This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62008TJ0029
Judgment of the General Court (Third Chamber) of 9 September 2011. # Liga para Protecção da Natureza (LPN) v European Commission. # Access to documents - Regulation (EC) No 1049/2001 - Refusal of access - Documents concerning proceedings for failure to fulfil obligations concerning a dam project on the river Sabor - Exception concerning the protection of the objectives of inspections, investigations and audits - Environmental information - Regulation (EC) No 1367/2006 - Obligation to carry out a specific and individual examination - Overriding public interest. # Case T-29/08.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2011.
Liga para Protecção da Natureza (LPN) κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Πρόσβαση στα έγγραφα - Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 - Άρνηση προσβάσεως - Έγγραφα σχετικά με εν εξελίξει διαδικασία λόγω παραβάσεως κράτους μέλους όσον αφορά σχέδιο κατασκευής φράγματος στον ποταμό Sabor - Εξαίρεση σχετική με την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου - Περιβαλλοντικές πληροφορίες - Κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006 - Υποχρέωση διενέργειας συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως - Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.
Υπόθεση T-29/08.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2011.
Liga para Protecção da Natureza (LPN) κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Πρόσβαση στα έγγραφα - Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 - Άρνηση προσβάσεως - Έγγραφα σχετικά με εν εξελίξει διαδικασία λόγω παραβάσεως κράτους μέλους όσον αφορά σχέδιο κατασκευής φράγματος στον ποταμό Sabor - Εξαίρεση σχετική με την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου - Περιβαλλοντικές πληροφορίες - Κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006 - Υποχρέωση διενέργειας συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως - Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.
Υπόθεση T-29/08.
Συλλογή της Νομολογίας 2011 II-06021
ECLI identifier: ECLI:EU:T:2011:448
Υπόθεση T-29/08
Liga para Protecção da Natureza (LPN)
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής
«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Άρνηση προσβάσεως – Έγγραφα σχετικά με εν εξελίξει διαδικασία λόγω παραβάσεως κράτους μέλους όσον αφορά σχέδιο κατασκευής φράγματος στον ποταμό Sabor – Εξαίρεση σχετική με την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου – Περιβαλλοντικές πληροφορίες – Κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006 – Υποχρέωση διενέργειας συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως – Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον»
Περίληψη της αποφάσεως
1. Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου
(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, τρίτη περίπτωση)
2. Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Αίτηση προσβάσεως αφορώσα περιβαλλοντικές πληροφορίες – Εφαρμογή του κανονισμού 1367/2006 ως lex specialis σε σχέση προς τον κανονισμό 1049/2001 – Επίπτωση
(Άρθρο 255 ΕΚ· κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1049/2001, άρθρο 4, και 1367/2006, αιτιολογικές σκέψεις 8 και 15, άρθρα 3 και 6 § 1)
3. Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Αίτηση προσβάσεως αφορώσα περιβαλλοντικές πληροφορίες – Νόμιμο τεκμήριο υπάρξεως υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος στη δημοσιοποίηση πληροφοριών που αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον – Περιεχόμενο
(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1049/2001, άρθρο 4 § 2, και 1367/2006, άρθρο 6 § 1)
4. Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Υποχρέωση του οργάνου να προβαίνει σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων – Εξαίρεση από την υποχρέωση – Προϋποθέσεις
(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4)
5. Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου
(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, τρίτη περίπτωση)
1. Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως ασκουμένης δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, η νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως εκτιμάται σε συνάρτηση προς τα νομικά και πραγματικά στοιχεία που υπήρχαν κατά την ημερομηνία εκδόσεως της πράξεως.
Όμως, όταν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία λόγω παραβάσεως κινηθείσα δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, η Επιτροπή έχει, καταρχήν, το δικαίωμα να επικαλεστεί τη σχετική με την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.
Οσάκις αρνείται την πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα βάσει της εξαιρέσεως αυτής, η Επιτροπή οφείλει, αφενός, να τηρεί την υποχρέωση εξετάσεως του κατά πόσον τα έγγραφα αυτά καλύπτονται πράγματι στο σύνολό τους από την εξαίρεση αυτή και, αφετέρου, να σταθμίζει ορθώς τα τυχόν υπέρτερα δημόσια συμφέροντα για τη δημοσιοποίησή τους και το συμφέρον στην προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα τους.
Ο κίνδυνος βλάβης του προστατευομένου συμφέροντος πρέπει να μπορεί να προβλεφθεί ευλόγως και να μην είναι καθαρά υποθετικός. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη διατύπωσή της, η εξαίρεση αυτή δεν αποσκοπεί στην προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας αυτών καθαυτές, αλλά του σκοπού αυτών των δραστηριοτήτων, ο οποίος συνίσταται, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως, στο να οδηγηθεί το εμπλεκόμενο κράτος μέλος να συμμορφωθεί προς το δίκαιο της Ένωσης.
(βλ. σκέψεις 100-102, 110)
2. Από τις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 15 του κανονισμού 1367/2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας των διατάξεων της Σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, και, ειδικότερα, από την έκφραση «υπό την επιφύλαξη άλλων ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού σχετικά με αιτήσεις για περιβαλλοντικές πληροφορίες», σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 και 6 του εν λόγω κανονισμού, προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός αποτελεί lex specialis σε σχέση προς τον κανονισμό 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, αντικαθιστώντας, τροποποιώντας ή διευκρινίζοντας ορισμένες από τις διατάξεις του δεύτερου αυτού κανονισμού οσάκις η αίτηση προσβάσεως αφορά περιβαλλοντικές πληροφορίες ή πληροφορίες που σχετίζονται με εκπομπές στο περιβάλλον.
Όσον αφορά το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα περιέχοντα τέτοιες πληροφορίες, η αιτιολογική σκέψη 15, δεύτερη περίοδος, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 επιβεβαιώνουν την αρχή σύμφωνα με την οποία κάθε εξαίρεση από υποκειμενικό δικαίωμα ή από γενική αρχή πηγάζουσα από το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος προσβάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 255 ΕΚ, σε συνδυασμό με τον κανονισμό 1049/2001, πρέπει να εφαρμόζεται και να ερμηνεύεται περιοριστικά. Αυτή η υποχρέωση αυστηρής ερμηνείας των εξαιρέσεων που προβλέπονται από τον κανονισμό 1049/2001 ενισχύεται, αφενός, από την ανάγκη να λαμβάνει το εμπλεκόμενο όργανο υπόψη του το δημόσιο συμφέρον στη δημοσιοποίηση τέτοιων πληροφοριών καθώς και από την αναφορά στην υποχρέωση εξετάσεως του κατά πόσον οι πληροφορίες αυτές σχετίζονται με εκπομπές στο περιβάλλον και, αφετέρου, από το γεγονός ότι ο κανονισμός 1049/2001 δεν περιέχει ανάλογες διευκρινίσεις όσον αφορά την εφαρμογή των εν λόγω εξαιρέσεων στον τομέα αυτόν.
(βλ. σκέψεις 105,107)
3. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας των διατάξεων της Σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, δεν αναιρεί την αρχή την οποία καθιερώνει το άρθρο 4, παράγραφος 2, in fine, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, αλλά περιορίζεται να τροποποιήσει και να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το όργανο αυτό εξετάζει το κατά πόσον υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον στη δημοσιοποίηση στο πλαίσιο αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα περιέχοντα περιβαλλοντικές πληροφορίες. Έτσι, η εν λόγω διάταξη προβλέπει νόμιμο τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον στη δημοσιοποίηση οσάκις οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον, εκτός αν οι πληροφορίες αυτές αφορούν έρευνα, ιδίως δε έρευνα αφορώσα ενδεχόμενες παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το νόμιμο αυτό τεκμήριο, ακόμα και αν δεν ισχύει για τα έγγραφα που αφορούν έρευνες διεξαγόμενες στο πλαίσιο διαδικασιών λόγω παραβάσεως, δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να λαμβάνει υπόψη, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, τυχόν υπέρτερα δημόσια συμφέροντα στη δημοσιοποίηση, ιδίως συμφέροντα που συνδέονται με περιβαλλοντικές πληροφορίες υπό ευρύτερη έννοια εκείνης των εκπομπών στο περιβάλλον, καθώς και να προβαίνει στη στάθμιση των υπερτέρων δημοσίων συμφερόντων για τη δημοσιοποίησή τους και του συμφέροντος στην προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα τους.
Ωστόσο, είναι μεν αληθές ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006 μπορεί να οδηγήσει σε ευρύτερη πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες, η διαπίστωση, όμως, αυτή δεν ασκεί επιρροή επί του κατά πόσον το εμπλεκόμενο όργανο οφείλει να προβαίνει σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των ζητουμένων εγγράφων ή πληροφοριών. Επομένως, οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν στο όργανο αυτό να μην προβεί, κατ’ εξαίρεση, σε αυτή τη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση εφαρμόζονται mutatis mutandis όταν τα ζητούμενα έγγραφα εμπίπτουν προδήλως σε μία και την αυτή κατηγορία που ενδέχεται να καλύπτεται από μία από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις. Πράγματι, καίτοι προκύπτει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 ότι το τεκμήριο περί υπάρξεως υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος στη δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικών με εκπομπές στο περιβάλλον δεν ισχύει στο πλαίσιο εν εξελίξει διαδικασίας λόγω παραβάσεως, το σύνολο των εγγράφων που προέρχονται από μια τέτοια διαδικασία λόγω παραβάσεως ενδέχεται να προστατεύεται ως κατηγορία.
(βλ. σκέψεις 108, 117)
4. Υφίστανται πλείονες εξαιρέσεις της υποχρεώσεως της Επιτροπής να προβαίνει σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων για τα οποία ζητήθηκε πρόσβαση.
Πράγματι, εφόσον η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση στην οποία οφείλει καταρχήν να προβαίνει το όργανο προκειμένου να απαντήσει σε αίτηση προσβάσεως που του υποβλήθηκε βάσει του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, αποσκοπεί στο να δώσει τη δυνατότητα στο εν λόγω όργανο, αφενός, να αξιολογήσει σε ποιο βαθμό έχει εφαρμογή κάποια εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως και, αφετέρου, να αξιολογήσει τη δυνατότητα μερικής προσβάσεως, η εξέταση αυτή μπορεί να μην είναι αναγκαία όταν, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως, είναι πρόδηλον ότι η πρόσβαση πρέπει ή δεν πρέπει να επιτραπεί. Αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που ορισμένα έγγραφα είτε, καταρχάς, καλύπτονται προδήλως στο σύνολό τους από εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως είτε, αντιστρόφως, είναι προφανώς προσβάσιμα στο σύνολό τους είτε, τέλος, έχουν αποτελέσει στο παρελθόν αντικείμενο συγκεκριμένης και εξατομικευμένης αξιολογήσεως από την Επιτροπή υπό παρόμοιες συνθήκες. Επιπλέον, επιτρέπεται καταρχήν στο ενδιαφερόμενο όργανο να στηρίζεται, ακόμα και στο πλαίσιο της αιτιολογήσεως της αρνητικής αποφάσεως, σε γενικά τεκμήρια που εφαρμόζονται σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, δεδομένου ότι παρόμοιες γενικού χαρακτήρα θεωρήσεις μπορούν να ισχύουν σε αιτήσεις δημοσιοποιήσεως που αφορούν έγγραφα της ιδίας φύσεως, υπό τον όρον ότι το όργανο αυτό εξετάζει σε κάθε περίπτωση αν οι γενικού χαρακτήρα θεωρήσεις που ισχύουν συνήθως για ένα ορισμένο είδος εγγράφου ισχύουν στην πραγματικότητα για το συγκεκριμένο έγγραφο του οποίου ζητείται η δημοσιοποίηση.
(βλ. σκέψεις 113-115)
5. Όσον αφορά τον έλεγχο τον οποίο καλείται να ασκήσει η Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως κινηθείσας δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο έλεγχος αυτός συνιστά διοικητική αρμοδιότητα, στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια και έρχεται σε διμερή διάλογο με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.
Η διαδικαστική θέση όσων έχουν υποβάλει καταγγελία στην Επιτροπή διαφέρει ουσιωδώς στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως κινηθείσας δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ από τη θέση τους, π.χ., στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, όπως αυτή που προβλέπεται από τον κανονισμό 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, και από τον κανονισμό 773/2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, κατά τη διάρκεια της οποίας οι καταγγέλλοντες διαθέτουν ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις η τήρηση των οποίων υπόκειται σε ουσιαστικό δικαστικό έλεγχο στο πλαίσιο προσφυγής κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της καταγγελίας. Αντιθέτως, οι καταγγέλλοντες κατά την έννοια της ανακοινώσεως 2002/C 244/03, που αφορά τις σχέσεις της Επιτροπής με τον καταγγέλλοντα σχετικά με ζητήματα παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, δεν έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης κατά τυχόν αποφάσεως περί θέσεως της καταγγελίας τους στο αρχείο και δεν έχουν διαδικαστικά δικαιώματα παρόμοια με εκείνα που έχουν ενδεχομένως στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας δυνάμει των προμνησθέντων κανονισμών, και τα οποία τους επιτρέπουν να απαιτήσουν από την Επιτροπή να τους ενημερώσει και να ακούσει την άποψή τους.
Επομένως, εφόσον ο προσφεύγων δεν έχει δικαίωμα, στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας, να λάβει γνώση των εγγράφων του διοικητικού φακέλου της Επιτροπής, πρέπει να αναγνωριστεί, κατ’ αναλογία προς την κατάσταση των ενδιαφερομένων στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, ότι υφίσταται γενικό τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο η δημοσιοποίηση των εγγράφων του διοικητικού φακέλου θίγει, καταρχήν, την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας. Αρκεί, συνεπώς, να εξακριβώσει η Επιτροπή αν αυτό το γενικό τεκμήριο ισχύει για το σύνολο των ζητουμένων εγγράφων, χωρίς να υποχρεούται αναγκαστικά να προβεί προηγουμένως σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση του περιεχομένου καθενός από τα έγγραφα αυτά. Οσάκις, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως να μην επιτραπεί η πρόσβαση στα έγγραφα, η διαδικασία λόγω παραβάσεως βρίσκεται σε εξέλιξη, η Επιτροπή οφείλει αναγκαστικά να στηριχθεί στην αρχή ότι το γενικό αυτό τεκμήριο ισχύει για το σύνολο των ζητουμένων εγγράφων.
Το τεκμήριο αυτό δεν αποκλείει, πάντως, το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να αποδείξουν ότι ένα ορισμένο έγγραφο του οποίου ζητείται η δημοσιοποίηση δεν καλύπτεται από το εν λόγω τεκμήριο ή ότι υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση του συγκεκριμένου εγγράφου δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.
(βλ. σκέψεις 126-128)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 9ης Σεπτεμβρίου 2011 (*)
«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Άρνηση προσβάσεως – Έγγραφα σχετικά με εν εξελίξει διαδικασία λόγω παραβάσεως κράτους μέλους όσον αφορά σχέδιο κατασκευής φράγματος στον ποταμό Sabor – Εξαίρεση σχετική με την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου – Περιβαλλοντικές πληροφορίες – Κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006 – Υποχρέωση διενέργειας συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως – Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον»
Στην υπόθεση T‑29/08,
Liga para Protecção da Natureza (LPN), με έδρα τη Λισσαβώνα (Πορτογαλία), εκπροσωπούμενη από τον P. Vinagre e Silva, δικηγόρο,
προσφεύγουσα,
υποστηριζόμενη από
το Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο, αρχικώς, από την B. Weis Fogh και, στη συνέχεια, από τον C. Vang,
από
τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη, αρχικώς, από τον J. Heliskoski και τις A. Guimaraes-Purokoski, M. Pere και H. Leppo και, στη συνέχεια, από τον M. Heliskoski και την Guimaraes-Purokoski,
και από
το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τις A. Falk, S. Johannesson και K. Petkovska,
παρεμβαίνοντες,
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τις P. Costa de Oliveira και D. Recchia,
καθής,
με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 22ας Νοεμβρίου 2007, που επιβεβαιώνει την άρνηση παροχής προσβάσεως σε έγγραφα περιεχόμενα στον φάκελο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως η οποία κινήθηκε κατά της Πορτογαλικής Δημοκρατίας όσον αφορά το σχέδιο κατασκευής φράγματος στον ποταμό Sabor (Πορτογαλία), το οποίο παραβίαζε ενδεχομένως την οδηγία 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 202), και την οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206, σ. 7),
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους J. Azizi (εισηγητή), πρόεδρο, E. Cremona και S. Frimodt Nielsen, δικαστές,
γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Οκτωβρίου 2010,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
Το νομικό πλαίσιο
Ο κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001
1 Ο κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), καθορίζει τις αρχές, τις προϋποθέσεις και τα όρια του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών αυτών οργάνων το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 255 ΕΚ.
2 Το άρθρο 2 του κανονισμού 1049/2001 ορίζει τα εξής:
«1. Κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών οργάνων, υπό την επιφύλαξη των αρχών, όρων και περιορισμών που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.
[…]
3. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε όλα τα έγγραφα εις χείρας θεσμικού οργάνου, δηλαδή σε όσα συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
[…]»
3 Οι παράγραφοι 2, 3 και 6 του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 ορίζουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«2. Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σ’ ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:
– […]
– των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών,
– του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου,
εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.
3. Προκειμένου περί εγγράφου που συντάχθηκε από ένα θεσμικό όργανο για εσωτερική χρήση ή που έχει παραληφθεί από ένα θεσμικό όργανο, και το οποίο σχετίζεται με θέμα επί του οποίου δεν έχει αποφασίσει, το εν λόγω θεσμικό όργανο αρνείται την πρόσβαση εάν η γνωστοποίηση του εγγράφου θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψης αποφάσεων, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.
Ένα θεσμικό όργανο αρνείται την πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν απόψεις για εσωτερική χρήση, ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός του σχετικού θεσμικού οργάνου, ακόμη και αφού έχει ληφθεί η απόφαση, εάν η γνωστοποίηση του εγγράφου θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψης αποφάσεων, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.
[…]
6. Εάν μόνο μέρη του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από οιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα.»
Ο κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006
4 Στην αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού (ΕΚ) 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της [Ευρωπαϊκής] Κοινότητας των διατάξεων της Σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ L 264, σ. 13), αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Ο ορισμός των περιβαλλοντικών πληροφοριών στον παρόντα κανονισμό καλύπτει παντός είδους πληροφορίες για την κατάσταση του περιβάλλοντος. Ο ορισμός αυτός, που ευθυγραμμίσθηκε προς τον ορισμό που υιοθετήθηκε από την οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 41[…], σ. 26), έχει το ίδιο περιεχόμενο όπως και ο αντίστοιχος που περιλαμβάνεται στη σύμβαση του Århus. Στον ορισμό του “εγγράφου” του κανονισμού […] 1049/2001 περιλαμβάνονται οι περιβαλλοντικές πληροφορίες, όπως καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.»
5 Η αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 1367/2006 αναφέρει τα εξής:
«Στις περιπτώσεις για τις οποίες ο κανονισμός […] 1049/2001 προβλέπει εξαιρέσεις, οι εξαιρέσεις αυτές θα πρέπει να ισχύουν, υπό την επιφύλαξη άλλων ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού σχετικά με αιτήσεις για περιβαλλοντικές πληροφορίες. Οι λόγοι άρνησης σχετικά με την πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες θα πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά, λαμβάνοντας υπόψη το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετείται με τη δημοσιοποίηση καθώς και το κατά πόσον οι αιτούμενες πληροφορίες σχετίζονται με εκπομπές στο περιβάλλον […]».
6 Το άρθρο 3 του κανονισμού 1367/2006 ορίζει τα ακόλουθα:
«Ο κανονισμός […] 1049/2001 ισχύει για οιαδήποτε αίτηση πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες τις οποίες έχουν στην κατοχή τους όργανα και οργανισμοί της Κοινότητας, άνευ διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, εθνικότητας ή τόπου διανομής του αιτούντος, και, στην περίπτωση νομικού προσώπου, άνευ διακρίσεων ως προς τον τόπο της καταστατικής έδρας του ή του πραγματικού κέντρου των δραστηριοτήτων του.
[…]»
7 Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, που τιτλοφορείται «Εφαρμογή των εξαιρέσεων όσον αφορά τις αιτήσεις πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες», προβλέπει τα ακόλουθα:
«Όσον αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτο και τρίτο εδάφιο, του κανονισμού […] 1049/2001, εξαιρέσει των ερευνών, ιδίως εκείνων που αφορούν τυχόν παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου, θεωρείται ότι υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών, όταν οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον. Όσον αφορά τις λοιπές εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού […] 1049/2001, οι λόγοι απόρριψης ερμηνεύονται περιοριστικά, λαμβανομένου υπόψη του δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετείται από τη δημοσιοποίηση και το κατά πόσον οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον.»
Τα πραγματικά περιστατικά
8 Η προσφεύγουσα, Liga para Protecção da Natureza (LPN), ένωση πορτογαλικού δικαίου με έδρα τη Λισσαβώνα (Πορτογαλία), είναι μέλος της Plataforma Sabor Livre, στην οποία μετέχουν διάφοροι μη κυβερνητικοί οργανισμοί (ΜΚΟ) που έχουν ως σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος. Υπό την ιδιότητά της αυτή, παρακολουθεί το σχέδιο κατασκευής φράγματος στον ποταμό Sabor στην Πορτογαλία (στο εξής: σχέδιο κατασκευής φράγματος) και μεριμνά, ειδικότερα, ώστε τα είδη και οι οικότοποι που επηρεάζονται από το έργο αυτό να τυγχάνουν της προσήκουσας προστασίας από πλευράς των επιταγών της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206, σ. 7, στο εξής: οδηγία περί οικοτόπων).
9 Με επιστολή της 22ας Απριλίου 2003, η LPN υπέβαλε στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Περιβάλλον» της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καταγγελία, πρωτοκολληθείσα με αριθμό πρωτοκόλλου 2003/4523, με την οποία υποστήριξε ότι το σχέδιο κατασκευής φράγματος έθιγε τους τόπους κοινοτικής σημασίας (ΤΚΣ) «Morais» και «Ποταμός Sabor και Maçãs», κατά παράβαση της οδηγίας περί οικοτόπων.
10 Κατόπιν της καταγγελίας αυτής, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και ήλθε σε επαφή με τις πορτογαλικές αρχές προκειμένου να εξακριβώσει σε ποιο βαθμό το σχέδιο κατασκευής φράγματος παραβίαζε ενδεχομένως την οδηγία 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 202), καθώς και την οδηγία περί οικοτόπων.
11 Με επιστολή της 27ης Μαρτίου 2007, η LPN ζήτησε από τη ΓΔ «Περιβάλλον» να της επιτρέψει την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικές με την εξέταση της καταγγελίας και να συμβουλευθεί έγγραφα που είχε καταρτίσει η «ομάδα εργασίας της Επιτροπής» καθώς και τα έγγραφα που είχαν ανταλλαγεί μεταξύ της Επιτροπής και των πορτογαλικών αρχών.
12 Με έγγραφο της 22ας Μαΐου 2007, η ΓΔ «Περιβάλλον» απέρριψε, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, την αίτηση της LPN να της επιτραπεί η πρόσβαση στα έγγραφα, με το αιτιολογικό ότι η δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων θα έθιγε την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας λόγω παραβάσεως η οποία είχε κινηθεί δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ και στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή και τα κράτη μέλη όφειλαν να συνεργαστούν σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης ώστε να μπορέσουν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις και να καταλήξουν σε φιλικό διακανονισμό της διαφοράς. Στο έγγραφο αυτό, η ως άνω ΓΔ ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι, στις 18 Οκτωβρίου 2005, η Επιτροπή είχε απευθύνει στις πορτογαλικές αρχές προειδοποιητική επιστολή, στην οποία αυτές απάντησαν στις 16 Δεκεμβρίου 2005, και ότι έκτοτε συνεχίζονταν οι διμερείς επαφές για την επίλυση της διαφοράς.
13 Με επιστολή της 14ης Ιουνίου 2007 προς την Επιτροπή, η οποία την πρωτοκόλλησε στις 22 Ιουνίου 2007, η LPN επανέλαβε την αίτησή της για πρόσβαση στα έγγραφα και ζήτησε από την Επιτροπή να επανεξετάσει την απορριπτική απόφασή της.
14 Με έγγραφο της 16ης Ιουλίου 2007, η Επιτροπή πληροφόρησε την LPN ότι, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, η προθεσμία απαντήσεως είχε παραταθεί κατά 15 εργάσιμες ημέρες και, συνεπώς, έληγε στις 3 Αυγούστου 2007.
15 Με έγγραφο της 3ης Αυγούστου 2007, η Επιτροπή πληροφόρησε την LPN ότι, δυστυχώς, λόγω του όγκου των ζητηθέντων εγγράφων, δεν ήταν σε θέση να απαντήσει εμπροθέσμως και ότι η Επιτροπή έπραττε ό,τι της ήταν δυνατόν ώστε να δώσει τελική απάντηση το συντομότερο.
16 Κατόπιν δημόσιας ανακοινώσεως εκ μέρους του πορτογαλικού Υπουργείου Οικονομίας σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή είχε θέσει ή επρόκειτο να θέσει στο αρχείο την καταγγελία εξαιτίας της οποίας είχε κινηθεί η διαδικασία λόγω παραβάσεως που αφορούσε το σχέδιο κατασκευής φράγματος, η LPN απέστειλε, στις 27 Σεπτεμβρίου και την 1η Οκτωβρίου 2007, άλλες δύο επιστολές στην Επιτροπή.
17 Με έγγραφο της 9ης Νοεμβρίου 2007, η ΓΔ «Περιβάλλον» απάντησε, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν είχε κλείσει τη διαδικασία λόγω παραβάσεως, αλλά ότι της είχε δώσει «υψηλή προτεραιότητα» ώστε να αποκρυσταλλώσει σύντομα την εκτίμησή της. Εξάλλου, γνωστοποίησε ότι, σύμφωνα με τους «εσωτερικούς κανόνες» της, η καταγγέλλουσα θα ενημερωνόταν για την εξέλιξη της εξετάσεως του φακέλου και θα είχε την ευκαιρία να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της προτού η Επιτροπή λάβει απόφαση.
18 Με έγγραφο της 22ας Νοεμβρίου 2007 (στο εξής: επίδικη απόφαση), η Επιτροπή απάντησε στην από 14 Ιουνίου 2007 επιστολή της LPN και επιβεβαίωσε την άρνησή της να επιτρέψει την πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα.
19 Προς στήριξη της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ουσιαστικά ότι τα έγγραφα που είχαν αποτελέσει αντικείμενο της αλληλογραφίας που αντηλλάγη μεταξύ αυτής και των πορτογαλικών αρχών καλύπτονταν από την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, όπως ερμηνεύθηκε από την απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 2001, Τ-191/99, Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II‑3677, σκέψη 68), εξαίρεση η οποία αποσκοπεί στην προστασία των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου.
20 Ειδικότερα, η Επιτροπή ανέφερε ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως, πρέπει να επικρατεί κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ της Επιτροπής και του εμπλεκομένου κράτους μέλους, που θα τους επιτρέψει να αρχίσουν μια διαδικασία διαπραγματεύσεων και συμβιβασμού με σκοπό την επίτευξη φιλικού διακανονισμού της διαφοράς χωρίς να χρειαστεί η κίνηση ένδικης διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου. Η Επιτροπή παρατήρησε επίσης ότι, αφενός, η διαδικασία διαπραγματεύσεων μεταξύ της Επιτροπής και των πορτογαλικών αρχών βρισκόταν σε εξέλιξη και, αφετέρου, είχαν πραγματοποιηθεί ή επρόκειτο να πραγματοποιηθούν διάφορες ανταλλαγές απόψεων και συναντήσεις με σκοπό την εκτίμηση των επιπτώσεων του σχεδίου κατασκευής φράγματος. Από τα ανωτέρω, η Επιτροπή συνήγε ότι η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων θα έθιγε την ικανότητά της να επιληφθεί της υποτιθεμένης παραβάσεως, δεδομένου ότι μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τον φιλικό διακανονισμό της διαφοράς με τις πορτογαλικές αρχές προτού η υπόθεση αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Επιπλέον, η Επιτροπή θεώρησε ότι μια «μερική πρόσβαση» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 δεν ήταν δυνατή όσον αφορά τα εν λόγω έγγραφα, καθόσον η εξαίρεση που επικαλούνταν ίσχυε για το σύνολο των εγγράφων αυτών.
21 Εξάλλου, όσον αφορά ενδεχόμενο «[υπέρτερο] δημόσιο συμφέρον», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 1049/2001, η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν υπήρχε τέτοιο συμφέρον. Κατ’ αυτήν, το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, κατά το οποίο η δημοσιοποίηση θεωρείται ότι εξυπηρετεί υπέρτερο δημόσιο συμφέρον όταν οι ζητούμενες πληροφορίες έχουν σχέση με εκπομπές στο περιβάλλον, δεν είχε εφαρμογή στις έρευνες σχετικά με πιθανές παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου, όπως εν προκειμένω. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι ούτε ο κίνδυνος της υπάρξεως σοβαρής παραβάσεως της οδηγίας περί οικοτόπων συνιστούσε τέτοιο συμφέρον, εφόσον το Δικαστήριο ήταν το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπείχε από τη Συνθήκη ΕΚ. Κατά την Επιτροπή, η δημοσιοποίηση των ζητουμένων εγγράφων δεν θα παρείχε διασαφήνιση επ’ αυτού, εφόσον το Δικαστήριο δεν θα είχε οριστικώς κρίνει επί του ζητήματος.
22 Με επιστολή της 7ης Ιανουαρίου 2008, η LPN ζήτησε από την Επιτροπή, δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, να της γνωστοποιήσει τους «εσωτερικούς κανόνες» που μνημονεύονταν στο «από 22 Νοεμβρίου 2007» έγγραφο της ΓΔ «Περιβάλλον», ώστε να μπορέσει «να εξετάσει και να παρακολουθήσει καλύτερα» τη διαδικασία εξετάσεως της καταγγελίας.
23 Στις 18 Ιανουαρίου 2008, ήτοι την ημέρα κατά την οποία ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή κατά της επίδικης αποφάσεως, η ΓΔ «Περιβάλλον» ανακοίνωσε στην LPN την πρόθεσή της να προτείνει στην Επιτροπή να θέσει την καταγγελία στο αρχείο στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως σχετικά με το σχέδιο κατασκευής φράγματος και την κάλεσε να υποβάλει, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την παραλαβή του εν λόγω εγγράφου, τις παρατηρήσεις που θεωρούσε πρόσφορες.
24 Με επιστολή της 6ης Φεβρουαρίου 2008 προς τη ΓΔ «Περιβάλλον», ηLPN επανέλαβε το αίτημά της περί προσβάσεως στα έγγραφα που περιλαμβάνονταν στον φάκελο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως καθώς και στους «εσωτερικούς κανόνες» της Επιτροπής, που μνημονεύονταν στο από 9 Νοεμβρίου 2007 έγγραφο αυτής της ΓΔ, η γνώση των οποίων ήταν, κατά τη γνώμη της, απαραίτητη ώστε να μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμά της να τύχει αποτελεσματικής ακροάσεως και να διατυπώσει «πρόσφορες παρατηρήσεις». Ζήτησε επίσης να αρχίσει η προθεσμία του ενός μηνός να τρέχει μόνον αφού η ίδια θα είχε λάβει τις ζητηθείσες διευκρινίσεις και τα ζητηθέντα έγγραφα.
25 Με επιστολή της 19ης Φεβρουαρίου 2008 προς την Επιτροπή, η LPN επανέλαβε το αίτημά της για πρόσβαση στους ειδικούς «εσωτερικούς κανόνες» της Επιτροπής.
26 Στις 27 Φεβρουαρίου 2008, η LPN παρέδωσε στην Επιτροπή υπόμνημα με το οποίο εξέθετε τις τεχνικές, τυπικές και νομικές αντιρρήσεις της όσον αφορά τη θέση της καταγγελίας της στο αρχείο.
27 Με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της 4ης Μαρτίου 2008, η LPN παρέσχε διευκρινίσεις όσον αφορά τις παρατηρήσεις που είχε εκθέσει με το υπόμνημα της 27ης Φεβρουαρίου 2008.
28 Με έγγραφο της 3ης Απριλίου 2008, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην LPN, κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι είχε αποφασίσει να θέσει στο αρχείο την καταγγελία σχετικά με το σχέδιο κατασκευής φράγματος κατά τη συνεδρίασή της της 28ης Φεβρουαρίου 2008, δεύτερον, ότι, στις διαδικασίες λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, οι καταγγέλλοντες δεν έχουν προνομιακή πρόσβαση στα έγγραφα και, ως εκ τούτου, οφείλουν να επικαλεστούν το γενικό δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001 και, τρίτον, ότι, εφόσον η Επιτροπή είχε θέσει την καταγγελία στο αρχείο, η προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού εξαίρεση έπαυε να ισχύει, οπότε τα ζητηθέντα έγγραφα μπορούσαν πλέον να της δοθούν, υπό την προϋπόθεση ότι δεν καλύπτονταν από άλλη εξαίρεση του κανονισμού. Προς τούτο, η Επιτροπή επισύναψε κατάλογο εγγράφων που έφερε τον τίτλο «Ευρετήριο των εγγράφων του φακέλου». Τέλος, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους έκρινε σκόπιμο, βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα του περιβάλλοντος, να μη συνεχίσει την εξέταση της καταγγελίας.
29 Στη συνέχεια, η LPN ζήτησε να της επιτραπεί η πρόσβαση σε ορισμένα από τα έγγραφα που περιλαμβάνονταν στο «Ευρετήριο των εγγράφων του φακέλου» που της είχε κοινοποιήσει η Επιτροπή.
30 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 9 Μαΐου 2008 και το οποίο πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως Τ-186/08, η LPN άσκησε προσφυγή βάλλουσα ιδίως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Φεβρουαρίου 2008 με την οποία η καταγγελία της τέθηκε στο αρχείο.
31 Στις 20 Ιουνίου 2008, η LPN μπόρεσε να συμβουλευθεί τους φακέλους της ΓΔ «Περιβάλλον» και να λάβει γνώση του περιεχομένου ορισμένων από τα ζητηθέντα έγγραφα.
32 Με επιστολή της 11ης Ιουλίου 2008, η LPN επανέλαβε το αίτημά της περί παροχής προσβάσεως στα έγγραφα το περιεχόμενο των οποίων δεν της είχε γνωστοποιηθεί ή της είχε εν μέρει μόνο γνωστοποιηθεί.
33 Με έγγραφο της 24ης Οκτωβρίου 2008 με στοιχεία αναφοράς SG.E.3/MIB/psi D(2008) 8639 (στο εξής: απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2008), η Επιτροπή επέτρεψε, καταρχάς, στην LPN την πρόσβαση στο πλήρες περιεχόμενο 21 εγγράφων που περιλαμβάνονταν στον συνημμένο στο έγγραφο αυτό κατάλογο. Περαιτέρω, της επέτρεψε μερική πρόσβαση στο περιεχόμενο 16 άλλων εγγράφων που περιλαμβάνονταν στον εν λόγω κατάλογο. Τέλος αρνήθηκε να της επιτρέψει την πρόσβαση σε 10 άλλα έγγραφα που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο (βλ. σημεία 2.1 έως 2.3 της αποφάσεως της 24ης Οκτωβρίου 2008). Προς στήριξη της αρνήσεώς της να επιτρέψει την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα ή σε ορισμένα τμήματα εγγράφων, η Επιτροπή επικαλέστηκε την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, πλην όσον αφορά ορισμένα χωρία ενός εγγράφου ως προς τα οποία επικαλέστηκε την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού σχετικά με την προστασία των ένδικων διαδικασιών (βλ. σημεία 2.4.1 και 2.4.2 της αποφάσεως της 24ης Οκτωβρίου 2008).
34 Με επιστολή της 7ης Νοεμβρίου 2008, η Επιτροπή διαβίβασε στην LPN δύο επιπλέον έγγραφα.
35 Με διάταξη της 7ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑186/08, LPN κατά Επιτροπής (η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), το Πρωτοδικείο απέρριψε ως απαράδεκτη τη μνημονευθείσα ανωτέρω στη σκέψη 30 προσφυγή της LPN, καθόσον αποσκοπούσε στην ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Φεβρουαρίου 2008 περί θέσεως της καταγγελίας στο αρχείο.
Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων
36 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18 Ιανουαρίου 2008, η LPN άσκησε την παρούσα προσφυγή.
37 Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, αντιστοίχως, στις 8, στις 19 και στις 20 Μαΐου 2008, το Βασίλειο της Δανίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία υπέρ της LPN. Με διάταξη της 8ης Ιουλίου 2008, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε τις παρεμβάσεις αυτές. Η Δημοκρατία της Φινλανδίας υπέβαλε το υπόμνημα παρεμβάσεώς της στις 27 Αυγούστου 2008, το δε Βασίλειο της Δανίας καθώς και το Βασίλειο της Σουηδίας υπέβαλαν τα δικά τους υπομνήματα παρεμβάσεως στις 22 Σεπτεμβρίου 2008. Η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις επί των εν λόγω υπομνημάτων παρεμβάσεως στις 5 Φεβρουαρίου 2009.
38 Η LPN, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
– να ακυρώσει την επίδικη απόφαση·
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
39 Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
– να απορρίψει την προσφυγή·
– να καταδικάσει την LPN στα δικαστικά έξοδα.
40 Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 Νοεμβρίου 2008, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι «η παρούσα προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου όσον αφορά τα δημοσιοποιηθέντα έγγραφα, καθόσον η [LPN] απώλεσε το έννομο συμφέρον της», ότι «το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής μεταβλήθηκε όσον αφορά τα έγγραφα στα οποία δεν επιτράπηκε η πρόσβαση» και ότι, «υπό τις περιστάσεις αυτές και σύμφωνα με το άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, παρέλκει πλέον η έκδοση αποφάσεως επί της παρούσας προσφυγής».
41 Η LPN και οι παρεμβαίνοντες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του αιτήματος αυτού εντός των ταχθεισών προθεσμιών.
42 Με τις παρατηρήσεις της επί του αιτήματος της Επιτροπής περί καταργήσεως της δίκης, η LPN ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να καλέσει την Επιτροπή, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του, να προσκομίσει τα έγγραφα το περιεχόμενο των οποίων δεν έχει ακόμα γνωστοποιηθεί στην LPN ή της έχει γνωστοποιηθεί μόνον αποσπασματικά.
43 Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.
44 Με έγγραφο της 12ης Ιουνίου 2010, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από τους κύριους διαδίκους να καταθέσουν ορισμένα έγγραφα και να απαντήσουν γραπτώς σε γραπτές ερωτήσεις. Οι διάδικοι αυτοί συμμορφώθηκαν προσκομίζοντας καταλόγους προσδιορίζοντες το σύνολο των ζητηθέντων εγγράφων στα οποία παρασχέθηκε στην LPN πλήρης ή μερική πρόσβαση κατά τη διάρκεια της δίκης και απάντησαν στις ερωτήσεις αυτές εντός των ταχθεισών προθεσμιών. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από όλους τους διαδίκους να διατυπώσουν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση τη γνώμη τους ως προς τις συνέπειες που θα έπρεπε να αντληθούν ενδεχομένως, για τη λύση της διαφοράς, από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2010, C‑139/07 P, Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, και C‑28/08 P, Επιτροπή κατά Bavarian Lager, οι οποίες δεν έχουν ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή.
45 Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Οκτωβρίου 2010.
46 Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η LPN παραιτήθηκε από το αίτημά της περί ελέγχου της νομιμότητας της αποφάσεως της 24ης Οκτωβρίου 2008 καθώς και από τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, που αντλείται από τη μη τήρηση της προθεσμίας του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, υπό τον όρον ότι το Γενικό Δικαστήριο θα λάβει υπόψη του, στο πλαίσιο της αποφάσεώς του επί των δικαστικών εξόδων, την καθυστέρηση με την οποία εκδόθηκε η επίδικη απόφαση. Εξάλλου, η LPN δέχθηκε να περιοριστεί το αντικείμενο της διαφοράς στα έγγραφα ή τα αποσπάσματα εγγράφων στα οποία δεν της έχει ακόμα επιτραπεί η πρόσβαση, υπό τον όρον ότι η Επιτροπή θα καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα που συνδέονται με το μέρος εκείνο της διαφοράς επί του οποίου το Γενικό Δικαστήριο δεν θα αποφανθεί. Οι δηλώσεις αυτές καταχωρίστηκαν στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.
47 Κατόπιν αιτήσεων διορθώσεως των πρακτικών της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εκ μέρους της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και της LPN, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου αντιστοίχως στις 19 και στις 20 Οκτωβρίου 2010, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, με διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2010, την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας. Αφού άκουσε τη γνώμη των λοιπών διαδίκων επί των εν λόγω αιτήσεων, το Γενικό Δικαστήριο προέβη στις ζητηθείσες διορθώσεις των πρακτικών της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και η προφορική διαδικασία περατώθηκε.
Σκεπτικό
Επί του αιτήματος καταργήσεως της δίκης
Επιχειρήματα των διαδίκων
48 Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, με έγγραφο της 3ης Απριλίου 2008, πληροφόρησε την LPN ότι ο λόγος της αρνήσεως κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 είχε παύσει να ισχύει και της απέστειλε κατάλογο εγγράφων περιλαμβανομένων στον φάκελο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως, ώστε αυτή να μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα. Υποστηρίζει επίσης ότι, στη συνέχεια, η LPN μπόρεσε να συμβουλευθεί ορισμένα από τα ζητηθέντα έγγραφα και υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση όσον αφορά τα έγγραφα για τα οποία δεν της παρασχέθηκε πρόσβαση ή της παρασχέθηκε μερική μόνον πρόσβαση. Η Επιτροπή αναφέρει ότι, προς απάντηση στην αίτηση αυτή, εξέδωσε την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2008. Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, με έγγραφο της 7ης Νοεμβρίου 2008, διαβίβασε στην LPN δύο επιπλέον έγγραφα.
49 Από τα ανωτέρω η Επιτροπή συνάγει, αφενός, ότι το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής μεταβλήθηκε λόγω του ότι επιτράπηκε η πρόσβαση σε μεγάλο μέρος των ζητηθέντων εγγράφων και, αφετέρου, ότι, προκειμένου για τα έγγραφα που αποτέλεσαν αντικείμενο πλήρους ή μερικής αρνήσεως της προσβάσεως, οι λόγοι της αρνήσεως δεν ήταν πλέον οι ίδιοι με εκείνους που επικαλέστηκε με την επίδικη απόφαση. Κατά συνέπεια, όσον αφορά τα δημοσιοποιηθέντα έγγραφα ή τμήματα εγγράφων, η LPN έχει απολέσει τον συμφέρον της προς ακύρωση της αποφάσεως αυτής, καθόσον μια τέτοια ακύρωση δεν θα της προσπόριζε κανένα πρόσθετο όφελος.
50 Η LPN, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες, ζητεί την απόρριψη του αιτήματος περί καταργήσεως της δίκης.
51 Η LPN υποστηρίζει, κυρίως, ότι, κατ’ ουσίαν, τα δημοσιοποιηθέντα έγγραφα της κοινοποιήθηκαν με καθυστέρηση και βάσει μη επαρκούς αιτιολογίας, ήτοι του ότι η διαδικασία λόγω παραβάσεως είχε περατωθεί, ενώ η πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα ήταν απαραίτητη κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας λόγω παραβάσεως, ώστε να μπορέσει να προβάλει λυσιτελώς την άποψή της και να αποφύγει την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής. Πάντως, στο μέτρο που έλαβε γνώση του περιεχομένου των εγγράφων αυτών, δεν αντιτίθεται στον περιορισμό του αντικειμένου της υπό κρίση διαφοράς μόνο στα έγγραφα που δεν δημοσιοποιήθηκαν ακόμα ή τα οποία δημοσιοποιήθηκαν μόνον εν μέρει, υπό τον όρον ότι η Επιτροπή θα καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα που συνδέονται με αυτό το μέρος της διαφοράς που απώλεσε το αντικείμενό του. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η LPN επιβεβαίωσε ότι συμφωνεί με αυτόν τον περιορισμό του αντικειμένου της διαφοράς, πράγμα που σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως (βλ. σκέψη 46 ανωτέρω).
52 Εξάλλου, όσον αφορά τα έγγραφα στα οποία δεν επιτράπηκε η πρόσβαση εν όλω ή εν μέρει, η LPN εμμένει στο αίτημά της για ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. Συναφώς, αμφισβητεί το ότι το αντικείμενο της διαφοράς και οι λόγοι της αρνήσεως μεταβλήθηκαν. Κατ’ αυτήν, η Επιτροπή δεν μπορεί να μετατρέπει, κατά τη διάρκεια της δίκης, τους λόγους αρνήσεως που επικαλείται, με μοναδικό στόχο την αποτροπή του ελέγχου της νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως. Επιπλέον, η LPN υποστηρίζει ότι εξακολουθεί να έχει συμφέρον στη δημοσιοποίηση των εγγράφων το περιεχόμενο των οποίων δεν της έχει ακόμα γνωστοποιηθεί ή της έχει γνωστοποιηθεί μόνο μερικώς, καθώς και σε δεόντως αιτιολογημένη απάντηση που να εκθέτει τους λόγους για τους οποίους δεν της επιτράπηκε η πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας λόγω παραβάσεως. Η LPN εκτιμά ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, ο προβαλλόμενος στην επίδικη απόφαση λόγος της αρνήσεως ο οποίος αφορούσε την προστασία του σκοπού των δραστηριοτήτων έρευνας δεν ήταν βάσιμος.
53 Εν πάση περιπτώσει, η LPN υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πρέπει να επιβαρυνθεί με τα δικαστικά έξοδα, αφενός, διότι δεν αιτιολόγησε δεόντως την άρνησή της να δημοσιοποιήσει τα ζητηθέντα έγγραφα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας λόγω παραβάσεως και, αφετέρου, διότι έχει την πλήρη ευθύνη της καταστάσεως στην οποία οφείλεται το παρόν παρεμπίπτον δικονομικό ζήτημα.
54 Η Δημοκρατία της Φινλανδίας αμφισβητεί το ότι το αντικείμενο της διαφοράς μεταβλήθηκε κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 24ης Οκτωβρίου 2008. Κατ’ αυτήν, το γεγονός απλώς και μόνον ότι ο λόγος αρνήσεως που προβάλλεται με την απόφαση αυτή διαφέρει από τους λόγους αρνήσεως στις οποίες στηριζόταν η επίδικη απόφαση ούτε συνεπάγεται τέτοια μεταβολή ούτε καθιστά την προσφυγή άνευ αντικειμένου κατά την έννοια του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά το Βασίλειο της Σουηδίας, το γεγονός ότι η επίδικη απόφαση κατέστη «ανενεργή» κατά τη διάρκεια της δίκης δεν δημιουργεί υποχρέωση του Γενικού Δικαστηρίου να διαπιστώσει ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου, εφόσον η απόφαση αυτή δεν έχει τυπικώς ανακληθεί. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η LPN εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον στον έλεγχο της νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως και στην ακύρωσή της. Οι παρεμβαίνοντες διευκρινίζουν ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της διαφοράς εκδίδοντας δεύτερη απόφαση περιέχουσα νέα ή τροποποιημένη αιτιολογία, καθόσον η ενέργεια αυτή δεν επηρεάζει το κύρος της αρχικής αποφάσεως και αντιβαίνει στην αρχή της ασφάλειας δικαίου. Κατά τους παρεμβαίνοντες, αν επιτραπεί αυτός ο τρόπος ενέργειας, ένα όργανο θα μπορούσε να εξαιρεί από τον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου την αιτιολογία μιας αμφισβητουμένης πράξεως εκδίδοντας μεταγενέστερα άλλες πράξεις έχουσες μεν το ίδιο αντικείμενο, αλλά στηριζόμενες σε διαφορετική αιτιολογία.
Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
55 Υπενθυμίζεται ότι, προς στήριξη του αιτήματός της περί καταργήσεως της δίκης, η Επιτροπή προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο επιχειρήματα. Αφενός, η παρούσα προσφυγή έχει απολέσει το αντικείμενό της και η LPN το έννομο συμφέρον της στο μέτρο που η προσφυγή αυτή αφορά έγγραφα των οποίων το περιεχόμενο της γνωστοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης. Αφετέρου, κατά την Επιτροπή, λόγω της αποφάσεως της 24ης Οκτωβρίου 2008, το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής μεταβλήθηκε στο μέτρο που η απόφαση αυτή στηρίζεται σε δύο νέους λόγους αρνήσεως οι οποίοι διαφέρουν από εκείνον του οποίου έγινε επίκληση προς στήριξη της επίδικης αποφάσεως.
56 Όπως έχει αναγνωριστεί από πάγια νομολογία, το αντικείμενο της διαφοράς, όπως καθορίστηκε με το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης, πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται, όπως και το έννομο συμφέρον, μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, πράγμα που προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2007, C‑362/05 P, Wunenburger κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4333, σκέψη 42· απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑45/06, Reliance Industries κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2399, σκέψη 35).
57 Στο μέτρο που στην LPN παρασχέθηκε, κατά τη διάρκεια της δίκης, πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα και αποσπάσματα εγγράφων, πρέπει να θεωρηθεί ότι η διαφορά απώλεσε το αντικείμενό της και, ως εκ τούτου, παρέλκει πλέον η έκδοση αποφάσεως (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Νοεμβρίου 2004, T‑84/03, Turco κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. II‑4061, σκέψεις 28 έως 30).
58 Όσον αφορά τα έγγραφα στα οποία δεν έχει ακόμα παρασχεθεί πρόσβαση στην LPN, ή στα οποία της έχει παρασχεθεί μόνο μερική πρόσβαση, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή εξέδωσε νέα απόφαση όσον αφορά την πρόσβαση σε μέρος των εγγράφων που αφορούσε η επίδικη απόφαση δεν επιτρέπει, αυτό καθαυτό, να συναχθεί ότι η διαφορά έχει απολέσει το αντικείμενό της.
59 Πράγματι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η έκδοση, εκ μέρους της Επιτροπής, της αποφάσεως της 24ης Οκτωβρίου 2008 στέρησε την επίδικη απόφαση από ορισμένα από τα έννομα αποτελέσματά της, η διαφορά διατήρησε το αντικείμενό της λόγω του ότι η τελευταία αυτή απόφαση δεν έχει τυπικώς ανακληθεί από την Επιτροπή (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 56 απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψεις 47 έως 49), όπως η ίδια αναγνώρισε απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, οπότε η επίδικη απόφαση εξακολουθεί, καταρχήν, να παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.
60 Εξάλλου, όσον αφορά την απώλεια του εννόμου συμφέροντος, πρέπει να υπομνησθεί ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι ο προσφεύγων μπορεί να διατηρεί έννομο συμφέρον στην ακύρωση μιας πράξεως προς αποτροπή του ενδεχομένου επαναλήψεως της προβαλλόμενης πλημμέλειας στο μέλλον. Αυτό το έννομο συμφέρον απορρέει από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δυνάμει του οποίου τα όργανα που εξέδωσαν την ακυρωθείσα πράξη οφείλουν να λάβουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως. Πάντως, αυτό το έννομο συμφέρον υφίσταται μόνον αν η προβαλλόμενη πλημμέλεια είναι δυνατόν να επαναληφθεί στο μέλλον ανεξαρτήτως των περιστάσεων της υποθέσεως στο πλαίσιο της οποίας ασκήθηκε η προσφυγή (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 56 απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψεις 50 έως 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· προμνησθείσα στη σκέψη 56 απόφαση Reliance Industries κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 43).
61 Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι, στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή καθόρισε μια θέση αρχής ως προς την άρνηση παροχής προσβάσεως στο σύνολο των εγγράφων που περιλαμβάνονταν στον φάκελο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως στον τομέα του περιβαλλοντικού δικαίου και, αφετέρου, ότι η LPN αποτελεί ένωση έχουσα ως κύριο σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος και την ενεργό συμμετοχή στις διαδικασίες λήψεως των σχετικών αποφάσεων. Κατά συνέπεια, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υφίσταται αρκετά συγκεκριμένος και ανεξάρτητος των περιστάσεων της παρούσας υποθέσεως κίνδυνος να επαναληφθεί στο μέλλον έναντι της LPN, σε ανάλογες καταστάσεις, δηλαδή όταν θα ζητεί από την Επιτροπή να της επιτρέψει την πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν περιβαλλοντικής φύσεως πληροφορίες σχετικές με εν εξελίξει διαδικασία λόγω παραβάσεως, η ίδια προβαλλόμενη πλημμέλεια.
62 Συνεπώς, πρέπει να συναχθεί ότι η LPN διατηρεί έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη απόφαση στο μέτρο που η εν λόγω απόφαση ενείχε άρνηση παροχής προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα βάσει της εξαιρέσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, που αφορά, ιδίως, την προστασία του σκοπού των δραστηριοτήτων έρευνας, όπως αυτή πρέπει να νοείται υπό το φως των συναφών κανόνων του κανονισμού 1367/2006.
63 Ενόψει αυτού του κινδύνου επαναλήψεως της προβαλλόμενης παρανομίας, δεν έχει σημασία το αν, σε περίπτωση ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν θα υποχρεούται οπωσδήποτε, δυνάμει του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να επιτρέψει στην LPN την πρόσβαση στα έγγραφα που δεν έχουν ακόμα δημοσιοποιηθεί ή έχουν εν μέρει μόνο δημοσιοποιηθεί, με το αιτιολογικό ότι η Επιτροπή μπορεί να εξακολουθήσει να επικαλείται την εξαίρεση που αφορά την προστασία της διαδικασίας λήψεως των αποφάσεων λόγω του οριστικού και απρόσβλητου χαρακτήρα της αποφάσεως της 24ης Οκτωβρίου 2008. Πράγματι, όπως αναγνώρισε η ίδια η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στην περίπτωση αυτή θα υποχρεούται να προβεί σε νέα εκτίμηση της αιτήσεως παροχής προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα βάσει ενδεχομένων νέων πραγματικών και νομικών στοιχείων.
64 Συνεπώς, βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα της Επιτροπής περί καταργήσεως της δίκης, στο μέτρο που αφορά τα έγγραφα το περιεχόμενο των οποίων δεν έχει ακόμα γνωστοποιηθεί στην LPN ή της έχει μόνον εν μέρει γνωστοποιηθεί.
Σύνοψη των λόγων ακυρώσεως
65 Κατόπιν του περιορισμού του αντικειμένου της παρούσας προσφυγής κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρέπει να εξεταστούν δύο λόγοι ακυρώσεως τους οποίους προέβαλε, κατ’ ουσίαν, η LPN.
66 Αφενός, η LPN υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση συνιστά παράβαση πλειόνων διατάξεων του κανονισμού 1367/2006 και, ειδικότερα, του άρθρου 6 του εν λόγω κανονισμού.
67 Αφετέρου, η LPN επικαλείται μη τήρηση της εξαιρέσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 που αφορά, μεταξύ άλλων, την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας.
68 Ο δεύτερος αυτός λόγος υποδιαιρείται σε τρία σκέλη. Πρώτον, η LPN προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέλειψε παρανόμως να εξετάσει και να αιτιολογήσει, κατά τρόπο συγκεκριμένο και εξατομικευμένο, το αν και σε ποιο βαθμό η εξαίρεση αυτή είχε εφαρμογή σε κάθε ένα από τα έγγραφα για τα οποία ζητήθηκε πρόσβαση και τα οποία δεν είχαν ακόμα δημοσιοποιηθεί. Δεύτερον, η Επιτροπή εσφαλμένως παρέλειψε να εκτιμήσει κατά πόσον έπρεπε, τουλάχιστον, να επιτραπεί μερική πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα. Τρίτον, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τα δημόσια συμφέροντα των οποίων έγινε επίκληση με την αίτηση παροχής προσβάσεως και τα οποία επέβαλλαν τη δημοσιοποίηση των εν λόγω εγγράφων.
69 Λαμβανομένου υπόψη ότι ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αλληλεπικαλύπτονται, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να τους εκτιμήσει από κοινού.
Επί του πρώτου και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλούνται από παράβαση του κανονισμού 1367/2006 και του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001
Επιχειρήματα των διαδίκων
– Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παράβαση του κανονισμού 1367/2006
70 Βάσει των συναφών διατάξεων του κανονισμού 1367/2006, η LPN υποστηρίζει ότι τα έγγραφα για τα οποία ζητήθηκε πρόσβαση περιέχουν πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιηθούν, λαμβανομένων υπόψη των περιβαλλοντικών συμφερόντων τα οποία επιδιώκει να προασπίσει και να προστατεύσει στο πλαίσιο του σχεδίου κατασκευής φράγματος. Κατ’ αυτήν, έστω και αν, δυνάμει του άρθρου 6 του εν λόγω κανονισμού, η ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που να επιτρέπει παρέκκλιση από τις προβαλλόμενες εξαιρέσεις δεν μπορούσε να προεξοφληθεί εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν απαλλασσόταν από την υποχρέωση να εκτιμήσει συγκεκριμένα κατά πόσον υπάρχει, τουλάχιστον, δημόσιο συμφέρον που να εξυπηρετείται από τη δημοσιοποίηση. Ωστόσο, αντίθετα προς της επιταγές του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του ίδιου κανονισμού, η Επιτροπή προέβη σε «αυτόματη» εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού 1049/2001 και δεν τήρησε την υποχρέωσή της να ερμηνεύει στενά κάθε λόγο αρνήσεως στηριζόμενο στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, λαμβανομένου υπόψη του δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση.
71 Κατά συνέπεια, η LPN υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως στενής ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, η οποία επιβάλλεται από το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006.
72 Με το υπόμνημα απαντήσεως, η LPN αμφισβητεί τη θέση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία ο κανονισμός 1367/2008 δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση. Κατ’ αυτήν, η ίδια η Επιτροπή αναγνώρισε εμμέσως ότι δεν εξέτασε κατά πόσον τα συγκεκριμένα έγγραφα περιείχαν πληροφορίες σχετικές με εκπομπές στο περιβάλλον. Συνεπώς, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του εν λόγω κανονισμού.
73 Οι γενικοί κανόνες προσβάσεως τους οποίους θεσπίζει ο κανονισμός 1049/2001 δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μη εφαρμογή των ειδικότερων κανόνων που προβλέπει ο κανονισμός 1367/2006 όσον αφορά την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα. Κατά την LPN, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, πρέπει να εκλαμβάνεται υπό ευρεία έννοια ο όρος «περιβαλλοντικές πληροφορίες», που περιέχεται στην όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1367/2006, η οποία πρέπει να αναγνωσθεί υπό το πρίσμα της Συμβάσεως σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, που υπογράφηκε στο Ώρχους (Århus) στις 25 Ιουνίου 1998 (στο εξής: Σύμβαση του Ώρχους) και η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ L 124, σ. 1).
74 Συγκεκριμένα, η LPN εκτιμά ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 1367/2006, ο κανονισμός 1049/2001 διέπει μόνον τη μορφή της άσκησης αυτού του δικαιώματος προσβάσεως και τον τρόπο με τον οποίο οι πληροφορίες δημοσιοποιούνται από την Επιτροπή. Συνεπώς, κατά την εφαρμογή αυτού του κανονισμού, και ιδίως των εξαιρέσεων που μπορούν να δικαιολογήσουν την απόρριψη αιτήσεως προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τις ειδικές προϋποθέσεις του κανονισμού 1367/2006. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από το άρθρο 15 του εν λόγω κανονισμού, που παραπέμπει ρητώς στις εξαιρέσεις τις οποίες προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001 και οι οποίες πρέπει να εφαρμόζονται υπό την επιφύλαξη των ειδικότερων διατάξεων του κανονισμού 1367/2006 σχετικά με τις αιτήσεις προσβάσεως στις περιβαλλοντικές πληροφορίες.
75 Εξάλλου, ακόμα και αν, προκειμένου για τις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του τις «[έρευνες], ιδίως [εκείνες] που αφορούν τυχόν παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου», η δεύτερη περίοδος της διατάξεως αυτής ορίζει σαφώς ότι οι λόγοι απορρίψεως που στηρίζονται στις άλλες εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά, λαμβανομένου υπόψη του δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετείται από τη δημοσιοποίηση και του κατά πόσον οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον. Συνεπώς, αφενός, ακόμα και αν το τεκμήριο της υπάρξεως υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος δεν μπορεί να εφαρμοστεί, η Επιτροπή οφείλει να εκτιμά συγκεκριμένα την ύπαρξη δημοσίου συμφέροντος και, αφετέρου, το αν η ζητηθείσα πληροφορία έχει σχέση με εκπομπές στο περιβάλλον, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή οφείλει να ερμηνεύει τους λόγους απορρίψεως κατά τρόπο περιοριστικό.
76 Συναφώς, η LPN υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί εγκύρως να επικαλεστεί την προμνησθείσα στη σκέψη 19 απόφαση Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, η οποία εκδόθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος των κανονισμών 1049/2001 και 1367/2006. Διευκρινίζει ότι ο κώδικας συμπεριφοράς όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 1993 (ΕΕ L 340, σ. 41, στο εξής: κώδικας συμπεριφοράς), που τέθηκε σε εφαρμογή με την απόφαση 93/731/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Συμβουλίου (ΕΕ L 340, σ. 43), και [με] την απόφαση 94/90/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ, της 8ης Φεβρουαρίου 1994, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής (ΕΕ L 46, σ. 58), και ο οποίος προηγήθηκε των δύο αυτών κανονισμών, δεν απαιτούσε τόσο συγκεκριμένη και αιτιολογημένη εκτίμηση των καταστάσεων στις οποίες η πρόσβαση σε έγγραφα μπορούσε να θίξει την εύρυθμη διεξαγωγή μιας έρευνας και μάλιστα δεν προέβλεπε ότι υπέρτερο δημόσιο συμφέρον μπορούσε να υπερισχύσει του συμφέροντος προστασίας του σκοπού των δραστηριοτήτων έρευνας. Τέλος, η LPN αναφέρει ότι, σε αντίθεση προς την κατάσταση την οποία αφορούσε η προμνησθείσα στη σκέψη 19 απόφαση Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σε περίπτωση εφαρμογής του κώδικα συμπεριφοράς μόνο δύο από τα δεόντως προσδιορισμένα έγγραφα θα είχαν εξαιρεθεί από την εφαρμογή του «κανόνα του συντάκτη» και ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή ούτε καν συμβουλεύθηκε τις πορτογαλικές αρχές προκειμένου να πληροφορηθεί αν ήταν δυνατή η δημοσιοποίηση των εγγράφων που προέρχονταν από τις αρχές αυτές.
77 Συναφώς, η LPN ισχυρίζεται ότι, εν προκειμένω, λόγω της εφαρμογής του κανονισμού 1367/2006, ακόμα και οι πληροφορίες που συνδέονταν με έρευνα ήταν δυνατόν να δημοσιοποιηθούν, λαμβανομένου υπόψη του αποτελέσματος της εκτιμήσεως του δημοσίου συμφέροντος η οποία επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 6 του εν λόγω κανονισμού.
78 Οι παρεμβαίνοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την επίδικη απόφαση, παρέβη το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006.
79 Κατά τη Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, ο κοινοτικός νομοθέτης υπογράμμισε, στον κανονισμό 1367/2006, τη σημασία της προσβάσεως του κοινού στις περιβαλλοντικές πληροφορίες σε σχέση προς τους γενικούς κανόνες προσβάσεως τους οποίους καθορίζει ο κανονισμός 1049/2001. Συνεπώς, το άρθρο 6 του κανονισμού 1367/2006, έστω και αν δεν είχε άμεση εφαρμογή σε διαδικασία λόγω παραβάσεως, όπως η διαδικασία της υπό κρίση περιπτώσεως, περιέχει ειδικούς κανόνες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εκτιμάται, στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001, το ιδιαιτέρως σημαντικό δημόσιο συμφέρον στη δημοσιοποίηση περιβαλλοντικών πληροφοριών, ιδίως όσον αφορά τις εκπομπές στο περιβάλλον.
80 Έτσι, σύμφωνα με το Βασίλειο της Δανίας και τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, όταν ένα όργανο εξετάζει αίτηση προσβάσεως σε έγγραφο το οποίο περιέχει περιβαλλοντικές πληροφορίες, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του τους σκοπούς του κανονισμού 1367/2006, όπως αυτός έχει ερμηνευθεί υπό το φως της Συμβάσεως του Ώρχους, η οποία μνημονεύει την ιδιαίτερη σημασία και την ανάγκη βελτιώσεως της προσβάσεως των ιδιωτών στις εν λόγω πληροφορίες σε σχέση με την πρόσβαση που προβλέπουν οι γενικοί κανόνες του κανονισμού 1049/2001, δεδομένου ότι μια τέτοια πρόσβαση συμβάλλει σημαντικά στην προστασία του περιβάλλοντος. Συνεπώς, η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη της τις αρχές αυτές κατά την εξέταση και την εφαρμογή των εξαιρέσεων του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, και στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της υπάρξεως (υπέρτερου) δημοσίου συμφέροντος για δημοσιοποίηση, προκειμένου να εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια για τους πολίτες της Ένωσης.
81 Η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας αμφισβητούν την άποψη της Επιτροπής ότι η τελευταία περίοδος του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006 περιορίζεται να υπενθυμίσει την αρχή σύμφωνα με την οποία οι εξαιρέσεις του κανονισμού 1049/2001 πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τρόπο περιοριστικό. Η περίοδος αυτή σημαίνει, εξάλλου, ότι, κατά την εξέταση των συναφών πληροφοριών, το όργανο οφείλει ιδιαιτέρως να λαμβάνει υπόψη αυτή την επιταγή στενής ερμηνείας καθώς και το δημόσιο συμφέρον για τη λήψη πληροφοριών σχετικά με τις εκπομπές στο περιβάλλον. Επομένως, ακόμα και αν η στάθμιση των αντικρουομένων συμφερόντων πρέπει τυπικώς να γίνεται στο πλαίσιο του κανονισμού 1049/2001 και μόνον, υπό το φως του κανονισμού 1367/2006, θα πρέπει να προσδίδεται μεγαλύτερο βάρος στο γενικό συμφέρον για μεγαλύτερη διαφάνεια οσάκις πρόκειται για περιβαλλοντικές πληροφορίες.
82 Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρώσεως.
– Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001
83 Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την απουσία συγκεκριμένης εξετάσεως των εγγράφων που αφορούσε η αίτηση προσβάσεως, η LPN αμφισβητεί το βάσιμο της αιτιολογίας –την οποία θεωρεί υπερβολικά ασαφή και γενική– που προέβαλε η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση προς δικαιολόγηση της απορρίψεως της αιτήσεως προσβάσεως. Κατά την LPN, δυνάμει της υποχρεώσεως στενής ερμηνείας την οποία της επιβάλλει το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει συγκεκριμένα κάθε ένα από τα εν λόγω έγγραφα προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, πράγμα που παρέλειψε να πράξει εν προκειμένω, αντίθετα προς τις επιταγές της νομολογίας. Εξάλλου, αν γινόταν δεκτό ότι όλα τα έγγραφα που άπτονται δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως, έρευνας ή οικονομικού ελέγχου καλύπτονται από την εξαίρεση αυτή επί όσο χρονικό διάστημα δεν έχει αποφασιστεί η συνέχεια που πρέπει να δοθεί στις δραστηριότητες αυτές, αυτό θα ισοδυναμούσε με εξάρτηση της προσβάσεως στα εν λόγω έγγραφα από ένα αβέβαιο, μελλοντικό και ενδεχομένως χρονικώς απομακρυσμένο γεγονός, εξαρτώμενο από τη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής καθώς και από την ταχύτητα και επιμέλεια με την οποία ενεργούν οι διάφορες αρχές.
84 Εξάλλου, είναι εσφαλμένη η άποψη ότι η δημοσιοποίηση όλων των εγγράφων στα οποία ζητήθηκε πρόσβαση θέτει σε κίνδυνο την ικανότητα της Επιτροπής να εξετάσει την παράβαση και να καταλήξει, ενδεχομένως, σε φιλική λύση. Κατά την LPN, η αίτηση προσβάσεως αποσκοπεί, αντιθέτως, στο να «παράσχει βοήθεια στην Επιτροπή να καταλήξει σε συμφωνία η οποία να εξασφαλίζει και να μεριμνά για την τήρηση των αυστηρών κοινοτικών περιβαλλοντικών κανόνων, οι οποίοι δεσμεύουν τόσο τα κράτη μέλη όσο και την Επιτροπή». Όμως, η Επιτροπή δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους η δημοσιοποίηση των συγκεκριμένων εγγράφων ήταν ικανή να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη ενός τέτοιου φιλικού διακανονισμού με τις πορτογαλικές αρχές. Η LPN υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απόρριψη της αιτήσεως προσβάσεως επικαλούμενη καθαρά υποθετικούς και αβάσιμους κινδύνους. Επιπλέον, το παράδειγμα των πρακτικών μιας επισκέψεως εκπροσώπων της ΓΔ «Περιβάλλον», τον Ιούλιο του 2007, στην περιοχή στην οποία επρόκειτο να κατασκευαστεί το φράγμα του ποταμού Sabor, επισκέψεως στην οποία η ίδια μετέσχε, αποδεικνύει ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υπήρχε εν προκειμένω. Κατ’ αυτήν, κακώς η Επιτροπή παραπέμπει στην προμνησθείσα στη σκέψη 19 απόφαση Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, εφόσον η απόφαση αυτή εκδόθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο ο κανονισμός 1367/2006 δεν είχε ακόμα τεθεί σε ισχύ, και στηρίχθηκε, σε μεγάλο βαθμό, στον «κανόνα του συντάκτη», τον οποίο δεν επαναλαμβάνει ο κανονισμός 1049/2001 και ο οποίος απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωση εξετάσεως εγγράφων που έχουν συνταχθεί από τρίτους. Η LPN υποστηρίζει ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να προβεί στην εξέταση αυτή για κάθε συγκεκριμένο έγγραφο, πράγμα που παρέλειψε να πράξει. Κάθε άλλη ερμηνεία θα αντέβαινε στις επιταγές της νομολογίας όσον αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού.
85 Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η LPN υποστηρίζει ότι η άρνηση της Επιτροπής να της επιτρέψει μερική τουλάχιστον πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
86 Από την επίδικη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένη εκτίμηση των πληροφοριών που περιέχονται στα έγγραφα αυτά και περιορίστηκε να παραθέσει την προειδοποιητική επιστολή της και την απάντηση των πορτογαλικών αρχών χωρίς να εξετάσει το συγκεκριμένο περιεχόμενό τους υπό το φως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Επιπλέον, η LPN εκτιμά ότι η Επιτροπή εσφαλμένως αναφέρθηκε σε πολύ γενικές κατηγορίες εγγράφων του φακέλου χωρίς καν να διευκρινίσει τον αριθμό τους καθώς και στην ύπαρξη υποτιθεμένων «ζητηθεισών αιτιολογημένων γνωμών» (reasoned opinions requested) τις οποίες αγνοεί. Όμως, μια συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εν λόγω εγγράφων ήταν απαραίτητη προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον ήταν δυνατή η μερική δημοσιοποίηση.
87 Με το υπόμνημα απαντήσεως, η LPN υποστηρίζει, βάσει όλων των ανωτέρω, ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της συνεργασίας, της διαφάνειας και της αναλογικότητας.
88 Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η LPN απορρίπτει τη διαπίστωση ότι δεν υπήρχε κανένα δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων με την αιτιολογία ότι οι συγκεκριμένες προσβολές του περιβάλλοντος μπορούσαν να εξακριβωθούν μόνον από το Δικαστήριο στην περίπτωση που η Επιτροπή θα έφερε την υπόθεση ενώπιόν του. Κατά την LPN, η διαπίστωση αυτή είναι, καταρχάς, ασυμβίβαστη με το θεμελιώδες δικαίωμα κάθε ιδιώτη να συμμετέχει στις διαδικασίες που αφορούν το περιβάλλον, όπως το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζεται από τον κανονισμό 1367/2006. Κατ’ αυτήν, το δημόσιο συμφέρον που αποσκοπεί, ιδίως, στην προστασία του περιβάλλοντος δεν χρειάζεται προηγούμενη επιβεβαίωση από τον δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περαιτέρω, η διαπίστωση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή την είχε διαβεβαιώσει ότι θα μπορούσε να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της προτού ληφθεί οριστική απόφαση επί της διαδικασίας λόγω παραβάσεως που είχε κινηθεί κατόπιν της καταγγελίας της. Συναφώς, υποστηρίζει ότι τα έγγραφα για τα οποία ζητήθηκε η πρόσβαση της επέτρεπαν να ασκήσει περισσότερο λυσιτελώς το δικαίωμά της να διατυπώσει την άποψή της στο πλαίσιο αυτό προς τον σκοπό της προστασίας των δημοσίων περιβαλλοντικών συμφερόντων που θίγονταν από το σχέδιο κατασκευής φράγματος.
89 Εξάλλου, η ενδεχόμενη αναγνώριση, εκ μέρους του Δικαστηρίου, της υπάρξεως παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από την Πορτογαλική Δημοκρατία στερείται σημασίας και δεν είναι ικανή να επηρεάσει το δικαίωμα κάθε ιδιώτη να συμμετέχει, κατά τρόπο συγκεκριμένο και προληπτικώς, στην προστασία του περιβάλλοντος, ιδίως καθόσον οι αρνητικές για το περιβάλλον συνέπειες μιας τέτοιας παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου δεν θα μπορούσαν πλέον να αποκατασταθούν από το κράτος μέλος εκ των υστέρων.
90 Κατά τους παρεμβαίνοντες, η Επιτροπή ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως την εξαίρεση που αφορά την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, και παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001.
91 Οι παρεμβαίνοντες υπενθυμίζουν ότι τα όργανα οφείλουν να εκτιμούν συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση, κατά πόσον ένα έγγραφο εμπίπτει στις εξαιρέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001. Η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη αυτή εξέταση πρέπει καταρχήν να γίνεται για κάθε πληροφορία που περιέχεται σε κάθε ένα από τα έγγραφα που αφορά η αίτηση προσβάσεως και να απορρέει από τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως. Όμως, από την αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη σε τέτοια συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση του περιεχομένου των ζητηθέντων εγγράφων. Στην απόφαση αυτή, δεν προσδιορίζονται καν τα έγγραφα των οποίων τη δημοσιοποίηση αρνήθηκε η Επιτροπή, ο δε κατάλογος των εν λόγω εγγράφων διαβιβάστηκε στην LPN μόλις κατά τη διάρκεια της δίκης. Το Βασίλειο της Σουηδίας προσθέτει ότι η κατάρτιση αυτού του καταλόγου δεν ισοδυναμεί, εν πάση περιπτώσει, με εξέταση του κατά πόσον η δημοσιοποίηση καθενός από τα έγγραφα αυτά, εν όλω ή εν μέρει, ήταν δυνατόν να προξενήσει συγκεκριμένη και πραγματική βλάβη σε προστατευόμενο συμφέρον.
92 Αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, δεν πληρούνταν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που της επέτρεπαν να απαλλαγεί, κατ’ εξαίρεση, από την υποχρέωσή της να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των ζητηθέντων εγγράφων, ήτοι οι περιπτώσεις στις οποίες είναι πρόδηλον ότι η πρόσβαση πρέπει να επιτραπεί ή να μην επιτραπεί. Η εξατομικευμένη και συγκεκριμένη εξέταση των εγγράφων για τα οποία ζητείται η πρόσβαση αποτελεί θεμελιώδη ερμηνευτική αρχή του κανονισμού 1049/2001, παρέκκλιση από την οποία χωρεί μόνο για επιτακτικούς λόγους τους οποίους η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε. Κατά τους παρεμβαίνοντες, το γεγονός και μόνον ότι τα ζητηθέντα έγγραφα αφορούν εν εξελίξει έρευνα δεν αρκεί, αυτό καθαυτό, προς δικαιολόγηση της εφαρμογής της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού αυτού.
93 Οι παρεμβαίνοντες υποστηρίζουν ότι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006 (βλ. σκέψεις 80 και 81 ανωτέρω), οι εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 πρέπει να ερμηνεύονται στενά και να εφαρμόζονται αυστηρά. Κατά το Βασίλειο της Δανίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, η αρχή της διαφάνειας αποσκοπεί στην εξασφάλιση, μέσω του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα, του μεγαλύτερου δυνατού σεβασμού της αρχής της ανοικτής λήψεως των αποφάσεων από τα θεσμικά όργανα καθώς και της μεγαλύτερης δυνατής νομιμότητας και υπευθυνότητας των οργάνων έναντι των πολιτών (πρώτη έως τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1049/2001) και καθορίζει, συνεπώς, την ερμηνεία που προσήκει τόσο στις γενικές αρχές όσο και στις επιμέρους διατάξεις του κανονισμού 1049/2001, και τούτο για οποιαδήποτε δραστηριότητα των οργάνων αυτών, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών λόγω παραβάσεως που κινεί η Επιτροπή.
94 Εξάλλου, ο κίνδυνος προσβολής του προστατευομένου συμφέροντος πρέπει να μπορεί να προβλεφθεί ευλόγως και να μην είναι καθαρά υποθετικός. Πιο συγκεκριμένα, η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων θα πρέπει να είναι πράγματι ικανή να θίξει την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας όσον αφορά τις συγκεκριμένες παραβάσεις. Όμως, η αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως αναφέρεται, κατά τρόπο γενικό, στην προ της ασκήσεως της προσφυγής φάση της εν εξελίξει διαδικασίας λόγω παραβάσεως και στο συμφέρον των κρατών μελών στην εξασφάλιση της εμπιστευτικότητας, χωρίς, ωστόσο, να διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους οι επίμαχες δραστηριότητες έρευνας θα θίγονταν ειδικά εξαιτίας της δημοσιοποιήσεως του περιεχομένου καθενός από τα εν λόγω έγγραφα. Όμως, η αιτιολογία αυτή ισοδυναμεί προς αναγνώριση του ότι κάθε διαδικασία λόγω παραβάσεως, τουλάχιστον έως την περάτωση της διοικητικής της φάσεως, πρέπει να διεξάγεται με απόλυτη μυστικότητα, πράγμα που δεν συμβιβάζεται με τον σκοπό του κανονισμού 1049/2001 που συνίσταται στην εξασφάλιση της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως στα έγγραφα. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από την κατάργηση του κανόνα του συντάκτη, καθόσον στόχος του κοινοτικού νομοθέτη ήταν να περιορίσει την εξουσία του συντάκτη να εμποδίζει τη δημοσιοποίηση ενός προερχομένου από αυτόν εγγράφου επικαλούμενος, κατά τρόπο αφηρημένο, το συμφέρον του προς τήρηση της εμπιστευτικότητας του περιεχομένου του εν λόγω εγγράφου. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν τήρησε την υποχρέωσή της να εξετάσει, κατά τρόπο συγκεκριμένο και εξατομικευμένο, κάθε ένα από τα ζητηθέντα έγγραφα προκειμένου να καθορίσει τον εμπιστευτικό ή μη χαρακτήρα του περιεχομένου τους και, ως εκ τούτου, να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει αυστηρά την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Το Βασίλειο της Δανίας προσθέτει ότι, πράττοντας αυτό, η Επιτροπή παρέβη επίσης την υποχρέωση αιτιολογήσεως που απορρέει από τον εν λόγω κανονισμό.
95 Ομοίως, κατά τους παρεμβαίνοντες, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, δυνάμει του οποίου σ’ αυτήν εναπόκειται να εκτιμήσει κατά πόσον το συμφέρον που προστατεύεται από την εν λόγω εξαίρεση δικαιολογεί την άρνηση της προσβάσεως σε ολόκληρο το ζητηθέν έγγραφο ή σε ορισμένα μόνο μέρη του, οπότε τα υπόλοιπα μέρη του εν λόγω εγγράφου δημοσιοποιούνται. Όμως, εφόσον δεν προέβη σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των ζητηθέντων εγγράφων, η Επιτροπή αναγκαστικά αγνόησε τη δυνατότητα μερικής δημοσιοποιήσεως του περιεχομένου τους. Συναφώς, το Βασίλειο της Δανίας και το Βασίλειο της Σουηδίας αμφισβητούν την άποψη περί γενικού και απόλυτου απορρήτου του περιεχομένου όλων των εγγράφων και όλων των πληροφοριών που αφορούν διαδικασία λόγω παραβάσεως. Έστω και αν υποτεθεί ότι τα έγγραφα αυτά περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει συγκεκριμένα κατά πόσον ένα μέρος των εν λόγω εγγράφων αφορούσε μη εμπιστευτικές πληροφορίες δυνάμενες να αποσπασθούν από το υπόλοιπο περιεχόμενο και να δημοσιοποιηθούν.
96 Οι παρεμβαίνοντες υποστηρίζουν ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή αγνόησε επίσης την ύπαρξη δημοσίου συμφέροντος στη δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων. Αντίθετα προς τις επιταγές που έχει αναγνωρίσει η νομολογία, η Επιτροπή δεν στάθμισε με την επίδικη απόφαση, αφενός, την ανάγκη προστασίας των δραστηριοτήτων έρευνας και, αφετέρου, το δημόσιο συμφέρον που άπτεται της δημοσιοποιήσεως των πληροφοριών για το περιβάλλον, τη σημασία της οποίας υπογραμμίζει ο κανονισμός 1367/2006. Κατ’ αυτούς, μια τέτοια στάθμιση θα είχε οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το συμφέρον στη δημοσιοποίηση υπερίσχυε του συμφέροντος στην προστασία της εμπιστευτικότητας. Συναφώς, το τυχόν ανεφάρμοστο του τεκμηρίου της υπάρξεως υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού δεν απάλλασσε την Επιτροπή από την υποχρέωση να εξετάσει κατά πόσον υπάρχει τέτοιο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον στη δημοσιοποίηση. Και τούτο κατά μείζονα λόγο καθόσον, αφενός, στο πλαίσιο αυτής της σταθμίσεως, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη της τους σκοπούς του κανονισμού 1367/2006 και της Συμβάσεως του Ώρχους, οι οποίοι αποδίδουν ιδιαίτερο βάρος στην πρόσβαση του κοινού στις περιβαλλοντικές πληροφορίες (βλ. σκέψεις 80 και 81 ανωτέρω), και, αφετέρου, η Επιτροπή, εν πάση περιπτώσει, δεν εξέτασε κατά πόσον η δημοσιοποίηση των πληροφοριών που περιέχονται σε κάθε ένα από τα ζητηθέντα έγγραφα ήταν ικανή να θίξει τους σκοπούς των δραστηριοτήτων έρευνας που προστατεύονται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.
97 Τέλος, κατά τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, η Επιτροπή δεν μπορούσε να περιοριστεί να εκτιμήσει ένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που αφορούσε τη δίωξη μιας σοβαρής παραβάσεως της οδηγίας περί οικοτόπων, αλλά όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως όλες τις περιστάσεις που μπορούσαν να έχουν σημασία εν προκειμένω. Συνεπώς, η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006.
98 Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.
Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
– Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
99 Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορούν, κατ’ ουσίαν, την ερμηνεία και την εφαρμογή της εξαιρέσεως περί της προστασίας των «[σκοπών] […] έρευνας», την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, όπως αυτή πρέπει να νοείται υπό το φως του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006.
100 Συναφώς, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως ασκουμένης δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, η νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως εκτιμάται σε συνάρτηση προς τα νομικά και πραγματικά στοιχεία που υπήρχαν κατά την ημερομηνία εκδόσεως της πράξεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 2009, T‑121/05, Borax Europe κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 48).
101 Όμως, εν προκειμένω, κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία λόγω παραβάσεως κινηθείσα κατά της Πορτογαλικής Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή είχε, καταρχήν, το δικαίωμα να επικαλεστεί την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, που αφορά την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2006, T‑391/03 και T‑70/04, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑2023, σκέψη 113, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑36/04, API κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3201, σκέψεις 121, 133 και 134).
102 Ωστόσο, οσάκις αρνείται την πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα βάσει της εξαιρέσεως αυτής, η Επιτροπή οφείλει, αφενός, να τηρεί την υποχρέωση εξετάσεως του κατά πόσον τα έγγραφα αυτά καλύπτονται πράγματι στο σύνολό τους από την εξαίρεση αυτή και, αφετέρου, να σταθμίζει ορθώς τα τυχόν υπέρτερα δημόσια συμφέροντα για τη δημοσιοποίησή τους και το συμφέρον στην προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα τους (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, C‑39/05 P και C‑52/05 P, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. I‑4723, σκέψεις 33 επ., και απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Απριλίου 2005, T‑2/03, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1121, σκέψεις 69 επ.).
103 Έτσι, δεδομένου ότι η LPN και οι παρεμβαίνοντες προσάπτουν στην Επιτροπή, κυρίως, ότι δεν προέβη σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των ζητηθέντων εγγράφων και ότι δεν έλαβε επαρκώς υπόψη της, στο πλαίσιο αυτό, τις διατάξεις του κανονισμού 1367/2006, πρέπει, κατά πρώτον, να εξεταστεί σε ποιο βαθμό ο τελευταίος αυτός κανονισμός μπορεί να μεταβάλει το περιεχόμενο της υποχρεώσεως εξετάσεως την οποία υπέχει η Επιτροπή από τον κανονισμό 1049/2001.
104 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε βάσει τόσο του κανονισμού 1049/2001 όσο και του κανονισμού 1367/2006.
– Επί των επιπτώσεων του κανονισμού 1367/2006 στο περιεχόμενο της υποχρεώσεως εξετάσεως την οποία υπέχει η Επιτροπή
105 Από την όγδοη και τη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1367/2006 και, ειδικότερα, από την έκφραση «υπό την επιφύλαξη άλλων ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού σχετικά με αιτήσεις για περιβαλλοντικές πληροφορίες», σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 και 6 του εν λόγω κανονισμού, προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός αποτελεί lex specialis σε σχέση προς τον κανονισμό 1049/2001 αντικαθιστώντας, τροποποιώντας ή διευκρινίζοντας ορισμένες από τις διατάξεις του δεύτερου αυτού κανονισμού οσάκις η αίτηση προσβάσεως αφορά «περιβαλλοντικές πληροφορίες» ή πληροφορίες που «σχετίζονται με εκπομπές στο περιβάλλον».
106 Πράγματι, πρώτον, από το άρθρο 3 του κανονισμού 1367/2006 προκύπτει ότι ο κανονισμός 1049/2001 αποτελεί τη ρύθμιση που ισχύει για κάθε αίτηση προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες τις οποίες έχει στην κατοχή του το εμπλεκόμενο όργανο.
107 Δεύτερον, όσον αφορά το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα περιέχοντα τέτοιες πληροφορίες, η δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη, δεύτερη περίοδος, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006, οι αντίστοιχες διατυπώσεις των οποίων συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό, επιβεβαιώνουν την αρχή σύμφωνα με την οποία κάθε εξαίρεση από υποκειμενικό δικαίωμα ή από γενική αρχή πηγάζουσα από το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος προσβάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 255 ΕΚ, σε συνδυασμό με τον κανονισμό 1049/2001, πρέπει να εφαρμόζεται και να ερμηνεύεται περιοριστικά (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1986, 222/84, Johnston, Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψη 36, και προμνησθείσα στη σκέψη 102 απόφαση Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 36). Όσον αφορά το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα περιέχοντα περιβαλλοντικές πληροφορίες, αυτή η υποχρέωση αυστηρής ερμηνείας των εξαιρέσεων που προβλέπονται από τον κανονισμό 1049/2001 ενισχύεται, αφενός, από την ανάγκη να λαμβάνει το εμπλεκόμενο όργανο υπόψη του το δημόσιο συμφέρον στη δημοσιοποίηση τέτοιων πληροφοριών καθώς και από την αναφορά στην υποχρέωση εξετάσεως του κατά πόσον οι πληροφορίες αυτές σχετίζονται με εκπομπές στο περιβάλλον και, αφετέρου, από το γεγονός ότι ο κανονισμός 1049/2001 δεν περιέχει ανάλογες διευκρινίσεις όσον αφορά την εφαρμογή των εν λόγω εξαιρέσεων στον τομέα αυτόν.
108 Τρίτον, το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006 δεν αναιρεί την αρχή την οποία καθιερώνει το άρθρο 4, παράγραφος 2, in fine, του κανονισμού 1049/2001 και σύμφωνα με την οποία το εμπλεκόμενο όργανο οφείλει να λάβει υπόψη του τυχόν υπέρτερο δημόσιο συμφέρον στη δημοσιοποίηση, αλλά περιορίζεται να τροποποιήσει και να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το όργανο αυτό εξετάζει το κατά πόσον υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον στη δημοσιοποίηση στο πλαίσιο αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα περιέχοντα περιβαλλοντικές πληροφορίες. Έτσι, το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 προβλέπει νόμιμο τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον στη δημοσιοποίηση οσάκις οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον, εκτός αν οι πληροφορίες αυτές αφορούν έρευνα, ιδίως δε έρευνα αφορώσα ενδεχόμενες παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, όπως υποστηρίζουν η LPN και οι παρεμβαίνοντες, ακόμα και αν το νόμιμο αυτό τεκμήριο δεν ισχύει για τα έγγραφα που αφορούν έρευνες διεξαγόμενες στο πλαίσιο διαδικασιών λόγω παραβάσεως, η διάταξη αυτή δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να λαμβάνει υπόψη, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, τυχόν υπέρτερα δημόσια συμφέροντα στη δημοσιοποίηση, ιδίως συμφέροντα που συνδέονται με περιβαλλοντικές πληροφορίες υπό ευρύτερη έννοια εκείνης των «εκπομπών στο περιβάλλον», καθώς και να προβαίνει στη στάθμιση συμφερόντων που απαιτείται από τη νομολογία (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 102 απόφαση Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψεις 44, 45 και 67).
109 Βάσει αυτών ακριβώς των σκέψεων θα πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον, στην υπό κρίση περίπτωση, η Επιτροπή τήρησε την υποχρέωσή της να εξετάσει αν τα ζητηθέντα έγγραφα καλύπτονταν πράγματι, στο σύνολό τους, από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006.
– Επί των απαιτήσεων στις οποίες υπόκειται η υποχρέωση εξετάσεως την οποία υπέχει η Επιτροπή
110 Όπως έχει γίνει δεκτό από πάγια νομολογία, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται αυστηρά κάθε εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως, το γεγονός ότι ένα έγγραφο αφορά δραστηριότητα έρευνας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, δεν αρκεί, αφεαυτού, για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής, καθόσον η εξαίρεση αυτή έχει εφαρμογή μόνον αν η δημοσιοποίηση των συγκεκριμένων εγγράφων όντως μπορεί να θίξει την προστασία των σκοπών της έρευνας της Επιτροπής όσον αφορά τις συγκεκριμένες παραβάσεις (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσες στη σκέψη 101 αποφάσεις Franchet και Byk, σκέψεις 105 και 109, και API κατά Επιτροπής, σκέψη 127). Πράγματι, αυτός ο κίνδυνος βλάβης του προστατευομένου συμφέροντος πρέπει να μπορεί να προβλεφθεί ευλόγως και να μην είναι καθαρά υποθετικός (προμνησθείσα στη σκέψη 102 απόφαση Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψεις 43 και 63). Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη διατύπωσή της, η εξαίρεση αυτή δεν αποσκοπεί στην προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας αυτών καθαυτές, αλλά του σκοπού αυτών των δραστηριοτήτων, ο οποίος συνίσταται, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως, στο να οδηγηθεί το εμπλεκόμενο κράτος μέλος να συμμορφωθεί προς το κοινοτικό δίκαιο (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 101 απόφαση API κατά Επιτροπής, σκέψεις 127 και 133 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ., επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην προμνησθείσα στη σκέψη 44 υπόθεση Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, οι οποίες δεν έχουν ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σημεία 109 έως 115).
111 Συνεπώς, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως κινηθείσας δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, όταν η δημοσιοποίηση ενός εγγράφου είναι ικανή να βλάψει την καλή διεξαγωγή αυτής της διαδικασίας λόγω παραβάσεως και, ειδικότερα, τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους, το όργανο αυτό μπορεί, καταρχήν, να αρνηθεί να επιτρέψει την πρόσβαση στο έγγραφο αυτό, διότι η δημοσιοποίησή του θα έβλαπτε την προστασία του σκοπού των δραστηριοτήτων έρευνας, ήτοι του σκοπού να οδηγηθεί το κράτος μέλος να συμμορφωθεί προς το κοινοτικό δίκαιο.
112 Εξάλλου, όπως έχει γίνει δεκτό από τη νομολογία, οσάκις ζητείται σε ένα όργανο να δημοσιοποιήσει ένα έγγραφο, το όργανο αυτό οφείλει να εκτιμήσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, κατά πόσον το έγγραφο αυτό εμπίπτει στις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως οι οποίες απαριθμούνται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 (προμνησθείσα στη σκέψη 102 απόφαση Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 35). Συναφώς, διευκρινίστηκε, αφενός, ότι η εξέταση της αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα πρέπει να είναι συγκεκριμένη και εξατομικευμένη και να αφορά το περιεχόμενο κάθε εγγράφου που αναφέρεται στην εν λόγω αίτηση και, αφετέρου, ότι η εξέταση αυτή πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως του οργάνου, όσον αφορά όλες τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου 4 του ίδιου κανονισμού επί των οποίων στηρίζεται η απόφαση αυτή (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 102 απόφαση του Πρωτοδικείου Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, σκέψεις 69 έως 74· βλ., επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην προμνησθείσα στη σκέψη 44 υπόθεση Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, σκέψεις 73 έως 80).
113 Υφίστανται, ωστόσο, πλείονες εξαιρέσεις της υποχρεώσεως της Επιτροπής να προβαίνει σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων για τα οποία ζητήθηκε πρόσβαση.
114 Πράγματι, έχει επανειλημμένως κριθεί ότι, εφόσον η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση στην οποία οφείλει καταρχήν να προβαίνει το όργανο προκειμένου να απαντήσει σε αίτηση προσβάσεως που του υποβλήθηκε βάσει του κανονισμού 1049/2001 αποσκοπεί στο να δώσει τη δυνατότητα στο εν λόγω όργανο, αφενός, να αξιολογήσει σε ποιο βαθμό έχει εφαρμογή κάποια εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως και, αφετέρου, να αξιολογήσει τη δυνατότητα μερικής προσβάσεως, η εξέταση αυτή μπορεί να μην είναι αναγκαία όταν, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως, είναι πρόδηλον ότι η πρόσβαση πρέπει ή δεν πρέπει να επιτραπεί. Αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που ορισμένα έγγραφα είτε, καταρχάς, καλύπτονται προδήλως στο σύνολό τους από εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως είτε, αντιστρόφως, είναι προφανώς προσβάσιμα στο σύνολό τους είτε, τέλος, έχουν αποτελέσει στο παρελθόν αντικείμενο συγκεκριμένης και εξατομικευμένης αξιολογήσεως από την Επιτροπή υπό παρόμοιες συνθήκες (προμνησθείσα στη σκέψη 102 απόφαση Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, σκέψη 75, και προμνησθείσα στη σκέψη 101 απόφαση API κατά Επιτροπής, σκέψη 58).
115 Επιπλέον, έχει κριθεί ότι επιτρέπεται καταρχήν στο ενδιαφερόμενο όργανο να στηρίζεται, ακόμα και στο πλαίσιο της αιτιολογήσεως της αρνητικής αποφάσεως, σε γενικά τεκμήρια που εφαρμόζονται σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, δεδομένου ότι παρόμοιες γενικού χαρακτήρα θεωρήσεις μπορούν να ισχύουν σε αιτήσεις δημοσιοποιήσεως που αφορούν έγγραφα της ιδίας φύσεως, υπό τον όρον ότι το όργανο αυτό εξετάζει σε κάθε περίπτωση αν οι γενικού χαρακτήρα θεωρήσεις που ισχύουν συνήθως για ένα ορισμένο είδος εγγράφου ισχύουν στην πραγματικότητα για το συγκεκριμένο έγγραφο του οποίου ζητείται η δημοσιοποίηση (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 102 απόφαση Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 50).
116 Εξάλλου, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την LPN και τους παρεμβαίνοντες, οι αιτιολογικές σκέψεις και οι διατάξεις του κανονισμού 1367/2006 επιβεβαιώνουν μεν την αρχή σύμφωνα με την οποία όλες οι προβλεπόμενες στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 255 ΕΚ πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά οσάκις η αίτηση προσβάσεως αφορά περιβαλλοντικές πληροφορίες (βλ. σκέψεις 105 έως 108 ανωτέρω), δεν περιλαμβάνουν, ωστόσο, καμία ένδειξη από την οποία να συνάγεται ότι οι γενικές σκέψεις που περιέχονται ανωτέρω στις σκέψεις 114 και 115 δεν έχουν εφαρμογή στις αιτήσεις προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες.
117 Ασφαλώς, το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, ως ειδικός κανόνας σε σχέση προς τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, περιλαμβάνει διευκρινίσεις σχετικά με την αυστηρή ερμηνεία των εξαιρέσεων που προβλέπονται από τις εν λόγω διατάξεις καθώς και με τη στάθμιση των αντικρουομένων συμφερόντων (βλ. σκέψεις 105 έως 108 ανωτέρω), πράγμα που μπορεί να καταλήξει σε πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες ευρύτερη από την πρόσβαση σε άλλες πληροφορίες που περιέχονται στα έγγραφα τα οποία βρίσκονται στην κατοχή των οργάνων. Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν ασκεί επιρροή επί του κατά πόσον το εμπλεκόμενο όργανο οφείλει να προβαίνει σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των ζητουμένων εγγράφων ή πληροφοριών. Επομένως, οι αναγνωριζόμενες από τη νομολογία προϋποθέσεις που επιτρέπουν στο όργανο αυτό να μην προβεί, κατ’ εξαίρεση, σε αυτή τη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση εφαρμόζονται mutatis mutandis όταν τα ζητούμενα έγγραφα εμπίπτουν προδήλως σε μία και την αυτή κατηγορία που ενδέχεται να καλύπτεται από μία από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις. Πράγματι, σύμφωνα με τις νομολογιακές αυτές αρχές, καίτοι προκύπτει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 ότι το τεκμήριο περί υπάρξεως υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος στη δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικών με εκπομπές στο περιβάλλον δεν ισχύει στο πλαίσιο εν εξελίξει διαδικασίας λόγω παραβάσεως, το σύνολο των εγγράφων που προέρχονται από μια τέτοια διαδικασία λόγω παραβάσεως ενδέχεται να προστατεύεται ως κατηγορία.
– Επί της τηρήσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, της υποχρεώσεως εξετάσεως των ζητηθέντων εγγράφων
118 Όσον αφορά το κατά πόσον, στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή τήρησε την υποχρέωσή της να εξετάσει τα ζητηθέντα έγγραφα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με την επίδικη απόφαση, τα έγγραφα που αποτέλεσαν το αντικείμενο της αλληλογραφίας μεταξύ της Επιτροπής και των πορτογαλικών αρχών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας λόγω παραβάσεως καλύπτονταν όλα από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, η οποία αφορά την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου. Προς στήριξη του συμπεράσματος αυτού, η Επιτροπή στηρίχθηκε, κατ’ ουσίαν, στη νομολογία που μνημονεύθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 112 και 115. Κατά την Επιτροπή, εφόσον η εξαίρεση την οποία επικαλείται έχει εφαρμογή στο σύνολο των ζητηθέντων εγγράφων, η ανάγκη προστασίας του εμπιστευτικού χαρακτήρα της αλληλογραφίας της με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, στο πλαίσιο της εν εξελίξει διαδικασίας λόγω παραβάσεως, εμποδίζει και τη μερική πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001.
119 Από την αιτιολογία αυτή προκύπτει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε ουσιαστικά στην αρχή η οποία επιτρέπει στο ενδιαφερόμενο όργανο να μην προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση καθενός από τα ζητηθέντα έγγραφα ή, τουλάχιστον, να μην παραθέσει λεπτομερή αιτιολογία στην επίδικη απόφαση όσον αφορά την εξέταση αυτή, με το αιτιολογικό ότι όλα αυτά τα έγγραφα αποτελούν προδήλως μέρος μιας και της αυτής κατηγορίας εγγράφων που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.
120 Η αιτιολογία αυτή δεν ενέχει καμία πλάνη περί το δίκαιο ή περί τα πράγματα.
121 Πράγματι, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την LPN και τους παρεμβαίνοντες, λόγω των ιδιαιτέρων περιστάσεων της υποθέσεως, είναι πρόδηλο, αφενός, ότι όλα τα ζητηθέντα έγγραφα ενέπιπταν, όσον αφορά ολόκληρο το περιεχόμενό τους, στην ίδια κατηγορία εγγράφων και, αφετέρου, ότι, βάσει της προβληθείσας εξαιρέσεως, η πρόσβαση σ’ αυτή την κατηγορία εγγράφων δεν έπρεπε να επιτραπεί (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 102 απόφαση Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, σκέψη 75). Δικαίως η Επιτροπή αναφέρθηκε, γενικώς, στο γεγονός ότι όλα τα ζητηθέντα έγγραφα προέρχονται από την αλληλογραφία που αντάλλαξε με τις πορτογαλικές αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως που κινήθηκε κατά της Πορτογαλικής Δημοκρατίας. Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη του καταλόγου των εγγράφων ο οποίος περιέχεται στο παράρτημα Β.6 του υπομνήματος αντικρούσεως, είναι αδιανόητο να μπορούσε η Επιτροπή να επιτρέψει την πρόσβαση σε ένα μόνο από τα έγγραφα αυτά ή σε ένα μέρος του περιεχομένου τους χωρίς να υπονομεύσει τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις με τις πορτογαλικές αρχές. Έτσι, σύμφωνα με τα κριθέντα ανωτέρω στη σκέψη 111, η δημοσιοποίηση, έστω και μερική, των ζητηθέντων εγγράφων θα ήταν όντως ικανή να βλάψει την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας της Επιτροπής όσον αφορά τις καθ’ υπόθεση παραβάσεις της Πορτογαλικής Δημοκρατίας σχετικά με το σχέδιο κατασκευής φράγματος (βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογία, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην προμνησθείσα στη σκέψη 44 υπόθεση Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, σημεία 109 έως 112 και 118 έως 121).
122 Στο πλαίσιο αυτό, το επιχείρημα των παρεμβαινόντων ότι μια τέτοια προσέγγιση θα ισοδυναμούσε προς αναγνώριση του ότι η διαδικασία λόγω παραβάσεως θα μπορούσε να διεξάγεται «σε απόλυτη μυστικότητα» δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, καθόσον η κατάσταση αυτή αποτελεί την αναπόφευκτη συνέπεια της αναγνωρίσεως της εξαιρέσεως που αποσκοπεί στην προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας, ιδίως όταν αυτές βρίσκονται σε εξέλιξη, και του ότι, υπό τις συνθήκες που αναφέρονται ανωτέρω στις σκέψεις 114 έως 117, το ενδιαφερόμενο όργανο μπορεί να επικαλεστεί αυτή την εξαίρεση, γενικώς, προκειμένου να προστατεύσει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα μιας ολόκληρης κατηγορίας εγγράφων. Για τους ίδιους λόγους, η LPN και οι παρεμβαίνοντες δεν μπορούν να ισχυρισθούν ότι η Επιτροπή, αν της επιτρεπόταν να μην προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση του περιεχομένου καθενός από τα ζητούμενα έγγραφα, δεν θα μπορούσε να λάβει επαρκώς υπόψη της το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετείται από τη δημοσιοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006, ιδίως καθόσον η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση (βλ. σκέψη 136 κατωτέρω).
123 Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από τις αρχές που αναγνωρίστηκαν με την προμνησθείσα στη σκέψη 44 απόφαση Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau (σκέψεις 54 έως 62), σχετικά με τις οποίες οι διάδικοι διατύπωσαν την άποψή τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.
124 Πράγματι, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι επιτρέπεται στο εμπλεκόμενο όργανο να στηριχθεί σε γενικά τεκμήρια τα οποία ισχύουν για ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, δεδομένου ότι παρόμοιες γενικού χαρακτήρα θεωρήσεις μπορούν να ισχύουν σε αιτήσεις δημοσιοποιήσεως που αφορούν έγγραφα της ιδίας φύσεως. Κατά το Δικαστήριο, προκειμένου για διοικητικές διαδικασίες ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, τέτοιου είδους γενικά τεκμήρια μπορούν να συναχθούν από τον κανονισμό (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 [ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), όπως επίσης και από τη νομολογία περί του δικαιώματος ενημερώσεως επί του περιεχομένου εγγράφων του διοικητικού φακέλου που τηρεί η Επιτροπή. Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων αποτελεί, λαμβανομένης υπόψη της γενικής οικονομίας της, ανοικτή διαδικασία κατά κράτους μέλους, στο πλαίσιο της οποίας μόνον το τελευταίο έχει δικαιώματα άμυνας, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να του κοινοποιούνται ορισμένα έγγραφα, σε αντίθεση προς τους ενδιαφερομένους, οι οποίοι δεν διαθέτουν, στο πλαίσιο αυτό, το δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση των εγγράφων του διοικητικού φακέλου που τηρεί η Επιτροπή. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η περίσταση αυτή έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη για την ερμηνεία της εξαιρέσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Συγκεκριμένα, αν οι ενδιαφερόμενοι αυτοί είχαν τη δυνατότητα να επιτύχουν την πρόσβαση, βάσει του κανονισμού 1049/2001, στα έγγραφα του διοικητικού φακέλου της Επιτροπής, θα διακυβευόταν το καθεστώς ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 44 απόφαση Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, σκέψεις 54 έως 59).
125 Από τα ανωτέρω, το Δικαστήριο συνήγαγε ότι, όταν οι δραστηριότητες των οργάνων εντάσσονται στο πλαίσιο των διοικητικών αρμοδιοτήτων που τους έχουν ειδικώς απονεμηθεί από το άρθρο 88 ΕΚ, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ότι οι ενδιαφερόμενοι, πλην του οικείου κράτους μέλους, στις διαδικασίες ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων δεν έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση των εγγράφων του διοικητικού φακέλου της Επιτροπής και, ως εκ τούτου, να αναγνωρίζεται η ύπαρξη τεκμηρίου σύμφωνα με το οποίο η δημοσιοποίηση των εγγράφων του διοικητικού φακέλου θα έθιγε, καταρχήν, την προστασία των σκοπών έρευνας, με συνέπεια το εμπλεκόμενο όργανο να μπορεί ακόμα και να παρακάμψει την προηγούμενη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των ζητουμένων εγγράφων. Πάντως, κατά το Δικαστήριο, ως προς το ζήτημα αυτό, οι ενδιαφερόμενοι διατηρούν το δικαίωμα να αποδείξουν ότι ένα συγκεκριμένο έγγραφο δεν καλύπτεται από το εν λόγω τεκμήριο ή ότι υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη δημοσιοποίησή του (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 44 απόφαση Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, σκέψεις 60 έως 62).
126 Όσον αφορά τον έλεγχο τον οποίο καλείται να ασκήσει η Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως κινηθείσας δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο έλεγχος αυτός συνιστά διοικητική αρμοδιότητα, στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια και έρχεται σε διμερή διάλογο με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διάταξη του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2007, C-461/06 P, AEPI κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 24, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 5ης Σεπτεμβρίου 2006, Τ-242/05, AEPI κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 28 και 29). Εξάλλου, από πάγια νομολογία αναγνωρίζεται ότι η διαδικαστική θέση των υποβαλόντων καταγγελία στην Επιτροπή, όπως η θέση της LPN στην υπό κρίση περίπτωση, διαφέρει ουσιωδώς στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως κινηθείσας δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ από τη θέση τους, π.χ., στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, όπως αυτή που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), και από τον κανονισμό (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 123, σ. 18), κατά τη διάρκεια της οποίας οι καταγγέλλοντες διαθέτουν ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις η τήρηση των οποίων υπόκειται σε ουσιαστικό δικαστικό έλεγχο στο πλαίσιο προσφυγής κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της καταγγελίας. Αντιθέτως, οι καταγγέλλοντες κατά την έννοια της ανακοινώσεως 2002/C 244/03 δεν έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης κατά τυχόν αποφάσεως περί θέσεως της καταγγελίας τους στο αρχείο και δεν έχουν διαδικαστικά δικαιώματα παρόμοια με εκείνα που έχουν ενδεχομένως στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας δυνάμει των προμνησθέντων κανονισμών, και τα οποία τους επιτρέπουν να απαιτήσουν από την Επιτροπή να τους ενημερώσει και να ακούσει την άποψή τους (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 35 διάταξη LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
127 Επομένως, εφόσον η LPN δεν έχει δικαίωμα, στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας, να λάβει γνώση των εγγράφων του διοικητικού φακέλου της Επιτροπής, πρέπει να αναγνωριστεί, κατ’ αναλογία προς την κατάσταση των ενδιαφερομένων στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, ότι υφίσταται γενικό τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο η δημοσιοποίηση των εγγράφων του διοικητικού φακέλου θα έθιγε, καταρχήν, την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας. Αρκούσε, συνεπώς, να εξακριβώσει η Επιτροπή αν αυτό το γενικό τεκμήριο ίσχυε για το σύνολο των ζητηθέντων εγγράφων, χωρίς να υποχρεούται αναγκαστικά να προβεί προηγουμένως σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση του περιεχομένου καθενός από τα έγγραφα αυτά. Δεδομένου ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, η διαδικασία λόγω παραβάσεως ήταν σε εξέλιξη, η Επιτροπή έπρεπε αναγκαστικά να στηριχθεί στην αρχή ότι το γενικό αυτό τεκμήριο ίσχυε για το σύνολο των ζητηθέντων εγγράφων.
128 Το τεκμήριο στο οποίο αναφέρεται η ανωτέρω σκέψη 125 δεν αποκλείει, πάντως, το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να αποδείξουν ότι ένα ορισμένο έγγραφο του οποίου ζητείται η δημοσιοποίηση δεν καλύπτεται από το εν λόγω τεκμήριο ή ότι υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση του συγκεκριμένου εγγράφου δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 (προμνησθείσα στη σκέψη 44 απόφαση Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, σκέψη 62).
129 Όσον αφορά την πρώτη πτυχή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε η LPN ούτε οι παρεμβαίνοντες επικαλέστηκαν στοιχεία ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση το βάσιμο της εκτιμήσεως σύμφωνα με την οποία το σύνολο των επίμαχων εγγράφων καλυπτόταν από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.
130 Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι αιτιάσεις που αντλούνται από την απουσία συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως των επίμαχων εγγράφων, από την παράνομη άρνηση παροχής μερικής προσβάσεως στα εν λόγω έγγραφα καθώς και από την παράβαση του κανονισμού 1367/2006 πρέπει να απορριφθούν.
131 Τέλος, λαμβανομένου υπόψη του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον, με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε δημόσιο συμφέρον ή υπέρτερο δημόσιο συμφέρον στη δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων.
– Επί του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος στη δημοσιοποίηση
132 Όσον αφορά το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, in fine, του κανονισμού 1049/2001, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με την επίδικη απόφαση, δεν υφίσταται τέτοιο συμφέρον στην προκειμένη περίπτωση. Κατά την Επιτροπή, το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, δυνάμει του οποίου η δημοσιοποίηση λογίζεται ως ανταποκρινόμενη σε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον όταν οι ζητούμενες πληροφορίες έχουν σχέση με εκπομπές στο περιβάλλον, δεν έχει εφαρμογή σε έρευνες σχετικές με πιθανές παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου.
133 Αυτή η εκτίμηση περί απουσίας υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, in fine, του κανονισμού 1049/2001 δεν πάσχει από καμία πλάνη περί το δίκαιο ή περί τα πράγματα.
134 Πράγματι, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, η διαδικασία λόγω παραβάσεως που είχε κινηθεί κατά της Πορτογαλικής Δημοκρατίας βρισκόταν σε εξέλιξη. Ως εκ τούτου, το τεκμήριο υπάρξεως υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος στη δημοσιοποίηση, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006, δεν είχε εφαρμογή εν προκειμένω, οπότε δεν χρειάζεται καν να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του κατά πόσον τα επίμαχα έγγραφα περιείχαν πληροφορίες έχουσες όντως σχέση με «εκπομπές» στο περιβάλλον.
135 Δεύτερον, στο μέτρο που η LPN και οι παρεμβαίνοντες υποστηρίζουν ότι ο κανονισμός 1367/2006 αποσκοπεί στη βελτίωση της διαφάνειας στον περιβαλλοντικό τομέα σε σχέση προς τη διαφάνεια που εξασφαλίζουν οι κανόνες του κανονισμού 1049/2001, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006, ως lex specialis σε σχέση προς τον κανονισμό 1049/2001, που αντικαθιστά, τροποποιεί ή διευκρινίζει ορισμένες από τις διατάξεις του δεύτερου αυτού κανονισμού για την περίπτωση που η αίτηση προσβάσεως αφορά «περιβαλλοντικές πληροφορίες» ή πληροφορίες που «αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον», αποκλείει ακριβώς μια τέτοια βελτίωση στο πλαίσιο της σταθμίσεως αντικρουομένων συμφερόντων κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, όταν τα επίμαχα έγγραφα περιλαμβάνονται στον φάκελο εν εξελίξει διαδικασίας λόγω παραβάσεως. Συνεπώς, οι ανωτέρω δεν μπορούν να προσάψουν στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε δεόντως υπόψη της ένα τέτοιο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον στη δημοσιοποίηση και, ως εκ τούτου, ότι δεν προέβη σε ορθή στάθμιση των αντικρουομένων συμφερόντων.
136 Τρίτον, στο πλαίσιο της εφαρμογής της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, η LPN και οι παρεμβαίνοντες δεν μπορούν να επικαλεστούν λυσιτελώς ούτε το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006. Πράγματι, αφενός, η τελευταία αυτή διάταξη αφορά μόνον την υποχρέωση περιοριστικής ερμηνείας των εξαιρέσεων πλην αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006, ήτοι των εξαιρέσεων πλην των προβλεπομένων από το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Αφετέρου, το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 αναφέρεται απλώς σε «δημόσιο συμφέρον» στη δημοσιοποίηση και όχι σε «υπέρτερο» δημόσιο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, in fine, του κανονισμού 1049/2001. Ως εκ τούτου, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της LPN και των παρεμβαινόντων σύμφωνα με το οποίο, εν προκειμένω, οι αρχές της αυξημένης διαφάνειας, της προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα, της μεγαλύτερης συμμετοχής του πολίτη στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων και της μεγαλύτερης νομιμότητας συνιστούν, ωστόσο, δημόσιο συμφέρον, αν όχι υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων.
137 Τέταρτον, στο μέτρο που η LPN αναφέρεται στο συμφέρον της να μετάσχει ενεργώς στην επίμαχη διαδικασία λόγω παραβάσεως προκειμένου να προωθήσει το δημόσιο συμφέρον για την προστασία του περιβάλλοντος, της οποίας είναι εγγυήτρια υπό την ιδιότητά της ως ΜΚΟ, αρκεί η διαπίστωση ότι το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα δεν εξαρτάται από τη φύση του ιδιαιτέρου συμφέροντος που έχει ή δεν έχει ενδεχομένως ο αιτούμενος την πρόσβαση να του παρασχεθεί η ζητηθείσα πληροφορία (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 2007, C‑266/05 P, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑1233, σκέψη 44).
138 Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η LPN και οι παρεμβαίνοντες, απαντώντας σε ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, δεν μπόρεσαν ούτε να προσδιορίσουν τυχόν υπέρτερο δημόσιο συμφέρον άλλο από την υποτιθέμενη αυξημένη διαφάνεια στον περιβαλλοντικό τομέα, το οποίο η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη της κατά την εφαρμογή, στην υπό κρίση περίπτωση, του άρθρου 4, παράγραφος 2, in fine, του κανονισμού 1049/2001, ούτε να εξηγήσουν αν και σε ποιο βαθμό οι ζητηθείσες πληροφορίες είχαν σχέση με εκπομπές στο περιβάλλον κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006.
139 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της LPN και των παρεμβαινόντων ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη της δημόσιο συμφέρον ή υπέρτερο δημόσιο συμφέρον στη δημοσιοποίηση των επίμαχων περιβαλλοντικών πληροφοριών και να σταθμίσει ορθώς τα αντικρουόμενα συμφέροντα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, in fine, του κανονισμού 1049/2001, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλαν η LPN και οι παρεμβαίνοντες στο πλαίσιο αυτό.
140 Κατά συνέπεια, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους ως αβάσιμοι, οπότε η προσφυγή είναι απορριπτέα.
Επί των δικαστικών εξόδων
141 Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εφόσον η LPN ηττήθηκε, στο μέτρο που η προσφυγή της αφορά τα έγγραφα ή τα μέρη εγγράφων στα οποία δεν παρασχέθηκε πρόσβαση, η LPN πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.
142 Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Συνεπώς, το Βασίλειο της Δανίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας θα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.
143 Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η LPN, αν δεν της είχε παρασχεθεί, κατά τη διάρκεια της δίκης, πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα ή αποσπάσματα εγγράφων, θα είχε ηττηθεί όσον αφορά το σύνολο της προσφυγής της για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω στις σκέψεις 99 έως 140. Συνεπώς, η LPN πρέπει να καταδικαστεί να φέρει το σύνολο των εξόδων της καθώς και το σύνολο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)
αποφασίζει:
1) Απορρίπτει την προσφυγή καθόσον αφορά τα έγγραφα και τα μέρη εγγράφων στα οποία δεν παρασχέθηκε πρόσβαση στη Liga para Protecção da Natureza (LPN) με την απόφαση SG.E.3/MIB/psi D(2008) 8639 της Επιτροπής, της 24ης Οκτωβρίου 2008.
2) Παρέλκει πλέον η έκδοση αποφάσεως ως προς τα λοιπά.
3) Η LPN φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
4) Το Βασίλειο της Δανίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.
Azizi |
Cremona |
Frimodt Nielsen |
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Σεπτεμβρίου 2011.
(υπογραφές)
Περιεχόμενα
Το νομικό πλαίσιο
Ο κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001
Ο κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006
Τα πραγματικά περιστατικά
Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων
Σκεπτικό
Επί του αιτήματος καταργήσεως της δίκης
Επιχειρήματα των διαδίκων
Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
Σύνοψη των λόγων ακυρώσεως
Επί του πρώτου και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλούνται από παράβαση του κανονισμού 1367/2006 και του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001
Επιχειρήματα των διαδίκων
– Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παράβαση του κανονισμού 1367/2006
– Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001
Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
– Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
– Επί των επιπτώσεων του κανονισμού 1367/2006 στο περιεχόμενο της υποχρεώσεως εξετάσεως την οποία υπέχει η Επιτροπή
– Επί των απαιτήσεων στις οποίες υπόκειται η υποχρέωση εξετάσεως την οποία υπέχει η Επιτροπή
– Επί της τηρήσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, της υποχρεώσεως εξετάσεως των ζητηθέντων εγγράφων
– Επί του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος στη δημοσιοποίηση
Επί των δικαστικών εξόδων
* Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.