Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CC0396

    Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 10ης Μαρτίου 2011.
    Interedil Srl, υπό εκκαθάριση κατά Fallimento Interedil Srl και Intesa Gestione Crediti SpA.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale di Bari - Ιταλία.
    Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως - Δυνατότητα κατώτερου δικαστηρίου να θέσει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο - Κανονισμός (ΕΚ) 1346/2000 - Διαδικασίες αφερεγγυότητας - Διεθνής δικαιοδοσία - Κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη - Μεταφορά της καταστατικής έδρας σε άλλο κράτος μέλος - Έννοια του όρου "εγκατάσταση".
    Υπόθεση C-396/09.

    Συλλογή της Νομολογίας 2011 I-09915

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2011:132

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    JULIANE KOKOTT

    της 10ης Μαρτίου 2011 (1)

    Υπόθεση C‑396/09

    Interedil Srl, υπό εκκαθάριση,

    κατά

    Fallimento Interedil Srl

    Intesa Gestione Crediti SpA

    [αίτηση του Tribunale di Bari (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης – Κανονισμός (ΕΚ) 1346/2000 – Διαδικασίες αφερεγγυότητας – Διεθνής δικαιοδοσία – Άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000 – Κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη – Τεκμήριο ότι το κέντρο αυτό βρίσκεται στον τόπο της καταστατικής έδρας – Μεταφορά της έδρας σε άλλο κράτος μέλος – Άρθρο 3, παράγραφος 2, και άρθρο 2, στοιχείο η΄, του κανονισμού 1346/2000 – Έννοια του όρου “εγκατάσταση” – Εξουσία των εθνικών κατώτερων δικαστηρίων να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο»





    I –    Εισαγωγή

    1.        Το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (2) (στο εξής: κανονισμός 1346/2000), ορίζει τα κράτη μέλη των οποίων τα δικαστήρια είναι αρμόδια για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε περιπτώσεις διασυνοριακών υποθέσεων που αφορούν την εσωτερική αγορά (3). Για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας αρμόδια είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη. Η υπό εξέταση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διασαφηνίσει ακόμη περισσότερο την έννοια του «κέντρου των κύριων συμφερόντων».

    2.        Το χαρακτηριστικό της υπό εξέταση υπόθεσης είναι ότι μια ιταλική εταιρία μετέφερε την καταστατική της έδρα από την Ιταλία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ένα και πλέον έτος μετά την εκκαθάριση και τη διαγραφή της εταιρίας από το βρετανικό μητρώο επιχειρήσεων υπέβαλε ένας δανειστής της στην Ιταλία αίτηση έναρξης της διαδικασίας πτώχευσης. Το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει κατά πόσον έχει διεθνή δικαιοδοσία για την υπόθεση που έχει υποβληθεί στην κρίση του.

    II – Νομικό πλαίσιο

     Α –     Το δίκαιο της Ένωσης

    3.        Το άρθρο 2 του κανονισμού 1346/2000 ορίζει την έννοια της «εγκατάστασης» ως εξής:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

    […]

    η)      ως “εγκατάσταση” νοείται ο τόπος όπου ο οφειλέτης ασκεί οιαδήποτε μη προσωρινή οικονομική δραστηριότητα, στην οποία χρησιμοποιεί τον ανθρώπινο παράγοντα αλλά και περιουσιακά στοιχεία.»

    4.        Το άρθρο 3 του κανονισμού 1346/2000 αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία και προβλέπει τα εξής:

    «1. Αρμόδια για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του οφειλέτη. Για τις εταιρείες και τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι κέντρο των κυρίων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας.

    2. Όταν το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του οφειλέτη ευρίσκεται σε κράτος μέλος, τα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους είναι αρμόδια για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας, κατ’ αυτού, μόνον εάν έχει εκεί εγκατάσταση. Η διαδικασία αυτή παράγει αποτελέσματα μόνον έναντι των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που βρίσκονται στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

    […]»

    5.        Στη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1346/2000 αναφέρονται τα εξής:

    «Το “κέντρο των κύριων συμφερόντων” θα πρέπει να αντιστοιχεί στον τόπο όπου ο οφειλέτης ασκεί συνήθως τη διοίκηση των συμφερόντων του και, συνεπώς, είναι τόπος αναγνωρίσιμος από τους τρίτους.»

     Β –     Το εθνικό δίκαιο

    6.        Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 382 του Codice di procedura civile (ιταλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) και την πάγια νομολογία των ιταλικών δικαστηρίων, η απόφαση που εκδίδει το Corte di Cassazione επί του προκριματικού ζητήματος της διεθνούς δικαιοδοσίας είναι οριστική και δεσμευτική για το κατώτερο δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση.

    III – Η υπόθεση της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    7.        Σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής, τα πραγματικά περιστατικά έχουν ως εξής:

    8.        Η εταιρία Interedil Srl ιδρύθηκε στην Ιταλία με έδρα τη Monopoli. Στις 18 Ιουλίου 2001 μετέφερε την καταστατική της έδρα στο Λονδίνο. Καταχωρίστηκε στα μητρώα του αγγλικού Εμπορικού Επιμελητηρίου (4) με την προσθήκη της μνείας «FC» (Foreign Company, δηλαδή αλλοδαπή εταιρία). Στις 18 Ιουλίου 2001 στο ιταλικό μητρώο επιχειρήσεων (5) καταχωρίστηκε επίσης η διαγραφή της (6).

    9.        Σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής, η Interedil επισήμανε ότι κατά το χρονικό σημείο της μεταφοράς της έδρας, δηλαδή στις 18 Ιουλίου 2001, προέβη στο Λονδίνο σε εταιρικές πράξεις, μεταξύ των οποίων ήταν η εξαγορά της Interedil Srl από τον βρετανικό όμιλο Canopus και η διαπραγμάτευση και σύναψη συμβάσεων για τη μεταβίβαση της επιχείρησης. Επιπλέον, τα ακίνητα που βρίσκονταν στον Τάραντα της Ιταλίας μεταβιβάστηκαν, μετά από λίγους μήνες, στην εταιρία Windowmist Limited, ως μέρος της μεταβιβασθείσας επιχείρησης.

    10.      Στις 22 Ιουλίου 2002 η Interedil Srl «λύθηκε» και «διαγράφηκε» από το μητρώο επιχειρήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου (7).

    11.      Τον Οκτώβριο του 2003 η Intesa Gestione Crediti Spa υπέβαλε στο Tribunale di Bari αίτηση για την κήρυξη της εταιρίας Interedil σε πτώχευση.

    12.      Η Interedil Srl, υπό εκκαθάριση (στο εξής: Interedil), αντέταξε ότι το ιταλικό αυτό δικαστήριο δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία και ζήτησε τον Δεκέμβριο του 2003 να υποβληθεί το προκριματικό ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας στο ιταλικό Corte die Cassazione. Κατά την Interedil, αφού η καταστατική έδρα της επιχείρησης μεταφέρθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα ιταλικά δικαστήρια δεν έχουν πλέον διεθνή δικαιοδοσία για την κίνηση πτωχευτικής διαδικασίας.

    13.      Το Tribunale di Bari, κρίνοντας την ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ιταλικών δικαστηρίων προδήλως αβάσιμη και θεωρώντας αποδεδειγμένο ότι η εταιρία ήταν σε κατάσταση παύσης των πληρωμών, κήρυξε τον Μάιο του 2004 –χωρίς δηλαδή να αναμείνει την έκβαση της διαδικασίας ενώπιον του Corte di Cassazione σχετικά με το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας– την πτώχευση «της υπό εκκαθάριση εταιρίας Interedil srl, της οποίας η έδρα είναι πλέον στο Λονδίνο, Chelsea Chambers 262 Fulham Road».

    14.      Με δικόγραφο της 18ης Ιουνίου 2004, η Interedil άσκησε ανακοπή κατά της παραπάνω απόφασης για την κήρυξη της πτώχευσης.

    15.      Το Corte di Cassazione, με την υπ’ αριθ. 10606/2005 διάταξη που εξέδωσε στις 20 Μαΐου 2005, αποφάνθηκε ότι διεθνή δικαιοδοσία είχαν τα ιταλικά δικαστήρια. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, τα ακόλουθα στοιχεία αρκούσαν για την ανατροπή του τεκμηρίου του άρθρου 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1346/2000 ότι το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη συμπίπτει με την καταστατική έδρα της εταιρίας: η ύπαρξη στην Ιταλία ακινήτων της Interedil, μια σύμβαση μίσθωσης δύο ξενοδοχειακών συγκροτημάτων και μια σύμβαση με χρηματοπιστωτικό ίδρυμα καθώς και η μη καταχώριση στο μητρώο επιχειρήσεων του Μπάρι της μεταφοράς της έδρας της εταιρίας στο Λονδίνο.

    16.      Το Tribunale di Bari, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Eurofood (8), αμφιβάλλει για την ορθότητα της παραπάνω διάταξης του Corte di Cassazione. Αποφάσισε συνεπώς να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    1)      Πρέπει η έννοια του όρου «κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000, της 29ης Μαΐου 2000, να ερμηνεύεται σύμφωνα με το κοινοτικό ή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο; Σε περίπτωση αποδοχής του πρώτου όρου της διάζευξης, σε τι συνίσταται η έννοια αυτή και ποιοι είναι οι παράγοντες ή τα στοιχεία βάσει των οποίων πρέπει να προσδιορίζεται το «κέντρο των κύριων συμφερόντων»;

    2)      Μπορεί το τεκμήριο που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000, κατά το οποίο «για τις εταιρίες τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας», να ανατρέπεται βάσει της διαπίστωσης ότι ασκείται πραγματική επιχειρηματική δραστηριότητα σε άλλο κράτος και όχι στο κράτος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα της εταιρίας ή είναι αναγκαίο, προκειμένου να ανατραπεί το εν λόγω τεκμήριο, να διαπιστωθεί ότι η εταιρία δεν έχει ασκήσει επιχειρηματική δραστηριότητα στο κράτος στο οποίο έχει την καταστατική έδρα της;

    3)      Αποτελούν η ύπαρξη σε άλλο κράτος και όχι στο κράτος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα της εταιρίας αφενός ακινήτων της εταιρίας και αφετέρου σύμβασης μίσθωσης δύο ξενοδοχειακών συγκροτημάτων, την οποία έχει συνάψει η οφειλέτρια εταιρία με άλλη εταιρία, και σύμβασης που έχει συνάψει η εταιρία με τραπεζικό ίδρυμα επαρκή στοιχεία ή παράγοντες για να γίνει δεκτό ότι ανατρέπεται το τεκμήριο που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 1346/2000 υπέρ της «καταστατικής έδρας» της εταιρίας; Αρκούν τα στοιχεία αυτά για να γίνει δεκτό ότι υπάρχει «εγκατάσταση» της εταιρίας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000;

    4)      Σε περίπτωση που η απόφαση επί του ζητήματος της διεθνούς δικαιοδοσίας την οποία περιέλαβε το ιταλικό Corte di Cassazione στην προαναφερθείσα διάταξη 10606/2005 στηρίζεται σε διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 3 του κανονισμού 1346/2000 από την ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κωλύει το άρθρο 382 του ιταλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, κατά το οποίο το Corte di Cassazione αποφαίνεται οριστικά και δεσμευτικά επί της διεθνούς δικαιοδοσίας, την εφαρμογή της εν λόγω κοινοτικής διάταξης, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο;

    IV – Νομική εκτίμηση

     Α –     Παραδεκτό της αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης

    17.      Πριν εξεταστούν τα προδικαστικά ερωτήματα, πρέπει καταρχάς να διευκρινιστεί αν η αίτηση που υπέβαλε το Tribunale di Bari για την έκδοση προδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή.

    1.       Περιορισμός κατά το άρθρο 68 ΕΚ της εξουσίας των δικαστηρίων να υποβάλλουν αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης

    18.      Το Tribunale di Bari υπέβαλε τα ερωτήματά του στο Δικαστήριο με διάταξη της 6ης Ιουλίου 2009, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Οκτωβρίου 2009. Η Συνθήκη της Λισσαβώνας δεν είχε αρχίσει ακόμη να ισχύει.

    19.      Ο κανονισμός 1346/2000 εκδόθηκε βάσει των άρθρων 61, στοιχείο γ΄, και 67, παράγραφος 1, ΕΚ. Πρόκειται επομένως για νομική πράξη σχετικά με την οποία τα κατώτερα δικαστήρια δεν είχαν, σύμφωνα με το άρθρο 68 ΕΚ, την εξουσία να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα. Όπως εξέθεσε η Επιτροπή, οι αποφάσεις του αιτούντος δικαστηρίου υπόκεινται καταρχήν σε ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου (9). Επομένως, κατά το άρθρο 68 ΕΚ, το αιτούν δικαστήριο δεν είχε την εξουσία να υποβάλει αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης.

    20.      Με την έναρξη πάντως της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας την 1η Δεκεμβρίου 2009, το άρθρο 68 ΕΚ καταργήθηκε, οπότε ο περιορισμός αυτός ως προς την εξουσία υποβολής προδικαστικού ερωτήματος δεν υπάρχει πλέον (10). Όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφαση Weryński, στις περιπτώσεις αυτές το δικαίωμα υποβολής αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει κατά το χρονικό σημείο της έκδοσης της απόφασης του Δικαστηρίου επί της αίτησης αυτής και όχι κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της αίτησης (11). Επομένως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο από την 1η Δεκεμβρίου 2009 να αποφαίνεται επί των αιτήσεων έκδοσης προδικαστικής απόφασης που του υποβάλλουν δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου, και μάλιστα κόμη και στην περίπτωση που η αίτηση έχει περιέλθει στο Δικαστήριο πριν από το χρονικό αυτό σημείο (12). Η αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης δεν είναι συνεπώς απαράδεκτη λόγω έλλειψης εξουσίας του εθνικού δικαστηρίου για την υποβολή τέτοιας αίτησης.

    2.      Απαράδεκτο λόγω μη ύπαρξης της εταιρίας

    21.      Κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου η Interedil (υπό εκκαθάριση) τόνισε ότι τα προδικαστικά ερωτήματα είναι υποθετικής φύσης και επομένως απαράδεκτα, αφού η Interedil δεν υφίσταται πλέον μετά από τη διαγραφή της από τα μητρώα του αγγλικού Εμπορικού Επιμελητηρίου και, επομένως, τα ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στο Δικαστήριο είναι υποθετικής φύσης. Το πρόβλημα αυτό επισήμανε και η Επιτροπή με το υπόμνημά της.

    22.      Στο σημείο αυτό θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (13).

    23.      Από τα στοιχεία που παρέχονται με την αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης δεν προκύπτει προδήλως ότι τα προδικαστικά ερωτήματα δεν έχουν καμία σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Ακόμη και αν η Interedil δεν υφίσταται πλέον, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να προβλέπει η ιταλική νομοθεσία για την περίπτωση αυτή ορισμένες δυνατότητες ικανοποίησης των δανειστών κατ’ εφαρμογή διαδικασίας συμπληρωματικής εκκαθάρισης και να θέλει το αιτούν δικαστήριο, για τον λόγο αυτό, να κινήσει κάποια διαδικασία αφερεγγυότητας.

    3.       Αντιρρήσεις των καθών της κύριας δίκης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης και απάντηση στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα

    24.      Οι καθών της κύριας δίκης υποστηρίζουν την άποψη ότι η αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης είναι απαράδεκτη για τους ακόλουθους περαιτέρω τρεις λόγους. Συναφώς οι καθών αναφέρουν την απόφαση του Corte di Cassazione, το οποίο διαπίστωσε, με δεσμευτική απόφαση επί παρεμπίπτοντος ζητήματος, ότι τα ιταλικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την πτωχευτική διαδικασία. Η εν λόγω απόφαση έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Επομένως, δεν υπάρχει πλέον «εκκρεμής υπόθεση», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

    25.      Επιπλέον, οι καθών της κύριας δίκης επικρίνουν τον τρόπο με τον οποίο είναι διατυπωμένα τα ερωτήματα: από τη διατύπωση του πρώτου και του τέταρτου ερωτήματος δεν προκύπτει καμία αντίθεση μεταξύ των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης και της εφαρμογής τους από τα εθνικά δικαστήρια. Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα καλείται το Δικαστήριο να εφαρμόσει τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στη συγκεκριμένη περίπτωση.

    26.      Με τα τρία πρώτα ερωτήματα το αιτούν δικαστήριο θέτει κατ’ ουσία το ζήτημα της ερμηνείας της έννοιας «κέντρο των κύριων συμφερόντων» του άρθρου 3 του κανονισμού 1346/2000. Το ζήτημα αυτό αποτελεί παραδεκτώς αντικείμενο αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης.

    27.      Στη συνέχεια θα εξετάσω συνεπώς μόνο τις δύο πρώτες αντιρρήσεις των καθών της κύριας δίκης σχετικά με το παραδεκτό, οι οποίες στηρίζονται στην τελεσίδικη απόφαση του Corte die Cassazione.

    28.      Στο πλαίσιο αυτό ενδείκνυται επίσης η εξέταση του τέταρτου ερωτήματος του αιτούντος δικαστηρίου. Με το ερώτημα αυτό το αιτούν δικαστήριο θέτει κατ’ ουσία το ζήτημα αν δεσμεύεται από την κατά το εθνικό δίκαιο δεσμευτική απόφαση του Corte di Cassazione, με την οποία έγινε δεκτό ότι διεθνή δικαιοδοσία έχουν τα ιταλικά δικαστήρια, ακόμη και στην περίπτωση που αποδειχθεί ότι η απόφαση αυτή είναι ασυμβίβαστη με τη νομολογία του Δικαστηρίου. Αν πράγματι δεσμεύεται, τα λοιπά ερωτήματα δεν θα έχουν καμία σημασία για την υπόθεση της κύριας δίκης και επομένως θα είναι απαράδεκτα.

    29.      Κατά το άρθρο 382 του ιταλικού ΚΠολΔ, το κατώτερο δικαστήριο δεσμεύεται από την απόφαση επί του προκριματικού ζητήματος της διεθνούς δικαιοδοσίας την οποία εκδίδει το Corte di Cassazione.

    30.      Το Δικαστήριο έχει δεχτεί ότι ο εθνικός δικονομικός κανόνας που προβλέπει ότι το δικαστήριο στο οποίο έχει αναπεμφθεί η υπόθεση από ανώτερο δικαστήριο που είχε επιληφθεί κατ’ αναίρεση δεσμεύεται από τις νομικές εκτιμήσεις του ανώτερου δικαστηρίου δεν αναιρεί την ευχέρεια των κατώτερων δικαστηρίων να υποβάλλουν στο Δικαστήριο αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης, όταν έχουν αμφιβολίες σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης (14).

    31.      Η ίδια λύση θα πρέπει να ισχύσει και στην υπό εξέταση περίπτωση, όπου πρόκειται για εθνικό δικονομικό κανόνα που αφορά τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων ενός ανώτερου δικαστηρίου που έχει αποφανθεί επί παρεμπίπτοντος ζητήματος σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία.

    32.      Τέλος, ο εθνικός δικαστής, στον οποίο έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, να εφαρμόζει τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, έχει την υποχρέωση, κατά πάγια νομολογία, να εξασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών, αφήνοντας, εν ανάγκη, ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε με οποιαδήποτε άλλη συνταγματική διαδικασία (15). Σε αυτή την κατηγορία εθνικών διατάξεων μπορεί να ανήκει επίσης ένας εθνικός δικονομικός κανόνας όπως ο επίμαχος εν προκειμένω, από τον οποίο προκύπτει η δεσμευτικότητα της απόφασης του ανώτερου δικαστηρίου (16).

    33.      Κατά συνέπεια, κρίσιμη για την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης εξακολουθεί να είναι μόνο η απόφαση του Δικαστηρίου και δεν έχει καμία σημασία συναφώς αν το εθνικό ανώτερο ή ανώτατο δικαστήριο ασχολήθηκε με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο προκριματικού ζητήματος που ανέκυψε κατά την εκδίκαση της οικείας υπόθεσης .

    4.      Συμπέρασμα σε αυτό το στάδιο της ανάλυσης:

    34.      Το πρώτο συμπέρασμα είναι επομένως ότι η αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή.

    35.      Στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση: Δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης το να δεσμεύεται, κατά το εθνικό δικονομικό δίκαιο, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο καλείται να αποφανθεί επί της ουσίας της υπόθεσης κατόπιν της δεσμευτικής προκριματικής απόφασης που εξέδωσε ανώτερο δικαστήριο σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, από τις νομικές εκτιμήσεις του ανώτερου δικαστηρίου, εφόσον το κατώτερο αυτό δικαστήριο κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη την ερμηνεία που έχει δώσει το Δικαστήριο κατόπιν αίτησης του εν λόγω κατώτερου δικαστηρίου, ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης.

     Β –     Προδικαστικά ερωτήματα

    36.      Το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν την ερμηνεία της έννοιας «κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη», η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000: τα ερωτήματα αυτά μπορούν συνεπώς να συνεξεταστούν (βλ. παρακάτω κεφάλαιο 1). Με το τρίτο ερώτημα επιδιώκεται επιπλέον η διασαφήνιση της έννοιας της «εγκατάστασης» του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000 (βλ. παρακάτω κεφάλαιο 2).

    1.      1. Η έννοια «κέντρο των κύριων συμφερόντων» κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000

    37.      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, ρυθμίζει τη διεθνή δικαιοδοσία για την κίνηση μιας διαδικασίας αφερεγγυότητας. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, αρμόδια για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη.

     α)     Αυτόνομος προσδιορισμός του περιεχομένου της έννοιας

    38.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο θέτει το προκαταρκτικό ερώτημα αν η έννοια «κέντρο των κύριων συμφερόντων» πρέπει να ερμηνευθεί ως αυτοτελής έννοια του κανονισμού ή με βάση το εθνικό δίκαιο.

    39.      Κατά πάγια νομολογία, από τις επιτακτικές αρχές αφενός της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και αφετέρου της ισότητας προκύπτει ότι οι έννοιες που περιέχονται σε διάταξη του κοινοτικού δικαίου που δεν παραπέμπει ρητά στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της σημασίας και του περιεχομένου της πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύονται αυτοτελώς και ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, η δε αυτοτελής και ομοιόμορφη ερμηνεία αυτή πρέπει να εξευρίσκεται με γνώμονα αφενός το όλο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω διάταξη και αφετέρου τον σκοπό που επιδιώκεται με την οικεία ρύθμιση (17).

    40.      Έτσι, το Δικαστήριο δέχτηκε επίσης, με την απόφαση στην υπόθεση Eurofood σχετικά με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000, ότι η έννοια του κέντρου των κύριων συμφερόντων προσιδιάζει στον κανονισμό. Ως εκ τούτου, προσλαμβάνει αυτοτελή σημασία και κατά συνέπεια πρέπει να ερμηνεύεται κατά ενιαίο και ανεξάρτητο από τις εθνικές νομοθεσίες τρόπο (18).

     β)     Προσδιορισμός του κέντρου των κύριων συμφερόντων

    41.      Για τις εταιρίες και τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι κέντρο των κύριων συμφερόντων τους είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας τους.

    42.      Το αιτούν δικαστήριο θέτει το ζήτημα της ερμηνείας αφενός της έννοιας «κέντρο των κύριων συμφερόντων» και αφετέρου των κριτηρίων βάσει των οποίων μπορεί να ανατραπεί το τεκμήριο που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού.

    i)      Κρίσιμο χρονικό σημείο

    43.      Η υπό εξέταση υπόθεση έχει δύο ιδιαιτερότητες. Πρώτον, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχει η αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης, η ενδιαφερόμενη εταιρία, κατά το χρονικό σημείο υποβολής της αίτησης κήρυξης σε πτώχευση, είχε ήδη «λυθεί» πριν από ένα και πλέον έτος και είχε «διαγραφεί» από το μητρώο επιχειρήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου. Δεύτερον, η εταιρία είχε μεταφέρει, πριν από τη φάση της εκκαθάρισης, την καταστατική της έδρα από την Ιταλία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επομένως, πρέπει καταρχάς να εξεταστεί ποιες συνέπειες έχει η μεταφορά της έδρας για τον προσδιορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας. Σε δεύτερη φάση θα πρέπει να διευκρινιστεί ποιο είναι το κρίσιμο χρονικό σημείο για τον προσδιορισμό του αρμόδιου για τη διαδικασία αφερεγγυότητας δικαστηρίου, αν η εταιρία έχει διαγραφεί από το μητρώο επιχειρήσεων πολύ πριν από την υποβολή της αίτησης κήρυξης σε κατάσταση παύσης πληρωμών ή σε πτώχευση.

    44.      Στον κανονισμό δεν απαντά καμία ρητή ρύθμιση σχετικά με τη μεταφορά της έδρας. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τη γενική ρύθμιση του άρθρου 3, να θεωρηθεί ως κριτήριο η τελευταία καταστατική έδρα, εκτός αν αποδειχθεί ότι το κέντρο των κύριων συμφερόντων δεν ακολούθησε την αλλαγή της καταστατικής έδρας, αλλά παρέμεινε στο προηγούμενο κράτος, οπότε ανατρέπεται το τεκμήριο που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1.

    45.      Αυτές οι συνέπειες της μεταφοράς της έδρας για τον προσδιορισμό του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία για την πτώχευση μπορούν ενδεχομένως να αποβούν σε βάρος των δανειστών που συνήψαν τις έννομες σχέσεις τους με τον οφειλέτη στο κράτος της προηγούμενης έδρας. Πράγματι, οι δανειστές, κατά τον χρόνο της σύναψης εννόμων σχέσεων με τον οφειλέτη, είχαν την αντίληψη ότι η ενδεχόμενη διαδικασία πτώχευσης του οφειλέτη θα διεξαγόταν σε ορισμένο τόπο, αλλά η αντίληψή τους αυτή αποδεικνύεται εσφαλμένη μετά τη μεταφορά της έδρας. Αν επομένως για τον προσδιορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας ληφθεί υπόψη η μεταφορά της έδρας, ματαιώνονται οι προσδοκίες των δανειστών που βρίσκονται στο κράτος της προηγούμενης έδρας.

    46.      Με τις διατάξεις του κανονισμού 1346/2000 που ρυθμίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία επιδιώκεται βέβαια να παρέχεται στους δυνητικούς δανειστές η δυνατότητα να γνωρίζουν σαφώς εκ των προτέρων ποια έννομη τάξη ρυθμίζει την ενδεχόμενη αφερεγγυότητα που θα βλάψει τα συμφέροντά τους (19). Η διεθνής δικαιοδοσία, η οποία άλλωστε, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, οδηγεί και στην εφαρμογή του ουσιαστικού πτωχευτικού δικαίου του οικείου κράτους, συνδέεται προς τον τόπο που γνωρίζουν οι δυνητικοί δανειστές του οφειλέτη, ώστε να είναι δυνατόν να υπολογιστούν οι νομικοί κίνδυνοι σε περίπτωση αφερεγγυότητας (20).

    47.      Ο νομοθέτης αποδέχεται πάντως με πλήρη επίγνωση το ενδεχόμενο να μετατεθεί εκ των υστέρων, σε περίπτωση αλλαγής της έδρας, η διεθνής δικαιοδοσία για τη διαδικασία αφερεγγυότητας. Αντίθετα από ό,τι το σχέδιο κοινοτικής σύμβασης για την πτώχευση του 1980 (21), ο κανονισμός δεν περιλαμβάνει καμία ειδική ρύθμιση για την περίπτωση μεταφοράς της έδρας που να προβλέπει ότι για μια μεταβατική περίοδο μετά τη μεταφορά της έδρας εξακολουθούν να έχουν δικαιοδοσία και τα δικαστήρια του κράτους της προηγούμενης έδρας.

    48.      Ο κανονισμός, ενώ ανάγει σε μόνο κριτήριο το κέντρο των κύριων συμφερόντων, οπότε η πραγματική μεταφορά του έχει επίσης ως συνέπεια αλλαγή της διεθνούς δικαιοδοσίας για τη διαδικασία αφερεγγυότητας, σέβεται πλήρως τη θεμελιώδη ελευθερία εγκατάστασης, η οποία θα θιγόταν, έμμεσα τουλάχιστον, από μια αυστηρότερη ρύθμιση. Για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί καταρχήν να επιβληθεί ούτε η προϋπόθεση να υφίσταται η νέα έδρα επί ορισμένο χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησης κήρυξης της πτώχευσης. Το αν πρέπει να ισχύει κάτι άλλο σε εξαιρετικές περιπτώσεις –σε περίπτωση άμεσης χρονικής συνέχειας μεταξύ μεταφοράς της έδρας και υποβολής της αίτησης κίνησης της διαδικασίας αφερεγγυότητας– δεν χρειάζεται να εξεταστεί εν προκειμένω, διότι μεταξύ μεταφοράς της έδρας και υποβολής της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας είχε παρέλθει ένα και πλέον έτος.

    49.      Στη συνέχεια απομένει να εξεταστεί ποιο είναι το κρίσιμο χρονικό σημείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην περίπτωση που η εταιρία έχει ήδη διαγραφεί από το μητρώο επιχειρήσεων κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης για την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

    50.      Σε σχέση με μια περίπτωση μεταφοράς της έδρας μετά από την υποβολή της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αλλά πριν από την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας αυτής, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το κράτος της προηγούμενης έδρας εξακολουθεί να έχει δικαιοδοσία για την έκδοση της απόφασης αυτής (22). Επομένως, κρίσιμο για την εξακρίβωση του κέντρου των κύριων συμφερόντων είναι καταρχήν το χρονικό σημείο της υποβολής της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

    51.      Στην προκείμενη όμως περίπτωση, όπου η εταιρία, κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, έχει προ πολλού λυθεί και έχει διαγραφεί από τα μητρώα, ανακύπτει εκ πρώτης όψεως το πρόβλημα ότι, αν θεωρηθεί κρίσιμο το χρονικό σημείο της υποβολής της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, η εταιρία δεν έχει κατά το χρονικό αυτό σημείο συμφέροντα, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού, διότι δεν υφίσταται πλέον.

    52.      Η λύση στο πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να έγκειται, στην περίπτωση αυτή, στην αναγωγή της καταστατικής έδρας σε μόνο κριτήριο και στη στέρηση της δυνατότητας ανατροπής του τεκμηρίου αυτού. Πράγματι, η εταιρία εξακολουθεί να έχει καταστατική έδρα ακόμη και μετά την εκκαθάρισή της. Σε περίπτωση επομένως εκκαθάρισης της εταιρίας, δικαιοδοσία για τη διαδικασία αφερεγγυότητας θα είχε οπωσδήποτε το κράτος μέλος της καταστατικής έδρας.

    53.      Η πολύ ειδική αυτή προσέγγιση δεν είναι όμως τελικά πειστική. Υπέρ αυτής συνηγορεί βέβαια το γεγονός ότι η καταστατική έδρα εξακριβώνεται εύκολα, ακόμη και στην περίπτωση που η εταιρία έχει λυθεί, και ότι η αναγωγή της καταστατικής έδρας σε κριτήριο εν προκειμένω δημιουργεί ασφάλεια δικαίου. Υπέρ της αντίθετης λύσης συνηγορεί όμως το γεγονός ότι η συνέπεια θα ήταν να θεμελιώνεται η διεθνής δικαιοδοσία στην καταστατική έδρα ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες το κέντρο των κύριων συμφερόντων της εταιρίας δεν βρισκόταν ποτέ, πριν από τη λύση της, στον τόπο της καταστατικής έδρας της. Το ενδεχόμενο αυτό πρέπει πάντως να αποκλειστεί, διότι ο κανονισμός, χρησιμοποιώντας την έννοια «κέντρο των κύριων συμφερόντων», ήθελε να αναφερθεί στον τόπο με τον οποίο η εταιρία διατηρεί αντικειμενικά τους στενότερους δεσμούς, πράγμα που πρέπει επίσης να είναι προφανές για τους δανειστές της. Αν π.χ. η καταστατική έδρα της εταιρίας, όταν λειτουργούσε, έπαιζε τον ρόλο απλής γραμματοθυρίδας και, συνεπώς, το κέντρο των κύριων συμφερόντων της βρισκόταν πάντοτε αλλού, δεν θα ήταν αντικειμενικά ορθό να αναχθεί εντούτοις σε κριτήριο, μετά τη λύση της εταιρίας, η καταστατική της έδρα.

    54.      Επομένως, το τεκμήριο του άρθρου 3, παράγραφος 1, μπορεί να ανατραπεί ακόμη και στην περίπτωση εταιρίας που έχει λυθεί, εφόσον αποδεικνύεται ότι η εταιρία, πριν από τη λύση της, δεν είχε το κέντρο των κύριων συμφερόντων της στο κράτος της καταστατικής έδρας της. Στην περίπτωση αυτή κρίσιμος είναι ο τελευταίος τόπος στον οποίο είχε το κέντρο των συμφερόντων της πριν από τη λύση της. Το ζήτημα ποιο είναι συναφώς το κρίσιμο χρονικό διάστημα πρέπει να επιλύεται με βάση μια συνολική αξιολόγηση από τη σκοπιά των δανειστών.

    ii)    Ερμηνεία της έννοιας «κέντρο των κύριων συμφερόντων»

    55.      Στη συνέχεια πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα των κριτηρίων από τα οποία εξαρτάται ο καθορισμός του κέντρου των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000.

    56.      Στο άρθρο 2 του κανονισμού, το οποίο περιέχει τους ορισμούς των σπουδαιότερων εννοιών του κανονισμού, δεν απαντά δυστυχώς κανείς ορισμός του «κέντρου των κύριων συμφερόντων». Η Επιτροπή Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων επέκρινε δικαιολογημένα το γεγονός αυτό κατά τη νομοθετική διαδικασία (23). Μόνο η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αναφέρει ότι το κέντρο των κύριων συμφερόντων «θα πρέπει να αντιστοιχεί στον τόπο όπου ο οφειλέτης ασκεί συνήθως τη διοίκηση των συμφερόντων του και [ο οποίος], συνεπώς, είναι τόπος αναγνωρίσιμος από τους τρίτους».

    57.      Με την απόφαση Eurofood το Δικαστήριο, παραπέμποντας στη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, δέχτηκε τα εξής: «Το κέντρο των κύριων συμφερόντων πρέπει να εντοπίζεται με γνώμονα τόσον αντικειμενικά όσον και αναγνωρίσιμα από τους τρίτους κριτήρια. Η σχετική αντικειμενικότητα και δυνατότητα ελέγχου εκ μέρους των τρίτων είναι αναγκαίες προκειμένου να κατοχυρώνεται η ασφάλεια δικαίου και η προβλεψιμότητα ως προς τον προσδιορισμό του αρμόδιου να κινεί κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας δικαστηρίου» (24). Το Δικαστήριο τόνισε τη σπουδαιότητα της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας ενόψει ακριβώς του ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού, ο προσδιορισμός του αρμόδιου κράτους καθορίζει και το εφαρμοστέο δίκαιο.

    58.      Το κατά το άρθρο 3 τεκμήριο υπέρ της καταστατικής έδρας μπορεί συνεπώς να ανατραπεί μόνον εφόσον από αντικειμενικά και αναγνωρίσιμα από τους τρίτους στοιχεία προκύπτει ότι η κατάσταση δεν είναι, στην πραγματικότητα, αυτή που υποτίθεται ότι αντανακλά ο τόπος της καταστατικής έδρας (25). Ως τέτοιο πιθανό παράδειγμα ανατροπής του τεκμηρίου το Δικαστήριο ανέφερε την περίπτωση εταιρίας που λειτουργεί ως «ταχυδρομική θυρίδα» και δεν ασκεί καμία δραστηριότητα στο έδαφος του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα της (26).

    59.      Το Corte di Cassazione επισημαίνει, με την απόφαση που εξέδωσε σχετικά με το προκριματικό ζήτημα της δικαιοδοσίας, ότι η Interedil δεν ανέπτυξε, μετά τη μεταφορά της έδρας της, καμία δραστηριότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο ούτε πραγματοποίησε συναλλαγές στο κράτος αυτό, όπου άλλωστε δεν έγιναν ούτε καν πράξεις εκκαθάρισης της εταιρίας, πράγμα που σημαίνει ότι το διοικητικό και οργανωτικό κέντρο της εταιρίας δεν μεταφέρθηκε ουσιαστικά στο Λονδίνο.

    60.      Είναι προφανές ότι, αν η εταιρία ούτε πραγματοποιεί συναλλαγές ούτε αναπτύσσει διοικητικές δραστηριότητες στο κράτος της καταστατικής έδρας της, είναι πράγματι δυνατή η ανατροπή του τεκμηρίου του άρθρου 3 του κανονισμού.

    61.      Από το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα συνάγεται πάντως ότι το αιτούν δικαστήριο δεν θεωρεί ότι η Interedil δεν ανέπτυξε καμία δραστηριότητα στη νέα καταστατική έδρα της στο Λονδίνο. Αντίθετα από ό,τι συμβαίνει με την περίπτωση της εταιρίας που λειτουργεί απλώς ως «ταχυδρομική θυρίδα», περίπτωση η οποία αναφέρθηκε στην απόφαση Eurofood ως πιθανό παράδειγμα περίπτωσης στην οποία ανατρέπεται το τεκμήριο, παραμένει συνεπώς το ερώτημα πώς πρέπει να προσδιορίζεται ειδικότερα το κέντρο των κύριων συμφερόντων.

    62.      Συναφώς δεν παρέχει καμία ιδιαίτερη βοήθεια η εξέταση του ιστορικού της έκδοσης του κανονισμού. Από την εξέταση αυτή προκύπτει δηλαδή ότι η συγκεκριμένη ορολογία δημιουργούσε αμφισβητήσεις ήδη κατά τη νομοθετική διαδικασία της έκδοσής του. Το έναυσμα έδωσε μια πρωτοβουλία της Γερμανίας και της Φινλανδίας, η οποία χρησιμοποιούσε τη διατύπωση της σύμβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, η οποία δεν έχει τεθεί σε ισχύ  (27). Η πρόταση αυτή περιελάμβανε, στη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη, έναν ακόμη λεπτομερέστερο ορισμό της έννοιας «κέντρο των κύριων συμφερόντων»: «Ως “κέντρο των κύριων συμφερόντων” νοείται ο τόπος με τον οποίο ο οφειλέτης διατηρεί κατά κανόνα τους στενότερους δεσμούς, στον οποίο επικεντρώνονται οι κάθε είδους επαγγελματικές του σχέσεις και στον οποίο βρίσκονται τα κύρια περιουσιακά στοιχεία του. Ο τόπος αυτός είναι επίσης γνωστότατος στους δανειστές». Τον ορισμό αυτό επέκρινε η αντιπροσωπεία του Λουξεμβούργου, διότι δίδει το προβάδισμα στην περιουσία του οφειλέτη και όχι, όπως πρότεινε η αντιπροσωπεία αυτή, στις δραστηριότητες του οφειλέτη ή στη διοίκηση της περιουσίας του (28).

    63.      Αφού ακόμη και για το τροποποιημένο σχέδιο (29) της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου διατυπώθηκαν επικρίσεις (30), ο νομοθέτης αποφάσισε να περιλάβει την πρώτη περίοδο του σημείου 75 της επεξηγηματικής έκθεσης της σύμβασης για την αφερεγγυότητα (31) στη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη, οπότε ανήγαγε σε κριτήριο τον τόπο της διοίκησης των συμφερόντων του οφειλέτη.

    64.      Λόγω όλων αυτών των εννοιολογικών ασαφειών, το Δικαστήριο, με την απόφαση Eurofood, ανήγαγε ορθά σε βασικό κριτήριο την οπτική γωνία των δανειστών (32). Το Δικαστήριο στηρίζεται συναφώς στο γράμμα της δέκατης τρίτης αιτιολογικής σκέψης, όπου γίνεται λόγος για «τόπο αναγνωρίσιμο από τους τρίτους». Οι δυνητικοί δανειστές πρέπει να έχουν εκ των προτέρων τη δυνατότητα να γνωρίζουν ποιο κράτος μέλος έχει δικαιοδοσία –κατά την κρατούσα κατάσταση– για την ενδεχόμενη διαδικασία αφερεγγυότητας και συγχρόνως ποιο δίκαιο θα ρυθμίζει τη διαδικασία αυτή.

    65.      Για τον εντοπισμό του κέντρου των κύριων συμφερόντων, είναι επομένως αναγκαία μια συνολική αξιολόγηση από τη σκοπιά των δανειστών. Όπως τόνισε και ο γενικός εισαγγελέας F.G. Jacobs με τις προτάσεις του στην υπόθεση Eurofood, κάθε περίπτωση πρέπει να επιλύεται σε συνάρτηση με τις ιδιαιτερότητές της (33).

    66.      Επομένως, αποκλείεται εκ των προτέρων οποιαδήποτε γενικής ισχύος χωριστή εξέταση καθενός από τους παράγοντες αυτούς. Ούτε ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η ακίνητη περιουσία της αφερέγγυας οφειλέτριας ούτε ο τόπος στον οποίο βρίσκονται τα μίσθια, για τα οποία η οφειλέτρια έχει συνάψει συμβάσεις μίσθωσης με άλλη εταιρία, ούτε άλλωστε η ύπαρξη σύμβασης της αφερέγγυας εταιρίας με χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που βρίσκεται σε ορισμένο κράτος μέλος αποτελούν, καθεαυτά, παράγοντες που καθιστούν δυνατό τον αυτόματο προσδιορισμό του κέντρου των κύριων συμφερόντων.

    67.      Όπως προέκυψε από τη σύντομη αναφορά στο ιστορικό της έκδοσης του κανονισμού, ο νομοθέτης δεν θέλησε εξάλλου, κατά τον ορισμό του κέντρου των κύριων συμφερόντων, να χρησιμοποιήσει ως κριτήριο την κύρια περιουσία του οφειλέτη. Επομένως, αποκλείεται να αναχθεί σε κριτήριο μόνο ο τόπος στον οποίο βρίσκονται τα κύρια περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας. Αυτό άλλωστε είναι πολύ λογικό, διότι πολλές φορές δεν είναι εύκολο για τους τρίτους να γνωρίζουν πού έχει ο οφειλέτης τα κύρια περιουσιακά στοιχεία του, ιδιαίτερα μάλιστα όταν τα περιουσιακά αυτά στοιχεία είναι εγκατεσπαρμένα σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη.

    68.      Κατά την αναγκαία συνολική εξέταση πρέπει, αντίθετα, να λαμβάνονται πάντοτε υπόψη, με δεδομένο αφενός το μαχητό τεκμήριο του άρθρου 3, παράγραφος 1, και αφετέρου το γράμμα της δέκατης τρίτης αιτιολογικής σκέψης, η οποία ανάγει σε κριτήριο τη διοίκηση των συμφερόντων του οφειλέτη, οι δραστηριότητες που αναπτύσσει η εταιρία στον τόπο της καταστατικής της έδρας κατά τρόπο αντικειμενικά αναγνωρίσιμο από τους τρίτους.

    69.      Αν η κεντρική διοίκηση μιας εταιρίας βρίσκεται στον τόπο της καταστατικής της έδρας, αν δηλαδή βρίσκεται εκεί το όργανο διαχείρισής της και κατευθύνει από εκεί τις τύχες της εταιρίας, την οποία είναι επίσης σαφές ότι εκπροσωπεί προς τα έξω, δεν έχει σημασία από την άποψη της οικονομίας του κανονισμού, όσον αφορά τον προσδιορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας, πού βρίσκονται τα κυριότερα περιουσιακά στοιχεία ή οι κυριότερες εγκαταστάσεις της εταιρίας. Το τεκμήριο του άρθρου 3, παράγραφος 1, και η σύνδεση με την καταστατική έδρα στηρίζονται στην πρόθεση να αναχθεί ο τόπος στον οποίο βρίσκεται κανονικά η κεντρική διοίκηση της εταιρίας σε σημείο αναφοράς αναγνωρίσιμο και από τους τρίτους. Η επεξηγηματική έκθεση για τη σύμβαση, από την οποία προέρχεται η διατύπωση της δέκατης τρίτης αιτιολογικής σκέψης, στηρίζεται στην αντίληψη ότι η καταστατική έδρα συμπίπτει συνήθως με την κύρια έδρα του οφειλέτη (34). Άρα, αν η κεντρική διοίκηση βρίσκεται πράγματι στην καταστατική έδρα, αποκλείεται εκ των προτέρων να είναι άλλος ο τόπος των κύριων συμφερόντων.

    70.      Κατά συνέπεια, μόνο στην περίπτωση που ο τόπος της κεντρικής διοίκησης δεν βρίσκεται, από την οπτική γωνία των δανειστών, στην καταστατική έδρα μπορεί να τεθεί ζήτημα ανατροπής του τεκμηρίου του άρθρου 3, παράγραφος 1, με το να ληφθεί επίσης υπόψη ο τόπος στον οποίο βρίσκονται η περιουσία της εταιρίας ή οι εγκαταστάσεις της ή αναπτύσσονται οι επιχειρηματικές δραστηριότητές της. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει ενδεχομένως να λαμβάνονται υπόψη ορισμένοι άλλοι αντικειμενικοί παράγοντες, οι οποίοι πρέπει επίσης να εξετάζονται από την οπτική γωνία των δανειστών, προκειμένου να προσδιορίζεται η διεθνής δικαιοδοσία για τη διαδικασία αφερεγγυότητας. Καταρχάς πρέπει πάντως να πραγματοποιείται μια συνολική αξιολόγηση της συγκεκριμένης περίπτωσης.

    71.      Στην υπόθεση της κύριας δίκης η οφειλέτρια, μετά τη μεταφορά της έδρας της, ανέπτυξε προφανώς μόνο δραστηριότητες ως προς την εκκαθάρισή της. Ακόμη και οι δικαιοπραξίες και οι ενέργειες που γίνονται στο πλαίσιο της εκκαθάρισης έχουν καταρχήν σημασία για τον προσδιορισμό του κέντρου των κύριων συμφερόντων της εταιρίας. Τέλος, ακόμη και η μεταφορά μιας εταιρίας σε άλλο κράτος μέλος ενόψει εκκαθάρισής της στο κράτος αυτό καλύπτεται από τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται με το δίκαιο της Ένωσης. Αν δηλαδή η διενέργεια αυτών των πράξεων εκκαθάρισης πραγματοποιήθηκε από τη νέα καταστατική έδρα και τούτο ήταν σαφές προς τα έξω, αυτό σημαίνει ότι η διοίκηση των κύριων συμφερόντων της εταιρίας κατά τον κρίσιμο χρόνο πριν από τη λύση της έγινε στην καταστατική έδρα της, οπότε αποκλείεται η ανατροπή του τεκμηρίου του άρθρου 3, παράγραφος 1.

    72.      Σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση δεν πρέπει να εξεταστεί το πρόβλημα της μεταφοράς του κέντρου των κύριων συμφερόντων η οποία αποσκοπεί στην αποφυγή της εφαρμογής των διατάξεων του κράτους προέλευσης που ρυθμίζουν την αφερεγγυότητα και την ευθύνη ή στη ματαίωση της δυνατότητας των δανειστών να ικανοποιηθούν από την περιουσία της εταιρίας. Το ζήτημα αν η μεταφορά αυτή μπορεί να συνιστά κατάχρηση δικαιώματος θέτει ορισμένα ενδιαφέροντα ζητήματα εξισορρόπησης μεταξύ αφενός των θεμελιωδών ελευθεριών του οφειλέτη και αφετέρου της προστασίας των δανειστών και της αποφυγής του ενδεχομένου του «forum shopping», στο οποίο αναφέρεται η τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (35). Δεδομένου όμως ότι το αιτούν δικαστήριο δεν έχει υποβάλει κανένα τέτοιο ερώτημα και δεδομένου ότι τα περιγραφέντα πραγματικά περιστατικά δεν παρέχουν επαρκείς ενδείξεις για καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, η υπό κρίση υπόθεση δεν προσφέρεται για μια ολοκληρωμένη εξέταση των ζητημάτων αυτών.

    73.      Ομοίως, δεν χρειάζεται να εξεταστεί –αφού το αιτούν δικαστήριο δεν υπέβαλε κανένα σχετικό ερώτημα– ένα ζήτημα που ανακύπτει από την ανάγνωση της απόφασης που εξέδωσε το Corte di Cassatione επί του προκριματικού ζητήματος στην υπόθεση της κύριας δίκης. Με την απόφαση αυτή επισημαίνεται ότι το ιταλικό μητρώο δεν ενημερώθηκε για τη μεταφορά της έδρας. Στην αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης αναφέρεται όμως ότι η Interedil διαγράφηκε από το ιταλικό μητρώο στις 18 Ιουλίου 2001. Αν μια εταιρία, κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της αίτησης κήρυξης σε παύση πληρωμών ή σε πτώχευση, είναι καταχωρισμένη στα μητρώα δύο κρατών μελών, ενδέχεται να δημιουργούνται, από την οπτική γωνία των δανειστών, προβλήματα εικονικότητας. Αφού όμως το αιτούν δικαστήριο λαμβάνει ως δεδομένο ότι η εταιρία διαγράφηκε από το ιταλικό μητρώο, δεν υπάρχει κανείς λόγος να εξεταστεί το ζήτημα αυτό περισσότερο.

     γ)     Συμπέρασμα σε αυτό το στάδιο της ανάλυσης

    74.      Επομένως, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα και στο πρώτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

    Ο όρος «κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000, έχει αυτοτελή έννοια και πρέπει συνεπώς να ερμηνεύεται ομοιόμορφα και ανεξάρτητα από τις εθνικές νομοθεσίες.

    75.      Το γεγονός ότι ορισμένα ακίνητα της εταιρίας βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος και όχι στο κράτος μέλος της καταστατικής έδρας της και ότι η οφειλέτρια εταιρία έχει συνάψει με άλλη εταιρία σύμβαση μίσθωσης δύο ξενοδοχειακών συγκροτημάτων και σύμβαση με χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν αρκεί για την ανατροπή του τεκμηρίου που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 1346/2000 υπέρ της «καταστατικής έδρας» της εταιρίας. Είναι απαραίτητη μια γενική θεώρηση του ζητήματος, προκειμένου να διαπιστώνεται, με βάση αντικειμενικά και συγχρόνως αναγνωρίσιμα από τους τρίτους κριτήρια, σε ποιον τόπο διαχειρίζεται η εταιρία τα συμφέροντά της. Αν η κεντρική διοίκηση βρίσκεται πράγματι στον τόπο της καταστατικής έδρας, δεν επιτρέπεται να γίνει δεκτό ότι ο τόπος των κύριων συμφερόντων είναι αλλού.

    2.       Η έννοια «εγκατάσταση» κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000

    76.      Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο θέτει το ζήτημα των περιστάσεων που πρέπει να συντρέχουν για να μπορεί να γίνει λόγος για «εγκατάσταση» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000. Αν δηλαδή αποδεικνυόταν ότι το κέντρο των κύριων συμφερόντων της Interedil δεν βρισκόταν στην Ιταλία και, επομένως, τα ιταλικά δικαστήρια δεν είχαν δικαιοδοσία για την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, στην Ιταλία θα μπορούσε να διεξαχθεί, το πολύ, μια δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, προϋπόθεση είναι να έχει η Interedil εγκατάσταση στην Ιταλία. Αρκούν, για να υπάρχει εγκατάσταση, η ύπαρξη ακινήτων στη χώρα αυτή, η ύπαρξη σύμβασης μίσθωσης δύο ξενοδοχειακών συγκροτημάτων και μια σύμβαση της εταιρίας με χρηματοπιστωτικό ίδρυμα;

    77.      Κατά το άρθρο 2, στοιχείο η΄, του κανονισμού 1346/2000, ως «εγκατάσταση» νοείται κάθε τόπος στον οποίο ο οφειλέτης ασκεί οιαδήποτε μη προσωρινή οικονομική δραστηριότητα, για την οποία χρησιμοποιεί τον ανθρώπινο παράγοντα αλλά και περιουσιακά στοιχεία.

    78.      Επομένως, ο κανονισμός 1346/2000 επαναλαμβάνει τη διατύπωση της Σύμβασης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, της 23ης Νοεμβρίου 1995. Στην επεξηγηματική έκθεση της σύμβασης αυτής εκτίθενται τα εξής: «Ως “τόπος άσκησης δραστηριοτήτων” νοείται ο τόπος στον οποίο αναπτύσσονται εντός της αγοράς (δηλαδή προς τα έξω) οικονομικές δραστηριότητες, είτε εμπορικής ή βιομηχανικής φύσης είτε δραστηριότητες ελεύθερου επαγγελματία. Το γεγονός ότι η οικονομική δραστηριότητα προϋποθέτει τη χρησιμοποίηση προσωπικού σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει κάποια τουλάχιστον μορφή οργάνωσης. Ο τόπος στον οποίο ασκούνται δραστηριότητες ευκαιριακά μόνο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως εγκατάσταση. Προϋπόθεση είναι επίσης κάποια διάρκεια. […] Το κρίσιμο στοιχείο είναι πώς εμφανίζεται η δραστηριότητα προς τα έξω και όχι ποιος είναι ο σκοπός που επιδιώκει με αυτήν ο οφειλέτης» (36).

    79.      Όπως ακριβώς και για την ανατροπή του τεκμηρίου του άρθρου 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού, έτσι και για το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεν αρκεί η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων. Το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει, αντίθετα, να εξετάσει αν χρησιμοποιούνταν προσωπικό και αν υπήρχε κάποια τουλάχιστον μορφή οργάνωσης.

    80.      Επομένως, στο δεύτερο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η εξής απάντηση:

    Το γεγονός ότι ορισμένα ακίνητα της εταιρίας βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος και όχι στο κράτος μέλος της καταστατικής έδρας της και ότι η οφειλέτρια εταιρία έχει συνάψει με άλλη εταιρία σύμβαση μίσθωσης δύο ξενοδοχειακών συγκροτημάτων και σύμβαση με χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι η εταιρία διαθέτει «εγκατάσταση» στο κράτος αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000, μόνο στην περίπτωση που τα εν λόγω στοιχεία συναρτώνται, μεμονωμένα ή από κοινού, χάρη σε ορισμένη οργανωτική δομή που έχει σχεδιαστεί για να διαρκέσει, προς ένα τόπο στον οποίο ο οφειλέτης ασκεί μη προσωρινή οικονομική δραστηριότητα, για την οποία χρησιμοποιεί προσωπικό αλλά και περιουσιακά στοιχεία.

    V –    Συμπέρασμα

    81.      Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στην αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης:

    1. Ο όρος «κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, έχει αυτοτελή έννοια και πρέπει συνεπώς να ερμηνεύεται ομοιόμορφα και ανεξάρτητα από τις εθνικές νομοθεσίες.

    2. Το γεγονός ότι ορισμένα ακίνητα της εταιρίας βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος και όχι στο κράτος μέλος της καταστατικής έδρας της και ότι η οφειλέτρια εταιρία έχει συνάψει με άλλη εταιρία σύμβαση μίσθωσης δύο ξενοδοχειακών συγκροτημάτων και σύμβαση με χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν αρκεί για την ανατροπή του τεκμηρίου που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 1346/2000 υπέρ της «καταστατικής έδρας» της εταιρίας. Είναι απαραίτητη μια γενική θεώρηση του ζητήματος, προκειμένου να διαπιστώνεται, με βάση αντικειμενικά και συγχρόνως αναγνωρίσιμα από τους τρίτους κριτήρια, σε ποιον τόπο διαχειρίζεται η εταιρία τα συμφέροντά της. Αν η κεντρική διοίκηση βρίσκεται πράγματι στον τόπο της καταστατικής έδρας, δεν επιτρέπεται να γίνει δεκτό ότι ο τόπος των κύριων συμφερόντων είναι αλλού.

    3. Το γεγονός ότι ορισμένα ακίνητα της εταιρίας βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος και όχι στο κράτος μέλος της καταστατικής έδρας της και ότι η οφειλέτρια εταιρία έχει συνάψει με άλλη εταιρία σύμβαση μίσθωσης δύο ξενοδοχειακών συγκροτημάτων και σύμβαση με χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι η εταιρία διαθέτει «εγκατάσταση» στο κράτος αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 1346/2000, μόνο στην περίπτωση που τα εν λόγω στοιχεία συναρτώνται, μεμονωμένα ή από κοινού, χάρη σε ορισμένη οργανωτική δομή που έχει σχεδιαστεί για να διαρκέσει, προς ένα τόπο στον οποίο ο οφειλέτης ασκεί μη προσωρινή οικονομική δραστηριότητα, για την οποία χρησιμοποιεί προσωπικό αλλά και περιουσιακά στοιχεία.

    4. Δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης το να δεσμεύεται, κατά το εθνικό δικονομικό δίκαιο, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο καλείται να αποφανθεί επί της ουσίας της υπόθεσης κατόπιν της δεσμευτικής προκριματικής απόφασης που εξέδωσε ανώτερο δικαστήριο σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, από τις νομικές εκτιμήσεις του ανώτερου δικαστηρίου, εφόσον το κατώτερο αυτό δικαστήριο κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη την ερμηνεία που έχει δώσει το Δικαστήριο κατόπιν αίτησης του εν λόγω κατώτερου δικαστηρίου, ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης.


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


    2 – ΕΕ L 160, σ. 1. Ο κανονισμός ισχύει σήμερα όπως έχει τροποποιηθεί με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 210/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 2010 (ΕΕ L 65, σ. 1).


    3 – Ο κανονισμός 1346/2000 δεν ισχύει, κατά την τριακοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη του, για τη Δανία και η ισχύς του περιορίζεται, κατά τα λοιπά, από το άρθρο 44, το οποίο ρυθμίζει τη σχέση του με άλλες συμβάσεις των κρατών μελών.


    4 – Companies House.


    5 – Το Tribunale di Bari θεωρεί προφανώς παράνομη τη διαγραφή αυτή, αν και δεν εξηγεί ακριβώς το γιατί.


    6 – Registro delle imprese.


    7 – Στο ιταλικό πρωτότυπο της αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης: «chiusa e dunque cancellata dal Registro delle Imprese».


    8 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 2006, C‑341/04, Eurofood IFSC (Συλλογή 2006, σ. I-3813).


    9 – Κατά το άρθρο 18 του ιταλικού Legge Fallimentare (Πτωχευτικού Νόμου), όπως τροποποιήθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 169, της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, κατά της απόφασης του Tribunale di Bari μπορούν να ασκηθούν ένδικα μέσα.


    10 – Όσον αφορά τη μεταβατική ρύθμιση, βλ. την υποσημείωση 4 των προτάσεων που ανέπτυξα στις 2 Σεπτεμβρίου 2010 στην υπόθεση C-283/09, Weryński (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στη Συλλογή).


    11 – Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, C-283/09, Weryński (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 30)· βλ. επίσης και τις προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 10 προτάσεις μου στην ίδια υπόθεση (σημεία 23 έως 25).


    12 – Απόφαση Weryński (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψη 31).


    13 – Πάγια νομολογία: βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C‑77/09, Gowan Comércio (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 25).


    14 – Απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2010, C‑173/09, Elchinov (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 25).


    15 – Απόφαση Elchinov (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 31, όπου γίνεται παραπομπή στην απόφαση της 9ης Μαρτίου 1978, 106/77, Simmenthal, Συλλογή τόμος 1978, σ. 239, σκέψη 24, και στην απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, C‑314/08, Filipiak, Συλλογή 2009, σ. I‑11049, σκέψη 81).


    16 – Βλ. επ’ αυτού την απόφαση Elchinov (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 31).


    17 – Αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2007, C‑195/06, Österreichischer Rundfunk (Συλλογή 2007, σ. I‑8817, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 29ης Οκτωβρίου 2009, C‑174/08, NCC Construction Danmark (Συλλογή 2009, σ. I‑10567, σκέψη 24).


    18 – Απόφαση Eurofood IFSC (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 31).


    19 – Βλ. τις προτάσεις που ανέπτυξε ο γενικός εισαγγελέας F.G. Jacobs στις 27 Σεπτεμβρίου 2005 στην υπόθεση Eurofood IFSC (σημείο 118).


    20 – Βλ. προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 19 προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F.G. Jacobs στην υπόθεση Eurofood IFSC (σημείο 122).


    21 – Βλ. άρθρα 6 και 7 του σχεδίου Σύμβασης για τις διαδικασίες πτώχευσης και άλλες διαδικασίες αφερεγγυότητας του 1980 [EG-Dok. III/D/72/80-DE, όπως περιλαμβάνεται στο: Gerhard Kegel (επιμ.) και Jürgen Thieme (επιμ. αναθ.), VorschlägeundGutachtenzumEntwurfeinesEG-Konkursübereinkommens, Tübingen 1988.


    22 – Απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2006, C‑1/04, Staubitz-Schreiber (Συλλογή 2006, σ. I‑701, σκέψη 29).


    23 – Η κριτική αυτή περιέχεται στην έκθεση για την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, την οποία συνέταξε η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς (εισηγητής ο Kurt Lechner), έγγραφο A5-0039/2000, με την οποία προτάθηκε η προσθήκη του ακόλουθου ορισμού στο άρθρο 2 του κανονισμού: «Ως “κέντρο των κύριων συμφερόντων” νοείται ο τόπος από τον οποίο κυρίως συνάπτει ο οφειλέτης τις επαγγελματικές του σχέσεις ή ασκεί άλλες οικονομικές δραστηριότητες και με τον οποίο διατηρεί αντικειμενικά τους στενότερους δεσμούς».


    24 – Απόφαση Eurofood IFSC (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 33).


    25 – Απόφαση Eurofood IFSC (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 34).


    26 – Απόφαση Eurofood IFSC (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψεις 34 και 35).


    27 – Πρωτοβουλία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Δημοκρατίας της Φινλανδίας για την έκδοση κανονισμού του Συμβουλίου περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο στις 26 Μαΐου 1999 (ΕΕ C 221, σ. 8).


    28 – Σημείωμα της αντιπροσωπείας του Λουξεμβούργου, έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 10342/99, της 20ής Ιουλίου 1999.


    29 – Βλ. έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 9934/1/99, της 29ης Ιουλίου 1999, με νέα διατύπωση στο έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 9934/2/99, της 22ας Οκτωβρίου 1999.


    30 – Για παράδειγμα, η βρετανική αντιπροσωπεία χαρακτήρισε τον ορισμό αυτό προβληματικό, διότι ο οφειλέτης μπορεί να φροντίζει τα συμφέροντά του έχοντας ως βάση διαφόρους τόπους και διότι, επιπλέον, τα κριτήρια προσδιορισμού των «κύριων» συμφερόντων είναι ασαφή (βλ. έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 10683/99, της 13ης Σεπτεμβρίου 1999).


    31 – Virgós, M., και Schmit, E., Επεξηγηματική έκθεση για τη σύμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έγγραφο αριθ. 6500/1/96 REV 1, σημείο 75.


    32 – Η έννοια «δανειστές» πρέπει εδώ να ερμηνευθεί ευρέως και να θεωρηθεί ότι καλύπτει επίσης τους μισθωτούς της επιχείρησης.


    33 – Βλ. προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 19 προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F.G. Jacobs στην υπόθεση Eurofood IFSC (σημείο 125).


    34 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 31 επεξηγηματική έκθεση για τη σύμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας (σημείο 75).


    35 – Βλ. επ’ αυτού και τις αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1999, C‑212/97, Centros (Συλλογή 1999, σ. I‑1459), της 5ης Νοεμβρίου 2002, C‑208/00, Überseering (Συλλογή 2002, σ. I-9919), και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑167/01, Inspire Art (Συλλογή 2003, σ. I-10155).


    36 – Επεξηγηματική έκθεση (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 31, σημείο 71).

    Top