This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62008TJ0069
Judgment of the General Court (Eighth Chamber) of 9 December 2010.#Republic of Poland v European Commission.#Approximation of laws - Directive 2001/18/EC - National provisions derogating from a harmonisation measure - Commission decision rejecting those provisions - Not notified within the six-month period laid down in the first subparagraph of Article 95(6) EC.#Case T-69/08.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 9ης Δεκεμβρίου 2010.
Δημοκρατία της Πολωνίας κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Προσέγγιση των νομοθεσιών - Οδηγία 2001/18/ΕΚ - Εθνικές διατάξεις παρεκκλίνουσες από μέτρο εναρμονίσεως - Απορριπτική απόφαση της Επιτροπής - Παράλειψη κοινοποιήσεως εντός της εξάμηνης προθεσμίας του άρθρου 95, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, ΕΚ.
Υπόθεση T-69/08.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 9ης Δεκεμβρίου 2010.
Δημοκρατία της Πολωνίας κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Προσέγγιση των νομοθεσιών - Οδηγία 2001/18/ΕΚ - Εθνικές διατάξεις παρεκκλίνουσες από μέτρο εναρμονίσεως - Απορριπτική απόφαση της Επιτροπής - Παράλειψη κοινοποιήσεως εντός της εξάμηνης προθεσμίας του άρθρου 95, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, ΕΚ.
Υπόθεση T-69/08.
Συλλογή της Νομολογίας 2010 II-05629
ECLI identifier: ECLI:EU:T:2010:504
Υπόθεση T-69/08
Δημοκρατία της Πολωνίας
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής
«Προσέγγιση των νομοθεσιών – Οδηγία 2001/18/ΕΚ – Εθνικές διατάξεις παρεκκλίνουσες από μέτρο εναρμονίσεως – Απορριπτική απόφαση της Επιτροπής – Παράλειψη κοινοποιήσεως εντός της εξάμηνης προθεσμίας του άρθρου 95, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, ΕΚ»
Περίληψη της αποφάσεως
Προσέγγιση των νομοθεσιών – Μέτρα για την υλοποίηση της ενιαίας αγοράς – Θέσπιση νέων εθνικών διατάξεων που παρεκκλίνουν από τα μέτρα αυτά – Διαδικασία εγκρίσεως ή απορρίψεως από την Επιτροπή – Προθεσμίες
(Άρθρο 95 § 6, εδ. 1 και 2, ΕΚ)
Όταν πρόκειται για απόφαση της Επιτροπής με αντικείμενο την παρεμπόδιση της θεσπίσεως των εθνικών διατάξεων που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή από ορισμένο κράτος μέλος, η παραγωγή των αποτελεσμάτων της, η οποία αναγκαίως πρέπει να συμπίπτει με τη διακοπή της εξάμηνης προθεσμίας του άρθρου 95, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, δεν μπορεί να είναι προγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία δύναται να αντιταχθεί στο εν λόγω κράτος μέλος, ήτοι της ημερομηνίας κοινοποιήσεώς της.
Το άρθρο 95, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, το οποίο αφορά την περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή δεν αποφασίζει εντός της εξάμηνης προθεσμίας που προβλέπει το πρώτο εδάφιο της διατάξεως αυτής, δεν μπορεί, συνεπώς, να έχει την έννοια ότι απλώς και μόνον η έκδοση της αποφάσεως, ανεξαρτήτως της κοινοποιήσεώς της, διακόπτει την ανωτέρω προθεσμία. Συγκεκριμένα, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη δεν μπορούν να γνωρίζουν την εσωτερική διαδικασία της Επιτροπής για την έκδοση αποφάσεων. Ως εκ τούτου, αν βάση για τον υπολογισμό του χρονικού σημείου διακοπής της διαδρομής της προθεσμίας αποτελούσε η έκδοση της αποφάσεως και όχι η κοινοποίησή της στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, η προθεσμία αυτή θα επιμηκυνόταν έναντι του εν λόγω κράτους μέλους.
(βλ. σκέψεις 68-69)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)
της 9ης Δεκεμβρίου 2010 (*)
«Προσέγγιση των νομοθεσιών – Οδηγία 2001/18/ΕΚ – Εθνικές διατάξεις παρεκκλίνουσες από μέτρο εναρμονίσεως – Απορριπτική απόφαση της Επιτροπής – Παράλειψη κοινοποιήσεως εντός της εξάμηνης προθεσμίας του άρθρου 95, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, ΕΚ»
Στην υπόθεση T‑69/08,
Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον M. Dowgielewicz, στη συνέχεια, από τους Dowgielewicz, B. Majczyna και M. Jarosz, και, τέλος, από τον M. Szpunar,
προσφεύγουσα,
υποστηριζόμενη από:
την Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek,
την Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις Α. Σαμώνη-Ράντου και M. Τασσοπούλου,
και
τη Δημοκρατία της Αυστρίας, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον E. Riedl, στη συνέχεια, από τον E. Riedl και τη C. Pesendorfer, και, τέλος, από τους Riedl, Pesendorfer, G. Hesse και M. Fruhmann,
παρεμβαίνουσες,
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τη Μ. Πατακιά, τον C. Zadra και την K. Herrmann,
καθής,
με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως 2008/62/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με τα άρθρα 111 και 172 του νομοσχεδίου της Πολωνίας περί γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών, που κοινοποιήθηκαν από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφος 5, ΕΚ, ως παρεκκλίσεις από τις διατάξεις της οδηγίας 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη σκόπιμη ελευθέρωση στο περιβάλλον γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών (ΕΕ 2008, L 16, σ. 17),
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),
συγκείμενο από τους E. Martins Ribeiro (εισηγήτρια), πρόεδρο, Σ. Παπασάββα και A. Dittrich, δικαστές,
γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2009,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
Το νομικό πλαίσιο
1 Το άρθρο 100 Α της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95 ΕΚ) όριζε στην παράγραφο 4 τα εξής:
«Όταν, αφού το Συμβούλιο εγκρίνει με ειδική πλειοψηφία ένα μέτρο εναρμόνισης, ένα κράτος μέλος θεωρεί αναγκαίο να εφαρμόσει εθνικές διατάξεις που δικαιολογούνται από σοβαρές ανάγκες που αναφέρονται στο άρθρο 36 [της Συνθήκης ΕΚ, νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 30 ΕΚ] ή σχετικές με την προστασία του χώρου της εργασίας ή του περιβάλλοντος, τις κοινοποιεί στην Επιτροπή.
Η Επιτροπή επιβεβαιώνει τις διατάξεις αυτές αφού εξακριβώσει ότι δεν αποτελούν μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.
Κατά παρέκκλιση από τη διαδικασία των άρθρων 169 και 170 [της Συνθήκης ΕΚ, νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 226 ΕΚ και 227 ΕΚ], η Επιτροπή ή κάθε κράτος μέλος δύναται να προσφύγει απευθείας στο Δικαστήριο, αν κρίνει ότι άλλο κράτος μέλος ασκεί καταχρηστικώς τις εξουσίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.»
2 Η Συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 1999, τροποποίησε ουσιωδώς το άρθρο 100 Α της Συνθήκης ΕΚ. Το άρθρο 95 ΕΚ προβλέπει τα εξής:
«1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 94 [ΕΚ] και εκτός αν ορίζει άλλως η παρούσα συνθήκη, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις για την πραγματοποίηση των στόχων του άρθρου 14 [ΕΚ]. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 251 [ΕΚ] και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, εκδίδει τα μέτρα σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις φορολογικές διατάξεις, στις διατάξεις για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και στις διατάξεις για τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των μισθωτών.
3. Η Επιτροπή, στις προτάσεις της που προβλέπονται στην παράγραφο 1, σχετικά με την υγεία, την ασφάλεια, την προστασία του περιβάλλοντος και την προστασία των καταναλωτών, λαμβάνει ως βάση ένα υψηλό επίπεδο προστασίας, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη όσες νέες εξελίξεις βασίζονται σε επιστημονικά δεδομένα. Στα πλαίσια των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο επιδιώκουν επίσης την επίτευξη αυτού του στόχου.
4. Όταν, αφού το Συμβούλιο ή η Επιτροπή θεσπίσουν ένα μέτρο εναρμόνισης, ένα κράτος μέλος θεωρεί αναγκαίο να διατηρήσει εθνικές διατάξεις που δικαιολογούνται από τις επιτακτικές ανάγκες που προβλέπονται στο άρθρο 30 [ΕΚ] ή διατάξεις σχετικές με την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας, τις κοινοποιεί στην Επιτροπή, καθώς και τους λόγους διατήρησής τους.
5. Επίσης, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 4, εάν, μετά την εκ μέρους του Συμβουλίου ή της Επιτροπής θέσπιση μέτρου εναρμόνισης, ένα κράτος μέλος θεωρεί αναγκαία τη θέσπιση εθνικών διατάξεων επί τη βάσει νέων επιστημονικών στοιχείων σχετικών με την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας, για λόγους οι οποίοι συντρέχουν μόνον στην περίπτωσή του και οι οποίοι έχουν ανακύψει μετά την θέσπιση του μέτρου εναρμόνισης, κοινοποιεί στην Επιτροπή τις μελετώμενες διατάξεις και τους λόγους που υπαγορεύουν τη θέσπισή τους.
6. Η Επιτροπή, εντός έξι μηνών από τις κοινοποιήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5, εγκρίνει ή απορρίπτει τις εν λόγω εθνικές διατάξεις, αφού εξακριβώσει εάν αποτελούν ή όχι μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, και εάν συνιστούν ή όχι εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
Εάν η Επιτροπή δεν αποφασίσει εντός αυτής της περιόδου, οι εθνικές διατάξεις, περί των οποίων οι παράγραφοι 4 και 5, λογίζονται ότι έχουν εγκριθεί.
Εάν η πολυπλοκότητα του αντικειμένου το δικαιολογεί, και δεν υπάρχει κίνδυνος για την υγεία του ανθρώπου, η Επιτροπή μπορεί να κοινοποιήσει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος ότι η περίοδος η αναφερόμενη στην παρούσα παράγραφο μπορεί να παραταθεί μέχρι ένα εξάμηνο.»
3 Το άρθρο 254 ΕΚ ορίζει τα εξής:
«1. Οι κανονισμοί, οι οδηγίες και οι αποφάσεις που εκδίδονται με τη διαδικασία του άρθρου 251 [ΕΚ], υπογράφονται από τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και από τον πρόεδρο του Συμβουλίου, και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αρχίζουν να ισχύουν από την ημερομηνία που ορίζουν ή, άλλως, την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή τους.
2. Οι κανονισμοί του Συμβουλίου και της Επιτροπής, καθώς και οι οδηγίες αυτών των οργάνων που απευθύνονται σε όλα τα κράτη μέλη, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αρχίζουν να ισχύουν από την ημερομηνία που ορίζουν ή, άλλως, την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή τους.
3. Οι άλλες οδηγίες καθώς και οι αποφάσεις, κοινοποιούνται στους αποδέκτες τους και αποκτούν ενέργεια με την κοινοποίησή τους.»
Το ιστορικό της διαφοράς
4 Η οδηγία 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και την κατάργηση της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 106, σ. 1), εκδόθηκε βάσει του άρθρου 95 ΕΚ. Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, σκοπός της είναι η προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών και η προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, αφενός, κατά τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών (στο εξής: ΓΤΟ) στο περιβάλλον για σκοπούς διαφορετικούς από τη διάθεσή τους στην αγορά εντός της Κοινότητας και, αφετέρου, κατά τη διάθεση ΓΤΟ στην αγορά ως προϊόντων ή εντός προϊόντων εντός της Κοινότητας.
5 Με έγγραφο της 13ης Απριλίου 2007, η Δημοκρατία της Πολωνίας κοινοποίησε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφος 5, ΕΚ, τα άρθρα 111 και 172 του πολωνικού νομοσχεδίου (στο εξής: νομοσχέδιο) περί ΓΤΟ, ως παρεκκλίσεις από τις διατάξεις της οδηγίας 2001/18.
6 Οι παρεκκλίσεις του εν λόγω νομοσχεδίου ήταν οι ακόλουθες:
– η υποχρέωση που επιβάλλεται στον αιτούντα άδεια σκόπιμης ελευθερώσεως στο περιβάλλον ΓΤΟ να προσκομίσει γραπτές δηλώσεις από τους ιδιοκτήτες των παρακείμενων προς την περιοχή της σκόπιμης ελευθερώσεως εκμεταλλεύσεων ότι δεν αντιτίθενται σε αυτήν και βεβαίωση του προέδρου της κοινότητας ή του δημάρχου της πόλης ότι στο τοπικό χωροταξικό πρόγραμμα έχει προβλεφθεί το ενδεχόμενο σκόπιμης ελευθερώσεως, αφού συνεκτιμήθηκαν οι ανάγκες προστασίας του τοπικού περιβάλλοντος, της φύσης και του πολιτιστικού τοπίου της συγκεκριμένης περιοχής (άρθρο 111, παράγραφος 2, σημεία 5 και 6, του νομοσχεδίου)·
– η απαγόρευση της καλλιέργειας γενετικώς τροποποιημένων φυτών στο εθνικό έδαφος, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας καλλιέργειας των φυτών αυτών σε ειδικώς καθορισθείσες από τον Υπουργό Γεωργίας ζώνες (άρθρο 172 του νομοσχεδίου).
7 Με έγγραφο της 9ης Ιουλίου 2007, το οποίο απέστειλε στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η γενική γραμματεία της Επιτροπής γνωστοποίησε τη λήψη της εκ μέρους της Δημοκρατίας της Πολωνίας κοινοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφος 5, ΕΚ. Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι θα εξέταζε την κοινοποίηση αυτή εντός εξαμήνου από τις 17 Απριλίου 2007, ήτοι από την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την εκ μέρους της Επιτροπής λήψη της αιτήσεως, και ότι μπορούσε, βάσει του άρθρου 95, παράγραφος 6, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, να παρατείνει την προθεσμία αυτή κατά ένα εξάμηνο, εάν τούτο δικαιολογούνταν από την πολυπλοκότητα του αντικειμένου και δεν υπήρχε κίνδυνος για την υγεία του ανθρώπου.
8 Στις 26 Ιουλίου 2007, η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την εκ μέρους της Δημοκρατίας της Πολωνίας κοινοποίηση δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφος 5, ΕΚ (ΕΕ C 173, σ. 8).
9 Στις 12 Οκτωβρίου 2007, η Επιτροπή εξέδωσε, διά της επείγουσας έγγραφης διαδικασίας E/2254/2007, την απόφαση C(2007) 4697, με την οποία απορρίπτει, δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ, τις παρεκκλίσεις από τις διατάξεις της οδηγίας 2001/18 που τις κοινοποίησε η Δημοκρατία της Πολωνίας (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).
10 Η προσβαλλόμενη απόφαση ορίζει στο άρθρο 1 ότι «[τ]ο άρθρο 111, παράγραφος 2, σημεία 5 και 6, και το άρθρο 172 του νομοσχεδίου […] που κοινοποίησε η Πολωνία δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφος 5, […] ΕΚ απορρίπτονται».
11 Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 12ης Νοεμβρίου 2007, η Επιτροπή διαβίβασε στη Δημοκρατία της Πολωνίας αντίγραφο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα είχε ως εξής:
«Αξιότιμη [κυρία], συνημμένη η απόφαση της Επιτροπής που αφορά την πολωνική κοινοποίηση, η οποία εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε στη Δημοκρατία της Πολωνίας στις 12 Οκτωβρίου 2007 […]».
12 Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 30ής Νοεμβρίου 2007, η Δημοκρατία της Πολωνίας απάντησε στην Επιτροπή ως εξής:
«Αξιότιμε [κύριε],
Όσον αφορά τις τελευταίες επαφές μας (και το κατωτέρω ηλεκτρονικό μήνυμά σας), παρακαλείσθε να μας διευκρινίσετε αν η Επιτροπή απάντησε νομοτύπως στην πολωνική αρχή σχετικά με την πολωνική κοινοποίηση με αντικείμενο το νομοσχέδιο περί ΓΤΟ. Τα συνημμένα στο τελευταίο ηλεκτρονικό μήνυμά σας έγγραφα μπορούν να εκληφθούν μόνον ως σχέδιο αποφάσεως της Επιτροπής (της 11ης Οκτωβρίου 2007), που αποτέλεσε αντικείμενο της έγγραφης διαδικασίας της Επιτροπής την επόμενη ημέρα.
Ελπίζουμε ότι αντιλαμβάνεστε, όπως εμείς, ότι η εκ μέρους της Επιτροπής παράλειψη νομότυπης απαντήσεως επιφέρει ορισμένες έννομες συνέπειες στην περαιτέρω διαδικασία, βάσει της Συνθήκης.
Σας ευχαριστούμε για την απάντησή σας και για τη διευκρίνιση του εν λόγω ζητήματος.»
13 Στις 4 Δεκεμβρίου 2007, η Επιτροπή κοινοποίησε, δυνάμει του άρθρου 254 ΕΚ, την προσβαλλόμενη απόφαση στη Δημοκρατία της Πολωνίας.
14 Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 5ης Δεκεμβρίου 2007, η Δημοκρατία της Πολωνίας ζήτησε από την Επιτροπή να επιβεβαιώσει αν η προσβαλλόμενη απόφαση είχε όντως εκδοθεί και κοινοποιηθεί στη Δημοκρατία της Πολωνίας. Η Επιτροπή απάντησε, με ηλεκτρονικό μήνυμα της ίδιας ημερομηνίας, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε όντως κοινοποιηθεί την προηγουμένη.
15 Με έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 2007, το οποίο απέστειλε στον αναπληρωτή μόνιμο αντιπρόσωπο της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επισήμανε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Όσον αφορά το νομοσχέδιο περί γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών που ελήφθη στις 13 Απριλίου 2007, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 12 Οκτωβρίου 2007, απορριπτική απόφαση λόγω μη προσκομίσεως νέων επιστημονικών στοιχείων, βάσει του άρθρου 95, παράγραφος 5, ΕΚ.
Λόγω τεχνικού σφάλματος, η Πολωνία δεν ενημερώθηκε σχετικώς κατά την ημερομηνία εκδόσεως της ανωτέρω αποφάσεως. Αφού διαπιστώθηκε ότι η απόφαση δεν είχε περιέλθει στον αποδέκτη της, η Επιτροπή διαβίβασε την απόφασή της στην Πολωνία στις 4 Δεκεμβρίου 2007 […]
Παρά την καθυστερημένη ενημέρωση, η Επιτροπή καλεί την Πολωνία να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο της αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε εντός της εξάμηνης προθεσμίας του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ, και να απέχει από τη λήψη οποιουδήποτε νομοθετικού μέτρου που να παρεκκλίνει από τις διατάξεις της οδηγίας 2001/18. Ας μας επιτραπεί να σας υπενθυμίσουμε, επίσης, ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να προβάλλουν τυπικούς λόγους για να δικαιολογούν περιορισμούς σε ορισμένους ουσιώδεις τομείς του κοινοτικού δικαίου ή για να εμποδίζουν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς».
16 Η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 19 Ιανουαρίου 2008 (ΕΕ L 16, σ. 17).
17 Κατά την περίοδο μεταξύ 12ης Οκτωβρίου και 4ης Δεκεμβρίου 2007, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν ψήφισε το νομοσχέδιο.
Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων
18 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 12 Φεβρουαρίου 2008, η Δημοκρατία της Πολωνίας άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.
19 Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14 Μαΐου, στις 23 Μαΐου, στις 26 Μαΐου και στις 30 Μαΐου 2008 αντιστοίχως, το Βασίλειο της Δανίας, η Τσεχική Δημοκρατία, η Ελληνική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Αυστρίας ζήτησαν να παρέμβουν προς υποστήριξη των αιτημάτων της Δημοκρατίας της Πολωνίας.
20 Με διάταξη της 4ης Ιουλίου 2008, ο πρόεδρος του ογδόου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε τις παρεμβάσεις που εκτίθενται ανωτέρω στη σκέψη 19.
21 Στις 20 Αυγούστου και στις 17 Σεπτεμβρίου 2008, η Τσεχική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Αυστρίας κατέθεσαν αντιστοίχως υπομνήματα παρεμβάσεως. Οι κύριοι διάδικοι κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί των εν λόγω υπομνημάτων. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως.
22 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Μαρτίου 2009, το Βασίλειο της Δανίας ζήτησε την ανάκληση της αιτήσεώς του παρεμβάσεως.
23 Με διάταξη της 20ής Απριλίου 2009, ο πρόεδρος του ογδόου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε το αίτημα αυτό.
24 Η Δημοκρατία της Πολωνίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
– να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
25 Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
– να απορρίψει την προσφυγή·
– να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Πολωνίας στα δικαστικά έξοδα.
26 Η Τσεχική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
– να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
27 Η Δημοκρατία της Αυστρίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
– να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
28 Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 64 του Κανονισμού του Διαδικασίας, έθεσε γραπτή ερώτηση στην Επιτροπή, στην οποία αυτή απάντησε εντός της ταχθείσας προθεσμίας.
29 Με έγγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 Αυγούστου, στις 18 Σεπτεμβρίου και στις 2 Οκτωβρίου 2009 αντιστοίχως, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Ελληνική Δημοκρατία και η Τσεχική Δημοκρατία ενημέρωσαν το Πρωτοδικείο ότι δεν θα εκπροσωπούνταν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.
30 Οι κύριοι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Οκτωβρίου 2009.
Σκεπτικό
31 Η Δημοκρατία της Πολωνίας προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της, αντλούμενους αντιστοίχως από παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 254, παράγραφος 3, ΕΚ, παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και προσβολή της αρχής της ασφάλειας δικαίου.
32 Πρέπει, καταρχάς, να εξετασθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.
Επιχειρήματα των διαδίκων
33 Η Δημοκρατία της Πολωνίας, υποστηριζόμενη από την Τσεχική Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Αυστρίας, προβάλλει παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 254, παράγραφος 3, ΕΚ.
34 Καταρχάς, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η προθεσμία του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ έχει επιτακτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι η άπρακτη παρέλευσή της έχει ως ουσιώδη ουσιαστική έννομη συνέπεια το ότι οι κοινοποιηθείσες εθνικές διατάξεις θεωρούνται ότι έχουν εγκριθεί.
35 Πρώτον, ο επιτακτικός χαρακτήρας της προθεσμίας αυτής αποτελεί έκφραση της βουλήσεως των κρατών μελών. Συγκεκριμένα, από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ, η δυνατότητα θεσπίσεως εθνικών διατάξεων που παρεκκλίνουν από μέτρα εναρμονίσεως τελεί υπό την προϋπόθεση της εγκρίσεως των διατάξεων αυτών από την Επιτροπή. Εντούτοις, η σιωπή της Επιτροπής θεωρείται ως έκφραση της σιωπηρής συναινέσεώς της για τη λήψη των εθνικών μέτρων.
36 Δεύτερον, ο επιτακτικός χαρακτήρας της προθεσμίας αυτής καθώς και η έγκριση των εθνικών διατάξεων μετά την άπρακτη παρέλευσή της επιβεβαιώθηκαν, επίσης, από το Δικαστήριο με την απόφασή του της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑439/05 P και C‑454/05 P, Land Oberösterreich και Αυστρία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑7141, σκέψεις 40 και 41). Καθόσον η Επιτροπή δεν κοινοποίησε στη Δημοκρατία της Πολωνίας την απόφαση εγκρίσεως ή απορρίψεως των εθνικών διατάξεων εντός της εξάμηνης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 95, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, και δεν την πληροφόρησε για ενδεχόμενη παράταση της προθεσμίας αυτής σύμφωνα με το άρθρο 95, παράγραφος 6, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, τα άρθρα 111 και 172 του νομοσχεδίου θεωρούνται, συνεπώς, ότι έχουν εγκριθεί από τις 14 Οκτωβρίου 2007.
37 Τρίτον, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι, μολονότι το άρθρο 95, παράγραφος 6, ΕΚ περιέχει ρητή αναφορά σε υποχρέωση κοινοποιήσεως των εθνικών διατάξεων, χωρίς να συμπεριλαμβάνει σ’ αυτή την απόφαση της Επιτροπής, το άρθρο 254, παράγραφος 3, ΕΚ θεσπίζει τέτοια υποχρέωση για όλες τις κοινοτικές αποφάσεις, αλλά όχι για τις εθνικές διατάξεις. Εξάλλου, ο κοινοτικός δικαστής έχει χρησιμοποιήσει τους όρους «έκδοση της αποφάσεως» με την ευρεία τους έννοια ώστε να περιλαμβάνουν τόσο την έκδοση όσο και την κοινοποίηση μιας αποφάσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 2002, C‑398/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑5643, σκέψη 34, και Land Oberösterreich και Αυστρία κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 37).
38 Επιπροσθέτως, η Δημοκρατία της Πολωνίας, υποστηριζόμενη από την Τσεχική Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Αυστρίας, διατείνεται ότι μόνον η ημερομηνία κοινοποιήσεως μιας αποφάσεως στους αποδέκτες της είναι καθοριστική για την έναρξη ισχύος της.
39 Κατά συνέπεια, πρώτον, μόνον η έκδοση μιας αποφάσεως δεν επάγεται έννομες συνέπειες για τους αποδέκτες της. Αντιθέτως, μια απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα, κατά την έννοια του άρθρου 254, παράγραφος 3, ΕΚ, μόνον από την κοινοποίησή της στους αποδέκτες της, δηλαδή από τότε που οι αποδέκτες της έχουν τη δυνατότητα να λάβουν γνώση του περιεχομένου της. Ακολούθως, η έκδοση στις 12 Οκτωβρίου 2007 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είχε καμία επίπτωση στην τήρηση της εξάμηνης προθεσμίας του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ.
40 Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στη Δημοκρατία της Πολωνίας στις 4 Δεκεμβρίου 2007, ήτοι μετά την παρέλευση της εξάμηνης προθεσμίας του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ. Η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν έλαβε γνώση της εκδόσεως, στις 12 Οκτωβρίου 2007, της προσβαλλομένης αποφάσεως ούτε του περιεχομένου της, η δε έκδοση της αποφάσεως αυτής συνιστά απλώς και μόνον εσωτερική πράξη της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορούσε να παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα και, συνεπώς, δεν μπορούσε να εμποδίσει τη θέσπιση εθνικών διατάξεων δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, μετά την παρέλευση της εξάμηνης προθεσμίας του πρώτου εδαφίου της διατάξεως αυτής.
41 Δεύτερον, η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2007, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 254 ΕΚ δυνάμει του οποίου οι αποφάσεις αποκτούν ενέργεια από την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους. A contrario, οι αποφάσεις δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα πριν από την κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους. Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφασή του της 25ης Ιανουαρίου 1979, 98/78, Racke (Συλλογή τόμος 1979/I, σ. 55, σκέψη 15), όπως διαμορφώθηκε στη συνέχεια με την απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 37 ανωτέρω.
42 Όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής παραπομπή στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1972, 48/69, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 99)· 52/69, Geigy κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 189), και της 29ης Μαΐου 1974, 185/73, König (Συλλογή τόμος 1974, σ. 313), η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι οι υποθέσεις αυτές αφορούσαν παρατυπία της κοινοποιήσεως ή της δημοσιεύσεως πράξεων του κοινοτικού δικαίου. Εντούτοις, καμία από τις υποθέσεις αυτές δεν αφορούσε παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ ή παρόμοιας διατάξεως θεσπίζουσας προθεσμία κοινοποιήσεως ή δημοσιεύσεως ορισμένης πράξεως και επαγομένης οποιαδήποτε «ουσιώδη ουσιαστική έννομη συνέπεια» με την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας. Βεβαίως, η προπαρατεθείσα απόφαση König, αφορούσε προθεσμία προβλεπόμενη από τη Συνθήκη. Εντούτοις, σε αντιδιαστολή προς εκείνη, η προθεσμία του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ είναι «ουσιαστική προθεσμία». Ως εκ τούτου, κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, η εκπρόθεσμη κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως επάγεται μια «ουσιώδη έννομη συνέπεια», ήτοι το ότι οι κοινοποιηθείσες εθνικές διατάξεις θεωρούνται ότι έχουν εγκριθεί.
43 Τρίτον, με την απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 37 ανωτέρω (σκέψη 31), η οποία αφορούσε απόφαση περί κρατικών ενισχύσεων, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η έκδοση της επίμαχης αποφάσεως δεν μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της προθεσμίας των δεκαπέντε εργασίμων ημερών που προέβλεπε το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), διότι από το άρθρο 254, παράγραφος 3, ΕΚ προκύπτει ότι οι αποφάσεις κοινοποιούνται στους αποδέκτες τους και παράγουν έννομα αποτελέσματα από την κοινοποίησή τους. Επιπροσθέτως, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η υποχρέωση κοινοποιήσεως απορρέει από τη γενική διάταξη του άρθρου 254, παράγραφος 3, ΕΚ και ότι η έναρξη ισχύος όλων των αποφάσεων εξαρτάται από την κοινοποίησή τους.
44 Τέταρτον, κατά το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί μόνον από την κοινοποίησή της, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις να μην μπορούν να αποκτήσουν ενέργεια πριν από την κοινοποίησή τους, διότι άλλως, σε περίπτωση μη κοινοποιήσεως ή εκπρόθεσμης κοινοποιήσεως αποφάσεως, θα καθίστατο αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητάς της (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα S. Alber στην απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 37 ανωτέρω, Συλλογή 2002, σ. I‑5646, σημείο 69). Σε μια τέτοια περίπτωση, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι θα βρισκόταν σε παράδοξη θέση, διότι θα δεσμευόταν από την προσβαλλόμενη απόφαση από τις 12 Οκτωβρίου 2007, χωρίς να μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής προ της κοινοποιήσεώς της από την Επιτροπή στις 4 Δεκεμβρίου 2007.
45 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα της Δημοκρατίας της Πολωνίας είναι αβάσιμα.
46 Καταρχάς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εκπλήρωσε την υποχρέωση που υπείχε από το άρθρο 95, παράγραφος 6, ΕΚ, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση εντός της προβλεπομένης προθεσμίας.
47 Πρώτον, όσον αφορά τη ratio legis του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το άρθρο 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΚ δεν προβλέπει προθεσμία εντός της οποίας οφείλει να εξετάσει τις κοινοποιηθείσες εκ μέρους ενός κράτους μέλους διατάξεις οι οποίες παρεκκλίνουν από διατάξεις κοινοτικών οδηγιών που αφορούν την εσωτερική αγορά. Η Επιτροπή έχει μόνον την υποχρέωση, η οποία απορρέει από το καθήκον αγαστής συνεργασίας κατά την έννοια του άρθρου 10 ΕΚ, να ενεργήσει με όλη την απαιτούμενη επιμέλεια το συντομότερο δυνατό. Το άρθρο 95, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, το οποίο θεσπίστηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, επιβάλλει ορισμένο τύπο όσον αφορά τη διαδικασία εξακριβώσεως. Στηριζόμενη στην απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουνίου 1999, C-319/97, Kortas (Συλλογή 1999, σ. I‑3143, σκέψεις 36 έως 38), η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή αφορά, εντούτοις, την περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει απόφαση της Επιτροπής και όχι τη μη κοινοποίηση αποφάσεώς της.
48 Δεύτερον, ανεξαρτήτως του εκπροθέσμου της κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή είχε απορρίψει τα άρθρα 111 και 172 του νομοσχεδίου και είχε εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στις 12 Οκτωβρίου 2007, ήτοι πριν από την παρέλευση της εξάμηνης προθεσμίας από την κοινοποίηση των επίμαχων εθνικών διατάξεων. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή είχε εκπληρώσει την υποχρέωση που υπείχε από το άρθρο 95, παράγραφος 6, ΕΚ. Ως εκ τούτου, η κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως μετά την παρέλευση της εξάμηνης προθεσμίας (καθόσον η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν προσέβαλε την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως στις 12 Οκτωβρίου 2007) δεν είχε ως αποτέλεσμα το νομικό πλάσμα που προβλέπει το άρθρο 95, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, το οποίο θα μπορούσε να ισχύσει μόνο στην περίπτωση αδράνειας της Επιτροπής. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, καθόσον η υποχρέωση κοινοποιήσεως των αποφάσεών της εντός εξαμήνου από την κοινοποίηση των εθνικών διατάξεων απορρέει σαφώς από το άρθρο 95, παράγραφος 6, ΕΚ και οι εθνικές διατάξεις θεωρούνται ότι έχουν εγκριθεί ελλείψει κοινοποιήσεως της αποφάσεώς της εντός της προθεσμίας αυτής, η επίκληση του άρθρου 254, παράγραφος 3, ΕΚ από τη Δημοκρατία της Πολωνίας ήταν, συνεπώς, περιττή. Κατά την Επιτροπή, η ενδεχόμενη σιωπηρή έγκριση της εθνικής ρυθμίσεως με την παρέλευση της εξάμηνης προθεσμίας από την κοινοποίησή της, ελλείψει κοινοποιήσεως της αποφάσεώς της εντός της προθεσμίας αυτής, θα έπρεπε να προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 95, παράγραφος 6, ΕΚ. Εξάλλου, με την απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 37 ανωτέρω (σκέψη 30), το Δικαστήριο έκρινε ότι πράξη των μελών της Επιτροπής στο πλαίσιο της επείγουσας έγγραφης διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 12 του εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής, η οποία επικυρώθηκε διά της υπογραφής του γενικού γραμματέα, απέκτησε κατά την ημερομηνία εκδόσεώς της τον χαρακτήρα αποφάσεως της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ. Το ίδιο ισχύει και στην παρούσα υπόθεση.
49 Τρίτον, κατά την Επιτροπή, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει προφανώς ότι η εκπρόθεσμη κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως της 12ης Οκτωβρίου 2007 είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση δεύτερης αποφάσεως, δηλαδή αντίθετης πράξεως, για την απόρριψη της φερόμενης εγκρίσεως των προτεινόμενων από το κοινοποιηθέν νομοσχέδιο παρεκκλίσεων. Η συλλογιστική αυτή είναι προδήλως εσφαλμένη και αντίθετη προς το περιεχόμενο του ιδίου του δικογράφου της προσφυγής, καθόσον η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν αμφισβήτησε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2007.
50 Τέταρτον, η ερμηνεία της Επιτροπής στηρίζεται στο γράμμα του πρώτου και του τρίτου εδαφίου του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ, τα οποία περιέχουν ακριβώς τον όρο «κοινοποίηση», αντιθέτως προς το δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής. Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή οφείλει μόνο να εκδώσει την απόφασή της εντός της ταχθείσας εξάμηνης προθεσμίας προκειμένου να εκπληρώσει την υποχρέωσή της εξακριβώσεως. Η ερμηνεία αυτή επικυρώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση Land Oberösterreich και Αυστρία κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω (σκέψεις 37 και 40). Η Δημοκρατία της Πολωνίας αναγνωρίζει, εξάλλου, ότι η απαίτηση κοινοποιήσεως της αποφάσεως εντός της εξάμηνης προθεσμίας περιορίζει κατ’ ουσίαν τον διαθέσιμο χρόνο για την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής, εις βάρος της διαδικασίας εξακριβώσεως και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της εν λόγω αποφάσεως. Η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται, επίσης, δεδομένου του σκοπού του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ, ο οποίος συνίσταται στον καθορισμό ενός χρονικού πλαισίου εντός του οποίου οφείλει να αποφασίζει η Επιτροπή επί των εθνικών διατάξεων που της κοινοποιούνται ως παρεκκλίσεις από μέτρα εναρμονίσεως της εσωτερικής αγοράς.
51 Επιπροσθέτως, η Συνθήκη ΕΚ ορίζει ότι, μολονότι η κοινοποίηση αποφάσεως της Επιτροπής έχει σημασία για την έναρξη ισχύος της έναντι των αποδεκτών της καθώς και για τον καθορισμό της ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, ουδόλως επηρεάζει την εγκυρότητα της εν λόγω αποφάσεως.
52 Πρώτον, με την απόφαση Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω (σκέψη 39), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι πλημμέλειες κατά τη διαδικασία κοινοποιήσεως αποφάσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 254, παράγραφος 3, ΕΚ, είναι εξωτερικές σε σχέση με την πράξη αυτή και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να την καταστήσουν άκυρη. Εν προκειμένω, η εκπρόθεσμη κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, λόγω τεχνικού σφάλματος, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοια πλημμέλεια. Εξάλλου, με την απόφαση Geigy κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω (σκέψη 18), το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της κοινοποιήσεως υπό το πρίσμα της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής του άρθρου 230 ΕΚ. Αφού διαπίστωσε ότι η πλημμελής κοινοποίηση δεν εμπόδισε την προσφεύγουσα να ασκήσει προσφυγή, έκρινε ότι ήταν απαράδεκτος ο λόγος ακυρώσεως που αντλούνταν από παράβαση του άρθρου 254, παράγραφος 3, ΕΚ, ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Επιπροσθέτως, με την απόφαση König, σκέψη 42 ανωτέρω (σκέψεις 6 έως 8), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εκπρόθεσμη δημοσίευση κανονισμού δεν επηρεάζει το κύρος του, αλλά απλώς την ημερομηνία από την οποία μπορεί να εφαρμοστεί η πράξη αυτή και να παράγει έννομα αποτελέσματα. Τέλος, με την απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1999, C-149/96, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1999, σ. I‑8395, σκέψη 54), το Δικαστήριο έκρινε, επίσης, ότι η εκπρόθεσμη δημοσίευση αποφάσεως του Συμβουλίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επηρεάζει το κύρος της πράξεως αυτής.
53 Δεύτερον, με την παραπομπή της προσφεύγουσας στην απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 37 ανωτέρω, δεν λαμβάνεται υπόψη το συγκεκριμένο περιεχόμενο και τα έννομα αποτελέσματα της διαδικασίας του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ. Ειδικότερα, κατά την Επιτροπή, το άρθρο 95, παράγραφος 6, ΕΚ αφορά πρόδηλη παρέκκλιση από τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς που θεσπίζει σχέδιο νόμου ενός κράτους μέλους, αλλά η οποία μπορεί να γίνει δεκτή υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Πάντως, η μη κοινοποίηση εντός της εξάμηνης προθεσμίας αποφάσεως εκδοθείσας βάσει της επίμαχης διατάξεως δεν μπορεί να καθιστά μη νόμιμη την απόφαση αυτή, διότι άλλως στερεί την Επιτροπή από κάθε δυνατότητα μεταγενέστερου δικαστικού ελέγχου των παρεκκλινουσών εθνικών διατάξεων, γεγονός το οποίο ασφαλώς δεν συνάδει με τις προθέσεις των συντακτών της Συνθήκης. Αντιθέτως, με την απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 37 ανωτέρω, η ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως, λόγω της εκπρόθεσμης κοινοποιήσεώς της, είχε ως μόνο επακόλουθο τον νέο νομικό χαρακτηρισμό του σχεδίου κρατικής ενισχύσεως, διατηρώντας την εκ μέρους της Επιτροπής δυνατότητα δικαστικού ελέγχου. Επιπροσθέτως, η απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 37 ανωτέρω, αφορούσε ένα εντελώς διαφορετικό πραγματικό και νομικό πλαίσιο από αυτό της παρούσας υποθέσεως. Ειδικότερα, η απαίτηση άμεσης κοινοποιήσεως αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε βάσει του κανονισμού 659/1999, προβλεπόταν ρητώς από το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού, ενώ τούτο δεν συντρέχει στην περίπτωση του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ και του άρθρου 254, παράγραφος 3, ΕΚ. Ως εκ τούτου, το σκεπτικό του Δικαστηρίου δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα.
54 Τρίτον, τα έννομα αποτελέσματα της κοινοποιήσεως, στις 4 Δεκεμβρίου 2007, της προσβαλλομένης αποφάσεως συνίστανται, αφενός, στην έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής που προβλέπει το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ και, αφετέρου, στο αντιτάξιμο της προσβαλλομένης αποφάσεως έναντι της Δημοκρατίας της Πολωνίας. Εν προκειμένω, η Επιτροπή διατείνεται, αφενός, ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν θέσπισε τα άρθρα 111 και 172 του νομοσχεδίου κατά την περίοδο πριν από την κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως ή μετά την κοινοποίησή της, και, αφετέρου, ότι η προσφεύγουσα επικαλείται, προς στήριξη της προσφυγής της, μόνον την κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Από τη νομολογία προκύπτει, εντούτοις, ότι η εν λόγω κοινοποίηση δεν επηρεάζει το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά εμποδίζει απλώς την αντιταξιμότητά της έναντι της Δημοκρατίας της Πολωνίας κατά την περίοδο από τις 12 Οκτωβρίου 2007 έως τις 4 Δεκεμβρίου 2007. Εξάλλου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας γνώριζε την απόρριψη του νομοσχεδίου πριν από την τυπική κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως.
Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
55 Πρέπει, καταρχάς, να υπομνησθεί ότι η Συνθήκη ΕΚ σκοπεί στην προοδευτική εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς, η οποία περιλαμβάνει ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Προς τον σκοπό αυτόν, η Συνθήκη ΕΚ προέβλεψε τη λήψη μέτρων για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών. Στο πλαίσιο της εξελίξεως του πρωτογενούς δικαίου, η ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη εισήγαγε στη Συνθήκη νέα διάταξη, ήτοι εκείνη του άρθρου 100 Α της Συνθήκης ΕΟΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2003, C‑3/00, Δανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑2643, σκέψη 56), η οποία αντικαταστάθηκε, κατά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ την 1η Μαΐου 1999, με το άρθρο 95 ΕΚ.
56 Η Συνθήκη του Άμστερνταμ εισήγαγε, συνεπώς, τροποποιήσεις στο κεφάλαιο 3, που αφορά την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, του τίτλου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου 2003, C‑512/99, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑845, σκέψη 38).
57 Κατά το άρθρο 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΚ, διάταξη που ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ, όταν, μετά τη λήψη μέτρου εναρμονίσεως, κράτος μέλος έκρινε αναγκαίο να εφαρμόσει εθνικές διατάξεις δικαιολογούμενες από σοβαρές ανάγκες περί των οποίων γίνεται μνεία στο άρθρο 36 της Συνθήκης ΕΚ ή σχετικές με την προστασία του χώρου της εργασίας ή του περιβάλλοντος, τις κοινοποιούσε στην Επιτροπή. Αυτή επιβεβαίωνε τις διατάξεις αυτές, αφού εξακρίβωνε ότι δεν αποτελούσαν μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό του ενδοκοινοτικού εμπορίου (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 1994, C‑41/93, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑1829, σκέψη 27, και Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 39). Τα κράτη μέλη είχαν το δικαίωμα να εφαρμόζουν τις κοινοποιηθείσες δυνάμει του άρθρου 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΚ εθνικές διατάξεις μόνον εφόσον πετύχαιναν την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση εγκριτικής αυτών αποφάσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 30).
58 Το άρθρο 100 Α, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΚ δεν προέβλεπε προθεσμία εντός της οποίας η Επιτροπή όφειλε να επιβεβαιώσει τις κοινοποιηθείσες διατάξεις. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε, εντούτοις, ότι η μη πρόβλεψη συναφούς προθεσμίας δεν μπορεί να απαλλάξει την Επιτροπή από την υποχρέωση προς ενέργεια, στο πλαίσιο των ευθυνών της, με την απαιτούμενη επιμέλεια (απόφαση Kortas, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 34).
59 Το άρθρο 95 ΕΚ, το οποίο δυνάμει της Συνθήκης του Άμστερνταμ αντικατέστησε και τροποποίησε το άρθρο 100 Α της Συνθήκης ΕΚ, επιχειρεί διάκριση αναλόγως του αν οι κοινοποιούμενες διατάξεις είναι εθνικές διατάξεις που προϋπήρχαν της εναρμονίσεως ή εθνικές διατάξεις που επιθυμεί να εισαγάγει το οικείο κράτος μέλος. Στην πρώτη περίπτωση, την οποία καλύπτει το άρθρο 95, παράγραφος 4, ΕΚ, η διατήρηση των προϋφιστάμενων εθνικών διατάξεων πρέπει να δικαιολογείται από επιτακτικές ανάγκες που προβλέπονται στο άρθρο 30 ΕΚ ή διατάξεις σχετικές με την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας. Στη δεύτερη περίπτωση, την οποία καλύπτει το άρθρο 95, παράγραφος 5, ΕΚ, τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να υποβάλλουν προς έγκριση στην Επιτροπή όλες τις εθνικές διατάξεις που εισάγουν παρεκκλίσεις τις οποίες κρίνουν απαραίτητες (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Νοεμβρίου 2008, C‑405/07 P, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑8301, σκέψη 51). Στην περίπτωση αυτή, η θέσπιση νέων εθνικών διατάξεων πρέπει να στηρίζεται σε νέα επιστημονικά στοιχεία σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας και να δικαιολογείται από λόγους που συντρέχουν μόνο για το οικείο κράτος μέλος και έχουν ανακύψει μετά τη θέσπιση του μέτρου εναρμονίσεως (απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 40).
60 Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, κατά το άρθρο 95, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, οι παρεκκλίνουσες εθνικές διατάξεις θεωρούνται ότι έχουν εγκριθεί αν η Επιτροπή δεν αποφανθεί εντός εξαμήνου από τις κοινοποιήσεις που προβλέπουν οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου αυτού. Εξάλλου, βάσει του άρθρου 95, παράγραφος 6, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, η παράταση της προθεσμίας αυτής δεν είναι δυνατή, όταν δεν δικαιολογείται από την πολυπλοκότητα του αντικειμένου και υπάρχει κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία (απόφαση Land Oberösterreich και Αυστρία κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 40).
61 Ως εκ τούτου, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης έκρινε αναγκαίο, με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, να επιβάλει στην Επιτροπή ορισμένη προθεσμία για την εξακρίβωση των εθνικών διατάξεων που της έχουν κοινοποιηθεί (βλ., συναφώς, απόφαση Kortas, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 33).
62 Κατά τη νομολογία, από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι η βούληση των συντακτών της Συνθήκης ήταν να περατώνεται ταχέως η προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό διαδικασία, τόσο προς το συμφέρον του αιτούντος κράτους μέλους, το συνιστάμενο στην άρση της αβεβαιότητας ως προς τους ισχύοντες κανόνες, όσο και προς εκείνο της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς (βλ., συναφώς, αποφάσεις Δανία κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 49, και Land Oberösterreich και Αυστρία κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψεις 40 και 41· απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Οκτωβρίου 2005, T-366/03 και T‑235/04, Land Oberösterreich και Αυστρία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4005, σκέψη 43).
63 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στη Δημοκρατία της Πολωνίας στις 4 Δεκεμβρίου 2007, ήτοι μετά την παρέλευση της εξάμηνης προθεσμίας του άρθρου 95, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, ΕΚ.
64 Η Επιτροπή υποστηρίζει, εντούτοις, συναφώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2007, ήτοι προ της παρελεύσεως της εξάμηνης προθεσμίας του άρθρου 95, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, και ότι, ως εκ τούτου, εκπλήρωσε την υποχρέωση που υπέχει από τη διάταξη αυτή.
65 Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, η Επιτροπή προσκόμισε διάφορα έγγραφα σχετικά με τη διαδικασία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι αντίγραφο σημειώματος για τα μέλη της Επιτροπής, της 9ης Οκτωβρίου 2007, περί της επείγουσας έγγραφης διαδικασίας E/2254/2007, για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αντίγραφο διορθωτικού του σημειώματος αυτού της 11ης Οκτωβρίου 2007 (το οποίο φέρει σφραγίδα με την ένδειξη «ΕΓΚΡΙΘΕΝ ΣΤΙΣ 12 ΟΚΤ. 2007 SGAII – 11π.μ.»), και αντίγραφο του σημειώματος για τα μέλη της Επιτροπής της 12ης Οκτωβρίου 2007, με τίτλο «Έγκριση των γραπτών διαδικασιών», με το οποίο ο διευθυντής μητρώου της γενικής γραμματείας της Επιτροπής γνωστοποιεί στα μέλη της Επιτροπής ότι η Επιτροπή εξέδωσε, μεταξύ άλλων, την προσβαλλόμενη απόφαση, στις 12 Οκτωβρίου 2007, με την έγγραφη διαδικασία.
66 Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι τα μέλη της Επιτροπής κλήθηκαν όντως να αποφανθούν στις 12 Οκτωβρίου 2007, διά της επείγουσας έγγραφης διαδικασίας, επί προτάσεως της γενικής διευθύνσεως «Περιβάλλον», περί εγκρίσεως του σχεδίου αποφάσεως της Επιτροπής που αφορούσε το νομοσχέδιο.
67 Εντούτοις, αντιθέτως προς τα επιχειρήματα της Επιτροπής, η έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά την ημερομηνία αυτή δεν μπορούσε να διακόψει την εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 95, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, ΕΚ. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το άρθρο 254, παράγραφος 3, ΕΚ, απέκτησε ενέργεια από την κοινοποίησή της στον αποδέκτη της, εν προκειμένω, την Δημοκρατία της Πολωνίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Μαρτίου 1979, 130/78, Salumificio di Cornuda, Συλλογή τόμος 1979/I, σ. 477, σκέψη 23, και της 20ής Νοεμβρίου 2008, C‑18/08, Foselev Sud-Ouest, Συλλογή 2008, σ. I‑8745, σκέψη 18).
68 Ασφαλώς, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, το άρθρο 95, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ αφορά, αντιθέτως προς το τρίτο εδάφιο της διατάξεως αυτής, την περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή «δεν αποφασί[ζ]ει». Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όταν πρόκειται για απόφαση με αντικείμενο την παρεμπόδιση της θεσπίσεως των εθνικών διατάξεων που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή από ορισμένο κράτος μέλος, η παραγωγή των αποτελεσμάτων της, η οποία αναγκαίως πρέπει να συμπίπτει με τη διακοπή της εξάμηνης προθεσμίας του άρθρου 95, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, δεν μπορεί να είναι προγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία δύναται να αντιταχθεί στο εν λόγω κράτος μέλος, ήτοι της ημερομηνίας κοινοποιήσεώς της (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 32). Η Επιτροπή επιβεβαίωσε εξάλλου, συναφώς, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου ότι, από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ, καμία απόφαση της Επιτροπής, εκδοθείσα βάσει του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ, δεν κοινοποιήθηκε στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μετά την παρέλευση της εξάμηνης προθεσμίας που προβλέπει το πρώτο εδάφιο της διατάξεως αυτής.
69 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το άρθρο 95, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, το οποίο αφορά την περίπτωση κατά την οποία «η Επιτροπή δεν αποφασί[ζ]ει εντός της [εξάμηνης προθεσμίας που προβλέπει το πρώτο εδάφιο της διατάξεως αυτής]», δεν μπορεί, συνεπώς, να έχει την έννοια ότι απλώς και μόνον η έκδοση της αποφάσεως, ανεξαρτήτως της κοινοποιήσεώς της, διακόπτει την ανωτέρω προθεσμία. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η Δημοκρατία της Πολωνίας, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη δεν μπορούν να γνωρίζουν την εσωτερική διαδικασία της Επιτροπής για την έκδοση αποφάσεων. Ως εκ τούτου, αν βάση για τον υπολογισμό του χρονικού σημείου διακοπής της διαδρομής της προθεσμίας αποτελούσε η έκδοση της αποφάσεως και όχι η κοινοποίησή της στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, η προθεσμία αυτή θα επιμηκυνόταν έναντι του εν λόγω κράτους μέλους (βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα S. Alber στην απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 37 ανωτέρω, σημεία 66 και 67).
70 Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από το επιχείρημα της Επιτροπής ότι διέλαθε «τεχνικό σφάλμα» κατά την κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία παραλείφθηκε από τον κατάλογο των προς κοινοποίηση αποφάσεων που κατήρτισε η γενική γραμματεία της Επιτροπής, διότι αυτή φέρει την αποκλειστική ευθύνη για ένα τέτοιο σφάλμα.
71 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε στις 12 Οκτωβρίου και κοινοποιήθηκε στις πολωνικές αρχές μόλις στις 4 Δεκεμβρίου 2007, ελήφθη μετά την παρέλευση της εξάμηνης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 95, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, ΕΚ. Από την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας, το νομοσχέδιο θεωρείται, συνεπώς, ότι έχει εγκριθεί και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να απορριφθεί από την Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.
72 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι πρέπει να γίνει δεκτός ο προβληθείς λόγος ακυρώσεως και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Επί των δικαστικών εξόδων
73 Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματα της Δημοκρατίας της Πολωνίας.
74 Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Τσεχική Δημοκρατία, η Ελληνική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Αυστρίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)
αποφασίζει:
1) Ακυρώνει την απόφαση 2008/62/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με τα άρθρα 111 και 172 του πολωνικού νομοσχεδίου περί γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών, που κοινοποιήθηκαν από τη Δημοκρατία της Πολωνίας δυνάμει του άρθρου 95, παράγραφος 5, ΕΚ ως παρεκκλίσεις από τις διατάξεις της οδηγίας 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη σκόπιμη ελευθέρωση στο περιβάλλον γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών.
2) Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Δημοκρατία της Πολωνίας.
3) Η Τσεχική Δημοκρατία, η Ελληνική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Αυστρίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.
Martins Ribeiro |
Παπασάββας |
Dittrich |
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Δεκεμβρίου 2010.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.