EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CJ0045

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 12ης Οκτωβρίου 2010.
Gisela Rosenbladt κατά Oellerking Gebäudereinigungsges. mbH.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arbeitsgericht Hamburg - Γερμανία.
Οδηγία 2000/78/EΚ - Δυσμενείς διακρίσεις λόγω ηλικίας - Λύση συμβάσεως εργασίας λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως.
Υπόθεση C-45/09.

Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-09391

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2010:601

Υπόθεση C-45/09

Gisela Rosenbladt

κατά

Oellerking Gebäudereinigungsges. mbH

(αίτηση του Arbeitsgericht Hamburg για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Οδηγία 2000/78/EΚ – Δυσμενείς διακρίσεις λόγω ηλικίας – Λύση συμβάσεως εργασίας λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Νέα αίτηση σχετική με ζήτημα επί του οποίου έχει αποφανθεί το Δικαστήριο – Παραδεκτό

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

2.        Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 1)

3.        Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 1)

4.        Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρα 1 και 2)

1.        Το άρθρο 267 ΣΛΕΕ επιτρέπει πάντοτε στο εθνικό δικαστήριο, εάν το θεωρεί σκόπιμο, να υποβάλει εκ νέου στο Δικαστήριο ερωτήματα περί ερμηνείας. Επιπλέον, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει. Τούτο συμβαίνει όταν το αιτούν δικαστήριο εξετάζει εάν είναι συμβατή με την οδηγία 2000/78 εθνική ρύθμιση περιέχουσα ρήτρα περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας μισθωτών εργαζομένων που έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους εξαιτίας της ενάρξεως χορηγήσεως συντάξεως γήρατος. Επομένως, αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την οποία ζητείται να διευκρινιστεί εάν η εν λόγω ρήτρα συνιστά ενδεχομένως δυσμενή διάκριση είναι παραδεκτή.

(βλ. σκέψεις 31-32, 34-35)

2.        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι δεν είναι αντίθετο προς εθνική διάταξη δυνάμει της οποίας λογίζονται ως έγκυρες οι ρήτρες περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ενός μισθωτού, στον βαθμό που, αφενός, η εν λόγω διάταξη δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό σκοπό στους τομείς της πολιτικής απασχολήσεως και αγοράς εργασίας και, αφετέρου, τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Η χρήση της ως άνω δυνατότητας στο πλαίσιο συλλογικής συμβάσεως δεν εκφεύγει, αυτή καθεαυτήν, οποιουδήποτε δικαστικού ελέγχου, αλλά, σύμφωνα με όσα επιτάσσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, πρέπει, και αυτή, να αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση ενός θεμιτού σκοπού κατά τρόπο πρόσφορο και αναγκαίο.

Ειδικότερα, πρώτον, λαμβανομένου υπόψη του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο διαθέτουν τα κράτη μέλη για την επιλογή όχι μόνον ενός συγκεκριμένου σκοπού στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχολήσεως, αλλά και για τον καθορισμό των μέτρων μέσω των οποίων μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, οι εν λόγω ρήτρες δικαιολογούνται αντικειμενικά και λογικά δεδομένου ότι η λύση των συμβάσεων εργασίας των μισθωτών που έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ωφελεί άμεσα τους νεότερους εργαζομένους ευνοώντας την, ήδη δυσχερή λόγω της υψηλής ανεργίας, ένταξη στον επαγγελματικό στίβο και δεδομένου ότι τα δικαιώματα των αρχαιότερων εργαζομένων προστατεύονται επαρκώς. Ο μηχανισμός αυτός στηρίζεται στην εξισορρόπηση παραγόντων πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής, δημογραφικής και/ή δημοσιονομικής φύσεως και εξαρτάται από το εάν θα επιλεγεί να παραταθεί η διάρκεια της ενεργού απασχολήσεως των εργαζομένων ή αντιθέτως να προβλεφθεί πρόωρη συνταξιοδότησή τους.

Δεύτερον, ο μηχανισμός αυτός, ο οποίος είναι διακριτός από την απόλυση και την παραίτηση, έχει συμβατικό θεμέλιο. Παρέχεται έτσι η δυνατότητα όχι μόνο στους μισθωτούς και στους εργοδότες, μέσω ατομικών συμφωνιών, αλλά και στους κοινωνικούς εταίρους, μέσω συλλογικών συμβάσεων –άρα με μη αμελητέα ευελιξία−, να κάνουν χρήση του μηχανισμού κατά τρόπο ώστε να μπορεί να λαμβάνεται δεόντως υπόψη τόσο η γενική κατάσταση της σχετικής αγοράς εργασίας όσο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων θέσεων εργασίας. Δεδομένων των ανωτέρω στοιχείων, δεν είναι παράλογο οι αρχές κράτους μέλους να θεωρούν ότι μέτρο όπως αυτό με το οποίο επιτρέπεται η συνομολόγηση ρητρών περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως του μισθωτού είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη θεμιτών σκοπών της εθνικής πολιτικής εργασίας και απασχολήσεως.

(βλ. σκέψεις 41, 43-44, 49, 51, 53, διατακτ. 1)

3.        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει μέτρο όπως η ρήτρα περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας όσων μισθωτών συμπληρώνουν το καθοριζόμενο στα 65 έτη όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, η οποία προβλέπεται στη συλλογική σύμβαση γενικής ισχύος για τους μισθωτούς εργαζόμενους στον τομέα του βιομηχανικού καθαρισμού.

Ειδικότερα, πρώτον, η ρήτρα περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας, καθόσον εξασφαλίζει στους εργαζομένους σταθερή ως ένα βαθμό απασχόληση και, μακροπρόθεσμα, καθορισμένη ημερομηνία συνταξιοδοτήσεως και συγχρόνως παρέχει στους εργοδότες περισσότερη ευελιξία για τη διαχείριση του προσωπικού τους, αποτελεί το προϊόν σταθμίσεως μεταξύ αποκλινόντων, πλην όμως θεμιτών συμφερόντων και εντάσσεται εντός ενός περίπλοκου πλαισίου σχέσεων εργασίας, στενά συνδεδεμένο με πολιτικές επιλογές σε ζητήματα συντάξεων και απασχολήσεως.

Δεύτερον, δεδομένου ότι η εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους δεν απαγορεύει σε πρόσωπο που συμπληρώνει όριο ηλικίας, μετά την οποία δικαιούται τη χορήγηση συντάξεως βάσει δικαιωμάτων που έχει θεμελιώσει, να συνεχίσει την επαγγελματική του δραστηριότητα και, επιπλέον, δεδομένου ότι όσοι εργαζόμενοι βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση εξακολουθούν να προστατεύονται κατά των διακρίσεων λόγω ηλικίας, η αυτοδίκαιη λύση της συμβάσεως εργασίας δεν συνεπάγεται αυτομάτως τον εξαναγκασμό των ενδιαφερομένων να αποσυρθούν οριστικώς από την αγορά εργασίας. Επομένως, η εν λόγω νομοθεσία δεν καθιερώνει δεσμευτικό πλαίσιο για υποχρεωτική συνταξιοδότηση. Επιπλέον δεν απαγορεύει σε εργαζόμενο ο οποίος επιθυμεί, παραδείγματος χάριν για οικονομικούς λόγους, να εξακολουθήσει να ασκεί το επάγγελμά του να το πράττει μετά την ηλικία συνταξιοδοτήσεως ενώ δεν αφαιρεί την προστασία κατά των διακρίσεων λόγω ηλικίας από όσους μισθωτούς έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως αλλά επιθυμούν να παραμείνουν επαγγελματικώς ενεργοί και αναζητούν νέα εργασία. Με βάση τα στοιχεία αυτά, η εθνική νομοθεσία δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, λαμβανομένου υπόψη του ευρέως περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη και στους κοινωνικούς εταίρους στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της απασχολήσεως.

(βλ. σκέψεις 68, 74-77, διατακτ. 2)

4.        Τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν σε κράτος μέλος να κηρύξει γενικώς δεσμευτική μια συλλογική σύμβαση εργασίας στην οποία περιλαμβάνεται ρήτρα περί αυτοδίκαιης λύσεως της συμβάσεως εργασίας των μισθωτών που απασχολούνται στον τομέα του βιομηχανικού καθαρισμού, εφόσον η ρήτρα αυτή δεν στερεί τους υπαγόμενους στο πεδίο εφαρμογής της εργαζόμενους από την προστασία που τους παρέχεται με τις διατάξεις κατά των διακρίσεων λόγω ηλικίας.

Συγκεκριμένα, η οδηγία 2000/78 δεν ορίζει αυτή καθεαυτήν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να κηρύσσουν μια συλλογική σύμβαση γενικώς δεσμευτική, μολονότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν, με τα κατάλληλα νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα, ότι όλοι οι εργαζόμενοι μπορούν να τύχουν της προστασίας, σε όλο της το εύρος, που παρέχει η οδηγία 2000/78 κατά των διακρίσεων λόγω ηλικίας.

(βλ. σκέψεις 79-80, διατακτ. 3)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 12ης Οκτωβρίου 2010 (*)

«Οδηγία 2000/78/EΚ – Δυσμενείς διακρίσεις λόγω ηλικίας – Λύση συμβάσεως εργασίας λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως»

Στην υπόθεση C‑45/09,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Arbeitsgericht Hamburg (Γερμανία) με απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2009, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Φεβρουαρίου 2009, στο πλαίσιο της δίκης

Gisela Rosenbladt

κατά

Oellerking Gebäudereinigungsges. mbH,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, A. Tizzano, J. N. Cunha Rodrigues, K. Lenaerts, J.-C. Bonichot και A. Arabadjiev, προέδρους τμήματος, Γ. Αρέστη, A. Borg Barthet, M. Ilešič, J. Malenovský, L. Bay Larsen, P. Lindh (εισηγήτρια) και T. von Danwitz δικαστές,

γενική εισαγγελέας: V. Trstenjak

γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Φεβρουαρίου 2010,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η G. Rosenbladt, εκπροσωπούμενη από τον K. Bertelsmann, Rechtsanwalt,

–        η Oellerking Gebäudereinigungsges, mbH, εκπροσωπούμενη από τον P. Sonne, Rechtsanwalt,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Lumma και J. Möller,

–        η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Weis Fogh,

–        η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τον D. O’Hagan,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την I. Bruni, επικουρούμενη από την W. Ferrante, avvocato dello Stato,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την V. Jackson, επικουρούμενη από τον T. Ward, barrister,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Enegren και V. Kreuschitz,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 28ης Απριλίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ζητείται η ερμηνεία της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303, σ. 16).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της G. Rosenbladt και της Oellerking Gebäudereinigungsges. mbH (στο εξής: Oellerking) με αντικείμενο τους όρους υπό τους οποίους λύθηκε η σύμβαση εργασίας της πρώτης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Οι ρυθμίσεις του δικαίου της Ένωσης

3        Η εικοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2000/78 διαλαμβάνει τα εξής:

«Η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την πραγματοποίηση των στόχων που καθορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση και για την ενθάρρυνση της ποικιλομορφίας στην απασχόληση· εντούτοις, η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας μπορεί να δικαιολογείται υπό ορισμένες περιστάσεις και, συνεπώς, απαιτούνται ειδικές διατάξεις οι οποίες μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με την κατάσταση των κρατών μελών. Συνεπώς, ο διαχωρισμός μεταξύ της διαφορετικής μεταχείρισης που δικαιολογείται με βάση θεμιτούς στόχους των πολιτικών απασχόλησης, αγοράς εργασίας και επαγγελματικής κατάρτισης και των απαγορευμένων διακρίσεων είναι ουσιαστικής σημασίας.»

4        Κατά το άρθρο 1 αυτής, η οδηγία 2000/78 έχει ως σκοπό τη «θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»

5        Το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78, επιγραφόμενο «Η έννοια των διακρίσεων», ορίζει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)      συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,

β)      συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα, εκτός εάν:

i)      η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, ή

ii)      για τα πρόσωπα με κάποιο μειονέκτημα, ο εργοδότης ή κάθε πρόσωπο ή οργανισμός έναντι του οποίου ισχύει η παρούσα οδηγία υποχρεούται, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, να λάβει κατάλληλα μέτρα, ανταποκρινόμενα στην αρχή που θέτει το άρθρο 5, με σκοπό την εξάλειψη των μειονεκτημάτων που συνεπάγεται η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική.

[...]»

6        Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, με τίτλο «Δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας»:

«1.      Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

α)      την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους,

β)      τον καθορισμό ελάχιστων όρων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση,

γ)      τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση.

2.      Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένου και του καθορισμού για τα καθεστώτα αυτά διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζόμενους ή για ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου.»

7        Το άρθρο 16 της οδηγίας 2000/78, επιγραφόμενο «Συμμόρφωση», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να:

α)      καταργηθεί κάθε νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη αντιβαίνουσα στην αρχή της ίσης μεταχείρισης,

β)       κηρύσσονται ή μπορούν να κηρυχθούν άκυρες ή να τροποποιούνται οποιεσδήποτε διατάξεις αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης οι οποίες περιέχονται στις ατομικές ή συλλογικές συμβάσεις ή συμφωνίες, τους εσωτερικούς κανονισμούς των επιχειρήσεων, τα καταστατικά κερδοσκοπικών ή μη κερδοσκοπικών οργανώσεων και τα καταστατικά ανεξάρτητων επαγγελματικών οργανώσεων και συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και των εργοδοτών.»

 Οι εθνικές ρυθμίσεις

 Ο γενικός νόμος περί ίσης μεταχειρίσεως

8        Η οδηγία 2000/78 μεταφέρθηκε στη γερμανική έννομη τάξη με τον γενικό νόμο περί ίσης μεταχειρίσεως (Allgemeines Gleichbehandlungsgesetz) της 14ης Αυγούστου 2006 (BGBl. 2006 I, σ. 1897, στο εξής: AGG). Το άρθρο 1 του νόμου αυτού, το οποίο επιγράφεται «Σκοπός του νόμου», ορίζει τα εξής:

«Σκοπός του παρόντος νόμου είναι να αποτρέψει τη δημιουργία ή να εξασφαλίσει την εξάλειψη κάθε μειονεκτήματος λόγω φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, φύλου, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.»

9        Το άρθρο 2 του AGG, επιγραφόμενο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

«(1)  Δυνάμει του παρόντος νόμου, απαγορεύονται δυσμενείς διακρίσεις για έναν από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 1 όσον αφορά:

[…]

2.       τις συνθήκες απασχολήσεως και εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των αποδοχών και των όρων απολύσεως, ιδίως όσες περιλαμβάνονται στις συλλογικές και τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, και τα μέτρα που λαμβάνονται κατά την εκτέλεση και τη λύση σχέσεως εργασίας καθώς και κατά την επαγγελματική εξέλιξη.

[…]

(4)       Για τις καταγγελίες ισχύουν αποκλειστικώς οι διατάξεις περί της γενικής και ειδικής προστασίας από την απόλυση.

[…]»

10      Κατά το άρθρο 7 του AGG, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαγόρευση διακρίσεων»:

«(1)  Δεν επιτρέπεται δυσμενής μεταχείριση των μισθωτών για έναν από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 1. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση που αυτός ο οποίος προέβη σε δυσμενή μεταχείριση, όταν το έπραττε, υπέθετε απλώς ότι συντρέχει ένας από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 1.

[…]»

11      Το άρθρο 10 του AGG, επιγραφόμενο «Επιτρεπόμενη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας», ορίζει τα εξής:

«1.      Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8, η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση μπορεί να επιτρέπεται εφόσον είναι αντικειμενική και εύλογη και δικαιολογείται από έναν θεμιτό σκοπό. Τα μέσα με τα οποία μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός πρέπει να είναι πρόσφορα και αναγκαία. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

[…]

5.       συμφωνία δυνάμει της οποίας η λύση της σχέσεως εργασίας επέρχεται χωρίς καταγγελία σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ο/η εργαζόμενος(η) μπορεί να ζητήσει σύνταξη γήρατος, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 41 του έκτου βιβλίου του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης […]».

12      Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 18 Αυγούστου και 11 Δεκεμβρίου 2006, στις απαριθμούμενες στο άρθρο 10 του AGG περιπτώσεις επιτρεπόμενης διαφορετικής μεταχειρίσεως λόγω ηλικίας περιλαμβανόταν η ακόλουθη περίπτωση:

«7.       συμφωνία, με ατομική σύμβαση ή στο πλαίσιο συλλογικής διαπραγμάτευσης, που επιβάλλει απαγόρευση καταγγελίας των σχέσεων εργασίας απασχολούμενων ορισμένης ηλικίας και ορισμένης επαγγελματικής ειδίκευσης, κατά το μέτρο που δεν θίγεται, λόγω σοβαρής παρατυπίας, η προστασία άλλων απασχολούμενων από καταγγελία στο πλαίσιο διαδικασίας επιλογής με κοινωνικά κριτήρια κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, του νόμου περί προστασίας από τις απολύσεις (Kündigungsschutzgesetz).»

 Ο κώδικας κοινωνικής ασφάλισης

13      Το άρθρο 41, παράγραφος 4, του έκτου βιβλίου του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης περί δημόσιου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (Sozialgesetzbuch sechstes Buch, στο εξής: SGB VI), ως είχε μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1992 και της 31ης Ιουλίου 1994, όριζε τα εξής:

«Το δικαίωμα του ασφαλισμένου για την καταβολή συντάξεως λόγω γήρατος δεν πρέπει να αποτελεί λόγο για τον οποίο μπορεί να προβλεφθεί καταγγελία της σχέσεως εργασίας από τον εργοδότη σύμφωνα με όσα ορίζει ο νόμος περί προστασίας από τις απολύσεις. Σε περίπτωση καταγγελίας λόγω κατεπειγουσών αναγκών που αφορούν την επιχείρηση, δεν επιτρέπεται κατά τη διαδικασία επιλογής με κοινωνικά κριτήρια να λαμβάνεται υπόψη το δικαίωμα του εργαζομένου σε σύνταξη γήρατος προ της συμπληρώσεως του 65ου έτους της ηλικίας του. Συμφωνία δυνάμει της οποίας η σχέση εργασίας λύεται σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ο εργαζόμενος αποκτά δικαίωμα συντάξεως λόγω γήρατος παράγει αποτελέσματα μόνον εφόσον η συμφωνία συνομολογήθηκε ή επικυρώθηκε από τον εργαζόμενο κατά την τριετία που προηγείται του ως άνω χρονικού σημείου.»

14      Κατ’ εφαρμογή της ως άνω διατάξεως, η νομολογία των εθνικών δικαστηρίων αναγνώρισε ως άκυρες όσες ρήτρες συλλογικών συμβάσεων όριζαν ότι με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του εργαζομένου επερχόταν αυτόματη λύση της συμβάσεως εργασίας αυτού [απόφαση του Bundesarbeitsgericht της 1ης Δεκεμβρίου 1993 (7 AZR 428/93), Συλλογή νομολογίας του Bundesarbeitsgericht, τόμος 75, σ. 166].

15      Στη συνέχεια, ο νομοθέτης παρενέβη προκειμένου να αποτραπεί η βάσει της ως άνω νομολογίας αναγνώριση της ακυρότητας των ρητρών περί ορίων ηλικίας στις συλλογικές συμβάσεις. Μεταξύ της 1ης Αυγούστου 1994 και της 31ης Ιουλίου 2007, το άρθρο 41, παράγραφος 4, τρίτη περίοδος, του SGB VI διατυπώθηκε ως εξής:

«Συμφωνία δυνάμει της οποίας η λύση της σχέσεως εργασίας εργαζόμενου επέρχεται χωρίς καταγγελία σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ο εργαζόμενος μπορεί να ζητήσει σύνταξη γήρατος προ της συμπληρώσεως του 65ου έτους της ηλικίας του λογίζεται, ως προς τον εργαζόμενο, συνομολογηθείσα κατά τον χρόνο συμπληρώσεως του 65ου έτους της ηλικίας του, εκτός εάν συνομολογήθηκε ή επικυρώθηκε από τον εργαζόμενο κατά την τριετία που προηγείται του ως άνω χρονικού σημείου.»

16      Η ισχύουσα από 1ης Ιανουαρίου 2008 ρύθμιση του άρθρου 41 του SGB VI έχει ως εξής:

«Σύνταξη λόγω γήρατος και προστασία από απόλυση

Το δικαίωμα του ασφαλισμένου για την καταβολή συντάξεως λόγω γήρατος δεν πρέπει να αποτελεί λόγο για τον οποίο μπορεί να προβλεφθεί καταγγελία της σχέσεως εργασίας από τον εργοδότη σύμφωνα με όσα ορίζει ο νόμος περί προστασίας από τις απολύσεις. Συμφωνία δυνάμει της οποίας η λύση της σχέσεως εργασίας εργαζόμενου επέρχεται χωρίς καταγγελία σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ο εργαζόμενος μπορεί να ζητήσει σύνταξη γήρατος προ της συμπληρώσεως του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως λογίζεται, ως προς τον εργαζόμενο, συνομολογηθείσα κατά τον χρόνο συμπληρώσεως του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, εκτός εάν συνομολογήθηκε ή επικυρώθηκε από τον εργαζόμενο κατά την τριετία που προηγείται του ως άνω χρονικού σημείου.»

 Ο νόμος περί συλλογικών συμβάσεων εργασίας

17      Μεταξύ της 28ης Νοεμβρίου 2003 και της 7ης Νοεμβρίου 2006, το άρθρο 5 του νόμου περί συλλογικών συμβάσεων (Tarifvertragsgesetz, BGBl. 1969 I, σ. 1323), επιγραφόμενο «Γενική δεσμευτική ισχύς», όριζε τα εξής:

«(1)  Κατόπιν αιτήσεως ενός συμβαλλομένου σε συλλογική σύμβαση εργασίας, ο Υπουργός Οικονομίας και Εργασίας μπορεί, σε συμφωνία με επιτροπή συγκροτούμενη από τρεις εκπροσώπους των εθνικών εργοδοτικών οργανώσεων και τρεις εκπροσώπους των ανώτατων συνδικαλιστικών οργανώσεων, να κηρύξει γενικώς δεσμευτική μια συλλογική σύμβαση εφόσον:

1.       οι εργοδότες που δεσμεύονται από τη σύμβαση αυτή δεν απασχολούν σε ποσοστό κατώτερο του 50 % μισθωτούς υπαγόμενους στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως και εάν

2.       η κήρυξη της γενικής δεσμευτικής ισχύος υπαγορεύεται προφανώς από το δημόσιο συμφέρον.

Επιτρέπεται παρέκκλιση από τα σημεία 1 και 2, όταν η κήρυξη της γενικής δεσμευτικής ισχύος είναι αναγκαία για τη θεραπεία καταστάσεως έκτακτης κοινωνικής ανάγκης.

[…]»

 Η συλλογική σύμβαση γενικής ισχύος για τους μισθωτούς εργαζόμενους στον τομέα καθαρισμού κτιρίων

18      Από το 1987, το άρθρο 19, σημείο 8, της συλλογικής συμβάσεως γενικής ισχύος για τους μισθωτούς εργαζόμενους στον τομέα του βιομηχανικού καθαρισμού (Allgemeingültiger Rahmentarifvertrag für die gewerblichen Beschäftigten in der Gebäudereinigung, στο εξής: RTV) ορίζει τα εξής:

«Υπό την επιφύλαξη αντίθετης ρήτρας σε ατομική σύμβαση, η σχέση εργασίας λύεται μετά παρέλευση του μήνα, κατά τον οποίο ο/η μισθωτός(ή) μπορεί να ζητήσει σύνταξη λόγω γήρατος […], το αργότερο μετά παρέλευση του μήνα, κατά τον οποίο ο/η μισθωτός(ή) συμπλήρωσε το 65ο έτος της ηλικίας του.»

19      Με ανακοίνωση του Υπουργού Οικονομίας και Εργασίας της 3ης Απριλίου 2004, η RTV κηρύχθηκε γενικώς δεσμευτική από 1ης Ιανουαρίου 2004.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

20      Επί 39 έτη, η G. Rosenbladt απασχολούνταν επαγγελματικώς ως υπάλληλος καθαρισμού στον στρατώνα Hamburg-Blankenese (Γερμανία).

21      Από 1ης Νοεμβρίου 1994, η G. Rosenbladt προσελήφθη ως υπάλληλος της εταιρίας καθαρισμού Oellerking δυνάμει συμβάσεως εργασίας μερικής απασχολήσεως (2 ώρες ημερησίως, 10 ώρες εβδομαδιαίως) έναντι ακαθάριστου μηνιαίου μισθού 307,48 ευρώ.

22      Η σύμβαση αυτή όριζε ότι λύεται, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 19, σημείο 8, της RTV, στο πέρας του μηνός κατά τον οποίο η μισθωτή μπορεί να ζητήσει σύνταξη γήρατος, ήτοι το αργότερο στο πέρας του μηνός κατά τον οποίο θα συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας της.

23      Δυνάμει της ρήτρας αυτής, στις 14 Μαΐου 2008, η Oellerking κοινοποίησε στην G. Rosenbladt τη λύση της συμβάσεως εργασίας της από 31ης Μαΐου 2008 λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως.

24      Με έγγραφο της 18ης Μαΐου 2008, η G. Rosenbladt γνωστοποίησε στον εργοδότη της ότι επιθυμεί να εξακολουθεί να εργάζεται. Παρά την εναντίωση της ενδιαφερομένης, η σύμβαση εργασίας της έπαψε να ισχύει στις 31 Μαΐου 2008. Εντούτοις, η Oellerking πρότεινε στην G. Rosenbladt σχέση εργασίας από 1ης Ιουνίου 2008 εκκρεμούσης της κύριας δίκης.

25      Στις 28 Μαΐου 2008, η G. Rosenbladt άσκησε αγωγή ενώπιον του Arbeitsgericht Hamburg κατά του εργοδότη της. Ισχυρίζεται ότι η λύση της συμβάσεως εργασίας είναι παράνομη καθόσον αποτελεί δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας και ότι όριο ηλικίας, όπως το καθοριζόμενο με το άρθρο 19, σημείο 8, της RTV, δεν δικαιολογείται ούτε βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/78 ούτε βάσει του άρθρου 6 αυτής.

26      Από της 1ης Ιουνίου 2008, η G. Rosenbladt λαμβάνει σύνταξη στο πλαίσιο του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος ανερχόμενη μηνιαίως σε 253,19 ευρώ, ήτοι στο καθαρό ποσό των 228,26 ευρώ.

27      Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το συμβατό της ρήτρας περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας κατά το άρθρο 19, σημείο 8, της RTV με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας που κατοχυρώνεται στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης και στην οδηγία 2000/78.

28      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Arbeitsgericht Hamburg αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Είναι, μετά τη θέση σε ισχύ του [AGG], συμβατές με την απαγόρευση διακρίσεων λόγω ηλικίας, την οποία επιβάλλουν τα άρθρα 1 και 2, παράγραφος 1, της οδηγίας [2000/78], οι ρυθμίσεις συλλογικών συμβάσεων που προβαίνουν σε διαφοροποιήσεις βάσει της ηλικίας, χωρίς αυτό να επιτρέπεται ρητώς από τον AGG (όπως επιτρεπόταν προηγουμένως από το άρθρο 10, [σημείο] 7, AGG);

2)      Αντίκειται στην απαγόρευση διακρίσεων λόγω ηλικίας, την οποία επιβάλλουν τα άρθρα 1 και 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, εθνική ρύθμιση που επιτρέπει στο κράτος, στους κοινωνικούς εταίρους και στα συμβαλλόμενα μέρη ατομικής συμβάσεως εργασίας να ρυθμίζουν την αυτοδίκαιη λύση εργασιακών σχέσεων σε συγκεκριμένη προκαθορισμένη ηλικία (εν προκειμένω: συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας), όταν στο οικείο κράτος μέλος παγίως χρησιμοποιούνται συνεχώς αντίστοιχες ρήτρες στις εργασιακές σχέσεις όλων σχεδόν των εργαζομένων, ανεξαρτήτως της εκάστοτε οικονομικής, κοινωνικής, δημογραφικής καταστάσεως και της συγκεκριμένης καταστάσεως της αγοράς εργασίας;

3)      Αντίκειται στην απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας, την οποία επιβάλλουν τα άρθρα 1 και 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, συλλογική σύμβαση εργασίας που επιτρέπει στον εργοδότη να τερματίζει εργασιακές σχέσεις σε συγκεκριμένη προκαθορισμένη ηλικία (εν προκειμένω: συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας), όταν στο οικείο κράτος μέλος χρησιμοποιούνται συνεχώς, επί δεκαετίες, αντίστοιχες ρήτρες στις εργασιακές σχέσεις όλων σχεδόν των εργαζομένων, ανεξαρτήτως της εκάστοτε οικονομικής, κοινωνικής και δημογραφικής καταστάσεως και της συγκεκριμένης καταστάσεως της αγοράς εργασίας;

4)      Παραβιάζει την απαγόρευση διακρίσεων λόγω ηλικίας, την οποία επιβάλλουν τα άρθρα 1 και 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, το κράτος που κηρύσσει και διατηρεί ως γενικώς δεσμευτική συλλογική σύμβαση εργασίας που επιτρέπει στον εργοδότη να τερματίζει εργασιακές σχέσεις σε συγκεκριμένη προκαθορισμένη ηλικία (εν προκειμένω: συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας), όταν αυτό συμβαίνει ανεξαρτήτως της εκάστοτε συγκεκριμένης οικονομικής, κοινωνικής και δημογραφικής καταστάσεως και της συγκεκριμένης καταστάσεως της αγοράς εργασίας;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού

29      Η Ιρλανδία ισχυρίζεται ότι από απόψεως περιεχομένου τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι πανομοιότυπα με αυτά στα οποία απάντησε το Δικαστήριο με την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2009, C‑388/07, Age Concern England (Συλλογή 2009, σ. I‑1569). Επιπλέον, το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο ερώτημα αφορούν όχι τόσο την ερμηνεία όσο την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Το Δικαστήριο πρέπει επομένως να κρίνει εαυτό αναρμόδιο.

30      Τόσο οι διάδικοι της κύριας δίκης όσο και η Γερμανική Κυβέρνηση αμφισβητούν το παραδεκτό του πρώτου ερωτήματος, ισχυριζόμενοι κατ’ ουσίαν ότι το αιτούν δικαστήριο έκανε μνεία μιας διατάξεως του AGG μη εφαρμοζόμενης στη διαφορά της κύριας δίκης, οπότε το ερώτημά του στερείται λυσιτέλειας.

31      Τα επιχειρήματα αυτά δεν ευσταθούν. Ανεξαρτήτως του ότι τα ερωτήματα στα οποία το Δικαστήριο έδωσε απαντήσεις με την προπαρατεθείσα απόφαση Age Concern England δεν ταυτίζονται με αυτά που υποβλήθηκαν στην υπό κρίση υπόθεση, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ επιτρέπει πάντοτε στο εθνικό δικαστήριο, εάν το θεωρεί σκόπιμο, να υποβάλει εκ νέου στο Δικαστήριο ερωτήματα περί ερμηνείας (βλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 1963, 28/62, 29/62 και 30/62, Da Costa en Schaake, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 893). Επιπλέον, όπως σαφώς προκύπτει από το κείμενο της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, ιδίως δε της οδηγίας 2000/78, προκειμένου να αποφανθεί επί της διαφοράς της κύριας δίκης.

32      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, C‑119/05, Lucchini, Συλλογή 2007, σ. I‑6199, σκέψη 43, και της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C-414/07, Magoora, Συλλογή 2008, σ. I‑10921, σκέψη 22).

33      Κατά πάγια νομολογία, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και νομικού πλαισίου που προσδιορίστηκε με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν είναι αρμόδιο να ελέγξει το Δικαστήριο, είναι κατά τεκμήριο λυσιτελή. Η άρνηση απαντήσεως σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου τότε μόνον είναι δυνατή, όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο, δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-222/05 έως C-225/05, van der Weerd κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I-4233, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Εν προκειμένω, στη διαφορά της κύριας δίκης εξετάζεται εάν η περιεχόμενη στο άρθρο 19, σημείο 8, της RTV ρήτρα περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας μισθωτών εργαζομένων που έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους εξαιτίας της ενάρξεως χορηγήσεως συντάξεως γήρατος έχει ενδεχομένως χαρακτήρα δυσμενούς διακρίσεως. Το αιτούν δικαστήριο έχει ιδίως αμφιβολίες ως προς το συμβατό αυτού του κανόνα με την οδηγία 2000/78. Τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι αρκούντως σαφή ώστε να καθιστούν δυνατή μια χρήσιμη απάντηση εκ μέρους του Δικαστηρίου.

35      Ως εκ τούτου, η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως έχει υποβληθεί παραδεκτώς.

 Επί της ουσίας

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

36      Με το δεύτερο ερώτημά του, το οποίο επιβάλλεται να εξετασθεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι αποκλείει εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 10, σημείο 5, του AGG, στον βαθμό που με αυτή ορίζεται ότι ρήτρες περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως μπορούν να μην εμπίπτουν στην απαγόρευση διακρίσεων λόγω ηλικίας.

37      Επιβάλλεται προκαταρκτικώς η διαπίστωση ότι το άρθρο 10, σημείο 5, του AGG επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση ευθέως συνδεόμενη με την ηλικία υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2000/78 (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2007, C‑411/05, Palacios de la Villa, Συλλογή 2007, σ. I‑8531, σκέψη 51).

38      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78 ορίζει ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από ένα θεμιτό σκοπό, ιδίως δε από θεμιτούς σκοπούς της πολιτικής στον τομέα της απασχολήσεως, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επιτεύξεως του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου απαριθμεί πολλά παραδείγματα διαφορετικής μεταχειρίσεως με χαρακτηριστικά όπως αυτά που προσδιορίζονται στο πρώτο εδάφιο.

39      Το άρθρο 10 του AGG επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν τις αρχές αυτές. Το σημείο 5 αυτής της διατάξεως περιλαμβάνει, μεταξύ των εν δυνάμει επιτρεπόμενων περιπτώσεων διαφορετικής μεταχειρίσεως λόγω ηλικίας, τις συμφωνίες περί λύσεως της σχέσεως εργασίας, χωρίς απόλυση ούτε παραίτηση, σε ημερομηνία κατά την οποία ο εργαζόμενος δικαιούται να ζητήσει τη χορήγηση συντάξεως γήρατος λόγω της ηλικίας του. Με το μέτρο αυτό δεν καθιερώνεται δεσμευτικό πλαίσιο υποχρεωτικής συνταξιοδοτήσεως, αλλά παρέχεται η δυνατότητα σε εργοδότες και εργαζομένους να καθορίσουν από κοινού, με ατομικές ή συλλογικές συμφωνίες, ανεξαρτήτως των περιπτώσεων παραιτήσεως ή απολύσεως, έναν τρόπο λύσεως των σχέσεων εργασίας σε συνάρτηση με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας για τη χορήγηση συντάξεως γήρατος.

40      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2000/78 δεν συγκαταλέγει τις ρήτρες περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας σε όσες περιπτώσεις διαφορετικής μεταχειρίσεως λόγω ηλικίας μπορούν ενδεχομένως να δικαιολογούνται και, επομένως, να μη λογίζονται ως δυσμενείς διακρίσεις. Εντούτοις, η περίσταση αυτή δεν έχει αφ’ εαυτής καθοριστική σημασία. Συγκεκριμένα, η ως άνω απαρίθμηση είναι απλώς ενδεικτική. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται, για την εφαρμογή της οδηγίας, να προβλέπουν ειδική απαρίθμηση όσων περιπτώσεων διαφορετικής μεταχειρίσεως μπορούν να δικαιολογούνται από θεμιτό σκοπό (προπαρατεθείσα απόφαση Age Concern England, σκέψη 43). Εφόσον αποφασίσουν, εντός του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν, να το πράξουν, μπορούν να περιλάβουν στην απαρίθμηση αυτή περιπτώσεις διαφορετικής μεταχειρίσεως και σκοπούς που δεν μνημονεύονται ρητώς στην εν λόγω οδηγία, υπό τον όρο ότι οι σκοποί αυτοί είναι θεμιτοί κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας και ότι οι περιπτώσεις διαφορετικής μεταχειρίσεως είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη των ως άνω σκοπών.

41      Στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη όπως, ενδεχομένως, και οι κοινωνικοί εταίροι στο εθνικό επίπεδο έχουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για την επιλογή όχι μόνον του σκοπού που πρόκειται να επιδιωχθεί μεταξύ άλλων στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχολήσεως, αλλά και για τον καθορισμό των μέτρων μέσω των οποίων μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2005, C-144/04, Mangold, Συλλογή 2005, σ. I‑9981, σκέψη 63, και προπαρατεθείσα απόφαση Palacios de la Villa, σκέψη 68).

42      Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, βούληση του νομοθέτη, κατά την ψήφιση του άρθρου 10, σημείο 5, του AGG, δεν ήταν να ανατρέψει εν ονόματι της καταπολεμήσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας την υφιστάμενη κατάσταση, δηλαδή τη γενικευμένη χρήση ρητρών περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως του μισθωτού. Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι ρήτρες αυτού του είδους είθισται να χρησιμοποιούνται επί δεκαετίες ανεξαρτήτως οικονομικών και δημογραφικών συνθηκών και της καταστάσεως στην αγορά εργασίας.

43      Στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, η Γερμανική Κυβέρνηση τόνισε ιδίως ότι η αναγνώριση ως νόμιμων των ρητρών περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας των μισθωτών που έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, στοιχείο που απαντάται επίσης και σε πολλά άλλα κράτη μέλη, αποτελεί το προϊόν μιας πολιτικής και κοινωνικής συναινέσεως που διαρκεί επί πολλά έτη στη Γερμανία. Βάση της συναινέσεως αυτής είναι προ πάντων η ιδέα του καταμερισμού της εργασίας μεταξύ των γενεών. Η λύση των συμβάσεων εργασίας των ως άνω μισθωτών ωφελεί άμεσα τους νεότερους εργαζομένους ευνοώντας την, ήδη δυσχερή λόγω της υψηλής ανεργίας, ένταξη στον επαγγελματικό στίβο. Πάντως, τα δικαιώματα των αρχαιότερων εργαζομένων προστατεύονται επαρκώς. Συγκεκριμένα, οι περισσότεροι από αυτούς επιθυμούν να παύσουν να εργάζονται όταν αρχίσουν να λαμβάνουν σύνταξη γήρατος που τους εξασφαλίζει εισόδημα που αντισταθμίζει την απώλεια του μισθού. Με την αυτοδίκαιη λύση της συμβάσεως εργασίας αποτρέπεται επίσης το ενδεχόμενο οι εργοδότες να εξαναγκάζονται σε απολύσεις μισθωτών λόγω αποδεδειγμένης ελλείψεως ικανοτήτων προς συνέχιση της εργασίας, πράγμα ταπεινωτικό για εργαζομένους προχωρημένης ηλικίας.

44      Επιβάλλεται η επισήμανση ότι η αυτοδίκαιη λύση των συμβάσεων εργασίας όσων μισθωτών πληρούν τις ηλικιακές και σχετικές με τις εισφορές προϋποθέσεις για την είσπραξη συντάξεως γήρατος αποτελεί, από μακρού, τμήμα του εργατικού δικαίου πολλών κρατών μελών και χρησιμοποιείται ευρέως στις σχέσεις εργασίας. Ο μηχανισμός αυτός στηρίζεται στην εξισορρόπηση παραγόντων πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής, δημογραφικής και/ή δημοσιονομικής φύσεως και εξαρτάται από το εάν θα επιλεγεί να παραταθεί η διάρκεια της ενεργού απασχολήσεως των εργαζομένων ή αντιθέτως να προβλεφθεί πρόωρη συνταξιοδότησή τους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Palacios de la Villa, σκέψη 69).

45      Συνεπώς, σκοποί με χαρακτήρα όμοιο προς αυτούς που προβάλλει η Γερμανική Κυβέρνηση πρέπει, καταρχήν, να λογίζονται ως δικαιολογούντες «αντικειμενικά και λογικά», «στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου», όπως ορίζει το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78, διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, όπως η προβλεπόμενη με το άρθρο 10, σημείο 5, του AGG.

46      Επιβάλλεται περαιτέρω να ελεγχθεί εάν το επίμαχο μέτρο είναι πρόσφορο και αναγκαίο υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

47      Η δυνατότητα συνομολογήσεως ρητρών περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως του μισθωτού δεν πρέπει, κατ’ αρχήν, να λογίζεται ως προκαλούσα υπέρμετρη βλάβη στα θεμιτά συμφέροντα όσων εργαζομένων εμπίπτουν στην ως άνω κατηγορία.

48      Ειδικότερα, ρύθμιση όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης δεν βασίζεται μόνο σε συγκεκριμένη ηλικία αλλά λαμβάνει επίσης υπόψη το γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενοι λαμβάνουν μετά τη λήξη της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους αντιστάθμισμα των απολεσθέντων εισοδημάτων υπό τη μορφή συντάξεως γήρατος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Palacios de la Villa, σκέψη 73).

49      Επιπλέον, ο μηχανισμός της αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας, ο οποίος καθιερώνεται με μέτρο όπως το περιεχόμενο στο άρθρο 10, σημείο 5, του AGG, δεν παρέχει στους εργοδότες την δυνατότητα να καταγγείλουν μονομερώς τη σύμβαση εργασίας με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των εργαζομένων. Ο μηχανισμός αυτός, ο οποίος είναι διακριτός από την απόλυση και την παραίτηση, έχει συμβατικό θεμέλιο. Παρέχεται έτσι η δυνατότητα όχι μόνο στους μισθωτούς και στους εργοδότες, μέσω ατομικών συμφωνιών, αλλά και στους κοινωνικούς εταίρους, μέσω συλλογικών συμβάσεων –άρα με μη αμελητέα ευελιξία−, να κάνουν χρήση του μηχανισμού κατά τρόπο ώστε να μπορεί να λαμβάνεται δεόντως υπόψη τόσο η γενική κατάσταση της σχετικής αγοράς εργασίας όσο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων θέσεων εργασίας (προπαρατεθείσα απόφαση Palacios de la Villa, σκέψη 74).

50      Με την επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης ρύθμιση επιβάλλεται επίσης πρόσθετος περιορισμός προκειμένου να διασφαλίζεται η συναίνεση των μισθωτών στην περίπτωση εφαρμογής των ρητρών περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας προ της συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως. Συγκεκριμένα, το άρθρο 10, σημείο 5, του AGG επιτρέπει τη συνομολόγηση ρητρών περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας όσων μισθωτών έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως «υπό την επιφύλαξη του άρθρου 41 του έκτου βιβλίου του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης». Δυνάμει της διατάξεως αυτής, οι εργοδότες υποχρεούνται κατ’ ουσία να ζητούν από τους εργαζόμενους να αποδεχτούν ή να επικυρώσουν κάθε ρήτρα περί αυτοδίκαιης λύσεως μιας συμβάσεως εργασίας λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως το οποίο είναι κατώτερο από το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως.

51      Δεδομένων των ανωτέρω στοιχείων, δεν είναι παράλογο οι αρχές κράτους μέλους να θεωρούν ότι μέτρο, όπως αυτό του άρθρου 10, σημείο 5, του AGG, με το οποίο επιτρέπεται η συνομολόγηση ρητρών περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως του μισθωτού είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη θεμιτών σκοπών της εθνικής πολιτικής εργασίας και απασχολήσεως, όπως αυτοί τους οποίους προβάλλει η Γερμανική Κυβέρνηση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Palacios de la Villa, σκέψη 72).

52      Πάντως, από τη διαπίστωση αυτή δεν πρέπει να συναχθεί ότι ρήτρες αυτού του είδους, οι οποίες περιέχονται σε συλλογικές συμβάσεις, δεν υπόκεινται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο υπό το πρίσμα των διατάξεων της οδηγίας 2000/78 και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Ο έλεγχος αυτός ασκείται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ρήτρας που αποτελεί αντικείμενο του ελέγχου. Επομένως, πρέπει να διασφαλίζεται ότι σε κάθε σύμβαση που προβλέπει μηχανισμό αυτοδίκαιης λύσεως της σχέσεως εργασίας τηρούνται, ιδίως, οι προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας. Επιπλέον, το άρθρο 16, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας επιβάλλει ρητώς στα κράτη μέλη να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να «κηρύσσονται ή μπορούν να κηρυχθούν άκυρες ή να τροποποιούνται οποιεσδήποτε διατάξεις αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης οι οποίες περιέχονται στις ατομικές ή συλλογικές συμβάσεις ή συμφωνίες».

53      Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει εθνική διάταξη, όπως αυτή του άρθρου 10, σημείο 5, του AGG, δυνάμει της οποίας λογίζονται ως έγκυρες οι ρήτρες περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ενός μισθωτού, στον βαθμό που, αφενός, η εν λόγω διάταξη δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό σκοπό στους τομείς της πολιτικής απασχολήσεως και αγοράς εργασίας και, αφετέρου, τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Η χρήση της ως άνω δυνατότητας στο πλαίσιο συλλογικής συμβάσεως δεν εκφεύγει, αυτή καθεαυτή, οποιουδήποτε δικαστικού ελέγχου, αλλά, σύμφωνα με όσα επιτάσσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, πρέπει, και αυτή, να αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση ενός θεμιτού σκοπού κατά τρόπο πρόσφορο και αναγκαίο.

 Επί του πρώτου και τρίτου ερωτήματος

54      Με το πρώτο και τρίτο ερώτημά του, τα οποία επιβάλλεται να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 αποκλείει την προβλεπόμενη στο άρθρο 19, σημείο 8, της RTV ρήτρα περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας λόγω συμπληρώσεως του καθοριζόμενου στα 65 έτη ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των μισθωτών.

55      Η απάντηση στο ως άνω ερώτημα εξαρτάται από το κατά πόσον, αφενός, το μέτρο αυτό εξυπηρετεί ένα θεμιτό σκοπό και, αφετέρου, εάν είναι πρόσφορο και αναγκαίο υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

56      Το αιτούν δικαστήριο εξηγεί ότι το Bundesarbeitsgericht, με απόφαση της 18ης Ιουνίου 2008 (7 AZR 116/07) έκρινε ότι η διάταξη της RTV είναι συμβατή με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78. Εντούτοις, εκφράζει αμφιβολίες ως προς το εάν η λύση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στη διαφορά της κύριας δίκης αφού τα περιστατικά από τα οποία αυτή ανέκυψε είναι προγενέστερα της θέσεως σε ισχύ του AGG.

57      Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι οι επιδιωκόμενοι σκοποί δεν προσδιορίζονται στην επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης συλλογική σύμβαση.

58      Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, εάν δεν υπάρχει διευκρίνιση ως προς τον σκοπό που επιδιώκει η οικεία εθνική ρύθμιση, ο σκοπός του επίμαχου μέτρου πρέπει να μπορεί να προκύπτει από άλλα στοιχεία, αντλούμενα από το γενικό πλαίσιο του μέτρου αυτού, ενόψει της ασκήσεως δικαστικού ελέγχου ως προς τη νομιμότητά του αλλά και ως προς τον πρόσφορο και αναγκαίο χαρακτήρα των μέσων που εφαρμόζονται για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Palacios de la Villa, σκέψη 57, και Age Concern England, σκέψη 45).

59      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει συναφώς ότι, σύμφωνα με όσα ισχυρίζεται η οργάνωση που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των εργοδοτών κατά τη διαπραγμάτευση της RTV, το άρθρο 19, σημείο 8, της εν λόγω συμβάσεως αποσκοπεί στον επαρκή και προβλέψιμο προγραμματισμό της διαχειρίσεως του προσωπικού και των προσλήψεων προς όφελος των εργαζομένων και προς διατήρηση της οικονομικής τους καταστάσεως.

60      Το ως άνω δικαστήριο έκανε επίσης μνεία της προπαρατεθείσας αποφάσεως του Bundesarbeitsgericht, της 18ης Ιουνίου 2008, με την οποία αναγνωρίστηκε ότι το άρθρο 19, σημείο 8, της RTV αποσκοπεί στη διευκόλυνση των προσλήψεων νεότερων εργαζομένων, στον προγραμματισμό των προσλήψεων και στην ορθή και ισορροπημένη από απόψεως ηλικιακής δομής διαχείριση του προσωπικού των επιχειρήσεων.

61      Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί εάν σκοποί αυτής της φύσεως μπορούν να λογίζονται ως θεμιτοί υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

62      Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι οι ρήτρες περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας των μισθωτών που πληρούν τις προϋποθέσεις για να λάβουν σύνταξη γήρατος μπορούν να δικαιολογούνται στο πλαίσιο εθνικής πολιτικής με σκοπό την ενίσχυση της προσβάσεως στην εργασία μέσω ενός καλύτερου καταμερισμού μεταξύ των γενεών, επομένως οι κατ’ αυτόν τον τρόπο επιδιωκόμενοι σκοποί πρέπει, κατ’ αρχήν, να λογίζονται ως δικαιολογούντες αντικειμενικά και λογικά, στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, όπως ορίζει το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78, διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας την οποία καθιερώνουν τα κράτη μέλη (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Palacios de la Villa, σκέψεις 53, 65 και 66). Κατά συνέπεια, σκοποί όπως οι προσδιοριζόμενοι από το αιτούν δικαστήριο είναι «θεμιτοί» υπό την έννοια του ως άνω άρθρου.

63      Επομένως, πρέπει να ελεγχθεί εάν τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση των σκοπών αυτών είναι «πρόσφορα και αναγκαία».

64      Όσον αφορά, πρώτον, τον πρόσφορο χαρακτήρα της περιεχόμενης στη RTV ρήτρας περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, λόγω της αναποτελεσματικότητάς τους, ρήτρες αυτού του είδους δεν καθιστούν δυνατή την υλοποίηση των επιδιωκόμενων σκοπών.

65      Όσον αφορά τον σχετικό με την ενίσχυση της απασχολήσεως σκοπό, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι ρήτρες περί αυτοδίκαιης λύσεως της συμβάσεως εργασίας μισθωτού που έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του χρησιμοποιούνταν από μακρού χωρίς όμως να έχουν τον ελάχιστο αντίκτυπο στο επίπεδο της απασχολήσεως στη Γερμανία. Επιπλέον, σημειώνει ότι το άρθρο 19, σημείο 8, της RTV δεν απαγορεύει στον εργοδότη να προσλάβει εργαζόμενους άνω των 65 ετών ούτε και επιβάλλει, κατά μείζονα λόγο, στον εργοδότη να αντικαθιστά μισθωτό που έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του με νεότερο εργαζόμενο.

66      Όσον αφορά τον σκοπό της αρμονικής διαρθρώσεως της ηλικιακής δομής στον τομέα των υπηρεσιών καθαρισμού, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς τη λυσιτέλειά του ελλείψει ιδιαίτερου κινδύνου γήρανσης του απασχολούμενου στον τομέα αυτό εργατικού δυναμικού.

67      Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων του αιτούντος δικαστηρίου, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης ρήτρα περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας αποτελεί το προϊόν συμφωνίας κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ των εκπροσώπων εργαζομένων και εργοδοτών, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό έκαναν χρήση του, αναγνωρισμένου ως θεμελιώδους, δικαιώματος σε συλλογικές διαπραγματεύσεις (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2010, C‑271/08, Επιτροπή κατά Γερμανίας, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 37). Το γεγονός ότι οι κοινωνικοί εταίροι αποκτούν δυνατότητα προς εξισορρόπηση των συμφερόντων κάθε πλευράς παρέχει μη αμελητέα ευελιξία, στον βαθμό που κάθε πλευρά μπορεί, ενδεχομένως, να καταγγείλει τη συμφωνία (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Palacios de la Villa, σκέψη 74).

68      Η ρήτρα περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας, καθόσον εξασφαλίζει στους εργαζομένους σταθερή ως ένα βαθμό απασχόληση και, μακροπρόθεσμα, καθορισμένη ημερομηνία συνταξιοδοτήσεως και συγχρόνως παρέχει στους εργοδότες περισσότερη ευελιξία για τη διαχείριση του προσωπικού τους, αποτελεί το προϊόν σταθμίσεως μεταξύ αποκλινόντων, πλην όμως θεμιτών συμφερόντων και εντάσσεται εντός ενός περίπλοκου πλαισίου σχέσεων εργασίας, στενά συνδεδεμένο με πολιτικές επιλογές σε ζητήματα συντάξεων και απασχολήσεως.

69      Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του ευρέως περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στους κοινωνικούς εταίρους στο εθνικό επίπεδο ως προς την επιλογή όχι μόνο του συγκεκριμένου σκοπού ο οποίος πρόκειται να επιδιωχθεί στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της απασχολήσεως αλλά και ως προς τον καθορισμό των μέτρων με τα οποία μπορεί να υλοποιηθεί ο ως άνω σκοπός, δεν στερείται προφανώς λογικής για τους κοινωνικούς εταίρους να θεωρείται ότι μέτρο όπως το περιεχόμενο στο άρθρο 19, σημείο 8, της RTV μπορεί να είναι πρόσφορο για την επίτευξη των προμνησθέντων σκοπών.

70      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν ρήτρα περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας όπως η περιεχόμενη στο άρθρο 19, σημείο 8, της RTV έχει αναγκαίο χαρακτήρα.

71      Αφενός, με την αυτοδίκαιη λύση των συμβάσεων εργασίας προκαλείται σοβαρή οικονομική ζημία γενικώς στους εργαζόμενους στον τομέα του βιομηχανικού καθαρισμού και ειδικώς στην G. Rosenbladt. Στον τομέα αυτό, οι θέσεις απασχολήσεως είναι χαμηλά αμειβόμενες και μερικού χρόνου, ως εκ τούτου οι συντάξεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του δημόσιου συστήματος ασφαλίσεως γήρατος δεν επιτρέπουν στους εργαζόμενους να καλύψουν τις βιοτικές τους ανάγκες.

72      Αφετέρου, υπάρχουν μέτρα λιγότερο επαχθή από την αυτοδίκαιη λύση των συμβάσεων εργασίας. Όσον αφορά, για παράδειγμα, το συμφέρον των εργοδοτών να προγραμματίζουν την πολιτική διαχειρίσεως προσωπικού, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι αρκεί αυτοί να ερωτούν τους μισθωτούς τους εάν σκέπτονται να εξακολουθήσουν την εργασία τους και μετά την ηλικία συνταξιοδοτήσεως.

73      Για να ελεγχθεί εάν το επίμαχο στη διαφορά της κύριας δίκης μέτρο βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και εάν προκαλεί υπέρμετρη βλάβη στα συμφέροντα όσων εργαζομένων συμπληρώνουν το 65ο έτος της ηλικίας τους και δικαιούνται κατά τον χρόνο αυτό τη χορήγηση συντάξεως, πρέπει το εν λόγω μέτρο να ενταχθεί στο νομικό πλαίσιο του οποίου αποτελεί τμήμα όπως και να ληφθεί υπόψη τόσο η ζημία που μπορεί να προκαλέσει στους ενδιαφερόμενους εργαζομένους όσο και τα πλεονεκτήματα που δημιουργεί γενικώς για το κοινωνικό σύνολο και τα άτομα που το συνθέτουν.

74      Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο όπως και τις παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, το γερμανικό εργατικό δίκαιο δεν απαγορεύει σε πρόσωπο που συμπληρώνει όριο ηλικίας, μετά την οποία δικαιούται τη χορήγηση συντάξεως βάσει δικαιωμάτων που έχει θεμελιώσει, να συνεχίσει την επαγγελματική του δραστηριότητα. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τα ως άνω στοιχεία, εργαζόμενος ευρισκόμενος σε αυτή την κατάσταση εξακολουθεί να προστατεύεται κατά των διακρίσεων λόγω ηλικίας βάσει του AGG. Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε συναφώς ότι δυνάμει του AGG απαγορεύεται η άρνηση θέσεως απασχολήσεως για λόγο συνδεόμενο προς την ηλικία σε πρόσωπο ευρισκόμενο στην κατάσταση της G. Rosenbladt κατόπιν της λύσεως της συμβάσεως εργασίας λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, είτε η άρνηση προέρχεται από τον πρώην εργοδότη είτε από τρίτο.

75      Εντασσόμενη στο πλαίσιο αυτό, η αυτοδίκαιη λύση της συμβάσεως εργασίας συνεπεία μέτρου όπως αυτό του άρθρου 19, σημείο 8, της RTV δεν συνεπάγεται αυτομάτως τον εξαναγκασμό όσων υπάγονται στο μέτρο να αποσυρθούν οριστικώς από την αγορά εργασίας. Επομένως, με την εν λόγω διάταξη δεν καθιερώνεται δεσμευτικό πλαίσιο για υποχρεωτική συνταξιοδότηση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Age Concern England, σκέψη 27) ούτε απαγορεύεται σε εργαζόμενο ο οποίος επιθυμεί, παραδείγματος χάριν για οικονομικούς λόγους, να εξακολουθήσει να ασκεί το επάγγελμά του να το πράττει μετά την ηλικία συνταξιοδοτήσεως. Όσοι μισθωτοί έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως αλλά επιθυμούν να παραμείνουν επαγγελματικώς ενεργοί και αναζητούν νέα εργασία δεν στερούνται της προστασίας κατά των διακρίσεων λόγω ηλικίας εξαιτίας αυτής της διατάξεως.

76      Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω στοιχεία, πρέπει να θεωρηθεί ότι μέτρο όπως αυτό που καθιερώνεται στο άρθρο 19, σημείο 8, της RTV δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, λαμβανομένου υπόψη του ευρέως περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη και στους κοινωνικούς εταίρους στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της απασχολήσεως.

77      Κατά συνέπεια, στο πρώτο και τρίτο ερώτημα επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει μέτρο όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 19, σημείο 8, της RTV ρήτρα περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας όσων μισθωτών συμπληρώνουν το καθοριζόμενο στα 65 έτη όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως.

 Επί του τετάρτου ερωτήματος

78      Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν η αρχή της απαγορεύσεως διακρίσεων λόγω ηλικίας, όπως κατοχυρώνεται στα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 2000/78, απαγορεύει σε κράτος μέλος να κηρύξει γενικώς δεσμευτική μια συλλογική σύμβαση εργασίας που περιλαμβάνει ρήτρα περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας, όπως η ρήτρα του άρθρου 19, σημείο 8, της RTV, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις οικονομικές, κοινωνικές και δημογραφικές συνθήκες και την κατάσταση στην αγορά εργασίας.

79      Η οδηγία 2000/78 δεν ορίζει αυτή καθεαυτή τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να κηρύσσουν μια συλλογική σύμβαση γενικώς δεσμευτική. Εντούτοις, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν, με τα κατάλληλα νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα, ότι όλοι οι εργαζόμενοι μπορούν να τύχουν της προστασίας, σε όλο της το εύρος, που παρέχει η οδηγία 2000/78 κατά των διακρίσεων λόγω ηλικίας. Το άρθρο 16, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να «κηρύσσονται ή μπορούν να κηρυχθούν άκυρες ή να τροποποιούνται οποιεσδήποτε διατάξεις αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης οι οποίες περιέχονται στις ατομικές ή συλλογικές συμβάσεις ή συμφωνίες». Εφόσον λοιπόν μια συλλογική σύμβαση δεν είναι αντίθετη προς τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 2000/78, το οικείο κράτος μέλος είναι ελεύθερο να επεκτείνει την υποχρεωτική της ισχύ σε πρόσωπα που δεν δεσμεύονται από αυτή (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, C-67/96, Albany, Συλλογή 1999, σ. I-5751, σκέψη 66).

80      Λαμβανομένων υπόψη αυτών των εκτιμήσεων, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν σε κράτος μέλος να κηρύξει γενικώς δεσμευτική συλλογική σύμβαση εργασίας, όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, εφόσον αυτή δεν στερεί τους υπαγόμενους στο πεδίο εφαρμογής της εργαζόμενους από την προστασία που τους παρέχεται με τις διατάξεις κατά των διακρίσεων λόγω ηλικίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

81      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει εθνική διάταξη, όπως αυτή του άρθρου 10, σημείο 5, του γενικού νόμου περί ίσης μεταχειρίσεως (Allgemeines Gleichbehandlungsgesetz), δυνάμει της οποίας λογίζονται ως έγκυρες οι ρήτρες περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ενός μισθωτού, στον βαθμό που, αφενός, η εν λόγω διάταξη δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό σκοπό στους τομείς της πολιτικής απασχολήσεως και αγοράς εργασίας και, αφετέρου, τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Η χρήση της ως άνω δυνατότητας στο πλαίσιο συλλογικής συμβάσεως δεν εκφεύγει, αυτή καθεαυτή, οποιουδήποτε δικαστικού ελέγχου, αλλά, σύμφωνα με όσα επιτάσσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, πρέπει, και αυτή, να αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση ενός θεμιτού σκοπού κατά τρόπο πρόσφορο και αναγκαίο.

2)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει μέτρο όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 19, σημείο 8, της συλλογικής συμβάσεως γενικής ισχύος για τους μισθωτούς εργαζόμενους στον τομέα του βιομηχανικού καθαρισμού (Allgemeingültiger Rahmentarifvertrag für die gewerblichen Beschäftigten in der Gebäudereinigung) ρήτρα περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας όσων μισθωτών συμπληρώνουν το καθοριζόμενο στα 65 έτη όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως.

3)      Τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν σε κράτος μέλος να κηρύξει γενικώς δεσμευτική συλλογική σύμβαση εργασίας, όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, εφόσον αυτή δεν στερεί τους υπαγόμενους στο πεδίο εφαρμογής της εργαζόμενους από την προστασία που τους παρέχεται με τις διατάξεις κατά των διακρίσεων λόγω ηλικίας.

(υπογραφές)


* – Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top