Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CC0263

    Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 27ης Ιανουαρίου 2011.
    Edwin Co. Ltd κατά Γραφείον εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).
    Αίτηση αναιρέσεως - Κοινοτικό σήμα - Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 - Άρθρο 52, παράγραφος 2, στοιχείο α΄ - Κοινοτικό λεκτικό σήμα "ELIO FIORUCCI" - Αίτηση κηρύξεως ακυρότητας στηριζόμενη σε δικαίωμα επί ονόματος κατά το εθνικό δίκαιο - Έλεγχος της ερμηνείας και της εφαρμογής του εθνικού δικαίου από το Γενικό Δικαστήριο - Εξουσία του Γενικού Δικαστηρίου να μεταρρυθμίσει την απόφαση του τμήματος προσφυγών - Όρια.
    Υπόθεση C-263/09 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2011 I-05853

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2011:30

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    JULIANE KOKOTT

    της 27ης Ιανουαρίου 2011 (1)

    Υπόθεση C‑263/09 P

    Edwin Co. Ltd


    «Αίτηση αναιρέσεως – Κοινοτικό σήμα – Λεκτικό σήμα “ELIO FIORUCCI”– Δικαίωμα στο όνομα – Υποβολή αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας εκ μέρους του φορέα του ιδίου ονόματος, το οποίο εμπεριέχεται στο σήμα – Άρθρο 52, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 – Απόρριψη της αιτήσεως αυτής από το τμήμα προσφυγών – Έλεγχος της εφαρμογής εθνικού δικαίου από το Γενικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο»





    I –    Eισαγωγή

    1.        Η αναιρεσείουσα, η Edwin Co. Ltd., και ο Elio Fiorucci διαφωνούν ως προς το ποιος μπορεί να είναι ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος ELIO FIORUCCI. Ο Ε. Fiorucci επικαλείται ιταλικούς κανόνες δικαίου, οι οποίοι, κατά τη γνώμη του, παρέχουν αποκλειστικά σ’ αυτόν το δικαίωμα να καταχωρίσει το επίδικο σήμα.

    2.        Κατ’ αρχάς, ο Ε. Fiorucci και η αναιρεσείουσα υπήρξαν αντίδικοι σε διαδικασία περί κηρύξεως της ακυρότητας του σήματος και σε διαδικασία προσφυγής ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (στο εξής: ΓΕΕΑ). Στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών, ο Ε. Fiorucci επικαλέστηκε το δικαίωμά του στο όνομά του, το οποίο, κατά το ιταλικό δίκαιο, απολαύει ειδικής προστασίας. Αμφισβητήθηκε κυρίως το αν υφίσταται η προστασία αυτή και αν ο Ε. Fiorucci μπορεί –σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (2) σε συνδυασμό με το ιταλικό δίκαιο– να απαγορεύσει σε τρίτον να καταστεί δικαιούχος του κοινοτικού λεκτικού σήματος ELIO FIORUCCI. Κατά την ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασία, δεν επικράτησε η νομική άποψη που υποστήριξε ο Ε. Fiorucci.

    3.        Mε την απόφαση της 14ης Μαΐου 2009, Fiorucci κατά ΓΕΕΑ (3) (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), το Πρωτοδικείο (νυν Γενικό Δικαστήριο) ακύρωσε την επίδικη απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ «καθόσον εμπεριέχει νομικά εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 3, του Codice della Proprietà Industriale (ιταλικού κώδικα βιομηχανικής ιδιοκτησίας,) [στο εξής: CPI]» (σημείο 1 του διατακτικού). Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εξετάζεται και ερμηνεύεται η εν λόγω ιταλική διάταξη σε συνδυασμό με το άρθρο 52, παράγραφος 2, στοιχείο α´, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94, όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: κανονισμός 40/94).

    4.        Η αναιρεσείουσα βάλλει κατά της αποφάσεως αυτής και προσάπτει, πρωτίστως, στο Πρωτοδικείο ότι προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του προαναφερθέντος ιταλικού κανόνα δικαίου.

    5.        Το ερώτημα όμως που ανακύπτει είναι αν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί ζητημάτων ερμηνείας εθνικών κανόνων.

    II – Το νομικό πλαίσιο

     Α –     Το δίκαιο της Ένωσης

    1.      Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ)

    6.        Το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ ορίζει τα εξής:

    «Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνει το Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο και ειδικευμένα δικαστήρια. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των Συνθηκών.

    Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.»

    2.      Η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)

    7.        Το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει τα εξής:

    «Οι αποφάσεις που εκδίδει το Γενικό Δικαστήριο [...] υπόκεινται σε αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία περιορίζεται σε νομικά ζητήματα, σύμφωνα με τους όρους και τους περιορισμούς που προβλέπονται από τον Οργανισμό.»

    8.        Το άρθρο 263 ΣΛΕΕ προβλέπει τα εξής:

    «Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ελέγχει τη νομιμότητα των νομοθετικών πράξεων, των πράξεων του Συμβουλίου, της Επιτροπής, και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εκτός των συστάσεων και γνωμών, και των πράξεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που παράγουν νομικά αποτελέσματα έναντι τρίτων. Ελέγχει επίσης τη νομιμότητα των πράξεων των λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων.

    Για τον σκοπό αυτό, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί προσφυγών που ασκούνται από κράτος μέλος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, λόγω αναρμοδιότητος, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβάσεως των Συνθηκών ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της ή λόγω καταχρήσεως εξουσίας.

    […]»

    3.      Ο Οργανισμός του Δικαστηρίου

    9.        Το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου (4) ορίζει τα εξής:

    «Η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Ως λόγοι αναιρέσεως επιτρέπεται να προβάλλονται αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, πλημμέλειες κατά την ενώπιόν του διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος και παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από το Γενικό Δικαστήριο.»

    4.      Ο κανονισμός 40/94

     Το εφαρμοστέο κείμενο του κανονισμού 40/94

    10.      Από απόψεως ουσιαστικού δικαίου, καθοριστική σημασία στην υπό κρίση υπόθεση έχει ο κανονισμός 40/94, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως επί της προσφυγής.

    11.      Το τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ στηρίχθηκε στη νομική και πραγματική κατάσταση που ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς του (5). Η ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή ασκήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 (6), κατά της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών. Το ζήτημα αν η απόφαση αυτή ενέχει νομική πλημμέλεια μπορούσε να κριθεί μόνον επί τη βάσει της νομικής καταστάσεως που ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως του τμήματος προσφυγών (7). Επομένως, το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε, κατά τον έλεγχό του, στο κείμενο του κανονισμού 40/94 που ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της επί της προσφυγής αποφάσεως του τμήματος προσφυγών (8). Το κείμενο αυτό τυγχάνει εφαρμογής και στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

     Οι διατάξεις που ασκούν επιρροή

    12.      Το άρθρο 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 (9) προβλέπει τα εξής:

    «Ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του, μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από ανταγωγή στο πλαίσιο αγωγής για παραποίηση/απομίμηση:

    […]

    γ)      εάν το σήμα, λόγω της χρήσης που γίνεται από τον δικαιούχο, ή με τη συγκατάθεσή του, για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει καταχωρηθεί, ενδέχεται να παραπλανήσει το κοινό, ιδίως ως προς τη φύση, την ποιότητα ή τη γεωγραφική προέλευση των προϊόντων ή υπηρεσιών αυτών.»

    13.      Το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (10) ορίζει τα εξής:

    «Το κοινοτικό σήμα κηρύσσεται επίσης άκυρο μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση ή απομίμηση όταν η χρήση του μπορεί να απαγορευθεί, δυνάμει ενός άλλου προγενέστερου δικαιώματος και ιδίως:

    α)      δικαιώματος στο όνομα

    β)      δικαιώματος στην εικόνα

    γ)      δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας

    δ)       δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας

    σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία ή με το εθνικό δίκαιο που διέπει την προστασία του.»

    14.      Το άρθρο 63 του κανονισμού 40/94 (11) ορίζει τα εξής:

    «1) Οι αποφάσεις που εκδίδουν επί προσφυγής τα τμήματα προσφυγών υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    2) Προσφυγή επιτρέπεται για λόγους αναρμοδιότητας, παράβασης ουσιώδους τύπου, παράβασης της Συνθήκης, του παρόντος κανονισμού ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικά με την εφαρμογή τους [(12)] ή για κατάχρηση εξουσίας.

    3) Το Δικαστήριο μπορεί, όχι μόνο να ακυρώσει, αλλά και να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

    […]

    6) Το Γραφείο υποχρεούται να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου.»

    5.      Ο κανονισμός (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (13) (στο εξής: κανονισμός εφαρμογής)

    15.      Επαναλαμβάνονται εν προκειμένω διατάξεις του κανονισμού εφαρμογής, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων (14) καθώς και κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως επί της προσφυγής (15).

    16.      Με τον τίτλο «Aίτηση για την κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας», ο κανόνας 37 ορίζει τα εξής:

    «Η προς το Γραφείο αίτηση για την κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας σύμφωνα με το άρθρο 55 του κανονισμού περιέχει:

    […]

    β) όσον αφορά τους λόγους επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση,

    […]

    iii) σε περίπτωση αίτησης δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού, στοιχεία από τα οποία να προκύπτει το δικαίωμα που προβάλλεται ως λόγος ακυρότητας καθώς και τα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει [(16)] ότι ο αιτών είναι κάτοχος προγενέστερου δικαιώματος, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού, ή ότι νομιμοποιείται, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, να επικαλεστεί αυτό το δικαίωμα.

    […]»

     Β –     Το εθνικό δίκαιο

    17.      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, του CPI (17), στην εφαρμοστέα εν προκειμένω εκδοχή του (18), τα ονόματα προσώπων, τα σημεία που χρησιμοποιούνται στις τέχνες, στη λογοτεχνία, στις επιστήμες, στην πολιτική ή στον αθλητισμό, οι ονομασίες και τα χαρακτηριστικά σημεία εκδηλώσεων και οργανισμών και ενώσεων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, καθώς και τα χαρακτηριστικά εμβλήματά τους, εφόσον διαθέτουν φήμη, μπορούν να καταχωριστούν ως σήματα μόνον από τον δικαιούχο ή με τη συναίνεσή αυτού ή των διαλαμβανόμενων στην παράγραφο 1 προσώπων (19).

    III – Το ιστορικό της διαφοράς

    18.      Το Πρωτοδικείο εκθέτει το ιστορικό της διαφοράς ως εξής:

    «1      Ο προσφεύγων, Elio Fiorucci, είναι σχεδιαστής που απέκτησε φήμη στην Ιταλία τη δεκαετία του 1970. Κατόπιν οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπισε κατά τη δεκαετία του 1980, η εταιρία του, Fiorucci SpA, τέθηκε υπό δικαστική εκκαθάριση.

    2      Στις 21 Δεκεμβρίου 1990, ο E. Fiorucci εκχώρησε με σύμβαση στην παρεμβαίνουσα πολυεθνική ιαπωνική εταιρία Edwin Co. Ltd το σύνολο της “πνευματικής περιουσίας” του. Το άρθρο 1 της συμβάσεως ορίζει:

    “Η εταιρία Fiorucci εκχωρεί, πωλεί και μεταβιβάζει στην εταιρία Edwin […]:

    –      i) όλα τα καταχωρισμένα σήματα ή τα σήματα για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση καταχωρίσεως οπουδήποτε στον κόσμο, όλες τις ευρεσιτεχνίες, διακοσμητικά και χρηστικά σχέδια και όλα τα λοιπά διακριτικά σημεία των οποίων δικαιούχος είναι η εταιρία Fiorucci και τα οποία απαριθμούνται στ[α] παρ[αρτήματα] της παρούσας συμβάσεως [...]

    –      iv) όλα τα δικαιώματα αποκλειστικής χρήσεως της επωνυμίας ‘FIORUCCI’, τα δικαιώματα αποκλειστικής κατασκευής και πωλήσεως ρούχων και άλλων προϊόντων με την επωνυμία ‘FIORUCCI’”.

    […]

    4      Στις 23 Δεκεμβρίου 1997, η παρεμβαίνουσα υπέβαλε στο [ΓΕΕΑ] αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού κοινοτικού σήματος ELIO FIORUCCI [...].

    5      Στις 6 Απριλίου 1999, το λεκτικό σήμα ELIO FIORUCCI καταχωρίστηκε από το ΓΕΕΑ [...]

    6      Στις 3 Φεβρουαρίου 2003, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτημα περί κηρύξεως της ακυρότητας του σήματος αυτού και αίτημα περί εκπτώσεως του δικαιούχου από το σχετικό δικαίωμα, δυνάμει των άρθρων 50, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και 52, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [...] όπως έχει τροποποιηθεί.

    7      Με απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2004, το τμήμα ακυρώσεων του ΓΕΕΑ δέχθηκε το αίτημα περί κηρύξεως της ακυρότητας του σήματος ELIO FIORUCCI λόγω παραβάσεως του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 [...].

    8      Το τμήμα ακυρώσεων έκρινε εφαρμοστέο το άρθρο 21, παράγραφος 3, του Legge Marchi (ιταλικού νόμου περί σημάτων) (νυν άρθρο 8, παράγραφος 3, του [CPI]) και ακύρωσε την καταχώριση του επίμαχου σήματος, με το αιτιολογικό ότι αποδείχθηκε η φήμη του ονόματος Elio Fiorucci, αλλά δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε ρητή, βέβαιη και ανεπιφύλακτη συγκατάθεση για την καταχώριση του ονόματος αυτού. [...]

    9      Η παρεμβαίνουσα άσκησε, εν συνεχεία, προσφυγή ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, ζητώντας τη μεταρρύθμιση της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων και, συγκεκριμένα, να απορριφθεί το αίτημα περί κηρύξεως της ακυρότητας και να διατηρηθεί η καταχώριση του επίμαχου σήματος.

    10      Με απόφαση της 6ης Απριλίου 2006 [...], το πρώτο τμήμα προσφυγών δέχθηκε την προσφυγή της παρεμβαίνουσας και ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων, με το σκεπτικό ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω ο σχετικός λόγος ακυρότητας του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, διότι η εθνική νομοθεσία δεν προβλέπει τέτοια περίπτωση (άρθρο 8, παράγραφος 3, του [CPI]). Το τμήμα προσφυγών απέρριψε επίσης το αίτημα του προσφεύγοντος για έκπτωση του δικαιούχου από το δικαίωμα επί του σήματος, λόγω παραβάσεως του άρθρου 50, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94.

    11      Ειδικότερα, το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε ότι το άρθρο 8, παράγραφος 3, του [CPI] θεσπίστηκε προς αποτροπή της εμπορικής εκμεταλλεύσεως του ονόματος διάσημου προσώπου από τρίτους. […] Το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι, καθ’ όσον γνωρίζει, δεν υπάρχει σχετική νομολογία, πλην όμως “οι πλέον έγκριτοι Ιταλοί νομικοί” βεβαιώνουν ότι η διάταξη αυτή καθίσταται άνευ αντικειμένου σε περίπτωση ευρείας εκμεταλλεύσεως της προαναφερθείσας αξίας. Το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι, εν προκειμένω, είναι βέβαιον ότι η φήμη του ονόματος Elio Fiorucci για το ιταλικό κοινό δεν προέρχεται από την εκτός εμπορίου χρήση του ονόματος αυτού. [...]

    12      Όσον αφορά το υποβληθέν δυνάμει του άρθρου 50, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94 αίτημα περί κηρύξεως της εκπτώσεως, το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε, […]

    13      […] [Τ]ο κοινό [έχει] επίγνωση [...] ότι είναι σύνηθες να χρησιμοποιούνται ως εμπορικά σήματα ονόματα προσώπων, τα οποία δεν αντιστοιχούν σε υπαρκτά πρόσωπα. Το τμήμα επισήμανε, ακόμη, ότι ο προσφεύγων, μετά τη σύμβαση εκχωρήσεως του 1990, αποξενώθηκε από όλα τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως των σημάτων FIORUCCI και ELIO FIORUCCI.

    14      […] Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το σήμα ELIO FIORUCCI αποτελεί, απλώς, το όνομα ενός προσώπου και δεν παρέχει καμία ένδειξη ποιοτικών χαρακτηριστικών και, συνεπώς, δεν συντρέχει κίνδυνος εξαπατήσεως του κοινού.»

    IV – Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    19.      Με την προσφυγή του ο Ε. Fiorucci ζήτησε από το Πρωτοδικείο, αφενός, να ακυρώσει την απόφαση του τμήματος προσφυγών και, αφετέρου, να κηρύξει την ακυρότητα του επίδικου κοινοτικού σήματος. Προέβαλε συναφώς παραβάσεις του άρθρου 50, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 52, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94.

    20.      Η προσφυγή του ευδοκίμησε εν μέρει.

    21.      Το Πρωτοδικείο δεν δέχθηκε ότι συντρέχει ο προβλεπόμενος στο άρθρο 50, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94 λόγος εκπτώσεως από το σήμα. Οι ειδικές απαιτήσεις προκειμένου να θεωρηθεί ότι συντρέχει παραπλάνηση όσον αφορά το όνομα του σχεδιαστή (20) δεν πληρούνταν. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε παραπλανητική χρήση του σήματος (21).

    22.      Στο πλαίσιο της εξετάσεως του ισχυρισμού περί παραβάσεως του άρθρου 52, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94, το Πρωτοδικείο προέβη σε διεξοδική ερμηνεία (22) του άρθρου 8, παράγραφος 3, του CPI και εξέθεσε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

    «50      Πρώτον, διαπιστώνεται ότι η ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 3, του [CPI], στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών, δεν επιβεβαιώνεται από το γράμμα της διατάξεως αυτής, η οποία αφορά φημισμένα ονόματα προσώπων, ανεξαρτήτως του τομέα εντός του οποίου αποκτήθηκε η φήμη αυτή.

    […]

    53      Δεύτερον, αντιθέτως προς ό,τι αφήνει να εννοηθεί το τμήμα προσφυγών [...], ακόμη και αν το φημισμένο όνομα έχει καταχωριστεί ή χρησιμοποιηθεί ως σήμα εν τοις πράγμασι, η παρεχόμενη από το άρθρο 8, παράγραφος 3, του [CPI] προστασία δεν είναι περιττή ή άνευ αντικειμένου.

    […]

    55      Κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται ένα φημισμένο όνομα προσώπου, το οποίο έχει καταχωριστεί ή χρησιμοποιείται ως σήμα για ορισμένα προϊόντα και υπηρεσίες, να αποτελέσει αντικείμενο νέας καταχωρίσεως, για προϊόντα και υπηρεσίες που δεν παρουσιάζουν καμία ομοιότητα με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που καλύπτονται από την προγενέστερη καταχώριση. [...]

    56      Διαπιστώνεται, ακόμη, ότι το άρθρο 8, παράγραφος 3, του [CPI] δεν εξαρτά την εφαρμογή του από οποιαδήποτε προϋπόθεση σχετική με τη φήμη του ονόματος. […]

    57      Τρίτον, ούτε τα παρατιθέμενα στα σημεία [...] της προσβαλλομένης αποφάσεως αποσπάσματα κειμένων νομικών συγγραφέων οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι ορθή η ερμηνεία που έδωσε το τμήμα προσφυγών, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του [CPI].

    58      Συγκεκριμένα, ο Α. Vanzetti, συγγραφέας, μαζί με τον V. Di Cataldo, του παρατιθέμενου στ[ην] προσβαλλομένη απ[όφαση] συγγράμματος και μετέχων στη δίκη ως συνήγορος του προσφεύγοντος, δήλωσε ότι η άποψη του τμήματος προσφυγών δεν προκύπτει με κανένα τρόπο από το περιεχόμενο του εν λόγω έργου […]

    59      Ο M. Ricolfi [...] κάνει λόγο, σύμφωνα με το τμήμα προσφυγών, για τη “φήμη [του ονόματος] που είναι συχνά απόρροια της επιχειρηματικής, αρχικώς, χρήσεως του ονόματος”, οπότε δεν αποκλείεται η φήμη αυτή να προέρχεται από “επιχειρηματική” χρήση του ονόματος […].

    60      Μόνον ο M. Ammendola [...] κάνει λόγο για χρήση “εκτός εμπορίου”, χωρίς, πάντως, να καταλήγει ρητώς στο συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατή η επίκληση του άρθρου 8, παράγραφος 3, του [CΡI] για την προστασία ονόματος του οποίου η φήμη δεν αποκτήθηκε σε τομέα εμπορικής φύσεως. Σε κάθε περίπτωση, κατόπιν των προεκτεθέντων, το Πρωτοδικείο δεν είναι δυνατόν, με βάση την άποψη αυτού μόνον του συγγραφέα, να δεχθεί ότι η εφαρμογή της επίμαχης διατάξεως εξαρτάται από προϋπόθεση που δεν συνάγεται από το κείμενό της.

    61      Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών προέβη σε νομικώς εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 3, του [CPI]. Συνέπεια του σφάλματος αυτού ήταν ότι το τμήμα προσφυγών απέκλεισε, ως μη όφειλε, την εφαρμογή της διατάξεως αυτής ως προς το όνομα του προσφεύγοντος, παρά το γεγονός ότι πρόκειται αναμφισβήτητα για φημισμένο όνομα.

    […]»

    23.      Συνεπεία των σκέψεων αυτών, το Πρωτοδικείο ακύρωσε μεν, με το σημείο 1 του διατακτικού, την απόφαση του τμήματος προσφυγής, καθόσον εμπεριέχει νομικώς εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 3, του CPI, δεν κήρυξε όμως άκυρο το επίδικο σήμα. Πράγματι, το επιχείρημα ότι και το σήμα ELIO FIORUCCI περιλαμβανόταν στην εκχώρηση όλων των σημάτων και διακριτικών σημείων δεν εξετάσθηκε από το τμήμα προσφυγών. Έκρινε ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό το αίτημα του προσφεύγοντος περί μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών και κηρύξεως της ακυρότητας του επίδικου σήματος, επειδή αυτό θα συνεπαγόταν ουσιαστικά άσκηση διοικητικών και ερευνητικών αρμοδιοτήτων οι οποίες ανήκουν στο ΓΕΕΑ και, ως εκ τούτου, θα διαταρασσόταν η θεσμική ισορροπία (23).

    V –    Αίτηση αναιρέσεως και αιτήματα των διαδίκων

    24.      Mε την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα βάλλει κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και ζητεί την αναίρεση του σημείου 1 του διατακτικού. Επικουρικώς, στηρίζει το αίτημα αναιρέσεως σε έλλειψη αιτιολογίας. Ζητεί, έτι επικουρικότερον, να ανατεθεί, εν πάση περιπτώσει, στο ΓΕΕΑ η εξέταση του λόγου αυτού. Περαιτέρω, στηρίζει το αναιρετικό αίτημα σε υποτιθέμενη αρνησιδικία, υπό τη μορφή παραβάσεως του άρθρου 63, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94. Όλως επικουρικώς, φρονεί ότι πρέπει να ανατεθεί στο ΓΕΕΑ η εξέταση του λόγου αυτού. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα ζητεί να καταδικαστεί ο Ε. Fiorucci στο σύνολο των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, ή, στην περίπτωση που ήθελε απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί ο συμψηφισμός των δικαστικών εξόδων.

    25.      Το ΓΕΕΑ ζητεί την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και την καταδίκη του Ε. Fiorucci στα δικαστικά έξοδα.

    26.      Ο Ε. Fiorucci ζητεί από το Δικαστήριο να επιβεβαιώσει τα σημεία 1, 3 και 4 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να μεταρρυθμίσει τις σκέψεις 33 έως 35 της αποφάσεως αυτής και να του επιδικάσει τα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής δίκης.

    27.      Η αναιρεσείουσα ζητεί την απόρριψη του αιτήματος μεταρρυθμίσεως του Ε. Fiorucci.

    VI – Εκτίμηση των λόγων αναιρέσεως

     Α –     Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως: παραβάσεις των άρθρων 52, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94 και 8, παράγραφος 3, του CPI

    28.      Επειδή οι προαναφερθείσες διατάξεις, λόγω της δομής του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, συνδέονται μεταξύ τους και τα επιχειρήματα των κατ’ αναίρεση διαδίκων επικαλύπτονται συναφώς, κρίνω σκόπιμο να εξετάσω από κοινού τους δύο πρώτους λόγους αναιρέσεως. Από πλευράς περιεχομένου, τα επιχειρήματα των διαδίκων μπορούν να διακριθούν σε αυτά με τα οποία αμφισβητείται εν γένει η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 52, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94 στην υπό κρίση υπόθεση και σε αυτά με τα οποία τίθεται το πρόβλημα της ερμηνείας του άρθρου 8 του CPI στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού 40/94.

    1.      Αδυναμία εφαρμογής του άρθρου 52, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94;

    29.      Κατ’ αρχάς, πρέπει να εξετασθεί το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 52, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94. Η αναιρεσείουσα προσάπτει, πράγματι, ότι το παρεχόμενο με το άρθρο 8 του CPI προνόμιο καταχωρίσεως εξασφαλίζει καθαρώς περιουσιακά συμφέροντα σε σχέση με διακριτικά σημεία που απέκτησαν φήμη απορρέουσα από την εκτός εμπορίου χρήση. Το άρθρο 52, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94 αποσκοπεί, αντιθέτως, στην προστασία των συμφερόντων της προσωπικότητας που συνδέονται με το δικαίωμα στο όνομα. Κατά την αναιρεσείουσα, πάντως, ο Ε. Fiorucci δεν απέδειξε την προσβολή αυτή.

     Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 52, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94

    30.      Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, η αίτηση περί κηρύξεως ακυρότητας μπορεί να στηρίζεται «ιδίως» σε δικαίωμα στο όνομα (στοιχείο α΄), αλλά και στο δικαίωμα στην εικόνα (στοιχείο β΄), σε δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας (στοιχείο γ΄), σε δικαίωμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας (στοιχείο δ΄) ή σε άλλο προγενέστερο δικαίωμα, εάν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο που διέπει την προστασία του, η χρήση του προσβαλλομένου σήματος μπορεί να απαγορευθεί.

    31.      Επομένως, το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής είναι, κατά τη βούληση των συντακτών της, εξαιρετικά ευρύ και ανοικτό. Tα δικαιώματα των οποίων έγινε σ’ αυτή μνεία ρητώς αλλά όχι εξαντλητικώς δεν έχουν στο σύνολό τους τον χαρακτήρα δικαιωμάτων που εμπίπτουν στο δίκαιο περί σημάτων. Εκτός αυτού, το μόνο κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι παρέχουν στον δικαιούχο, για οποιονδήποτε νομικό λόγο, την εξουσία να απαγορεύσει τη χρήση του σήματος.

    32.      Κατά συνέπεια, από το γράμμα της διατάξεως, δεν μπορεί να συναχθεί ο περιορισμός στην απειλή κινδύνου συμφερόντων σχετικών με το δικαίωμα της προσωπικότητας ή αΰλων συμφερόντων που ανάγονται στη δημιουργική εργασία του δικαιούχου, κατά μείζονα λόγο διότι τόσο στο πλαίσιο των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας όσο και γενικά των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας το κέντρο βάρους βρίσκεται γενικώς σε υλικά συμφέροντα. Επομένως, η γραμματική και η συστηματική ερμηνεία του άρθρου 52, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94 αποκλείουν τη συρρίκνωση του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως αυτής.

    33.      Οι αποφάσεις των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ επιβεβαιώνουν την ερμηνεία αυτή. Δέχθηκαν αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας σημάτων επί τη βάσει των δικαιωμάτων στην εικόνα (24) και σε προστατευόμενη από το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας αναπαράσταση φύλλου αμπελιού (25) και έλαβαν υπόψη τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 σε τίτλο κινηματογραφικής ταινίας (26), χωρίς τελολογική συσταλτική ερμηνεία υπό την έννοια που προτείνει η αναιρεσείουσα.

     Ενδιάμεσο συμπέρασμα

    34.      Επομένως, το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση, εάν το δικαίωμα που επικαλείται ο Ε. Fiorucci από το άρθρο 8 του CPI πράγματι υφίσταται.

    2.      Συνιστά παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94 η εσφαλμένη εκτίμηση του άρθρου 8 του CPI;

     Οι λόγοι που προβάλλουν οι διάδικοι

    35.      Η αναιρεσείουσα και το ΓΕΕΑ υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 8 του CPI και ότι εξ αυτού απορρέει κατ’ ανάγκη παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94.

    36.      Κατά την αναιρεσείουσα, το άρθρο 8, παράγραφος 3, του CPI κατέστη, μέσω της παραπομπής που περιέχει το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, «αναπόσπαστο τμήμα της έννομης τάξεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Το άρθρο 8, παράγραφος 3, του CPI δεν παρέχει, πάντως, στον Ε. Fiorucci, ως φορέα του ονόματος, το δικαίωμα να απαγορεύσει ένα σήμα, αλλά απλώς το πρώτο δικαίωμα να προβεί στην καταχώριση του ονόματος ως σήματος. Ο E. Fiorucci είχε ήδη προβεί στην καταχώριση σημάτων που περιλαμβάνουν το στοιχείο FIORUCCI, μεταξύ αυτών, εκτός των ιταλικών σημάτων FIORUCCI, και του νεοζηλανδικού σήματος ELIO FIORUCCI. Στη συνέχεια, εκχώρησε τα σήματα αυτά μέσω της Fiorucci Spa στην αναιρεσείουσα. Λόγω του κινδύνου συγχύσεως με ήδη προστατευόμενα σήματα, ο Ε. Fiorucci δεν μπορεί πλέον να προβεί στην καταχώριση άλλων σημάτων με το στοιχείο FIORUCCI, αντιθέτως προς τη βούληση της δικαιούχου του σήματος (27).

    37.      Επιπλέον, το άρθρο 8, παράγραφος 3, του CPI ισχύει μόνο για ονόματα που έγιναν γνωστά εκτός εμπορίου. Αυτό συνάγεται τόσο από την ιταλική θεωρία όσο και από τις μέχρι τούδε εκδοθείσες αποφάσεις για το άρθρο 8, παράγραφος 3, του CPI, οι οποίες είχαν ως αντικείμενο μόνο «μη εμπορικά διακριτικά σημεία». Κατά την αναιρεσείουσα, είναι ακατανόητο γιατί το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε την εν λόγω νομολογία, η οποία προβλήθηκε και πρωτοδίκως.

    38.      Το ΓΕΕΑ προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Πρωτοδικείο ότι δεν εξέτασε τις συνέπειες που έχει η εκχώρηση όλων των σημάτων με το στοιχείο FIORUCCI για την ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 3, του CPI. Η καταχώριση των σημάτων αυτών πραγματοποιήθηκε με τη συναίνεση του Ε. Fiorucci. Με τον τρόπο αυτόν εξαντλήθηκε το δικαίωμα που αντλεί από το άρθρο 8, παράγραφος 3, του CPI. Το άρθρο 52, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94 παραπέμπει στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του CPI. Κατά συνέπεια, η εσφαλμένη εκτίμηση του ιταλικού κανόνα δικαίου ενδέχεται να συνιστά παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94.

    39.      Ο Ε. Fiorucci αντιτάσσει ότι θεωρεί τον λόγο αυτόν εν μέρει απαράδεκτο, επειδή δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως, και εν μέρει αβάσιμο.

     Τα ζητήματα που πρέπει να διευκρινιστούν

    40.      Επειδή το άρθρο 8 του CPI δεν είναι κανόνας του δικαίου της Ένωσης, αλλά προέρχεται από το ιταλικό δίκαιο, θα εξετάσω, κατ’ αρχάς, με ποιόν τρόπο πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την εφαρμογή του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94.

    41.      Σε ένα δεύτερο στάδιο, πρέπει να εξετασθεί συναφώς το ζήτημα αν και κατά πόσον η αιτίαση περί νομικώς εσφαλμένης ερμηνείας του άρθρου 8 του CPI μπορεί να προβληθεί ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.

    i)      Η οικονομία του άρθρου 52, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94 σε συνδυασμό με το εθνικό δίκαιο: δεν προβλέπεται αφομοίωση του εθνικού δικαίου μέσω του δικαίου της Ένωσης

    –       Γραμματική και συστηματική ερμηνεία του κανόνα

    42.      Από την εξέταση του γράμματος του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 καθίσταται σαφές ότι, προκειμένου να συναχθεί το δικαίωμα στο όνομα που αποκλείει τη χρήση του σήματος, η διάταξη αυτή διακρίνει μεταξύ «κοινοτικού ή εθνικού δικαίου που διέπει την προστασία του» (28). Από την εν λόγω, από τον νομοθέτη προκριθείσα, διττή προσέγγιση προκύπτει ότι, κατά την εφαρμογή του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, μπορεί να εξετασθεί αρχικώς το εθνικό δίκαιο, όταν πρόκειται να ερευνηθεί η σχέση δικαιώματος στο όνομα έναντι νεωτέρου σήματος.

    43.      Το γεγονός αυτό όμως δεν προσδίδει στο εθνικό δίκαιο τον χαρακτήρα ενωσιακού δικαίου. Ειδικότερα, η νομολογία, κατά την οποία τοδιεθνές δίκαιο μπορεί να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του δικαίου της Ένωσης, δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή (29). Αντιθέτως, το γράμμα της διατάξεως αποκλείει την ενσωμάτωση του εθνικού δικαίου στο ενωσιακό δίκαιο και συνηγορεί υπέρ της διακρίσεως των δύο νομικών τάξεων μεταξύ τους. Επομένως, το άρθρο 8 του CPI διατηρεί, και στο πλαίσιο του ελέγχου της προϋποθέσεως «δικαίωμα στο όνομα», την ιδιότητά του ως κανόνα του εθνικού δικαίου.

    i)      Η ειδική θέση του εθνικού δικαίου υπό το πρίσμα του κανονισμού εφαρμογής

    44.      Η εξέταση του κανονισμού εφαρμογής επιβεβαιώνει ότι το εθνικό δίκαιο, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, δεν απορροφάται από το ενωσιακό δίκαιο, αλλά πρέπει να ενταχθεί σε αυτόνομο, διαφορετικό από το δίκαιο της Ένωσης, κανονιστικό πλαίσιο.

    45.      Ο αιτών πρέπει, δηλαδή, κατά τον κανόνα 37, «[να προσκομίσει] στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι [...] είναι κάτοχος προγενέστερου δικαιώματος σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού ή ότι νομιμοποιείται, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, να επικαλεστεί αυτό το δικαίωμα»(30).

    46.      Επομένως, ο αιτών φέρει το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως, ενώπιον του ΓΕΕΑ, του γεγονότος ότι το επίδικο δικαίωμα το οποίο επικαλείται του παρέχει τη δυνατότητα να απαγορεύει τη χρήση νεώτερου σήματος (31).

    47.      Αρχικώς, η εν λόγω κατανομή του βάρους επικλήσεως και αποδείξεως φαίνεται παράδοξη, καθόσον εξομοιώνει το εθνικό νομικό πλαίσιο προς τους πραγματικούς ισχυρισμούς (32). Πάντως, κατόπιν προσεκτικότερης θεωρήσεως, η εν λόγω προσέγγιση αποδεικνύεται ορθή και πρόσφορη ενόψει της λειτουργίας του εθνικού δικαίου, όταν γίνεται παραπομπή σε αυτό στο πλαίσιο κανόνων του δικαίου της Ένωσης.

    48.      Πράγματι, στο πλαίσιο διαδικασιών που διέπονται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το εθνικό δίκαιο και το δίκαιο της Ένωσης δεν είναι όμοια από απόψεως ουσίας και παρουσιάζουν, κατά την εφαρμογή τους, σημαντικές πρακτικές διαφορές. Αυτές καθίστανται σαφείς και στη δικαστική πρακτική.

    ii)    Η ειδική θέση του εθνικού δικαίου στη δικαστική πρακτική των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης

    –       Γενική προκαταρκτική παρατήρηση

    49.      Στα Δικαστήρια της Ένωσης ανατίθεται το καθήκον της «[τηρήσεως] του δικαίου κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των Συνθηκών» (33) (άρθρο 19 ΣΕΕ). Η ερμηνεία του εθνικού δικαίου δεν εμπίπτει, κατ’ αρχάς, στο πεδίο των καθηκόντων τους. Ανατίθεται στα δικαστήρια των κρατών μελών. Πάντως, κατά την εφαρμογή κανόνων του ενωσιακού δικαίου, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, μπορούν να ανακύψουν ζητήματα ως προς το περιεχόμενο και την ερμηνεία του εθνικού δικαίου.

    50.      Τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν διαθέτουν συναφώς ειδικά δικονομικά μέσα για να διερευνήσουν το εθνικό νομικό καθεστώς σε σχέση με συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει διαδικασία παραπομπής σε εθνικά ανώτατα δικαστήρια ή άλλα εθνικά όργανα προκειμένου να παράσχουν δεσμευτικές διευκρινίσεις ως προς συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, ως αντίστοιχο θεσμό της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

    51.      Ομοίως, το δικονομικό δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει, στην περίπτωση αυτή, την αναστολή της ένδικης διαδικασίας και την υποχρέωση των διαδίκων να απευθυνθούν στα δικαστήρια των κρατών μελών και, μέσω της αναγνωριστικής αγωγής, να επιτύχουν τη διευκρίνιση του νομικού καθεστώτος. Κατά κανόνα, θα ήταν, για προφανείς πρακτικούς λόγους, δυσανάλογα δυσχερέστερο για τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, και κατά μείζονα λόγο για τα ειδικά όργανα στα οποία έχει ανατεθεί η εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης (34), να εντοπίσουν με ακρίβεια το εφαρμοστέο σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά εθνικό δίκαιο, από το να εκτιμήσουν την περίπτωση αυτή υπό το πρίσμα των υπαγομένων στο δίκαιο της Ένωσης πτυχών της.

    52.      Βεβαίως το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Οργανισμού του Δικαστηρίου (35) παρέχει στο Δικαστήριο γενικώς τη δυνατότητα «να ζητεί από τα κράτη μέλη κάθε πληροφορία που κρίνει αναγκαία για τους σκοπούς της δίκης», πλην όμως η διάταξη αυτή, αφενός, δεν παρέχει καμία διευκόλυνση στο Δικαστήριο όταν αυτό εξετάζει το εθνικό δίκαιο κράτους που δεν είναι μέλος της Ένωσης, και, αφετέρου, μια πληροφορία σχετικά με το περιεχόμενο, για παράδειγμα, εθνικών φορολογικών διατάξεων δεν εξομοιώνεται ακόμη με την παροχή δεσμευτικής δικαστικής διευκρινίσεως του νομικού καθεστώτος σε σχέση με συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά.

    –       Το εθνικό δίκαιο στο πλαίσιο του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94

    53.      Πάντως, στην υπό κρίση, τουλάχιστον, περίπτωση του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα αυτό. Πράγματι, κατά τον κανονισμό εφαρμογής, στον αιτούντα απόκειται να προσκομίσει ο ίδιος την απόδειξη για το δικαίωμα που προβάλλει. Επομένως, ανήκει στην αρμοδιότητα του ΓΕΕΑ ή, εάν η διαδικασία συνεχιστεί περαιτέρω, στην αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, τα οποία επιλαμβάνονται της υποθέσεως, να εκτιμήσουν τα προσκομισθέντα από τον αιτούντα αποδεικτικά στοιχεία –και όχι περισσότερα (36).

    54.      Βεβαίως, δεν υφίσταται ειδική διάταξη για την ένδικη διαδικασία η οποία να αντιστοιχεί στον κανόνα 37 του κανονισμού εφαρμογής. Πάντως, ουδείς λόγος συνηγορεί υπέρ της εγκαταλείψεως της αρχής αυτής στην ένδικη διαδικασία. Εάν δηλαδή το αντικείμενο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαφοράς και το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαφοράς είναι ταυτόσημα (37), αυτό πρέπει, κατά λογική αναγκαιότητα, να ισχύει και για την κατανομή και το περιεχόμενο του βάρους επικλήσεως και αποδείξεως που φέρουν οι διάδικοι.

    55.      Επομένως, από την πλευρά του εφαρμοστή του δικαίου της Ένωσης, το εθνικό δίκαιο που πρέπει να εξετασθεί αρχικώς εκφεύγει της σφαίρας του νομικού και προσεγγίζει τα πραγματικά στοιχεία της υποθέσεως ως προς τα οποία είναι δυνατή η διεξαγωγή αποδείξεων (38).

    56.      Στο μέτρο που το εθνικό δίκαιο το οποίο πρέπει να εξετασθεί αρχικώς εντάσσεται στο πλαίσιο του βάρους επικλήσεως και αποδείξεως των πραγματικών ισχυρισμών (39), το δίκαιο της Ένωσης εναρμονίζεται, κατ’ αρχάς, προς τις κλασσικές αρχές του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (40). Περαιτέρω, η εν λόγω προσέγγιση, η οποία στο πεδίο του δικαίου περί σημάτων της Ένωσης –εμμέσως σε κατ’ ιδίαν περιπτώσεις– στηρίζεται, από απόψεως θετικού δικαίου, στον κανονισμό εφαρμογής, ανταποκρίνεται και στην παραδοσιακή πρακτική των διεθνών δικαστηρίων και των διαιτητικών δικαστηρίων (41): η αρχή iura novit curia ισχύει, εφόσον αυτό γίνει δεκτό, για τα εκάστοτε διεθνή νομικά ζητήματα, όχι όμως για το εθνικό δίκαιο (42), του οποίου το περιεχόμενο, εφόσον είναι αναγκαίο, πρέπει να αποδειχθεί με την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων και να αξιολογηθεί επί τη βάσει των ισχυρισμών των διαδίκων, χωρίς το Γενικό Δικαστήριο να υπέχει περαιτέρω υποχρέωση να προβαίνει σε αποσαφηνίσεις.

    –       Ενδιάμεσο συμπέρασμα

    57.      Επομένως, μολονότι η απλή παραπομπή στο εθνικό δίκαιο που περιέχει ο κανονισμός 40/94 δεν το μετατρέπει ακόμη σε δίκαιο της Ένωσης, είναι, πάντως, δυνατόν μια άστοχη αξιολόγηση του εθνικού δικαίου, όταν αυτό ασκεί επιρροή αρχικώς στο επίπεδο των προϋποθέσεων του άρθρου 52, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94, να έχει ως συνέπεια την εσφαλμένη διαπίστωση της συνδρομής ή της μη συνδρομής μιας προϋποθέσεως όπως, για παράδειγμα, αυτής του απαγορεύοντος τη χρήση του σήματος δικαιώματος στο όνομα.

    58.      Πάντως, το ζήτημα αν μια αιτίαση με το περιεχόμενο αυτό πρέπει να εξετασθεί από το Γενικό Δικαστήριο ή, κατά την αναιρετική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου θα ερευνηθεί κατωτέρω.

    iii) Η αιτίαση περί της παραβάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 3, του CPI από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης

    59.      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της αναιρεσείουσας και του Ε. Fiorucci εξετάζονται εν μέρει διεξοδικά οι διάφορες ερμηνευτικές προσεγγίσεις τις οποίες προτείνει η ιταλική θεωρία όσον αφορά την προαναφερθείσα διάταξη και τις οποίες επιθυμούν να υιοθετήσουν, έκαστος προς στήριξη της δικής του θέσεως. Δεν έγινε συναφώς μνεία του ζητήματος αν το Δικαστήριο έχει, στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, την εξουσία να εξετάσει την αξιολόγηση του εθνικού δικαίου στην οποία προέβη πρωτοδίκως το Πρωτοδικείο. Κατά την προφορική διαδικασία, η αναιρεσείουσα υποστήριξε τη δυνατότητα πλήρους ελέγχου του εθνικού δικαίου στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, στο μέτρο που οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης παραπέμπουν σε αυτό. Το ΓΕΕΑ φρονεί, αντιθέτως, ότι ενδείκνυται να γίνει λόγος για περιορισμένη μόνο δυνατότητα ελέγχου όσον αφορά πρόδηλα σφάλματα και μάλιστα επί τη βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου. Ο Ε. Fiorucci φρονεί ότι το αναιρετικό δικαστήριο περιορίζεται αυστηρά στην εξέταση του ενωσιακού δικαίου.

    60.      Η ανάλυση των διατάξεων του δικαίου περί σημάτων και των δικονομικών διατάξεων καταδεικνύει, κατ’ αρχάς, ότι το κριτήριο ελέγχου ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης δεν χρειάζεται οπωσδήποτε να είναι το ίδιο, όταν πρόκειται για το ζήτημα αν μπορεί να εξετασθεί η εφαρμογή του εθνικού δικαίου προκειμένου να εντοπιστούν νομικά σφάλματα. Για την πρωτόδικη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και για την αναιρετική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ισχύουν διαφορετικές αρχές. Η διαφορά αυτή οφείλεται στο ότι το εθνικό δίκαιο, απεκδυόμενο του κανονιστικού του χαρακτήρα ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, κατατάσσεται τρόπον τινά στην κατηγορία των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την αντιμετώπισή του ως πραγματικού ισχυρισμού στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, υπόκειται σε περιορισμένο και μόνον έλεγχο.

    –       Η εξέταση του εθνικού δικαίου από το Γενικό Δικαστήριο υπό το πρίσμα του άρθρου 63 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 65 του κανονισμού 207/2009)

    61.      Κατά το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών ενώπιον του Δικαστηρίου «επιτρέπεται για λόγους αναρμοδιότητας, παράβασης ουσιώδους τύπου, παράβασης της Συνθήκης, του παρόντος κανονισμού ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικά με την εφαρμογή τους ή για κατάχρηση εξουσίας».

    62.      Με τον όρο «Δικαστήριο» στη διάταξη αυτή νοείται το Δικαστήριο γενικώς ως θεσμικό όργανο και όχι ως συγκεκριμένος δικαιοδοτικός βαθμός (43). Επομένως, το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η προσφυγή που ασκείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να στηριχθεί, μεταξύ άλλων, και στην «παράβαση της Συνθήκης, του παρόντος κανονισμού ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικά με την εφαρμογή τους» (44).

    63.      Το πρώτο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι τι σημαίνει η φράση «οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικά με την εφαρμογή [του κανονισμού 40/94]».

    64.      Ο γενικός όρος «κανόνας δικαίου» περιλαμβάνει, κατά τη γραμματική ερμηνεία, όχι μόνο τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, αλλά και του δικαίου των κρατών μελών. Στην πραγματικότητα, ο κανονισμός 40/94 περιλαμβάνει πολυάριθμες αναφορές στο εθνικό δίκαιο, ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, προγενέστερα δικαιώματα συγκρούονται με το κοινοτικό σήμα (45).

    65.      Περαιτέρω, ως κανόνες δικαίου «σχετικά με την εφαρμογή τους» δεν νοούνται μόνον οι διατάξεις του κανονισμού εφαρμογής. Εάν υιοθετηθεί συσταλτική ερμηνεία, η οποία περιλαμβάνει μόνο τον κανονισμό εφαρμογής, οι αναφορές του κανονισμού 40/94 στο εθνικό δίκαιο θα αποκλείονταν από το πεδίο της ως άνω διατάξεως και δεν θα υπήγοντο στον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου. Αυτό θα ήταν αμφίβολης ορθότητας υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

    66.      Άλλες γλωσσικές εκδοχές (46) επιβεβαιώνουν την ευνοϊκή για τη δικαστική προστασία ερμηνεία του κανονισμού 40/94. Είναι, πράγματι, αξιοσημείωτο ότι το γαλλικό κείμενο, στο άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, κάνει λόγο για «violation du traité, du présent règlement ou de toute règle de droit relative à leur application (47)». Η κτητική αντωνυμία «leur» στον πληθυντικό αριθμό διευκρινίζει –και μάλιστα με μεγαλύτερη σαφήνεια από το γερμανικό κείμενο– το γεγονός ότι νοείται τόσο η εφαρμογή της Συνθήκης όσο και του κανονισμού 40/94. Η οριοθέτηση της έννοιας του «κανόνα δικαίου» ώστε να περιλαμβάνει μόνο διατάξεις του κανονισμού εφαρμογής ο οποίος αφορά μόνο τον κανονισμό 40/94 όχι όμως και την ίδια τη Συνθήκη δεν θα είχε στο πλαίσιο αυτό κανένα νόημα (48). Επομένως, η έννοια του κανόνα δικαίου περιλαμβάνει όλες τις διατάξεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του κανονισμού 40/94 και της Συνθήκης.

    67.      Κατά συνέπεια, ως ενδιάμεσο συμπέρασμα, διαπιστώνεται ότι μπορεί να προβληθεί αιτίαση περί εσφαλμένης ερμηνείας του εθνικού δικαίου, στο μέτρο που ανακύπτει ζήτημα εφαρμογής του για την εκτέλεση του κανονισμού 40/94, εν πάση περιπτώσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (49).

    68.      Λαμβανομένου υπόψη του ανωτέρω συμπεράσματος, το γεγονός ότι με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (50) πραγματοποιήθηκε διεξοδική εξέταση του άρθρου 8, παράγραφος 3, του CPI υπό το πρίσμα των προσκομισθέντων στο τμήμα προσφυγών αποδεικτικών στοιχείων (51) δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να επικριθεί επί τη βάσει του άρθρου 63 του κανονισμού 40/94.

    69.      Πάντως, αυτό δεν παρέχει ακόμη καμία διευκρίνιση ως προς το καθοριστικό για την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ζήτημα, δηλαδή ως προς το αν η αξιολόγηση του εθνικού δικαίου στην οποία προέβη, σύμφωνα με το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, και στην οποία μπορούσε να προβεί το Γενικό Δικαστήριο υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

    iv)    Έλλειψη ελέγχου του εθνικού δικαίου κατά την αναιρετική διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου

    70.      Κατά το άρθρο 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Μπορεί να στηριχθεί μόνο στην αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, σε πλημμέλειες κατά την ενώπιόν του διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος και σε παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από το Γενικό Δικαστήριο.

    –       Γραμματική ερμηνεία

    71.      Εάν ληφθεί υπόψη μόνο το γράμμα του άρθρου 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει λόγο αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση του εθνικού δικαίου. Πράγματι, με τον λόγο αυτόν αναιρέσεως δεν θα προβαλλόταν «παραβίαση του δικαίου της Ένωσης», αλλά υποτιθέμενο σφάλμα κατά την εφαρμογή του εθνικού δικαίου.

    72.      Το γεγονός ότι το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 μπορεί να απαιτεί προσφυγή στο εθνικό δίκαιο για να αξιολογηθεί η ενδεχόμενη σημασία προγενεστέρων δικαιωμάτων στο όνομα έναντι νεωτέρων σημάτων δεν μετατρέπει συναφώς ακόμη το εφαρμοσθέν εθνικό δίκαιο σε ενωσιακό δίκαιο, δυνάμενο να ελεγχθεί με την αίτηση αναιρέσεως (52).

    73.      Άλλωστε, το συμπέρασμα αυτό στηρίζουν όχι μόνον η δομή και το γράμμα της διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου, αλλά και η γενική θεώρηση των δικονομικών διατάξεων, οι οποίες αφορούν την προσφυγή και την αίτηση αναιρέσεως.

    –       Συστηματική ερμηνεία

    74.      Από την αντιπαραβολή του άρθρου 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αφενός, προς το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, αφετέρου, συνάγεται ότι η διάταξη αυτή ρητώς επιτρέπει την άσκηση προσφυγής σε περίπτωση παραβάσεως οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 40/94, ενώ ο Οργανισμός, στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, στηρίζεται ρητώς στη στενότερη έννοια του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, ο νομοθέτης θα μπορούσε άνευ ετέρου να μεταφέρει τη λεπτή διάκριση του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 στο άρθρο 58 του Οργανισμού και να επεκτείνει την εξουσία ελέγχου του αναιρετικού δικαστή όχι μόνο στο ενωσιακό δίκαιο αλλά και, χρησιμοποιώντας παράλληλη διατύπωση, σε άλλες «νομικές πράξεις σχετικά με την εφαρμογή του».

    75.      Πάντως –αντίθετα μάλιστα προς τη γενική πρόβλεψη του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ για τις προσφυγές που ασκούνται πρωτοδίκως– αυτό δεν συνέβη. Από τη σύγκριση του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ προς το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, αφενός, και προς το άρθρο 58 του Οργανισμού, αφετέρου, καθίσταται σαφές ότι στην αναιρετική διαδικασία, σε αντιδιαστολή προς οτιδήποτε μπορεί να συμβαίνει πρωτοδίκως, αποκλείεται, κατ’ αρχήν, ο έλεγχος κανόνων δικαίου που δεν ανήκουν στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    76.      Ούτε το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ δικαιολογεί διαφορετικό συμπέρασμα. Βεβαίως, παρέχει γενικώς τη δυνατότητα «ανα[ιρέσεως] [...] η οποία περιορίζεται σε νομικά ζητήματα», στα οποία μπορούν, εκ πρώτης όψεως, να υπαχθούν και νομικά ζητήματα που αφορούν το εθνικό δίκαιο. Πάντως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να υπόκειται στους «όρους και τους περιορισμούς που προβλέπονται από τον Οργανισμό», πράγμα που έχει επίσης ως συνέπεια τον αποκλεισμό της προβολής αιτιάσεως περί παραβιάσεως του εθνικού δικαίου στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

    77.      Επομένως, η συστηματική εξέταση των εφαρμοστέων στην προσφυγή και την αίτηση αναιρέσεως διατάξεων ομοίως συνηγορεί, κατ’ αρχήν, υπέρ του αποκλεισμού του ελέγχου εθνικών νομικών κανόνων στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας. Τούτο είναι επίσης λογικώς συνεπές, επειδή, από την πλευρά του εφαρμοστή του δικαίου της Ένωσης, ο εθνικός κανόνας δικαίου ανήκει στον τομέα των πραγματικών ζητημάτων, των οποίων η εκτίμηση δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του αναιρετικού δικαστή, εν πάση περιπτώσει στο μέτρο που δεν προβάλλεται πρόδηλη παραμόρφωση του περιεχομένου των υπομνημάτων τα οποία υποβλήθηκαν πρωτοδίκως ή των αποδεικτικών στοιχείων από το Γενικό Δικαστήριο (53).

    78.      Επομένως, υποτιθέμενα νομικά σφάλματα κατά την εφαρμογή του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 σε σχέση με την έκταση προστασίας ενός «άλλου προγενέστερου δικαιώματος» μπορούν να εξετασθούν ευρέως και στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, εάν το εν λόγω προγενέστερο δικαίωμα θεμελιώνεται στο δίκαιο της Ένωσης, πλην όμως μόνο πρωτοδίκως, κατόπιν ασκήσεως προσφυγής, εάν για την προστασία του άλλου προγενέστερου δικαιώματος έχει καθοριστική σημασία το εθνικό δίκαιο.

    –       Ενδιάμεσο συμπέρασμα

    79.      Επί τη βάσει της αυστηρής αυτής προσεγγίσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 3, του CPI, χωρίς εξέταση επί της ουσίας. Το δικονομικό δίκαιο της Ένωσης προβλέπει, εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο του κανονισμού περί σημάτων, ο οποίος ασκεί εν προκειμένω αποφασιστική επιρροή, ένα σαφώς ισοζυγισμένο όσον αφορά την έκταση ελέγχου σύστημα έννομης προστασίας δύο δικαιοδοτικών βαθμών: κατά το σύστημα αυτό, ένας λόγος ακυρώσεως στο πλαίσιο προσφυγής με αντικείμενο το εθνικό δίκαιο προβάλλεται παραδεκτώς σύμφωνα με το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, ενώ ένας λόγος αναιρέσεως που εγείρει τέτοιο ζήτημα είναι, κατ’ αρχήν, απαράδεκτος.

    –       Έλλειψη παραμορφώσεως

    80.      Πάντως, το γεγονός ότι η εκτίμηση του εθνικού δικαίου εξομοιώνεται προς τα πραγματικά περιστατικά κατά την εφαρμογή του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 παρέχει μια στενά οριοθετημένη δυνατότητα ελέγχου στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως. Κατ’ αρχήν, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο μόνο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, καθώς και να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία (54). Πάντως, υφίσταται νομικό ζήτημα, το οποίο μπορεί να εξετασθεί στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, εάν προσαφθεί ότι από τα υπομνήματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως προκύπτει προδήλως ότι οι πρωτόδικες διαπιστώσεις είναι πράγματι εσφαλμένες (55) ή ότι το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των αποδεικτικών στοιχείων που του υποβλήθηκαν. Μπορεί αυτό να γίνει δεκτό, όταν η εκτίμηση των διαθεσίμων αποδεικτικών μέσων ήταν προδήλως εσφαλμένη (56), συντρέχει, πάντως, σε κάθε περίπτωση, εφόσον η παραμόρφωση αυτή προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (57).

    81.      Τέτοια αιτίαση παραμορφώσεως δεν μπορεί να προβληθεί με πιθανότητες ευδοκιμήσεως κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο εξέτασε διεξοδικά το γράμμα της επίδικης ιταλικής διατάξεως και αξιολόγησε κατά τρόπο λογικό και συνεπή το αποδεικτικό υλικό σχετικά με την ιταλική θεωρία που υποβλήθηκε στο τμήμα προσφυγών και στο ίδιο. Δεν υφίσταται καμία ένδειξη περί παραμορφώσεως των ισχυρισμών των διαδίκων ή του αποδεικτικού υλικού.

    82.      Το Πρωτοδικείο δεν ήταν υποχρεωμένο να προβεί σε περαιτέρω αυτόνομες έρευνες ως προς το εθνικό νομικό καθεστώς. Αντιθέτως: επειδή το αντικείμενο της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαφοράς ορίζεται μέσω του αντικειμένου της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαφοράς (58), το Πρωτοδικείο έπρεπε να περιοριστεί στα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο τμήμα προσφυγών και όσον αφορά το εθνικό δίκαιο. Τούτο προκύπτει, αφενός, από την κατάταξη του εθνικού δικαίου ως πραγματικού ζητήματος που υπόκειται στο βάρος επικλήσεως και, αφετέρου, από το ότι ο έλεγχος της νομιμότητας της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών μπορεί να διεξαχθεί μόνον επί τη βάσει αποδεικτικών στοιχείων τα οποία είχαν ήδη προσκομιστεί στο τμήμα προσφυγών (59).

    83.      Το Πρωτοδικείο έπρεπε να κρίνει αν η εκτίμηση του εθνικού δικαίου στην οποία προέβη συναφώς το τμήμα προσφυγών ήταν ορθή ή αν, σε περίπτωση αρνητικής κρίσεως, έπρεπε να διαπιστωθεί παράβαση κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή του κανονισμού 40/94 (60). Το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα διατείνεται εν προκειμένω ότι, πρωτοδίκως, έγινε επιπλέον παραπομπή σε διάφορες κρίσιμες αποφάσεις ιταλικών δικαστηρίων, τις οποίες δεν αξιολόγησε το Πρωτοδικείο, είναι άνευ σημασίας. Πράγματι, μολονότι το Πρωτοδικείο έχει την εξουσία ελέγχου και της νομιμότητας της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών, δεν μπορεί, πάντως, να αξιολογήσει αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ως παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής (61).

    v)      Οριοθέτηση έναντι της ρήτρας διαιτησίας (άρθρο 272 ΣΛΕΕ)

    84.      Στην περίπτωση της ρήτρας διαιτησίας δεν υφίσταται διεξοδικό και περίπλοκο καθεστώς, όπως αυτό διαμορφώνεται από τη συνάρθρωση των διατάξεων του δικαίου περί σημάτων και των δικονομικών διατάξεων.

    85.      Η προσέγγιση που υιοθετείται στην περίπτωση της ρήτρας διαιτησίας είναι ιδιάζουσα, καθόσον τα Δικαστήρια της Ένωσης «είναι αρμόδι[α] να λαμβάν[ουν] αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία συνάπτεται από την Ένωση ή για λογαριασμό της» (άρθρο 272 ΣΛΕΕ) και στην οποία, συνήθως, κρίνεται εφαρμοστέο το δίκαιο ενός κράτος μέλους ως ουσιαστικό δίκαιο.

    86.      Στην υπό κρίση υπόθεση παρέλκει η κρίση ως προς το αν η νομική κατάσταση όσον αφορά τη δυνατότητα ελέγχου του εθνικού δικαίου στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως είναι διαφορετική, εάν, επί τη βάσει ρήτρας διαιτησίας, προβάλλεται παραβίαση του εθνικού δικαίου ενώπιον των Δικαστηρίων της Ένωσης.

    3.      Συμπέρασμα ως προς τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως

    87.      Εφόσον, στο στάδιο της αναιρετικής δίκης, δεν μπορεί να προσαφθεί ούτε παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94 ούτε παράβαση του άρθρου 8 του CPI, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

     Β –     Ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως: έλλειψη αιτιολογίας και αρνησιδικία ή παράβαση του άρθρου 63, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94

    88.      Και οι δύο αυτοί λόγοι αναιρέσεως μπορούν να εξετασθούν από κοινού, επειδή αφορούν, κατ’ ουσίαν, την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ του Γενικού Δικαστηρίου και του τμήματος προσφυγών και ιδίως την έκταση της αρμοδιότητας ελέγχου του Γενικού Δικαστηρίου.

    1.      Έλλειψη αιτιολογίας

    89.      Επικουρικώς, η αναιρεσείουσα στηρίζει το αναιρετικό της αίτημα σε υποτιθέμενη έλλειψη αιτιολογίας, επειδή το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε το στοιχείο που προέβαλε και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε συναφώς, ότι δηλαδή ο Ε. Fiorucci είχε παράσχει τη συγκατάθεσή του για την καταχώριση του σήματος. Κατά την αναιρεσείουσα, η εν λόγω προβαλλόμενη συγκατάθεση μπορεί, πρώτον, να «τεκμαίρεται», επειδή η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας υποβλήθηκε πολλά έτη μετά την υποβολή αιτήσεως καταχωρίσεως και την καταχώριση του επίδικου σήματος και, δεύτερον, στο τμήμα προσφυγών είχε υποβληθεί δήλωση στελέχους της Fiorucci Spa, στον οποίον ο Ε. Fiorucci είχε ανακοινώσει τη συγκατάθεσή του.

    90.      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου είναι αντιφατική ή ανεπαρκής αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο μπορεί, ως τοιούτο, να προβληθεί κατ’ αναίρεση (62).

    91.      Κατά το άρθρο 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο, κατά το άρθρο 53, παράγραφος 1, του Οργανισμού, έχει εφαρμογή αντιστοίχως στο Γενικό Δικαστήριο, οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου είναι αιτιολογημένες. Η διάταξη δεν θέτει περαιτέρω επιταγές ως προς τις λεπτομέρειες της εν λόγω υποχρεώσεως αιτιολογίας.

    92.      Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο δεν επιβάλλει σε αυτό τη δέσμευση να εκθέτει αιτιολογία ακολουθούσα αναλυτικά έναν προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι και η αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί, ως εκ τούτου, να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι επιτρέπει στους μεν ενδιαφερόμενους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (63).

    93.      Στις σκέψεις 64 και 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε επί της ουσίας το επιχείρημα της αναιρεσείουσας όσον αφορά τη σημασία της συγκαταθέσεως του Ε. Fiorucci, επειδή το τμήμα προσφυγών δεν απέρριψε την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας για τον λόγο αυτόν, και, επομένως, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να αντικαταστήσει με τη δική του αιτιολογία την παρασχεθείσα αιτιολογία του αρμοδίου δικαιοδοτικού οργάνου.

    94.      Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο εκπλήρωσε την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Δεν έχει εν προκειμένω σημασία το ζήτημα αν οι εκτιμήσεις του ήσαν ορθές. Επομένως, δεν συνάγεται έλλειψη αιτιολογίας.

    2.      Αρνησιδικία και παράβαση του άρθρου 63, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94

    95.      Επικουρικώς, η αναιρεσείουσα στηρίζει περαιτέρω την αίτησή της σε υποτιθέμενη αρνησιδικία. Κακώς το Πρωτοδικείο αρνήθηκε να εξετάσει το ζήτημα της αγοράς του σήματος ELIO FIORUCCI παραπέμποντας συναφώς στο αντικείμενο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαφοράς και εσφαλμένως αρνήθηκε να προβεί σε ενδεχόμενη μεταρρύθμιση της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών υπέρ της αναιρεσείουσας. Η αναιρεσείουσα προβάλλει συναφώς παράβαση του άρθρου 63, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94.

    96.      Όλως επικουρικώς, η εξέταση της επιχειρηματολογίας αυτής έπρεπε να ανατεθεί στο ΓΕΕΑ.

    97.      Δεν μπορεί, πάντως, όσον αφορά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να επικριθεί το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε, σε σχέση με το άρθρο 8 του CPI, τη φερόμενη σημασία –την οποία αμφισβητεί και το ΓΕΕΑ– της συμβατικής αγοράς του σήματος και ότι αρνήθηκε να μεταρρυθμίσει την απόφαση του τμήματος προσφυγών.

    98.      Βεβαίως, το άρθρο 63, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 παρέχει, κατ’ αρχήν, στο Γενικό Δικαστήριο την εξουσία, εκτός από την ακύρωση, να προβεί στη μεταρρύθμιση της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών.

    99.      Πάντως, στην υπό κρίση υπόθεση δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνει αυτό. Αντιθέτως, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς, το Πρωτοδικείο δεν είχε τη δυνατότητα να εκδώσει απόφαση περί τροποποιήσεως. Το σύστημα έννομης προστασίας στο δίκαιο των σημάτων περιλαμβάνει τρία επίπεδα και είναι διαμορφωμένο κατά τρόπον ώστε, στο επίπεδο ελέγχου των πραγματικών περιστατικών, το τμήμα προσφυγών να έχει τον κεντρικό ρόλο, που έγκειται στον προσδιορισμό του αντικειμένου της διαφοράς. Κατά συνέπεια, ορθώς επισημαίνεται, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το τμήμα προσφυγών δεν στήριξε την απόφασή του στην πτυχή της εκχωρήσεως του σήματος και απέρριψε την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας (και επομένως και την εφαρμογή του άρθρου 8 CPI) για διαφορετικούς λόγους. Δεν απόκειται όμως στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να προβαίνουν σε νέο, ευρύ έλεγχο του εθνικού δικαίου που να περιλαμβάνει και το ζήτημα αυτό, εφόσον το εθνικό δίκαιο πρέπει να αξιολογείται όπως ένα πραγματικό ζήτημα και, επομένως, αποτελεί τμήμα του αντικειμένου της διαφοράς.

    100. Στο σημείο αυτό δεν μπορεί να εντοπισθεί ούτε παράβαση του άρθρου 63, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 ούτε η αρνησιδικία που προσάπτει η αναιρεσείουσα.

    101. Πάντως, το ΓΕΕΑ υποχρεούται, κατά το άρθρο 63, παράγραφος 6, του κανονισμού 40/94, να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση των αποφάσεων των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης. Σε περίπτωση πλήρους ή μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως ενός τμήματος προσφυγών, τούτο μπορεί να σημαίνει ότι, κατά το άρθρο 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 216/96 της Επιτροπής, της 5ης Φεβρουαρίου 1996, σχετικά με τον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών του Γραφείου Εναρμόνισης στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (64), πρέπει να διεξαχθεί «νέος έλεγχος από τα τμήματα προσφυγών». Τούτο υποδηλώνει ότι το ΓΕΕΑ πρέπει να διεξαγάγει πλήρη έλεγχο υπό το πρίσμα της εκάστοτε αποφάσεως, αυτοβούλως και ανεξαρτήτως δικαστικών οδηγιών (65).

    102. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, το επιλαμβανόμενο εκ νέου της υποθέσεως τμήμα προσφυγών θα έπρεπε να εξετάσει, κατ’ αρχάς, αν ο Ε. Fioruccio είχε πράγματι παράσχει τη συγκατάθεσή του για την καταχώριση του σήματος. Το πραγματικό αυτό ζήτημα, καίτοι άνευ σημασίας όσον αφορά την αιτίαση σχετικά με την αιτιολογία, είναι πιθανόν ότι θα έχει σημασία σε σχέση με την ερμηνεία του άρθρου 8 του CPI, ως προς την οποία το Πρωτοδικείο διατύπωσε αμφιβολίες, και δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να παραμείνει εκτός ελέγχου. Το ίδιο ισχύει για το ζήτημα σε ποια έκταση, με τη σύμβαση εκχωρήσεως, μεταβιβάσθηκαν σήματα και διακριτικά σημεία στην αναιρεσείουσα.

    103. Μολονότι το όλως επικουρικώς υποβληθέν αίτημα της αναιρεσείουσας αποσκοπεί στην ανάθεση αυτού ακριβώς του ελέγχου στο ΓΕΕΑ, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Πράγματι, οι υποχρεώσεις ελέγχου του ΓΕΕΑ απορρέουν άμεσα από τις εφαρμοστέες διατάξεις. Αντιθέτως, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν μπορούν να απευθύνουν οδηγίες στο ΓΕΕΑ.

    3.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

    104. Κατά συνέπεια, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει, επίσης, να απορριφθούν.

     Γ –     Τελικό συμπέρασμα όσον αφορά την αίτηση αναιρέσεως

    105. Επειδή κανένας από τους λόγους αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    VII – Η αίτηση του Ε. Fiorucci περί μεταρρυθμίσεως των σκέψεων 33 και 35 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

    106. Ο Ε. Fiorucci φρονεί ότι οι διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στις προαναφερθείσες σκέψεις δεν είναι ορθές. Ζητεί, συναφώς, ένα είδος «διορθώσεως της δικαστικής αποφάσεως», χωρίς να διευκρινίζει ποιες συνέπειες αντλεί από τη διόρθωση αυτή σε σχέση με το διατακτικό της αποφάσεως.

    107. Εν προκειμένω δεν υφίσταται στο υπόμνημα αντικρούσεως κανένα παραδεκτώς υποβαλλόμενο αίτημα, εφόσον ούτε ζητείται η μερική τουλάχιστον αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου ούτε δηλώνεται η αποδοχή αιτήματος που υποβλήθηκε πρωτοδίκως (66).

    108. Για τους ίδιους λόγους δεν είναι δυνατόν να μεταβληθεί ο χαρακτηρισμός του αιτήματος αυτού υπό την έννοια της ανταναιρέσεως (67).

    109. Κατά συνέπεια, το αίτημα του Ε. Fiorucci πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

    VIII – Δικαστικά έξοδα

    110. Κατά το άρθρο 118 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου σε συνδυασμό με το άρθρο 69, παράγραφος 3, αυτού, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

    111. Στην παρούσα περίπτωση επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο Ε. Fiorucci νίκησε ως προς τα αιτήματά του, εξαιρουμένης της διορθώσεως της αποφάσεως την οποία ζητεί. Αντιθέτως, η αναιρεσείουσα ηττήθηκε συνολικώς, εξαιρουμένου του αιτήματος απορρίψεως του αιτήματος του Ε. Fiorucci περί μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως. Το ΓΕΕΑ ηττήθηκε ως προς το σύνολο των αιτημάτων του.

    112. Κατά συνέπεια, ενδείκνυται να καταδικαστούν το ΓΕΕΑ και η αναιρεσείουσα στα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων του Ε. Fiorucci και στα δικά τους έξοδα. Ο Ε. Fiorucci βαρύνεται, επομένως, με το ένα τέταρτο των εξόδων του.

    IX – Πρόταση

    113. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να εκδώσει την ακόλουθη απόφαση.

    1)         Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    2)         Απορρίπτει το αίτημα του Ε. Fiorucci περί μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως.

    3)         Η αναιρεσείουσα και το ΓΕΕΑ φέρουν έκαστος τα έξοδά του καθώς και τα τρία τέταρτα των εξόδων του Ε. Fiorucci αλληλεγγύως.

    4)         Ο Ε. Fiorucci φέρει το ένα τέταρτο των εξόδων του.


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


    2 – ΕΕ 1994, L 11, σ. 1.


    3 – T-165/06 (Συλλογή 2009, σ. ΙΙ-1375).


    4 – Πρωτόκολλο (αριθ. 3) περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2008, C 115, σ. 210).


    5 – Απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, Τ-191/04, MIP Metro κατά ΓΕΕΑ – Tesco Stores (METRO) (Συλλογή 2006, σ. II‑2855, σκέψη 36), κατά την οποία, το τμήμα προσφυγών δεν «μπορ[εί] να εκδώσ[ει] απόφαση που θα ήταν παράνομη κατά τον χρόνο που αυτ[ό] αποφαίν[εται], βάσει αποδείξεων που προσκόμισαν οι διάδικοι στο πλαίσιο της ενώπιον αυτ[ού] διαδικασίας».


    6 – Νυν άρθρο 65 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (κωδικοποιημένη έκδοση) (ΕΕ L 78, σ. 1).


    7 – Απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Τ-247/01, eCopy κατά ΓΕΕΑ (ECOPY) (Συλλογή 2002, σ. II‑5301, σκέψη 46), κατά την οποία «τόσο η ακύρωση όσο και η μεταρρύθμιση αποφάσεως του τμήματος προσφυγών δεν είναι δυνατή παρά αν στερείται νομιμότητας τόσο από πλευράς ουσίας όσο και από πλευράς τύπου. Ακολούθως, κατά πάγια νομολογία, η νομιμότητα μιας κοινοτικής πράξεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεώς της.».


    8 – Aναιρεισιβαλλόμενη απόφαση, σκέψη 40.


    9 – Νυν άρθρο 51 του κανονισμού 207/2009.


    10 – Νυν άρθρο 53 του κανονισμού 207/2009.


    11 – Νυν άρθρο 65 του κανονισμού 207/2009.


    12 –      Πρβλ. συναφώς και τις λοιπές εκδοχές των επισήμων γλωσσών του ΓΕΕΑ, δηλαδή τη γαλλική («violation du traité, du présent règlement ou de toute règle de droit relative à leur application»), την ιταλική («violazione del trattato, del presente regolamento o di qualsiasi regola di diritto relativa alla loro applicazione»), την ισπανική («violación de Tratado, del presente Reglamento o de cualquier norma jurídica relativa a su aplicación») και την αγγλική («infringement of the Treaty, of this Regulation or of any rule of law relating to their application») εκδοχή.


    13 – ΕΕ L 303, σ. 1.


    14 – Aναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψεις 6 έως 8.


    15 – Aναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψη 10.


    16 –      Πρβλ. συναφώς και τις λοιπές εκδοχές των επισήμων γλωσσών του ΓΕΕΑ, δηλαδή τη γαλλική («des éléments démontrant que le demandeur est titulaire de l'un des droits antérieurs énoncés à l'article 52 paragraphe 2 du règlement ou qu'il est habilité, en vertu de la législation nationale applicable, à faire valoir ce droit»), την ιταλική («indicazioni dacuirisulti che il richiedente è titolare di uno dei diritti anteriori di cui all'articolo 52, paragrafo 2 del regolamento oppure che, a norma della legislazione nazionale applicabile, è legittimato a far valere tale diritto»), την ισπανική («los datos queacrediten que el solicitante es el titular de un derecho anterior a que se refiere el apartado 2 del artículo 52 del Reglamento o que, en virtud de la legislación nacional vigente, está legitimado para reivindicar tal derecho») και την αγγλική («particulars showing that the applicant is the proprietor of an earlier right as referred to in Article 52 (2) of the Regulation or that he is entitled under the national law applicable to lay claim to that right») εκδοχή του κανονισμού εφαρμογής (η υπογράμμιση είναι δική μου).


    17 – Decreto Legislativo της 10ης Φεβρουαρίου 2005, αριθ. 30 (δημοσιευθέν στην Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana αριθ. 52, της 4ης Μαρτίου 2005 – Supplemento Ordinario αριθ. 28).


    18 – Βλ. σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το κείμενο που αναπαράγεται στη σκέψη αυτή τροποποιήθηκε προσφάτως με το τεθέν σε ισχύ στις 2 Σεπτεμβρίου 2010 Decreto Legislativo της 13ης Αυγούστου 2010, αριθ. 131, και στο εξής υπό την επιφύλαξη άδειας δεν τελεί μόνον η καταχώριση αλλά και η χρήση ως σήματος («registrati o usati come marchio»). Για τους λόγους που εκτέθηκαν στο σημείο 10 των προτάσεων αυτών, οι νεώτερες αυτές τροποποιήσεις δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη στην παρούσα διαδικασία.


    19 – Πρόκειται συναφώς για συγκεκριμένους συγγενείς, οι οποίοι μετά τον θάνατο του ενδιαφερομένου μπορούν να χορηγήσουν την προαναφερθείσα συναίνεση.


    20 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Μαρτίου 2006, C‑259/04, Emanuel (Συλλογή 2006, σ. I‑3089, σκέψη 53).


    21 – Aναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψεις 31 έως 37.


    22 – Aναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψεις 43 έως 63.


    23 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψη 67.


    24 – Απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 14ης Απριλίου 2005 (R 635/2003-2, σκέψη 21).


    25 – Απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 6ης Ιουλίου 2005 (R 869/2004-1, σκέψη 43).


    26 – Απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 7ης Αυγούστου 2002 (R 607/2001-2, σκέψη 43).


    27 – Η αναιρεσείουσα παραπέμπει συναφώς στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 1ης Μαρτίου 2005, Τ-185/03, Fusco κατά ΓΕΕΑ – Fusco International (ENZO FUSCO) (Συλλογή 2005, σ. II-715).


    28 – Η υπογράμμιση είναι δική μου.


    29 – Η αναιρεσείουσα επικαλείται τη νομολογία για τη σχέση μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και των διεθνών συμβάσεων, π.χ. τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 2009, C‑202/08 P και C‑208/08 P, American Clothing Associates κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2009, σ. I‑6933), και της 4ης Μαΐου 2010, C‑533/08, TNT Express Nederland (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή), η οποία δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή.


    30 – Η υπογράμμιση είναι δική μου.


    31 – Ούτως, για παλαιότερα διακριτικά σημεία του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94, βλ. τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουνίου 2009, Τ-114/07 και Τ-115/07, Last Minute Network κατά ΓΕΕΑ – Last Minute Tour (LAST MINUTE TOUR) (Συλλογή 2009, σ. II‑1919, σκέψη 47), και της 12ης Ιουνίου 2007, Τ-53/04 έως Τ-56/04, Τ-58/04 και Τ-59/04, Budějovický Budvar κατά ΓΕΕΑ – Anheuser-Busch (BUDWEISER) (Συλλογή 2007, σ. II‑57, σκέψη 74).


    32 – Βλ. υποσημείωση 31. Εξαιρετικά σαφής είναι περαιτέρω η απόφαση του τέταρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 25ης Οκτωβρίου 2004 (R 790/2001-4, σκέψη 17), όπου αναφέρονται τα εξής: «[…] It is for the applicant for a declaration of invalidity to furnish proof […] especially as to the national law referred to by the provision which, because the Office is a Community body, amounts to a factual element […]».


    33 – Η υπογράμμιση είναι δική μου.


    34 – Το ΓΕΕΑ αναγνωρίζει ευθέως, στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, τα εξής: «The Office is not in a position to determine with sufficient accuracy on [its] own motion what the law relating to Article 8 (4) rights is in all the Member States. […] Thus, as regards questions of law, i.e. the rules and norms of the respective national law applicable to the specific case, the Office will generally require the opponent to provide the necessary elements for the Office to take a decision. It is only when such elements have already been previously established by the Office […] that such proof will not be necessary. […].» (βλ. OHIM Manual of Trade Mark Practice, το οποίο είναι προσβάσιμο στον δικτυακό τόπο http://oami.europa.eu/ows/rw/pages/CTM/legalReferences/guidelines/OHIMManual.de.do [σημείο 5.4 του κεφαλαίου «Non-registered rights», τελευταία ενημέρωση: 16 Σεπτεμβρίου 2009]).


    35 – Συναφώς Rodriguez Iglesias, G. C., «Le droit interne devant le juge international et communautaire», στο: Du droit international au droit de l’intégration, Liber amicorum Pierre Pescatote, Nomos, Baden-Baden, 1987, σ. 583, 597, ιδίως υποσημείωση 43.


    36 – Βλ. την παρατεθείσα στην υποσημείωση 31 νομολογία. Στην εκτίμηση των ως αποδεικτικών στοιχείων «προσκομισθέντων εγγράφων» στηρίζεται και η απόφαση της 30ής Ιουνίου 2009, Τ-435/05, Danjaq κατά ΓΕΕΑ – Mission Productions (Dr. No) (Συλλογή 2009, σ. II‑2097, σκέψη 43). Το Πρωτοδικείο φαίνεται ότι υιοθέτησε πιο προοδευτική προσέγγιση με την απόφασή του της 20ής Απριλίου 2005, Τ-318/03, Atomic Austria κατά ΓΕΕΑ – Fabricas Agrupadas de Muñecas de Onil (ATOMIC BLITZ) (Συλλογή 2005, σ. II‑1319, σκέψεις 33 έως 38), στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής: Στο ΓΕΕΑ απόκειται μεν να εκτιμήσει την αποδεικτική ισχύ «των στοιχείων που προσκομίζουν» οι διάδικοι, πλην όμως οφείλει «να ζητήσει αυτοβούλως πληροφορίες, χρησιμοποιώντας τα μέσα που κρίνει αναγκαία προς τον σκοπό αυτόν [για παράδειγμα ζητώντας διευκρινίσεις από τους διαδίκους] σχετικά με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους». Η προσέγγιση αυτή δεν μπορεί να συγκερασθεί με το γράμμα του κανόνα 37 του κανονισμού εφαρμογής. Πράγματι, κατά τη διάταξη αυτή, η αρχή του ανακριτικού συστήματος περιορίζεται ανάλογα με την κατανομή του βάρους επικλήσεως και αποδείξεως, άλλως θα στερούνταν του ουσιαστικού περιεχομένου της.


    37 – Βλ. συναφώς το άρθρο 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 και το άρθρο 135, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.


    38 – Η Chanteloup, H., «La prise en considération du droit national par le juge communautaire», στο: Revuecritiquededroitinternationalprivé, 2007, σ. 539, κάνει λόγο, στην αρχή του άρθρου της, με παραστατικό τρόπο για το γεγονός ότι το εθνικό δίκαιο απεκδύεται, στο πλαίσιο αυτό, του κανονιστικού του χαρακτήρα και περιβάλλεται «το ένδυμα πραγματικού περιστατικού». Στη σελίδα 559, η συγγραφέας τονίζει επί το λακωνικότερον: «Le droit national pris en considération est un fait.»


    39 – Τούτο τονίζεται ρητώς (και αναπτύσσεται ιδιαιτέρως με επίκληση του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στο πλαίσιο του οποίου υπάρχει ομοφωνία σε όλα τα κράτη μέλη) στο OHIM Manual of Trade Mark Practice (υποσημείωση 32), κατά το οποίο, το δίκαιο των κρατών μελών πρέπει να αντιμετωπίζεται ως «an issue of fact, subject to proof by the party alleging such right».


    40 – Βλ. συναφώς την άλλοτε πρωτοποριακή, σήμερα εν μέρει ξεπερασμένη απόφαση Lautour του γαλλικού Cour de Cassation της 25ης Μαΐου 1948, δημοσιευμένη και σχολιασμένη σε Ancel, B. και Lequette, Y., Lesgrandsarrêtsdelajurisprudencefrancaisededroitinternationalprivé, Paris Dalloz, 5η έκδ., 2006, σ. 165, 171: κατά την απόφαση αυτή, ο διάδικος ο οποίος προβάλλει δικαίωμα ενώπιον δικαστηρίου, φέρει το βάρος αποδείξεως του δικαίου άλλου κράτους στο οποίο στηρίζεται το δικαίωμά του. Και κατά τη νεώτερη γαλλική νομολογία Amerford και Itraco, δημοσιευμένη και σχολιασμένη σε Ancel, B. und Lequette, Y., όπ.π., σ. 718, 723 επ., στους διαδίκους απόκειται πρωτίστως, αν και όχι αποκλειστικά, να προσδιορίσουν το loi étrangère, του οποίου ο έλεγχος από το Cour de Cassation φαίνεται ότι περιορίζεται κατ’ ουσίαν στην παραμόρφωση του περιεχόμενου του αλλοδαπού δικαίου (dénaturation) και στην πρόδηλη πλάνη (erreur manifeste de compréhension). Πάντως, η προσέγγιση αυτή δεν μπορεί να γενικευθεί σε διεθνές επίπεδο. Κατά το γερμανικό δίκαιο, για παράδειγμα, στον δικαστή απόκειται να εντοπίσει και να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως το –εφαρμοστέο κατά το γερμανικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο– αλλοδαπό δίκαιο, και μάλιστα στο σύνολό του, όπως προκύπτει από τον νόμο και τη νομολογία. Επομένως, από δικονομικής απόψεως, το αλλοδαπό δίκαιο αντιμετωπίζεται ως δίκαιο και όχι ως πραγματικό περιστατικό, μολονότι μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διεξαγωγής αποδείξεων (άρθρο 293 του Zivilprozessordnung [Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας], στο εξής: ZPO). Πάντως, εξακολουθεί να υπάρχει διχογνωμία στη θεωρία ως προς το αν, μετά από την αναθεώρηση του άρθρου 545 του ZPO, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναιρέσεως (βλ., ως προς την εξέλιξη της διχογνωμίας, Schack, H., InternationalesZivilverfahrensrecht, 5η έκδ., Verlag C. H. Beck, Mόναχο, 2010, σημεία 723 έως 727).


    41 – Βλ. συναφώς Santulli, C., Le statut international de l’ordre juridique étatique, Editions A. Pedone, Παρίσι, 2001, σ. 271 έως 277. Στην υποσημείωση 561 επ. του βιβλίου αυτού παρατίθεται μια χαρακτηριστική απόφαση του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης της 12ης Ιουλίου 1929 (Affaire relative au paiement, en or, des emprunts fédéraux brésiliens émis en France, C.P.J.I., Série A, αριθ. 20/21, σ. 93-126, ιδίως σ. 124). Βλ. περαιτέρω Rivier, R., «La preuve devant les juridictions interétatiques à vocation universelle (CIJ et TIDM)» σε Ruiz Fabri, H., και Sorel, J.-M., La preuve devant les juridictions internationales, Editions A. Pedone, Παρίσι, 2007, σ. 49-51.


    42 – Η Chanteloup (υποσημείωση 38) αναφέρει, στη σ. 559, την απόφαση του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης της 7ης Ιουνίου 1932 (Affaire relative à certains intérêts allemands en Haute Silésie, C.P.J.I., Serie A, αριθ. 7, σ. 19), με την οποία διευκρινίζεται ότι, από την πλευρά του διεθνούς δικαίου και του Δικαστηρίου, τα εθνικά δίκαια θεωρούνται ως εκδήλωση της βουλήσεως και της δραστηριότητας των κρατών και όχι ως πραγματικά περιστατικά.


    43 – Eisenführ, G., και Schennen, D., Gemeinschaftsmarkenverordnung, 3η έκδ., Carl Heymanns Verlag, Κολωνία, 2010, άρθρο 65, σημείο 1.


    44 – Η υπογράμμιση είναι δική μου.


    45 – Βλ., για παράδειγμα, για τη διαδικασία ανακοπής, το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94.


    46 – Βλ. υποσημείωση 12.


    47 – Η υπογράμμιση είναι δική μου.


    48 – Η σύγκριση με τις λοιπές γλωσσικές εκδοχές στην υποσημείωση 12 καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα.


    49 – Οι Eisenführ/Schennen (υποσημείωση 43), άρθρο 65, σημείο 16, επισημαίνουν ότι το ζήτημα του δικαστικού ελέγχου της «εφαρμογής των εθνικών κανόνων δικαίου που αποτελούν το έρεισμα συναφώς ή των άγραφων γενικών αρχών του δικαίου» δεν έχει συζητηθεί ακόμη.


    50 – Σκέψεις 43 έως 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


    51 – Όσον αφορά τον περιορισμό της εξουσίας του Πρωτοδικείου –που πρέπει να τηρηθεί συναφώς– στο αντικείμενο της διαφοράς που ήχθη ενώπιον του τμήματος προσφυγών, βλ. το σημείο 54 των προτάσεων αυτών.


    52 – Βλ. τις παρατηρήσεις μου ανωτέρω, στα σημεία 42 επ.


    53 – Επί της βασικής αρχής, βλ. τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Μαρτίου 1994, C‑53/92 P, Hilti κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I‑667, σκέψη 42), και της 1ης Ιουνίου 1994, C‑136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I‑1981, σκέψη 49). Βλ. διεξοδικά τα σημεία 80 έως 83 των προτάσεων αυτών.


    54 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 2005, C‑286/04 P, Eurocermex κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2005, σ. I‑5797, σκέψη 43).


    55 – Απόφαση Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi (παρατεθείσα στην υποσημείωση 53).


    56 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιανουαρίου 2007, C‑229/05 P, PKK και KNK κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I‑439, σκέψη 37).


    57 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2006, C‑551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑3173, σκέψη 54). Βλ. για το θέμα αυτό, Wägenbaur, B., EuGHVerfO, SatzungundVerfahrensordnungenEuGH/EuG, Verlag C. H. Beck, Μόναχο, 2008, άρθρο 58 του Οργανισμού ΔΕΚ, σημεία 8 έως 12.


    58 – Βλ. άρθρο 135, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.


    59 – Απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004, Τ-399/02, Eurocermex κατά ΓΕΕΑ (σχήμα φιάλης μπύρας) (Συλλογή 2004, σ. II‑1391, σκέψη 52), και απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2006, C‑214/05 P, Rossi κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2006, σ. I‑7057, σκέψεις 50 έως 53).


    60 – Άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94.


    61 – Βλ. υποσημείωση 59.


    62 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C‑47/07 P, Masdar (UK) κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. I‑9761, σκέψη 76).


    63 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Μαΐου 2010, C‑583/08 P, Γκόγκος κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 30).


    64 – ΕΕ L 28, σ. 11.


    65 – Απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, Τ-163/98, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (BABY-DRY) (Συλλογή 1999, σ. II‑2383, σκέψη 53).


    66 – Άρθρο 116 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.


    67 – Άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

    Top