Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CC0265

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Bot της 6ης Μαΐου 2010.
    Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) κατά BORCO-Marken-Import Matthiesen GmbH & Co. KG.
    Αίτηση αναιρέσεως - Κοινοτικό σήμα - Αίτηση καταχωρίσεως του εικονιστικού σημείου "α" - Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου - Διακριτικός χαρακτήρας - Σήμα που αποτελείται από ένα μεμονωμένο γράμμα.
    Υπόθεση C-265/09 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-08265

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2010:256

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    YVES BOT

    της 6ης Μαΐου 2010 (1)

    Υπόθεση C‑265/09 P

    Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

    κατά

    BORCO-Marken-Import Matthiesen GmbH & Co KG

    «Αίτηση αναιρέσεως – Κοινοτικό σήμα – Σημείο αποτελούμενο από γράμμα – Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου – Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄ – Διακριτικός χαρακτήρας – Μέθοδος εκτιμήσεως – Συγκεκριμένη εξέταση σε σχέση με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η καταχώριση»





    1.        Μπορεί το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (2), να αποκλείσει εκ προοιμίου την καταχώριση ως κοινοτικού σήματος γράμματος χωρίς την προσθήκη κάποιου γραφιστικού στοιχείου, χωρίς να παραβιάσει τον εν λόγω κανονισμό;

    2.        Αυτό είναι κατ’ ουσίαν το ερώτημα που γεννά η παρούσα αίτηση αναιρέσεως του ΓΕΕΑ κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2009, T-23/07, BORCO-Marken-Import Matthiesen κατά ΓΕΕΑ (α) (3).

    3.        Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Πρωτοδικείο δέχθηκε την προσφυγή που είχε ασκήσει η επιχείρηση BORCO-Marken-Import Matthiesen GmbH & Co. KG (στο εξής: BORCO) με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του τέταρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 30ής Νοεμβρίου 2006 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση καταχωρίσεως του σήματος «α» λόγω ελλείψεως διακριτικού χαρακτήρα, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού. Πράγματι, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η μέθοδος την οποία ακολούθησε το ΓΕΕΑ προκειμένου να εκτιμήσει τον διακριτικό χαρακτήρα του εν λόγω σημείου δεν ήταν σύμφωνη προς την προαναφερθείσα διάταξη, καθόσον το ΓΕΕΑ δεν διενήργησε συγκεκριμένη εξέταση του διακριτικού χαρακτήρα του επίδικου σημείου σε σχέση με τα προϊόντα για τα οποία είχε ζητηθεί η καταχώριση. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι το ΓΕΕΑ θα πρέπει να επανεξετάσει την αίτηση καταχωρίσεως.

    4.        Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, καθόσον το ΓΕΕΑ δεν υποχρεούνταν, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Πρωτοδικείο, να προβεί σε ανάλογο έλεγχο σχετικά με το επίδικο σημείο.

    5.        Με τις παρούσες προτάσεις μου θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι οι επικρίσεις τις οποίες διατυπώνει το ΓΕΕΑ κατά της συλλογιστικής του Πρωτοδικείου είναι αβάσιμες. Πράγματι, θα εξηγήσω ότι, αφής στιγμής τα γράμματα μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού, να καταχωριστούν ως κοινοτικά σήματα, η εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα τους κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού πρέπει να διενεργείται εντός του πλαισίου κάθε συγκεκριμένης υποθέσεως, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των προϊόντων για τα οποία έχει ζητηθεί η καταχώριση. Συμφωνώ συνεπώς με το Πρωτοδικείο ότι το ΓΕΕΑ, παραλείποντας να προβεί σε συγκεκριμένη εξέταση του διακριτικού χαρακτήρα του επίδικου σημείου, σε τελική ανάλυση, στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, εξαίρεσε a priori από την καταχώριση τα γράμματα χωρίς προσθήκη γραφιστικού στοιχείου, και συνεπώς παραβίασε τον κανονισμό. Κατά συνέπεια, θα προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.

    I –    Το νομοθετικό πλαίσιο

    6.        Όπως ορίζει το άρθρο 4 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σημεία που δύνανται να συνιστούν κοινοτικό σήμα»:

    «Μπορεί να αποτελέσει κοινοτικό σήμα οποιοδήποτε σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ιδίως λέξεις, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων των προσώπων, σχέδια, γράμματα, αριθμοί, το σχήμα προϊόντος ή της συσκευασίας του, υπό την προϋπόθεση ότι τα σημεία αυτά είναι ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων».

    7.        Το άρθρο 7 του κανονισμού, το οποίο απαριθμεί τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου, προβλέπει τα ακόλουθα:

    «1.      Δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση:

    […]

    β)      τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα·

    […]».

    8.        Οι δύο αυτές διατάξεις είναι απολύτως ταυτόσημες με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, αντιστοίχως, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (4).

    II – Ιστορικό της διαφοράς

    9.        Τα πραγματικά περιστατικά, όπως προκύπτουν από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.

    10.      Στις 14 Σεπτεμβρίου 2005, η BORCO υπέβαλε στο ΓΕΕΑ αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, βάσει του κανονισμού. Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ως εικονιστικού σήματος, είναι το σημείο:

    Image not found

    11.      Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος υπάγονται στην κλάση 33 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας που αφορά τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Αλκοολούχα ποτά, πλην του ζύθου, οίνοι, αφρώδεις οίνοι και ποτά με βάση τον οίνο».

    12.      Με απόφαση της 31ης Μαΐου 2006, ο εξεταστής απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως λόγω ελλείψεως διακριτικού χαρακτήρα του σημείου, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94. Ο εξεταστής έκρινε ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συνιστούσε πιστή αναπαραγωγή του ελληνικού πεζού γράμματος «α», χωρίς γραφιστική αλλοίωση, και ότι οι ελληνόφωνοι αγοραστές δεν θα διέκριναν στο σημείο αυτό την ένδειξη της εμπορικής προελεύσεως των προϊόντων που διαλαμβάνονται στην αίτηση καταχωρίσεως.

    13.      Στις 15 Ιουνίου 2006, η BORCO άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ κατά της αποφάσεως αυτής. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, με το αιτιολογικό ότι το σημείο εστερείτο του απαιτούμενου βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού διακριτικού χαρακτήρα.

    III – Διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    14.      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Φεβρουαρίου 2007, η BORCO άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Οι λόγοι προσφυγής αφορούσαν παράβαση τριών διατάξεων του κανονισμού, και συγκεκριμένα του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, και του άρθρου 12.

    15.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και διέταξε το ΓΕΕΑ να επανεξετάσει την αίτηση καταχωρίσεως υπό το φως του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

    IV – Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και αιτήματα των διαδίκων

    16.      Με αίτηση αναιρέσεως που κατατέθηκε στις 15 Ιουλίου 2009, το ΓΕΕΑ ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως της BORCO, ή, επικουρικώς να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, το ΓΕΕΑ ζητεί από το Δικαστήριο να καταδικάσει την BORCO στα έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

    17.      Η BORCO ζητεί να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

    V –    Η αίτηση αναιρέσεως

    18.      Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσφέρει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποφανθεί επί της αρχής όσον αφορά τη μέθοδο που πρέπει να χρησιμοποιεί το ΓΕΕΑ για την εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα σημείου που αποτελείται από ένα μόνο γράμμα, χωρίς προσθήκη κάποιου γραφιστικού στοιχείου, προκειμένου να καταχωριστεί ως κοινοτικό σήμα. Η κρίση του Δικαστηρίου θα πρέπει να θέσει τέλος στη διάσταση απόψεων που έχει ανακύψει για το ζήτημα αυτό μεταξύ του ΓΕΕΑ και του Γενικού Δικαστηρίου.

    19.      Πράγματι, το ΓΕΕΑ, κατά πάγια τακτική, απορρίπτει τις αιτήσεις καταχωρίσεως μεμονωμένων γραμμάτων ως κοινοτικά σήματα με την αιτιολογία ότι, κατά την άποψή του, στερούνται διακριτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού. Η πρακτική αυτή αναφέρεται ρητώς στο σημείο 7.5.3 των οδηγιών σχετικά με τις ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίες (μέρος Β με τίτλο «Εξέταση») (5), το οποίο έχει ως εξής:

    «[…]

    […] το [ΓΕΕΑ] κρίνει απαράδεκτη, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του [κανονισμού], την καταχώριση μεμονωμένων γραμμάτων ή αριθμών. Αυτό δικαιολογείται ιδίως λόγω του περιορισμένου αριθμού γραμμάτων ή αριθμών που είναι διαθέσιμα για άλλους εμπόρους. Για παράδειγμα, έχει απορριφθεί η καταχώριση του αριθμού “7” για αυτοκίνητα οχήματα […].

    Εντούτοις, μεμονωμένα γράμματα ή αριθμοί μπορούν να καταχωριστούν αν έχουν υποστεί γραφιστική αλλοίωση σε βαθμό τέτοιο ώστε η συνολική γραφιστική εντύπωση να υπερισχύει της απλής παραστάσεως του γράμματος ή του αριθμού. Για παράδειγμα, έχει γίνει δεκτή η καταχώριση των ακόλουθων σημείων:

    –        […] Image not found

    –        […]Image not found

    –        […] Image not found

    –        […] Image not found

    Τα σημεία αυτά μπορούν να καταχωρηθούν αν δεν αναπαράγουν απλώς τον αριθμό ή το γράμμα με διαφορετική γραμματοσειρά».

    20.      Στο πλαίσιο αυτό, το ΓΕΕΑ έχει απορρίψει την καταχώριση των κεφαλαίων γραμμάτων «I» και «E», αποφάσεις τις οποίες ακύρωσε το Πρωτοδικείο με τις αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 2007, IVG Immobilien κατά ΓΕΕΑ (I) (6), και της 9ης Ιουλίου 2008, Hartmann κατά ΓΕΕΑ (E) (7).

    21.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως και με τις δύο προηγούμενες αποφάσεις, το Πρωτοδικείο διατυπώνει αυστηρή κριτική κατά της μεθόδου που ακολουθεί το ΓΕΕΑ για την εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα σημείου που αποτελείται από ένα μόνο γράμμα χωρίς προσθήκη γραφιστικού στοιχείου.

    22.      Οι επικρίσεις του Πρωτοδικείου αφορούν, κατ’ αρχάς, τις σκέψεις 17 έως 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως με τις οποίες το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα μεμονωμένα γράμματα, όπως το επίδικο, πρέπει να θεωρηθεί ότι στερούνται διακριτικού χαρακτήρα στο μέτρο που δεν προστίθενται στοιχεία γραφιστικής παραστάσεως.

    23.      Με τη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εξέφρασε την άποψη ότι, με μια τέτοια ανάλυση, το ΓΕΕΑ, εμμέσως πλην σαφώς, έκρινε, κατά παράβαση του άρθρου 4 του κανονισμού, ότι το επίμαχο γράμμα δεν παρουσίαζε αυτό καθαυτό τον ελάχιστο διακριτικό χαρακτήρα που απαιτείται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού. Με τη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε, μεταξύ άλλων, ότι, κατά πάγια νομολογία, η καταχώριση ενός σημείου ως σήματος δεν εξαρτάται από τη διαπίστωση ενός συγκεκριμένου επιπέδου δημιουργικότητας ή καλλιτεχνικής φαντασίας εκ μέρους του δικαιούχου του σήματος, αλλά από την ικανότητα του σημείου να εξατομικεύσει τα προϊόντα του αιτούντος την καταχώριση του σήματος σε σχέση προς τα προϊόντα που προσφέρουν οι ανταγωνιστές του.

    24.      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το τμήμα προσφυγών δεν προέβη σε συγκεκριμένη εξέταση του επίμαχου σημείου ως προς το ζήτημα αυτό. Ειδικότερα, έκρινε ότι το τμήμα προσφυγών έπρεπε να διαπιστώσει, προβαίνοντας σε συγκεκριμένη εξέταση των δυνητικών ικανοτήτων του σημείου του οποίου είχε ζητηθεί η καταχώριση, κατά πόσον ήταν αδύνατον να μπορεί το σημείο να διακρίνει, στην αντίληψη του μέσου ελληνόφωνου καταναλωτή, τα προϊόντα της BORCO από τα προϊόντα άλλης προελεύσεως.

    25.      Η κριτική αυτή κορυφώνεται στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως με την οποία το Πρωτοδικείο επεσήμανε ότι η «καταρχήν άρνηση αναγνωρίσεως οποιουδήποτε διακριτικού χαρακτήρα στα μεμονωμένα γράμματα, διατυπωθείσα έτσι χωρίς επιφύλαξη και χωρίς πραγματοποίηση [ανάλογης] συγκεκριμένης εξετάσεως […], προσκρούει στο γράμμα του άρθρου 4 του κανονισμού 40/94, που συγκαταλέγει τα γράμματα μεταξύ των σημείων που μπορούν να αποτελέσουν σήματα, εφόσον είναι κατάλληλα για να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από αυτά που προσφέρουν άλλες επιχειρήσεις».

    26.      Το Πρωτοδικείο εξέτασε τον τρόπο με τον οποίο το ΓΕΕΑ εκτίμησε και αιτιολόγησε την απουσία διακριτικού χαρακτήρα του επίδικου σημείου, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, σημείο β΄, του κανονισμού, ιδίως με τις σκέψεις 53 έως 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, οι οποίες έχουν ως εξής:

    «53      Τέταρτον, το τμήμα προσφυγών, στη σκέψη 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι το κοινό αναφοράς θα προσλάβει “ίσως” το γράμμα “α” ως αναφορά στην ποιότητα (ποιότητα “A”), ένδειξη μεγέθους ή προσδιορισμό μιας κατηγορίας ή ενός είδους οινοπνευματωδών ποτών, όπως αυτά που διαλαμβάνονται στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος.

    54      Το ΓΕΕΑ δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι το τμήμα προσφυγών, κρίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, διενήργησε συγκεκριμένη εξέταση του διακριτικού χαρακτήρα του επίδικου σημείου. Πράγματι, πέραν του ότι έχει τον χαρακτήρα αμφιβολίας οπότε στερείται κάθε αξίας, ο ισχυρισμός αυτός δεν αφορά κανένα συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό που να μπορεί να δικαιολογήσει το συμπέρασμα ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση θα προσληφθεί από το ενδιαφερόμενο κοινό ως αναφορά στην ποιότητα, ένδειξη μεγέθους ή προσδιορισμό κατηγορίας ή είδους για τα προϊόντα που διαλαμβάνονται στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα απόφαση E, σκέψη 44). Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν απέδειξε την έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

    […]

    56      Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι, συνάγοντας την έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα του κατατεθέντος σημείου από την απουσία και μόνον γραφικών αλλοιώσεων ή διακοσμητικών στοιχείων σε σχέση με τη γραμματοσειρά Times New Roman, χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένη εξέταση της ικανότητάς του να διακρίνει, στην αντίληψη του κοινού αναφοράς, τα επίμαχα προϊόντα από αυτά που προέρχονται από τους ανταγωνιστές της [BORCO], το τμήμα προσφυγών προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του [κανονισμού].»

    27.      Το ΓΕΕΑ προβάλλει ένα μόνο λόγο αναιρέσεως αντλούμενο από εσφαλμένη ερμηνεία εκ μέρους του Πρωτοδικείου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού. Ειδικότερα, το ΓΕΕΑ βάλλει κατά της συλλογιστικής που εξέθεσε το Πρωτοδικείο με τις προαναφερθείσες σκέψεις 54 και 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

    28.      Ο λόγος αυτός υποδιαιρείται σε τρία σκέλη.

    29.      Πρώτον, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, δεν υποχρεούται πάντα να εξετάζει συγκεκριμένα τα διάφορα προϊόντα και υπηρεσίες των οποίων ζητείται η καταχώριση, προκειμένου να εκτιμήσει τον διακριτικό χαρακτήρα του οικείου σημείου. Δεύτερον, το ΓΕΕΑ προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι παρέβλεψε τη φύση της εκτιμήσεως την οποία επιβάλλει η εν λόγω διάταξη. Πράγματι, η εξέταση του διακριτικού χαρακτήρα συνιστά απόφαση που βασίζεται σε προγνώσεις και επομένως έχει πάντα χαρακτήρα πιθανολογήσεως. Τρίτον, το ΓΕΕΑ φρονεί ότι το Πρωτοδικείο αλλοίωσε την κατανομή του βάρους αποδείξεως σε σχέση με την εξέταση του διακριτικού χαρακτήρα του επίδικου σημείου.

    30.      Κατ’ ουσίαν, για την εξέταση αυτού του μοναδικού λόγου, το Δικαστήριο θα χρειαστεί να αποφανθεί σχετικά με τη μέθοδο που πρέπει να ακολουθεί το ΓΕΕΑ στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, για την εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα του σημείου του οποίου ζητείται η καταχώριση.

     Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αντλείται από αλλοίωση, από το Πρωτοδικείο, της μεθόδου εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα του επίδικου σημείου, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού

    31.      Για τη θεμελίωση του πρώτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν υποχρεούται πάντα να προβαίνει σε συγκεκριμένη εξέταση των διαφόρων προϊόντων και υπηρεσιών τα οποία αφορά η αίτηση καταχωρίσεως, προκειμένου να εκτιμήσει τον διακριτικό χαρακτήρα του οικείου σημείου δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, σημείο β΄, του κανονισμού. Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, μπορεί να βασιστεί σε γενικές διαπιστώσεις σχετικές με την αντίληψη του καταναλωτή.

    32.      Φρονώ ότι το πρώτο αυτό σκέλος είναι αβάσιμο.

    33.      Πράγματι, οι επικρίσεις που διατυπώνει το ΓΕΕΑ έναντι του Πρωτοδικείου οφείλονται σε σύγχυση μεταξύ του γράμματος και του πνεύματος του άρθρου 4 και του γράμματος και του πνεύματος του άρθρου 7, παράγραφος 1, σημείο β΄, του κανονισμού.

    34.      Κατά πάγια νομολογία, η βασική λειτουργία του σήματος είναι να εγγυάται στον καταναλωτή ή τον τελικό χρήστη την ταυτότητα καταγωγής του φέροντος το σήμα προϊόντος ή υπηρεσίας, αφού του δίνει τη δυνατότητα να διακρίνει, χωρίς κίνδυνο συγχύσεως, το εν λόγω προϊόν ή την υπηρεσία από αυτά που έχουν άλλη προέλευση (8).

    35.      Το άρθρο 4 του κανονισμού προβλέπει ότι μπορεί να αποτελέσει κοινοτικό σήμα οποιοδήποτε σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ιδίως λέξεις, σχέδια, γράμματα, αριθμοί, το σχήμα προϊόντος ή της συσκευασίας του, υπό την προϋπόθεση ότι τα σημεία αυτά είναι ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων.

    36.      Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς ότι ένα γράμμα είναι δυνατόν να καταχωριστεί ως κοινοτικό σήμα, ότι μπορεί, δηλαδή, καθεαυτό, να έχει διακριτικό χαρακτήρα. Συνεπώς, μολονότι ευλόγως μπορεί να τεθεί το ερώτημα αν είναι δυνατόν να καταχωριστεί ως σήμα ένα χρώμα, ένας ήχος ή μια οσμή, ανάλογο ερώτημα δεν τίθεται όσον αφορά ένα γράμμα.

    37.      Εντούτοις, αυτό δεν αρκεί για να εξασφαλιστεί η καταχώριση γράμματος ως κοινοτικό σήμα. Το ΓΕΕΑ θα πρέπει επίσης να εξετάσει αν υπάρχουν απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου της καταχωρίσεως, και ιδίως να διενεργήσει την εξέταση που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, το οποίο επιτάσσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εκτίμηση in concreto του διακριτικού χαρακτήρα του οικείου σημείου σε συσχετισμό με τη συγκεκριμένη κλάση προϊόντων, δηλαδή της ικανότητας του σημείου να αποτελέσει ένδειξη καταγωγής των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση.

    38.      Αυτό απαιτεί συγκεκριμένη εξέταση, στο πλαίσιο της οποίας το ΓΕΕΑ υπέχει συγκεκριμένες υποχρεώσεις και η έκταση της οποίας έχει διευκρινιστεί σε μεγάλο βαθμό από το Δικαστήριο.

    39.      Εξετάζοντας τη νομολογία του Δικαστηρίου, μπορεί κανείς να συμφωνήσει χωρίς μεγάλη δυσκολία με τη συλλογιστική που ακολούθησε το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 54 και 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και να απορρίψει το επιχείρημα που προβάλλει το ΓΕΕΑ για τη θεμελίωση του πρώτου σκέλους.

    40.      Πράγματι, όσον αφορά το άρθρο 3 της οδηγίας, η διατύπωση του οποίου είναι η ίδια με τη διατύπωση του άρθρου 7 του κανονισμού, το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει επανειλημμένα ότι η εξέταση που διενεργείται όταν υποβληθεί αίτηση καταχωρίσεως δεν πρέπει να είναι ακροθιγής, ότι η εξέταση των λόγων απαραδέκτου που παρατίθενται στο άρθρο 3 της οδηγίας πρέπει να είναι αυστηρή, πλήρης και να γίνεται σε βάθος, ενώ η αρμόδια αρχή δεν μπορεί, προς τούτο, να προβεί σε εξέταση in abstracto (9).

    41.      Κατά το Δικαστήριο, οι απαιτήσεις αυτές δικαιολογούνται λόγω της φύσεως του ελέγχου, ο οποίος είναι κατά κύριο λόγο προληπτικός, καθώς και λόγω του ευρέος φάσματος μέσων νομικής προστασίας που διαθέτουν οι αιτούντες όταν το ΓΕΕΑ απορρίπτει την αίτηση καταχωρίσεως σήματος. Το ζητούμενο είναι να αποφευχθεί, για λόγους ασφάλειας δικαίου και χρηστής διοικήσεως, η αδικαιολόγητη καταχώριση σημάτων. Το Δικαστήριο λαμβάνει επίσης υπόψη τον αριθμό και τον λεπτομερή χαρακτήρα των εμποδίων για την καταχώριση, τα οποία προβλέπονται στα άρθρα 2 και 3 της οδηγίας (κατ’ αναλογία, άρθρα 4 και 7 του κανονισμού). Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι αρκεί να είναι εφαρμοστέος ένας από τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου για να μην μπορεί το οικείο σημείο να καταχωριστεί ως κοινοτικό σήμα. Κατά την ίδια έννοια, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, όπως επεσήμανε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι ένας ελάχιστος διακριτικός χαρακτήρας αρκεί για να μην εφαρμοστεί ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου τον οποίο προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού.

    42.      Κατά συνέπεια, εφόσον η καταχώριση ενός σήματος ζητείται πάντοτε σε σχέση με συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες, το Δικαστήριο κρίνει ότι το ζήτημα αν το σήμα εμπίπτει σε έναν από τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως, όπως ο λόγος που αντλείται από την ανυπαρξία διακριτικού χαρακτήρα, πρέπει να αξιολογείται in concreto σε σχέση με κάθε ένα από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες των οποίων ζητείται η καταχώριση (10). Μολονότι το έργο αυτό μπορεί πράγματι να αποδειχθεί δυσχερές για ορισμένα σήματα, εντούτοις το Δικαστήριο δεν δέχεται ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χρησιμοποιούν ως πρόσχημα τις δυσχέρειες αυτές προκειμένου να κρίνουν ότι τα σήματα αυτά στερούνται a priori διακριτικού χαρακτήρα (11).

    43.      Κατά την ίδια έννοια, το Δικαστήριο εμμένει στην τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογίας την οποία υπέχει κάθε αρμόδια αρχή. Όπως υπενθύμισε πρόσφατα, το καθήκον αυτό πρέπει να επιτρέπει την αποτελεσματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στους αιτούντες (12). Ειδικότερα, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η απόφαση της αρμόδιας αρχής περί απορρίψεως της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος πρέπει να αιτιολογείται για κάθε ένα από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες (13).

    44.      Στο σημείο αυτό ανακύπτει ενδεχομένως το ερώτημα αν η εξέταση του διακριτικού χαρακτήρα ενός μεμονωμένου γράμματος, χωρίς προσθήκη γραφιστικού στοιχείου βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, δικαιολογεί εξέταση ελαστικότερη από αυτόν που απαιτεί το Δικαστήριο.

    45.      Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική. Όπως ορθώς επεσήμανε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η εν λόγω διάταξη δεν κάνει διάκριση μεταξύ των σημείων διαφορετικής φύσεως από την άποψη της εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα τους. Όπως ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, τα κριτήρια εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα των σημάτων που αποτελούνται από ένα μεμονωμένο γράμμα είναι τα ίδια με εκείνα που εφαρμόζονται στις άλλες κατηγορίες σημάτων.

    46.      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται να θεωρηθεί ότι το επιχείρημα του ΓΕΕΑ ότι δεν υποχρεούται πάντοτε να πραγματοποιεί συγκεκριμένη εξέταση των διαφόρων προϊόντων και υπηρεσιών τα οποία αφορά η αίτηση καταχωρίσεως, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα του οικείου σημείου σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία του Δικαστηρίου.

    47.      Εφόσον, κατά το άρθρο 4 του κανονισμού, τα γράμματα περιλαμβάνονται στα σημεία που μπορούν να καταχωριστούν ως σήματα, η εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα τους κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού πρέπει να διενεργείται στο πλαίσιο κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των προϊόντων τα οποία αφορά η αίτηση καταχωρίσεως.

    48.      Όπως όμως επεσήμανε το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 53 έως 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, είναι προφανές ότι το ΓΕΕΑ, εκτιμώντας ότι το «κοινό αναφοράς θα προσλάβει “ίσως” το γράμμα “α” ως αναφορά στην ποιότητα (ποιότητα “A”), ένδειξη μεγέθους ή προσδιορισμό μιας κατηγορίας ή ενός είδους οινοπνευματωδών ποτών, όπως αυτά που διαλαμβάνονται στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος», προφανώς δεν προέβη σε εξέταση σύμφωνη με τις απαιτήσεις τις οποίες προβλέπει η νομολογία του Δικαστηρίου, αλλά σε ακροθιγή εξέταση στο πλαίσιο της οποίας η μνεία της ενδείξεως μεγέθους είναι, κατά τη γνώμη μου, αλυσιτελής όσον αφορά την κλάση προϊόντων για την οποία υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως.

    49.      Εντούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι το γράμμα «α» πρέπει να καταχωριστεί εν προκειμένω ως σήμα για οινοπνευματώδη ποτά. Σημαίνει απλώς ότι, πρώτον, το ΓΕΕΑ θα έπρεπε να εξετάσει in concreto τον διακριτικό χαρακτήρα του επίδικου σημείου σε σχέση με τα προϊόντα που αναφέρονταν στην αίτηση καταχωρίσεως και να αιτιολογήσει συναφώς την απορριπτική απόφασή του και, δεύτερον, ότι δεν μπορούσε, χωρίς να παραβιάσει τον κανονισμό, να εισαγάγει, στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄ του κανονισμού, a priori εξαίρεση γράμματος χωρίς προσθήκη γραφιστικού στοιχείου από την καταχώριση.

    50.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι το ΓΕΕΑ εφάρμοσε εσφαλμένα το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού.

    51.      Ενόψει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει ως αβάσιμο το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως του ΓΕΕΑ το οποίο αντλείται από αλλοίωση, από το Πρωτοδικείο, της μεθόδου εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα του επίδικου σημείου, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο β΄ του κανονισμού.

     Επί του δεύτερου σκέλους, το οποίο αντλείται από την αλλοίωση, από το Πρωτοδικείο, της φύσεως της εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα του επίδικου σημείου, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού

    52.      Για τη θεμελίωση του δεύτερου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο αλλοίωσε τη φύση της εξετάσεως του διακριτικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού. Πράγματι, το ΓΕΕΑ υπενθυμίζει ότι πρόκειται για εξέταση a priori, και συνεπώς η απόφαση την οποία λαμβάνει ενέχει πάντοτε χαρακτήρα αμφιβολίας.

    53.      Φρονώ ότι και το δεύτερο αυτό σκέλος μπορεί να απορριφθεί βάσει των προεκτεθέντων.

    54.      Πράγματι, το ΓΕΕΑ επικαλείται τον προληπτικό χαρακτήρα της εξετάσεως την οποία υποχρεούται να διενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, για να δικαιολογήσει την ακροθιγή εξέταση στην οποία προέβη και να εξηγήσει τις αμφιβολίες τις οποίες εμπεριέχουν οι αιτιολογίες της αποφάσεώς του. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, και προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ένα σήμα να καταχωρίζεται αδικαιολόγητα ενώ ένα άλλο να απορρίπτεται εξίσου αδικαιολόγητα, το Δικαστήριο απαιτεί από το ΓΕΕΑ να προβαίνει σε αυστηρή, σε βάθος και πλήρη εξέταση των λόγων απαραδέκτου τους οποίους προβλέπει το άρθρο 7 του κανονισμού.

    55.      Κατά συνέπεια, οι επικρίσεις τις οποίες διατυπώνει το ΓΕΕΑ έναντι της αναλύσεως του Πρωτοδικείου δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Για τον λόγο αυτό, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου ως αβάσιμο.

     Επί του τρίτου λόγου που αντλείται από παράβαση των κανόνων περί βάρους αποδείξεως

    56.      Για τη θεμελίωση του τρίτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, το ΓΕΕΑ βασίζεται στην απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2007, C-238/06 P, Develey κατά ΓΕΕΑ (14) και υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο αλλοίωσε, με τη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το βάρος αποδείξεως του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού. Το ΓΕΕΑ ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο έσφαλε κρίνοντας ότι το ΓΕΕΑ υποχρεούται πάντοτε να διαπιστώνει την απουσία διακριτικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά.

    57.      Φρονώ ότι και αυτό το τρίτο σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

    58.      Αφενός, το ΓΕΕΑ ερμηνεύει εσφαλμένα τη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Πράγματι, με τη σκέψη αυτή, το Γενικό Δικαστήριο απλώς διαπίστωσε την ανυπαρξία συγκεκριμένης εξέτασης του διακριτικού χαρακτήρα του επίδικου σημείου σε σχέση με τα προϊόντα τα οποία αφορούσε η αίτηση καταχωρίσεως και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το τμήμα προσφυγών δεν απέδειξε την έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου είχε ζητηθεί η καταχώριση. Επιχειρηματολογώντας με αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως παρέβλεψε τους κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως, αλλά εφάρμοσε, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τους κανόνες σχετικά με την εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα των σημείων, τους οποίους προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού.

    59.      Αφετέρου, μολονότι είναι αλήθεια ότι, σύμφωνα με την προαναφερθείσα απόφαση Develey κατά ΓΕΕΑ, ο αιτών είναι εκείνος που υποχρεούται να προσκομίσει συγκεκριμένες και στοιχειοθετημένες ενδείξεις που να αποδεικνύουν ότι, παρά την ανάλυση του τμήματος προσφυγών, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση έχει εγγενή διακριτικό χαρακτήρα, το ΓΕΕΑ πρέπει εντούτοις να έχει εκπληρώσει το καθήκον του εξετάζοντας και αιτιολογώντας το ότι το επίμαχο σημείο στερείται διακριτικού χαρακτήρα. Θεωρώ, συνεπώς, ιδιαίτερα δύσκολο να γίνει δεκτό ότι το ΓΕΕΑ μπορεί να βασιστεί σε αυτή τη νομολογία προκειμένου να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχει σύμφωνα, ιδίως, με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού.

    60.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το τρίτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως που προβάλλει το ΓΕΕΑ είναι αβάσιμο.

    61.      Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να κηρύξει αβάσιμο τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως που προβάλλει το ΓΕΕΑ, ο οποίος αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, και να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως.

    VI – Πρόταση

    62.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

    «1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    2)      Καταδικάζει το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) στα δικαστικά έξοδα.»


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


    2 – ΕΕ 1994, L 11, σ. 1, κανονισμός όπως τροποποιήθηκε (στο εξής: κανονισμός). Ο κανονισμός αυτός τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1), που άρχισε να ισχύει στις 13 Απριλίου 2009 και συνεπώς δεν είναι εφαρμοστέος στην κρινόμενη διαφορά.


    3 – Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.


    4 – ΕΕ 1989, L 40, σ. 1, στο εξής: οδηγία.


    5 – Δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο του ΓΕΕΑ, στη διεύθυνση: http://oami.europa.eu/ows/rw/resource/documents/CTM/guidelines/examination_fr.pdf. (Σ.τ.Μ.: Η μετάφραση στα ελληνικά είναι ανεπίσημη).


    6 – T-441/05 (Συλλογή 2007, σ. II‑1937).


    7 – T‑302/06.


    8 – Απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑39/97, Canon (Συλλογή 1998, σ. I‑5507, σκέψη 28).


    9 – Βλ. αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2004, C‑363/99, Koninklijke KPN Nederland (Συλλογή 2004, σ. I‑1619, σκέψη 31), και της 15ης Φεβρουαρίου 2007, C‑239/05, BVBA Management, Training en Consultancy (Συλλογή 2007, σ. I‑1455, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    10 – Προαναφερθείσα απόφαση BVBA Management, Training en Consultancy (σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    11 – Βλ., σε σχέση με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, ιδίως, απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C‑468/01 P έως C‑472/01 P, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2004, σ. I‑5141, σκέψη 36).


    12 – Διάταξη της 18ης Μαρτίου 2010, C‑282/09 P, CFCMCEE κατά ΓΕΕΑ (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    13 – Όπ.π. (σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    14 – Συλλογή 2007, σ. Ι-9375, σκέψη 50.

    Top