεση sine qua non προκειμένου να ζητηθεί η καταβολή επιστροφής για τα εξαχθέντα εμπορεύματα που δεν διατέθηκαν προς κατανάλωση στην τρίτη χώρα εξαγωγής, έπεται ότι η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να παραμείνει περιορισμένος ο αριθμός των περιπτώσεων οι οποίες δύναται να τύχουν τέτοιας πληρωμής. Όμως, ο κίνδυνος μολύνσεως ελλοχεύει ιδιατέρως στην περίπτωση εξαγωγών βοείου κρέατος, κυρίως, εξαιτίας των χειρισμών με σκοπό τη φόρτωση και την εκφόρτωση μεταξύ των διαφόρων χρησιμοποιούμενων μέσων μεταφοράς, καθώς και εξαιτίας της μεταφοράς σε μεγάλες αποστάσεις. Επομένως, η επέλευση τέτοιας ζημίας μπορεί να θεωρηθεί ως εμπίπτουσα στον επιχειρηματικό κίνδυνο που είναι σύμφυτος με τέτοιες δραστηριότητες, ήτοι ως γεγονός που δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ούτε ως ασύνηθες στο πλαίσιο των προαναφερθεισών εμπορικών δραστηριοτήτων, αλλά ούτε ως απρόβλεπτο» για έναν συνετό και επιμελή έμπορο.

(βλ. σκέψεις 46, 48, 50, 52 και διατακτ.)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 18ης Μαρτίου 2010 (*)

«Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως – Κανονισμός (ΕΟΚ) 3665/87– Επιστροφές λόγω εξαγωγής – Άρθρο 5, παράγραφος 3 – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Εξαίρεση – Έννοια “ανωτέρας βίας” – Προϊόντα που χάθηκαν κατά τη μεταφορά»

Στην υπόθεση C‑218/09,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το hof van beroep te Brussel (Βέλγιο), με απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Ιουνίου 2009, στο πλαίσιο της δίκης

SGS Belgium NV

κατά

Belgisch Interventie- en Restitutiebureau,

Firme Derwa NV,

Centraal Beheer Achmea NV,

και

Firme Derwa NV,

Centraal Beheer Achmea NV,

κατά

SGS Belgium NV,

Belgisch Interventie- en Restitutiebureau,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.‑C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, C. Toader (εισηγήτρια), Κ. Schiemann, P. Kūris και L. Bay Larsen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: V. Trstenjak

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η SGS Belgium NV, εκπροσωπούμενη από την E. Storme, avocat,

–        η Firme Derwa NV, εκπροσωπούμενη από τις L. Misson και L. Wysen, avocats,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J.‑C. Halleux,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον B. Burggraaf, καθώς και εκπροσωπούμενη από τις Z. Maluskova και Ε. Τσερέπα-Lacombe,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 351, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1384/95 της Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 1995 (ΕΕ L 134, σ. 14, στο εξής: κανονισμός 3665/87).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφορών, σχετικά με την καταβληθείσα επιστροφή λόγω εξαγωγής για κρέας που έφθασε αλλοιωμένο στον προορισμό, πρώτον, μεταξύ, αφενός, της Firme Derwa NV (στο εξής: Firme Derwa), εταιρείας εξαγωγών, αφετέρου, του Belgisch Interventie- en Restitutiebureau (Βελγικού Οργανισμού παρεμβάσεως και επιστροφών, στο εξής: BIRB), της SGS Belgium NV (στο εξής: SGS Belgium), εταιρείας ειδικευμένης επί θεμάτων ελέγχου και εποπτείας, καθώς και της Centraal Beheer Achmea NV (στο εξής: Centraal Beheer Achmea), ασφαλιστικής εταιρείας, και δεύτερον, μεταξύ, αφενός, της Firme Derwa και της Centraal Beheer Achmea, αφετέρου, της SGS Belgium και του BIRB.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Ο κανονισμός 3665/87 προβλέπει τη δυνατότητα των επιχειρηματιών που εξάγουν βόειο κρέας εκτός του εδάφους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας να εισπράττουν επιστροφές λόγω εξαγωγής.

4        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87, «[…] η πληρωμή της επιστροφής εξαρτάται από την προσκόμιση της απόδειξης ότι τα προϊόντα για τα οποία έγινε αποδεκτή η διασάφηση εξαγωγής εγκατέλειψαν ως έχουν το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας το αργότερο σε προθεσμία 60 ημερών από την αποδοχή αυτή».

5        Το άρθρο 5 του κανονισμού 3665/87 ορίζει:

«1.      Η καταβολή της διαφοροποιημένης ή μη διαφοροποιημένης επιστροφής εξαρτάται όχι μόνο από το αν το προϊόν έχει εγκαταλείψει το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, αλλά επίσης, εκτός αν έχει χαθεί κατά τη μεταφορά λόγω ανωτέρας βίας, από το αν έχει εισαχθεί σε τρίτη χώρα και, κατά περίπτωση, σε δεδομένη τρίτη χώρα μέσα στους δώδεκα μήνες που έπονται της ημερομηνίας αποδοχής της διασάφησης εξαγωγής:

[…]

Ωστόσο, μπορούν να παραχωρηθούν συμπληρωματικές προθεσμίες υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 47.

[…]

Εξάλλου, οι αρμόδιες υπηρεσίες των κρατών μελών μπορούν να ζητήσουν συμπληρωματικές αποδείξεις που καταδεικνύουν, προς ικανοποίηση των αρμοδίων αρχών, ότι το προϊόν έχει πράγματι διατεθεί ως έχει στην αγορά της τρίτης χώρας εισαγωγής.

[…]

3.      Όταν το προϊόν, αφού εγκαταλείψει το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, χαθεί κατά τη μεταφορά λόγω ανωτέρας βίας,

–        σε περίπτωση διαφοροποιημένης επιστροφής, πληρώνεται το ποσό του μέρους της επιστροφής που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20,

–        σε περίπτωση μη διαφοροποιημένης επιστροφής, πληρώνεται το συνολικό ποσό της επιστροφής.»

6        Το άρθρο 13 του κανονισμού 3665/87 ορίζει ότι «[κ]αμία επιστροφή δεν χορηγείται όταν τα προϊόντα δεν είναι ποιότητας υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη και, αν τα προϊόντα αυτά προορίζονται για ανθρώπινη διατροφή, όταν η χρησιμοποίησή τους γι’ αυτόν το σκοπό αποκλείεται ή μειώνεται αισθητά λόγω των χαρακτηριστικών ή της καταστάσεώς τους».

7        Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, προϊόν θεωρείται ότι έχει εισαχθεί όταν διεκπεραιωθούν οι τελωνειακές διατυπώσεις για τη θέση του προς κατανάλωση στις τρίτες χώρες.

8        Το άρθρο 18 του κανονισμού 3665/87 ορίζει:

«1.      Ως αποδεικτικό στοιχείο της διεκπεραιώσεως των τελωνειακών διατυπώσεων που αφορούν τη διάθεση στην κατανάλωση κατ’ επιλογή του εξαγωγέα προσκομίζεται ένα από τα παρακάτω έγγραφα:

α)      τελωνειακό έγγραφο ή αντίγραφο αυτού ή φωτοαντίγραφο, […]

β)      βεβαίωση εκφόρτωσης και θέσεως στην κατανάλωση που συντάσσεται από εταιρεία η οποία έχει ειδικευτεί σε διεθνές επίπεδο σε θέματα ελέγχου και εποπτείας και έχει αναγνωρισθεί από ένα κράτος μέλος. [...]

2.      Αν ο εξαγωγέας δεν μπορεί να λάβει το έγγραφο που επέλεξε σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχεία α΄ και β΄, αφού έκανε τα κατάλληλα διαβήματα για να λάβει το έγγραφο αυτό ή, στην περίπτωση που αμφισβητείται η αυθεντικότητα του εγγράφου που προσκομίστηκε, η απόδειξη της διεκπεραίωσης των τελωνειακών διατυπώσεων διάθεσης στην κατανάλωση θεωρείται ότι παρέχεται με την υποβολή ενός ή περισσοτέρων από τα ακόλουθα έγγραφα:

[…].

γ)      βεβαίωση εκφόρτωσης που συντάσσεται από εταιρεία που έχει ειδικευτεί σε διεθνές επίπεδο σε θέματα ελέγχου και εποπτείας και έχει εγκριθεί από ένα κράτος μέλος η οποία πιστοποιεί, επιπλέον, ότι το προϊόν έχει εγκαταλείψει τη λιμενική ζώνη ή ότι, απ’ όσα γνωρίζει, το προϊόν δεν φορτώθηκε διαδοχικά προκειμένου να επανεξαχθεί,

[…]».

9        Το άρθρο 20 του κανονισμού 3665/87 ορίζει:

«1.      Κατά παρέκκλιση του άρθρου 16 και με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 5, το μέρος της επιστροφής πληρώνεται αμέσως μετά την προσκόμιση της αποδείξεως ότι το προϊόν έχει εγκαταλείψει το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.

[…]

2.      Το μέρος της επιστροφής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ισούται με το ποσό της επιστροφής που θα λάβει ο εξαγωγέας σε περίπτωση κατά την οποία το προϊόν του θα φθάσει σε προορισμό για τον οποίο έχει καθορισθεί το χαμηλότερο ποσοστό επιστροφής. Σε περίπτωση μη καθορισμού ποσοστού, εφαρμόζεται το χαμηλότερο ποσοστό επιστροφής.

[…]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10      Το 1996, η Firme Derwa εξήγαγε φορτίο βοείου κρέατος στον Λίβανο. Στις 24 Ιουνίου 1996, η σχετική διασάφηση εξαγωγής έγινε δεκτή από τις τελωνειακές αρχές. Στις 19 Ιουλίου 1996, ο BIRB κατέβαλε στην Firme Derwa 1 301 696 βελγικά φράγκα (BEF) (ήτοι 32 268,20 ευρώ) ως προκαταβολή επιστροφής λόγω εξαγωγής.

11      Στις 9 Ιουλίου 1996, το εν λόγω φορτίο κρέατος έφθασε στη Βηρυτό, όπου, σύμφωνα με την τελωνειακή ρύθμιση, οι κτηνιατρικές υπηρεσίες προέβησαν σε δειγματοληψία για τη διεξαγωγή ελέγχου. Στα δείγματα εντοπίσθηκε ένα βακτήριο. Κατόπιν τούτου, ολόκληρο το φορτίο κρίθηκε ακατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση, δεν έγινε δεκτό από τον παραλήπτη και στη συνέχεια καταστράφηκε.

12      Για να αποκτήσει οριστικό δικαίωμα επί της επιστροφής, η Firme Derwa έπρεπε να αποδείξει, εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία έγινε δεκτή η διασάφηση εξαγωγής, ότι το εν λόγω φορτίο εισήχθη ως είχε στον Λίβανο. Στις 3 Ιουνίου 1997, η Firme Derwa ζήτησε από τον BIRB πρόσθετη προθεσμία για να προσκομίσει τα αποδεικτικά έγγραφα.

13      Δεδομένου ότι η Firme Derwa δεν διέθετε το απαιτούμενο έγγραφο, η Centraal Beheer Achmea, ενεργώντας ως ασφαλιστής του επίμαχου στην κύρια δίκη εμπορεύματος, ζήτησε στις 14 Απριλίου 1997 από την SGS Belgium να έλθει σε επαφή με τους ανταποκριτές της στη Βηρυτό με σκοπό την έκδοση πιστοποιητικού κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 3665/87. Στις 17 Ιουνίου 1997, η SGS Liban απάντησε μέσω τηλεομοιοτυπίας στην SGS Belgium ότι το εν λόγω εμπόρευμα δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο δηλώσεως διαθέσεως προς κατανάλωση.

14      Εντούτοις, στις 19 Ιουλίου 1997, η SGS Belgium επιβεβαίωσε ότι το προαναφερθέν εμπόρευμα είχε αποδεσμευθεί από το λιβανέζικο τελωνείο προκειμένου να διατεθεί προς κατανάλωση.

15      Κατά συνέπεια, στις 8 Οκτωβρίου 1997 ο BIRB ελευθέρωσε την εγγύηση που είχε συστήσει η Firme Derwa. Εντούτοις, δεδομένου ότι η Firme Derwa προσκόμισε εκπρόθεσμα την απόδειξη της εισαγωγής του εν λόγω εμπορεύματος προκειμένου να διατεθεί αυτό προς κατανάλωση στον Λίβανο, όφειλε να επιστρέψει μέρος της καταβληθείσας επιστροφής λόγω εξαγωγής.

16      Κατόπιν έρευνας που διεξήχθη κατά την περίοδο μεταξύ των ετών 1998 και 1999, η Διεύθυνση Οικονομικής Επιθεωρήσεως του βελγικού Υπουργείου Οικονομικών ανακάλυψε στους επαγγελματικούς χώρους της SGS Belgium την τηλεομοιοτυπία που απέστειλε η SGS Libanon στις 17 Ιουνίου 1997, με την οποία αντικρουόταν η επιβεβαίωση περί θέσεως προς κατανάλωση του εξαχθέντος κρέατος.

17      Στις 21 Απριλίου 1999, ο BIRB κοινοποίησε το πόρισμα της έρευνας αυτής στην SGS Belgium.

18      Την 1η Φεβρουαρίου 2001, ο BIRB γνωστοποίησε στην SGS Belgium ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού 3665/87, ήρετο το δικαίωμα λήψεως επιστροφής, προσαυξάνονταν τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά κατά 15 %, λόγω της πληρωμής προκαταβολής, επιβαλλόταν χρηματική κύρωση ίση με το 200 % λόγω εκ προθέσεως κοινοποιήσεως εσφαλμένων στοιχείων και έπρεπε να καταβληθούν τόκοι από 8ης Οκτωβρίου 1997, ήτοι από την ημερομηνία ελευθερώσεως της τραπεζικής εγγυήσεως. Το συνολικό ποσό που απαιτούσε ο BIRB ανήρχετο, κατά τα ανωτέρω, στα 3 829 628 BEF (ήτοι 94 934 ευρώ).

19      Στις 11 Απριλίου 2001, ο BIRB άσκησε αγωγή κατά της SGS Belgium για την καταβολή του ποσού των 3 829 628 BEF, πλέον τόκων υπερημερίας και νομίμων τόκων.

20      Στις 21 Σεπτεμβρίου 2001, η SGS Belgium προσεπικάλεσε την Firme Derwa, καθώς και τη Centraal Beheer Achmea ως δικονομικούς εγγυητές.

21      Στις 8 Αυγούστου 2002, η Firme Derwa και η Centraal Beheer Achmea άσκησαν αγωγή κατά του BIRB.

22      Στις 11 Απριλίου 2003, το rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen (Πρωτοδικείο Αμβέρσας) έκρινε ότι αποδεικνυόταν άνευ ετέρου ότι δεν τηρήθηκαν οι τελωνειακές διατυπώσεις για τη θέση προς κατανάλωση του επίμαχου στην κύρια δίκη κρέατος, οπότε δεν τηρήθηκαν ούτε οι προϋποθέσεις για την καταβολή διαφοροποιημένης επιστροφής. Κατά συνέπεια, το rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen υποχρέωσε την SGS Belgium να καταβάλει στον BIRB το ποσό των 3 829 628 BEF πλέον τόκων υπερημερίας και νομίμων τόκων.

23      Με την ίδια απόφαση, η Firme Derwa και η Centraal Beheer Achmea υποχρεώθηκαν, ως δικονομικοί εγγυητές, να καταβάλουν εις ολόκληρον το σύνολο του ποσού που υποχρεώθηκε να καταβάλει η SGS Belgium, η δε αγωγή τους κηρύχθηκε αβάσιμη.

24      Επιληφθέν κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, το hof van beroep te Antwerpen (Εφετείο Αμβέρσας) έκρινε, με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2004, ότι δεν εδύνατο να προσαφθεί άδικη συμπεριφορά στην SGS Belgium, δεδομένου ότι η βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 3665/87 καταρτισθείσα δήλωση της 19ης Ιουλίου 1997 περιείχε πράγματι ένα σφάλμα εκ παραδρομής και μπορούσε να ισχύσει ως βεβαίωση εκφορτώσεως κατά το άρθρο 18, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 3665/87, γεγονός που παρείχε στη Firme Derwa δικαίωμα για τη λήψη επιστροφής λόγω εξαγωγής.

25      Κατά το hof van beroep te Antwerpen, εντεύθεν προκύπτει ότι η επιστροφή λόγω εξαγωγής δεν καταβλήθηκε παρανόμως στη Firme Derwa και ότι, κατά συνέπεια, η SGS Belgium ουδόλως διέπραξε ούτε είχε συμμετοχή σε κάποια παρανομία που να έβλαψε τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή τους προϋπολογισμούς που αυτές διαχειρίζονται.

26      Ο BIRB υπέβαλε αίτηση αναιρέσεως της εν λόγω αποφάσεως.

27      Στις 16 Μαρτίου 2007, το Hof van Cassatie (Ανώτατο Ακυρωτικό) έκρινε ότι μία βεβαίωση εκφορτώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 3665/87, αποτελεί σαφώς μαχητή απόδειξη ως προς το ότι τα εμπορεύματα έφθασαν πράγματι στην αγορά της χώρας προορισμού και διατέθηκαν εκεί στο εμπόριο. Κατά το Hof van Cassatie, το hof van beroep te Antwerpen πεπλανημένως έκρινε ότι, εφόσον υπάρχει βεβαίωση εκφορτώσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση διαφοροποιημένης επιστροφής, ως εάν η βεβαίωση αυτή αποτελεί αμάχητο τεκμήριο. Κατά συνέπεια, το Hof van Cassatie αναίρεσε την απόφαση του hof van beroep te Antwerpen της 21ης Δεκεμβρίου 2004 και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Hof van beroep te Brussel (Εφετείο Βρυξελλών).

28      Ενώπιον του ως άνω εφετείου, η SGS Belgium ισχυρίστηκε ότι, κατά το χρονικό σημείο της εξαγωγής, το επίμαχο στην κύρια δίκη εμπόρευμα βρισκόταν σε καλή εμπορική κατάσταση και ήταν κατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το εμπόρευμα αυτό χάθηκε κατά τη διάρκεια της μεταφοράς λόγω ανωτέρας βίας, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87.

29      Ο BIRB κατήγγειλε την αλλαγή θέσεως της SGS Belgium, η οποία υποστήριζε από την αρχή της διαδικασίας ότι το εν λόγω εμπόρευμα εισήχθη πράγματι στον Λίβανο και διατέθηκε προς κατανάλωση. Σε κάθε περίπτωση, ο BIRB ισχυρίστηκε ότι το χρησιμοποιούμενο στην διάταξη αυτή ρήμα «χάνομαι», δεν μπορεί να σημαίνει «αλλοιώνομαι». Προκειμένου να μπορεί ο εξαγωγέας να υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87, πρέπει να έχει χαθεί το ίδιο το εμπόρευμα, δηλαδή να έχει ο εξαγωγέας απωλέσει την κατοχή του, γεγονός που συνεπάγεται ότι δεν κατέστη δυνατόν να φθάσει το εμπόρευμα στον προορισμό του.

30      Το hof van beroep te Brussel παραδέχεται ότι η μεταβολή της θέσεως της SGS Belgium ενέχει αντίφαση. Εντούτοις, κατά το δικαστήριο αυτό, το ως άνω γεγονός δεν εμποδίζει τον εν λόγω εξαγωγέα να προβάλει περίπτωση ανωτέρας βίας.

31      Το ως άνω δικαστήριο κρίνει ότι, σύμφωνα με έκθεση της ασφαλιστικής εταιρείας Lloyds, την οποία προσκόμισε η Centraal Beheer Achmea, το επίμαχο στην κύρια δίκη κρέας μεταφέρθηκε καταλλήλως συσκευασμένο εντός ψυχόμενου εμπορευματοκιβωτίου, η δε χρήση ενός τέτοιου εμπορευματοκιβωτίου είχε ακριβώς ως σκοπό να αποτραπεί η αλλοίωση του κρέατος. Η θερμοκρασία του εν λόγω εμπορεύματος διατηρήθηκε κατά την μεταφορά προσηκόντως σε 0° C. Τέλος, από την προαναφερθείσα έκθεση προκύπτει, επίσης, ότι το προαναφερθέν εμπόρευμα βρισκόταν σε καλή εμπορική κατάσταση και ήταν κατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση κατά το χρονικό σημείο της εξαγωγής, και ότι, αντιθέτως, είχε ήδη αλλοιωθεί κατά την άφιξή του στη Βηρυτό.

32      Υπό τις συνθήκες αυτές το hof van beroep te Brussel αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει ο όρος “ανωτέρα βία” που περιλαμβάνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 […] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κατ’ αρχήν συνιστά ανωτέρα βία η αλλοίωση βοείου κρέατος κατά τη μεταφορά του με την κατάλληλη συσκευασία μέσα σε εμπορευματοκιβώτιο με ψυκτικό μηχανισμό χάρη στον οποίο τηρείται σταθερή η απαιτούμενη θερμοκρασία;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

 Υποβληθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου παρατηρήσεις

33      Η SGS Belgium και η Firme Derwa υποστηρίζουν ότι πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα. Πράγματι, παρότι στην ολλανδική έκδοση του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 χρησιμοποιείται ο όρος «verloren», η έννοια της «απώλειας» στη διάταξη αυτή καλύπτει εξίσου και την «αλλοίωση», όπως προκύπτει και από άλλες γλωσσικές εκδόσεις της προαναφερθείσας διατάξεως. Έτσι, στην αγγλική και τη γαλλική έκδοση αναγράφονται αντιστοίχως οι όροι «perished» και «péri», και όχι οι όροι «lost» ή «perdues». Επιπλέον, το άρθρο 114 του προσαρτήματος I της Συμβάσεως περί κοινού καθεστώτος διαμετακόμισης, που συνήφθη στις 20 Μαΐου 1987 μεταξύ της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, της Δημοκρατίας της Ισλανδίας, του Βασιλείου της Νορβηγίας, του Βασιλείου της Σουηδίας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ L 226, σ. 2), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 1/2000 της Μεικτής Επιτροπής ΕΚ-ΕΖΕΣ «Κοινή διαμετακόμιση», της 20ής Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ 2001, L 9, σ. 1), διευκρινίζει συναφώς ότι «ένα εμπόρευμα έχει ανεπανόρθωτα απολεσθεί, όταν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κανένα».

34      Η SGS Belgium υποστηρίζει ότι για τη μεταφορά του επίμαχου στην κύρια δίκη εμπορεύματος ελήφθησαν μέτρα προφυλάξεως που υπερέβαιναν τις κανονιστικές απαιτήσεις, ιδίως όσον αφορά την ψύξη του κρέατος σε σταθερή θερμοκρασία. Η εμφάνιση ενός βακτηρίου συνιστά επομένως απρόβλεπτο γεγονός και, συναφώς, η δυνατότητα ασφαλιστικής καλύψεως αυτού του είδους της ζημίας δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση έναν τέτοιο ισχυρισμό.

35      Η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προτείνουν να δοθεί στο υποβληθέν ερώτημα η απάντηση ότι τέτοια αλλοίωση του εμπορεύματος δεν συνιστά, καταρχήν, ανωτέρα βία, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87. Περίπτωση ανωτέρας βίας συντρέχει μόνον όταν η αιτία και οι περιστάσεις της αλλοιώσεως είναι γνωστές και όταν η αλλοίωση αυτή συνιστά ασυνήθη και απρόβλεπτη περίσταση, μη οφειλόμενη στον εξαγωγέα, και της οποίας οι επιπτώσεις επήλθαν παρά την εκ μέρους του εξαγωγέα λήψη κάθε δυνατής προφυλάξεως.

36      Η Επιτροπή προσθέτει ότι ο κίνδυνος εμφανίσεως βακτηριακής μολύνσεως είναι, κατά κάποιο τρόπο, εγγενής στον εμπορικό κίνδυνο που ελλοχεύει στο πλαίσιο εξαγωγών αλλοιώσιμων προϊόντων. Επομένως, βακτηριακή μόλυνση δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί ως συνιστώσα ασύνηθες και απρόβλεπτο γεγονός για τον εξαγωγέα. Διαφορετικό συμπέρασμα θα μπορούσε να συναχθεί μόνον εφόσον συντρέχουν επιπρόσθετες και εξαιρετικές περιστάσεις. Ως προς τούτο, όμως, η Επιτροπή δεν διέθετε παρά λίγες μόνον πραγματικές πληροφορίες ώστε να είναι σε θέση να λάβει απόφαση στην παρούσα υπόθεση. Καταρχάς, προβάλλει, κυρίως, την απουσία ενδείξεων όσον αφορά την καταλληλότητα και τη γενική κατάσταση του εμπορευματοκιβωτίου που χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά. Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι μεταξύ της ημερομηνίας αποδοχής της διασάφησης εξαγωγής και του εντοπισμού του βακτηρίου παρήλθαν δεκαέξι ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων είναι άγνωστο τι συνέβη πράγματι. Τέλος, κατά την Επιτροπή, η ύπαρξη ή μη ασφάλειας ή συμβατικής ρήτρας σχετικής με την αλλοίωση του κρέατος θα μπορούσε να αποδειχθεί χρήσιμη για τον σκοπό της αναλύσεως.

37      Όσον αφορά τα μέτρα που έλαβε ο εξαγωγέας στην υπόθεση της κύριας δίκης, η Βελγική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι από την έκθεση που κατήρτησε στη Βηρυτό η ασφαλιστική εταιρεία Lloyds προκύπτει ότι η διαπιστωθείσα βακτηριακή μόλυνση οφείλετο ενδεχομένως σε διακοπή της ψυκτικής αλυσίδας κατά την αποθήκευση του κρέατος. Τέλος, δεδομένου ότι δεν διαπιστώθηκε πράγματι η αληθινή αιτία της αλλοιώσεως του επίμαχου στην κύρια δίκη εμπορεύματος, δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο εξαγωγέας έλαβε όλα τα δυνατά μέτρα προφυλάξεως προκειμένου να αποτρέψει την αλλοίωση αυτή. Κατά την κυβέρνηση, είναι πιθανό να σημειώθηκε διακοπή της ψύξεως του επίμαχου στην κύρια δίκη βοείου κρέατος, είτε κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του, είτε κατόπιν της εκφορτώσεώς του στον λιμένα της Βηρυτού. Τέτοιο γεγονός συνιστά συνήθη και προβλέψιμη περίσταση, η οποία είναι ασφαλίσιμη και δυνητικώς αποτρέψιμη από τον εξαγωγέα και, επομένως, δεν συνιστά ανωτέρα βία.

 Απάντηση του Δικαστηρίου

38      Κατά πάγια νομολογία, το σύστημα των διαφοροποιημένων επιστροφών λόγω εξαγωγής έχει ως σκοπό να ανοίξει ή να διατηρήσει ανοικτές για τις κοινοτικές εξαγωγές τις αγορές των τρίτων χωρών τις οποίες αφορά, η δε διαφοροποίηση της επιστροφής οφείλεται ακριβώς στην επιθυμία να ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε αγοράς εισαγωγής στην οποία η Κοινότητα θέλει να διαδραματίσει κάποιο ρόλο (απόφαση της 9ης Αυγούστου 1994, C‑347/93, Boterlux, Συλλογή 1994, σ. I‑3933, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Από τη νομολογία αυτή απορρέει ότι το σύστημα διαφοροποιήσεως της Επιτροπής δεν θα είχε λόγο υπάρξεως αν η απλή εκφόρτωση του εμπορεύματος στην τρίτη χώρα αρκούσε για την παροχή δικαιώματος καταβολής επιστροφής με υψηλότερο συντελεστή (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Boterlux, σκέψη 19).

40      Για αυτόν τον λόγο το άρθρο 5, παράγραφος 1, εδάφιο πρώτο, του κανονισμού 3665/87 ορίζει ότι η καταβολή της επιστροφής εξαρτάται όχι μόνο από το αν το προϊόν έχει εγκαταλείψει το τελωνειακό έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και από το αν έχει εισαχθεί στην τρίτη χώρα για την οποία προοριζόταν. Συναφώς, το άρθρο 17, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού διευκρινίζει ότι προϊόν θεωρείται ότι έχει εισαχθεί όταν διεκπεραιωθούν οι τελωνειακές διατυπώσεις για τη θέση του προς κατανάλωση στις τρίτες χώρες.

41      Επιπλέον, κατά το άρθρο 13 του κανονισμού 3665/87, καμία επιστροφή δεν χορηγείται όταν τα προϊόντα δεν είναι ποιότητας υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη και, αν τα προϊόντα αυτά προορίζονται για ανθρώπινη διατροφή, όταν η χρησιμοποίησή τους γι’ αυτόν τον σκοπό αποκλείεται ή μειώνεται αισθητά λόγω των χαρακτηριστικών ή της καταστάσεώς τους.

42      Επομένως, όταν πρόκειται για διαφοροποιημένη επιστροφή, το άρθρο 20, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 3665/87 προβλέπει την καταβολή της βασικής επιστροφής, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το ισχύον κατά την ημέρα της εξαγωγής χαμηλότερο ποσό επιστροφής, εφόσον ο εξαγωγέας έχει αποδείξει ότι το προϊόν εγκατέλειψε το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας. Η πληρωμή του διαφοροποιημένου μέρους της επιστροφής εξαρτάται από τις πρόσθετες προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 17 και 18 του κανονισμού αυτού. Συγκεκριμένα, ο εξαγωγέας πρέπει να αποδείξει, εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία αποδοχής της διασαφήσεως, ότι το προϊόν εισήχθη στην τρίτη χώρα ή σε μία από τις τρίτες χώρες για την οποία προβλέπεται η επιστροφή, προσκομίζοντας τις αποδείξεις για την τήρηση των τελωνειακών διατυπώσεων για τη θέση σε κατανάλωση στη χώρα αυτή (βλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2009, C‑77/08, Dachsberger & Söhne, Συλλογή 2009, σ. I-2097, σκέψη 28).

43      Μολοταύτα, κατά παρέκκλιση, το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 ορίζει ότι η πληρωμή της επιστροφής διασφαλίζεται εντούτοις, όταν το προϊόν, αφού εγκαταλείψει το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, χαθεί κατά τη μεταφορά λόγω ανωτέρας βίας, οπότε και δεν καθίσταται δυνατή η διάθεσή του προς κατανάλωση στην τρίτη χώρα εξαγωγής.

44      Κατά πάγια νομολογία προκύπτει ότι η έννοια της «ανωτέρας βίας» πρέπει να νοείται, κατά τρόπο γενικό, ως καλύπτουσα ξένες προς τον επικαλούμενο την ανωτέρα βία περιστάσεις, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρά την επιδειχθείσα επιμέλεια (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1987, 145/85, Denkavit België, Συλλογή 1987, σ. 565, σκέψη 11 και της 5ης Οκτωβρίου 2006, C‑377/03, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2006, σ. I‑9733, σκέψη 95).

45      Όσον αφορά τις διατάξεις του κανονισμού 3665/87 σχετικά με την ανωτέρα βία, κατά παγία επίσης νομολογία, εφόσον η έννοια της ανωτέρας βίας δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο στους διαφόρους τομείς εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, η σημασία της πρέπει να καθορίζεται ανάλογα με το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου προορίζεται να παράγει τα αποτελέσματά της (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 7ης Δεκεμβρίου 1993, C‑12/92, Huygen κ.λπ., Συλλογή 1993, σ. I‑6381, σκέψη 30, καθώς και της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑263/97, First City Trading κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. I‑5537, σκέψη 41).

46      Συναφώς, διαπιστώνεται όμως ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 συνιστά εξαίρεση από το κανονικό σύστημα επιστροφών λόγω εξαγωγής και, κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς. Εφόσον η ύπαρξη ανωτέρας βίας αποτελεί προϋπόθεση sine qua non προκειμένου να ζητηθεί η καταβολή επιστροφής για τα εξαχθέντα εμπορεύματα που δεν διατέθηκαν προς κατανάλωση στην τρίτη χώρα εξαγωγής, έπεται ότι η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να παραμείνει περιορισμένος ο αριθμός των περιπτώσεων οι οποίες δύναται να τύχουν τέτοιας πληρωμής (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2008, C‑38/07 P, Heuschen & Schrouff Oriëntal Foods Trading κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑8599, σκέψη 60).

47      Γενικώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η εμφάνιση βακτηρίων σε παρτίδες βοείου κρέατος δεν συνιστά ασύνηθες φαινόμενο. Συγκεκριμένα, παρά την ύπαρξη αυστηρών υγειονομικών απαιτήσεων, όπως η προληπτική ιατρική αγωγή των βοοειδών, η ψύξη των κρεάτων και η ανιχνευσιμότητα, καθώς και η εκ μέρους των υγειονομικών αρχών εφαρμογή μέτρων ελέγχου και εποπτείας, συχνά παρτίδες κρέατος που διατίθεται στην αγορά στο έδαφος της Ένωσης ανακαλούνται από τα σημεία πωλήσεως εξαιτίας ανιχνεύσεως βακτηρίου.

48      Τέτοιος υγειονομικός κίνδυνος βακτηριακής μολύνσεως ελλοχεύει ιδίως στην περίπτωση εξαγωγών βοείου κρέατος δεδομένου ότι, πριν φτάσουν στον προορισμό τους, οι παρτίδες κρέατος ενδέχεται να διέλθουν από διαδικασία πολλών χειρισμών με σκοπό τη φόρτωση και την εκφόρτωσή τους μεταξύ των διαφόρων χρησιμοποιούμενων μέσων μεταφοράς. Επιπλέον, οι μεταφορές σε μεγάλες αποστάσεις, κυρίως διά θαλάσσης, ενδέχεται να συνεπάγονται σημαντικές διακυμάνσεις της εξωτερικής θερμοκρασίας και να θέτουν επομένως πρόσθετους τεχνικούς περιορισμούς για τα ψυκτικά υλικά που είναι απαραίτητα σε τέτοιες μεταφορές.

49      Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον ο επιχειρηματίας έδρασε καταλλήλως προκειμένου να αποτρέψει μία μόλυνση, απόκειται στον εθνικό δικαστή να διαπιστώσει τις ακριβείς συνθήκες μεταφοράς, αποθηκεύσεως και εκφορτώσεως του επίμαχου στην κύρια δίκη εμπορεύματος και να επαληθεύσει εάν, παρά τον έλεγχο στον οποίον προέβησαν οι υγειονομικές αρχές στο κράτος μέλος εξαγωγής, το βακτήριο ενδέχετο να υπήρχε ήδη κατά τη φόρτωση του εμπορεύματος αυτού. Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι, εφόσον η μεταφορά των κρεάτων με κατάλληλη συσκευασία και μέσα σε ψυχόμενο εμπορευματοκιβώτιο στο οποίο διατηρείτο σταθερή η απαιτούμενη θερμοκρασία δεν μπόρεσε να αποτρέψει την εμφάνιση και/ή την αναπαραγωγή του βακτηρίου, στην πραγματικότητα, είναι πιθανόν να βρισκόταν το βακτήριο αυτό στο φορτίο κρέατος ήδη κατά την αναχώρησή του από το έδαφος της Ένωσης, δηλαδή πριν τη μεταφορά του στην τρίτη χώρα, σε επίπεδο που είτε δεν εντοπίσθηκε είτε δεν κατέστη δυνατόν να εντοπισθεί από τις υγειονομικές αρχές του κράτους μέλους εξαγωγής.

50      Επομένως, η επέλευση τέτοιας ζημίας μπορεί να θεωρηθεί ως εμπίπτουσα στον επιχειρηματικό κίνδυνο που είναι σύμφυτος με τέτοιες δραστηριότητες, ήτοι ως γεγονός που δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ούτε ως «ασύνηθες» στο πλαίσιο των προαναφερθεισών εμπορικών δραστηριοτήτων, αλλά ούτε ως «απρόβλεπτο» για έναν συνετό και επιμελή έμπορο (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Ιουλίου 1968, 4/68, Schwarzwaldmilch, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 783).

51      Επιπλέον, όπως ορθώς επεσήμαναν η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, το γεγονός ότι η εμφάνιση βακτηριακής μολύνσεως σε εξαχθέντα φορτία δύναται, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, να καλύπτεται από ειδική ασφάλεια καταδεικνύει ότι τέτοιο περιστατικό δεν μπορεί να θεωρηθεί απρόβλεπτο στο πλαίσιο εξαγωγικών δραστηριοτήτων.

52      Συνεπώς, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αλλοίωση που υπέστη φορτίο βοείου κρέατος, υπό τις συνθήκες που περιγράφει το αιτούν δικαστήριο, δεν συνιστά ανωτέρα βία κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

53      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1384/95 της Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 1995, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αλλοίωση που υπέστη φορτίο βοείου κρέατος, υπό τις συνθήκες που περιγράφει το αιτούν δικαστήριο, δεν συνιστά ανωτέρα βία κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Top