EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CC0221

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Trstenjak της 7ης Σεπτεμβρίου 2010.
AJD Tuna Ltd κατά Direttur tal-Agrikoltura u s-Sajd και Avukat Generali.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Prim’Awla tal-Qorti Ċivili - Μάλτα.
Κανονισμός (ΕΚ) 530/2008 - Κύρος - Κοινή αλιευτική πολιτική - Διατήρηση των πόρων - Ανασύσταση των αποθεμάτων τόννου στον Ανατολικό Ατλαντικό και στη Μεσόγειο.
Υπόθεση C-221/09.

Συλλογή της Νομολογίας 2011 I-01655

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2010:500

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

VERICΑ TRSTENJAK

της 7ης Σεπτεμβρίου 2010 1(1)

Υπόθεση C‑221/09

AJD Tuna Ltd

κατά

Direttur tal-Agrikoltura u s-Sajd u Avukat Generali

[αίτηση του Prim’Awla tal-Qorti Civili (Δημοκρατία της Μάλτας)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινή αλιευτική πολιτική – Κανονισμός (ΕΚ) 530/2008 της Επιτροπής – Επείγοντα μέτρα – Αλιεία ερυθρού τόνου με σκάφη γρι-γρι – Απαγόρευση αλιείας απευθυνόμενη σε συγκεκριμένα κράτη μέλη – Απαγόρευση εκφορτώσεως, τοποθετήσεως σε κλωβούς και μεταφορτώσεως – Ποσοστώσεις – Ύπαρξη σοβαρής απειλής για τη διατήρηση του αποθέματος ερυθρού τόνου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αρχή της αναλογικότητας – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω εθνικότητας – Αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Εγκυρότητα μέτρου»





Πίνακας περιεχομένων

I –   Εισαγωγή

II – Νομοθετικό πλαίσιο

Α –   Νομοθεσία της Ενώσεως στον τομέα της κοινής αλιευτικής πολιτικής

1.     Κανονισμός 2847/93 και κανονισμός 2371/2002

Β –   Μέτρα διεθνούς δικαίου για την προστασία του ερυθρού τόνου

Γ –   Ρυθμίσεις της Ενώσεως στον τομέα της αλιείας του ερυθρού τόνου

1.     Ο κανονισμός 1559/2007

2.     Ο κανονισμός 40/2008

3.     Ο κανονισμός 446/2008

4.     Ο κανονισμός 530/2008

III – Πραγματικά περιστατικά, κύρια δίκη και προδικαστικά ερωτήματα

IV – Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

V –   Αιτήματα των διαδίκων

Α –   Πρώτο και δεύτερο ερώτημα

Β –   Τρίτο ερώτημα

Γ –   Τέταρτο ερώτημα

Δ –   Πέμπτο ερώτημα

Ε –   Έκτο ερώτημα

ΣΤ – Έβδομο και όγδοο ερώτημα

Ζ –   Ένατο ερώτημα

H –   Δέκατο ερώτημα

VI – Εκτίμηση της γενικής εισαγγελέα

Α –   Εισαγωγή

Β –   Πρώτο και δεύτερο ερώτημα

1.     Αποτελεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002 πρόσφορη νομική βάση του επίδικου κανονισμού;

2.     Είναι επαρκής η αιτιολογία του επίδικου κανονισμού;

Γ –   Τρίτο ερώτημα

Δ –   Τέταρτο και πέμπτο ερώτημα

1.     Αναλογικότητα της απαγορεύσεως εκφορτώσεως τόνου που αλιεύθηκε πριν τη θέσπιση της απαγορεύσεως αλιείας

2.     Αναλογικότητα της απαγορεύσεως εκφορτώσεως τόνου που έχει αλιευθεί από σκάφη τα οποία φέρουν σημαία τρίτων κρατών

α)     Κριτήριο εκτιμήσεως

β)     Εκτίμηση της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

i)     Είναι το μέτρο προδήλως απρόσφορο;

ii)   Είναι το μέτρο προδήλως μη απαραίτητο;

iii) Είναι το μέτρο προδήλως δυσανάλογο υπό τη στενή έννοια του όρου;

iv)   Συμπέρασμα

γ)     Συνέπειες της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

Ε –   Έκτο ερώτημα

1.     Διαφοροποίηση μεταξύ των ισπανικών αλιευτικών τόνου και των αλιευτικών που φέρουν τη σημαία της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Κύπρου και της Μάλτας

α)     Βασιμότητα της διαφοροποιήσεως μεταξύ των ισπανικών και των υπολοίπων αλιευτικών

β)     Συνέπειες της παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων

2.     Διαφοροποίηση μεταξύ των σκαφών στα οποία αναφέρεται ο κανονισμός 530/2008 και των υπολοίπων σκαφών

ΣΤ – Έβδομο, όγδοο και ένατο ερώτημα

1.     Παραβιάζει ο κανονισμός 530/2008 τις αρχές της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και της εκατέρωθεν ακροάσεως;

α)     Φερόμενη παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας

β)     Φερόμενη παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως

i)     Τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως έναντι των κρατών μελών

ii)   Τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως έναντι των υπόλοιπων ενδιαφερομένων

2.     Παραβιάζει το άρθρο 7 του κανονισμού 2371/2002 τις αρχές της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και της εκατέρωθεν ακροάσεως;

α)     Φερόμενη παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας

β)     Φερόμενη παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως

Ζ –   Δέκατο ερώτημα

VII – Πρόταση

I –    Εισαγωγή

1.        Η κρινόμενη υπόθεση εμπίπτει στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής, η οποία έχει μεγάλη σημασία για την ΕΕ και για την οποία υπάρχουν εντελώς διιστάμενες απόψεις. Με την κρινόμενη υπόθεση, η οποία είναι η πρώτη αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που προέρχεται από τη Μάλτα, τίθεται σειρά ερωτημάτων σχετικά με το κύρος και την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 530/2008 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 2008, για τη θέσπιση επειγόντων μέτρων όσον αφορά τα σκάφη γρι-γρι που αλιεύουν τόνο στον Ατλαντικό Ωκεανό, ανατολικά του γεωγραφικού μήκους 45°Δ, και στη Μεσόγειο (2) (στο εξής: κανονισμός 530/2008 ή επίδικος κανονισμός). Ειδικότερα, με τον κανονισμό αυτόν, η Επιτροπή απαγόρευσε την αλιεία ερυθρού τόνου (Thunnus thynnus, thon rouge, bluefin tuna, Rote Thun, αποκαλούμενου και κυανόπτερου τόνου) με σκάφη γρι-γρι τα οποία φέρουν τη σημαία της Ελλάδας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Κύπρου, της Μάλτας και της Ισπανίας, ενώ παράλληλα απαγόρευσε και την εκφόρτωση, την τοποθέτηση σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή και τη μεταφόρτωση ερυθρού τόνου. Η εταιρεία Μάλτας AJD Tuna, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της παχύνσεως και της εκτροφής ερυθρού τόνου, κατόπιν της απαγορεύσεως να ασκεί τη δραστηριότητά της κίνησε ενώπιον δικαστηρίου της Μάλτας διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 234 EΚ (3), ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν το κύρος και την ερμηνεία του κανονισμού 530/2008.

2.        Η εταιρεία AJD Tuna έχει στραφεί κατά του κανονισμού 530/2008 και ενώπιον του Δικαστηρίου (4). Εντούτοις, η διαδικασία αυτή ανεστάλη δυνάμει του άρθρου 54, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Γενικού Δικαστηρίου, μέχρις ότου δημοσιευθεί η απόφαση του Δικαστηρίου στην κρινόμενη υπόθεση. Έχει ανασταλεί επίσης η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σε ανάλογη υπόθεση, στο πλαίσιο της οποίας η Ιταλία στρέφεται κατά του επίδικου κανονισμού (5). Κατά του κανονισμού 530/2008 προσέφυγαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και 17 ιταλικές εταιρείες, οι προσφυγές όμως αυτές απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες (6).

II – Νομοθετικό πλαίσιο

 Α –         Νομοθεσία της Ενώσεως στον τομέα της κοινής αλιευτικής πολιτικής

1.      Κανονισμός 2847/93 και κανονισμός 2371/2002

3.        Για τους σκοπούς της παρούσας υποθέσεως κρίσιμες είναι, ιδίως, δύο ρυθμίσεις της Ενώσεως στον τομέα της κοινής αλιευτικής πολιτικής: ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2847/93 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1993, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής (7) (στο εξής: κανονισμός 2847/93) και ο κανονισμός (ΕΚ) 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και τη βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (8) (στο εξής: κανονισμός 2371/2002).

4.        Στην εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2847/93 αναφέρεται ότι, όταν η ποσόστωση ενός κράτους μέλους έχει εξαντληθεί ή όταν το ίδιο το σύνολο επιτρεπόμενων αλιευμάτων (TAC) έχει εξαντληθεί, η αλιεία πρέπει να απαγορεύεται με απόφαση της Επιτροπής. Στην εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του ίδιου κανονισμού αναφέρεται ότι είναι απαραίτητο να αποζημιώνεται το κράτος που δεν έχει εξαντλήσει την ποσόστωσή του, την παραχωρηθείσα ποσότητα ή το μερίδιό του από ένα απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων όταν έχει απαγορευθεί η αλίευση λόγω εξάντλησης ενός TAC και ότι, προς τον σκοπό αυτόν, πρέπει να θεσπιστεί σύστημα αποζημιώσεως.

5.        Το άρθρο 21, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2847/93 ορίζει:

«2.      Κάθε κράτος μέλος καθορίζει την ημερομηνία από την οποία θεωρείται ότι τα αλιεύματα που αλίευσαν, από απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων που υπόκειται σε ποσόστωση, τα αλιευτικά σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία του ή είναι νηολογημένα σ’ αυτό το κράτος μέλος έχουν εξαντλήσει την ποσόστωση που τους έχει παραχωρηθεί για το εν λόγω απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων. Από την ημερομηνία αυτή, το οικείο κράτος μέλος απαγορεύει προσωρινά στα εν λόγω σκάφη την αλιεία από το συγκεκριμένο απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων, καθώς και τη διατήρηση επί του σκάφους, τη μεταφόρτωση και την εκφόρτωση ψαριών τα οποία αλιεύονται μετά την εν λόγω ημερομηνία και καθορίζει προθεσμία εντός της οποίας επιτρέπονται οι μεταφορτώσεις και οι εκφορτώσεις ή οι οριστικές δηλώσεις των αλιευμάτων. Το μέτρο αυτό κοινοποιείται χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή, η οποία ενημερώνει σχετικά τα λοιπά κράτη μέλη.

3.      Μετά την κοινοποίηση που γίνεται δυνάμει της παραγράφου 2 ή με δική της πρωτοβουλία, η Επιτροπή καθορίζει, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, την ημερομηνία κατά την οποία, για συγκεκριμένο απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων, τα αλιεύματα που υπόκεινται σε TAC, ποσόστωση ή άλλη μορφή ποσοτικού περιορισμού και τα οποία έχουν αλιευθεί από αλιευτικά σκάφη που φέρουν τη σημαία του ή είναι νηολογημένα σε κράτος μέλος θεωρούνται ότι έχουν εξαντλήσει την ποσόστωση, την παραχωρούμενη ποσότητα ή το διαθέσιμο μερίδιο για το εν λόγω κράτος μέλος ή, ενδεχομένως, για την Κοινότητα.

Όταν γίνεται αξιολόγηση της κατάστασης σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή ειδοποιεί τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη για τις προοπτικές παύσης της αλιείας λόγω εξάντλησης του TAC.

Το κράτος μέλος της σημαίας απαγορεύει προσωρινά, από την ημερομηνία που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, την αλιεία ψαριών του εν λόγω αποθέματος ή της εν λόγω ομάδας αποθεμάτων από σκάφη που φέρουν τη σημαία του καθώς επίσης και τη διατήρηση, τη μεταφόρτωση ή την εκφόρτωση ιχθύων αλιευθέντων μετά την ημερομηνία αυτή, και ορίζει μία ημερομηνία μέχρι την οποία επιτρέπονται οι μεταφορτώσεις και οι εκφορτώσεις ή οι οριστικές δηλώσεις αλιευμάτων. Το μέτρο αυτό κοινοποιείται, χωρίς καθυστέρηση, στην Επιτροπή, η οποία πληροφορεί σχετικά τα άλλα κράτη μέλη.»

6.        Το άρθρο 2 του κανονισμού 2371/2002 (Στόχοι) ορίζει:

«1.      Η Κοινή Αλιευτική Πολιτική διασφαλίζει την εκμετάλλευση των έμβιων υδρόβιων πόρων που παρέχει βιώσιμες οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνθήκες. Για τον σκοπό αυτό, η Κοινότητα εφαρμόζει την προληπτική προσέγγιση λαμβάνοντας μέτρα που έχουν ως στόχο την προστασία και τη διατήρηση των έμβιων υδρόβιων πόρων, τη λήψη μέτρων για τη βιώσιμη εκμετάλλευσή τους και την ελαχιστοποίηση της επίπτωσης των αλιευτικών δραστηριοτήτων στα θαλάσσια οικοσυστήματα. Η εν λόγω αρχή αποσκοπεί στη σταδιακή εφαρμογή μιας προσέγγισης όσον αφορά τη διαχείριση της αλιείας που θα στηρίζεται στο οικοσύστημα. Επιδιώκει την αποτελεσματικότητα των αλιευτικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο ενός οικονομικά βιώσιμου και ανταγωνιστικού τομέα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, παρέχοντας ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης σε όσους εξαρτώνται από τις αλιευτικές δραστηριότητες, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τα συμφέροντα των καταναλωτών.

2.      Η Κοινή Αλιευτική Πολιτική πρέπει να κατευθύνεται από τις ακόλουθες αρχές ορθής διαχείρισης:

α)      σαφή ορισμό των ευθυνών σε κοινοτικό, εθνικό και τοπικό επίπεδο,

β)      διαδικασία λήψης αποφάσεων που θα στηρίζεται σε έγκυρες επιστημονικές συμβουλές και θα επιτυγχάνει έγκαιρα αποτελέσματα,

γ)      ευρεία συμμετοχή των ενδιαφερομένων σε όλα τα στάδια της πολιτικής από τη σύλληψη έως την εφαρμογή της,

δ)      συνοχή με άλλες κοινοτικές πολιτικές, ιδίως με περιβαλλοντικές, κοινωνικές, περιφερειακές, αναπτυξιακές πολιτικές και πολιτικές προστασίας της υγείας και του καταναλωτή».

7.        Το άρθρο 5 του κανονισμού 2371/2002 (Σχέδια ανάκτησης) ορίζει:

«1.      Το Συμβούλιο θεσπίζει, κατά προτεραιότητα, σχέδια ανάκτησης για αλιευτικές δραστηριότητες που εκμεταλλεύονται αποθέματα τα οποία βρίσκονται εκτός των ασφαλών βιολογικών ορίων.

2.      Στόχος των σχεδίων ανάκτησης είναι να διασφαλίζουν την επάνοδο των αποθεμάτων σε ασφαλή βιολογικά όρια.

[…]»

8.        Το άρθρο 7 του κανονισμού 2371/2002 (Επείγοντα μέτρα της Επιτροπής) ορίζει:

«1.      Εάν υπάρχει ένδειξη σοβαρής απειλής για τη διατήρηση των έμβιων υδρόβιων πόρων ή για το θαλάσσιο οικοσύστημα που προκαλείται από αλιευτικές δραστηριότητες, και απαιτεί άμεσες ενέργειες, η Επιτροπή, κατόπιν τεκμηριωμένης αίτησης ενός κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, μπορεί να αποφασίζει τη λήψη επειγόντων μέτρων, η διάρκεια των οποίων δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των 6 μηνών. Η Επιτροπή μπορεί να λάβει νέα απόφαση να επεκτείνει τα επείγοντα μέτρα για 6 μήνες το πολύ.

2.      Το κράτος μέλος κοινοποιεί την αίτηση ταυτόχρονα στην Επιτροπή, στα άλλα κράτη μέλη και στα οικεία περιφερειακά γνωμοδοτικά συμβούλια. Τα συμβούλια αυτά μπορούν να υποβάλλουν τα γραπτά σχόλιά τους στην Επιτροπή εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης.

Η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

[…]»

9.        Το άρθρο 20 του κανονισμού 2371/2002 (Κατανομή αλιευτικών δραστηριοτήτων) ορίζει:

«1.      Το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, αποφασίζει τα όρια των αλιευμάτων ή/και της αλιευτικής προσπάθειας και την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και τους όρους που διέπουν τα όρια αυτά. Οι αλιευτικές δυνατότητες θα κατανεμηθούν μεταξύ των κρατών μελών κατά τρόπο διασφαλίζονται σε κάθε κράτος μέλος σχετική σταθερότητα αλιευτικών δραστηριοτήτων για κάθε απόθεμα αλιείας.

2.      Όταν η Κοινότητα καθορίζει νέες αλιευτικές δυνατότητες, το Συμβούλιο αποφασίζει την κατανομή των δυνατοτήτων αυτών λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα κάθε κράτους μέλους.

3.      Κάθε κράτος μέλος αποφασίζει, για τα σκάφη που φέρουν τη σημαία του, τη μέθοδο κατανομής των αλιευτικών δυνατοτήτων που έχουν διατεθεί στο εν λόγω κράτος μέλος σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ενημερώνει δε την Επιτροπή σχετικά με την επιλεγείσα μέθοδο κατανομής.

4.      Το Συμβούλιο καθορίζει τις αλιευτικές δυνατότητες που διατίθεται σε τρίτες χώρες στα κοινοτικά ύδατα, και κατανέμει τις δυνατότητες αυτές σε κάθε τρίτη χώρα.

5.      Τα κράτη μέλη δύνανται, μετά από προηγούμενη ενημέρωση της Επιτροπής, να ανταλλάσσουν το σύνολο ή μέρος των αλιευτικών δυνατοτήτων που τους έχουν κατανεμηθεί.»

10.      Το άρθρο 26 του κανονισμού 2371/2002 (Αρμοδιότητες της Επιτροπής) ορίζει:

«1.      Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής δυνάμει της συνθήκης, η Επιτροπή αξιολογεί και ελέγχει την εφαρμογή των κανόνων της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής από τα κράτη μέλη και διευκολύνει το συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ τους.

2.      Εάν υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν τηρούνται οι κανόνες διατήρησης, ελέγχου, επιθεώρησης ή εφαρμογής δυνάμει της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής και ότι το γεγονός αυτό ενδέχεται να συνιστά σοβαρή απειλή για τη διατήρηση των έμβιων υδρόβιων πόρων ή για την ουσιαστική λειτουργία του κοινοτικού συστήματος ελέγχου και εφαρμογής για την οποία απαιτείται άμεση λήψη μέτρων, η Επιτροπή ενημερώνει γραπτώς το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος για τα πορίσματά της και θέτει προθεσμία δεκαπέντε τουλάχιστον εργάσιμων ημερών προκειμένου το κράτος μέλος να αποδείξει τη συμμόρφωσή του και να διατυπώσει τα σχόλιά του. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τις παρατηρήσεις των κρατών μελών για οποιαδήποτε δράση ενδεχομένως αναλαμβάνει δυνάμει της παραγράφου 3.

3.      Εάν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι αλιευτικές δραστηριότητες που διεξάγονται σε συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη ενδέχεται να οδηγήσουν σε σοβαρή απειλή για τη διατήρηση των έμβιων υδρόβιων πόρων, η Επιτροπή μπορεί να λάβει προληπτικά μέτρα.

Τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι ανάλογα προς τον κίνδυνο σοβαρής απειλής για τη διατήρηση των έμβιων υδρόβιων πόρων.

Η διάρκειά τους δεν υπερβαίνει τις τρεις εβδομάδες. Μπορεί να παρατείνονται μέχρι το πολύ έξη μήνες αν χρειάζεται για την διατήρηση των ζωνών υδατίνων πόρων με απόφαση που λαμβάνεται με τη διαδικασία του άρθρου 30 παράγραφος 2.

Τα μέτρα αίρονται αμέσως μόλις η Επιτροπή διαπιστώσει ότι ο κίνδυνος δεν υφίσταται πλέον.

4.      Στην περίπτωση που θεωρείται ότι έχει εξαντληθεί η ποσόστωση ή το διαθέσιμο μερίδιο ενός κράτους μέλους, η Επιτροπή μπορεί, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, να παύει αμέσως τις αλιευτικές δραστηριότητες.»

 Β –         Μέτρα διεθνούς δικαίου για την προστασία του ερυθρού τόνου

11.      Στις 14 Μαΐου 1966 υπογράφηκε διεθνής σύμβαση για τη διατήρηση των θυννοειδών του Ατλαντικού, η οποία άρχισε να ισχύει στις 21 Μαρτίου 1969 (στο εξής: Σύμβαση για την προστασία των θυννοειδών) (9) Ο θεμελιώδης σκοπός τον οποίο διώκει η Σύμβαση είναι η συνεργασία για τη διατήρηση των συναφών πληθυσμών σε επίπεδα που θα επιτρέπουν μια μέγιστη σταθερή απόδοση για επισιτιστικούς και άλλους σκοπούς. Για την εφαρμογή της Συμβάσεως, τα συμβαλλόμενα μέρη δημιούργησαν τη Διεθνή επιτροπή για τη διατήρηση των θυννοειδών του Ατλαντικού (International Commission for the Conservation of Atlantic Tunas, στο εξής: ICCAT) (10), η οποία εξουσιοδοτείται, με βάση τα αποτελέσματα επιστημονικών ερευνών, να υποβάλλει συστάσεις με σκοπό να διατηρηθούν σε επίπεδα που επιτρέπουν μια μέγιστη σταθερή απόδοση οι πληθυσμοί θυννοειδών και συγγενών ειδών που μπορούν να αλιευθούν στη ζώνη της Συμβάσεως (11).

12.      Η Κοινότητα προσχώρησε στην εν λόγω Σύμβαση με την απόφαση 86/238/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Ιουνίου 1986, για την προσχώρηση της Κοινότητας στη διεθνή σύμβαση για τη διατήρηση των θυννοειδών του Ατλαντικού, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο που προσαρτάται στην τελική πράξη της διάσκεψης των πληρεξουσίων των συμβαλλομένων στη σύμβαση κρατών, που υπεγράφη στο Παρίσι στις 10 Ιουλίου 1984 (12).

 Γ –         Ρυθμίσεις της Ενώσεως στον τομέα της αλιείας του ερυθρού τόνου

1.      Ο κανονισμός 1559/2007

13.      Για την προστασία των θυννοειδών, η Ένωση εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1559/2007 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πολυετούς σχεδίου αποκατάστασης του τόνου στον Ανατολικό Ατλαντικό και στη Μεσόγειο και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 520-2007 (13) (στο εξής: κανονισμός 1559/2007).

14.      Το άρθρο 3 του κανονισμού 1559/2007 ορίζει:

Η ICCAT έχει καθορίσει για τα συμβαλλόμενα μέρη τα εξής TAC για τα αποθέματα τόνου στον Ανατολικό Ατλαντικό και στη Μεσόγειο:

–        το 2008: 28 500 τόνους,

–        το 2009: 27 500 τόνους,

–        το 2010: 25 500 τόνους.

[…]»

15.      Το άρθρο 4 του κανονισμού 1559/2007 ορίζει:

«1.      Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η αλιευτική προσπάθεια των σκαφών του και των διατάξεων παγίδευσης είναι ανάλογη με τις δυνατότητες αλίευσης τόνου που έχουν χορηγηθεί στο συγκεκριμένο κράτος μέλος στον Ανατολικό Ατλαντικό και στη Μεσόγειο.

2.      Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει ετήσιο σχέδιο αλιείας των σκαφών και των διατάξεων παγίδευσης που αλιεύουν τόνο στον Ανατολικό Ατλαντικό και στη Μεσόγειο. Τα κράτη μέλη των οποίων η ποσόστωση τόνου είναι χαμηλότερη από το 5 % της κοινοτικής ποσόστωσης μπορούν να υιοθετήσουν ειδική μέθοδο για να διαχειριστούν την ποσόστωσή τους στο πλαίσιο του αλιευτικού τους σχεδίου, οπότε δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 3.

[…]»

16.      Το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1559/2007 ορίζει:

«Απαγορεύεται η αλιεία τόνου στον Ανατολικό Ατλαντικό και στη Μεσόγειο με γρι-γρι από 1ης Ιουλίου έως 31 Δεκεμβρίου.»

2.      Ο κανονισμός 40/2008

17.      Με τον κανονισμό (ΕΚ) 40/2008 του Συμβουλίου, της 16ης Ιανουαρίου 2008, περί καθορισμού, για το 2008, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων και των συναφών όρων στα κοινοτικά ύδατα και, για τα κοινοτικά σκάφη, σε άλλα ύδατα όπου απαιτούνται περιορισμοί αλιευμάτων (14) (στο εξής: κανονισμός 40/2008), ορίστηκαν τα ανώτατα επιτρεπτά όρια αλιευμάτων για ορισμένα είδη ιχθύων, τα οποία κατανεμήθηκαν μεταξύ των κρατών μελών. Δυνάμει του παραρτήματος ΙΔ του κανονισμού, η ποσόστωση αλιευμάτων ερυθρού τόνου για το 2008 καθορίστηκε σε 16 210,75 τόνους για την Ένωση, οι οποίοι κατανεμήθηκαν ως εξής μεταξύ των κρατών μελών:

–        Κύπρος: 149,44 τόνοι,

–        Ελλάδα: 277,46 τόνοι,

–        Ισπανία: 5 378,76 τόνοι,

–        Γαλλία: 5 306,73 τόνοι,

–        Ιταλία: 4 188,77 τόνοι,

–        Μάλτα: 343,54 τόνοι,

–        Πορτογαλία: 506,06 τόνοι,

–        άλλα κράτη μέλη: 60 τόνοι.

18.      Τα συνολικά επιτρεπόμενα αλιεύματα (Total Allowable Catch, TAC) για τη ζώνη αλιείας του Ανατολικού Ατλαντικού, ανατολικώς του γεωγραφικού μήκους 45oΔ, και της Μεσογείου ορίστηκαν για το 2008 σε 28 500 τόνους.

3.      Ο κανονισμός 446/2008

19.      Οι ποσοστώσεις για το 2008, οι οποίες ορίστηκαν με τον κανονισμό 40/2008, τροποποιήθηκαν στη συνέχεια με τον κανονισμό (ΕΚ) 446/2008 της Επιτροπής, της 22ας Μαΐου 2008, για την προσαρμογή ορισμένων ποσοστώσεων τόνου για το 2008, σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2847/93 του Συμβουλίου για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου πουεφαρμόζεται στην κοινή αλιευτική πολιτική (15) (στο εξής: κανονισμός 446/2008). Ο κανονισμός αυτός εκδόθηκε επειδή η Γαλλία και η Ιταλία υπερέβησαν την ποσόστωσή τους για τον ερυθρό τόνο το 2007. Οι ποσοστώσεις των εν λόγω χωρών μελών για το 2008 μειώθηκαν και τα αφαιρεθέντα ποσά κατανεμήθηκαν αναλόγως μεταξύ της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Κύπρου, της Μάλτας και της Πορτογαλίας.

20.      Οι ποσοστώσεις που παραχωρήθηκαν στα μεμονωμένα κράτη μέλη για το 2008 ήταν οι ακόλουθες:

–        Κύπρος: 303,54 τόνοι,

–        Ελλάδα: 477,46 τόνοι,

–        Ισπανία: 5 428,46 τόνοι,

–        Γαλλία: 4 894,19 τόνοι,

–        Ιταλία: 4 162,71 τόνοι,

–        Μάλτα: 365,44 τόνοι,

–        Πορτογαλία: 518,96 τόνοι,

–        άλλα κράτη μέλη: 60 τόνοι.

4.      Ο κανονισμός 530/2008

21.      Ο κανονισμός 530/2008 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002.

22.      Η έκτη, η έβδομη και η όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 530/2008 έχουν ως εξής:

«(6)      Τα στοιχεία που διαθέτει η Επιτροπή καθώς και οι πληροφορίες που συνέλεξαν οι επιθεωρητές της κατά τη διάρκεια των αποστολών τους στα οικεία κράτη μέλη, δείχνουν ότι οι αλιευτικές δυνατότητες για τον τόνο στον Ατλαντικό Ωκεανό, ανατολικά του γεωγραφικού μήκους 45°Δ, και στη Μεσόγειο, οι οποίες έχουν χορηγηθεί για την αλιεία με σκάφη γρι-γρι που φέρουν τη σημαία της Ελλάδας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Κύπρου και της Μάλτας ή είναι νηολογημένα σε ένα από αυτά τα κράτη, θα θεωρούνται ότι έχουν εξαντληθεί στις 16 Ιουνίου 2008 και ότι οι αλιευτικές δυνατότητες για το ίδιο απόθεμα το οποίο έχει χορηγηθεί σε σκάφη γρι-γρι τα οποία φέρουν τη σημαία της Ισπανίας ή είναι νηολογημένα στο κράτος αυτό, θα θεωρούνται ότι έχουν εξαντληθεί στις 23 Ιουνίου 2008.

(7)      Η πλεονάζουσα αλιευτική ικανότητα του στόλου θεωρείται από την επιστημονική επιτροπή της διεθνούς επιτροπής για τη διατήρηση των τονοειδών (ICCAT) ως ο κύριος παράγοντας ο οποίος μπορεί να οδηγήσει στην κατάρρευση του αποθέματος τόνου στον Ανατολικό Ατλαντικό και στη Μεσόγειο. Η πλεονάζουσα αλιευτική ικανότητα του στόλου συνεπάγεται τον κίνδυνο υπεραλίευσης. Επιπλέον, η ημερήσια αλιευτική ικανότητα ενός μεμονωμένου σκάφους γρι-γρι είναι τόσο υψηλή που το επιτρεπόμενο επίπεδο αλιείας επιτυγχάνεται ή υπερβαίνεται ταχύτατα. Στις περιπτώσεις αυτές, η υπεραλίευση από τον εν λόγω στόλο αποτελεί σοβαρή απειλή για τη διατήρηση του αποθέματος τόνου.

(8)      Η Επιτροπή παρακολούθησε στενά τη συμμόρφωση των κρατών μελών με όλες τις απαιτήσεις των συναφών κοινοτικών κανόνων κατά τη διάρκεια της αλιευτικής εξόρμησης για την αλιεία τόνου το 2008. Τόσο τα στοιχεία που διαθέτει η Επιτροπή, όσο και τα στοιχεία που διαθέτουν οι επιθεωρητές της, δείχνουν ότι τα οικεία κράτη μέλη δεν εξασφάλισαν πλήρη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις οι οποίες θεσπίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1559/2007.»

23.      Τα άρθρα 1, 2 και 3 του κανονισμού 530/2008 ορίζουν τα εξής:

«Άρθρο 1

Απαγορεύεται η αλιεία τόνου με σκάφη γρι-γρι τα οποία φέρουν τη σημαία της Ελλάδας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Κύπρου και της Μάλτας ή είναι νηολογημένα σε ένα τα κράτη αυτά, στον Ατλαντικό Ωκεανό, ανατολικά του γεωγραφικού μήκους 45°Δ, και στη Μεσόγειο, από τις 16 Ιουνίου 2008.

Απαγορεύεται επίσης η διατήρηση επί του σκάφους, η τοποθέτηση σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή, η μεταφόρτωση, η μεταβίβαση ή εκφόρτωση αυτών των αποθεμάτων, τα οποία έχουν αλιευθεί από τα προαναφερόμενα σκάφη από την ημερομηνία αυτή.

Άρθρο 2

Απαγορεύεται η αλιεία τόνου με σκάφη γρι-γρι τα οποία φέρουν τη σημαία της Ισπανίας ή είναι νηολογημένα στο κράτος αυτό, στον Ατλαντικό Ωκεανό, ανατολικά του γεωγραφικού μήκους 45°Δ, και στη Μεσόγειο, από τις 23 Ιουνίου 2008.

Απαγορεύεται επίσης η διατήρηση επί του σκάφους, η τοποθέτηση σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή, η μεταφόρτωση, η μεταβίβαση ή εκφόρτωση αυτών των αποθεμάτων, τα οποία έχουν αλιευθεί από τα προαναφερόμενα σκάφη από την ημερομηνία αυτή.

Άρθρο 3

1.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, από τις 16 Ιουνίου 2008, οι επιχειρήσεις της Κοινότητας δεν δέχονται την εκφόρτωση, την τοποθέτηση σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή, ή τη μεταφόρτωση σε κοινοτικά ύδατα ή λιμένες, τόνου ο οποίος έχει αλιευθεί στον Ατλαντικό Ωκεανό, ανατολικά του γεωγραφικού μήκους 45°Δ, και στη Μεσόγειο, από σκάφη γρι-γρι.

2.      Επιτρέπεται η εκφόρτωση, η τοποθέτηση σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή και η μεταφόρτωση σε κοινοτικά ύδατα ή λιμένες, τόνου ο οποίος έχει αλιευθεί στον Ατλαντικό Ωκεανό, ανατολικά του γεωγραφικού μήκους 45°Δ, και στη Μεσόγειο, από σκάφη γρι-γρι τα οποία φέρουν τη σημαία της Ισπανίας, ή είναι νηολογημένα στο κράτος αυτό, έως τις 23 Ιουνίου 2008.»

24.      Ο κανονισμός 530/2008 άρχισε να ισχύει στις 13 Ιουνίου 2008.

III – Πραγματικά περιστατικά, κύρια δίκη και προδικαστικά ερωτήματα

25.      Η προσφεύγουσα εταιρεία AJD Tuna Ltd με έδρα τη Μάλτα ασκεί δραστηριότητα εκτροφής και παχύνσεως ερυθρού τόνου. Διαθέτει δύο ιχθυοτροφεία για την εκτροφή και την πάχυνση ερυθρού τόνου, χωρητικότητας 2 500 τόνων και 800 τόνων, αντιστοίχως. Η κύρια δραστηριότητα της προσφεύγουσας συνίσταται στην αγορά ερυθρού τόνου που έχει αλιευθεί ζωντανός στη Μεσόγειο, στην εκτροφή και στην πάχυνσή του και στην πώλησή του σε κοινοτικές και εξωκοινοτικές επιχειρήσεις. Οι δραστηριότητες εκτροφής και παχύνσεως της προσφεύγουσας έχουν εγκριθεί από την ICCAT και της έχει παραχωρηθεί ετήσια ποσόστωση 3 200 τόνων ερυθρού τόνου για εκτροφή και πάχυνση.

26.      Κατά την αλιευτική περίοδο 2008, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό 530/2008 της 12ης Ιουνίου 2008, για τη θέσπιση επειγόντων μέτρων όσον αφορά τα σκάφη γρι-γρι που αλιεύουν τόνο στον Ατλαντικό Ωκεανό, ανατολικά του γεωγραφικού μήκους 45°Δ και στη Μεσόγειο. Σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό, απαγορεύθηκε, από τις 16 Ιουνίου 2008, η αλιεία ερυθρού τόνου με σκάφη γρι-γρι τα οποία φέρουν τη σημαία της Ελλάδας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Κύπρου και της Μάλτας και από τις 23 Ιουνίου 2008 από σκάφη γρι-γρι τα οποία φέρουν τη σημαία της Ισπανίας. Κατόπιν αυτού, στη Μάλτα, ο Διευθυντής Γεωργίας και Αλιείας του Υπουργείου Γεωργίας (στο εξής: Διευθυντής Γεωργίας και Αλιείας) απαγόρευσε στην προσφεύγουσα να αγοράζει και να εισάγει ερυθρό τόνο για εκτροφή και πάχυνση. Η απαγόρευση που επέβαλε ο Διευθυντής Αλιείας και Γεωργίας κάλυπτε όχι μόνον τον τόνο που αλιεύεται στα κοινοτικά ύδατα αλλά και τον ερυθρό τόνο που αλιεύεται εκτός κοινοτικών υδάτων από σκάφη γρι-γρι τα οποία φέρουν σημαία τρίτων χωρών.

27.      Μέχρι τις 16 Ιουνίου 2008, η προσφεύγουσα είχε αγοράσει 465 500 χιλιόγραμμα ερυθρού τόνου και μπορούσε να αγοράσει ακόμη 1 369 829 χιλιόγραμμα για να επιτύχει την ποσόστωση που της είχε παραχωρηθεί. Λόγω της απαγορεύσεως του άρθρου 3 του κανονισμού 530/2008, δεν μπορούσε πλέον να αγοράσει την υπόλοιπη ποσόστωση ερυθρού τόνου που της είχε παραχωρηθεί, ούτε και μέσω ανταλλαγής με εξωκοινοτικούς αλιείς ερυθρού τόνου. Κατά συνέπεια, άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αγωγή αποζημιώσεως κατά του Διευθυντή Γεωργίας και Αλιείας.

28.      Το αιτούν δικαστήριο, με διάταξη της 4ης Ιουνίου 2009, ανέστειλε τη δίκη και υπέβαλε στο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 234 ΕΚ, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Είναι ο κανονισμός 530/2008 της Επιτροπής ανίσχυρος διότι συνιστά παράβαση του άρθρου 253 της Συνθήκης, καθόσον δεν αιτιολογεί επαρκώς τη λήψη των επειγόντων μέτρων των άρθρων 1, 2 και 3 και δεν δίνει αρκετά σαφή εικόνα της συλλογιστικής που υπαγόρευσε τα μέτρα αυτά;

2.      Είναι ο κανονισμός 530/2008 της Επιτροπής ανίσχυρος διότι συνιστά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002 του Συμβουλίου, καθόσον δεν θεμελιώνει επαρκώς στις αιτιολογικές σκέψεις του i) την ύπαρξη σοβαρής απειλής για τη διατήρηση των εμβίων υδάτινων πόρων ή για το θαλάσσιο οικοσύστημα που προκαλείται από τις δραστηριότητες αλιείας και ii) την ανάγκη άμεσης ενέργειας;

3.      Είναι ο κανονισμός 530/2008 της Επιτροπής ανίσχυρος, καθόσον τα μέτρα που θεσπίζει προσβάλλουν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που στηρίζουν οι κοινοτικοί επιχειρηματίες, όπως η προσφεύγουσα, στο άρθρο 1 του κανονισμού 446/2008 της Επιτροπής, της 22ας Μαΐου 2008, και στο άρθρο 2 του κανονισμού 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002;

4.      Είναι το άρθρο 3 του κανονισμού 530/2008 της Επιτροπής ανίσχυρο διότι παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον συνεπάγεται ότι i) καμία κοινοτική επιχείρηση δεν μπορεί να εκφορτώσει ή να θέσει σε κλωβούς τόνο για εκτροφή ή πάχυνση ακόμη και αν ο τόνος έχει αλιευθεί παλαιότερα και σύμφωνα με τον κανονισμό 530/2008 της Επιτροπής και ii) κανένας κοινοτικός επιχειρηματίας δεν μπορεί να ασκήσει τις δραστηριότητες αυτές με τόνο αλιευθέντα από αλιείς, τα πλοία των οποίων δεν φέρουν τη σημαία ενός των κρατών μελών που απαριθμούνται στο άρθρο 1 του κανονισμού 530/2008, ακόμη και αν ο τόνος έχει αλιευθεί στο πλαίσιο των ποσοστώσεων που καθορίζει η Διεθνής Σύμβαση για τη διατήρηση των τονοειδών;

5.      Είναι ο κανονισμός 530/2008 ανίσχυρος διότι παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας καθόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το μέτρο που επρόκειτο να λάβει θα συνέβαλε στην αποκατάσταση των αποθεμάτων τόνων;

6.      Είναι ο κανονισμός 530/2008 ανίσχυρος διότι τα ληφθέντα μέτρα είναι παράλογα και εισάγουν διακρίσεις λόγω ιθαγένειας κατά την έννοια του άρθρου 12 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, καθόσον κάνουν διάκριση μεταξύ σκαφών γρι-γρι που φέρουν ισπανική σημαία και σκαφών που φέρουν σημαία Ελλάδας, Ιταλίας, Γαλλίας, Κύπρου και Μάλτας και μεταξύ αυτών των έξι κρατών μελών και των άλλων κρατών μελών;

7.      Είναι ο κανονισμός 530/2008 ανίσχυρος διότι δεν τηρήθηκαν οι αρχές της δικαιοσύνης που κατοχυρώνει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθόσον οι ενδιαφερόμενοι και τα κράτη μέλη δεν είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν γραπτά σχόλια πριν από την έκδοση της απόφασης;

8.      Είναι ο κανονισμός 530/2008 ανίσχυρος διότι παραβιάστηκε η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως (audi alteram partem), που είναι γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, καθόσον οι ενδιαφερόμενοι και τα κράτη μέλη δεν είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν γραπτά σχόλια πριν από την έκδοση της απόφασης;

9.      Είναι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2371/2002 του Συμβουλίου ανίσχυρο διότι παραβιάστηκε η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως (audi alteram partem), που είναι γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου και/ή η αρχή της δικαιοσύνης που κατοχυρώνει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, κατά συνέπεια, είναι ο κανονισμός 530/2008 ανίσχυρος διότι στηρίχθηκε στον κανονισμό 2371/2002 του Συμβουλίου;

10.      Στην περίπτωση που το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κρίνει ότι ο κανονισμός 530/2008 είναι έγκυρος, έχει την έννοια ότι τα μέτρα του άρθρου 3 απαγορεύουν επίσης στις επιχειρήσεις της Κοινότητας να δέχονται την εκφόρτωση, την τοποθέτηση σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή ή τη μεταφόρτωση σε κοινοτικά ύδατα ή λιμένες τόνου, ο οποίος έχει αλιευθεί στον Ατλαντικό Ωκεανό, ανατολικά του γεωγραφικού μήκους 45°Δ, και στη Μεσόγειο από σκάφη γρι-γρι φέροντα σημαία τρίτης χώρας;»

IV – Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

29.      Η διάταξη περί παραπομπής διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο στις 17 Ιουνίου 2009. Κατά την έγγραφη διαδικασία, παρατηρήσεις κατέθεσαν η εταιρεία AJD Tuna, η Μαλτέζικη, η Ελληνική και η Ιταλική Κυβέρνηση, το Συμβούλιο και η Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Μαΐου 2010, αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου οι εκπρόσωποι της εταιρείας AJD Tuna, της Ελληνικής και της Ιταλικής Κυβερνήσεως, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

V –    Αιτήματα των διαδίκων

 Α –         Πρώτο και δεύτερο ερώτημα

30.      Το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορούν το κατά πόσον ο κανονισμός 530/2008 είναι επαρκώς αιτιολογημένος.

31.      Η εταιρεία AJD Tuna και η Μαλτέζικη, η Ελληνική και η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι ο κανονισμός 530/2008 δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένος. Στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού αναφέρεται ότι η Επιτροπή διέθετε πληροφορίες, χωρίς όμως οι πληροφορίες αυτές να υποδεικνύονται ή να διευκρινίζονται επακριβώς. Λόγω ανακριβών πληροφοριών, τα κυρίως ενδιαφερόμενα μέρη δεν είχαν τη δυνατότητα να κατανοήσουν τους πρακτικούς λόγους για τους οποίους εκδόθηκε ο εν λόγω κανονισμός. Η υποχρέωση αιτιολογίας ήταν πολύ περισσότερο κρίσιμη διότι ο κανονισμός 530/2008 περιέχει επείγοντα μέτρα που μπορούν να ληφθούν μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Η Επιτροπή θα έπρεπε να προσδιορίσει με ακρίβεια την ύπαρξη σοβαρού κινδύνου για τη διατήρηση του ερυθρού τόνου και την ανάγκη άμεσης ενέργειας. Η απλή μνεία περί εξαντλήσεως των ποσοστώσεων δεν δικαιολογεί, κατά την άποψη των προαναφερθέντων διαδίκων, τη λήψη επειγόντων μέτρων.

32.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο κανονισμός 530/2008 είναι επαρκώς αιτιολογημένος σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (16). Οι αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού αναμφισβήτητα περιέχουν, σύμφωνα με την Επιτροπή, τους σαφείς λόγους για τους οποίους απαγόρευσε πρόωρα την αλιεία τόνου με σκάφη γρι-γρι. Στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού αναφέρεται επίσης η νομική βάση, δηλαδή ο κίνδυνος υπερβάσεως των αλιευτικών ποσοστώσεων και η μη τήρηση από τα κράτη μέλη της υποχρεώσεως που θεσπίζεται με τον κανονισμό 1559/2007. Η υποχρέωση αιτιολογίας δεν πρέπει να γίνει νοητή υπό την έννοια ότι πρέπει να περιγράφονται οι λεπτομέρειες όλων των τεχνικών και επιστημονικών στοιχείων τα οποία λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή. Εξάλλου, η εν λόγω υποχρέωση αιτιολογίας δεν πρέπει να διακυβεύει την εμβέλεια της διαδικασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002.

33.      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η απαγόρευση εκφορτώσεως ερυθρού τόνου, την οποία προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 530/2008 κατέστη απαραίτητη προκειμένου να ενισχυθεί η απαγόρευση της αλιείας με σκάφη γρι-γρι. Παρά ταύτα, δέχεται ότι θα μπορούσε να θεσπίσει το μέτρο της απαγορεύσεως της αλιείας είτε βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002 είτε βάσει του άρθρου 26 του ίδιου κανονισμού. Εκθέτει ότι, αρχικά, κίνησε τη διαδικασία λήψεως μέτρων δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 2371/2002, αλλά στη συνέχεια, πήρε την απόφαση να λάβει τα επείγοντα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

34.      Όσον αφορά την απόδειξη της υπάρξεως σοβαρής απειλής, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εν προκειμένω είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει προληπτική προσέγγιση, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 2371/2002, και συνεπώς να βασιστεί στην ύπαρξη απειλής ή κινδύνου η οποία, εξ ορισμού, δεν μπορεί να αποτελεί βεβαιότητα.

 Β –         Τρίτο ερώτημα

35.      Με το τρίτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ο επίδικος κανονισμός προσβάλλει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων στις οποίες παραχωρήθηκαν ποσοστώσεις για το 2008.

36.      Η εταιρεία AJD Tuna υπογραμμίζει ότι συνήψε συμβάσεις με αλιείς βασιζόμενη στις ποσοστώσεις που είχαν χορηγηθεί στα κράτη μέλη. Κατά την άποψή της, η Επιτροπή, με την απροσδόκητη αναστολή της αλιείας ερυθρού τόνου μολονότι δεν είχαν εξαντληθεί οι ποσοστώσεις, προσέβαλε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της. Υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή δεν είναι αρμόδια να απαγορεύει τη δραστηριότητα επιχειρήσεων που αφορά περίοδο μεταγενέστερη της περιόδου αλιείας.

37.      Η Ιταλική Κυβέρνηση φρονεί ότι, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002, το κύρος του κανονισμού δεν προσκρούει στη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

38.      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η εταιρεία AJD Tuna ουδέποτε έλαβε κάποια διαβεβαίωση ότι οι αλιείς με τους οποίους είχε συνάψει συμβάσεις θα αλίευαν οπωσδήποτε την ποσότητα τόνου που τους είχε παραχωρηθεί. Μάλιστα, υπήρχε πάντα η πιθανότητα να ανασταλεί η αλιεία ερυθρού τόνου σε περίπτωση εξαντλήσεως των ποσοστώσεων ή υπάρξεως σοβαρής απειλής για τη διατήρηση των υδάτινων πόρων. Η Επιτροπή απαριθμεί ορισμένους κανονισμούς που θεσπίζουν ανάλογα μέτρα.

 Γ –         Τέταρτο ερώτημα

39.      Με το τέταρτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί αν ο επίδικος κανονισμός προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας καθόσον, αφενός, απαγορεύει τη δραστηριότητα εκφορτώσεως ή τοποθετήσεως τόνου σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή, ακόμα και τόνο που είχε αλιευθεί πριν τις 16 Ιουνίου 2008 και, αφετέρου, απαγορεύει τη δραστηριότητα αυτή και για τα σκάφη που δεν απαριθμούνται στο άρθρο 1 του κανονισμού 530/2008, μολονότι ο τόνος αυτός είχε αλιευθεί σε συμμόρφωση με τις ποσοστώσεις τις οποίες προβλέπει η Σύμβαση για τη διατήρηση των θυννοειδών.

40.      Η εταιρεία AJD Tuna φρονεί ότι ο επίδικος κανονισμός δεν είναι σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας, διότι δεν επιτυγχάνει ισορροπία μεταξύ της απαιτήσεως προστασίας του περιβάλλοντος και της απαιτήσεως να μην πλήττονται υπερβολικά τα συμφέροντα των επιχειρήσεων. Με τον επίδικο κανονισμό, η Επιτροπή προστάτευσε μόνον τα συμφέροντα που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος, χωρίς να λάβει υπόψη τα συμφέροντα των επιχειρήσεων.

41.      Η Ελληνική και η Ιταλική Κυβέρνηση φρονούν ότι το μέτρο της απαγορεύσεως είναι δυσανάλογο σε σχέση με τον σκοπό της διατηρήσεως του αποθέματος ερυθρού τόνου. Ο κανονισμός δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας και διότι οι Ισπανοί αλιείς μπόρεσαν να αλιεύουν για επτά επιπλέον ημέρες.

42.      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το κείμενο του άρθρου 3 του κανονισμού 530/2008 δεν είναι απολύτως ακριβές και ότι ο κανονισμός αφορά μόνον τόνο ο οποίος έχει αλιευθεί μετά τις 16 Ιουνίου 2008 ή μετά τις 23 Ιουνίου 2008. Μια τέτοια ερμηνεία είναι εύλογη υπό το πρίσμα του περιεχομένου των υπολοίπων διατάξεων του κανονισμού. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η απαγόρευση την οποία προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 530/2008 αναφέρεται πράγματι και στα αλιευτικά που φέρουν σημαία κρατών διαφορετικών από τα κράτη που απαριθμούνται στα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού. Κατά την άποψή της, η εν λόγω απαγόρευση συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, εφόσον διέθετε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες και τα αλιευτικά άλλων κρατών είχαν εξαντλήσει τις ποσοστώσεις τους και δεν είχαν τηρήσει τις συστάσεις της ICCAT.

 Δ –         Πέμπτο ερώτημα

43.      Με το πέμπτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί αν ο κανονισμός 530/2008 προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας καθόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι τα μέτρα που προτίθετο να λάβει θα συνέβαλαν στην αποκατάσταση του αποθέματος τόνου.

44.      Η εταιρεία AJD Tuna φρονεί ότι η απαγόρευση εκφορτώσεως και τοποθετήσεως σε κλωβούς ερυθρού τόνου ο οποίος είχε ήδη αλιευθεί ή είχε αλιευθεί από σκάφη που έφεραν σημαία κρατών διαφορετικών από τα κράτη που απαριθμούνται στο άρθρο 1 του επίδικου κανονισμού δεν ασκεί επιρροή για την προστασία των αποθεμάτων ερυθρού τόνου. Ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι, αν δεν είχε θεσπιστεί η απαγόρευση την οποία προβλέπει ο επίδικος κανονισμός, θα είχε προκληθεί σοβαρός κίνδυνος για τα αποθέματα ερυθρού τόνου.

45.      Η Μαλτέζικη Κυβέρνηση επισημαίνει ότι η απαγόρευση δεν επέδρασε στη διατήρηση των αποθεμάτων ερυθρού τόνου, διότι δεν επηρέασε τη δραστηριότητα αλιέων που δραστηριοποιούνται εκτός της Κοινότητας.

46.      Η Επιτροπή εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι η αποκατάσταση του αποθέματος ερυθρού τόνου εξασφαλίζεται χάρη στα συστήματα TAC και στις ποσοστώσεις που ορίζει η ICCAT. Προκειμένου να εξασφαλίσει ότι δεν θα σημειωνόταν υπέρβαση των ποσοστώσεων το 2008, η Επιτροπή έπρεπε να θεσπίσει ένα μέτρο το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση του αποθέματος.

 Ε –         Έκτο ερώτημα

47.      Με το έκτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί αν ο επίδικος κανονισμός προσβάλλει την απαγόρευση δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας καθόσον προβλέπει διαφορετικές ημερομηνίες ενάρξεως της απαγορεύσεως για τα ισπανικά αλιευτικά από ό,τι για τα αλιευτικά άλλων κρατών μελών.

48.      Η εταιρεία AJD Tuna και η Ελληνική Κυβέρνηση φρονούν ότι η διαφοροποίηση μεταξύ των ισπανικών σκαφών και των σκαφών των υπολοίπων κρατών μελών είναι αβάσιμη, κατά μείζονα λόγο υπό το πρίσμα του επείγοντος χαρακτήρα των μέτρων που έλαβε η Επιτροπή. Εφόσον τα μέτρα ήταν επείγοντα και απαραίτητα για την προστασία του αποθέματος ερυθρού τόνου, θα ήταν αδικαιολόγητο να επιτραπεί στα ισπανικά σκάφη να συνεχίσουν να αλιεύουν και να εκφορτώνουν ερυθρό τόνο για μία ακόμα εβδομάδα.

49.      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η κατάσταση των ισπανικών αλιευτικών τόνου ήταν διαφορετική από την κατάσταση των αλιευτικών άλλων χωρών μελών με κριτήριο τον αριθμό σκαφών σε σχέση με την ποσόστωση που είχε χορηγηθεί στην Ισπανία. Για τα ισπανικά αλιευτικά δεν υπήρχε κίνδυνος εξαντλήσεως της ποσοστώσεως πριν το 2008.

 ΣΤ – Έβδομο και όγδοο ερώτημα

50.      Με το έβδομο και το όγδοο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν συντρέχει παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, διότι δεν παρασχέθηκε στους ενδιαφερομένους και στα κράτη μέλη η δυνατότητα να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις πριν την έκδοση της αποφάσεως.

51.      Η εταιρεία AJD Tuna φρονεί ότι θα έπρεπε να της είχε παρασχεθεί η δυνατότητα να διατυπώσει τη γνώμη της πριν την έκδοση του επίδικου κανονισμού και ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

52.      Κατά την άποψη της Ιταλικής Κυβερνήσεως, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει τα μέτρα βάσει του άρθρου 26 του κανονισμού 2371/2002, το οποίο προβλέπει σύστημα ενημερώσεως των κρατών μελών. Προσφεύγοντας στη διαδικασία του άρθρου 7, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως.

53.      Η Επιτροπή και το Συμβούλιο υπογραμμίζουν ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002 δεν προβλέπει διαβούλευση με τους ενδιαφερομένους. Υποστηρίζουν ότι το άρθρο 47 του Χάρτη αφορά το δικαίωμα αμερόληπτου δικαστηρίου, ζήτημα που δεν τίθεται εν προκειμένω, ενώ το άρθρο 41 του Χάρτη αναφέρεται μόνο σε ατομικές περιπτώσεις.

 Ζ –         Ένατο ερώτημα

54.      Με το ερώτημα αυτό το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7 του κανονισμού 2371/2002 είναι ανίσχυρο καθόσον επιτρέπει τη λήψη επειγόντων μέτρων χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους και στα κράτη μέλη να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις πριν τη λήψη της αποφάσεως, πράγμα που παραβιάζει την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και συνιστά προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων που απορρέουν από τον Χάρτη.

55.      Η εταιρεία AJD Tuna φρονεί ότι θα έπρεπε να ακουστεί πριν την έκδοση του κανονισμού 530/2008, καθώς και ότι, με το άρθρο 7 του κανονισμού του Συμβουλίου 2371/2002, το οποίο δεν προβλέπει ανάλογη δυνατότητα, παραβιάστηκε η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και τα άρθρα 41 και 47 του Χάρτη.

56.      Η θέση της Επιτροπής όσον αφορά το εν λόγω ερώτημα είναι η ίδια με τη θέση που υποστηρίζει σχετικά με το έβδομο και το όγδοο ερώτημα.

57.      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2371/2002 δεν είναι ανίσχυρο. Είναι της γνώμης ότι η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως αποτελεί ασφαλώς θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, εφαρμοστέα σε όλες τις διοικητικές διαδικασίες· εντούτοις, η επιταγή της εκατέρωθεν ακροάσεως δεν ισχύει προκειμένου περί νομοθετικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας εκδίδονται πράξεις γενικής ισχύος.

 H –         Δέκατο ερώτημα

58.      Με το δέκατο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3 του κανονισμού 530/2008 έχει την έννοια ότι απαγορεύει σε κοινοτικούς υπηκόους την εκφόρτωση, την τοποθέτηση σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή και τη μεταφόρτωση ερυθρού τόνου ο οποίος έχει αλιευθεί από σκάφη γρι-γρι που φέρουν σημαίες τρίτων κρατών.

59.      Η εταιρεία AJD Tuna και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι ο κανονισμός 530/2008 έχει την έννοια ότι η απαγόρευση αφορά και την εκφόρτωση αλιευμάτων ερυθρού τόνου από σκάφη που φέρουν σημαία τρίτου κράτους.

60.      Η Ιταλική Κυβέρνηση, αντιθέτως, φρονεί ότι η απαγόρευση την οποία προβλέπει ο κανονισμός 530/2008 αφορά μόνον την απαγόρευση αλιείας από τους στόλους των κρατών μελών τα οποία αναφέρει ο κανονισμός.

VI – Εκτίμηση της γενικής εισαγγελέα

 Α –         Εισαγωγή

61.      Η κρινόμενη υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο του αγώνα για τη διατήρηση του ερυθρού τόνου, ενός έμβιου είδους που απειλείται όλο και περισσότερο (17). Στην κλίμακα απειλής, ο ερυθρός τόνος εμπίπτει στην κατηγορία των έμβιων ειδών που απειλούνται σοβαρά (18) και το απόθεμά του έχει μειωθεί μέχρι σήμερα κατά περίπου 85 % (19). Σε διεθνές επίπεδο έχουν αναληφθεί πολυάριθμες προσπάθειες για τη διατήρηση του εν λόγω προστατευόμενου είδους, ιδίως στο πλαίσιο της ICCAT. Για την αποκατάσταση του αποθέματος ερυθρού τόνου, η ICCAT έχει προβλέψει σταδιακή μείωση του συνόλου επιτρεπόμενων αλιευμάτων (Total Allowable Catch ή TAC), περιορισμούς της αλιείας σε ορισμένες περιοχές και για ορισμένες περιόδους, νέο ελάχιστο μέγεθος για τον ερυθρό τόνο, μέτρα για την ερασιτεχνική αλιεία και μέτρα ελέγχου καθώς και την εφαρμογή του προγράμματος κοινών διεθνών επιθεωρήσεων της ICCAT προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα του προγράμματος αποκαταστάσεως του ερυθρού τόνου (20). Επίσης, στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, προτάθηκε τον προηγούμενο Μάρτιο η θέσπιση απόλυτης απαγορεύσεως του διεθνούς εμπορίου ερυθρού τόνου. Εντούτοις, η πρόταση αυτή δεν έγινε δεκτή.

62.      Λόγω της σοβαρότητας της απειλής του ερυθρού τόνου, προσπάθειες διατήρησής του καταβάλλει και η Ένωση θεσπίζοντας, με τον κανονισμό 1559/2007, πολυετές σχέδιο αποκαταστάσεως του ερυθρού τόνου στον Ανατολικό Ατλαντικό και στη Μεσόγειο. Ο κανονισμός προβλέπει ότι τα ανώτατα επιτρεπόμενα αλιεύματα μειώνονται ετησίως (21) και ότι η αλιεία ερυθρού τόνου επιτρέπεται μόνον από την 1η Ιανουαρίου έως τις 30 Ιουνίου (22), αλλά περιέχει, για παράδειγμα, και διατάξεις σχετικά με το ελάχιστο μέγεθος ερυθρού τόνου που επιτρέπεται να αλιευθεί (23), ενώ προβλέπει και μέτρα επιτηρήσεως, μεταξύ των οποίων υποχρεωτική δήλωση αλιευμάτων (24). Οι ποσοστώσεις αλιείας ερυθρού τόνου για τα μεμονωμένα κράτη μέλη της Ενώσεως καθορίζονται με τον κανονισμό 40/2008 και τα παραρτήματα του κανονισμού 446/2008.

63.      Στην κρινόμενη υπόθεση τίθενται πολυάριθμα νομικά ζητήματα σχετικά με το κύρος του κανονισμού 530/2008 και την ερμηνεία του, καθώς και σχετικά με το κύρος του άρθρου 7 του κανονισμού 2371/2002. Ειδικότερα, με τον πρώτο κανονισμό, η Επιτροπή απαγόρευσε την αλιεία ερυθρού τόνου με σκάφη γρι-γρι τα οποία φέρουν τη σημαία της Ελλάδας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Κύπρου και της Μάλτας από τις 16 Ιουνίου 2008 και της Ισπανίας από τις 23 Ιουνίου 2008. Απαγόρευσε επίσης την εκφόρτωση, την τοποθέτηση σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή και τη μεταφόρτωση ερυθρού τόνου που έχει αλιευθεί είτε από σκάφη των εν λόγω κρατών είτε από σκάφη τρίτων κρατών.

 Β –         Πρώτο και δεύτερο ερώτημα

64.      Το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα που θέτει το αιτούν δικαστήριο, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού λόγω της σχέσεως που υπάρχει μεταξύ τους, θέτουν δύο νομικά ζητήματα: αφενός, αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002 αποτελεί πρόσφορη νομική βάση για την έκδοση του κανονισμού 530/2008, και, αφετέρου, αν ο κανονισμός 530/2008 είναι επαρκώς αιτιολογημένος (25).

65.      Συνεπώς, θα πρέπει να εξεταστεί, κυρίως, αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002 αποτελεί πρόσφορη νομική βάση για την έκδοση του κανονισμού 530/2008 και, στη συνέχεια, αν ο εν λόγω κανονισμός είναι επαρκώς αιτιολογημένος. Επομένως, θα πρέπει, πρώτον, να εξεταστεί αν η Επιτροπή διαπίστωσε πράγματι σοβαρή απειλή για τη διατήρηση του αποθέματος ερυθρού τόνου λόγω της οποίας κατέστη απαραίτητη η απαγόρευση της αλιείας του εν λόγω είδους δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002. Θα πρέπει, συνεπώς, –αν η εν λόγω απειλή ήταν υπαρκτή και αν το εν λόγω άρθρο αποτελεί πρόσφορη νομική βάση– να εξεταστεί αν η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς τον επίδικο κανονισμό (26).

1.      Αποτελεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002 πρόσφορη νομική βάση του επίδικου κανονισμού;

66.      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002, η Επιτροπή, κατόπιν τεκμηριωμένης αιτήσεως κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, μπορεί να αποφασίζει τη λήψη επειγόντων μέτρων, εφόσον πληρούνται δύο προϋποθέσεις: πρώτον, αν υπάρχει ένδειξη σοβαρής απειλής για τη διατήρηση των έμβιων υδρόβιων πόρων ή για το θαλάσσιο οικοσύστημα που προκαλείται από αλιευτικές δραστηριότητες και, δεύτερον, αν ο εν λόγω κίνδυνος απαιτεί άμεσες ενέργειες. Όπως ορθώς υπογραμμίζει η Μαλτέζικη Κυβέρνηση, η δεύτερη προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως εξαρτάται από την πρώτη: η απαίτηση άμεσων ενεργειών αποτελεί συνέπεια της σοβαρής απειλής για τη διατήρηση των έμβιων υδρόβιων πόρων ενώ, αντιθέτως, αν δεν υπάρχει τέτοια σοβαρή απειλή, δεν απαιτούνται άμεσες ενέργειες.

67.      Οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002 σημαίνουν ότι τα μέτρα που θεσπίζονται βάσει της εν λόγω διατάξεως είναι εξαιρετικά και επείγοντα και θεσπίζονται συννόμως σε καταστάσεις που απαιτούν την ολική αναστολή των αλιευτικών δραστηριοτήτων, δηλαδή εφόσον οι αλιευτικές δραστηριότητες μπορούν να επιφέρουν ανεπανόρθωτες συνέπειες για συγκεκριμένους πόρους ή το θαλάσσιο οικοσύστημα. Ο εξαιρετικός και επείγων χαρακτήρας των εν λόγω μέτρων προκύπτει και από τους κανονισμούς που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα η Επιτροπή βάσει της εν λόγω διατάξεως. Η Επιτροπή εξέδωσε, για παράδειγμα, το 2003, τον κανονισμό (ΕΚ) 677/2003, της 14ης Απριλίου 2003, για τη θέσπιση επειγόντων μέτρων για την αποκατάσταση του αποθέματος γάδου στη Βαλτική Θάλασσα (27), με τον οποίο απαγορεύθηκε πλήρως για μια συγκεκριμένη περίοδο η αλιεία του εν λόγω είδους, επειδή η αλιεία γάδων μικρότερων του ελάχιστου μεγέθους με εργαλεία τράτας αποτελούσε απειλή για τα αποθέματα του είδους. Επίσης, η Επιτροπή έλαβε το 2005 επείγοντα μέτρα δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002, με τα οποία απαγορεύθηκε πλήρως η αλιεία γαύρου σε μια συγκεκριμένη ζώνη, διότι επιστημονικά στοιχεία υποδήλωναν ότι ήταν αναγκαία η λήψη επειγόντων μέτρων για την προστασία και ανάκαμψη των αποθεμάτων γαύρου στην εν λόγω ζώνη (28).

68.      Προκειμένου να εξεταστεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002 αποτελεί πρόσφορη νομική βάση για τον κανονισμό 530/2008, θα πρέπει κατ’ αρχάς να διερευνηθεί αν η Επιτροπή διέθετε πράγματι, βάσει γενικών διαπιστώσεων και στατιστικών δεδομένων, αποδείξεις περί υπάρξεως σοβαρής απειλής για τη διατήρηση του αποθέματος ερυθρού τόνου, λόγω της οποίας έπρεπε να λάβει επείγοντα μέτρα. Για την εκτίμηση αυτή, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η εφαρμογή της κοινής αγροτικής πολιτικής (συμπεριλαμβανομένης της αλιευτικής) από την Επιτροπή προϋποθέτει την εκτίμηση μιας πολύπλοκης οικονομικής και κοινωνικής καταστάσεως. Η διακριτική εξουσία την οποία διαθέτει για την εξέταση της καταστάσεως δεν εφαρμόζεται αποκλειστικά στη φύση και στην έκταση των διατάξεων που θα θεσπίσει, αλλά επίσης, κατά ορισμένο μέτρο, στη διαπίστωση των βασικών στοιχείων· στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή μπορεί να στηριχθεί ενδεχομένως σε γενικές διαπιστώσεις και στατιστικά στοιχεία (29).

69.      Όσον αφορά το εύρος της διακριτικής ευχέρειας στην κρινόμενη υπόθεση, θα πρέπει να υπογραμμιστεί επίσης ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια –όπως στον τομέα της γεωργίας, συμπεριλαμβανομένης της αλιείας– ο έλεγχος του δικαστή πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν το σχετικό μέτρο βαρύνεται με πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή αν το σχετικό όργανο προδήλως υπερέβη τα όρια της διακριτικής του εξουσίας (30). Πάντως, ακόμα και όταν υπάρχει διακριτική εξουσία, ο κοινοτικός νομοθέτης υποχρεούται να βασίσει την επιλογή του επί αντικειμενικών και πρόσφορων κριτηρίων σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει η επίμαχη νομοθεσία, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία, καθώς και τα διαθέσιμα τεχνικά και επιστημονικά στοιχεία κατά τον χρόνο εκδόσεως της εν λόγω πράξεως (31). Κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, ο κοινοτικός νομοθέτης πρέπει να λαμβάνει πλήρως υπόψη τα συμφέροντα που διακυβεύονται και, στο πλαίσιο εκτιμήσεως των καταναγκασμών που συνδέονται με τα διάφορα πιθανά μέτρα, πρέπει να εξετάζει αν οι σκοποί που επιδιώκονται με το συγκεκριμένο μέτρο μπορούν να δικαιολογήσουν τις αρνητικές οικονομικές συνέπειες, ακόμη και σημαντικές, για ορισμένους επιχειρηματίες (32).

70.      Σύμφωνα με δημοσιοποιημένα στοιχεία που προσκόμισε στο Δικαστήριο η εταιρεία AJD Tuna (33), ο κοινοτικός στόλος είχε εξαντλήσει το 2008 μόνον το 63,23 % της ποσοστώσεως που είχε παραχωρηθεί στην Κοινότητα. Κατ’ αναλογία, βάσει των εν λόγω στοιχείων, τα κράτη της Μεσογείου που δεν είναι μέλη της ΕΕ (34) δεν είχαν υπερβεί τις αντίστοιχες ποσοστώσεις τους, ή τις είχαν υπερβεί μόνον κατά ένα περιορισμένο ποσοστό (35).

71.      Θα πρέπει, εντούτοις, να ληφθεί υπόψη –όπως ορθώς υπογράμμισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση– ότι τα στοιχεία αυτά είναι προσωρινά. Η Επιτροπή ανέφερε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, σύμφωνα με τα οριστικά στοιχεία, η Κοινότητα εξήντλησε το 2008 το 92,3 % της ποσοστώσεώς της. Επίσης, όπως προκύπτει από την έκθεση της ICCAT (36), η εκτίμηση του μεγαλύτερου μέρους των αλιευμάτων πραγματοποιήθηκε βάσει των αλιευμάτων που γνωστοποιήθηκαν στην αρχή της ICCAT. Στην έκθεση της ICCAT αναφέρεται ότι το σύνολο επιτρεπομένων αλιευμάτων (TAC) ερυθρού τόνου για τον Ανατολικό Ατλαντικό και τη Μεσόγειο το 2008 ανέρχονταν συνολικά σε 28 500 τόνους (37). Τα γνωστοποιηθέντα αλιεύματα (reported catch) για το 2008 ανήλθαν συνολικά σε 23 868 τόνους και τα εκτιμώμενα αλιεύματα (best catch estimate) σε 25 760 τόνους (38). Συνεπώς, τόσο τα γνωστοποιηθέντα όσο και τα εκτιμώμενα αλιεύματα ήταν κατώτερα των TAC, αλλά τα στοιχεία αυτά δεν περιλαμβάνουν τα παράνομα, τα μη γνωστοποιηθέντα και τα παράτυπα αλιεύματα. Επίσης, τα δυνητικά αλιεύματα (potential catch) για το 2008 ήταν πολύ ανώτερα των TAC (34 120 τόνοι) (39).

72.      Φρονώ ότι η Επιτροπή μπορούσε, κατόπιν των προαναφερθέντων στοιχείων, να εκδώσει τον κανονισμό 530/2008 βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002, μολονότι ίσως, κατά την έκδοση του κανονισμού 530/2008, δεν διέθετε απολύτως αξιόπιστα επιστημονικά στοιχεία. Η νομοθετική αυτή βάση είναι κατάλληλη, αφενός, διότι η Επιτροπή διαθέτει μια κάποια διακριτική εξουσία και για την εξακρίβωση των στοιχείων (40) και, αφετέρου, επειδή, κατά τη λήψη του επείγοντος μέτρου, η Επιτροπή ακολουθεί προληπτική προσέγγιση. Πράγματι, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η Κοινότητα, όταν λαμβάνει μέτρα που αποβλέπουν στην προστασία και στη διατήρηση των έμβιων υδρόβιων πόρων, στη λήψη μέτρων για τη βιώσιμη εκμετάλλευσή τους και στην ελαχιστοποίηση της επιπτώσεως των αλιευτικών δραστηριοτήτων στα θαλάσσια οικοσυστήματα, πρέπει να ακολουθεί την προληπτική προσέγγιση (41). Η προληπτική προσέγγιση της διαχειρίσεως των αλιευμάτων σημαίνει ότι η έλλειψη κατάλληλων επιστημονικών πληροφοριών δεν θα πρέπει να προβάλλεται ως λόγος για την αναβολή ή την παράλειψη λήψεως διαχειριστικών μέτρων για τη διατήρηση ειδών-στόχων, συναφών ή εξαρτώμενων ειδών ή ειδών που δεν αποτελούν στόχο της αλιείας, καθώς και του περιβάλλοντός τους (42).

73.      Για τους λόγους αυτούς, φρονώ ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002 αποτελεί πρόσφορη νομοθετική βάση για τον κανονισμό 530/2008.

2.      Είναι επαρκής η αιτιολογία του επίδικου κανονισμού;

74.      Θα εξετάσω στη συνέχεια το ζήτημα της επαρκούς αιτιολογίας του κανονισμού 530/2008. Στο πλαίσιο αυτό είναι απαραίτητο να εκτιμηθεί αν ο κανονισμός είναι ανίσχυρος λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας. Συναφώς θα πρέπει να διευκρινιστεί, ιδίως, ποιες υποχρεώσεις υπέχει η Επιτροπή για την αιτιολόγηση κανονισμού με τον οποίο θεσπίζει επείγοντα μέτρα για τη διατήρηση των έμβιων υδρόβιων πόρων.

75.      Κατά πάγια νομολογία σχετική με το άρθρο 253 EΚ (43), η αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και από αυτήν πρέπει να προκύπτει σαφώς και αναμφισβήτητα η συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που υπαγόρευσαν το ληφθέν μέτρο και στο αρμόδιο δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του (44). Η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που ενδέχεται να έχουν προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά (45). Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία, εφόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της αλλά και των συμφραζομένων καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (46).

76.      Εκτός αυτού, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της οικείας πράξεως και ότι, προκειμένου για πράξεις που προορίζονται να τύχουν γενικής εφαρμογής, η αιτιολογία μπορεί να περιορίζεται στο να αναφέρει, αφενός, την όλη κατάσταση που οδήγησε στην έκδοσή της και, αφετέρου, τους γενικούς σκοπούς που επιδιώκει. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, ιδίως, ότι αν η αμφισβητούμενη πράξη προσδιορίζει τον κυρίως επιδιωκόμενο από το κοινοτικό όργανο σκοπό, θα ήταν υπερβολικό να απαιτηθεί ειδική αιτιολογία για καθεμία από τις τεχνικές επιλογές στις οποίες προέβη (47).

77.      Συνεπώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να παραθέσει στις αιτιολογικές σκέψεις του επίδικου κανονισμού συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με την εξάντληση του αποθέματος ερυθρού τόνου.

78.      Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώνεται και από τους υπόλοιπους κανονισμούς που έχει εκδώσει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002, για παράδειγμα από τον κανονισμό 677/2003 για τη θέσπιση επειγόντων μέτρων για την αποκατάσταση του αποθέματος γάδου στη Βαλτική Θάλασσα (48), τον κανονισμό (ΕΚ) 1037/2005 της Επιτροπής, της 1ης Ιουλίου 2005, για τη θέσπιση μέτρων εκτάκτου ανάγκης για την προστασία και ανάκαμψη των αποθεμάτων γαύρου στην υποζώνη VIII του ICES (49), τον κανονισμό (ΕΚ) 1539/2005 της Επιτροπής, της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, περί παρατάσεως των επειγόντων μέτρων για την προστασία και αποκατάσταση του αποθέματος γαύρου στην υποπεριοχή ICES VIII (50), τον κανονισμό (ΕΚ) 1475/2003 της Επιτροπής, της 20ής Αυγούστου 2003, σχετικά με την προστασία κοραλλιογενών υφάλων βαθέων υδάτων από τις επιπτώσεις της αλιείας με τράτες σε περιοχή βορειοδυτικά της Σκωτίας (51).

79.      Σε κανέναν από τους κανονισμούς αυτούς δεν παρέθεσε η Επιτροπή συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με σοβαρή απειλή για τη διατήρηση των έμβιων υδρόβιων πόρων, μολονότι από όλους τους κανονισμούς προκύπτει ότι βασίστηκε σε ανάλογα στοιχεία. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη της προσφεύγουσας στην κύρια δίκη ότι η Επιτροπή έπρεπε να παραθέσει στον επίδικο κανονισμό συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με σοβαρή απειλή για τη διατήρηση του αποθέματος τόνου.

80.      Επιπλέον –όπως επισήμανα στο σημείο 72 των προτάσεών μου– ακόμα και χωρίς να παραθέσει στην πράξη εκδόσεως του κανονισμού 530/2008 στοιχεία σύμφωνα με τα οποία αν δεν λαμβάνονταν επείγοντα μέτρα θα καθίστατο σοβαρή η απειλή για τη διατήρηση των έμβιων υδρόβιων πόρων, η Επιτροπή θα μπορούσε να εκδώσει τον κανονισμό στο πλαίσιο της εφαρμογής προληπτικής προσεγγίσεως.

81.      Φρονώ, συνεπώς, ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς τον κανονισμό 530/2008.

 Γ –         Τρίτο ερώτημα

82.      Με το τρίτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί αν ο κανονισμός 530/2008 είναι ανίσχυρος διότι θίγει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη προσώπων όπως η προσφεύγουσα.

83.      Κατά πάγια νομολογία, την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης μπορεί να επικαλεστεί κάθε επιχειρηματίας στον οποίο η κοινοτική διοίκηση έχει δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες (52). Αποτελούν διαβεβαιώσεις ικανές να δημιουργήσουν τέτοιες προσδοκίες οι ακριβείς, απαλλαγμένες αιρέσεων και συγκλίνουσες πληροφορίες που προέρχονται από έγκριτες και αξιόπιστες πηγές, όποια και αν είναι η μορφή υπό την οποία γνωστοποιούνται (53). Αντιθέτως, κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής, αν η διοίκηση δεν του έχει δώσει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις (54). Όταν ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση κοινοτικού μέτρου ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή μετά τη λήψη του εν λόγω μέτρου (55).

84.      Όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, η AJD Tuna δεν έλαβε από αυτή καμία διαβεβαίωση ότι η αλιεία ερυθρού τόνου με σκάφη γρι-γρι θα επιτρεπόταν μέχρι τις 30 Ιουνίου 2008. Αν η εταιρεία AJD Tuna μπορούσε να επικαλεστεί σχετικά –χωρίς σαφείς διαβεβαιώσεις εκ μέρους της Επιτροπής– δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, η Επιτροπή θα βρισκόταν εκ των πραγμάτων σε αδυναμία λήψεως οποιουδήποτε μέτρου για την προσωρινή αναστολή της αλιείας. Εκτός από τα επείγοντα μέτρα βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 2371/2002 και του άρθρου 26 του κανονισμού 2371/2002, θα απαγορευόταν στην Επιτροπή να λάβει ακόμα και μέτρα ρυθμίσεως και προσωρινής αναστολής της αλιευτικής δραστηριότητας βάσει του άρθρου 21 του κανονισμού 2847/93.

85.      Θα πρέπει συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, να δοθεί στο τρίτο ερώτημα η απάντηση ότι ο κανονισμός 530/2008 δεν προσβάλλει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη προσώπων όπως η προσφεύγουσα.

 Δ –         Τέταρτο και πέμπτο ερώτημα

86.      Με το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί αν ο κανονισμός 530/2008 συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας για τους ακόλουθους δύο λόγους:

–        αφενός, διότι δεν επιτρέπει σε καμία επιχείρηση της Κοινότητας να προβεί σε εκφόρτωση ή σε τοποθέτηση σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή, ακόμα και τόνου που έχει αλιευθεί πριν την ημερομηνία αναστολής της αλιείας δυνάμει του κανονισμού 530/2008 και

–        αφετέρου, διότι δεν επιτρέπει σε καμία επιχείρηση της Κοινότητας να ασκήσει τις προαναφερθείσες δραστηριότητες για τόνο που έχει αλιευθεί από σκάφη τα οποία δεν φέρουν τις σημαίες των αναφερομένων στο άρθρο 1 του κανονισμού 530/2008 κρατών μελών.

87.      Στη συνέχεια θα εξετάσω και τα δύο ερωτήματα σε συνάρτηση με την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

1.      Αναλογικότητα της απαγορεύσεως εκφορτώσεως τόνου που αλιεύθηκε πριν τη θέσπιση της απαγορεύσεως αλιείας

88.      Θα πρέπει, πρώτον, να εξεταστεί αν είναι αναλογικό μέτρο δυνάμει του οποίου καμία επιχείρηση της Κοινότητας δεν μπορεί να προβεί σε εκφόρτωση ή σε τοποθέτηση σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή, ακόμα και τόνου που αλιεύθηκε πριν από την ημερομηνία αναστολής της αλιείας δυνάμει του κανονισμού 530/2008, από σκάφη γρι-γρι που φέρουν τη σημαία της Ελλάδας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Κύπρου και της Μάλτας, δηλαδή πριν από τις 6 Ιουνίου 2008.

89.      Όσον αφορά το εν λόγω μέτρο, υπογραμμίζεται ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 530/2008 προβλέπει, πράγματι, ότι από τις 16 Ιουνίου 2008, ή από τις 23 Ιουνίου 2008 (για τον τόνο που αλιεύεται από ισπανικά σκάφη γρι-γρι), οι επιχειρήσεις της Κοινότητας δεν δέχονται την εκφόρτωση, την τοποθέτηση σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή, ή τη μεταφόρτωση σε κοινοτικά ύδατα ή λιμένες, ερυθρού τόνου ο οποίος έχει αλιευθεί στον Ατλαντικό Ωκεανό, ανατολικά του γεωγραφικού μήκους 45°Δ, και στη Μεσόγειο, από σκάφη γρι-γρι. Το γράμμα του εν λόγω άρθρου μπορεί πράγματι να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η απαγόρευση αναφέρεται και σε τόνο που αλιεύθηκε πριν τις 16 ή τις 23 Ιουνίου 2008.

90.      Εντούτοις, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η τελολογική ερμηνεία του εν λόγω άρθρου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι επιχειρήσεις της Κοινότητας δεν δέχονται την εκφόρτωση, την τοποθέτηση σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή, ή τη μεταφόρτωση ερυθρού τόνου που αλιεύθηκε μετά τις 16 ή τις 23 Ιουνίου 2008. Το άρθρο 3 του κανονισμού 530/2008 πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 και 2 του ίδιου κανονισμού, τα οποία απαγορεύουν την αλιεία ερυθρού τόνου από τις 16 ή τις 23 Ιουνίου 2008.

91.      Δεδομένου ότι συμφωνώ με την τελολογική ερμηνεία του άρθρου 3 του κανονισμού 530/2008 την οποία υποστηρίζει η Επιτροπή, φρονώ ότι δεν τίθεται ζήτημα συμβατότητας του μέτρου της απαγορεύσεως της δραστηριότητας εκφορτώσεως τόνου που αλιεύθηκε πριν τις 16 ή τις 23 Ιουνίου 2008 με την αρχή της αναλογικότητας.

2.      Αναλογικότητα της απαγορεύσεως εκφορτώσεως τόνου που έχει αλιευθεί από σκάφη τα οποία φέρουν σημαία τρίτων κρατών

92.      Σημαντικότερο είναι, αντιθέτως, να διαπιστωθεί αν το μέτρο που θεσπίζεται με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 530/2008 είναι δυσανάλογο λόγω του ότι καμία κοινοτική επιχείρηση δεν μπορεί να προβεί σε εκφόρτωση ή σε τοποθέτηση σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή (στο εξής: μέτρο απαγορεύσεως της εκφορτώσεως τόνου) τόνου που έχει αλιευθεί από σκάφη τα οποία δεν φέρουν τη σημαία ενός από τα κράτη μέλη που απαριθμούνται στο άρθρο 1 του κανονισμού 530/2008.

 α)     Κριτήριο εκτιμήσεως

93.      Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αρχή της αναλογικότητας, η οποία ανήκει στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, απαιτεί να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων του ενός κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (56).

94.      Συνεπώς, ο έλεγχος της αναλογικότητας, είναι απαραίτητο να διαρθρώνεται σε τρία επίπεδα με τα οποία πρέπει να διαπιστώνεται, πρώτον, η προσφορότητα, δεύτερον, η αναγκαιότητα του μέτρου και, τρίτον, η αναλογικότητα υπό στενή έννοια (57).

95.      Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι όταν ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική εξουσία –όπως στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της αλιείας– ο έλεγχος του δικαστή πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν το σχετικό μέτρο βαρύνεται με πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή αν το σχετικό όργανο προδήλως υπερέβη τα όρια της διακριτικής του εξουσίας (58). Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής εξουσίας που διαθέτει ο κοινοτικός νομοθέτης στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, σύμφωνα με το Δικαστήριο, η νομιμότητα μέτρου που θεσπίστηκε στον τομέα αυτόν μπορεί να θιγεί μόνον αν το μέτρο αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκεται από το αρμόδιο κοινοτικό όργανο (59).

96.      Όπως έχω υπογραμμίσει με τις προτάσεις μου στις υποθέσεις Azienda Agricola (60) και Agrana Zucker (61) και όπως έχει διευκρινίσει η γενική εισαγγελέας E. Sharpston στην υπόθεση Zuckerfabrik Jülich (62), η εν λόγω περιοριστική εκτίμηση της αναλογικότητας μέτρου που περιορίζεται στην εξέταση της προσφορότητάς του δεν είναι πειστική (63).

97.      Οι απαιτήσεις της προσφορότητας, της αναγκαιότητας και της υπό στενή έννοια αναλογικότητας δεν συνιστούν έκφραση της διαβαθμίσεως μιας και μόνης έννοιας. Αντιθέτως, μόνο στο πλαίσιο του ελέγχου του αναγκαίου και ανάλογου υπό στενή έννοια χαρακτήρα του μέτρου μπορούν να «συσχετιστούν» ο σκοπός που επιδιώκει ο κοινοτικός νομοθέτης με τα δικαιώματα των προσώπων στη σφαίρα των οποίων παρεμβαίνει (64). Αν αντικείμενο του ελέγχου είναι μόνον ο πρόσφορος χαρακτήρας ενός μέτρου, τότε δεν υπάρχει έλεγχος της αναλογικότητας, αλλά απλώς ένας αντικειμενικός έλεγχος της ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας εκ μέρους του κοινοτικού νομοθέτη (65).

98.      Για τους λόγους αυτούς φρονώ ότι και στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της αλιείας, η εκτίμηση πρέπει να βασίζεται στην τριμερή διάρθρωση του ελέγχου της αναλογικότητας. Εντούτοις, ο έλεγχος αυτός πρέπει να περιοριστεί, λόγω της ευρείας διακριτικής εξουσίας του κοινοτικού νομοθέτη, στο κατά πόσον το μέτρο είναι προδήλως απρόσφορο, προδήλως μη αναγκαίο ή προδήλως δυσανάλογο υπό στενή έννοια (66). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, γίνεται σεβαστή η διακριτική ευχέρεια του κοινοτικού νομοθέτη όσον αφορά πολύπλοκες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αποφάσεις και αποτρέπεται η υποκατάσταση των αποφάσεων αυτών από την κρίση του Δικαστηρίου.

 β)     Εκτίμηση της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

99.      Είναι απαραίτητο, κατ’ αρχάς, να προσδιοριστεί ποιος είναι ο σκοπός του επίδικου μέτρου, το οποίο έγκειται στην απαγόρευση της εκφορτώσεως τόνου. Όπως προκύπτει από τη δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 530/2008, σκοπός της ρυθμίσεως είναι να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων για την πρόληψη σοβαρής απειλής για τη διατήρηση του αποθέματος ερυθρού τόνου.

100. Στη συνέχεια, θα πρέπει να εξακριβωθεί αν το εν λόγω μέτρο είναι προδήλως απρόσφορο, προδήλως μη απαραίτητο και προδήλως δυσανάλογο υπό στενή έννοια σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

i)      Είναι το μέτρο προδήλως απρόσφορο;

101. Κατά πάγια νομολογία, ένα μέτρο είναι πρόσφορο για τη διασφάλιση της επιτεύξεως του επιδιωκόμενου σκοπού μόνον αν συμβάλλει πραγματικά στην προσπάθεια επιτεύξεώς του κατά τρόπο (συνεπή και) συστηματικό (67). Συνεπώς, το μέτρο είναι προδήλως απρόσφορο αν εκ πρώτης όψεως δεν διασφαλίζει την επίτευξη του προβλεπόμενου σκοπού ή εκ πρώτης όψεως δεν εξασφαλίζει την επίτευξή του κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό.

102. Φρονώ ότι το μέτρο της απαγορεύσεως εκφορτώσεως τόνου, το οποίο θεσπίζει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 530/2008 δεν είναι αφεαυτού προδήλως απρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων για την πρόληψη σοβαρής απειλής για τη διατήρηση του αποθέματος ερυθρού τόνου.

103. Το κοινοτικό αυτό μέτρο θα ήταν αφεαυτού προδήλως απρόσφορο αν είχε αποκλειστεί απολύτως ότι θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στην αλιεία από σκάφη τρίτων κρατών. Συναφώς υπογραμμίζεται ότι ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική εξουσία στον τομέα της γεωργίας, συμπεριλαμβανομένης και της αλιείας, η οποία αντιστοιχεί στην πολιτική ευθύνη που του έχει ανατεθεί σε σχέση με την οργάνωση της κοινής γεωργικής πολιτικής (68). Στο πλαίσιο της διακριτικής εξουσίας που διαθέτει, η Επιτροπή προφανώς έκρινε ότι το μέτρο απαγορεύσεως της εκφορτώσεως τόνου επηρέαζε (ή μπορούσε να επηρεάσει) και την αλιεία τόνου από σκάφη τρίτων κρατών, διότι υπήρχε η πιθανότητα –αν δεν απαγορευόταν η εκφόρτωση– σκάφη γρι-γρι κρατών τα οποία δεν απαριθμούνται στον κανονισμό 530/2008 να αρχίσουν να αλιεύουν μεγαλύτερες ποσότητες τόνου τις οποίες θα πωλούσαν στη συνέχεια σε επιχειρήσεις της Κοινότητας. Για τον λόγο αυτόν, φρονώ ότι το μέτρο δεν είναι αφεαυτού προδήλως απρόσφορο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό της διατηρήσεως του αποθέματος ερυθρού τόνου.

104. Εντούτοις, φρονώ ότι είναι προβληματική η συνέπεια του μέτρου απαγορεύσεως της εκφορτώσεως τόνου το οποίο θεσπίζει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 530/2008 με τα μέτρα απαγορεύσεως εκφορτώσεως τα οποία προβλέπει η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο κανονισμός 530/2008, εκτός από την απαγόρευση της εκφορτώσεως τόνου δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, προβλέπει, με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ανάλογη απαγόρευση εκφορτώσεως τόνου που έχει αλιευθεί από σκάφη γρι-γρι τα οποία φέρουν τη σημαία της Ισπανίας. Επειδή τα ισπανικά σκάφη γρι-γρι μπόρεσαν να αλιεύσουν τόνο για επτά επιπλέον ημέρες, και η απαγόρευση εκφορτώσεως τόνου άρχισε να ισχύει για τα σκάφη αυτά επτά ημέρες αργότερα. Για τον λόγο αυτόν, είναι κατά τη γνώμη μου απολύτως ασυνεπές και μη συστηματικό κοινοτικές αλιευτικές επιχειρήσεις χονδρικής να μην μπορούν, κατά την περίοδο από 16 έως 23 Ιουνίου 2008 να αγοράσουν τόνο από σκάφη γρι-γρι τρίτων κρατών, ενώ μπορούσαν να αγοράσουν τόνο χωρίς κανένα περιορισμό από ισπανικά σκάφη γρι-γρι. Πράγματι, λόγω του ότι επιτράπηκε η αλιεία στα ισπανικά σκάφη, υπάρχει περίπτωση να επαληθεύτηκε ο κίνδυνος που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, δηλαδή τα ισπανικά σκάφη να είχαν τη δυνατότητα να αλιεύσουν μεγαλύτερες ποσότητες τόνου τις οποίες στη συνέχεια πώλησαν σε αλιευτικές επιχειρήσεις χονδρικής άλλων κρατών μελών. Λόγω της ασυνέπειας αυτής, το μέτρο της απαγορεύσεως εκφορτώσεως από σκάφη τρίτων κρατών καθίσταται στην πραγματικότητα άνευ αντικειμένου και συνεπώς είναι προδήλως απρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

105. Για τον λόγο αυτόν, το μέτρο της απαγορεύσεως εκφορτώσεως τόνου το οποίο θεσπίζει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 530/2008, είναι προδήλως απρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων για την πρόληψη σοβαρής απειλής για τη διατήρηση του αποθέματος ερυθρού τόνου.

ii)    Είναι το μέτρο προδήλως μη απαραίτητο;

106. Αν το Δικαστήριο κρίνει ότι το μέτρο της απαγορεύσεως εκφορτώσεως τόνου, δεν είναι προδήλως απρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων για την πρόληψη σοβαρής απειλής για τη διατήρηση του αποθέματος ερυθρού τόνου, θα πρέπει να εξεταστεί αν το εν λόγω μέτρο απαγορεύσεως είναι προδήλως μη απαραίτητο. Στους τομείς στους οποίους ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει διακριτική εξουσία, η εξακρίβωση της αναγκαιότητας πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του αν μεταξύ περισσότερων μέτρων, τα οποία είναι πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, προδήλως υπάρχει κάποιο λιγότερο επαχθές για το οικείο προστατευόμενο έννομο συμφέρον ή δικαίωμα.

107. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχουν στοιχεία που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι προδήλως υφίσταται άλλο μέτρο, λιγότερο επαχθές για το οικείο προστατευόμενο έννομο συμφέρον ή δικαίωμα. Πράγματι, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το μέτρο απαγορεύσεως της εκφορτώσεως τόνου που έχει αλιευθεί με σκάφη γρι-γρι τρίτων κρατών προδήλως δεν ήταν απαραίτητο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, διότι για την επίτευξή του θα αρκούσε η απαγόρευση της εκφορτώσεως τόνου να αρχίσει να ισχύει για τα αλιευτικά τρίτων κρατών από τις 23 Ιουνίου 2008 μόνο, όπως και για τα ισπανικά αλιευτικά. Εντούτοις, κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με θέσπιση μέτρου που δεν θα ήταν συνεπές προς την απαγόρευση της εκφορτώσεως τόνου.

108. Συνεπώς, είμαι της γνώμης ότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το μέτρο της απαγορεύσεως εκφορτώσεως τόνου, το οποίο θεσπίζει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 530/2008 προδήλως δεν είναι απαραίτητο για την επίτευξη του σκοπού της διατηρήσεως του αποθέματος ερυθρού τόνου.

iii) Είναι το μέτρο προδήλως δυσανάλογο υπό τη στενή έννοια του όρου;

109. Επικουρικώς, εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι το μέτρο της απαγορεύσεως της εκφορτώσεως τόνου προδήλως δεν είναι απρόσφορο και δεν κρίνει ότι προδήλως δεν είναι απαραίτητο, θα πρέπει να εξακριβωθεί και η αναλογικότητα υπό στενή έννοια, πράγμα που σημαίνει στάθμιση μεταξύ των πληττομένων συμφερόντων των επιχειρήσεων και του συμφέροντος προστασίας του ερυθρού τόνου. Φρονώ ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αμφιβολίες όσον αφορά την υπό στενή έννοια αναλογικότητα του εν λόγω μέτρου. Μολονότι οι επιχειρήσεις ασφαλώς υφίστανται οικονομική ζημία λόγω του μέτρου της απαγορεύσεως της εκφορτώσεως τόνου, τα πλεονεκτήματα όσον αφορά την προστασία του ερυθρού τόνου τα οποία απορρέουν από την εν λόγω απαγόρευση βεβαίως υπερισχύουν. Για τον λόγο αυτόν, εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι το μέτρο της απαγορεύσεως της εκφορτώσεως τόνου προδήλως δεν είναι απρόσφορο και δεν κρίνει ότι προδήλως δεν είναι απαραίτητο, το εν λόγω μέτρο δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, προδήλως δυσανάλογο υπό τη στενή έννοια του όρου.

iv)    Συμπέρασμα

110. Θα πρέπει, συνεπώς, να θεωρηθεί ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 530/2008 δεν προβλέπει ότι οι επιχειρήσεις της Κοινότητας δεν μπορούν να προβούν σε εκφόρτωση, τοποθέτηση σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή και μεταφόρτωση ερυθρού τόνου που έχει αλιευθεί πριν την ημερομηνία αναστολής της αλιείας δυνάμει του κανονισμού 530/2008. Συνεπώς, όσον αφορά το μέτρο αυτό δεν τίθεται ζήτημα αναλογικότητας. Εντούτοις, το μέτρο που θεσπίζεται με το άρθρο 3 του κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο οι επιχειρήσεις της Κοινότητας δεν μπορούν να προβούν σε εκφόρτωση, τοποθέτηση σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή και μεταφόρτωση ερυθρού τόνου που έχει αλιευθεί από σκάφη γρι-γρι που δεν φέρουν τη σημαία ενός από τα κράτη μέλη τα οποία απαριθμούνται στον κανονισμό 530/2008, δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας.

 γ)     Συνέπειες της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

111. Τέλος, θα πρέπει να εξεταστεί ποιες είναι οι συνέπειες της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά το κύρος του κανονισμού 530/2008. Θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξακριβωθεί αν η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας καθιστά ανίσχυρο ολόκληρο τον κανονισμό ή μόνον το άρθρο 3.

112. Κατά πάγια νομολογία, η μερική ακύρωση αποφάσεως είναι δυνατή μόνον εφόσον τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση δύνανται να αποσπασθούν από την υπόλοιπη πράξη (69). Εντούτοις, η δυνατότητα αποσπάσεως δεν αρκεί, αν η συνέπεια της μερικής ακυρώσεως πράξεως είναι η μεταβολή της ουσίας της (70).

113. Στην κρινόμενη υπόθεση, είναι πλέον ή βέβαιο ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 530/2008 δύναται να αποσπαστεί χωρίς δυσκολία από τα υπόλοιπα άρθρα του κανονισμού. Ακόμα και αν το άρθρο αυτό, το οποίο περιέχει το μέτρο της απαγορεύσεως της εκφορτώσεως τόνου, ακυρωθεί, η απαγόρευση αλιείας την οποία προβλέπουν τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού συνεχίζει να ισχύει χωρίς καμία συνέπεια.

114. Για τους λόγους αυτούς φρονώ ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 530/2008 είναι ανίσχυρο λόγω παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας.

 Ε –         Έκτο ερώτημα

115. Με το έκτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί αν ο κανονισμός 530/2008, κάνοντας διάκριση μεταξύ των σκαφών γρι-γρι που φέρουν τη σημαία της Ισπανίας και των σκαφών γρι-γρι που φέρουν τη σημαία της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Κύπρου και της Μάλτας, καθώς και μεταξύ των σκαφών των προαναφερθέντων έξι κρατών και των σκαφών των υπολοίπων κρατών μελών (71), είναι ανίσχυρος διότι παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, την οποία προβλέπει το άρθρο 12 ΕΚ.

1.      Διαφοροποίηση μεταξύ των ισπανικών αλιευτικών τόνου και των αλιευτικών που φέρουν τη σημαία της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Κύπρου και της Μάλτας

 α)     Βασιμότητα της διαφοροποιήσεως μεταξύ των ισπανικών και των υπολοίπων αλιευτικών

116. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα που αφορά το βάσιμο της διαφοροποιήσεως μεταξύ των ισπανικών σκαφών γρι-γρι, αφενός, και των σκαφών γρι-γρι που φέρουν τη σημαία της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Κύπρου και της Μάλτας.

117. Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων απαιτεί να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο όμοιες καταστάσεις ούτε κατά όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (72).

118. Η Επιτροπή, με τις γραπτές παρατηρήσεις της για το ζήτημα, υποστηρίζει, ιδίως, ότι δεν προκλήθηκε διάκριση υπέρ των σκαφών που έφεραν τη σημαία της Ισπανίας, δεδομένου ότι, βάσει της εκτιμήσεως του πραγματικού όγκου αλιευμάτων, δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος να υπερβούν τα ισπανικά σκάφη την ποσόστωση που είχε παραχωρηθεί στην Ισπανία. Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι η αντικειμενική κατάσταση του ισπανικού στόλου (αριθμός σκαφών σε σχέση με την ποσόστωση που είχε παραχωρηθεί στην Ισπανία) ήταν διαφορετική από την κατάσταση των υπόλοιπων στόλων. Τέλος, η Επιτροπή υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η αντικειμενική κατάσταση του ισπανικού στόλου ήταν διαφορετική, διότι η περίοδος αλιείας στην Ισπανία άρχιζε μια εβδομάδα αργότερα. Ειδικότερα, το μεγαλύτερο μέρος των ισπανικών σκαφών γρι-γρι αλιεύει ερυθρό τόνο στην περιοχή των Βαλεαρίδων νήσων, όπου η θάλασσα φθάνει την κατάλληλη θερμοκρασία για την αλιεία ερυθρού τόνου μια εβδομάδα αργότερα από ό,τι σε άλλες περιοχές (73).

119. Όσον αφορά τη διαφοροποίηση μεταξύ των ισπανικών σκαφών γρι-γρι και των υπόλοιπων σκαφών στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός 530/2008, η Επιτροπή προβάλλει τρία επιχειρήματα: πρώτον, την απουσία συγκεκριμένου κινδύνου εξαντλήσεως της ποσοστώσεως από τα ισπανικά σκάφη γρι-γρι, δεύτερον, την αντικειμενικώς διαφορετική κατάσταση των ισπανικών σκαφών γρι-γρι, λόγω της οποίας τα σκάφη αυτά δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να εξαντλήσουν την ποσόστωσή τους και, τρίτον, την αντικειμενικώς διαφορετική κατάσταση των ισπανικών σκαφών γρι-γρι, τα οποία αλιεύουν σε ύδατα που φτάνουν την κατάλληλη θερμοκρασία για την αλιεία τόνου μια εβδομάδα αργότερα.

120. Φρονώ ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η Επιτροπή δεν δικαιολογούν εν προκειμένω τη διαφορετική μεταχείριση του ισπανικού σε σχέση με τους υπόλοιπους στόλους.

121. Πρώτον, η Επιτροπή δεν προσκόμισε με τις γραπτές παρατηρήσεις της και κατά την προφορική συζήτηση κάποιο στοιχείο από το οποίο να προκύπτει σαφώς ότι η ποσόστωση του ισπανικού στόλου θα εξαντλείτο, σύμφωνα με τις προβλέψεις, μόνο στις 23 Ιουνίου 2008 και όχι στις 16 Ιουνίου 2008. Η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι, όταν εκδόθηκε ο επίδικος κανονισμός, ο όγκος των μέχρι τη στιγμή εκείνη αλιευμάτων του ισπανικού στόλου ήταν κατώτερος από τον όγκο των αλιευμάτων των στόλων των υπόλοιπων κρατών μελών. Αντιθέτως, στις γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής αναφέρεται ότι τα αλιεύματα των ισπανικών σκαφών γρι-γρι από τις 27 Μαΐου 2008 έως τις 23 Ιουνίου 2008 ήταν περισσότερα από τα αλιεύματα των γαλλικών σκαφών γρι-γρι (74). Ασφαλώς, υποστηρίχθηκε συναφώς ότι πιθανόν τα στοιχεία όσον αφορά τον όγκο αλιευμάτων του γαλλικού στόλου να μην είναι ακριβή, λόγω του ότι τα δορυφορικά συστήματα εποπτείας των σκαφών δεν λειτουργούσαν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Εντούτοις, παρά αυτή τη φερόμενη παρατυπία, δεν αναφέρεται ποια ήταν η πραγματική εκτίμηση για την ποσότητα αλιευμάτων του γαλλικού στόλου σε σχέση με τον ισπανικό στόλο.

122. Εξάλλου, όσον αφορά τα πραγματικά αλιεύματα του ισπανικού στόλου το 2008 (βάσει όλων των τύπων αλιείας και όχι μόνο με σκάφη γρι-γρι), από την έκθεση της ICCAT προκύπτει ότι οι ποσότητες ερυθρού τόνου που αλίευσε ο ισπανικός στόλος στον Ανατολικό Ατλαντικό εκτιμώνται σε 2 938 τόνους και στη Μεσόγειο σε 2 465 τόνους επί συνόλου 5 403 τόνων (75). Η ποσότητα αυτή αντιπροσωπεύει το 99,3 % της ποσοστώσεως που είχε παραχωρηθεί στην Ισπανία για το 2008, η οποία ανερχόταν σε 5 428,46 τόνους. Συνεπώς, βάσει των στοιχείων που προέρχονται από αυτή την πηγή, η Ισπανία πλησίασε την ποσόστωσή της, όσον αφορά τα εκτιμώμενα αλιεύματα, πολύ περισσότερο από ό,τι η Γαλλία και η Ιταλία (76).

123. Ελλείψει συγκεκριμένων στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος τα ισπανικά σκάφη γρι-γρι να επιτύχουν ή και να υπερβούν την ποσόστωση που είχε παραχωρηθεί στην Ισπανία, είμαι της γνώμης ότι η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ σκαφών γρι-γρι που έφεραν τη σημαία της Ισπανίας και σκαφών γρι-γρι που έφεραν τη σημαία της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Κύπρου και της Μάλτας δεν είναι αντικειμενικώς βάσιμη.

124. Δεύτερον, θα πρέπει να εξακριβωθεί αν μπορεί να υποστηριχθεί ότι, θεωρητικώς, τα ισπανικά σκάφη γρι-γρι ήταν αδύνατον να επιτύχουν ή και να υπερβούν την ποσόστωση που είχε παραχωρηθεί στην Ισπανία μέχρι τις 23 Ιουνίου 2008. Κατά τη γνώμη μου, ούτε ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να γίνει δεκτός.

125. Αφενός, από τις γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής προκύπτει ότι η ποσόστωση κάθε κράτους μέλους διαιρέθηκε διά του αριθμού των σκαφών που διέθετε. Η Επιτροπή υποστηρίζει με τις γραπτές παρατηρήσεις της ότι, το 2008, υπήρχαν στην Κοινότητα συνολικά 131 σκάφη γρι-γρι, εκ των οποίων 1 κυπριακό, 4 μαλτέζικα, 6 ισπανικά, 16 ελληνικά, 36 γαλλικά και 68 ιταλικά (77). Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει, για παράδειγμα, ότι για 32 γαλλικά σκάφη μήκους άνω των 24 μέτρων είχε οριστεί το 2008 ποσόστωση 110 έως 120 τόνων ανά σκάφος. Η ατομική ποσόστωση για κάθε ένα από τα 68 ιταλικά σκάφη είχε οριστεί στους 52 τόνους. Η ατομική ποσόστωση για κάθε ένα από τα 6 ισπανικά σκάφη είχε καθοριστεί μεταξύ 251 και 352 τόνων. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η σχέση μεταξύ του αριθμού των σκαφών και της ποσοστώσεως που είχε χορηγηθεί στην Ισπανία δεν μπορεί να δικαιολογήσει διαφορετική μεταχείριση των ισπανικών σκαφών και των σκαφών των υπολοίπων κρατών μελών, δεδομένου ότι η ποσόστωση διαιρείται αναλογικά δια του αριθμού των σκαφών κάθε μεμονωμένου κράτους μέλους. Εξάλλου, η Επιτροπή επιβεβαίωσε, με την έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 530/2008, ότι «η ημερήσια αλιευτική ικανότητα ενός μεμονωμένου σκάφους γρι-γρι είναι τόσο υψηλή που το επιτρεπόμενο επίπεδο αλιείας επιτυγχάνεται ή υπερβαίνεται ταχύτατα» (78). Αν συνεπώς ένα μεμονωμένο σκάφος γρι-γρι μπορεί να υπερβεί την ποσόστωση, δεν μπορεί κατά τη γνώμη μου να γίνει δεκτό το επιχείρημα ότι τα ισπανικά σκάφη γρι-γρι δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν την ποσόστωση που τους είχε χορηγηθεί.

126. Αφετέρου, από τις γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής προκύπτει επίσης ότι τα ισπανικά σκάφη είχαν αλιεύσει, κατά την περίοδο μεταξύ 27 Μαΐου και 23 Ιουνίου 2008 (δηλαδή εντός 4 εβδομάδων), 1 404 ,427 τόνους ερυθρού τόνου (79). Αυτό σημαίνει ότι τα εβδομαδιαία αλιεύματα ανέρχονται κατά μέσον όρο σε λίγο περισσότερο από 351 τόνους ερυθρού τόνου. Η ποσόστωση αλιείας τόνου για την Ισπανία το 2008 είχε καθοριστεί σε 5 428,46 τόνους (80). Βάσει των στοιχείων της Επιτροπής, το 70 % περίπου του συνόλου της αλιείας ερυθρού τόνου πραγματοποιείται με σκάφη γρι-γρι (81), πράγμα που σημαίνει ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις, τα ισπανικά σκάφη γρι-γρι θα έπρεπε να αλιεύσουν το 2008 περίπου 3 800 τόνους ερυθρού τόνου (δηλαδή το 79 % της συνολικής ισπανικής ποσοστώσεως). Αν τα ισπανικά σκάφη αλίευαν καθημερινά ποσότητες ανάλογες με αυτές που αλίευαν την περίοδο μεταξύ 27 Μαΐου 2008 και 23 Ιουνίου 2008, τα αλιεύματα θα έφθαναν τους 3 800 τόνους σε 10 έως 11 εβδομάδες. Λαμβανομένου υπόψη ότι η αλιευτική περίοδος στην Ισπανία διαρκούσε 25 εβδομάδες (82), δεν μπορεί να υποστηριχθεί, κατά τη γνώμη μου, ότι θεωρητικά δεν ήταν δυνατόν τα ισπανικά σκάφη γρι-γρι να επιτύχουν τις ποσοστώσεις για το 2008.

127. Τρίτον, η Επιτροπή διαβεβαίωσε κατά την προφορική συζήτηση ότι η αντικειμενική κατάσταση των ισπανικών σκαφών γρι-γρι είναι διαφορετική, διότι τα ύδατα στα οποία αλιεύουν τον ερυθρό τόνο φθάνουν την κατάλληλη για την αλιεία θερμοκρασία μια εβδομάδα αργότερα. Φρονώ ότι το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Αν ο ισχυρισμός αυτός της Επιτροπής ήταν πειστικός, και η περίοδος αλιείας του ερυθρού τόνου, η οποία διέπεται από τον κανονισμό 1559/2007, θα έπρεπε να διαρκεί στην Ισπανία μια εβδομάδα περισσότερο από ό,τι στα υπόλοιπα κράτη μέλη (83). Αν ο παράγων αυτός ήταν στην πραγματικότητα τόσο σημαντικός για την αλιεία όσο υπογραμμίζει η Επιτροπή, θα είχε αποφασιστεί με τον κανονισμό 1559/2007 ότι η Ισπανία μπορεί να αλιεύει ερυθρό τόνο μια εβδομάδα περισσότερο από ό,τι τα υπόλοιπα κράτη μέλη.

128. Τέλος, οφείλω να υπογραμμίσω για άλλη μια φορά ότι δεν είναι πειστικό να υποστηρίζεται ότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος για τη διατήρηση του αποθέματος ερυθρού τόνου, και συγχρόνως να επιτρέπεται στην Ισπανία η αλιεία για μια επιπλέον εβδομάδα ακριβώς κατά την περίοδο αιχμής της αλιείας. Η Επιτροπή εκτίμησε, στο πλαίσιο της διακριτικής της εξουσίας, ότι υπάρχει πράγματι σοβαρός κίνδυνος για τη διατήρηση του αποθέματος ερυθρού τόνου. Κατόπιν αυτής της διαπιστώσεως, η Επιτροπή έπρεπε να επιφυλάξει ίση μεταχείριση σε όλα τα κράτη μέλη τα οποία απαριθμούνται στον κανονισμό 530/2008. Αν απειλείται πράγματι το απόθεμα ενός συγκεκριμένου είδους, η απειλή αφορά ολόκληρη τη ζώνη αλιείας, ανεξαρτήτως του ότι ορισμένα κράτη μέλη δεν φαίνεται να έχουν εξαντλήσει την ποσόστωσή τους (84).

129. Για τους λόγους αυτούς φρονώ ότι ο κανονισμός 530/2008 παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, λόγω της διαφορετικής μεταχειρίσεως των σκαφών γρι-γρι που φέρουν τη σημαία της Ισπανίας από τα σκάφη γρι-γρι που φέρουν τη σημαία της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Κύπρου και της Μάλτας.

 β)     Συνέπειες της παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων

130. Θα πρέπει επίσης να εξακριβωθεί ποιες συνέπειες έχει για το κύρος του κανονισμού 530/2008 η διαπίστωση ότι ο κανονισμός παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων. Ειδικότερα, είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί αν, λόγω της παραβιάσεως της εν λόγω αρχής, είναι ανίσχυρος ολόκληρος ο κανονισμός ή μόνον ορισμένα άρθρα του.

131. Κατά πάγια νομολογία, η μερική ακύρωση κοινοτικής πράξεως είναι δυνατή μόνον εφόσον τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση δύνανται να αποσπασθούν από την υπόλοιπη πράξη (85). Επίσης, η δυνατότητα αποσπάσεως δεν αρκεί, αν η συνέπεια της μερικής ακυρώσεως πράξεως είναι η μεταβολή της ουσίας της (86). Συνεπώς, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, για να είναι δυνατή η μερική ακύρωση, πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις: δυνατότητα αποσπάσεως των στοιχείων που πρέπει να ακυρωθούν και διατήρηση της ρυθμιστικής ουσίας της πράξεως.

132. Κατά την άποψή μου, η παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων στην κρινόμενη υπόθεση επιφέρει, ιδίως, ακυρότητα των άρθρων 1 και 2 του κανονισμού 530/2008, από τα οποία απορρέει η ευνοϊκότερη μεταχείριση των ισπανικών σκαφών γρι-γρι σε σχέση με τη μεταχείριση των υπόλοιπων σκαφών τα οποία αφορά ο εν λόγω κανονισμός. Τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού, νοούμενα από κοινού, παραβιάζουν την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων και, για τον λόγο αυτόν, είναι απαραίτητο να ακυρωθούν.

133. Εφόσον το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της κρίσεως σχετικά με τη συμβατότητα προς την αρχή της αναλογικότητας (τέταρτο και πέμπτο προδικαστικό ερώτημα), δεν κηρύξει άκυρο το άρθρο 3, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να κηρύξει άκυρο το εν λόγω άρθρο συνεπεία της ακυρώσεως των άρθρων 1 και 2 του κανονισμού 530/2008. Πράγματι, το μέτρο της απαγορεύσεως της εκφορτώσεως τόνου καθίσταται κενό περιεχομένου, αν δεν υφίσταται η νομική του βάση, η οποία έγκειται στην απαγόρευση της αλιείας τόνου (87). Εφόσον, συνεπώς, φρονώ ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 530/2008 είναι άκυρο λόγω παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας, προτείνω να ακυρωθούν μόνον τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού.

134. Για τους λόγους αυτούς, φρονώ ότι τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού 530/2008 είναι άκυρα λόγω παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, την οποία θεσπίζει το άρθρο 12 EΚ.

2.      Διαφοροποίηση μεταξύ των σκαφών στα οποία αναφέρεται ο κανονισμός 530/2008 και των υπολοίπων σκαφών

135. Πρέπει να εξεταστεί επίσης το ζήτημα της βασιμότητας της διαφοροποιήσεως μεταξύ των σκαφών γρι-γρι τα οποία απαριθμούνται στον κανονισμό 530/2008 (δηλαδή των σκαφών που φέρουν τη σημαία της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Κύπρου και της Μάλτας, καθώς και της Ισπανίας) και όλων των υπόλοιπων σκαφών γρι-γρι (88).

136. Η Επιτροπή υποστήριξε κατά την προφορική συζήτηση ότι η Πορτογαλία και άλλα κράτη μέλη δεν αλιεύουν τον ερυθρό τόνο με σκάφη γρι-γρι, αλλά με άλλες μεθόδους, και επιβεβαίωσε ότι όλα τα κράτη μέλη που αλιεύουν ερυθρό τόνο με σκάφη γρι-γρι αναφέρονται στον κανονισμό 530/2008.

137. Θα πρέπει συνεπώς να διαπιστωθεί ότι τα κράτη μέλη που δεν αναφέρονται στον κανονισμό 530/2008 βρίσκονται σε αντικειμενικώς διαφορετική κατάσταση από τα κράτη μέλη τα οποία αναφέρονται στον εν λόγω κανονισμό. Για τον λόγο αυτόν, ο κανονισμός 530/2008 δεν παραβιάζει από την άποψη αυτή την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

 ΣΤ –       Έβδομο, όγδοο και ένατο ερώτημα

138. Με το έβδομο, το όγδοο και το ένατο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία θα εξεταστούν από κοινού λόγω των ομοιοτήτων της προβληματικής που εγείρουν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί:

–        πρώτον, αν ο κανονισμός 530/2008 είναι ανίσχυρος, αφενός, καθόσον η πράξη με την οποία εκδόθηκε δεν έλαβε υπόψη την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και, αφετέρου, καθόσον δεν τηρήθηκε η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, η οποία αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, διότι δεν παρασχέθηκε στους ενδιαφερομένους και στα κράτη μέλη καμία δυνατότητα να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις πριν την έκδοση του επίδικου κανονισμού·

–        δεύτερον, αν ο κανονισμός 530/2008 είναι ανίσχυρος, καθόσον εκδόθηκε βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 2371/2002, το οποίο παραβιάζει την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, και την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, η οποία αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

139. Ειδικώς όσον αφορά το ένατο προδικαστικό ερώτημα, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι –όπως επεσήμανε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση– το ερώτημα αυτό αφορά στην πραγματικότητα μόνον το κύρος του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2371/2002, το οποίο δεν είναι κρίσιμο εν προκειμένω. Εντούτοις, το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να γίνει νοητό υπό την έννοια ότι ερωτάται αν το άρθρο 7 του κανονισμού 2371/2002 είναι αντίθετο προς τις αρχές της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και της εκατέρωθεν ακροάσεως καθόσον παρέχει σε άλλα κράτη μέλη το δικαίωμα να ακούγονται μόνον όταν η διαδικασία κινείται κατόπιν τεκμηριωμένης αιτήσεως κράτους μέλους και όχι όταν η διαδικασία κινείται με πρωτοβουλία της Επιτροπής.

140. Θα πρέπει, συνεπώς, να εξακριβωθεί, πρώτον, αν ο κανονισμός 530/2008 παραβιάζει τις προαναφερθείσες αρχές και, στη συνέχεια, αν οι αρχές αυτές παραβιάζονται από το άρθρο 7 του κανονισμού 2371/2002 –προϋποτιθεμένου, και στις δύο περιπτώσεις, ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002 αποτελεί πρόσφορη νομική βάση για την έκδοση του κανονισμού 530/2008.

1.      Παραβιάζει ο κανονισμός 530/2008 τις αρχές της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και της εκατέρωθεν ακροάσεως;

 α)     Φερόμενη παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας

141. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου απορρέουσα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, η οποία έχει καθιερωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου (89) και έχει επιβεβαιωθεί με το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προκηρύχθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (90). Το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη ορίζει ότι κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ενώσεως, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπει το εν λόγω άρθρο.

142. Δεν αντιλαμβάνομαι πώς είναι δυνατόν το γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενοι και τα κράτη μέλη δεν είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις πριν την έκδοση του επίδικου κανονισμού μπορεί να παραβιάζει την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Πράγματι η αρχή αυτή αναφέρεται στην ένδικη προστασία μετά την έκδοση της πράξεως. Η εν λόγω ένδικη προστασία εξασφαλίζεται, τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα (φυσικά και νομικά), καθόσον μπορούν να προσβάλουν, με τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 230, παράγραφοι 2 και 4 ΕΚ (91), πράξη αυτού του τύπου με προσφυγή ακυρώσεως, όπως και ο εθνικός δικαστής μπορεί, στο πλαίσιο δίκης που εκκρεμεί ενώπιόν του, να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικό με το κύρος κοινοτικής πράξεως. Φρονώ συνεπώς ότι η αδυναμία υποβολής γραπτών παρατηρήσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως του κανονισμού 530/2008 δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

 β)     Φερόμενη παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως

143. Στο πλαίσιο της φερόμενης παραβιάσεως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, θα πρέπει να εξεταστεί αν ο κανονισμός 530/2008 παραβιάζει την εν λόγω αρχή, αφενός, έναντι των κρατών μελών και, αφετέρου, έναντι των ενδιαφερομένων στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 3 του κανονισμού.

i)      Τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως έναντι των κρατών μελών

144. Όσον αφορά την τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως έναντι των κρατών μελών, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται μόνον επί των διοικουμένων αλλά και επί των κρατών μελών. Όσον αφορά τα τελευταία, η εν λόγω αρχή αναγνωρίστηκε στο πλαίσιο διαδικασιών που κινεί κοινοτικό όργανο κατά του ενδιαφερομένου κράτους μέλους (92). Συνεπώς, η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως εφαρμόζεται μόνον όταν κοινοτικό όργανο κινεί διαδικασία εναντίον κράτους μέλους, για παράδειγμα διαδικασία δυνάμει του άρθρου 228 EΚ (93) ή διαδικασία σχετική με κρατικές ενισχύσεις (94). Αντιθέτως, ένας κανονισμός της Επιτροπής είναι κατ’ αρχήν νομοθετική πράξη γενικής ισχύος, πριν την έκδοση της οποίας η Επιτροπή, από την οποία απορρέει η πράξη, δεν υπέχει γενική υποχρέωση να επιτρέπει στους ενδιαφερομένους ή στα κράτη μέλη να εκθέτουν τις απόψεις τους σχετικά με τον κανονισμό. Σύμφωνα με το άρθρο 249, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ (95), ο κανονισμός έχει γενική ισχύ. Είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

145. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η νομική βάση του κανονισμού 530/2008 –το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002– προβλέπει τη λήψη επειγόντων μέτρων κατόπιν πρωτοβουλίας της Επιτροπής (96). Εφόσον πρόκειται για επείγοντα μέτρα, αν δινόταν η δυνατότητα στα κράτη μέλη να υποβάλουν παρατηρήσεις, ενδέχεται να καθυστερούσε δυσανάλογα η λήψη των επειγόντων μέτρων και τα μέτρα θα έχαναν το νόημά τους. Χαρακτηριστικό των επειγόντων μέτρων είναι ακριβώς ότι λαμβάνονται γρήγορα και χωρίς περιττές καθυστερήσεις, χάρη δε στο τελευταίο αυτό στοιχείο εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητά τους (97).

146. Για τους λόγους αυτούς, φρονώ ότι ο κανονισμός 530/2008 δεν παραβιάζει την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως έναντι των κρατών μελών.

ii)    Τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως έναντι των υπόλοιπων ενδιαφερομένων

147. Όσον αφορά την τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως έναντι των υπόλοιπων ενδιαφερομένων στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 3 του κανονισμού 530/2008, υπογραμμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή αυτή εφαρμόζεται σε κάθε διαδικασία ικανή να καταλήξει σε έκδοση αποφάσεως κοινοτικού οργάνου θίγουσας αισθητά τα συμφέροντα ορισμένου προσώπου (98). Όπως και στο σημείο 144 των παρουσών προτάσεων, και εδώ πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι ένας κανονισμός της Επιτροπής είναι, κατ’ αρχήν, νομοθετική πράξη γενικής ισχύος. Ανάλογα με το περιεχόμενό του, μπορεί πράγματι να συνιστά και ατομική νομοθετική πράξη, εάν αποδεικνύεται ότι στην πραγματικότητα περιέχει μια απόφαση ή μια σειρά αποφάσεων που αφορούν άμεσα και ατομικά τους ιδιώτες (99). Κατά τη γνώμη μου, το κριτήριο να θίγει η πράξη τα συμφέροντα ιδιώτη δεν πληρούται εν προκειμένω, δεδομένου ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 530/2008 αναφέρεται γενικά σε όλες τις επιχειρήσεις της Κοινότητας που θα μπορούσαν να προβούν σε εκφόρτωση, τοποθέτηση σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή και μεταφόρτωση ερυθρού τόνου (100). Συνεπώς, δεν μπορώ να θεωρήσω ότι ο κανονισμός 530/2008 συνιστά απόφαση, αλλά πράξη γενικής ισχύος στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξασφαλίσει στους ενδιαφερομένους δικαίωμα ακροάσεως δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού.

148. Θα πρέπει επίσης να προστεθεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, ακόμα και αν ο κανονισμός αφορούσε άμεσα και ατομικά τους ενδιαφερομένους και οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να τον προσβάλουν δυνάμει του άρθρου 230, παράγραφος 4, ΕΚ (101), δεν μπορεί να συναχθεί από τη διάταξη αυτή η ύπαρξη δικαιώματος ακροάσεως πριν από την έκδοση πράξεως κανονιστικού χαρακτήρα (102).

149. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί –κατ’ αναλογία προς το σημείο 145 των παρουσών προτάσεων– ότι η δυνατότητα ακροάσεως όλων των ενδιαφερομένων θα καθυστερούσε δυσανάλογα τη λήψη επειγόντων μέτρων δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002, τα οποία πρέπει να λαμβάνονται γρήγορα και χωρίς περιττές καθυστερήσεις, προκειμένου να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητά τους.

150. Για τους λόγους αυτούς, φρονώ ότι ο κανονισμός 530/2008 δεν παραβιάζει την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως έναντι των υπόλοιπων ενδιαφερομένων στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 3 του κανονισμού.

2.      Παραβιάζει το άρθρο 7 του κανονισμού 2371/2002 τις αρχές της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και της εκατέρωθεν ακροάσεως;

151. Κατά την άποψή μου, ούτε το άρθρο 7 του κανονισμού 2371/2002 παραβιάζει τις αρχές της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και της εκατέρωθεν ακροάσεως.

 α)     Φερόμενη παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας

152. Όσον αφορά το ζήτημα της παραβιάσεως της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, παραπέμπω στην επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται στα σημεία 141 και 142 των παρουσών προτάσεων. Για τους λόγους που εκτίθενται στα σημεία αυτά, φρονώ ότι το άρθρο 7 του κανονισμού 2371/2002 δεν παραβιάζει την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

 β)     Φερόμενη παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως

153. Φρονώ επίσης ότι το άρθρο 7 του κανονισμού 2371/2002 δεν παραβιάζει την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, ή μάλλον το δικαίωμα ακροάσεως των ενδιαφερομένων και των κρατών μελών.

154. Όσον αφορά το δικαίωμα ακροάσεως των υπόλοιπων ενδιαφερομένων (φυσικών και νομικών προσώπων), παραπέμπω στα σημεία 145 και 149 των παρουσών προτάσεων. Αν όλοι οι ενδιαφερόμενοι (φυσικά και νομικά πρόσωπα) είχαν το δικαίωμα να ακουστούν στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψεως επειγόντων μέτρων, θα καθυστερούσε δυσανάλογα η διαδικασία λήψεως επειγόντων μέτρων για τη διατήρηση των έμβιων υδρόβιων πόρων και η αποτελεσματικότητα των μέτρων θα περιοριζόταν σημαντικά.

155. Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002, η Επιτροπή, κατόπιν τεκμηριωμένης αιτήσεως κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, μπορεί να λαμβάνει επείγοντα μέτρα για τη διατήρηση των έμβιων υδρόβιων πόρων. Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2371/2002, το κράτος μέλος κοινοποιεί την αίτηση ταυτόχρονα στην Επιτροπή, στα άλλα κράτη μέλη και στα οικεία περιφερειακά γνωμοδοτικά συμβούλια, τα οποία μπορούν να υποβάλλουν τις γραπτές παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αιτήσεως.

156. Όταν η αίτηση λήψεως επειγόντων μέτρων υποβάλλεται από κράτος μέλος, τα υπόλοιπα κράτη μέλη μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2371/2002, να υποβάλλουν γραπτές παρατηρήσεις. Αντιθέτως, όταν τα επείγοντα μέτρα λαμβάνονται κατόπιν πρωτοβουλίας της Επιτροπής, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να υποβάλλουν γραπτές παρατηρήσεις. Ένας τέτοιος μηχανισμός μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως ασυνεπής· κατά τη γνώμη μου, εντούτοις, το γεγονός ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να υποβάλλουν παρατηρήσεις όταν τα επείγοντα μέτρα λαμβάνονται κατόπιν πρωτοβουλίας της Επιτροπής δεν παραβιάζει το δικαίωμα ακροάσεως των κρατών μελών.

157. Πράγματι, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, αν κράτος μέλος προτείνει τη λήψη επειγόντων μέτρων, η Επιτροπή προφανώς δεν έχει αντιληφθεί την ανάγκη λήψεως των μέτρων αυτών και συνεπώς η θέση των υπόλοιπων κρατών μελών μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη για τον σχηματισμό αντικειμενικής γνώμης, ενώ συγχρόνως μπορεί να αποτρέψει την κατάχρηση από ένα κράτος μέλος της δυνατότητας να προτείνει τη λήψη επειγόντων μέτρων. Διαφορετική είναι η περίπτωση κατά την οποία τα επείγοντα μέτρα λαμβάνονται κατόπιν πρωτοβουλίας της Επιτροπής. Στην περίπτωση αυτή, η ανάγκη λήψεως επειγόντων μέτρων είναι τόσο προφανής, ώστε έχει γίνει αντιληπτή από την Επιτροπή, η οποία έχει τη δυνατότητα, βάσει των στοιχείων που διαθέτει, να λάβει επείγοντα μέτρα.

158. Για τον λόγο αυτόν, φρονώ ότι το άρθρο 7 του κανονισμού 2371/2002 δεν παραβιάζει κατ’ ουδένα τρόπο την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως.

 Ζ –       Δέκατο ερώτημα

159. Το δέκατο προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται επικουρικώς και μόνο, συνεπώς δεν είναι απαραίτητο να δοθεί απάντηση από το Δικαστήριο, εφόσον ακυρωθεί ο κανονισμός 530/2008. Παρά ταύτα, στη συνέχεια θα εξετάσω το ερώτημα, για την περίπτωση στην οποία το Δικαστήριο δεν ακυρώσει τον κανονισμό.

160. Με το δέκατο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν, στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο κρίνει έγκυρο τον κανονισμό 530/2008, το άρθρο 3, παράγραφος 1, έχει την έννοια ότι απαγορεύει στις επιχειρήσεις της Κοινότητας να προβαίνουν στην εκφόρτωση, στην τοποθέτηση σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή, ή στη μεταφόρτωση σε κοινοτικά ύδατα ή λιμένες, τόνου ο οποίος έχει αλιευθεί στον Ατλαντικό Ωκεανό, ανατολικά του γεωγραφικού μήκους 45°Δ, και στη Μεσόγειο, από σκάφη γρι-γρι που φέρουν τη σημαία τρίτων κρατών.

161. Κατά την άποψή μου, στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση.

162. Αφενός, μια τέτοια ερμηνεία είναι σύμφωνη με το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 530/2008, το οποίο αναφέρεται γενικώς σε «σκάφη γρι-γρι» και όχι ειδικώς σε σκάφη που φέρουν τη σημαία της Ελλάδας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Κύπρου και της Μάλτας. Βάσει αυτής της ερμηνείας, η εν λόγω διάταξη διατυπώθηκε ηθελημένα με τρόπο διαφορετικό από τη διάταξη του άρθρου 1, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, όπου αναφέρονται ρητώς τα κράτη μέλη τα οποία αφορά ο κανονισμός. Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 530/2008 αποδεικνύει σαφώς ότι αναφέρεται σε όλα τα σκάφη γρι-γρι και όχι μόνο στα σκάφη των προαναφερθέντων κρατών μελών.

163. Αφετέρου, σε ανάλογο συμπέρασμα καταλήγει κανείς και βάσει της συστηματικής ερμηνείας της εν λόγω διατάξεως. Αντιθέτως προς την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του κανονισμού 530/2008, η οποία είναι διατυπωμένη γενικά, η παράγραφος 2 αναφέρεται σε ένα μόνο κράτος μέλος, την Ισπανία. Συνεπώς, η συστηματική ερμηνεία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή –αν ήθελε το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού να αναφέρεται σε συγκεκριμένα μόνο κράτη μέλη– θα το είχε ορίσει ρητώς στο κείμενο της διατάξεως.

164. Επιπλέον, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 530/2008 έχει την έννοια ότι αναφέρεται στην εκφόρτωση αλιευμάτων τόνου από σκάφη γρι-γρι όλων των χωρών, εκτός της Ισπανίας.

165. Συνεπώς, φρονώ ότι στο δέκατο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 530/2008 έχει την έννοια ότι απαγορεύει στις επιχειρήσεις της Κοινότητας να δέχονται την εκφόρτωση, την τοποθέτηση σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή, ή τη μεταφόρτωση σε κοινοτικά ύδατα ή λιμένες, ερυθρού τόνου ο οποίος έχει αλιευθεί στον Ατλαντικό Ωκεανό, ανατολικά του γεωγραφικού μήκους 45°Δ, και στη Μεσόγειο, από σκάφη γρι-γρι που φέρουν σημαία τρίτων κρατών τα οποία δεν είναι μέλη της Κοινότητας.

VII – Πρόταση

166. Βάσει όλων των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Prim’Awla tal-Qorti Civili (Δημοκρατία της Μάλτας):

1)         Από την εξέταση της προσφορότητας της νομικής βάσεως και των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού (ΕΚ) 530/2008 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 2008, για τη θέσπιση επειγόντων μέτρων όσον αφορά τα σκάφη γρι-γρι που αλιεύουν τόνο στον Ατλαντικό Ωκεανό, ανατολικά του γεωγραφικού μήκους 45°Δ, και στη Μεσόγειο, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να μπορεί να επηρεάσει το κύρος του κανονισμού.

2)         Ο κανονισμός 530/2008 δεν θίγει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη προσώπων όπως η προσφεύγουσα της κύριας δίκης.

3)         Το άρθρο 3 του κανονισμού 530/2008 είναι ανίσχυρο λόγω παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας.

4)         Τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού 530/2008 είναι ανίσχυρα λόγω παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, την οποία θεσπίζει το άρθρο 12 EΚ.

5)         Ο κανονισμός 530/2008 και το άρθρο 7 του κανονισμού 2371/2002 δεν παραβιάζουν τις αρχές της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και της εκατέρωθεν ακροάσεως.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η σλοβενική.


2 – ΕΕ L 155 της 13.6.2008, σ. 9.


3 – Μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας για την τροποποίηση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που υπογράφηκε στη Λισσαβώνα στις 13 Δεκεμβρίου 2007 (ΕΕ C 306, 17.12.2007, σ. 1), η οποία άρχισε να ισχύει την 1η Δεκεμβρίου 2009, η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικών αποφάσεων διέπεται από το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).


4 – Προσφυγή στην υπόθεση T-329/08, AJD Tuna κατά Επιτροπής, που ασκήθηκε στις 12 Αυγούστου 2008.


5 – Προσφυγή στην υπόθεση T-305/08, Ιταλία κατά Επιτροπής, που ασκήθηκε στις 11 Αυγούστου 2008.


6 – Βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 30ής Νοεμβρίου 2009, T-313/08 έως T-318/08 και T-320/08 έως T-328/08, Veromar di Tudisco Alfio & Salvatore κ.λπ. κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή).


7 – ΕΕ L 261 της 20.10.1993, σ. 1.


8 – ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 59.


9 – Το κείμενο της Συμβάσεως έχει δημοσιευθεί στην ΕΕ L 162 της 18.6.1986, σ. 34.


10 – Άρθρο III, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για τη διατήρηση των θυννοειδών.


11 – Άρθρο VIII, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως για τη διατήρηση των θυννοειδών.


12 – ΕΕ L 162 της 18.6.1986, σ. 33.


13 – ΕΕ L 340 της 22.12.2007, σ. 8.


14 – ΕΕ L 19 της 23.1.2008, σ. 1.


15 – ΕΕ L 134 της 23.5.2008, σ. 11.


16 – Η Επιτροπή παραπέμπει στην απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2001, C‑120/99, Ιταλία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2001, σ. I-7997, σκέψεις 28 και 29).


17 – Σχετικά με την απειλή που αντιμετωπίζει ο ερυθρός τόνος, βλ., για παράδειγμα, δημοσίευμα που εξέδωσε το 1995 ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας με τίτλο «Examen de la situation mondiale des espèces de grands migrateurs et des stocks chevauchants», FAO document technique sur les pêches 337, 1995, σ. 36.


18 – Βλ., για παράδειγμα, το δημοσίευμα Biodiversity: My Hotel in Action: A Guide to Sustainable Use of Biological Ressources, International Union for Conservation of Nature, Gland, 2008, σ. 64· Deere, C., Net Gains: Linking Fisheries Management, International Trade and Sustainable Development, IUCN, Ουάσιγκτον, 2000, σ. 37. Βλ. και Barnosky, A. D., Heatstroke: Nature in an Age of Global Warming, Island Press, Ουάσιγκτον, 2009, σ. 50· Lévêque, C., La biodiversité au quotidien: Le développement durable à l’ épreuve des faits, Editions Quae, Versailles, 2008, σ. 173.


19 – Επισημαίνεται επίσης ότι η θεωρία υποστηρίζει ότι η εκμετάλλευση του ερυθρού τόνου είναι προδήλως υπερβολική και ότι θα ήταν απαραίτητο η θνησιμότητα του εν λόγω είδους να μειωθεί κατά τουλάχιστον 25 %. Βλ. Markus, T., European fisheries law: from promotion to management, Europa Law Publishing, Groningen, 2009, σ. 13.


20 – Βλ. τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1559/2007.


21 – Βλ. άρθρο 3 του κανονισμού 1559/2007.


22 – Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1559/2007 απαγορεύει την αλιεία ερυθρού τόνου στον Ανατολικό Ατλαντικό και στη Μεσόγειο από μεγάλα πελαγικά παραγαδιάρικα σκάφη μήκους άνω των 24 μέτρων και από σκάφη γρι-γρι, από 1ης Ιουλίου έως 31 Δεκεμβρίου.


23 – Βλ. άρθρο 7 του κανονισμού 1559/2007.


24 – Βλ. άρθρο 17 του κανονισμού 1559/2007.


25 – Θα πρέπει να προστεθεί ότι το δεύτερο ερώτημα αφορά το αν ο κανονισμός 530/2008 είναι επαρκώς αιτιολογημένος σε σχέση με την υπάρχουσα νομική του βάση (άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002). Εντούτοις, πριν κριθεί η επάρκεια των αιτιολογιών του, θα πρέπει να εκτιμηθεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2371/2002 αποτελεί πρόσφορη νομική βάση για την έκδοση του κανονισμού 530/2008.


26 – Προστίθεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογίας του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, το οποίο ανάγεται στην ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως. Βλ., με ανάλογη επιχειρηματολογία, αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C-113/00, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-7601, σκέψη 47) και της 5ης Μαρτίου 2009, C-479/07, Γαλλία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2009, σ. Ι‑24, σκέψη 50).


27 – ΕΕ L 97 της 15.4.2003, σ. 31.


28 – Κανονισμός (ΕΚ) 1037/2005 της Επιτροπής, της 1ης Ιουλίου 2005, για τη θέσπιση μέτρων εκτάκτου ανάγκης για την προστασία και ανάκαμψη των αποθεμάτων γαύρου στην υποζώνη VIII του ICES (ΕΕ L 171, 2.7.2005, σ. 24). Προσθέτω ότι, μέχρι σήμερα, η Επιτροπή δεν περιορίζεται στη λήψη μέτρων απαγορεύσεως της αλιείας ενός συγκεκριμένου είδους, αλλά λαμβάνει και μέτρα για τη διατήρηση θαλάσσιων οικοσυστημάτων, για παράδειγμα των κοραλλιογενών υφάλων. Συναφώς βλ., για παράδειγμα, κανονισμό (ΕΚ) 1475/2003 της Επιτροπής, της 20ής Αυγούστου 2003, σχετικά με την προστασία κοραλλιογενών υφάλων βαθέων υδάτων από τις επιπτώσεις της αλιείας με τράτες σε περιοχή βορειοδυτικά της Σκωτίας (ΕΕ L 211, 21.8.2003, σ. 14) και τον κανονισμό (ΕΚ) 263/2004 της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 2004, για την εξάμηνη παράταση της εφαρμογής του κανονισμού (EΚ) 1475/2003 σχετικά με την προστασία κοραλλιογενών υφάλων βαθέων υδάτων από τις επιπτώσεις της αλιείας με τράτες σε περιοχή βορειοδυτικά της Σκωτίας (ΕΕ L 46, 17.2.2004, σ. 11).


29 – Βλ., με ανάλογη επιχειρηματολογία, αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 1996, C‑122/94, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1996, σ. I-881, σκέψη 18), της 19ης Φεβρουαρίου 1998, C-4/96, NIFPO και Northern Ireland Fishermen’s Federation (Συλλογή 1998, σ. I-681, σκέψεις 41 και 42), της 5ης Οκτωβρίου 1999, C-179/95, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1999, σ. I-6475, σκέψη 29), της 25ης Οκτωβρίου 2001, Ιταλία κατά Συμβουλίου (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 16, σκέψη 44) και της 2ας Ιουλίου 2009, C-343/07, Bavaria και Bavaria Italia (Συλλογή 2009, σ. 5491, σκέψη 84). Βλ. και προτάσεις μου της 3ης Μαρτίου 2009 στην υπόθεση C-34/08, Azienda Agricola Disarò Antonio κ.λπ. (απόφαση της 14ης Μαΐου 2009, Συλλογή 2009, σ. Ι‑4023, σημείο 47).


30 – Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2001, C-189/01, Jippes κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I‑5689, σκέψη 80), της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C-304/01, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-7655, σκέψη 23) και της 23ης Μαρτίου 2006, C-535/03, Unitymark και North Sea Fishermen’s Organisation (Συλλογή 2006, σ. I-2689, σκέψη 55).


31 – Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C-127/07, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ. (Συλλογή 2008, σ. I-9895, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


32 – Βλ., με ανάλογη επιχειρηματολογία, για παράδειγμα, απόφαση της 8ης Ιουνίου 2010, C-58/08, Vodafone κ.λπ. (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 53) και προαναφερθείσα στην υποσημείωση 31 απόφαση Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ.


33 – Συνημμένο 5 στις γραπτές παρατηρήσεις της εταιρείας AJD Tuna: ICCAT Circular 1995/08.


34 – Η Κροατία είχε φθάσει, όσον αφορά τα αλιεύματα που είχαν γνωστοποιηθεί στην ICCAT, το 98,91 % της ποσοστώσεώς της, ενώ το Μαρόκο το 87,32 %. Βλ. συνημμένο 5 στις γραπτές παρατηρήσεις της εταιρείας AJD Tuna: ICCAT Circular 1995/08.


35 – Η Τυνησία είχε αλιεύσει το 107,20 % της ποσοστώσεώς της και η Λιβύη το 105,58 %.


36 – Βλ. Report for biennal period, 2008-09, Part II (2009) – Vol. 2, που δημοσιεύεται στο Διαδίκτυο, στη διεύθυνση www.iccat.int/Documents/BienRep/REP_EN_08-09_II_2.pdf.


37 – Όπ.π. (σ. 119).


38 – Όπ.π. (σ. 120).


39 – Όπ.π. (σ. 119). Προστίθεται ότι τα δυνητικά αλιεύματα προσδιορίζονται βάσει της ικανότητας των αλιευτικών. Η θεωρία υπογραμμίζει ότι λόγω της πλεονάζουσας ικανότητας των αλιευτικών (σε σύγκριση με τις παραχωρούμενες ποσοστώσεις), η υπεραλίευση συνιστά το μεγαλύτερο πρόβλημα της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Βλ., με ανάλογη επιχειρηματολογία, Berg, A., Implementing and Enforcing European Fisheries Law: The Implementation and the Enforcement of the Common Fisheries Policy in the Netherlands and in the United Kingdom, Kluwer, Χάγη, 1999, σ. 38, Markus, T., όπ.π. (υποσημείωση 19), σ. 13. Βλ. Πράσινη Βίβλο με τίτλο «Μεταρρύθμιση της κοινής αλιευτικής πολιτικής» [COM(2009)163 τελικό], σ. 5, όπου επισημαίνεται ότι τα ευρωπαϊκά ιχθυαποθέματα έχουν υποστεί υπεραλίευση επί δεκαετίες και οι αλιευτικοί στόλοι παραμένουν πολύ μεγαλύτεροι από τους διαθέσιμους πόρους.


40 – Βλ. σημείο 68 των παρουσών προτάσεών μου.


41 – Βλ. άρθρο 2 του κανονισμού 2371/2002.


42 – Βλ. άρθρο 3, στοιχείο θ΄, του κανονισμού 2371/2002.


43 – Μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, άρθρο 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.


44 – Βλ., με ανάλογη επιχειρηματολογία, αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2000, C‑288/96, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-8237, σκέψη 82) και της 19ης Οκτωβρίου 2000, C-15/98 και C-105/99, Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-8855, σκέψη 65). Όσον αφορά τη θεωρία, βλ., για παράδειγμα, Schwarze, J. (επιμέλεια), EU-Kommentar, 2η έκδοση, Nomos, Baden-Baden, 2009, σ. 1919, σημεία 5 επ.


45 – Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2001, Ιταλία κατά Συμβουλίου (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 16, σκέψη 29).


46 – Βλ., με ανάλογη επιχειρηματολογία, ιδίως, αποφάσεις της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C‑56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I-723, σκέψη 86), της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 63), της 7ης Μαρτίου 2002, C-310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-2289, σκέψη 48), της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C‑5/01, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-11991, σκέψη 68), και της 5ης Μαρτίου 2009, Γαλλία κατά Συμβουλίου (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 49).


47 – Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2000, C‑168/98, Λουξεμβούργο κατά Επιτροπής και Συμβουλίου (Συλλογή 2000, σ. I-9131, σκέψη 62), της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C-361/01 P, Kik κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2003, σ. I‑8283, σκέψη 102) και Ισπανία κατά Επιτροπής (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 30, σκέψη 51).


48 – Προπαρατεθείς στην υποσημείωση 27.


49 – ΕΕ L 171 της 2.7.2005, σ. 24.


50 – ΕΕ L 247 της 23.9.2005, σ. 9.


51 – ΕΕ L 211 της 21.8.2003, σ. 14.


52 – Βλ., με ανάλογη επιχειρηματολογία, αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1987, 265/85, Van den Bergh en Jurgens κατά Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 1155, σκέψη 44), της 15ης Ιουλίου 2004, C-37/02 και C-38/02, Di Lenardo και Dilexport (Συλλογή 2004, σ. I-6911, σκέψη 70), της 10ης Μαρτίου 2005, C-342/03, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2005, σ. I-1975, σκέψη 47), και της 25ης Οκτωβρίου 2007, C-167/06 P, Κομνηνού κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I-141, σκέψη 63).


53 – Βλ. με ανάλογη επιχειρηματολογία, για παράδειγμα, απόφαση Κομνηνού κ.λπ., προαναφερθείσα στην υποσημείωση 52, σκέψη 63).


54 – Βλ. με ανάλογη επιχειρηματολογία, για παράδειγμα, αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 2005, C-506/03, Γερμανία κατά Επιτροπής (σκέψη 58) και της 22ας Ιουνίου 2006, C-182/03 και C‑217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-5479, σκέψη 147), και Κομνηνού κ.λπ. (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 52, σκέψη 63).


55 – Βλ. με ανάλογη επιχειρηματολογία, για παράδειγμα, αποφάσεις Van den Bergh en Jurgens κατά Επιτροπής (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 52, σκέψη 44), της 15ης Απριλίου 1997, C-22/94, Irish Farmers Association κ.λπ. κατά Minister for Agriculture, Food and Forestry, Ireland και Attorney General (Συλλογή 1997, σ. I‑1809, σκέψη 25) και Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 54, σκέψη 147).


56 – Βλ., με ανάλογη επιχειρηματολογία, αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 2009, C-33/08, Agrana Zucker (Συλλογή 2009, σκέψη 31), της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑310/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. I-7285, σκέψη 97), Jippes κ.λπ. (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 30, σκέψη 81), αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-133/93, C-300/93, C-362/93, Crispoltoni κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I-4863, σκέψη 41), και της 13ης Νοεμβρίου 1990, C‑331/88, Fedesa κ.λπ. (Συλλογή 1990, σ. I-4023, σκέψη 13).


57 – Σχετικά με το εν λόγω κριτήριο τριών επιπέδων για την εκτίμηση της αρχής της αναλογικότητας, βλ., για παράδειγμα, προτάσεις μου της 21ης Ιανουαρίου 2010 στην υπόθεση C-365/08, Agrana Zucker (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σημείο 60). Σχετικά με την τριεπίπεδη διάρθρωση της αρχής της αναλογικότητας, βλ. από τη θεωρία, για παράδειγμα, Simon, D., Le contrôle de proportionnalité exercé par la Cour de Justice des Communautés Européennes, Petites affiches, τεύχος 46/2009, σ. 17, σημεία 20 επ., de Búrca, G., The Principle of Proportionality and its Application in EC Law, Yearbook of European Law, τόμος 13 (1993), σ. 113, Van Gerven, W., The Effect of Proportionality on the Actions of Member States of the European Community: National Viewpoints from Continental Europe, v Ellis, E., The Principle of Proportionality in the Laws of Europe, Οξφόρδη και Portland, 1999, σ. 37.


58 – Βλ., για παράδειγμα, προαναφερθείσες στην υποσημείωση 30 αποφάσεις Jippes κ.λπ. (σκέψη 80), Ισπανία κατά Επιτροπής (σκέψη 23) και Unitymark και North Sea Fishermen’s Organisation (σκέψη 55).


59 – Βλ., για παράδειγμα, προαναφερθείσες στην υποσημείωση 56 αποφάσεις Fedesa κ.λπ. (σκέψη 14), Crispoltoni κ.λπ. (σκέψη 42), Jippes κ.λπ. (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 30, σκέψη 82), και της 10ης Ιανουαρίου 2006, C-344/04, IATA και ELFAA (Συλλογή 2006, σ. I-403, σκέψη 80).


60 – Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Azienda Agricola Disarò Antonio κ.λπ. (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 29, σημείο 61).


61 – Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Agrana Zucker (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 57, σημείο 64).


62 – Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston της 14ης Ιουνίου 2007 στις υποθέσεις C-5/06 και C-23/06 έως C-36/06, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ. (απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Συλλογή 2008, σ. I-3231, σημείο 65).


63 – Επισημαίνω επίσης ότι και το Δικαστήριο, με την απόφαση Vodafone κ.λπ. (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψεις 51 και 71), εξετάζοντας την εγκυρότητα κοινοτικού κανονισμού παρά την ευρεία διακριτική εξουσία του κοινοτικού νομοθέτη, ακολούθησε τη μέθοδο εξετάσεως της επικουρικότητας από τρεις απόψεις, αναλύοντας την προσφορότητα του μέτρου (σκέψεις 55 έως 60), την αναγκαιότητά του (σκέψεις 61 έως 68) και την υπό στενή έννοια αναλογικότητά του (σκέψη 69).


64 – Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Azienda Agricola Disarò Antonio κ.λπ. (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 29, σημείο 63) και Agrana Zucker (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 57, σημείο 66).


65 – Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Azienda Agricola Disarò Antonio κ.λπ. (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 29, σημείο 63) και Agrana Zucker (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 57, σημείο 66).


66 – Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Azienda Agricola Disarò Antonio κ.λπ. (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 29, σημείο 64) και Agrana Zucker (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 57, σημείο 70).


67 – Βλ., με ανάλογη επιχειρηματολογία, αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2007, C-338/04, C-359/04 και C-360/04, Placanica κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I-1891, σκέψεις 53 και 58), της 17ης Ιουλίου 2008, C-500/06, Corporación Dermoestética (Συλλογή 2008, σ. I-5785, σκέψεις 39 και 40), και της 10ης Μαρτίου 2009, C-169/07, Hartlauer (Συλλογή 2009, σ. I-1721, σκέψη 55), οι οποίες αφορούν τη διαπίστωση της αναλογικότητας εθνικών ρυθμίσεων, μπορούν όμως να εφαρμοστούν αναλογικώς και στην εκτίμηση της αναλογικότητας κοινοτικών μέτρων. Βλ., για παράδειγμα, και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 6ης Μαΐου 2010 στην υπόθεση C-499/08, Andersen (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σημείο 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


68 – Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Azienda Agricola Disarò Antonio κ.λπ. (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 29, σημείο 37).


69 – Πρόκειται, ασφαλώς, για νομολογία που αφορά προσφυγή λόγω ακυρώσεως, εντούτοις είναι δυνατόν να μεταφερθεί αναλογικώς στο πλαίσιο της αναλύσεως προδικαστικού ερωτήματος αφορώντος το κύρος κοινοτικής πράξεως. Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C‑29/99, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2002, σ. I-11221, σκέψεις 45 και 46), της 21ης Ιανουαρίου 2003, C-378/00, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Συλλογή 2003, σ. I-937, σκέψη 30), και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-239/01, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-10333, σκέψη 33).


70 – Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 31ης Μαρτίου 1998, C-68/94 και C-30/95, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-1375, σκέψη 257), και προαναφερθείσες στην υποσημείωση 69 αποφάσεις Επιτροπή κατά Συμβουλίου (σκέψη 46) και Γερμανία κατά Επιτροπής (σκέψη 34).


71 – Μεταξύ των υπολοίπων κρατών μελών χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Πορτογαλίας, στην οποία παραχωρήθηκε, βάσει του κανονισμού 446/2008, ποσόστωση 518,96 τόνων, ενώ στα υπόλοιπα κράτη μέλη που αναφέρονται στον κανονισμό 530/2008 χορηγήθηκε συνολικά ποσόστωση 60 τόνων μόνο.


72 – Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 1995, C‑44/94, Fishermen’s Organisations κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I-3115, σκέψη 46), της 30ής Μαρτίου 2006, C‑87/03 και C-100/03, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. I-2915, σκέψη 48), της 19ης Απριλίου 2007, C-134/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I-54, σκέψη 28), και της 8ης Νοεμβρίου 2007, C-141/05, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I-9485, σκέψη 40).


73 – Η Επιτροπή υποστήριξε κατά την προφορική συζήτηση ότι για την παρουσία ερυθρού τόνου απαιτείται μια συγκεκριμένη θερμοκρασία της θάλασσας, δηλαδή μεταξύ 17 και 24ºC.


74 – Βλ. σημείο 35 του προσαρτήματος 6 των γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής.


75 – Βλ. Report for biennal period, 2008-09, Part II (2009) – Vol. 2, που δημοσιεύεται στο Διαδίκτυο, στη διεύθυνση www.iccat.int/Documents/BienRep/REP_EN_08-09_II_2.pdf, σ. 125 και 126 (BFT-Table 1. Estimated catches (t) of northern bluefin tuna (Thunnus thynnus) by major area, gear and flag).


76 – Η εκτίμηση για τα αλιεύματα της Γαλλίας ήταν, το 2008, 253 τόνοι για τη ζώνη του Ατλαντικού, αλλά 2 670 τόνοι για τη ζώνη της Μεσογείου, δηλαδή συνολικά 2 923 τόνοι (βλ. όπ.π.), με άλλα λόγια, το 59,72 % της ποσοστώσεως της Γαλλίας, η οποία για το 2008 ήταν, σύμφωνα με το παράρτημα του κανονισμού 446/2008, 4 894,19 τόνοι. Η εκτίμηση για τα αλιεύματα της Ιταλίας ήταν (για τη Μεσόγειο) 2 234 τόνοι (βλ. όπ.π.), ποσότητα που αντιπροσωπεύει το 53,67 % της ποσοστώσεως της Ιταλίας, η οποία για το 2008 ήταν, σύμφωνα με το παράρτημα του κανονισμού 446/2008, 4 162,71 τόνοι.


77 – Βλ. σημείο 32 των γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής.


78 – Η υπογράμμιση δική μου.


79 – Βλ. προσάρτημα 6 των γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής.


80 – Βλ. παράρτημα του κανονισμού 446/2008.


81 – Βλ. σημείο 31 των γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής.


82 – Όπως προκύπτει από το προσάρτημα 6 των γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής.


83 – Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1559/2007 απαγορεύει την αλιεία ερυθρού τόνου στον Ανατολικό Ατλαντικό και τη Μεσόγειο από μεγάλα πελαγικά παραγαδιάρικα σκάφη μήκους άνω των 24 μέτρων ή με γρι-γρι από 1ης Ιουνίου έως 31 Δεκεμβρίου.


84 – Αυτό αποδεικνύεται και από τα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 3271/2002. Βλ. μέτρα που μνημονεύονται στο σημείο 67 των παρουσών προτάσεων.


85 – Πρόκειται για πάγια νομολογία που αφορά προσφυγή λόγω ακυρώσεως, εντούτοις είναι δυνατόν να μεταφερθεί αναλογικώς στο πλαίσιο της αναλύσεως προδικαστικού ερωτήματος αφορώντος το κύρος κοινοτικής πράξεως. Βλ., για παράδειγμα, προαναφερθείσες στην υποσημείωση 69 αποφάσεις Επιτροπή κατά Συμβουλίου (σκέψεις 45 και 46), Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (σκέψη 30) και Γερμανία κατά Επιτροπής (σκέψη 33).


86 – Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 257) και προαναφερθείσες στην υποσημείωση 69 αποφάσεις Επιτροπή κατά Συμβουλίου (σκέψη 46) και Γερμανία κατά Επιτροπής (σκέψη 34).


87 – Βλ. σημεία 111 έως 114 των παρουσών προτάσεων.


88 – Όπως προκύπτει από το παράρτημα του κανονισμού 446/2008, στην Πορτογαλία παραχωρήθηκε ποσόστωση 518,96 τόνων, ενώ σε όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απαριθμούνται στον κανονισμό 530/2008) συνολική ποσόστωση 60 τόνων.


89 – Αποφάσεις της 15ης Μαΐου 1986, 222/84, Johnston (Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψεις 18 και 19), της 15ης Οκτωβρίου 1987, 222/86, Heylens κ.λπ. (Συλλογή 1987, σ. 4097, σκέψη 14), της 27ης Νοεμβρίου 2001, C-424/99, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Συλλογή 2001, σ. I-9285, σκέψη 45), της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2002, σ. I-6677, σκέψη 39), της 19ης Ιουνίου 2003, C-467/01, Eribrand (Συλλογή 2003, σ. I-6471, σκέψη 61), της 13ης Μαρτίου 2007, C-432/05, Unibet (Συλλογή 2007, σ. I-2271, σκέψη 37), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C-402/05 P και C-415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. I-6351, σκέψη 335).


90 – ΕΕ C 83 της 30.3.2010, σ. 389.


91 – Νυν, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, άρθρο 263, παράγραφοι 2 και 4, ΣΛΕΕ.


92 – Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 2003, C-3/00, Δανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-2643, σκέψη 46), και της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, (C-439/05 P και C-454/05 P, Land Oberösterreich και Αυστρία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-7141, σκέψη 36).


93 – Νυν, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, άρθρο 258 ΣΛΕΕ.


94 – Για παράδειγμα, η γενική εισαγγελέας Ε. Sharpston, με τις προτάσεις της της 15ης Μαΐου 2007 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-439/05 P και C-454/05 P, Land Oberösterreich και Αυστρία κατά Επιτροπής (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Συλλογή 2007, σ. I-7141, σκέψη 79), υποστήριξε ότι η εν λόγω αρχή εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, «σε περιπτώσεις όπου τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα ενός προσώπου μπορούν να θιγούν από διαδικασία κινηθείσα κατ’ αυτού από μια αρχή, στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να έχει τη δυνατότητα να απαντήσει στα στοιχεία που η αρχή προτείνει να ληφθούν υπόψη. Τέτοιες περιπτώσεις περιλαμβάνουν οι ποινικές δίκες κατά το εξεταστικό σύστημα και πολλές διοικητικές διαδικασίες –σε κοινοτικό πλαίσιο, παραδείγματος χάριν, έρευνες της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού ή του ντάμπινγκ ή διαδικασίες λόγω παραβάσεως κράτους μέλους κατά το άρθρο 226 ΕΚ».


95 – Νυν, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, άρθρο 288, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.


96 – Η διαδικασία διαφέρει αν το μέτρο λαμβάνεται κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως κράτους μέλους. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2371/2002, το κράτος μέλος κοινοποιεί την αίτηση ταυτόχρονα στην Επιτροπή, στα άλλα κράτη μέλη και στα οικεία περιφερειακά γνωμοδοτικά συμβούλια, τα οποία μπορούν να υποβάλλουν τα γραπτά σχόλιά τους στην Επιτροπή εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αιτήσεως.


97 – Για το κατά πόσον το άρθρο 7 του κανονισμού 2371/2002 παραβιάζει την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, βλ. σημεία 153 επ. των παρουσών προτάσεων.


98 – Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2001, C-315/99 P, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 2001, σ. I-5281, σκέψη 28), της 2ας Δεκεμβρίου 2009, C-89/08 P, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 50), και της 17ης Δεκεμβρίου 2009, C-197/09, M κατά ΕΜΕΑ (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 41).


99 – Βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann (Συλλογή 1963, σ. 199), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «πρόσωπα άλλα από τους αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυρισθούν ότι η απόφαση τα αφορά ατομικά, παρά μόνον αν η απόφαση αυτή τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη».


100 – Ανάλογη επιχειρηματολογία έχει ακολουθήσει σε σχέση με Ιταλούς ιδιοκτήτες σκαφών γρι-γρι και το Πρωτοδικείο με την προαναφερθείσα στην υποσημείωση 6 διάταξη της 30ής Νοεμβρίου 2009, Veromar di Tudisco Alfio & Salvatore κ.λπ. κατά Επιτροπής, με την οποία κρίθηκε απαράδεκτη προσφυγή των εν λόγω ιδιοκτητών σκαφών κατά του κανονισμού 530/2008, διότι ο κανονισμός δεν τους έθιγε ατομικά. Με την επιχειρηματολογία του (σκέψη 45), το Πρωτοδικείο υπογράμμισε ότι ο κανονισμός 530/2008 συνιστά πράξη γενικής ισχύος.


101 – Νυν, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, άρθρο 263, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ. Επισημαίνω ότι με το άρθρο 263, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ τροποποιήθηκαν εν μέρει οι προϋποθέσεις ενεργητικής νομιμοποιήσεως και ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορούν να ασκήσουν προσφυγή, εκτός από τις πράξεις των οποίων είναι αποδέκτες ή που τα αφορούν άμεσα και ατομικά, και κατά των κανονιστικών πράξεων που τα αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα. Για το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των ιδιωτών στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (πριν την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας) βλ., για παράδειγμα, Markus, T., όπ.π. (υποσημείωση 19), σ. 251 επ.


102 – Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1999, C-104/97 P, Atlanta κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Συλλογή 1999, σ. I-6983, σκέψη 35).

Top